Jump to content

Κυνηγοί Ονείρων


Recommended Posts

Φυσικά και αυτό το έργο θα ακολουθήσει την ίδια λογική με τον Λαβύρινθο... Βρίσκομαι σε μια πολύ περίεργη συγγραφική φάση ειδικά μάλλον οταν έχω για μουσική υπόκρουση τα vocaloid... Anyway..... Περιμένω feedback και ευχαριστώ προκαταβολικά για τον χρόνο σας! :mf_sonne:

 

 

 

02.08.13

 

Και ξαφνικά σήμερα εκεί που μόλις άνοιξα τα μάτια μου, μου ήρθε μια θεότρελη επιφοίτηση για ένα καινούργιο έργο το οποίο επίσης θα δουλέψω σε μορφή light novel και με γραφή που θέλω να θυμίζει άνιμε/μάνγκα. Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό να νιώσω τόση όρεξη για συγγραφή αλλά αν αυτή είναι η αιτία που έχω τόση έμπνευση τότε το δέχομαι με όλες τις συνέπειες αλλά και με ευγνωμοσύνη παράλληλα. Λοιπόν… Ξεκινάω…

Εισαγωγή

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί .

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός.

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φτερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση… 

Edited by Vanessa Van Hault
Link to comment
Share on other sites

Εμένα με κέρδισες!  Ανυπομονώ να δω την συνέχεια. Τι γίνεται αν κοιμηθεί μετά το Κυνήγι, θα σκάσω αν δεν μάθω!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εμένα με κέρδισες!  Ανυπομονώ να δω την συνέχεια. Τι γίνεται αν κοιμηθεί μετά το Κυνήγι, θα σκάσω αν δεν μάθω!

Χαχά! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου και το σχόλιο σου! θα σου δούμε!^_^ Η ιστορία ακόμα δεν έχει πλαστεί πλήρως στο μυαλό μου! Είμαι και εγω περίεργη να δω τι τροπή θα πάρει! :search:

Link to comment
Share on other sites

==> UPDATED 04.08.13 

 

Χμμμ... Προς το παρόν φαίνεται πως και αυτό παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή μέσα στο μυαλό μου. Έχουν ξεκαθαριστεί τα πιο πολλά πράγματα και η πλοκή στο μεγαλύτερο μέρος της. Δε ξέρω αν θα καταφέρω να ξεκινήσω να γράφω και το τρίτο κείμενο που το είχα στο μυαλό μου εδώ και πέντε χρόνια.. Αλλά.. Why not?????? Anyway... Καλή ανάγνωση! θα δούμε τώρα πότε θα ξανακάνω update....

 

:heat:

 

 

 

 

 

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φτερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευρολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέλθω, στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλια τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει την πόλη στην οποία δεν υπάρχει καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του. ¨ Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά… ¨Ταλαντεύτηκε για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό. ¨Ναι, όπως επίσης βλέπω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκεκριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειες μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ψυχές να ζουν και να αναπνέουν. Καρδιές που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο σύνδεσμος μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασηκώνει τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος. ¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και τα κτήρια να καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

Edited by Vanessa Van Hault
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

UPDATED 09.08.2013

 

ΕΕεεεεεεε?????????????????? Δείχνει να προχωράει εξίσου γρήγορα με τον Λαβύρινθο αλλά πάντα με την ίδια λογική.

 

Όσο πάει αποκτάει και περισσότερα πράγματα, πράγματα τα οποία είναι έξω απο μενα και δεν είμαι σε θέση να ελέγξω...

 

Αναρωτιέμαι που θα φτάσει???

 

Διακοπες νεξτ γουικ και ελπίζω να γράψω ακόμα περισσότερα!^_^

 

Anyway... Καλή ανάγνωση...!

 

02.08.13

 

Και ξαφνικά σήμερα εκεί που μόλις άνοιξα τα μάτια μου, μου ήρθε μια θεότρελη επιφοίτηση για ένα καινούργιο έργο το οποίο επίσης θα δουλέψω σε μορφή light novel και με γραφή που θέλω να θυμίζει άνιμε/μάνγκα. Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό να νιώσω τόση όρεξη για συγγραφή αλλά αν ΑΥΤΗ είναι η αιτία που έχω τόση έμπνευση τότε το δέχομαι με όλες τις συνέπειες αλλά και με ευγνωμοσύνη παράλληλα. Λοιπόν… Ξεκινάω…

 

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα μοντερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευροφυσιολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέρθω στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλι τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει την πόλη στην οποία δεν υπάρχει καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του. ¨ Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά… ¨ Ταλαντεύτηκε για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό. ¨Ναι, όπως επίσης βλέπω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκeριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειας μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ψυχές να ζουν και να αναπνέουν. Καρδιές που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο σύνδεσμος μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασηκώνει τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος. ¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και τα κτήρια να καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

 

17538.

 

..Καθισμένος πάνω σε κρεβάτι εξέτασης ασθενών τρώω φρουτοσαλάτα που έχει ετοιμάσει η Λίσα πριν φύγει. Από ώρα σε ώρα θα εμφανιστεί ο Σενσέϊ. Είμαι αφηρημένος. Έχουν περάσει δυο μέρες από την τελευταία φορά που έπιασα το όνειρο που μου ζητήθηκε. Αλλά κάτι υπήρχε σε αυτό το όνειρο που με ενοχλούσε. Είχα δει πάρα πολλά όνειρα άλλων για να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει με ελαφρύ τρίξιμο. Μέσα μπαίνει ο κηδεμόνας μας. Του ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Δείχνει πολύ κουρασμένος. Κάτω από τα μάτια του υπάρχου μαύροι κύκλοι. Με πλησιάζει και μου ρίχνει μια εξεταστικά ματιά, χαμογελάει και κάθεται δίπλα σε μια καρέκλα.

Στα χέρια του εμφανίζεται ένας ολογραφικός πίνακας. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει ήρεμος. ¨Λοιπόν Λη.. Πως αισθάνεσαι;¨

Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου. Νιώθω αρκετά ζωντανός. Χαμογελάω πλατιά. Χαμογελάει και εκείνος. ¨Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.¨

..¨Παρά το γεγονός ότι ήταν γυμνόστηθες δεν ένιωθα ότι είχαν κάτι το πρόστυχο..¨ συνέχισα αναβιώνοντας τις λεπτομέρειες από το τελευταίο μου όνειρο. Ακόμα μπορούσα να νιώσω τον νυχτερινό , απαλό αέρα πάνω στο δέρμα μου. Ήταν από τις ωραιότερες διαδρομές που είχα κάνει ποτέ. ΄

Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα την διήγηση μου.

..¨Τότε εμφανίστηκε ο Chi. Είχα καιρό να τον δω. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του με καθησύχασε. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το όνειρο…¨ συνέχισα βάζοντας ένα κομμάτι πεπονιού στο στόμα μου. Το μάσησα όσο ο Σενσεί περίμενε υπομονετικά.

¨Όταν ανέβηκα στον τελευταίο όροφο δεν υπήρχε τίποτα παρά μια μεταλλική, γεμάτη σκόνες συρταριέρα. Υπήρχε ένας αριθμός πάνω της¨ συνεχίζω καθώς αναβιώνω τις τελευταίες στιγμές του ονείρου. ¨17538.¨

Στο άκουσμα του αριθμού ο Σενσέϊ ξαφνικά αναδεύεται. ¨Πως είπες;¨ ρωτάει. ¨17538; Καλά άκουσα;¨ Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.  Βάζω άλλο ένα κομμάτι του πεπονιού στο στόμα μου και το πιπιλάω.

Ο Σενσέϊ έχει σηκωθεί από την καρέκλα και πηγαινοέρχεται σκεφτικός μέσα στο δωμάτιο. ¨17538..¨ τον ακούω να μουρμουρίζει σκεφτικός.  Ξαπλώνω. Τι το ενδιαφέρον έχει αυτός ο αριθμός; Είναι απλά ένας αριθμός.

Αφού ο Σενσέϊ σταματάει , με κοιτάζει. ¨Τι άλλο έχει μετά απ’αυτό το όνειρο Λη; Τι άλλο είδες;¨ Κοιτάζω αφηρημένος το ταβάνι. ¨Πόλεμος. Πόλεμος…¨ απαντάω μουρμουρίζοντας. Νιώθω νύστα και πως δεν έχω καμιά όρεξη να απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις του Σενσέϊ. ¨Όλη η πόλη τυλίγεται σε φλόγες. Παντού ακούγονται πολεμικές σειρήνες και μια και μοναδική λέξη.. ΠΟΛΕΜΟΣ…¨ απαντάω.

Ακούγεται γδούπος. Γυρίζω έκπληκτος προς τον Σενσέϊ. Εκείνος τρέμει σύγκορμος ενώ ο ολογραφικός πίνακας είναι πεσμένος στο πάτωμα. Ανασαίνει με δυσκολία. ¨Σενσεί;¨ ρωτάω νιώθοντας ανησυχία . Δεν τον έχω δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση πανικού.  

¨Λη….¨ ψελλίζει. ¨Ποιος ήταν ο στόχος σου; Ποιος ήταν ; Πως τον λένε;¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. ¨Ξέρετε πολύ καλά πως ποτέ δεν ερχόμαστε σε οπτική επαφή μαζί τους. Δεν ξέρουμε τα ονόματα τους. Στα χέρια μας φτάνει ένας φάκελος με την τοποθεσία από την οποία πρέπει να εγκλωβίσουμε το όνειρο….¨

¨Πρέπει να με πας εκεί…¨ ψελλίζει εκείνος. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και να μάθουμε περισσότερα πράγματα…¨ ¨Σενσέϊ…¨ ψελλίζω απορημένος. ¨Τι συμβαίνει; Γιατί… Γιατί σας ανησύχησε τόσο πολύ αυτό το όνειρο; Είναι ένα τυχαίο όνειρο.. Έτσι δεν είναι;¨

Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. ¨17538 Λη… Αυτό είναι που με ανησυχεί. Βλέπω πως αυτή τη φορά αυτοί που σε έβαλαν να εγκλωβίσεις το Όνειρο είχαν πάρα πολύ συγκεκριμένους στόχους. Ακολουθα με και θα στα πω όλα….»

..Μέσα στην παλιά αποθήκη υπάρχουν πάρα πολλές κούτες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Ο Σενσέϊ δείχνει να γνωρίζει ακριβώς που έχει τοποθετημένο τι καθώς κινείται με απίστευτη σιγουριά μέσα στο χώρο. Περνώντας δίπλα απ’ολες αυτές τις κούτες συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πραγματικά τίποτε για τον άνθρωπο που η Λίσα θεωρεί πατέρα μας και πως όλο αυτό το χρόνο ήμουν τόσο προσηλωμένος στον στόχο μου να μάθω τα πάντα για το παρελθόν μου που άθελα μου έχω κάνει πέρα τους ανθρώπους που νοιάζονται για μενα με δικό τους τρόπο. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να προσπαθήσω να περνάω μαζί τους περισσότερο χρόνο.

Εκείνος σταματάει μπροστά σε ένα κίτρινο κουτί το οποίο έχει ένα μαύρο Χ απέξω. Το κοιτάζει σκεφτικός για λίγες στιγμές , λες και αμφιβάλλει γι’αυτό που πρόκειται να κάνει. Αναστενάζει και το πιάνει.

Σε λίγα δευτερόλεπτα διάφορες σημειώσεις με φύλλα που έχουν κιτρινίσει με την πάροδο του χρόνου κάνουν την εμφάνιση μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος βλέπω διάφορους πίνακες , πολλές αναφορές, φωτογραφίες από διάφορα πειράματα.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον Σενσέϊ. Εκείνος έχει ένα θλιμμένο ύφος, όμοιο του οποίου δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

¨Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να σε βλέπω σαν ένα προϊόν πειράματος Λη, αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια στιγμή όταν μάθεις για το ποιος είσαι  πραγματικά θα νιώσεις θυμό και απογοήτευση.¨

Σηκώνω το βλέμμα μου. ΄Τι είναι αυτά που λέει;΄ σκέφτομαι με απορία. Αλλά εκείνος δείχνει να ανακτεί την ψυχραιμία μου και βγάζοντας ένα ντοσιέ μέσα από την κούτα αρχίζει και ξεφυλλίζει το εσωτερικό του. Βγάζει ένα φύλλο και το δείχνει σε εμένα.

Πάνω του απεικονίζεται ένας εγκέφαλος χωρισμένος σε διάφορα τμήματα τα οποία είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα. Σηκώνω με απορία τα  μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

¨Δεν υπάρχει χειρότερο είδος από τον άνθρωπο Λη¨ λέει εκείνος ενώ  τα μάτια του λάμπουν με πρωτοφανή αγριάδα.  Αλλά ακόμα και αυτό το ύφος μου είναι πρωτόγνωρο . Αναρωτιέμαι τι άλλο θα μάθω σήμερα. ¨Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτό εδώ αλλά την δεκαετία του 70’ υπήρχε ένα project μ'εσω του υοποίο η κυβέρνηση μας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κυριαρχήσει πάνω στις μάζες με τρόπο που δε θα γινόταν αντιληπτός με κανέναν τρόπο. Όμως βλέπεις εδώ υπάρχει έκθεση για το πώς λειτουργούν συγκεκριμένες ακτίνες πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο . Εδώ μπορείς να δεις πως λειτουργεί ο εγκέφαλος πριν και μετά την έκθεση του σε αυτές τις ακτίνες. ¨

Αναστενάζει. ¨Ανέλαβα το project σε στάδιο που είχε προχωρήσει ήδη αρκετά αλλά με κάποιο τρόπο όλη η έρευνα διέρρευσε. Ο κόσμος έγινε έξαλλος. Πολλά από τα πειραματόζωα απεβίωναν μη αντέχοντας στην έκθεση αυτών των ακτινών.  Σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης  ενώ πολλοί ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα φυλακίστηκαν για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εγώ κατάφερα να κρατηθώ στην σκιά χωρίς ποτέ να μαθευτεί οτιδήποτε θα ήταν πλήγμα για την υπόληψη μου και την ιδιότητα μου ως ειδικού στον τομέα μου. ¨

Τα χέρια του πέφτουν κάτω. Δείχνει σαν να έχει γεράσει απότομα μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα. ¨Τότε δεν με παρακινούσε τίποτε άλλο παρά το να μάθω την αλήθεια. Να ξεπεράσω κάθε όριο Λη. Πιστεύαμε ότι ήμαστε θεοί. Θέλαμε εκείνη την καταραμένη γνώση…¨

Με κοιτάζει κατάματα. ¨Αν σε είχε βρει εκείνη την περίοδο, ορκίζομαι ότι δε θα δίσταζα να σε χρησιμοποιήσω ως πειραματόζωο για να μάθω την ουσία σου. Αλλά…¨ τρέμει. ¨Δεν είμαστε θεοί. Και ούτε πρόκειται να γίνουμε ..¨

Σωπαίνει για λίγο. ¨Πάρα πολλές συμπτώσεις Λη. Πάρα πολλές συμπτώσεις. Το project δείχνει να τρέχει κανονικά. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Αυτή τη φορά φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν κάτι μεγάλο.¨ Σηκώνει τα μάτια του . ¨Πρέπει να τους σταματήσουμε…¨

Link to comment
Share on other sites

UPDATED 16.08.13

 

Είμαι σε μια πάρα πολύ περίεργη κατάσταση. Οτιδήποτε και αν πω, απλά θα την περιπλέξει ακόμη περισσότερο. Έχω τελειώσει και το My inner love, το οποίο θα το ποστάρω αφού του ρίξω άλλη μια ματιά. Και τα δυο Dreams' Hunters, The Labyrinth) έχουν ήδη ανεβεί στο fictionpress. Όσο προχωράει η ιστορία, τόσο ανακύπτουν και καινούργιοι χαρακτήρες. Αλλά φαντάζομαι την δεδομένη χρονική στιγμή πρέπει ήδη να το είχα αποδεχτεί και απλά εκτελώ τον ρόλο μου ως συγγραφέας.

 

 

02.08.13

 

Και ξαφνικά σήμερα εκεί που μόλις άνοιξα τα μάτια μου, μου ήρθε μια θεότρελη επιφοίτηση για ένα καινούργιο έργο το οποίο επίσης θα δουλέψω σε μορφή light novel και με γραφή που θέλω να θυμίζει άνιμε/μάνγκα. Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό να νιώσω τόση όρεξη για συγγραφή αλλά αν ΑΥΤΗ είναι η αιτία που έχω τόση έμπνευση τότε το δέχομαι με όλες τις συνέπειες αλλά και με ευγνωμοσύνη παράλληλα. Λοιπόν… Ξεκινάω…

 

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα μοντερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευροφυσιολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέρθω στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλι τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει την πόλη στην οποία δεν υπάρχει καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του. ¨ Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά… ¨ Ταλαντεύτηκε για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό. ¨Ναι, όπως επίσης βλέπω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκeριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειας μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ψυχές να ζουν και να αναπνέουν. Καρδιές που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο σύνδεσμος μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασηκώνει τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος. ¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και τα κτήρια να καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

 

17538.

 

..Καθισμένος πάνω σε κρεβάτι εξέτασης ασθενών τρώω φρουτοσαλάτα που έχει ετοιμάσει η Λίσα πριν φύγει. Από ώρα σε ώρα θα εμφανιστεί ο Σενσέϊ. Είμαι αφηρημένος. Έχουν περάσει δυο μέρες από την τελευταία φορά που έπιασα το όνειρο που μου ζητήθηκε. Αλλά κάτι υπήρχε σε αυτό το όνειρο που με ενοχλούσε. Είχα δει πάρα πολλά όνειρα άλλων για να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει με ελαφρύ τρίξιμο. Μέσα μπαίνει ο κηδεμόνας μας. Του ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Δείχνει πολύ κουρασμένος. Κάτω από τα μάτια του υπάρχου μαύροι κύκλοι. Με πλησιάζει και μου ρίχνει μια εξεταστικά ματιά, χαμογελάει και κάθεται δίπλα σε μια καρέκλα.

Στα χέρια του εμφανίζεται ένας ολογραφικός πίνακας. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει ήρεμος. ¨Λοιπόν Λη.. Πως αισθάνεσαι;¨

Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου. Νιώθω αρκετά ζωντανός. Χαμογελάω πλατιά. Χαμογελάει και εκείνος. ¨Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.¨

..¨Παρά το γεγονός ότι ήταν γυμνόστηθες δεν ένιωθα ότι είχαν κάτι το πρόστυχο..¨ συνέχισα αναβιώνοντας τις λεπτομέρειες από το τελευταίο μου όνειρο. Ακόμα μπορούσα να νιώσω τον νυχτερινό , απαλό αέρα πάνω στο δέρμα μου. Ήταν από τις ωραιότερες διαδρομές που είχα κάνει ποτέ. ΄

Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα την διήγηση μου.

..¨Τότε εμφανίστηκε ο Chi. Είχα καιρό να τον δω. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του με καθησύχασε. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το όνειρο…¨ συνέχισα βάζοντας ένα κομμάτι πεπονιού στο στόμα μου. Το μάσησα όσο ο Σενσεί περίμενε υπομονετικά.

¨Όταν ανέβηκα στον τελευταίο όροφο δεν υπήρχε τίποτα παρά μια μεταλλική, γεμάτη σκόνες συρταριέρα. Υπήρχε ένας αριθμός πάνω της¨ συνεχίζω καθώς αναβιώνω τις τελευταίες στιγμές του ονείρου. ¨17538.¨

Στο άκουσμα του αριθμού ο Σενσέϊ ξαφνικά αναδεύεται. ¨Πως είπες;¨ ρωτάει. ¨17538; Καλά άκουσα;¨ Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.  Βάζω άλλο ένα κομμάτι του πεπονιού στο στόμα μου και το πιπιλάω.

Ο Σενσέϊ έχει σηκωθεί από την καρέκλα και πηγαινοέρχεται σκεφτικός μέσα στο δωμάτιο. ¨17538..¨ τον ακούω να μουρμουρίζει σκεφτικός.  Ξαπλώνω. Τι το ενδιαφέρον έχει αυτός ο αριθμός; Είναι απλά ένας αριθμός.

Αφού ο Σενσέϊ σταματάει , με κοιτάζει. ¨Τι άλλο έχει μετά απ’αυτό το όνειρο Λη; Τι άλλο είδες;¨ Κοιτάζω αφηρημένος το ταβάνι. ¨Πόλεμος. Πόλεμος…¨ απαντάω μουρμουρίζοντας. Νιώθω νύστα και πως δεν έχω καμιά όρεξη να απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις του Σενσέϊ. ¨Όλη η πόλη τυλίγεται σε φλόγες. Παντού ακούγονται πολεμικές σειρήνες και μια και μοναδική λέξη.. ΠΟΛΕΜΟΣ…¨ απαντάω.

Ακούγεται γδούπος. Γυρίζω έκπληκτος προς τον Σενσέϊ. Εκείνος τρέμει σύγκορμος ενώ ο ολογραφικός πίνακας είναι πεσμένος στο πάτωμα. Ανασαίνει με δυσκολία. ¨Σενσεί;¨ ρωτάω νιώθοντας ανησυχία . Δεν τον έχω δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση πανικού.  

¨Λη….¨ ψελλίζει. ¨Ποιος ήταν ο στόχος σου; Ποιος ήταν ; Πως τον λένε;¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. ¨Ξέρετε πολύ καλά πως ποτέ δεν ερχόμαστε σε οπτική επαφή μαζί τους. Δεν ξέρουμε τα ονόματα τους. Στα χέρια μας φτάνει ένας φάκελος με την τοποθεσία από την οποία πρέπει να εγκλωβίσουμε το όνειρο….¨

¨Πρέπει να με πας εκεί…¨ ψελλίζει εκείνος. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και να μάθουμε περισσότερα πράγματα…¨ ¨Σενσέϊ…¨ ψελλίζω απορημένος. ¨Τι συμβαίνει; Γιατί… Γιατί σας ανησύχησε τόσο πολύ αυτό το όνειρο; Είναι ένα τυχαίο όνειρο.. Έτσι δεν είναι;¨

Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. ¨17538 Λη… Αυτό είναι που με ανησυχεί. Βλέπω πως αυτή τη φορά αυτοί που σε έβαλαν να εγκλωβίσεις το Όνειρο είχαν πάρα πολύ συγκεκριμένους στόχους. Ακόλουθα με και θα στα πω όλα….»

..Μέσα στην παλιά αποθήκη υπάρχουν πάρα πολλές κούτες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Ο Σενσέϊ δείχνει να γνωρίζει ακριβώς που έχει τοποθετημένο τι καθώς κινείται με απίστευτη σιγουριά μέσα στο χώρο. Περνώντας δίπλα απ’ολες αυτές τις κούτες συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πραγματικά τίποτε για τον άνθρωπο που η Λίσα θεωρεί πατέρα μας και πως όλο αυτό το χρόνο ήμουν τόσο προσηλωμένος στον στόχο μου να μάθω τα πάντα για το παρελθόν μου που άθελα μου έχω κάνει πέρα τους ανθρώπους που νοιάζονται για μενα με δικό τους τρόπο. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να προσπαθήσω να περνάω μαζί τους περισσότερο χρόνο.

Εκείνος σταματάει μπροστά σε ένα κίτρινο κουτί το οποίο έχει ένα μαύρο Χ απέξω. Το κοιτάζει σκεφτικός για λίγες στιγμές , λες και αμφιβάλλει γι’αυτό που πρόκειται να κάνει. Αναστενάζει και το πιάνει.

Σε λίγα δευτερόλεπτα διάφορες σημειώσεις με φύλλα που έχουν κιτρινίσει με την πάροδο του χρόνου κάνουν την εμφάνιση μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος βλέπω διάφορους πίνακες , πολλές αναφορές, φωτογραφίες από διάφορα πειράματα.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον Σενσέϊ. Εκείνος έχει ένα θλιμμένο ύφος, όμοιο του οποίου δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

¨Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να σε βλέπω σαν ένα προϊόν πειράματος Λη, αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια στιγμή όταν μάθεις για το ποιος είσαι  πραγματικά θα νιώσεις θυμό και απογοήτευση.¨

Σηκώνω το βλέμμα μου. ΄Τι είναι αυτά που λέει;΄ σκέφτομαι με απορία. Αλλά εκείνος δείχνει να ανακτεί την ψυχραιμία μου και βγάζοντας ένα ντοσιέ μέσα από την κούτα αρχίζει και ξεφυλλίζει το εσωτερικό του. Βγάζει ένα φύλλο και το δείχνει σε εμένα.

Πάνω του απεικονίζεται ένας εγκέφαλος χωρισμένος σε διάφορα τμήματα τα οποία είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα. Σηκώνω με απορία τα  μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

¨Δεν υπάρχει χειρότερο είδος από τον άνθρωπο Λη¨ λέει εκείνος ενώ  τα μάτια του λάμπουν με πρωτοφανή αγριάδα.  Αλλά ακόμα και αυτό το ύφος μου είναι πρωτόγνωρο . Αναρωτιέμαι τι άλλο θα μάθω σήμερα. ¨Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτό εδώ αλλά την δεκαετία του 70’ υπήρχε ένα project μ'εσω του υοποίο η κυβέρνηση μας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κυριαρχήσει πάνω στις μάζες με τρόπο που δε θα γινόταν αντιληπτός με κανέναν τρόπο. Όμως βλέπεις εδώ υπάρχει έκθεση για το πώς λειτουργούν συγκεκριμένες ακτίνες πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο . Εδώ μπορείς να δεις πως λειτουργεί ο εγκέφαλος πριν και μετά την έκθεση του σε αυτές τις ακτίνες. ¨

Αναστενάζει. ¨Ανέλαβα το project σε στάδιο που είχε προχωρήσει ήδη αρκετά αλλά με κάποιο τρόπο όλη η έρευνα διέρρευσε. Ο κόσμος έγινε έξαλλος. Πολλά από τα πειραματόζωα απεβίωναν μη αντέχοντας στην έκθεση αυτών των ακτίνων.  Σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης  ενώ πολλοί ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα φυλακίστηκαν για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εγώ κατάφερα να κρατηθώ στην σκιά χωρίς ποτέ να μαθευτεί οτιδήποτε θα ήταν πλήγμα για την υπόληψη μου και την ιδιότητα μου ως ειδικού στον τομέα μου. ¨

Τα χέρια του πέφτουν κάτω. Δείχνει σαν να έχει γεράσει απότομα μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα. ¨Τότε δεν με παρακινούσε τίποτε άλλο παρά το να μάθω την αλήθεια. Να ξεπεράσω κάθε όριο Λη. Πιστεύαμε ότι ήμαστε θεοί. Θέλαμε εκείνη την καταραμένη γνώση…¨

Με κοιτάζει κατάματα. ¨Αν σε είχε βρει εκείνη την περίοδο, ορκίζομαι ότι δε θα δίσταζα να σε χρησιμοποιήσω ως πειραματόζωο για να μάθω την ουσία σου. Αλλά…¨ τρέμει. ¨Δεν είμαστε θεοί. Και ούτε πρόκειται να γίνουμε ..¨

Σωπαίνει για λίγο. ¨Πάρα πολλές συμπτώσεις Λη. Πάρα πολλές συμπτώσεις. Το project δείχνει να τρέχει κανονικά. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Αυτή τη φορά φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν κάτι μεγάλο.¨ Σηκώνει τα μάτια του . ¨Πρέπει να τους σταματήσουμε…¨

 

Ο Κόκκινος

 

Ο ήλιος καίει. Έξω από την καφετέρια ο κόσμος δείχνει να απολαμβάνει την ημέρα. Αλλά μέσα στην καφετέρια, καθισμένο μπροστά από την τζαμαρία κάθεται ένα παιδί που δεν δείχνει να είναι μεγαλύτερο από δέκα χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Φοράει κοντό σορτσάκι , λευκό πουκάμισο και μαύρο μπουφάν πάνω από το πουκάμισο. Δείχνει πολύ περιποιημένος .

Πίνει χυμό μέσα από καλαμάκι και δείχνει να περιμένει κάποιον. Μια παρέα από 4 παιδιά τον πλησιάζουν και τον περιτριγυρίζουν. Κάνουν σχόλια για την εμφάνισή του και ο ένας κάθεται απέναντι του απειλητικά κάνοντας του τον νταή.  Κανείς τους δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή πως και οι τέσσερις με το που βγουν από την καφετέρια θα πεθάνουν με πολύ επώδυνο τρόπο.

Ένας άντρας με μαύρη στολή  φορώντας γυαλιά ηλίου πλησιάζει το τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά στο χώρο γύρω και κάνει μια γκριμάτσα απέχθειας. ¨Δεν μπορώ να καταλάβω την μανία σου να έρχεσαι εδώ Κέιτο…¨ λέει ξεφυσώντας. Σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

Βγάζει έναν φάκελο και τον σπρώχνει προς το μέρος του παιδιού. ¨Βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο..¨ αποκρίνεται το παιδί σκεφτικό. ¨Όλοι πάνε κάπου, βιάζονται να ζήσουν τη ζωή τους. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πραγματικά ότι μια μέρα θα πεθάνουν..¨

Ρίχνει μια ματιά προς τον φάκελο. Εκείνος γλιστρά προς το μέρος του. Υψώνεται και αιωρείται στον αέρα. Ο μαυροντυμένος άνδρας ρίχνει μια νευρική μάτια γύρω αλλά δεν τους κοιτάζει κανείς. ¨θα μπορούσες να μη κάνεις αυτά τα κόλπα όταν είμαστε μπροστά σε κόσμο;¨ Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους του και ο φάκελος πέφτει πάνω στο τραπέζι.

¨Τι έχω αυτή τη φορά; ¨ ρωτάει αδιάφορα . Αλλά είναι ολοφάνερο πως ήδη γνωρίζει την απάντηση. Ο μαυροντυμένος άντρας του ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια ανάμεικτη με φόβο. ¨Παράξενο πράγμα που είσαι...¨ λέει σαn να μονολογεί. ¨Αν δεν ήσουν παιδί θα μου ήταν πολύ εύκολο να σε σκοτώσω..¨

Ακούγεται ένα ¨κρακ¨. Το πρόσωπο του άντρα συσπάται. Προσπαθεί να συγκρατήσει κραυγή πόνου που πάει να ξεφύγει απο το στόμα του. Το πρόσωπο του γεμίζει με μικρές σταγόνες ιδρώτα. Σηκώνει τρέμοντας το αριστερό του χέρι . Ο αντίχειρας του έχει λυγίσει σε μια αφύσικη γωνία.

Ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα στο αγόρι αλλά συγκρατείται και αφήνει ένα μισοπνιγμένο μουγκρητό να ξεφύγει απο τα χείλη του.

Το παιδί του ρίχνει μια αδιάφορη ματιά. Σηκώνεται. Τινάζει τα ρούχα του. ¨Σε σχέση με την ζωή μου η δική σου ζωή έχει πολύ λιγότερη αξία. Αλλά ακόμα και η δική μου ζωή δεν έχει καμιά αξία...¨ λέει καθώς ο φάκελος γλιστράει πάνω στο τραπέζι πίσω προς τον μαυροντυμένο άντρα.

..Βγαίνοντας στον ήλιο ο Κέιτο μορφάζει. Μισοκλείνει τα μάτια του. ¨Μια ηλιόλουστη μέρα...¨ λέει αφηρημένα. Χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης εμφανίζεται στα χείλη του. ¨Ηλιόλουστη... μέρα....¨   επαναλαμβάνει καθώς περπατά.

..Καθισμένος σε μια παιχνιδομηχανή σε μια γωνία πάσχιζα να μαζέψω τις σκέψεις μου. Όλα όσα άκουσα απο τον Σενσέϊ  το προηγούμενο βράδυ μου έχουν δημιουργήσει ένα περίεργο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ ξανά.

Παλιότερα όταν σκεφτόμουν ποιός είμαι και απο που έχω προέλθει πάντα ήθελα να μάθω την πραγματική μου ταυτότητα. Ήξερα πως ζούσα γι’αυτον τον σκοπό και μόνο. Κυνηγούσα τα Όνειρα για να μπορώ να προμηθεύω την Λίσα με οτι εξοπλισμό χρειαζόταν προκειμένου να φτάσουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στο να βρούμε το ποιοι είμαστε. Δεν είχα καμιά αμφιβολία οτι τόσο εγώ όσο και η Λίσα δεν ήμασταν συνηθισμένα παιδιά.

Η Λίσα πάντα είχε ταλέντο να φτιάχνει πράγματα. Επισκεύαζε χαλασμένα μηχανήματα ενώ μπορούσε να συναρμολογήσει οτιδήποτε απο παλιά ανταλλακτικά. Καταπιανόταν με οτιδήποτε μεταλλικό . Λες και ένιωθε τι μπορούσε να συνδέσει με τι για να ζωντανέψει η κατασκευή της.  Αυτο το ταλέντο της, σε συνδυασμό με την χαριτωμένη και ευγενική της εμφάνιση την έκανε το πιο δημοφιλή παιδί στο ορφανοτροφείο σε αντίθεση με εμένα.

Χθες όμως κατάλαβα πως τόσο καιρό όντας επικεντρωμένος στην αναζήτηση της πραγματικής μου ταυτότητας ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ποιός ειναι ο πραγματικός λόγος που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για το παρελθόν μου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο όλο το εγχείρημα είναι οτι δεν είχα δικές μου αναμνήσεις καθώς τα ξένα όνειρα είχαν πάρει την θέση τους. Φωνές, ουρλιαχτά, φωτιές και διάφορες εκρήξεις, μορφές να τρέχουν για να ξεφύγουν μέσα στην νύχτα... Αυτές και πολλές άλλες συγκεχυμένες  εικόνες αποτελούσαν τις αναμνήσεις μου. Κατά πόσο μπορούσα να είμαι σίγουρος για το ποιά ήταν δική μου ανάμνηση και ποιά όχι;

Αναστενάζω. Το χέρι μου γλίστρησε  στην τσέπη και έβγαλε έξω μια ολογραφική οθόνη που είχε φτιάξει ειδικά για μένα η Λίσα. Το δάχτυλό μου κάνει scroll πάνω στην οθόνη. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Σίγουρα δεν ζούμε και στις καλύτερες εποχές αλλά υπάρχει μια σταθερότητα.. Και αν ισχύει αυτό που είπε ο Σενσέϊ; Αν κάποιος θέλει να ξεκινήσει πόλεμο και μάλιστα με στρατό ένα ολόκληρο έθνος? Ανατριχιάζω και σηκώνομαι για να παραγγείλω να πιω κάτι.

Ξαφνικά ο κόσμος γύρω μου χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να ζαλίζομαι ενώ  ένας περίεργος ήχος που θυμίζει τρίξιμο που προκαλεί ο ηλεκτρισμός ηχεί στα αυτιά μου. Νιώθω ότι θα χάσω από στιγμή σε στιγμή τις αισθήσεις μου όταν ξαφνικά ο ήχος σταματάει και ο κόσμος γύρω μου γίνεται φυσιολογικός. Νιώθω τα χείλη μου να έχουν ξεραθεί ενώ το αίσθημα δίψας έχει γίνει πιο έντονο.

Σηκώνω το κεφάλι μου αδύναμα. ΄ Τι ήταν αυτό; ΄ σκέφτομαι ενώ η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κινούμαι προς την έξοδο. ‘ Αέρα…’  ηχεί μια και μοναδική λέξη στο μυαλό μου. ΄ Αέρα….’  

Δεν προλαβαίνω να κινηθώ όταν δεύτερο κύμα ζάλης έρχεται καταπάνω μου. Αυτή τη φορά όμως συνοδεύεται με ισχυρό πονοκέφαλο λες και κάποιος σφυροκοπάει το κεφάλι μου. Νιώθω ότι θα σωριαστώ  στη μέση της αίθουσας αλλά μαζεύω όλη την δύναμη που μου έχει απομείνει και με υπεράνθρωπες προσπάθειες βγαίνω έξω.

Βγαίνω έξω καθώς η πόρτα χτυπάει δυνατά από πίσω. Διπλώνομαι στα δύο νιώθοντας πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια μου. Ο πόνος όμως δείχνει να υποχωρεί σταδιακά.

Σηκώνω το κεφάλι μου παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μια σκιά πέφτει πάνω μου.  Γυρίζω το κεφάλι μου για να δω ποιος είναι. Δίπλα μου στέκεται ένα αγόρι ίσα με 10 χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά ενώ τα κόκκινα μάτια του με κοιτάζουν με αμείωτο ενδιαφέρον. Τρώει ένα πολύχρωμο γλειφιτζούρι.

¨Μια.. ηλιόλουστη μέρα…¨ τον ακούω να σιγομουρμουρίζει.

Χαμογελάει.

Το χαμόγελο του κάνει τα πάντα μέσα μου να παγώσουν. Δεν μου αρέσει αυτό το χαμόγελο.

Πάω να φύγω αλλά τα πόδια μου δε με υπακούν. Λες και κάποιος έχει βάλει κόλλα κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου αναγκάζοντας με να μείνω ακίνητος.

Το αγόρι με έχει πλησιάσει. Με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια ενώ το χαμόγελο του φανερώνει την τέλεια οδοντοστοιχία του. θέλω να ουρλιάξω αλλά ξέρω πως δεν μπορώ.

¨Πες… Μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι πραγματικά; ¨ λέει το παράξενο αγόρι. Ξεχνώντας τον πόνο που σχεδόν με είχε αποτελειώσει πριν από λίγες στιγμές υψώνω το βλέμμα μου έκπληκτος προς εκείνον. Αυτή τη φράση δεν περίμενα να την ακούσω. 

Edited by Vanessa Van Hault
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Updated 24/09/13

 

Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό να ποστάρω νέο chapter για αυτό εδώ παρά το γεγονός οτι έχω γράψει αρκετά πραγματάκια... Αρχίζει και παίρνει πολύ περίεργη και σκοτεινή τροπή ξεφεύγοντας τελείως απο αυτό που είχα στο μυαλό μου αλλά δεν με χαλάει καθόλου. Τελευταία είμαι πολύ απασχολημένη με το γράψιμο και τα cosplay οπότε ενδεχομένως να μη αποδίδω τόσο όσο θα ήθελα. Αλλά τι να κάνουμε; Anyway, καλή ανάγνωση! ^_^

 

 

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φτερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευροφυσιολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέλθω στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλι τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει πόλη στην οποία δεν υπάρχουν καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει ήδη βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του.  ¨Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά…¨ ταλαντεύεται  για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό.

¨Ναι, όπως επίσης μπορώ να δω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειες μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ζωντανές ψυχές . Καρδίες που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο Κυνηγός μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασήκωσε τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος.

¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨

¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και κτήρια που καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

17538.

 

..Καθισμένος πάνω σε κρεβάτι εξέτασης ασθενών τρώω φρουτοσαλάτα που έχει ετοιμάσει η Λίσα πριν φύγει. Από ώρα σε ώρα θα εμφανιστεί ο Σενσέϊ. Είμαι αφηρημένος. Έχουν περάσει δυο μέρες από την τελευταία φορά που έπιασα το όνειρο που μου ζητήθηκε. Αλλά κάτι υπήρχε σε αυτό το όνειρο που με ενοχλούσε. Είχα δει πάρα πολλά όνειρα άλλων για να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει με ελαφρύ τρίξιμο. Μέσα μπαίνει ο κηδεμόνας μας. Του ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Δείχνει πολύ κουρασμένος. Κάτω από τα μάτια του υπάρχουν μαύροι κύκλοι. Με πλησιάζει και μου ρίχνει μια εξεταστικά ματιά, χαμογελάει και κάθεται δίπλα σε μια καρέκλα.

Στα χέρια του εμφανίζεται ένας ολογραφικός πίνακας. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει ήρεμος. ¨Λοιπόν Λη.. Πως αισθάνεσαι;¨

Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου. Νιώθω αρκετά ζωντανός. Χαμογελάω πλατιά. Χαμογελάει και εκείνος. ¨Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.¨

..¨Παρά το γεγονός ότι ήταν γυμνόστηθες δεν ένιωθα ότι είχαν κάτι το πρόστυχο..¨συνέχισα αναβιώνοντας τις λεπτομέρειες από το τελευταίο μου όνειρο. Ακόμα μπορούσα να νιώσω τον νυχτερινό απαλό αέρα πάνω στο δέρμα μου. Ήταν από τις ωραιότερες διαδρομές που είχα κάνει ποτέ.

Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα την διήγηση μου.

..¨Τότε εμφανίστηκε ο Chi. Είχα καιρό να τον δω. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του με καθησύχασε. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το όνειρο…¨ συνέχισα βάζοντας ένα κομμάτι πεπονιού στο στόμα μου. Το μάσησα όσο ο Σενσεί περίμενε υπομονετικά.

¨Όταν ανέβηκα στον τελευταίο όροφο δεν υπήρχε τίποτα παρά μια μεταλλική, γεμάτη σκόνες συρταριέρα. Υπήρχε ένας αριθμός πάνω της¨ συνεχίζω καθώς αναβιώνω τις τελευταίες στιγμές του ονείρου. ¨17538.¨

Στο άκουσμα του αριθμού ο Σενσέϊ ξαφνικά αναδεύεται. ¨Πως είπες;¨ ρωτάει. ¨17538; Καλά άκουσα;¨ Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.  Βάζω άλλο  ένα κομμάτι του πεπονιού στο στόμα του και το πιπιλάω.

Ο Σενσέϊ έχει σηκωθεί από την καρέκλα και πηγαινοέρχεται σκεφτικός μέσα στο δωμάτιο. ¨17538..¨ τον ακούω να μουρμουρίζει σκεφτικός.  Ξαπλώνω. Τι το ενδιαφέρον έχει αυτός ο αριθμός; Είναι απλά ένας αριθμός.

Αφού ο Σενσέϊ σταματάει , με κοιτάζει. ¨Τι άλλο έχει μετά απ’αυτό το όνειρο Λη; Τι άλλο είδες;¨ Κοιτάζω αφηρημένος το ταβάνι. ¨Πόλεμος. Πόλεμος…¨ απαντάω μουρμουρίζοντας. Νιώθω νύστα και πως δεν έχω καμιά όρεξη να απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις του Σενσέϊ. ¨Όλη η πόλη τυλίγεται σε φλόγες. Παντού ακούγονται πολεμικές σειρήνες και μια και μοναδική λέξη.. ΠΟΛΕΜΟΣ…¨ απαντάω. Τα μάτια μου κλείνουν, δεν μπορώ να αντιστέκομαι άλλο…

Ακούγεται γδούπος. Γυρίζω έκπληκτος προς τον Σενσέϊ. Εκείνος τρέμει σύγκορμος ενώ ο ολογραφικός πίνακας είναι πεσμένος στο πάτωμα. Ανασαίνει με δυσκολία. ¨Σενσεί;¨ ρωτάω νιώθοντας ανησυχία . Δεν τον έχω δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση πανικού.  

¨Λη….¨ ψελλίζει. ¨Ποιος ήταν ο στόχος σου; Ποιος ήταν ; Πως τον λένε;¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. ¨Ξέρετε πολύ καλά πως ποτέ δεν ερχόμαστε σε οπτική επαφή μαζί τους. Δεν ξέρουμε τα ονόματα τους. Στα χέρια μας φτάνει ένας φάκελος με την τοποθεσία από την οποία πρέπει να εγκλωβίσουμε το όνειρο….¨

¨Πρέπει να με πας εκεί…¨ ψελλίζει εκείνος. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και να μάθουμε περισσότερα πράγματα…¨ ¨Σενσέϊ…¨ ψελλίζω απορημένος. ¨Τι συμβαίνει; Γιατί… Γιατί σας ανησύχησε τόσο πολύ αυτό το όνειρο; Είναι ένα τυχαίο όνειρο.. Έτσι δεν είναι;¨

Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. ¨17538 Λη… Αυτό είναι που με ανησυχεί. Βλέπω πως αυτή τη φορά αυτοί που σε έβαλαν να εγκλωβίσεις το Όνειρο είχαν πάρα πολύ συγκεκριμένους στόχους. Ακολούθα με και θα στα πω όλα….»

..Μέσα στην παλιά αποθήκη υπάρχουν πάρα πολλές κούτες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Ο Σενσέϊ δείχνει να γνωρίζει ακριβώς που έχει τοποθετημένο τι καθώς κινείται με απίστευτη σιγουριά μέσα στο χώρο. Περνώντας δίπλα απ’ολες αυτές τις κούτες συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πραγματικά τίποτε για τον άνθρωπο που η Λίσα θεωρεί πατέρα μας και πως όλο αυτό το χρόνο ήμουν τόσο προσηλωμένος στον στόχο μου να μάθω τα πάντα για το παρελθόν μου που άθελα μου έχω κάνει πέρα τους ανθρώπους που νοιάζονται για μενα με δικό τους τρόπο. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να προσπαθήσω να περνάω μαζί τους περισσότερο χρόνο.

Εκείνος σταματάει μπροστά σε ένα κίτρινο κουτί το οποίο έχει ένα μαύρο Χ απέξω. Το κοιτάζει σκεφτικός για λίγες στιγμές , λες και αμφιβάλλει γι’αυτό που πρόκειται να κάνει. Αναστενάζει και το πιάνει.

Σε λίγα δευτερόλεπτα διάφορες σημειώσεις με φύλλα που έχουν κιτρινίσει με την πάροδο του χρόνου κάνουν την εμφάνιση μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος βλέπω διάφορους πίνακες , πολλές αναφορές, φωτογραφίες από διάφορα πειράματα.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον Σενσέϊ. Εκείνος έχει ένα θλιμμένο ύφος, όμοιο του οποίου δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

¨Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να σε βλέπω σαν ένα προϊόν πειράματος Λη, αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια στιγμή όταν μάθεις για το ποιος είσαι  πραγματικά θα νιώσεις θυμό και απογοήτευση.¨

Σηκώνω το βλέμμα μου. ΄Τι είναι αυτά που λέει;΄ σκέφτομαι με απορία. Αλλά εκείνος δείχνει να ανακτεί την ψυχραιμία μου και βγάζοντας ένα ντοσιέ μέσα από την κούτα αρχίζει και ξεφυλλίζει το εσωτερικό του. Βγάζει ένα φύλλο και το δείχνει σε εμένα.

Πάνω του απεικονίζεται ένας εγκέφαλος χωρισμένος σε διάφορα τμήματα τα οποία είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα. Σηκώνω με απορία τα  μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

¨Δεν υπάρχει χειρότερο είδος από τον άνθρωπο Λη¨ λέει εκείνος ενώ  τα μάτια του λάμπουν με πρωτοφανή αγριάδα.  Ακόμα και αυτό το ύφος μου είναι πρωτόγνωρο . Αναρωτιέμαι τι άλλο θα μάθω σήμερα. ¨Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτό εδώ αλλά την δεκαετία του 70’ υπήρχε ένα project στο οποίο η κυβέρνηση μας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κυριαρχήσει πάνω στις μάζες με τρόπο που δε θα γινόταν αντιληπτός με κανέναν τρόπο. Όμως βλέπεις εδώ υπάρχει έκθεση για το πώς λειτουργούν κάποιες συγκεκριμένες ακτίνες πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο . Εδώ μπορείς να δεις πως λειτουργεί ο εγκέφαλος πριν και μετά την έκθεση του σε αυτές τις ακτίνες. ¨

Αναστενάζει. ¨Ανέλαβα το project σε στάδιο που είχε προχωρήσει ήδη αρκετά αλλά με κάποιο τρόπο όλη η έρευνα διέρρευσε. Ο κόσμος έγινε έξαλλος. Πολλά από τα πειραματόζωα απεβίωναν μη αντέχοντας στην έκθεση αυτών των ακτινών.  Σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης  ενώ πολλοί ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα φυλακίστηκαν για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εγώ κατάφερα να κρατηθώ στην σκιά χωρίς ποτέ να μαθευτεί οτιδήποτε θα ήταν πλήγμα για την υπόληψη μου και την ιδιότητα μου ως ειδικού στον τομέα μου. ¨

Τα χέρια του πέφτουν κάτω. Δείχνει σαν να έχει γεράσει απότομα μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα. ¨Τότε δεν με παρακινούσε τίποτε άλλο παρά το να μάθω την αλήθεια. Να ξεπεράσω κάθε όριο Λη. Πιστεύαμε ότι ήμαστε θεοί. Θέλαμε εκείνη την καταραμένη γνώση…¨

Με κοιτάζει κατάματα. ¨Αν σε είχε βρει εκείνη την περίοδο, ορκίζομαι ότι δε θα δίσταζα να σε χρησιμοποιήσω ως πειραματόζωο για να μάθω την ουσία σου. Αλλά…¨ τρέμει. ¨Δεν είμαστε θεοί. Και ούτε πρόκειται να γίνουμε ..¨

Σωπαίνει για λίγο. ¨Πάρα πολλές συμπτώσεις Λη. Πάρα πολλές συμπτώσεις. Κάποιος θέλει να ολοκληρώσει αυτό που δεν ολοκληρώθηκε τριάντα χρόνια πριν.  Το project δείχνει να τρέχει κανονικά. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Αυτή τη φορά φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν κάτι μεγάλο.¨ Σηκώνει τα μάτια του . ¨Πρέπει να τους σταματήσουμε…¨

 

Ο Κόκκινος

 

Ο ήλιος καίει. Έξω από την καφετέρια ο κόσμος δείχνει να απολαμβάνει την ημέρα. Αλλά μέσα στην καφετέρια, καθισμένο μπροστά από την τζαμαρία κάθεται ένα παιδί που δεν δείχνει να είναι μεγαλύτερο από δέκα χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Φοράει κοντό σορτσάκι , λευκό πουκάμισο και μαύρο μπουφάν πάνω από το πουκάμισο. Δείχνει πολύ περιποιημένος .

Πίνει χυμό μέσα από καλαμάκι και δείχνει να περιμένει κάποιον. Μια παρέα από 4 παιδιά τον πλησιάζουν και τον περιτριγυρίζουν. Κάνουν σχόλια για την εμφάνισή του και ο ένας κάθεται απέναντι του απειλητικά κάνοντας του τον νταή.  Κανείς τους δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή πως και οι τέσσερις με το που βγουν από την καφετέρια θα πεθάνουν με πολύ επώδυνο τρόπο.

Ένας άντρας με μαύρη στολή  φορώντας γυαλιά ηλίου πλησιάζει το τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά στο χώρο γύρω και κάνει μια γκριμάτσα απέχθειας. ¨Δεν μπορώ να καταλάβω την μανία σου να έρχεσαι εδώ Κέιτο…¨ λέει ξεφυσώντας. Σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

Βγάζει έναν φάκελο και τον σπρώχνει προς το μέρος του παιδιού. ¨Βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο..¨ αποκρίνεται το παιδί σκεφτικό. ¨Όλοι πάνε κάπου, βιάζονται να ζήσουν τη ζωή τους. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πραγματικά ότι μια μέρα θα πεθάνουν..¨

Ρίχνει μια ματιά προς τον φάκελο. Εκείνος γλιστρά προς το μέρος του. Υψώνεται και αιωρείται στον αέρα. Ο μαυροντυμένος άνδρας ρίχνει μια νευρική μάτια γύρω αλλά δεν τους κοιτάζει κανείς. ¨θα μπορούσες να μη κάνεις αυτά τα κόλπα όταν είμαστε μπροστά σε κόσμο;¨

Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους του και ο φάκελος πέφτει πάνω στο τραπέζι.

¨Τι έχω αυτή τη φορά; ¨ ρωτάει αδιάφορα . Αλλά είναι ολοφάνερο πως ήδη γνωρίζει την απάντηση. Ο μαυροντμένος άντρας του ρίχει ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια ανάμεικτη με φόβο. ¨Παράξενο πράγμα που είσαι...¨ λέει σα να μονολογεί. ¨Αν δεν ήσουν παιδί θα μου ήταν πολύ εύκολο να σε σκοτώσω..¨

Ακούγεται ένα ¨κρακ¨. Το πρόσωπο του άντρα συσπάται. Προσπαθεί να συγκρατήσει κραύγη πόνου που πάει να ξεφύγει απο το στόμα του. Το πρόσωπο του γεμίζει μικρές σταγόνες ιδρώτα. Σηκώνει τρέμοντας το αριστερό του χέρι . Ο αντίχειρας του έχει λυγίσει σε μια αφύσικη γωνία.

Ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα στο αγόρι αλλά συγκρατείται και αφήνει ένα μισοπνιγμένο μουγκρητό να ξεφύγει απο τα χείλη του.

Το παιδί του ρίχνει μια αδιάφορη ματιά. Σηκώνεται. Τινάζει τα ρούχα του. ¨Σε σχεσή με την ζωή μου η δική σου ζωή έχει πολύ λιγότερη αξία. Αλλά ακόμα και η δική μου ζωή δεν έχει καμιά αξία...¨ λέει καθώς ο φάκελος γλιστράει πάνω στο τραπέζι πίσω προς τον μαυροντυμένο άντρα.

..Βγαίνοντας στον ήλιο ο Κέιτο μορφάζει. Μισοκλείνει τα μάτια του. ¨Μια ηλιόλουστη μέρα...¨ λέει αφηρημένα. Χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης εμφανίζεται στα χείλη του. ¨Ηλιόλουστη... μέρα....¨   επαναλαμβάνει καθώς περπατά.

..Καθισμένος σε μια παιχνιδομηχανή σε μια γωνία πασχίζω να μαζέψω τις σκέψεις μου. Όλα όσα άκουσα απο τον Σενσέϊ  το προηγούμενο βράδυ μου έχουν δημιουργήσει ένα περίεργο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά.

Παλιότερα, όταν σκεφτόμουν ποιός είμαι και ποιόι είναι οι γονείες μου, πάντα ήθελα να μάθω την πραγματική μου ταυτότητα. Ήξερα πως ζούσα γι’αυτον τον σκοπό και μόνο. Κυνηγούσα τα Όνειρα για να μπορώ να προμηθεύω την Λίσα με οτι εξοπλισμό χρειαζόταν προκειμένου να φτάσουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στο να βρούμε το ποιοί είμαστε. Δεν είχα καμιά αμφιβολία οτι τόσο εγώ όσο και η Λίσα δεν ήμασταν συνηθισμένα παιδιά.

Η Λίσα πάντα είχε ταλέντο να φτιάχνει πράγματα. Επισκεύαζε χαλασμένα μηχανήματα ενώ μπορούσε να συναρμολογήσει οτιδήποτε απο ανταλλακτικά μηχανών. Καταπιανόταν με οτιδήποτε μεταλλικό . Λες και ένιωθε τι μπορούσε να συνδέσει με τι για να ζωντανέψει η κατασκευή της.  Αυτο το ταλέντο της, σε συνδυασμό με την χαριτωμένη και ευγενική της εμφάνιση την έκανε το πιο δημοφιλη παιδί στο ορφανοτροφείο σε αντίθεση με εμένα.

Χθες όμως κατάλαβα πως τόσο καιρό όντας επικεντρωμένος στην αναζήτηση της πραγματικής μου τατότητας ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ποιός ειναι ο πραγματικός λόγος που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για το παρελθόν μου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο όλο το εγχείρημα είναι οτι δεν είχα δικές μου αναμνήσεις καθώς τα ξενά όνειρα είχαν πάρει την θέση τους. Φωνές, ουρλιαχτά, φωτιές και διάφορες εκρήξεις, μορφές να τρέχουν για να ξεφύγουν μέσα στην νύχτα... Αυτές και πολλές άλλες συγκεχυμένες  εικόνες αποτελούσαν τις αναμνήσεις μου. Κατά πόσο μπορούσα να είμαι σίγουρος για το ποιά ήταν δική μου ανάμνηση και ποιά όχι;

Αναστενάζω. Το χέρι μου γλίστράει  στην τσέπη και βγάζει  έξω μια ολογραφική οθόνη που είχε φτιάξει ειδικά για μένα η Λίσα. Το δάχτυλό μου κάνει scroll πάνω της. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Σίγουρα δεν ζούμε και στις καλύτερες εποχές αλλά υπάρχει μια σταθερότητα.. Και αν ισχύει αυτό που είπε ο Σενσέϊ; Αν κάποιος θέλει να ξεκινήσει πόλεμο και μάλιστα με στρατό ένα ολόκληρο έθνος? Ανατριχιάζω και σηκώνομαι για να παραγγείλω να πιω κάτι.

Ξαφνικά ο κόσμος γύρω μου χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να ζαλίζομαι ενώ  ένας περίεργος ήχος ,που θυμίζει τρίξιμο που προκαλεί ο ηλεκτρισμός, ηχεί στα αυτιά μου. Νιώθω ότι θα χάσω από στιγμή σε στιγμή τις αισθήσεις μου όταν ξαφνικά ο ήχος σταματάει και ο κόσμος γύρω μου γίνεται φυσιολογικός. Νιώθω τα χείλη μου να έχουν ξεραθεί ενώ το αίσθημα δίψας έχει γίνει πιο έντονο.

Σηκώνω το κεφάλι μου αδύναμα. ΄ Τι ήταν αυτό; ΄ σκέφτομαι ενώ η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κινούμαι προς την έξοδο. ‘ Αέρα…’  ηχεί μια και μοναδική λέξη στο μυαλό μου. ΄ Αέρα….’  

Δεν προλαβαίνω να κινηθώ όταν δεύτερο κύμα ζάλης έρχεται καταπάνω μου. Αυτή τη φορά όμως συνοδεύεται με ισχυρό πονοκέφαλο λες και κάποιος σφυροκοπάει το κεφάλι μου. Νιώθω ότι θα σωριαστώ  στη μέση της αίθουσας αλλά μαζεύω όλη την δύναμη που μου έχει απομείνει και με υπεράνθρωπες προσπάθειες βγαίνω έξω.

Βγαίνω έξω καθώς η πόρτα χτυπάει δυνατά από πίσω. Διπλώνομαι στα δύο νιώθοντας πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια μου. Ο πόνος όμως δείχνει να υποχωρεί σταδιακά.

Σηκώνω το κεφάλι μου παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μια σκιά πέφτει πάνω μου.  Γυρίζω το κεφάλι μου για να δω ποιος είναι. Δίπλα μου στέκεται ένα αγόρι ίσα με 10 χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά ενώ τα κόκκινα μάτια του με κοιτάζουν με αμείωτο ενδιαφέρον. Τρώει ένα πολύχρωμο γλειφιτζούρι.

¨Μια.. ηλιόλουστη μέρα…¨ τον ακούω να σιγομουρμουρίζει.

Χαμογελάει.

Το χαμόγελο του κάνει τα πάντα μέσα μου να παγώσουν. Δεν μου αρέσει αυτό το χαμόγελο.

Πάω να φύγω αλλά τα πόδια μου δε με υπακούνε. Λες και κάποιος έχει βάλει κόλλα κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου αναγκάζοντας με να μείνω ακίνητος.

Το αγόρι με έχει πλησιάσει. Με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια ενώ το χαμόγελο του φανερώνει την τέλεια οδοντοστοιχία του. θέλω να ουρλιάξω αλλά ξέρω πως δεν μπορώ.

¨Πες… Μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι πραγματικά; ¨ λέει το παράξενο αγόρι. Ξεχνώντας τον πόνο που σχεδόν με είχε αποτελειώσει πριν από λίγες στιγμές υψώνω το βλέμμα μου έκπληκτος προς εκείνον. Αυτή τη φράση δεν περίμενα να την ακούσω.

 

Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του.

 

..Ανοίγω τα μάτια μου. Μια σκιά πέφτει πάνω μου. Ανασηκώνομαι νιώθοντας νύστα.

Είναι η μητέρα μου. Πανικοβλημένη, τρέχει πάνω κάτω μαζεύοντας ρούχα μέσα σε έναν ταξιδιωτικό σάκο. ¨Μητέρα;¨  λέω ενώ τρίβω τα μάτια μου.

Έξω είναι νύχτα. Εκείνη δείχνει να μην με έχει ακούσει. Σηκώνομαι από το κρεβάτι. Πάω κοντά της. Τραβάω το παντελόνι της για να με προσέξει.

Εκείνη γυρνάει προς το μέρος μου. Πανικοβλημένος οπισθοχωρώ. Δεν την έχω δει ποτέ ξανά τόσο τρομοκρατημένη. Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της ενώ τα χέρια της τρέμουν.

Σκύβει. Με αγκαλιάζει με ζέση. ¨Μικρούλη μου…¨ ψιθυρίζει χώνοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά μου. ¨ Δεν θα αφήσω τίποτα και κανέναν στον κόσμο να σε πληγώσει.¨

Τραβάει μια ζακέτα μέσα από την ντουλάπα. Με ντύνει καθώς σκουπίζει τα μάτια της. Επιτέλους είμαι ντυμένος.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Νυστάζω και θέλω να γυρίσω στο κρεβάτι. Αλλά η μητέρα φαίνεται πως έχει άλλα σχέδια. Με τραβάει σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγαίνουμε από την πόρτα του μικρού μας σπιτιού που αποτελείται από ένα δωμάτιο και μια μικρή τουαλέτα.

Τρέχει πάνω στον δρόμο ενώ την ακολουθώ νιώθοντας πως θα ξεσπάσω σε κλάματα από στιγμή σε στιγμή. Που με πάει; Γιατί δεν πήραμε ούτε ένα παιχνίδι μαζί μας;

Πάω να ανοίξω το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ αλλά εκείνη τη στιγμή ηχεί μια σειρήνα. Δυνατό φως μας τυφλώνει. Κλείνω τα μάτια μου και εκείνη τη στιγμή ακούω πυροβολισμούς.

Η μητέρα μου βογκάει. Γυρνάω αργά το κεφάλι μου για να την δω να σωριάζεται στο έδαφος.

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. « Όχι…»  ψιθυρίζω. « Όχι..Μητέρα.. Μαμά… ΜΑΜΑ!»

Πάω δίπλα της. Την αγκαλιάζω ενώ εκείνη δείχνει να μην έχει συναίσθηση  των όσων συμβαίνουν. Η φωνή της ηχεί δίπλα στο αυτί μου, σαν επιθανάτιο κάλεσμα. « Να θυμάσαι το όνομα σου Λη. Μη τους αφήσεις να σου πάρουν το … όνομα σου…»

Βήχας διακόπτει τα λόγια της. Κοιτάζω το πρόσωπο της.

Δεν ανασαίνει. Τα μάτια της ορθάνοιχτα.

Κοιτάζω τα χέρια μου. Είναι κόκκινα από το αίμα της.

¨Μαμά…¨ ψιθυρίζω. Θέλω να κλάψω αλλά δεν μπορώ. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. «Λη….» βγαίνει ψιθυριστά από το χέρι μου καθώς άντρες με στρατιωτικές στολές τρέχουν προς το μέρος μου.

..Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. Ανασαίνω με δυσκολία . Που είμαι; Τι συνέβη;

Ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπό μου. Ανακάθομαι. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου ενώ προσπαθώ να θυμηθώ τι έχει συμβεί λίγες στιγμές πριν. Μια σκιά πέφτει πάνω μου ενώ σχεδόν αναπηδάω νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Είναι το παράξενο αγόρι. Έχει φάει σχεδόν όλο το γλειφιτζούρι του. Με κοιτάζει με τρόπο που με κάνει να νιώθω πως χιλιάδες μικρές βελόνες τσιμπάνε το δέρμα μου.

Νιώθω να κοκκινίζω. Είμαι σίγουρος πως από μακριά όλη η σκηνή έχει πολύ πλάκα. Ένας 16χρονος πήγε να λιποθυμήσει μπροστά σε ένα 10χρονο και τώρα προσπαθεί να συνέλθει. ¨Συγνώμη…¨ λέω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω. Προσπαθώ να σηκωθώ όταν το μυαλό διαπερνάται από τα τελευταία του λόγια . ΄ Πες.. Μέχρι που θα έφτανες             για να μάθεις  ποιος είσαι πραγματικά; ΄ ηχεί μέσα στο μυαλό μου.

Σηκώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια μου μισοκλείνουν απειλητικά. ¨Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;¨ βγαίνει από το στόμα μου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως αυτό που είδα πριν από λίγο ήταν δημιούργημα αυτού του παράξενου παιδιού.

Το παιδί χαμογελάει ευτυχισμένο. ¨Επιτέλους. Βλέπω πως είσαι αργόστροφος. Πως σου φάνηκε το μικρό μου δωράκι;¨

¨Δεν μου απάντησες ποιος είσαι και τι θες από εμένα¨ αποκρίνομαι ξερά. Ακόμα νιώθω τις σουβλιές του πόνου να διαπερνούν το κεφάλι μου. Αν μπορούσα θα χαστούκιζα εδώ και τώρα αυτό το μικρό.

Εκείνος χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά. ¨Μα γιατί; Εγώ απλά προσπάθησα να σε αφυπνίσω. Βλέπεις το χάρισμα μας είναι τόσο ίδιο και ταυτόχρονα τόσο ριζικά διαφορετικό.¨

Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου. Ένα καμπανάκι κινδύνου ηχεί μέσα στο κεφάλι μου. Γνωρίζει ποιος είμαι. Αλλά ακόμα χειρότερα ήξερε πως και που μπορούσε να με βρει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω για να δω αν είναι μόνος ή έχει και άλλους μαζί του.

Το αγόρι κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Δαγκώνει το γλειφιτζούρι. ¨ Είμαι μόνος. Αλλά δεν μπορείς να κρυφτείς από εμένα Λή…¨

Ανασηκώνομαι νιώθοντας τα πάντα μέσα μου να παγώνουν. Είμαι σίγουρος πως αυτό το παιδί είναι άκρως επικίνδυνο.. Και πως δεν μπορώ να κρυφτώ από αυτόν. Τον κοιτάω εξεταστικά.

Τα κόκκινα μάτια του με κοιτάνε ήρεμα αλλά στο βάθος μπορώ να διακρίνω ένα αίσθημα υπεροχής. Δαγκώνει άλλη μια φορά το γλειφιτζούρι και πετάει κάτω το ξυλάκι.

¨Λοιπόν..Ακόμα δεν μου απάντησες μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι.¨

Σκέφτομαι για λίγες στιγμές τι πρέπει να απαντήσω. Νιώθω πως ότι απάντηση και να του δώσω εκείνος ήδη θα την γνωρίζει. Ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.

¨Ποιος σου είπε ότι με ενδιαφέρει να μάθω το ποιος είμαι;¨ ρωτάω αδιάφορα.

¨Γιατί αυτό που μόλις είδες άλλα μου φανερώνει…¨ απαντάει εκείνος εξίσου αδιάφορα. ¨Και αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου απαντήσω εδώ και τώρα σε όλες τις ερωτήσεις σου; Αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου δώσω τις απαντήσεις που ψάχνεις εδώ και καιρό;¨

Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά. ¨Δε σε πιστεύω…¨ ξεφεύγει από τα χείλη μου πρώτου προλάβω να σκεφτώ το οτιδήποτε. Εκείνος χαμογελάει.

Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του. Το μέτωπο του ζαρώνει , λες και προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Το βλέμμα του αδειάζει. Η φωνή του έχει γίνει υπόκωφη, λες και μιλάει ένας άνδρας 40 χρονών στη θέση του.

¨Λη… Η Ικανότητα σου ως Κυνηγός Ονείρων. Το κάνεις για να βρεις ποιος είσαι πραγματικά, έτσι δεν είναι;  Οι αναμνήσεις σου… Οι αναμνήσεις σου δεν είναι δικές σου αναμνήσεις… Την θέση των αναμνήσεων σου έχουν πάρει τα όνειρα των άλλων…¨

Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φύγω τρέχοντας από τον φόβο μου. Αυτό το παιδί είναι πιο τρομακτικό από τους χειρότερους εφιάλτες που έχω συλλέξει στο παρελθόν. Με κάνει να νιώθω πως θέλω να το σκάσω, να φύγω τρέχοντας χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω.

¨Δεν καταλαβαίνω…¨ μουρμουράω. ¨Τι θέλεις από μένα; Αν ξέρεις όλα αυτά και έχεις αυτή την δύναμη….¨

Το παιδί γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Το βλέμμα του ξαναγίνεται ανθρώπινο, όσο αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να έχει συνέρθει ενώ χαμογελάει γλυκά. Τα κόκκινα μάτια του λάμπουν από χαρά.

¨Ελπίζω τώρα να σε έπεισα Λη. Σε χρειαζόμαστε. Σαν αντάλλαγμα θα σου δώσουμε πίσω την ζωή σου…¨

¨Την ζωή μου…¨ επαναλαμβάνω. Κοιτάζω τα χέρια μου μπερδεμένος. Την ζωή μου; Άραγε δεν έχω ήδη την δική μου ζωή με την Λίσα και τον Σενσέϊ στο πλευρό μου;

Εκείνος μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις του. Πάει να φύγει αλλά πριν κατεβεί τα σκαλάκια στέκεται κοντά μου και ψιθυρίζει ¨Αν θες να τα μάθεις όλα, θα έρθεις σήμερα στις εννιά στο παλιό εργοστάσιο της Ισινάγια Λη. Και…¨ σταματάει διστακτικά, όμως από το χαμόγελο του καταλαβαίνω πως το απολαμβάνει  ¨μην αφήσεις να συμβεί τίποτα κακό στα άτομα που αγαπάς.¨

Η τελευταία του φράση ηχεί στα αυτιά μου σαν κεραυνός εν αίθριο καιρό. Σηκώνω το βλέμμα μου αλλά το παράξενο αγόρι έχει εξαφανιστεί.  Λες και δεν υπήρξαν ποτέ αυτά τα λεπτά που πέρασαν ενώ συνομιλούσα μαζί του. Λάθος. Αυτός μίλαγε, εγώ άκουγα.

‘  Ακόμα περισσότερες ερωτήσεις, ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.. ΄ σκέφτομαι αφηρημένα. Ποτέ δεν με είχε προσεγγίσει κάποιος κατά αυτό τον τρόπο. Για την ακρίβεια κανείς δεν γνώριζε την πραγματικά μου ταυτότητα εκτός από την Λίσα και τον Σενσέϊ , πως εγώ ήμουν αυτός που εκτελούσε τις παραγγελίες των πελατών καθώς πάντα παρουσιαζόμουν ως ο εκτελεστής της παράδοσης του Ονείρου στον πελάτη, και όχι ως ίδιος ο Κυνηγός.  Και μετά συνειδητοποίησα πως το αγόρι γνώριζε για την Λίσα και τον Σενσέϊ. Αν δεν δεχόμουν να έρθω στο εργοστάσιο, είχαν και άλλους τρόπους να με πιέσουν.

Τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές. ΄ Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του, όμως το μέλλον είναι εδώ και τώρα Έχω άτομα που με αγαπούν και με νοιάζονται… ΄ σκέφτηκα και κίνησα προς το σπίτι. Έπρεπε να μιλήσω αμέσως με τον Σενσέϊ ενώ τα δάχτυλά μου ήδη έτρεχαν πάνω στον ολογραφικό πίνακα της Λίσα στέλνοντας της μήνυμα να είναι προσεκτική. 

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...
UPDATED 23/10/13
 
Η αλήθεια είναι πως έχω να ποστάρω νέο chapter εδώ και πολύ καιρό λόγω έλλειψης χρόνου και λόγω πολλών πραγματων που κάνω....
 
Προς το παρόν δεν έχω να προσθέσω κάτι...

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φτερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευροφυσιολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέλθω στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλι τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει πόλη στην οποία δεν υπάρχουν καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει ήδη βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του.  ¨Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά…¨ ταλαντεύεται  για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό.

¨Ναι, όπως επίσης μπορώ να δω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειες μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ζωντανές ψυχές . Καρδίες που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο Κυνηγός μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασήκωσε τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος.

¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨

¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και κτήρια που καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

17538.

 

..Καθισμένος πάνω σε κρεβάτι εξέτασης ασθενών τρώω φρουτοσαλάτα που έχει ετοιμάσει η Λίσα πριν φύγει. Από ώρα σε ώρα θα εμφανιστεί ο Σενσέϊ. Είμαι αφηρημένος. Έχουν περάσει δυο μέρες από την τελευταία φορά που έπιασα το όνειρο που μου ζητήθηκε. Αλλά κάτι υπήρχε σε αυτό το όνειρο που με ενοχλούσε. Είχα δει πάρα πολλά όνειρα άλλων για να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει με ελαφρύ τρίξιμο. Μέσα μπαίνει ο κηδεμόνας μας. Του ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Δείχνει πολύ κουρασμένος. Κάτω από τα μάτια του υπάρχουν μαύροι κύκλοι. Με πλησιάζει και μου ρίχνει μια εξεταστικά ματιά, χαμογελάει και κάθεται δίπλα σε μια καρέκλα.

Στα χέρια του εμφανίζεται ένας ολογραφικός πίνακας. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει ήρεμος. ¨Λοιπόν Λη.. Πως αισθάνεσαι;¨

Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου. Νιώθω αρκετά ζωντανός. Χαμογελάω πλατιά. Χαμογελάει και εκείνος. ¨Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.¨

..¨Παρά το γεγονός ότι ήταν γυμνόστηθες δεν ένιωθα ότι είχαν κάτι το πρόστυχο..¨συνέχισα αναβιώνοντας τις λεπτομέρειες από το τελευταίο μου όνειρο. Ακόμα μπορούσα να νιώσω τον νυχτερινό απαλό αέρα πάνω στο δέρμα μου. Ήταν από τις ωραιότερες διαδρομές που είχα κάνει ποτέ.

Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα την διήγηση μου.

..¨Τότε εμφανίστηκε ο Chi. Είχα καιρό να τον δω. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του με καθησύχασε. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το όνειρο…¨ συνέχισα βάζοντας ένα κομμάτι πεπονιού στο στόμα μου. Το μάσησα όσο ο Σενσεί περίμενε υπομονετικά.

¨Όταν ανέβηκα στον τελευταίο όροφο δεν υπήρχε τίποτα παρά μια μεταλλική, γεμάτη σκόνες συρταριέρα. Υπήρχε ένας αριθμός πάνω της¨ συνεχίζω καθώς αναβιώνω τις τελευταίες στιγμές του ονείρου. ¨17538.¨

Στο άκουσμα του αριθμού ο Σενσέϊ ξαφνικά αναδεύεται. ¨Πως είπες;¨ ρωτάει. ¨17538; Καλά άκουσα;¨ Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.  Βάζω άλλο  ένα κομμάτι του πεπονιού στο στόμα του και το πιπιλάω.

Ο Σενσέϊ έχει σηκωθεί από την καρέκλα και πηγαινοέρχεται σκεφτικός μέσα στο δωμάτιο. ¨17538..¨ τον ακούω να μουρμουρίζει σκεφτικός.  Ξαπλώνω. Τι το ενδιαφέρον έχει αυτός ο αριθμός; Είναι απλά ένας αριθμός.

Αφού ο Σενσέϊ σταματάει , με κοιτάζει. ¨Τι άλλο έχει μετά απ’αυτό το όνειρο Λη; Τι άλλο είδες;¨ Κοιτάζω αφηρημένος το ταβάνι. ¨Πόλεμος. Πόλεμος…¨ απαντάω μουρμουρίζοντας. Νιώθω νύστα και πως δεν έχω καμιά όρεξη να απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις του Σενσέϊ. ¨Όλη η πόλη τυλίγεται σε φλόγες. Παντού ακούγονται πολεμικές σειρήνες και μια και μοναδική λέξη.. ΠΟΛΕΜΟΣ…¨ απαντάω. Τα μάτια μου κλείνουν, δεν μπορώ να αντιστέκομαι άλλο…

Ακούγεται γδούπος. Γυρίζω έκπληκτος προς τον Σενσέϊ. Εκείνος τρέμει σύγκορμος ενώ ο ολογραφικός πίνακας είναι πεσμένος στο πάτωμα. Ανασαίνει με δυσκολία. ¨Σενσεί;¨ ρωτάω νιώθοντας ανησυχία . Δεν τον έχω δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση πανικού.  

¨Λη….¨ ψελλίζει. ¨Ποιος ήταν ο στόχος σου; Ποιος ήταν ; Πως τον λένε;¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. ¨Ξέρετε πολύ καλά πως ποτέ δεν ερχόμαστε σε οπτική επαφή μαζί τους. Δεν ξέρουμε τα ονόματα τους. Στα χέρια μας φτάνει ένας φάκελος με την τοποθεσία από την οποία πρέπει να εγκλωβίσουμε το όνειρο….¨

¨Πρέπει να με πας εκεί…¨ ψελλίζει εκείνος. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και να μάθουμε περισσότερα πράγματα…¨ ¨Σενσέϊ…¨ ψελλίζω απορημένος. ¨Τι συμβαίνει; Γιατί… Γιατί σας ανησύχησε τόσο πολύ αυτό το όνειρο; Είναι ένα τυχαίο όνειρο.. Έτσι δεν είναι;¨

Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. ¨17538 Λη… Αυτό είναι που με ανησυχεί. Βλέπω πως αυτή τη φορά αυτοί που σε έβαλαν να εγκλωβίσεις το Όνειρο είχαν πάρα πολύ συγκεκριμένους στόχους. Ακολούθα με και θα στα πω όλα….»

..Μέσα στην παλιά αποθήκη υπάρχουν πάρα πολλές κούτες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Ο Σενσέϊ δείχνει να γνωρίζει ακριβώς που έχει τοποθετημένο τι καθώς κινείται με απίστευτη σιγουριά μέσα στο χώρο. Περνώντας δίπλα απ’ολες αυτές τις κούτες συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πραγματικά τίποτε για τον άνθρωπο που η Λίσα θεωρεί πατέρα μας και πως όλο αυτό το χρόνο ήμουν τόσο προσηλωμένος στον στόχο μου να μάθω τα πάντα για το παρελθόν μου που άθελα μου έχω κάνει πέρα τους ανθρώπους που νοιάζονται για μενα με δικό τους τρόπο. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να προσπαθήσω να περνάω μαζί τους περισσότερο χρόνο.

Εκείνος σταματάει μπροστά σε ένα κίτρινο κουτί το οποίο έχει ένα μαύρο Χ απέξω. Το κοιτάζει σκεφτικός για λίγες στιγμές , λες και αμφιβάλλει γι’αυτό που πρόκειται να κάνει. Αναστενάζει και το πιάνει.

Σε λίγα δευτερόλεπτα διάφορες σημειώσεις με φύλλα που έχουν κιτρινίσει με την πάροδο του χρόνου κάνουν την εμφάνιση μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος βλέπω διάφορους πίνακες , πολλές αναφορές, φωτογραφίες από διάφορα πειράματα.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον Σενσέϊ. Εκείνος έχει ένα θλιμμένο ύφος, όμοιο του οποίου δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

¨Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να σε βλέπω σαν ένα προϊόν πειράματος Λη, αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια στιγμή όταν μάθεις για το ποιος είσαι  πραγματικά θα νιώσεις θυμό και απογοήτευση.¨

Σηκώνω το βλέμμα μου. ΄Τι είναι αυτά που λέει;΄ σκέφτομαι με απορία. Αλλά εκείνος δείχνει να ανακτεί την ψυχραιμία μου και βγάζοντας ένα ντοσιέ μέσα από την κούτα αρχίζει και ξεφυλλίζει το εσωτερικό του. Βγάζει ένα φύλλο και το δείχνει σε εμένα.

Πάνω του απεικονίζεται ένας εγκέφαλος χωρισμένος σε διάφορα τμήματα τα οποία είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα. Σηκώνω με απορία τα  μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

¨Δεν υπάρχει χειρότερο είδος από τον άνθρωπο Λη¨ λέει εκείνος ενώ  τα μάτια του λάμπουν με πρωτοφανή αγριάδα.  Ακόμα και αυτό το ύφος μου είναι πρωτόγνωρο . Αναρωτιέμαι τι άλλο θα μάθω σήμερα. ¨Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτό εδώ αλλά την δεκαετία του 70’ υπήρχε ένα project στο οποίο η κυβέρνηση μας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κυριαρχήσει πάνω στις μάζες με τρόπο που δε θα γινόταν αντιληπτός με κανέναν τρόπο. Όμως βλέπεις εδώ υπάρχει έκθεση για το πώς λειτουργούν κάποιες συγκεκριμένες ακτίνες πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο . Εδώ μπορείς να δεις πως λειτουργεί ο εγκέφαλος πριν και μετά την έκθεση του σε αυτές τις ακτίνες. ¨

Αναστενάζει. ¨Ανέλαβα το project σε στάδιο που είχε προχωρήσει ήδη αρκετά αλλά με κάποιο τρόπο όλη η έρευνα διέρρευσε. Ο κόσμος έγινε έξαλλος. Πολλά από τα πειραματόζωα απεβίωναν μη αντέχοντας στην έκθεση αυτών των ακτινών.  Σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης  ενώ πολλοί ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα φυλακίστηκαν για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εγώ κατάφερα να κρατηθώ στην σκιά χωρίς ποτέ να μαθευτεί οτιδήποτε θα ήταν πλήγμα για την υπόληψη μου και την ιδιότητα μου ως ειδικού στον τομέα μου. ¨

Τα χέρια του πέφτουν κάτω. Δείχνει σαν να έχει γεράσει απότομα μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα. ¨Τότε δεν με παρακινούσε τίποτε άλλο παρά το να μάθω την αλήθεια. Να ξεπεράσω κάθε όριο Λη. Πιστεύαμε ότι ήμαστε θεοί. Θέλαμε εκείνη την καταραμένη γνώση…¨

Με κοιτάζει κατάματα. ¨Αν σε είχε βρει εκείνη την περίοδο, ορκίζομαι ότι δε θα δίσταζα να σε χρησιμοποιήσω ως πειραματόζωο για να μάθω την ουσία σου. Αλλά…¨ τρέμει. ¨Δεν είμαστε θεοί. Και ούτε πρόκειται να γίνουμε ..¨

Σωπαίνει για λίγο. ¨Πάρα πολλές συμπτώσεις Λη. Πάρα πολλές συμπτώσεις. Κάποιος θέλει να ολοκληρώσει αυτό που δεν ολοκληρώθηκε τριάντα χρόνια πριν.  Το project δείχνει να τρέχει κανονικά. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Αυτή τη φορά φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν κάτι μεγάλο.¨ Σηκώνει τα μάτια του . ¨Πρέπει να τους σταματήσουμε…¨

 

Ο Κόκκινος

 

Ο ήλιος καίει. Έξω από την καφετέρια ο κόσμος δείχνει να απολαμβάνει την ημέρα. Αλλά μέσα στην καφετέρια, καθισμένο μπροστά από την τζαμαρία κάθεται ένα παιδί που δεν δείχνει να είναι μεγαλύτερο από δέκα χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Φοράει κοντό σορτσάκι , λευκό πουκάμισο και μαύρο μπουφάν πάνω από το πουκάμισο. Δείχνει πολύ περιποιημένος .

Πίνει χυμό μέσα από καλαμάκι και δείχνει να περιμένει κάποιον. Μια παρέα από 4 παιδιά τον πλησιάζουν και τον περιτριγυρίζουν. Κάνουν σχόλια για την εμφάνισή του και ο ένας κάθεται απέναντι του απειλητικά κάνοντας του τον νταή.  Κανείς τους δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή πως και οι τέσσερις με το που βγουν από την καφετέρια θα πεθάνουν με πολύ επώδυνο τρόπο.

Ένας άντρας με μαύρη στολή  φορώντας γυαλιά ηλίου πλησιάζει το τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά στο χώρο γύρω και κάνει μια γκριμάτσα απέχθειας. ¨Δεν μπορώ να καταλάβω την μανία σου να έρχεσαι εδώ Κέιτο…¨ λέει ξεφυσώντας. Σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

Βγάζει έναν φάκελο και τον σπρώχνει προς το μέρος του παιδιού. ¨Βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο..¨ αποκρίνεται το παιδί σκεφτικό. ¨Όλοι πάνε κάπου, βιάζονται να ζήσουν τη ζωή τους. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πραγματικά ότι μια μέρα θα πεθάνουν..¨

Ρίχνει μια ματιά προς τον φάκελο. Εκείνος γλιστρά προς το μέρος του. Υψώνεται και αιωρείται στον αέρα. Ο μαυροντυμένος άνδρας ρίχνει μια νευρική μάτια γύρω αλλά δεν τους κοιτάζει κανείς. ¨θα μπορούσες να μη κάνεις αυτά τα κόλπα όταν είμαστε μπροστά σε κόσμο;¨

Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους του και ο φάκελος πέφτει πάνω στο τραπέζι.

¨Τι έχω αυτή τη φορά; ¨ ρωτάει αδιάφορα . Αλλά είναι ολοφάνερο πως ήδη γνωρίζει την απάντηση. Ο μαυροντμένος άντρας του ρίχει ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια ανάμεικτη με φόβο. ¨Παράξενο πράγμα που είσαι...¨ λέει σα να μονολογεί. ¨Αν δεν ήσουν παιδί θα μου ήταν πολύ εύκολο να σε σκοτώσω..¨

Ακούγεται ένα ¨κρακ¨. Το πρόσωπο του άντρα συσπάται. Προσπαθεί να συγκρατήσει κραύγη πόνου που πάει να ξεφύγει απο το στόμα του. Το πρόσωπο του γεμίζει μικρές σταγόνες ιδρώτα. Σηκώνει τρέμοντας το αριστερό του χέρι . Ο αντίχειρας του έχει λυγίσει σε μια αφύσικη γωνία.

Ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα στο αγόρι αλλά συγκρατείται και αφήνει ένα μισοπνιγμένο μουγκρητό να ξεφύγει απο τα χείλη του.

Το παιδί του ρίχνει μια αδιάφορη ματιά. Σηκώνεται. Τινάζει τα ρούχα του. ¨Σε σχεσή με την ζωή μου η δική σου ζωή έχει πολύ λιγότερη αξία. Αλλά ακόμα και η δική μου ζωή δεν έχει καμιά αξία...¨ λέει καθώς ο φάκελος γλιστράει πάνω στο τραπέζι πίσω προς τον μαυροντυμένο άντρα.

..Βγαίνοντας στον ήλιο ο Κέιτο μορφάζει. Μισοκλείνει τα μάτια του. ¨Μια ηλιόλουστη μέρα...¨ λέει αφηρημένα. Χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης εμφανίζεται στα χείλη του. ¨Ηλιόλουστη... μέρα....¨   επαναλαμβάνει καθώς περπατά.

..Καθισμένος σε μια παιχνιδομηχανή σε μια γωνία πασχίζω να μαζέψω τις σκέψεις μου. Όλα όσα άκουσα απο τον Σενσέϊ  το προηγούμενο βράδυ μου έχουν δημιουργήσει ένα περίεργο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά.

Παλιότερα, όταν σκεφτόμουν ποιός είμαι και ποιόι είναι οι γονείες μου, πάντα ήθελα να μάθω την πραγματική μου ταυτότητα. Ήξερα πως ζούσα γι’αυτον τον σκοπό και μόνο. Κυνηγούσα τα Όνειρα για να μπορώ να προμηθεύω την Λίσα με οτι εξοπλισμό χρειαζόταν προκειμένου να φτάσουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στο να βρούμε το ποιοί είμαστε. Δεν είχα καμιά αμφιβολία οτι τόσο εγώ όσο και η Λίσα δεν ήμασταν συνηθισμένα παιδιά.

Η Λίσα πάντα είχε ταλέντο να φτιάχνει πράγματα. Επισκεύαζε χαλασμένα μηχανήματα ενώ μπορούσε να συναρμολογήσει οτιδήποτε απο ανταλλακτικά μηχανών. Καταπιανόταν με οτιδήποτε μεταλλικό . Λες και ένιωθε τι μπορούσε να συνδέσει με τι για να ζωντανέψει η κατασκευή της.  Αυτο το ταλέντο της, σε συνδυασμό με την χαριτωμένη και ευγενική της εμφάνιση την έκανε το πιο δημοφιλη παιδί στο ορφανοτροφείο σε αντίθεση με εμένα.

Χθες όμως κατάλαβα πως τόσο καιρό όντας επικεντρωμένος στην αναζήτηση της πραγματικής μου τατότητας ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ποιός ειναι ο πραγματικός λόγος που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για το παρελθόν μου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο όλο το εγχείρημα είναι οτι δεν είχα δικές μου αναμνήσεις καθώς τα ξενά όνειρα είχαν πάρει την θέση τους. Φωνές, ουρλιαχτά, φωτιές και διάφορες εκρήξεις, μορφές να τρέχουν για να ξεφύγουν μέσα στην νύχτα... Αυτές και πολλές άλλες συγκεχυμένες  εικόνες αποτελούσαν τις αναμνήσεις μου. Κατά πόσο μπορούσα να είμαι σίγουρος για το ποιά ήταν δική μου ανάμνηση και ποιά όχι;

Αναστενάζω. Το χέρι μου γλίστράει  στην τσέπη και βγάζει  έξω μια ολογραφική οθόνη που είχε φτιάξει ειδικά για μένα η Λίσα. Το δάχτυλό μου κάνει scroll πάνω της. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Σίγουρα δεν ζούμε και στις καλύτερες εποχές αλλά υπάρχει μια σταθερότητα.. Και αν ισχύει αυτό που είπε ο Σενσέϊ; Αν κάποιος θέλει να ξεκινήσει πόλεμο και μάλιστα με στρατό ένα ολόκληρο έθνος? Ανατριχιάζω και σηκώνομαι για να παραγγείλω να πιω κάτι.

Ξαφνικά ο κόσμος γύρω μου χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να ζαλίζομαι ενώ  ένας περίεργος ήχος ,που θυμίζει τρίξιμο που προκαλεί ο ηλεκτρισμός, ηχεί στα αυτιά μου. Νιώθω ότι θα χάσω από στιγμή σε στιγμή τις αισθήσεις μου όταν ξαφνικά ο ήχος σταματάει και ο κόσμος γύρω μου γίνεται φυσιολογικός. Νιώθω τα χείλη μου να έχουν ξεραθεί ενώ το αίσθημα δίψας έχει γίνει πιο έντονο.

Σηκώνω το κεφάλι μου αδύναμα. ΄ Τι ήταν αυτό; ΄ σκέφτομαι ενώ η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κινούμαι προς την έξοδο. ‘ Αέρα…’  ηχεί μια και μοναδική λέξη στο μυαλό μου. ΄ Αέρα….’  

Δεν προλαβαίνω να κινηθώ όταν δεύτερο κύμα ζάλης έρχεται καταπάνω μου. Αυτή τη φορά όμως συνοδεύεται με ισχυρό πονοκέφαλο λες και κάποιος σφυροκοπάει το κεφάλι μου. Νιώθω ότι θα σωριαστώ  στη μέση της αίθουσας αλλά μαζεύω όλη την δύναμη που μου έχει απομείνει και με υπεράνθρωπες προσπάθειες βγαίνω έξω.

Βγαίνω έξω καθώς η πόρτα χτυπάει δυνατά από πίσω. Διπλώνομαι στα δύο νιώθοντας πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια μου. Ο πόνος όμως δείχνει να υποχωρεί σταδιακά.

Σηκώνω το κεφάλι μου παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μια σκιά πέφτει πάνω μου.  Γυρίζω το κεφάλι μου για να δω ποιος είναι. Δίπλα μου στέκεται ένα αγόρι ίσα με 10 χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά ενώ τα κόκκινα μάτια του με κοιτάζουν με αμείωτο ενδιαφέρον. Τρώει ένα πολύχρωμο γλειφιτζούρι.

¨Μια.. ηλιόλουστη μέρα…¨ τον ακούω να σιγομουρμουρίζει.

Χαμογελάει.

Το χαμόγελο του κάνει τα πάντα μέσα μου να παγώσουν. Δεν μου αρέσει αυτό το χαμόγελο.

Πάω να φύγω αλλά τα πόδια μου δε με υπακούνε. Λες και κάποιος έχει βάλει κόλλα κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου αναγκάζοντας με να μείνω ακίνητος.

Το αγόρι με έχει πλησιάσει. Με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια ενώ το χαμόγελο του φανερώνει την τέλεια οδοντοστοιχία του. θέλω να ουρλιάξω αλλά ξέρω πως δεν μπορώ.

¨Πες… Μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι πραγματικά; ¨ λέει το παράξενο αγόρι. Ξεχνώντας τον πόνο που σχεδόν με είχε αποτελειώσει πριν από λίγες στιγμές υψώνω το βλέμμα μου έκπληκτος προς εκείνον. Αυτή τη φράση δεν περίμενα να την ακούσω.

 

Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του.

 

..Ανοίγω τα μάτια μου. Μια σκιά πέφτει πάνω μου. Ανασηκώνομαι νιώθοντας νύστα.

Είναι η μητέρα μου. Πανικοβλημένη, τρέχει πάνω κάτω μαζεύοντας ρούχα μέσα σε έναν ταξιδιωτικό σάκο. ¨Μητέρα;¨  λέω ενώ τρίβω τα μάτια μου.

Έξω είναι νύχτα. Εκείνη δείχνει να μην με έχει ακούσει. Σηκώνομαι από το κρεβάτι. Πάω κοντά της. Τραβάω το παντελόνι της για να με προσέξει.

Εκείνη γυρνάει προς το μέρος μου. Πανικοβλημένος οπισθοχωρώ. Δεν την έχω δει ποτέ ξανά τόσο τρομοκρατημένη. Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της ενώ τα χέρια της τρέμουν.

Σκύβει. Με αγκαλιάζει με ζέση. ¨Μικρούλη μου…¨ ψιθυρίζει χώνοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά μου. ¨ Δεν θα αφήσω τίποτα και κανέναν στον κόσμο να σε πληγώσει.¨

Τραβάει μια ζακέτα μέσα από την ντουλάπα. Με ντύνει καθώς σκουπίζει τα μάτια της. Επιτέλους είμαι ντυμένος.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Νυστάζω και θέλω να γυρίσω στο κρεβάτι. Αλλά η μητέρα φαίνεται πως έχει άλλα σχέδια. Με τραβάει σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγαίνουμε από την πόρτα του μικρού μας σπιτιού που αποτελείται από ένα δωμάτιο και μια μικρή τουαλέτα.

Τρέχει πάνω στον δρόμο ενώ την ακολουθώ νιώθοντας πως θα ξεσπάσω σε κλάματα από στιγμή σε στιγμή. Που με πάει; Γιατί δεν πήραμε ούτε ένα παιχνίδι μαζί μας;

Πάω να ανοίξω το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ αλλά εκείνη τη στιγμή ηχεί μια σειρήνα. Δυνατό φως μας τυφλώνει. Κλείνω τα μάτια μου και εκείνη τη στιγμή ακούω πυροβολισμούς.

Η μητέρα μου βογκάει. Γυρνάω αργά το κεφάλι μου για να την δω να σωριάζεται στο έδαφος.

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. « Όχι…»  ψιθυρίζω. « Όχι..Μητέρα.. Μαμά… ΜΑΜΑ!»

Πάω δίπλα της. Την αγκαλιάζω ενώ εκείνη δείχνει να μην έχει συναίσθηση  των όσων συμβαίνουν. Η φωνή της ηχεί δίπλα στο αυτί μου, σαν επιθανάτιο κάλεσμα. « Να θυμάσαι το όνομα σου Λη. Μη τους αφήσεις να σου πάρουν το … όνομα σου…»

Βήχας διακόπτει τα λόγια της. Κοιτάζω το πρόσωπο της.

Δεν ανασαίνει. Τα μάτια της ορθάνοιχτα.

Κοιτάζω τα χέρια μου. Είναι κόκκινα από το αίμα της.

¨Μαμά…¨ ψιθυρίζω. Θέλω να κλάψω αλλά δεν μπορώ. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. «Λη….» βγαίνει ψιθυριστά από το χέρι μου καθώς άντρες με στρατιωτικές στολές τρέχουν προς το μέρος μου.

..Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. Ανασαίνω με δυσκολία . Που είμαι; Τι συνέβη;

Ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπό μου. Ανακάθομαι. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου ενώ προσπαθώ να θυμηθώ τι έχει συμβεί λίγες στιγμές πριν. Μια σκιά πέφτει πάνω μου ενώ σχεδόν αναπηδάω νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Είναι το παράξενο αγόρι. Έχει φάει σχεδόν όλο το γλειφιτζούρι του. Με κοιτάζει με τρόπο που με κάνει να νιώθω πως χιλιάδες μικρές βελόνες τσιμπάνε το δέρμα μου.

Νιώθω να κοκκινίζω. Είμαι σίγουρος πως από μακριά όλη η σκηνή έχει πολύ πλάκα. Ένας 16χρονος πήγε να λιποθυμήσει μπροστά σε ένα 10χρονο και τώρα προσπαθεί να συνέλθει. ¨Συγνώμη…¨ λέω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω. Προσπαθώ να σηκωθώ όταν το μυαλό διαπερνάται από τα τελευταία του λόγια . ΄ Πες.. Μέχρι που θα έφτανες             για να μάθεις  ποιος είσαι πραγματικά; ΄ ηχεί μέσα στο μυαλό μου.

Σηκώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια μου μισοκλείνουν απειλητικά. ¨Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;¨ βγαίνει από το στόμα μου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως αυτό που είδα πριν από λίγο ήταν δημιούργημα αυτού του παράξενου παιδιού.

Το παιδί χαμογελάει ευτυχισμένο. ¨Επιτέλους. Βλέπω πως είσαι αργόστροφος. Πως σου φάνηκε το μικρό μου δωράκι;¨

¨Δεν μου απάντησες ποιος είσαι και τι θες από εμένα¨ αποκρίνομαι ξερά. Ακόμα νιώθω τις σουβλιές του πόνου να διαπερνούν το κεφάλι μου. Αν μπορούσα θα χαστούκιζα εδώ και τώρα αυτό το μικρό.

Εκείνος χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά. ¨Μα γιατί; Εγώ απλά προσπάθησα να σε αφυπνίσω. Βλέπεις το χάρισμα μας είναι τόσο ίδιο και ταυτόχρονα τόσο ριζικά διαφορετικό.¨

Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου. Ένα καμπανάκι κινδύνου ηχεί μέσα στο κεφάλι μου. Γνωρίζει ποιος είμαι. Αλλά ακόμα χειρότερα ήξερε πως και που μπορούσε να με βρει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω για να δω αν είναι μόνος ή έχει και άλλους μαζί του.

Το αγόρι κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Δαγκώνει το γλειφιτζούρι. ¨ Είμαι μόνος. Αλλά δεν μπορείς να κρυφτείς από εμένα Λή…¨

Ανασηκώνομαι νιώθοντας τα πάντα μέσα μου να παγώνουν. Είμαι σίγουρος πως αυτό το παιδί είναι άκρως επικίνδυνο.. Και πως δεν μπορώ να κρυφτώ από αυτόν. Τον κοιτάω εξεταστικά.

Τα κόκκινα μάτια του με κοιτάνε ήρεμα αλλά στο βάθος μπορώ να διακρίνω ένα αίσθημα υπεροχής. Δαγκώνει άλλη μια φορά το γλειφιτζούρι και πετάει κάτω το ξυλάκι.

¨Λοιπόν..Ακόμα δεν μου απάντησες μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι.¨

Σκέφτομαι για λίγες στιγμές τι πρέπει να απαντήσω. Νιώθω πως ότι απάντηση και να του δώσω εκείνος ήδη θα την γνωρίζει. Ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.

¨Ποιος σου είπε ότι με ενδιαφέρει να μάθω το ποιος είμαι;¨ ρωτάω αδιάφορα.

¨Γιατί αυτό που μόλις είδες άλλα μου φανερώνει…¨ απαντάει εκείνος εξίσου αδιάφορα. ¨Και αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου απαντήσω εδώ και τώρα σε όλες τις ερωτήσεις σου; Αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου δώσω τις απαντήσεις που ψάχνεις εδώ και καιρό;¨

Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά. ¨Δε σε πιστεύω…¨ ξεφεύγει από τα χείλη μου πρώτου προλάβω να σκεφτώ το οτιδήποτε. Εκείνος χαμογελάει.

Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του. Το μέτωπο του ζαρώνει , λες και προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Το βλέμμα του αδειάζει. Η φωνή του έχει γίνει υπόκωφη, λες και μιλάει ένας άνδρας 40 χρονών στη θέση του.

¨Λη… Η Ικανότητα σου ως Κυνηγός Ονείρων. Το κάνεις για να βρεις ποιος είσαι πραγματικά, έτσι δεν είναι;  Οι αναμνήσεις σου… Οι αναμνήσεις σου δεν είναι δικές σου αναμνήσεις… Την θέση των αναμνήσεων σου έχουν πάρει τα όνειρα των άλλων…¨

Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φύγω τρέχοντας από τον φόβο μου. Αυτό το παιδί είναι πιο τρομακτικό από τους χειρότερους εφιάλτες που έχω συλλέξει στο παρελθόν. Με κάνει να νιώθω πως θέλω να το σκάσω, να φύγω τρέχοντας χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω.

¨Δεν καταλαβαίνω…¨ μουρμουράω. ¨Τι θέλεις από μένα; Αν ξέρεις όλα αυτά και έχεις αυτή την δύναμη….¨

Το παιδί γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Το βλέμμα του ξαναγίνεται ανθρώπινο, όσο αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να έχει συνέρθει ενώ χαμογελάει γλυκά. Τα κόκκινα μάτια του λάμπουν από χαρά.

¨Ελπίζω τώρα να σε έπεισα Λη. Σε χρειαζόμαστε. Σαν αντάλλαγμα θα σου δώσουμε πίσω την ζωή σου…¨

¨Την ζωή μου…¨ επαναλαμβάνω. Κοιτάζω τα χέρια μου μπερδεμένος. Την ζωή μου; Άραγε δεν έχω ήδη την δική μου ζωή με την Λίσα και τον Σενσέϊ στο πλευρό μου;

Εκείνος μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις του. Πάει να φύγει αλλά πριν κατεβεί τα σκαλάκια στέκεται κοντά μου και ψιθυρίζει ¨Αν θες να τα μάθεις όλα, θα έρθεις σήμερα στις εννιά στο παλιό εργοστάσιο της Ισινάγια Λη. Και…¨ σταματάει διστακτικά, όμως από το χαμόγελο του καταλαβαίνω πως το απολαμβάνει  ¨μην αφήσεις να συμβεί τίποτα κακό στα άτομα που αγαπάς.¨

Η τελευταία του φράση ηχεί στα αυτιά μου σαν κεραυνός εν αίθριο καιρό. Σηκώνω το βλέμμα μου αλλά το παράξενο αγόρι έχει εξαφανιστεί.  Λες και δεν υπήρξαν ποτέ αυτά τα λεπτά που πέρασαν ενώ συνομιλούσα μαζί του. Λάθος. Αυτός μίλαγε, εγώ άκουγα.

‘  Ακόμα περισσότερες ερωτήσεις, ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.. ΄ σκέφτομαι αφηρημένα. Ποτέ δεν με είχε προσεγγίσει κάποιος κατά αυτό τον τρόπο. Για την ακρίβεια κανείς δεν γνώριζε την πραγματικά μου ταυτότητα εκτός από την Λίσα και τον Σενσέϊ , πως εγώ ήμουν αυτός που εκτελούσε τις παραγγελίες των πελατών καθώς πάντα παρουσιαζόμουν ως ο εκτελεστής της παράδοσης του Ονείρου στον πελάτη, και όχι ως ίδιος ο Κυνηγός.  Και μετά συνειδητοποίησα πως το αγόρι γνώριζε για την Λίσα και τον Σενσέϊ. Αν δεν δεχόμουν να έρθω στο εργοστάσιο, είχαν και άλλους τρόπους να με πιέσουν.

Τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές. ΄ Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του, όμως το μέλλον είναι εδώ και τώρα Έχω άτομα που με αγαπούν και με νοιάζονται… ΄ σκέφτηκα και κίνησα προς το σπίτι. Έπρεπε να μιλήσω αμέσως με τον Σενσέϊ ενώ τα δάχτυλά μου ήδη έτρεχαν πάνω στον ολογραφικό πίνακα της Λίσα στέλνοντας της μήνυμα να είναι προσεκτική. 

 

   Η φυγή

 

Μπάνοντας στο σπίτι νιώθω τα πάντα να παγώνουν μέσα μου. Ο χώρος μοιάζει λες και έχει κάνει πέρασμα ένας τυφώνας. Τα πράγματα είναι πεταμένα πάνω κάτω ενώ υπάρχουν σημάδια πάλης.

¨Σενσέϊ; ¨ φωνάζω τρέχοντας προς το γραφείο του. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθω πως θα πεταχτεί έξω από το στήθος μου.

Ευτυχώς οι χειρότεροι φόβοι μου δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ο Σενσέι είναι μέσα στο γραφείο του. Μαζεύει τα πράγματα του και κάποια έγγραφα σε ένα βαλιτσάκι. Δίπλα του στο πατωμα είναι τοποθετημένοι δύο σάκοι. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά βλέπω πως έχει μέσα κάποια πράγματα που ανήκουν σε μενα και στην Λίσα.

Μου κόβεται η ανάσα. Η σκηνή είναι όμοια με αυτή που είδα στο όραμα που μου μετέδωσε το παράξενο αγόρι.

¨Σενσεϊ;¨ κάνω διστακτικά. Κάνω ένα βήμα μπρος.

Εκείνος χωρίς να με κοιτάξει μου δείχνει μια φωτογραφία. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου παρά το γεγονός οτι είναι θολή. Πάνω με κόκκινο μαρκαδόρο είναι γραμμένο  ‘Θέλουμε το αγόρι’ .

¨Την βρήκα κάτω από την πόρτα...¨ μου λέει κοφτά.

Σηκώνω το βλέμμα μου. ¨Ποιοί είναι; Τι θέλουν; ¨μουρμουρίζω. Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του. Το πρόσωπό του είνα κάτασπρο, αλλά είναι ολοφάνερο πως προσπαθεί να μην επιτρέψει στον πανικό να τον κυριεύσει.

¨Άκου Λη.. Θέλω να πας και να βρεις την Λίσα. Αμέσως. Δε θα έρθετε στο σπίτι.¨ Πιάνει ένα λευκό χαρτάκι και γράφει πάνω του ¨Το σπίτι μπορεί να έχει κοριούς. Θα έρθετε στον σταθμό Ικεμπούκουρο. ¨Με τραβάει και με αγκαλιάζει. Με κοιτάει κατάματα. Τα μάτια το είναι γεμάτα δάκρυα. ¨Να προσέχεις .¨ λέει με νόημα.

Φεύγω τρέχοντας. Δεν χρειάζεται να μου πει τίποτα παραπάνω. Πρέπει να βρω την Λίσα. Πρέπει να την βρω πρωτού την βρουν άλλοι. Οι εχθροί.

Νιώθω τα πάντα να γυρίζουν με τρελό ρυθμό γύρω μου. Τρεις μέρες πριν δεν ήμουν παρά ένα κοινό αγόρι που παρέδιδε τα Όνειρα στους πελάτες. Και ξαφνικά κάποιος έμαθε την ταυτότητα μου, και θέλει να με χρησημοποιήσει.

Διαλέγοντας τα πιο απόμακρα σοκκάκια και δρόμους που δεν ήταν πολυσύχναστοι φτάνω στο μπαρ όπου η Λίσα έχει φτιάξει το οχυρό της. Κοιτάζω γύρω πριν μπω μεσα αλλά απ’οσο μπορω να διακρίνω κανείς δεν με ακολουθεί. Παίρνω βαθιά ανάσα και μπαινω μέσα. Ελπίζω να έχω φτάσει εγκαίρως.

Η Λίσα βρίσκεται στο δωμάτιο της. Γυρίζει μόλις ακούει τα βήματα αλλά δεν μοιάζει να ανησυχεί για τίποτα. Κρατάει στα χέρια της ένα πιάτο απο το οποίο ρουφάει το ουντόν της. Μου κάνει νόημα να καθήσω δίπλα. Τα μάτια της μένουν προσκολλημένα σχεδόν με ευλάβεια πάνω στις οθόνες οι οποιές δείχνουν σκηνές απο όλη την πόλη.

Προσπαθώ να μαζέψω τις σκέψεις μου. Ξέρω πως δεν έχει κανένα νόημα να της μιλήσω τώρα, την ώρα που απολαμβάνει το φαι της. Ακόμα και αν έσκαγαν βόμβες δίπλα της εκείνη την στιγμή, εκείνη θα εξακολουθούσε να τρώει αμέριμνη. ΄Δεν πρέπει να την πανικοβάλλω...΄ σκέφτομαι.  Ξέρω πόσο δεμένη είναι με τον Σενσεϊ. Μου είναι δύσκολο να προβλέψω την αντίδραση της όταν της πω πως η ειρηνική μας και σίγουρη ζωή δίπλα στον Σενσεϊ έχει τελειώσει.

Εκείνη τελειώνει το φαί της. Ακουμπάει πάνω στο τραπέζι το πιάτο και σκουπίζει τα χείλη της. Αναστενάζει με ευχαρίστηση και τρύβει την κοιλιά της. Οι αλοογουρές της αναπηδάνε πάνω κάτω με την παραμικρή κίνηση.

¨Ξέρω ... ¨ μου λεει πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε.

Σαστισμένος την κοιτάω με στόμα ορθάνοιχτο απο την έκπληξη.

¨Αυτό το αγόρι... Είχε κάτι το τρομακτικό πάνω του.¨ συνεχίζει . ¨Αν ήμουν δίπλα σου, θατον χτύπαγα αλύπητα. Μπορεί να είναι μικρός αλλά και εγώ δεν είμαι και πολύ μεγαλυτερή του. Οπότε δεν νομίζω να μας έδινε κανείς σημασία...¨

¨Λιιι....σα....¨ κάνω τραυλίζοντας. ¨ Πως...¨

¨Πως το γνώριζα; Ω, μα είναι απλό Λη. Νομίζεις οτι σε παρακολουθώ μόνο όταν είσαι σε αποστολή; Το drone μου πάντα πάει μαζι σου. Γνωρίζω την κάθε σου κίνηση ώστε σε περίπτωση που χρειαστεί να επέμβω να υπάρχει κάποιος κοντά σου.¨

Τα πάντα μέσα μου σφίγγονται. Νιώθω ανακούφιση και κομπασμό ταυτόχρονα.   Ξέρω πως για την Λισα οι δημιουργίες της είναι σαν τα παιδιά της. Δε τα ξεχωρίζει απο ζωντανά όντα. Για την ακρίβεια βασίζεται σε αυτά πολύ περισσότερο απ’οτι σε ανθρώπους.

¨Ξέρω πως θέλουν κάτι απο σενα Λη και πιθανόν μπορεί να σου δώσουν κάτι σε αντάλλαγμα. Μπορεί όμως και απλά να σε παίζουν στα δάχτυλά τους για να τους δώσεις εσύ αυτό που θέλουν και ύστερα να σε πετάξουν...¨ συνεχίζει εκείνη.

¨Υπάρχουν και άλλοι Κυνηγοί Ονείρων...¨ μουρμουρίζω.

¨Πιθανόν να μην έχουν φτάσει φήμες στα αυτιά σου...Η .. Απλά ως συνήθως να μην παίρνεις χαμπάρι τι γίνεται κάτω από την μύτη σου! ¨ λέει η Λίσα ξερά. Γυρίζει προς το μερος μου την κοντινότερη οθόνη και πάνω της αρχίζουν και τρέχουν τίτλοι ειδήσεων. Βλέπω επικεφαλίδες οι οποίες αναφέρουν διάφορα ονόματα.  Aki Genji, Kiyoshi Genda, Kou Gakusha, Kyo Hira, Nao Ii… Διαβάζω τις επικεφαλίδες όπου εμφανίζονται αυτά τα ονόματα .  Κοιτάζω έκπληκτος την Λίσα , η οποία κουνάει το κεφάλι της.

¨Ακόμα δεν έχεις καταλάβει τίποτα;¨ ρωτάει. Εστιάζω πάλι την προσοχή μου πάνω στα ονόματα. Οι τίτλοι αναφέρουν πως όλοι αυτοί έχουν απαχθεί μπροστά στα μάτια περαστικών και απλών πολιτών κάτω από το φως της ημέρας και αν κάποιος γνωρίζει κάτι μπορεί να απυθύνεται στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα.

Ξαφνικά κάτι κάνει «κλικ» στο κεφάλι μου. Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου προς την Λίσα. « Αυτοί... είναι όλοι Κυνηγοί Ονείρων!» λέω έκπληκτος.  Εκείνη κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι της.

Παρά το γεγονός οτι μεταξύ μας χρησημοποιούμε παρατσούκλια και όχι τα πραγματικά μας ονόματα, ωστόσο το μικρο μας κύκλωμα γνωρίζει τα πραγματικά ονόματα του καθένος μας.

Τραβάω έξω την οθόνη της Λίσα. Βλέπω να αναβοσβήνει ένα κόκκινο χ στο πάνω αριστερό της μήνυμα. Νιώθω σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε πάνω στο προσωπό μου αλλά παρ’όλα αυτά πατάω πάνω στο κόκκινο χ και μπροστά μου ανοίγει το μήνυμα.

Έχει σταλεί από τον μεγαλύτερο από μας, τον Nobu Ise. ¨Να προσέχετε. Κάποιος μας έχει βάλει στο μάτι.¨  λέει μέσα το μήνυμα. Μόλις το διαβάζω , εκείνο εξαφανίζεται.

Κοιτάζω την Λισα μπερδεμένος. Τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκα.

Κοιτάζω ξανά τους τίτλους των ειδήσεων . Μετράω τα ονόματα. 12. Κρατάνε 12 απο μας. Τι θέλουν; Γιατί τώρα;

Η Λισα μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις μου. Με πλησιάζει και πιάνει το χέρι μου. ¨Ας φύγουμε. Ο Σενσεϊ θα ανησυχεί για μας.¨

Γυρίζει προς το πληκτρολόγιο. Αναστενάζει. Φαίνεται πως βάζει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα που διαγράφει όλα τα δεδομένα που έχει συλλέξει καθώς οι οθόνες μαυρίζουν και διάφοροι κώδικες και σύμβολα τρέχουν πάνω σε αυτές.

Οπισθοχωρεί και ρίχνει μια τελευταία ματιά σε όλα τα πράγματα.

¨θα φύγεις τόσο απλά αφήνοντας όλα τα πράγματα σου εδώ; ¨ ρωτάω χαμογελόντας.   Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως μπορεί να εγκαταλείψει αυτό το μέρος με τόση ευκολία μετά απο τόσες μετατροπές και επισκευές που έχει κάνει σε όλα τα μηχάνηματα που υπάρχουν εδώ μεσα.

Εκείνη χαμογελάει. ¨ Έχω μαζί μου όλα οσα μου χρειάζονται. Και αν δεν τα έχω, πάντα μπορώ να τα δημιουργήσω¨ και με αυτά τα λόγια βγαίνει απο το δωμάτιο.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Πέρασε ένας μήνας και απο την τελευταία φορά που έκανα update το συγκεκριμένο. Η αλήθεια είναι πως με πιέζει αρκετά ο χρόνος καθώς διαβάζω πολλα, γράφω πολλά και κάνω πολλά.

Κατά καιρούς με κατηγορούν πως γράφω λιτά και στεγνά. Έχω φτύσει αίμα για να μειώσω τον αριθμό των λέξεων που χρησημοποιώ στα γραπτά μου αλλά και επειδή δεν είμαι ούτε ο Τόλκιν, ούτε ο Μουρακάμι θεωρώ πως αυτά που θέλω να λέω, αρκούνται στα όσα αποτυπώνω στο χαρτί. 

Δυστυχώς αυτή τη περίοδο έχω ρίξει (και άδικα βεβαια) τις δυνάμεις μου στον Σκοτεινό Αλχημιστή ο οποίο θα ποστάρεται απευθείας στα αγγλικά και θα συνοδεύεται απο εικόνες καθάρα στα πρότυπα των light-novels του εξωτερικού.

 

Θέλω να ευχαριστήσω τον καθέναν ξεχωριστά έστω και για το ένα δευτερόλεπτα που ξόδεψε για να διαβάσει αυτά που γράφω. Αυτά. 

 

Υγ. ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!  :mf_trombone: 

 

 

 

 

 

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φτερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευροφυσιολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέλθω στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλι τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει πόλη στην οποία δεν υπάρχουν καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει ήδη βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του.  ¨Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά…¨ ταλαντεύεται  για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό.

¨Ναι, όπως επίσης μπορώ να δω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειες μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ζωντανές ψυχές . Καρδίες που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο Κυνηγός μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασήκωσε τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος.

¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨

¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και κτήρια που καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

17538.

 

..Καθισμένος πάνω σε κρεβάτι εξέτασης ασθενών τρώω φρουτοσαλάτα που έχει ετοιμάσει η Λίσα πριν φύγει. Από ώρα σε ώρα θα εμφανιστεί ο Σενσέϊ. Είμαι αφηρημένος. Έχουν περάσει δυο μέρες από την τελευταία φορά που έπιασα το όνειρο που μου ζητήθηκε. Αλλά κάτι υπήρχε σε αυτό το όνειρο που με ενοχλούσε. Είχα δει πάρα πολλά όνειρα άλλων για να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει με ελαφρύ τρίξιμο. Μέσα μπαίνει ο κηδεμόνας μας. Του ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Δείχνει πολύ κουρασμένος. Κάτω από τα μάτια του υπάρχουν μαύροι κύκλοι. Με πλησιάζει και μου ρίχνει μια εξεταστικά ματιά, χαμογελάει και κάθεται δίπλα σε μια καρέκλα.

Στα χέρια του εμφανίζεται ένας ολογραφικός πίνακας. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει ήρεμος. ¨Λοιπόν Λη.. Πως αισθάνεσαι;¨

Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου. Νιώθω αρκετά ζωντανός. Χαμογελάω πλατιά. Χαμογελάει και εκείνος. ¨Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.¨

..¨Παρά το γεγονός ότι ήταν γυμνόστηθες δεν ένιωθα ότι είχαν κάτι το πρόστυχο..¨συνέχισα αναβιώνοντας τις λεπτομέρειες από το τελευταίο μου όνειρο. Ακόμα μπορούσα να νιώσω τον νυχτερινό απαλό αέρα πάνω στο δέρμα μου. Ήταν από τις ωραιότερες διαδρομές που είχα κάνει ποτέ.

Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα την διήγηση μου.

..¨Τότε εμφανίστηκε ο Chi. Είχα καιρό να τον δω. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του με καθησύχασε. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το όνειρο…¨ συνέχισα βάζοντας ένα κομμάτι πεπονιού στο στόμα μου. Το μάσησα όσο ο Σενσεί περίμενε υπομονετικά.

¨Όταν ανέβηκα στον τελευταίο όροφο δεν υπήρχε τίποτα παρά μια μεταλλική, γεμάτη σκόνες συρταριέρα. Υπήρχε ένας αριθμός πάνω της¨ συνεχίζω καθώς αναβιώνω τις τελευταίες στιγμές του ονείρου. ¨17538.¨

Στο άκουσμα του αριθμού ο Σενσέϊ ξαφνικά αναδεύεται. ¨Πως είπες;¨ ρωτάει. ¨17538; Καλά άκουσα;¨ Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.  Βάζω άλλο  ένα κομμάτι του πεπονιού στο στόμα του και το πιπιλάω.

Ο Σενσέϊ έχει σηκωθεί από την καρέκλα και πηγαινοέρχεται σκεφτικός μέσα στο δωμάτιο. ¨17538..¨ τον ακούω να μουρμουρίζει σκεφτικός.  Ξαπλώνω. Τι το ενδιαφέρον έχει αυτός ο αριθμός; Είναι απλά ένας αριθμός.

Αφού ο Σενσέϊ σταματάει , με κοιτάζει. ¨Τι άλλο έχει μετά απ’αυτό το όνειρο Λη; Τι άλλο είδες;¨ Κοιτάζω αφηρημένος το ταβάνι. ¨Πόλεμος. Πόλεμος…¨ απαντάω μουρμουρίζοντας. Νιώθω νύστα και πως δεν έχω καμιά όρεξη να απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις του Σενσέϊ. ¨Όλη η πόλη τυλίγεται σε φλόγες. Παντού ακούγονται πολεμικές σειρήνες και μια και μοναδική λέξη.. ΠΟΛΕΜΟΣ…¨ απαντάω. Τα μάτια μου κλείνουν, δεν μπορώ να αντιστέκομαι άλλο…

Ακούγεται γδούπος. Γυρίζω έκπληκτος προς τον Σενσέϊ. Εκείνος τρέμει σύγκορμος ενώ ο ολογραφικός πίνακας είναι πεσμένος στο πάτωμα. Ανασαίνει με δυσκολία. ¨Σενσεί;¨ ρωτάω νιώθοντας ανησυχία . Δεν τον έχω δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση πανικού.  

¨Λη….¨ ψελλίζει. ¨Ποιος ήταν ο στόχος σου; Ποιος ήταν ; Πως τον λένε;¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. ¨Ξέρετε πολύ καλά πως ποτέ δεν ερχόμαστε σε οπτική επαφή μαζί τους. Δεν ξέρουμε τα ονόματα τους. Στα χέρια μας φτάνει ένας φάκελος με την τοποθεσία από την οποία πρέπει να εγκλωβίσουμε το όνειρο….¨

¨Πρέπει να με πας εκεί…¨ ψελλίζει εκείνος. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και να μάθουμε περισσότερα πράγματα…¨ ¨Σενσέϊ…¨ ψελλίζω απορημένος. ¨Τι συμβαίνει; Γιατί… Γιατί σας ανησύχησε τόσο πολύ αυτό το όνειρο; Είναι ένα τυχαίο όνειρο.. Έτσι δεν είναι;¨

Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. ¨17538 Λη… Αυτό είναι που με ανησυχεί. Βλέπω πως αυτή τη φορά αυτοί που σε έβαλαν να εγκλωβίσεις το Όνειρο είχαν πάρα πολύ συγκεκριμένους στόχους. Ακολούθα με και θα στα πω όλα….»

..Μέσα στην παλιά αποθήκη υπάρχουν πάρα πολλές κούτες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Ο Σενσέϊ δείχνει να γνωρίζει ακριβώς που έχει τοποθετημένο τι καθώς κινείται με απίστευτη σιγουριά μέσα στο χώρο. Περνώντας δίπλα απ’ολες αυτές τις κούτες συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πραγματικά τίποτε για τον άνθρωπο που η Λίσα θεωρεί πατέρα μας και πως όλο αυτό το χρόνο ήμουν τόσο προσηλωμένος στον στόχο μου να μάθω τα πάντα για το παρελθόν μου που άθελα μου έχω κάνει πέρα τους ανθρώπους που νοιάζονται για μενα με δικό τους τρόπο. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να προσπαθήσω να περνάω μαζί τους περισσότερο χρόνο.

Εκείνος σταματάει μπροστά σε ένα κίτρινο κουτί το οποίο έχει ένα μαύρο Χ απέξω. Το κοιτάζει σκεφτικός για λίγες στιγμές , λες και αμφιβάλλει γι’αυτό που πρόκειται να κάνει. Αναστενάζει και το πιάνει.

Σε λίγα δευτερόλεπτα διάφορες σημειώσεις με φύλλα που έχουν κιτρινίσει με την πάροδο του χρόνου κάνουν την εμφάνιση μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος βλέπω διάφορους πίνακες , πολλές αναφορές, φωτογραφίες από διάφορα πειράματα.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον Σενσέϊ. Εκείνος έχει ένα θλιμμένο ύφος, όμοιο του οποίου δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

¨Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να σε βλέπω σαν ένα προϊόν πειράματος Λη, αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια στιγμή όταν μάθεις για το ποιος είσαι  πραγματικά θα νιώσεις θυμό και απογοήτευση.¨

Σηκώνω το βλέμμα μου. ΄Τι είναι αυτά που λέει;΄ σκέφτομαι με απορία. Αλλά εκείνος δείχνει να ανακτεί την ψυχραιμία μου και βγάζοντας ένα ντοσιέ μέσα από την κούτα αρχίζει και ξεφυλλίζει το εσωτερικό του. Βγάζει ένα φύλλο και το δείχνει σε εμένα.

Πάνω του απεικονίζεται ένας εγκέφαλος χωρισμένος σε διάφορα τμήματα τα οποία είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα. Σηκώνω με απορία τα  μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

¨Δεν υπάρχει χειρότερο είδος από τον άνθρωπο Λη¨ λέει εκείνος ενώ  τα μάτια του λάμπουν με πρωτοφανή αγριάδα.  Ακόμα και αυτό το ύφος μου είναι πρωτόγνωρο . Αναρωτιέμαι τι άλλο θα μάθω σήμερα. ¨Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτό εδώ αλλά την δεκαετία του 70’ υπήρχε ένα project στο οποίο η κυβέρνηση μας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κυριαρχήσει πάνω στις μάζες με τρόπο που δε θα γινόταν αντιληπτός με κανέναν τρόπο. Όμως βλέπεις εδώ υπάρχει έκθεση για το πώς λειτουργούν κάποιες συγκεκριμένες ακτίνες πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο . Εδώ μπορείς να δεις πως λειτουργεί ο εγκέφαλος πριν και μετά την έκθεση του σε αυτές τις ακτίνες. ¨

Αναστενάζει. ¨Ανέλαβα το project σε στάδιο που είχε προχωρήσει ήδη αρκετά αλλά με κάποιο τρόπο όλη η έρευνα διέρρευσε. Ο κόσμος έγινε έξαλλος. Πολλά από τα πειραματόζωα απεβίωναν μη αντέχοντας στην έκθεση αυτών των ακτινών.  Σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης  ενώ πολλοί ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα φυλακίστηκαν για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εγώ κατάφερα να κρατηθώ στην σκιά χωρίς ποτέ να μαθευτεί οτιδήποτε θα ήταν πλήγμα για την υπόληψη μου και την ιδιότητα μου ως ειδικού στον τομέα μου. ¨

Τα χέρια του πέφτουν κάτω. Δείχνει σαν να έχει γεράσει απότομα μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα. ¨Τότε δεν με παρακινούσε τίποτε άλλο παρά το να μάθω την αλήθεια. Να ξεπεράσω κάθε όριο Λη. Πιστεύαμε ότι ήμαστε θεοί. Θέλαμε εκείνη την καταραμένη γνώση…¨

Με κοιτάζει κατάματα. ¨Αν σε είχε βρει εκείνη την περίοδο, ορκίζομαι ότι δε θα δίσταζα να σε χρησιμοποιήσω ως πειραματόζωο για να μάθω την ουσία σου. Αλλά…¨ τρέμει. ¨Δεν είμαστε θεοί. Και ούτε πρόκειται να γίνουμε ..¨

Σωπαίνει για λίγο. ¨Πάρα πολλές συμπτώσεις Λη. Πάρα πολλές συμπτώσεις. Κάποιος θέλει να ολοκληρώσει αυτό που δεν ολοκληρώθηκε τριάντα χρόνια πριν.  Το project δείχνει να τρέχει κανονικά. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Αυτή τη φορά φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν κάτι μεγάλο.¨ Σηκώνει τα μάτια του . ¨Πρέπει να τους σταματήσουμε…¨

 

Ο Κόκκινος

 

Ο ήλιος καίει. Έξω από την καφετέρια ο κόσμος δείχνει να απολαμβάνει την ημέρα. Αλλά μέσα στην καφετέρια, καθισμένο μπροστά από την τζαμαρία κάθεται ένα παιδί που δεν δείχνει να είναι μεγαλύτερο από δέκα χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Φοράει κοντό σορτσάκι , λευκό πουκάμισο και μαύρο μπουφάν πάνω από το πουκάμισο. Δείχνει πολύ περιποιημένος .

Πίνει χυμό μέσα από καλαμάκι και δείχνει να περιμένει κάποιον. Μια παρέα από 4 παιδιά τον πλησιάζουν και τον περιτριγυρίζουν. Κάνουν σχόλια για την εμφάνισή του και ο ένας κάθεται απέναντι του απειλητικά κάνοντας του τον νταή.  Κανείς τους δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή πως και οι τέσσερις με το που βγουν από την καφετέρια θα πεθάνουν με πολύ επώδυνο τρόπο.

Ένας άντρας με μαύρη στολή  φορώντας γυαλιά ηλίου πλησιάζει το τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά στο χώρο γύρω και κάνει μια γκριμάτσα απέχθειας. ¨Δεν μπορώ να καταλάβω την μανία σου να έρχεσαι εδώ Κέιτο…¨ λέει ξεφυσώντας. Σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

Βγάζει έναν φάκελο και τον σπρώχνει προς το μέρος του παιδιού. ¨Βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο..¨ αποκρίνεται το παιδί σκεφτικό. ¨Όλοι πάνε κάπου, βιάζονται να ζήσουν τη ζωή τους. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πραγματικά ότι μια μέρα θα πεθάνουν..¨

Ρίχνει μια ματιά προς τον φάκελο. Εκείνος γλιστρά προς το μέρος του. Υψώνεται και αιωρείται στον αέρα. Ο μαυροντυμένος άνδρας ρίχνει μια νευρική μάτια γύρω αλλά δεν τους κοιτάζει κανείς. ¨θα μπορούσες να μη κάνεις αυτά τα κόλπα όταν είμαστε μπροστά σε κόσμο;¨

Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους του και ο φάκελος πέφτει πάνω στο τραπέζι.

¨Τι έχω αυτή τη φορά; ¨ ρωτάει αδιάφορα . Αλλά είναι ολοφάνερο πως ήδη γνωρίζει την απάντηση. Ο μαυροντμένος άντρας του ρίχει ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια ανάμεικτη με φόβο. ¨Παράξενο πράγμα που είσαι...¨ λέει σα να μονολογεί. ¨Αν δεν ήσουν παιδί θα μου ήταν πολύ εύκολο να σε σκοτώσω..¨

Ακούγεται ένα ¨κρακ¨. Το πρόσωπο του άντρα συσπάται. Προσπαθεί να συγκρατήσει κραύγη πόνου που πάει να ξεφύγει απο το στόμα του. Το πρόσωπο του γεμίζει μικρές σταγόνες ιδρώτα. Σηκώνει τρέμοντας το αριστερό του χέρι . Ο αντίχειρας του έχει λυγίσει σε μια αφύσικη γωνία.

Ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα στο αγόρι αλλά συγκρατείται και αφήνει ένα μισοπνιγμένο μουγκρητό να ξεφύγει απο τα χείλη του.

Το παιδί του ρίχνει μια αδιάφορη ματιά. Σηκώνεται. Τινάζει τα ρούχα του. ¨Σε σχεσή με την ζωή μου η δική σου ζωή έχει πολύ λιγότερη αξία. Αλλά ακόμα και η δική μου ζωή δεν έχει καμιά αξία...¨ λέει καθώς ο φάκελος γλιστράει πάνω στο τραπέζι πίσω προς τον μαυροντυμένο άντρα.

..Βγαίνοντας στον ήλιο ο Κέιτο μορφάζει. Μισοκλείνει τα μάτια του. ¨Μια ηλιόλουστη μέρα...¨ λέει αφηρημένα. Χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης εμφανίζεται στα χείλη του. ¨Ηλιόλουστη... μέρα....¨   επαναλαμβάνει καθώς περπατά.

..Καθισμένος σε μια παιχνιδομηχανή σε μια γωνία πασχίζω να μαζέψω τις σκέψεις μου. Όλα όσα άκουσα απο τον Σενσέϊ  το προηγούμενο βράδυ μου έχουν δημιουργήσει ένα περίεργο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά.

Παλιότερα, όταν σκεφτόμουν ποιός είμαι και ποιόι είναι οι γονείες μου, πάντα ήθελα να μάθω την πραγματική μου ταυτότητα. Ήξερα πως ζούσα γι’αυτον τον σκοπό και μόνο. Κυνηγούσα τα Όνειρα για να μπορώ να προμηθεύω την Λίσα με οτι εξοπλισμό χρειαζόταν προκειμένου να φτάσουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στο να βρούμε το ποιοί είμαστε. Δεν είχα καμιά αμφιβολία οτι τόσο εγώ όσο και η Λίσα δεν ήμασταν συνηθισμένα παιδιά.

Η Λίσα πάντα είχε ταλέντο να φτιάχνει πράγματα. Επισκεύαζε χαλασμένα μηχανήματα ενώ μπορούσε να συναρμολογήσει οτιδήποτε απο ανταλλακτικά μηχανών. Καταπιανόταν με οτιδήποτε μεταλλικό . Λες και ένιωθε τι μπορούσε να συνδέσει με τι για να ζωντανέψει η κατασκευή της.  Αυτο το ταλέντο της, σε συνδυασμό με την χαριτωμένη και ευγενική της εμφάνιση την έκανε το πιο δημοφιλη παιδί στο ορφανοτροφείο σε αντίθεση με εμένα.

Χθες όμως κατάλαβα πως τόσο καιρό όντας επικεντρωμένος στην αναζήτηση της πραγματικής μου τατότητας ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ποιός ειναι ο πραγματικός λόγος που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για το παρελθόν μου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο όλο το εγχείρημα είναι οτι δεν είχα δικές μου αναμνήσεις καθώς τα ξενά όνειρα είχαν πάρει την θέση τους. Φωνές, ουρλιαχτά, φωτιές και διάφορες εκρήξεις, μορφές να τρέχουν για να ξεφύγουν μέσα στην νύχτα... Αυτές και πολλές άλλες συγκεχυμένες  εικόνες αποτελούσαν τις αναμνήσεις μου. Κατά πόσο μπορούσα να είμαι σίγουρος για το ποιά ήταν δική μου ανάμνηση και ποιά όχι;

Αναστενάζω. Το χέρι μου γλίστράει  στην τσέπη και βγάζει  έξω μια ολογραφική οθόνη που είχε φτιάξει ειδικά για μένα η Λίσα. Το δάχτυλό μου κάνει scroll πάνω της. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Σίγουρα δεν ζούμε και στις καλύτερες εποχές αλλά υπάρχει μια σταθερότητα.. Και αν ισχύει αυτό που είπε ο Σενσέϊ; Αν κάποιος θέλει να ξεκινήσει πόλεμο και μάλιστα με στρατό ένα ολόκληρο έθνος? Ανατριχιάζω και σηκώνομαι για να παραγγείλω να πιω κάτι.

Ξαφνικά ο κόσμος γύρω μου χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να ζαλίζομαι ενώ  ένας περίεργος ήχος ,που θυμίζει τρίξιμο που προκαλεί ο ηλεκτρισμός, ηχεί στα αυτιά μου. Νιώθω ότι θα χάσω από στιγμή σε στιγμή τις αισθήσεις μου όταν ξαφνικά ο ήχος σταματάει και ο κόσμος γύρω μου γίνεται φυσιολογικός. Νιώθω τα χείλη μου να έχουν ξεραθεί ενώ το αίσθημα δίψας έχει γίνει πιο έντονο.

Σηκώνω το κεφάλι μου αδύναμα. ΄ Τι ήταν αυτό; ΄ σκέφτομαι ενώ η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κινούμαι προς την έξοδο. ‘ Αέρα…’  ηχεί μια και μοναδική λέξη στο μυαλό μου. ΄ Αέρα….’  

Δεν προλαβαίνω να κινηθώ όταν δεύτερο κύμα ζάλης έρχεται καταπάνω μου. Αυτή τη φορά όμως συνοδεύεται με ισχυρό πονοκέφαλο λες και κάποιος σφυροκοπάει το κεφάλι μου. Νιώθω ότι θα σωριαστώ  στη μέση της αίθουσας αλλά μαζεύω όλη την δύναμη που μου έχει απομείνει και με υπεράνθρωπες προσπάθειες βγαίνω έξω.

Βγαίνω έξω καθώς η πόρτα χτυπάει δυνατά από πίσω. Διπλώνομαι στα δύο νιώθοντας πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια μου. Ο πόνος όμως δείχνει να υποχωρεί σταδιακά.

Σηκώνω το κεφάλι μου παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μια σκιά πέφτει πάνω μου.  Γυρίζω το κεφάλι μου για να δω ποιος είναι. Δίπλα μου στέκεται ένα αγόρι ίσα με 10 χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά ενώ τα κόκκινα μάτια του με κοιτάζουν με αμείωτο ενδιαφέρον. Τρώει ένα πολύχρωμο γλειφιτζούρι.

¨Μια.. ηλιόλουστη μέρα…¨ τον ακούω να σιγομουρμουρίζει.

Χαμογελάει.

Το χαμόγελο του κάνει τα πάντα μέσα μου να παγώσουν. Δεν μου αρέσει αυτό το χαμόγελο.

Πάω να φύγω αλλά τα πόδια μου δε με υπακούνε. Λες και κάποιος έχει βάλει κόλλα κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου αναγκάζοντας με να μείνω ακίνητος.

Το αγόρι με έχει πλησιάσει. Με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια ενώ το χαμόγελο του φανερώνει την τέλεια οδοντοστοιχία του. θέλω να ουρλιάξω αλλά ξέρω πως δεν μπορώ.

¨Πες… Μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι πραγματικά; ¨ λέει το παράξενο αγόρι. Ξεχνώντας τον πόνο που σχεδόν με είχε αποτελειώσει πριν από λίγες στιγμές υψώνω το βλέμμα μου έκπληκτος προς εκείνον. Αυτή τη φράση δεν περίμενα να την ακούσω.

 

Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του.

 

..Ανοίγω τα μάτια μου. Μια σκιά πέφτει πάνω μου. Ανασηκώνομαι νιώθοντας νύστα.

Είναι η μητέρα μου. Πανικοβλημένη, τρέχει πάνω κάτω μαζεύοντας ρούχα μέσα σε έναν ταξιδιωτικό σάκο. ¨Μητέρα;¨  λέω ενώ τρίβω τα μάτια μου.

Έξω είναι νύχτα. Εκείνη δείχνει να μην με έχει ακούσει. Σηκώνομαι από το κρεβάτι. Πάω κοντά της. Τραβάω το παντελόνι της για να με προσέξει.

Εκείνη γυρνάει προς το μέρος μου. Πανικοβλημένος οπισθοχωρώ. Δεν την έχω δει ποτέ ξανά τόσο τρομοκρατημένη. Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της ενώ τα χέρια της τρέμουν.

Σκύβει. Με αγκαλιάζει με ζέση. ¨Μικρούλη μου…¨ ψιθυρίζει χώνοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά μου. ¨ Δεν θα αφήσω τίποτα και κανέναν στον κόσμο να σε πληγώσει.¨

Τραβάει μια ζακέτα μέσα από την ντουλάπα. Με ντύνει καθώς σκουπίζει τα μάτια της. Επιτέλους είμαι ντυμένος.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Νυστάζω και θέλω να γυρίσω στο κρεβάτι. Αλλά η μητέρα φαίνεται πως έχει άλλα σχέδια. Με τραβάει σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγαίνουμε από την πόρτα του μικρού μας σπιτιού που αποτελείται από ένα δωμάτιο και μια μικρή τουαλέτα.

Τρέχει πάνω στον δρόμο ενώ την ακολουθώ νιώθοντας πως θα ξεσπάσω σε κλάματα από στιγμή σε στιγμή. Που με πάει; Γιατί δεν πήραμε ούτε ένα παιχνίδι μαζί μας;

Πάω να ανοίξω το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ αλλά εκείνη τη στιγμή ηχεί μια σειρήνα. Δυνατό φως μας τυφλώνει. Κλείνω τα μάτια μου και εκείνη τη στιγμή ακούω πυροβολισμούς.

Η μητέρα μου βογκάει. Γυρνάω αργά το κεφάλι μου για να την δω να σωριάζεται στο έδαφος.

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. « Όχι…»  ψιθυρίζω. « Όχι..Μητέρα.. Μαμά… ΜΑΜΑ!»

Πάω δίπλα της. Την αγκαλιάζω ενώ εκείνη δείχνει να μην έχει συναίσθηση  των όσων συμβαίνουν. Η φωνή της ηχεί δίπλα στο αυτί μου, σαν επιθανάτιο κάλεσμα. « Να θυμάσαι το όνομα σου Λη. Μη τους αφήσεις να σου πάρουν το … όνομα σου…»

Βήχας διακόπτει τα λόγια της. Κοιτάζω το πρόσωπο της.

Δεν ανασαίνει. Τα μάτια της ορθάνοιχτα.

Κοιτάζω τα χέρια μου. Είναι κόκκινα από το αίμα της.

¨Μαμά…¨ ψιθυρίζω. Θέλω να κλάψω αλλά δεν μπορώ. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. «Λη….» βγαίνει ψιθυριστά από το χέρι μου καθώς άντρες με στρατιωτικές στολές τρέχουν προς το μέρος μου.

..Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. Ανασαίνω με δυσκολία . Που είμαι; Τι συνέβη;

Ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπό μου. Ανακάθομαι. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου ενώ προσπαθώ να θυμηθώ τι έχει συμβεί λίγες στιγμές πριν. Μια σκιά πέφτει πάνω μου ενώ σχεδόν αναπηδάω νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Είναι το παράξενο αγόρι. Έχει φάει σχεδόν όλο το γλειφιτζούρι του. Με κοιτάζει με τρόπο που με κάνει να νιώθω πως χιλιάδες μικρές βελόνες τσιμπάνε το δέρμα μου.

Νιώθω να κοκκινίζω. Είμαι σίγουρος πως από μακριά όλη η σκηνή έχει πολύ πλάκα. Ένας 16χρονος πήγε να λιποθυμήσει μπροστά σε ένα 10χρονο και τώρα προσπαθεί να συνέλθει. ¨Συγνώμη…¨ λέω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω. Προσπαθώ να σηκωθώ όταν το μυαλό διαπερνάται από τα τελευταία του λόγια . ΄ Πες.. Μέχρι που θα έφτανες             για να μάθεις  ποιος είσαι πραγματικά; ΄ ηχεί μέσα στο μυαλό μου.

Σηκώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια μου μισοκλείνουν απειλητικά. ¨Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;¨ βγαίνει από το στόμα μου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως αυτό που είδα πριν από λίγο ήταν δημιούργημα αυτού του παράξενου παιδιού.

Το παιδί χαμογελάει ευτυχισμένο. ¨Επιτέλους. Βλέπω πως είσαι αργόστροφος. Πως σου φάνηκε το μικρό μου δωράκι;¨

¨Δεν μου απάντησες ποιος είσαι και τι θες από εμένα¨ αποκρίνομαι ξερά. Ακόμα νιώθω τις σουβλιές του πόνου να διαπερνούν το κεφάλι μου. Αν μπορούσα θα χαστούκιζα εδώ και τώρα αυτό το μικρό.

Εκείνος χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά. ¨Μα γιατί; Εγώ απλά προσπάθησα να σε αφυπνίσω. Βλέπεις το χάρισμα μας είναι τόσο ίδιο και ταυτόχρονα τόσο ριζικά διαφορετικό.¨

Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου. Ένα καμπανάκι κινδύνου ηχεί μέσα στο κεφάλι μου. Γνωρίζει ποιος είμαι. Αλλά ακόμα χειρότερα ήξερε πως και που μπορούσε να με βρει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω για να δω αν είναι μόνος ή έχει και άλλους μαζί του.

Το αγόρι κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Δαγκώνει το γλειφιτζούρι. ¨ Είμαι μόνος. Αλλά δεν μπορείς να κρυφτείς από εμένα Λή…¨

Ανασηκώνομαι νιώθοντας τα πάντα μέσα μου να παγώνουν. Είμαι σίγουρος πως αυτό το παιδί είναι άκρως επικίνδυνο.. Και πως δεν μπορώ να κρυφτώ από αυτόν. Τον κοιτάω εξεταστικά.

Τα κόκκινα μάτια του με κοιτάνε ήρεμα αλλά στο βάθος μπορώ να διακρίνω ένα αίσθημα υπεροχής. Δαγκώνει άλλη μια φορά το γλειφιτζούρι και πετάει κάτω το ξυλάκι.

¨Λοιπόν..Ακόμα δεν μου απάντησες μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι.¨

Σκέφτομαι για λίγες στιγμές τι πρέπει να απαντήσω. Νιώθω πως ότι απάντηση και να του δώσω εκείνος ήδη θα την γνωρίζει. Ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.

¨Ποιος σου είπε ότι με ενδιαφέρει να μάθω το ποιος είμαι;¨ ρωτάω αδιάφορα.

¨Γιατί αυτό που μόλις είδες άλλα μου φανερώνει…¨ απαντάει εκείνος εξίσου αδιάφορα. ¨Και αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου απαντήσω εδώ και τώρα σε όλες τις ερωτήσεις σου; Αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου δώσω τις απαντήσεις που ψάχνεις εδώ και καιρό;¨

Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά. ¨Δε σε πιστεύω…¨ ξεφεύγει από τα χείλη μου πρώτου προλάβω να σκεφτώ το οτιδήποτε. Εκείνος χαμογελάει.

Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του. Το μέτωπο του ζαρώνει , λες και προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Το βλέμμα του αδειάζει. Η φωνή του έχει γίνει υπόκωφη, λες και μιλάει ένας άνδρας 40 χρονών στη θέση του.

¨Λη… Η Ικανότητα σου ως Κυνηγός Ονείρων. Το κάνεις για να βρεις ποιος είσαι πραγματικά, έτσι δεν είναι;  Οι αναμνήσεις σου… Οι αναμνήσεις σου δεν είναι δικές σου αναμνήσεις… Την θέση των αναμνήσεων σου έχουν πάρει τα όνειρα των άλλων…¨

Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φύγω τρέχοντας από τον φόβο μου. Αυτό το παιδί είναι πιο τρομακτικό από τους χειρότερους εφιάλτες που έχω συλλέξει στο παρελθόν. Με κάνει να νιώθω πως θέλω να το σκάσω, να φύγω τρέχοντας χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω.

¨Δεν καταλαβαίνω…¨ μουρμουράω. ¨Τι θέλεις από μένα; Αν ξέρεις όλα αυτά και έχεις αυτή την δύναμη….¨

Το παιδί γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Το βλέμμα του ξαναγίνεται ανθρώπινο, όσο αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να έχει συνέρθει ενώ χαμογελάει γλυκά. Τα κόκκινα μάτια του λάμπουν από χαρά.

¨Ελπίζω τώρα να σε έπεισα Λη. Σε χρειαζόμαστε. Σαν αντάλλαγμα θα σου δώσουμε πίσω την ζωή σου…¨

¨Την ζωή μου…¨ επαναλαμβάνω. Κοιτάζω τα χέρια μου μπερδεμένος. Την ζωή μου; Άραγε δεν έχω ήδη την δική μου ζωή με την Λίσα και τον Σενσέϊ στο πλευρό μου;

Εκείνος μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις του. Πάει να φύγει αλλά πριν κατεβεί τα σκαλάκια στέκεται κοντά μου και ψιθυρίζει ¨Αν θες να τα μάθεις όλα, θα έρθεις σήμερα στις εννιά στο παλιό εργοστάσιο της Ισινάγια Λη. Και…¨ σταματάει διστακτικά, όμως από το χαμόγελο του καταλαβαίνω πως το απολαμβάνει  ¨μην αφήσεις να συμβεί τίποτα κακό στα άτομα που αγαπάς.¨

Η τελευταία του φράση ηχεί στα αυτιά μου σαν κεραυνός εν αίθριο καιρό. Σηκώνω το βλέμμα μου αλλά το παράξενο αγόρι έχει εξαφανιστεί.  Λες και δεν υπήρξαν ποτέ αυτά τα λεπτά που πέρασαν ενώ συνομιλούσα μαζί του. Λάθος. Αυτός μίλαγε, εγώ άκουγα.

‘  Ακόμα περισσότερες ερωτήσεις, ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.. ΄ σκέφτομαι αφηρημένα. Ποτέ δεν με είχε προσεγγίσει κάποιος κατά αυτό τον τρόπο. Για την ακρίβεια κανείς δεν γνώριζε την πραγματικά μου ταυτότητα εκτός από την Λίσα και τον Σενσέϊ , πως εγώ ήμουν αυτός που εκτελούσε τις παραγγελίες των πελατών καθώς πάντα παρουσιαζόμουν ως ο εκτελεστής της παράδοσης του Ονείρου στον πελάτη, και όχι ως ίδιος ο Κυνηγός.  Και μετά συνειδητοποίησα πως το αγόρι γνώριζε για την Λίσα και τον Σενσέϊ. Αν δεν δεχόμουν να έρθω στο εργοστάσιο, είχαν και άλλους τρόπους να με πιέσουν.

Τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές. ΄ Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του, όμως το μέλλον είναι εδώ και τώρα Έχω άτομα που με αγαπούν και με νοιάζονται… ΄ σκέφτηκα και κίνησα προς το σπίτι. Έπρεπε να μιλήσω αμέσως με τον Σενσέϊ ενώ τα δάχτυλά μου ήδη έτρεχαν πάνω στον ολογραφικό πίνακα της Λίσα στέλνοντας της μήνυμα να είναι προσεκτική. 

 

   Η φυγή

 

Μπάνοντας στο σπίτι νιώθω τα πάντα να παγώνουν μέσα μου. Ο χώρος μοιάζει λες και έχει κάνει πέρασμα ένας τυφώνας. Τα πράγματα είναι πεταμένα πάνω κάτω ενώ υπάρχουν σημάδια πάλης.

¨Σενσέϊ; ¨ φωνάζω τρέχοντας προς το γραφείο του. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθω πως θα πεταχτεί έξω από το στήθος μου.

Ευτυχώς οι χειρότεροι φόβοι μου δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ο Σενσέι είναι μέσα στο γραφείο του. Μαζεύει τα πράγματα του και κάποια έγγραφα σε ένα βαλιτσάκι. Δίπλα του στο πατωμα είναι τοποθετημένοι δύο σάκοι. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά βλέπω πως έχει μέσα κάποια πράγματα που ανήκουν σε μενα και στην Λίσα.

Μου κόβεται η ανάσα. Η σκηνή είναι όμοια με αυτή που είδα στο όραμα που μου μετέδωσε το παράξενο αγόρι.

¨Σενσεϊ;¨ κάνω διστακτικά. Κάνω ένα βήμα μπρος.

Εκείνος χωρίς να με κοιτάξει μου δείχνει μια φωτογραφία. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου παρά το γεγονός οτι είναι θολή. Πάνω με κόκκινο μαρκαδόρο είναι γραμμένο  ‘Θέλουμε το αγόρι’ .

¨Την βρήκα κάτω από την πόρτα...¨ μου λέει κοφτά.

Σηκώνω το βλέμμα μου. ¨Ποιοί είναι; Τι θέλουν; ¨μουρμουρίζω. Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του. Το πρόσωπό του είνα κάτασπρο, αλλά είναι ολοφάνερο πως προσπαθεί να μην επιτρέψει στον πανικό να τον κυριεύσει.

¨Άκου Λη.. Θέλω να πας και να βρεις την Λίσα. Αμέσως. Δε θα έρθετε στο σπίτι.¨ Πιάνει ένα λευκό χαρτάκι και γράφει πάνω του ¨Το σπίτι μπορεί να έχει κοριούς. Θα έρθετε στον σταθμό Ικεμπούκουρο. ¨Με τραβάει και με αγκαλιάζει. Με κοιτάει κατάματα. Τα μάτια το είναι γεμάτα δάκρυα. ¨Να προσέχεις .¨ λέει με νόημα.

Φεύγω τρέχοντας. Δεν χρειάζεται να μου πει τίποτα παραπάνω. Πρέπει να βρω την Λίσα. Πρέπει να την βρω πρωτού την βρουν άλλοι. Οι εχθροί.

Νιώθω τα πάντα να γυρίζουν με τρελό ρυθμό γύρω μου. Τρεις μέρες πριν δεν ήμουν παρά ένα κοινό αγόρι που παρέδιδε τα Όνειρα στους πελάτες. Και ξαφνικά κάποιος έμαθε την ταυτότητα μου, και θέλει να με χρησημοποιήσει.

Διαλέγοντας τα πιο απόμακρα σοκκάκια και δρόμους που δεν ήταν πολυσύχναστοι φτάνω στο μπαρ όπου η Λίσα έχει φτιάξει το οχυρό της. Κοιτάζω γύρω πριν μπω μεσα αλλά απ’οσο μπορω να διακρίνω κανείς δεν με ακολουθεί. Παίρνω βαθιά ανάσα και μπαινω μέσα. Ελπίζω να έχω φτάσει εγκαίρως.

Η Λίσα βρίσκεται στο δωμάτιο της. Γυρίζει μόλις ακούει τα βήματα αλλά δεν μοιάζει να ανησυχεί για τίποτα. Κρατάει στα χέρια της ένα πιάτο απο το οποίο ρουφάει το ουντόν της. Μου κάνει νόημα να καθήσω δίπλα. Τα μάτια της μένουν προσκολλημένα σχεδόν με ευλάβεια πάνω στις οθόνες οι οποιές δείχνουν σκηνές απο όλη την πόλη.

Προσπαθώ να μαζέψω τις σκέψεις μου. Ξέρω πως δεν έχει κανένα νόημα να της μιλήσω τώρα, την ώρα που απολαμβάνει το φαι της. Ακόμα και αν έσκαγαν βόμβες δίπλα της εκείνη την στιγμή, εκείνη θα εξακολουθούσε να τρώει αμέριμνη. ΄Δεν πρέπει να την πανικοβάλλω...΄ σκέφτομαι.  Ξέρω πόσο δεμένη είναι με τον Σενσεϊ. Μου είναι δύσκολο να προβλέψω την αντίδραση της όταν της πω πως η ειρηνική μας και σίγουρη ζωή δίπλα στον Σενσεϊ έχει τελειώσει.

Εκείνη τελειώνει το φαί της. Ακουμπάει πάνω στο τραπέζι το πιάτο και σκουπίζει τα χείλη της. Αναστενάζει με ευχαρίστηση και τρύβει την κοιλιά της. Οι αλοογουρές της αναπηδάνε πάνω κάτω με την παραμικρή κίνηση.

¨Ξέρω ... ¨ μου λεει πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε.

Σαστισμένος την κοιτάω με στόμα ορθάνοιχτο απο την έκπληξη.

¨Αυτό το αγόρι... Είχε κάτι το τρομακτικό πάνω του.¨ συνεχίζει . ¨Αν ήμουν δίπλα σου, θατον χτύπαγα αλύπητα. Μπορεί να είναι μικρός αλλά και εγώ δεν είμαι και πολύ μεγαλυτερή του. Οπότε δεν νομίζω να μας έδινε κανείς σημασία...¨

¨Λιιι....σα....¨ κάνω τραυλίζοντας. ¨ Πως...¨

¨Πως το γνώριζα; Ω, μα είναι απλό Λη. Νομίζεις οτι σε παρακολουθώ μόνο όταν είσαι σε αποστολή; Το drone μου πάντα πάει μαζι σου. Γνωρίζω την κάθε σου κίνηση ώστε σε περίπτωση που χρειαστεί να επέμβω να υπάρχει κάποιος κοντά σου.¨

Τα πάντα μέσα μου σφίγγονται. Νιώθω ανακούφιση και κομπασμό ταυτόχρονα.   Ξέρω πως για την Λισα οι δημιουργίες της είναι σαν τα παιδιά της. Δε τα ξεχωρίζει απο ζωντανά όντα. Για την ακρίβεια βασίζεται σε αυτά πολύ περισσότερο απ’οτι σε ανθρώπους.

¨Ξέρω πως θέλουν κάτι απο σενα Λη και πιθανόν μπορεί να σου δώσουν κάτι σε αντάλλαγμα. Μπορεί όμως και απλά να σε παίζουν στα δάχτυλά τους για να τους δώσεις εσύ αυτό που θέλουν και ύστερα να σε πετάξουν...¨ συνεχίζει εκείνη.

¨Υπάρχουν και άλλοι Κυνηγοί Ονείρων...¨ μουρμουρίζω.

¨Πιθανόν να μην έχουν φτάσει φήμες στα αυτιά σου...Η .. Απλά ως συνήθως να μην παίρνεις χαμπάρι τι γίνεται κάτω από την μύτη σου! ¨ λέει η Λίσα ξερά. Γυρίζει προς το μερος μου την κοντινότερη οθόνη και πάνω της αρχίζουν και τρέχουν τίτλοι ειδήσεων. Βλέπω επικεφαλίδες οι οποίες αναφέρουν διάφορα ονόματα.  Aki Genji, Kiyoshi Genda, Kou Gakusha, Kyo Hira, Nao Ii… Διαβάζω τις επικεφαλίδες όπου εμφανίζονται αυτά τα ονόματα .  Κοιτάζω έκπληκτος την Λίσα , η οποία κουνάει το κεφάλι της.

¨Ακόμα δεν έχεις καταλάβει τίποτα;¨ ρωτάει. Εστιάζω πάλι την προσοχή μου πάνω στα ονόματα. Οι τίτλοι αναφέρουν πως όλοι αυτοί έχουν απαχθεί μπροστά στα μάτια περαστικών και απλών πολιτών κάτω από το φως της ημέρας και αν κάποιος γνωρίζει κάτι μπορεί να απυθύνεται στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα.

Ξαφνικά κάτι κάνει «κλικ» στο κεφάλι μου. Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου προς την Λίσα. « Αυτοί... είναι όλοι Κυνηγοί Ονείρων!» λέω έκπληκτος.  Εκείνη κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι της.

Παρά το γεγονός οτι μεταξύ μας χρησημοποιούμε παρατσούκλια και όχι τα πραγματικά μας ονόματα, ωστόσο το μικρο μας κύκλωμα γνωρίζει τα πραγματικά ονόματα του καθένος μας.

Τραβάω έξω την οθόνη της Λίσα. Βλέπω να αναβοσβήνει ένα κόκκινο χ στο πάνω αριστερό της μήνυμα. Νιώθω σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε πάνω στο προσωπό μου αλλά παρ’όλα αυτά πατάω πάνω στο κόκκινο χ και μπροστά μου ανοίγει το μήνυμα.

Έχει σταλεί από τον μεγαλύτερο από μας, τον Nobu Ise. ¨Να προσέχετε. Κάποιος μας έχει βάλει στο μάτι.¨  λέει μέσα το μήνυμα. Μόλις το διαβάζω , εκείνο εξαφανίζεται.

Κοιτάζω την Λισα μπερδεμένος. Τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκα.

Κοιτάζω ξανά τους τίτλους των ειδήσεων . Μετράω τα ονόματα. 12. Κρατάνε 12 απο μας. Τι θέλουν; Γιατί τώρα;

Η Λισα μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις μου. Με πλησιάζει και πιάνει το χέρι μου. ¨Ας φύγουμε. Ο Σενσεϊ θα ανησυχεί για μας.¨

Γυρίζει προς το πληκτρολόγιο. Αναστενάζει. Φαίνεται πως βάζει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα που διαγράφει όλα τα δεδομένα που έχει συλλέξει καθώς οι οθόνες μαυρίζουν και διάφοροι κώδικες και σύμβολα τρέχουν πάνω σε αυτές.

Οπισθοχωρεί και ρίχνει μια τελευταία ματιά σε όλα τα πράγματα.

¨θα φύγεις τόσο απλά αφήνοντας όλα τα πράγματα σου εδώ; ¨ ρωτάω χαμογελόντας.   Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως μπορεί να εγκαταλείψει αυτό το μέρος με τόση ευκολία μετά απο τόσες μετατροπές και επισκευές που έχει κάνει σε όλα τα μηχάνηματα που υπάρχουν εδώ μεσα.

Εκείνη χαμογελάει. ¨ Έχω μαζί μου όλα οσα μου χρειάζονται. Και αν δεν τα έχω, πάντα μπορώ να τα δημιουργήσω¨ και με αυτά τα λόγια βγαίνει απο το δωμάτιο.

 

Η ανατροπή.

 

Το τρένο κινείται με απίστευτα αργούς ρυθμούς. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Μπορεί να είναι όμως και η φαντασία μου ή η ανυπομονησία να ενωθούμε με τον Σενσεϊ. Θέλω να τον δω για να σιγουρευτώ πως δεν έχει πάθει κάτι.

Το τρένο σταματάει. Η φωτεινή επιγραφή πάνω απο την πόρτα λέει «Ικεμπούκουρο». Έχουμε φτάσει. Τραβάω την Λίσα που έχει μέινει αμίλητη κατα την διάρκεια της διαδρομής απο το χέρι και βγαίνουμε έξω απο το βαγόνι.

Έξω έχει σκοτεινιάσει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω αλλά δεν υπάρχει ψυχή γύρω. Ένα αίσθημα αγωνίας γεννιέται μέσα μου και προσπαθώ να το πνίξω. Αλλά η Λίσα είναι ακόμα πιο ανυπόμονη απο μένα. ¨Που είναι; Γιατί δεν έχει έρθει; ¨ ρωτάει , τραβώντας τις άκρες των μαλλιών της. Βλέπω τα μάτια της να γεμίζουν με δάκρυα.

Νιώθω την ανησυχία της να μεταδίδεται και σε μενα. ¨Λίσα... ¨ λέω προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος, ¨ μπορεί να του έτυχε κάτι. Μπορεί απλά να κόλλησε στην κίνηση...¨ ¨ΟΧΙ!¨ σχεδόν ουρλιάζει εκείνη. Τρέχει απο την μια άκρη του σταθμού ως την άλλη. ¨Σενσει! ΣΕΝΣΕΙ!¨ φωνάζει το όνομα του.

Εκείνη την ώρα ακούγεται ένα βουητό. Βγάζω την οθόνη μου έξω. Έχω μήνυμα. Πατάω το εικονίδιο και διαβάζω ¨Βγείτε στην Λεωφόρο. Σας περιμένει ένα αυτοκίνητο που θα σας πάει σε ασφαλές μέρος. Θα σας συναντήσω εκεί.¨

Κοιτάζω το μήνυμα μη πιστέυοντας στα μάτια μου. Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για παγίδα. Εκείνη την ώρα με πλησιάζει η Λίσα. Προσπαθεί να διαβάσει το μήνυμα. ¨Είναι απο τον Σενσεϊ; ¨ ρωτάει.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. ¨Άκου Λίσα... Το καταλαβαίνω πως είσαι αναστατωμένη αυτή τη στιγμή αλλά πρέπει πάση θυσία να μην τραβάμε την προσοχή των άλλων και...¨

Δεν προλαβαίνω  να ολοκληρώσω την φράση μου όταν η Λίσα τραβάει την οθόνη απο τα χέρια μου. Είναι καλή σε αυτά. Την παρακολουθώ ανήμπορος καθώς διαβάζει το μήνυμα.  Σηκώνει το βλέμμα της. ¨Είναι παγίδα...¨ λέει και βυθίζεται στην σκέψεις της. Εν ριπή οφθαλμού γίνεται πάλι το κορίτσι που πάντα μπορεί να βρει λύση σε οτιδήποτε.

¨Πρεπει να φύγουμε απο δω...¨ λέω νιώθοντας πως κάθε στιγμή που περνάει  μας χωρίζει ολοένα και πιο πολύ από τον Σενσέϊ.

Η Λίσα ρίχνει μια σκεπτική ματιά στον χώρο. Σκουπίζει τα μάτια της και γίνεται πάλι η γνωστή Λίσα που διατηρεί πάντα και παντού την ψυχραιμία της.

Χαμηλώνει το βλέμμα της. ¨Συγνώμη…¨ την ακούω να μουρμουρίζει ¨Δεν σκέφτηκα πως εσύ είσαι αυτός που κινδυνεύει. Τρόμαξα πως θα έχανα όλη αυτή την οικογενειακή ζωή  που απολαμβάναμε τα τελευταία χρόνια Λη. Αλλά..¨ σηκώνει τα μάτια της. ¨Τι σημασία έχουν αν χάσω εσένα; Είσαι και εσύ οικογένεια μου…. Η μόνη που θα έχω οτιδήποτε… και αν συμβεί…¨

Δεν μπορώ να αντισταθώ. Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα τρέξουν από τα μάτια μου. Την τραβάω στην αγκαλιά μου. ¨Δεν παύεις να είσαι ένα μικρό κορίτσι Λίσα , ¨ της ψιθυρίζω ¨ακόμα και αν είσαι ικανή να συναρμολογήσεις ένα mecha σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς βοήθεια από κανέναν¨.

Εκείνη κουνάει σιωπηλά το κεφάλι της. Της ξεφεύγει ένα αναφιλητό.

¨Πρέπει να φύγουμε¨ λέω. ¨Ο Σενσέϊ είναι εκεί έξω. Είναι και αυτός οικογένεια, το θυμάσαι;¨

Η Λίσα με κοιτάζει κατάματα. ¨Ξέρεις γιατί ο Σενσέϊ ποτέ δε κατάφερε να σε δει σαν αντικείμενο ερευνάς Λη;  Γιατί στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες της ΔΙΚΗΣ του οικογένειας; ¨

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.

¨Ένα βράδυ που εσύ έλειπες από το σπίτι για Κυνήγι Λη βρήκα τον Σενσέϊ να κοιτάζει μια φωτογραφία. Δεν πρόλαβε να την κρύψει όταν μπήκα στο δωμάτιο. Μια μικρή φωτογραφία που ίσα χώραγε στην παλάμη. Ήταν τόσο φθαρμένη που ήταν ολοφάνερο πως την κουβαλούσε παντού μαζί του. ¨ είπε η Λίσα .

¨Βλέποντας με ο Σενσέϊ πανικοβλήθηκε και προσπάθησε να την κρύψει, αλλά ξέρεις πως κάνω όταν θέλω να μάθω κάτι…¨ λέει η Λίσα. Χαμογελάει ενώ ταυτόχρονα βλέπω δάκρυα να γυαλίζουν στις άκρες των ματιών της.

Άθελα μου χαμογελάω. Ξέρω ακριβώς πως είναι η Λίσα όταν την τρώει η περιέργεια της.

¨Πάνω της υπήρχε μια γυναίκα που κρατούσε ένα αγοράκι γύρω στα τέσσερα.¨ συνέχισε η Λίσα. ¨Ήταν η γυναίκα και ο γιος του Σενσέϊ που πέθαναν σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ένα χρόνο πριν μας βρει. Εκείνος εκείνη την περίοδο ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με την δουλειά του.¨

Αναρωτιέμαι αν η Λίσα ξέρει τι έκανε ο Σενσέϊ αλλά το ήρεμο της βλέμμα δεν φανερώνει τίποτα.

¨ Έφτασε στο νοσοκομείο για να τους δεν να πεθαίνουν ακριβώς μπροστά στα μάτια τους.   Τότε κατάλαβε πως δεν είναι θεός. Ακόμα και αν έδινε την ζωή του, ούτε εκείνη ούτε ο γιός του θα επέστρεφαν . Έτσι αναθεώρησε όλα όσα έκανε μέχρι τότε και αποφάσισε να ασχοληθεί με ιδιωτική πρακτική¨ συνεχίζει η Λίσα.

Με κοιτάει για λίγο σκεφτική. Το βλέμμα της σκοτεινιάζει. ¨Ξέρω πως ο Σενσέϊ έκανε τρομερά πράγματα. Δεν μου έχει πει τίποτα άλλα Λη…  Έχεις δει ποτέ δικό του Όνειρο;¨

Σηκώνω κατάπληκτος το βλέμμα μου και νιώθω λες και με χτυπάει κεραυνός. Όχι. Δεν έχω δει ποτέ κανένα όνειρο του Σενσέϊ. Απορώ πως όλο αυτό το διάστημα ποτέ δεν έχει περάσει από το μυαλό μου. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Ξέρω πως μπορώ να προγραμματίσω  τον εαυτό μου για τον πομπό ή με απλές λέξεις τον άνθρωπο από τον οποίο μπορώ να μπλοκάρω το μυαλό μου και να μη βλέπω τα όνειρα του. Αυτό έκανα τόσο καιρό με την Λίσα.

Μικρότερη έβλεπε συνέχεια εφιάλτες . Μη αντέχοντας άλλο τα Όνειρα της έκοψα την Επαφή με εκείνη. Έτσι, ήταν από τα λίγα άτομα από τα οποία δεν λάμβανα Όνειρα. Αλλά ο Σενσέϊ;

¨Τον έχω ακούσει τις νύχτες που λείπεις να ουρλιάζει στον ύπνο του…¨ λέει η Λίσα. ¨Ξέρω πως ανησυχεί για σένα. Όπως επίσης  είμαι σίγουρη πως αυτά που έχει κάνει δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί ήσυχος…¨

Την κοιτάζω και τώρα μπορώ να καταλάβω το μέγεθος της απόγνωσης της. Τον ξέρει καλύτερα από μένα. Ανησυχεί για εκείνον. Ξέρει το παρελθόν του σε αντίθεση με το δικό μας.

¨θα τον βρούμε¨ λέω με σιγουριά.

Την κοιτάζω κατάματα. Το βλέμμα της δεν μου αρέσει.

 Τα χείλη της ανοίγουν. Πλησιάζει το αυτί μου.

¨Ο σταθμός είναι περικυκλωμένος¨ ψιθυρίζει. 

Edited by Vanessa Van Hault
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

19/01/14

 

Gomene που μου πηρε τόσο καιρό να κάνω update.. :/ Κάνω και γράφω τόσα πολλά αυτή την περίοδο. Ο Σκοτεινός Αλχημιστής έχει ήδη πάρει τα πρώτα drafts οπότε θα δούμε πως  θα εξελιχθεί η όλη φάση.... Καλή συνέχεια σε όλους εύχομαι, καλή ανάγνωση και Καλή Χρονιά με υγεία!

 

 

 

 

 

Εισαγωγή

 

…Βαθύ μπλε με φωτεινές κουκκίδες πάνω... Είναι ο νυχτερινός ουρανός. Ανακάθομαι και τρίβω τα μάτια μου. Καμιά φορά ξεχνάω πως οι δύο κόσμοι είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα.

Τα χέρια μου πιάνουν την επιφάνεια πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος τόση ώρα. Διατηρεί ακόμα την ζεστασιά της ημέρας. Χαμογελάω και αφήνω τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά μου. Πιάνω το μπουφάν που είχα αφήσει δίπλα διπλωμένο πριν ξεκινήσω την Κατάβαση και αφού σηκώνομαι, τινάζω τα ρούχα μου.

Σηκώνω ψηλά το δεξί μου χέρι. Κρατάω μια κάψουλα μέσα στην οποία ζωηρά λάμπει μια κόκκινη κουκκίδα. ¨Γεια σου μικρέ…¨ ψιθυρίζω χαμογελαστά. Το σημερινό Κυνήγι πήγε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Απλά καταπληκτικά.

Κοιτάζω το άλλο μου χέρι. Μέσα βρίσκεται μια χρυσή καρφίτσα για μαλλιά σε σχήμα τετράφυλλου τριφυλλιού. Χαμογελάω θριαμβευτικά.  Είμαι σίγουρος ότι η Λίσα θα ξετρελαθεί με το καινούργιο της απόκτημα.

Κινώ προς την άκρη της στέγης . Είναι ώρα να πάω στον πελάτη μου μαζί με το θήραμα .

….Μια μαυροντυμένη σιλουέτα περιμένει πάνω σε αναμμένη μηχανή. Είναι έτοιμη να αναχωρήσει από λεπτό σε λεπτό. Βήματα που ακούγονται την κάνουν να γυρίσει το κεφάλι της υψώνοντας παράλληλα ένα όπλο. Αλλά η μορφή που έχει εισέλθει στον χώρο σίγουρα δεν είναι λόγος  για να νιώσει απειλή.

Μπροστά της στέκεται ένα μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι γύρω στα 16, έχει μαύρα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια. Χαμογελάει ειρωνικά μόλις αντικρίζει την μαυροντυμένη φιγούρα. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και περιμένει.

¨Το έχεις φέρει;¨ ρωτάει η μορφή.  Η φωνή  δεν ακούγεται και πολύ καθαρά καθώς μιλάει μέσα από το κράνος αλλά σίγουρα πρόκειται για άντρα. Το αγόρι κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πετάει μια μικρή κάψουλα με μια κόκκινη, λαμπερή  κουκκίδα μέσα να αναπηδάει ζωηρά κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο άνδρας που την πιάνει κοιτάει για λίγο την κάψουλα. Ύστερα βγάζει έναν πάκο χρημάτων από εσωτερική τσέπη του μπουφάν , τον πετάει πάνω από τον ώμο του και αναχωρεί.

..Ο ήχος της μοτοσικλέτας χάνεται καθώς ο πελάτης απομακρύνεται μαζί με την παραγγελία του. Σκύβω και πιάνω τα χρήματα και τα κοιτάζω αφηρημένα. ¨Τι αξία έχουν σε έναν κόσμο που δεν έχει καμιά αξία για μένα;¨ σκέφτομαι και υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξανακοιτάζω τον πάκο των χρημάτων και το μυαλό μου επιστρέφει στην χρυσή καρφίτσα που ακόμα κρατάω στο δεξί μου χέρι. ΄Λίσα..΄ σκέφτομαι και χαμογελάω άθελα μου.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο ακόμα και μετά το σημερινό Κυνήγι. Κανένας άλλος Κυνηγός από μένα δεν είναι ικανός να φέρει πράγματα μαζί του από ξένα όνειρα. Αναστενάζω και κατευθύνομαι προς την Λεωφόρο. Πρέπει να μείνω ξύπνιος πάση θυσία το επόμενο 24ωρο.. Προβλέπεται μια δύσκολη μέρα…

 

Ο Κυνηγός/ μέρος 1

 

..Μέσα στο μπαρ επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης μαζεύονται σε αυτό το μέρος για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. ¨Νοσταλγία λέγεται αυτό;¨ σκέφτομαι καθώς προχωράω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος. Βήχω και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φτερνιστώ αλλά συγκρατούμαι.

Επιτέλους βλέπω την μικρή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου αλλά δεν με ακολουθεί κανείς. Άλλωστε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει ένα παιδί σε έναν χώρο σαν αυτόν;

Σπρώχνω την πόρτα. Στέκομαι για λίγο στο άνοιγμα μέχρι να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που επικρατεί και μπαίνω. Ένας διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο γεμάτο από οθόνες που δείχνουν την πόλη απ’ολες τις μεριές.

Μια σκιά αναδεύεται καθώς ακούει τα βήματα μου και μέσα σε χρόνο δευτερολέπτου μπροστά μου ορθώνεται η Λίσα. Χασμουριέται και τεντώνεται. Με κοιτάει από κορυφή μέχρι νύχια με την απληστία έντονα αποτυπωμένη πάνω στα μάτια της. ¨Είσαι ζωντανός.¨ λέει τελικά. Με πλησιάζει και αρχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες της. ¨Που είναι; Τι μου έφερες αυτή τη φορά;¨ ρωτάει και με κοιτάει κατάματα. ¨Έλα! Το ξέρω ότι όλο και κάτι θα μου έχεις φέρει!¨.

Κάνει αυτή την γκριμάτσα στην οποία απλά δεν μπορώ να αντισταθώ. ΄Διάολε..΄ σκέφτομαι καθώς το χέρι μου πάει αυτόματα στην εσωτερική τσέπη την οποία δεν έλεγξε. ‘ Και εκεί που έλεγα ότι θα την βασανίσω λίγο παραπάνω….’

Αλλά είναι πρακτικά απίθανο να αντισταθεί κανείς στην Λίσα. Είναι δυο χρόνια μικρότερη από μένα .  Τα τεράστια καφέ της μάτια έχουν κρατήσει όλη την παιδικότητα η οποία λείπει από εμένα, ενώ τα καφέ μακριά της μαλλιά πιασμένα σε δυο κότσους με τρόπο που δημιουργούν μια αφύσικη γωνία χοροπηδάνε με την κάθε κίνηση της κάνοντας την να δείχνει απίστευτα χαριτωμένη.

Η Λίσα βγάζει επιφώνημα θαυμασμού καθώς πιάνει την καρφίτσα. Την περιεργάζεται ενώ τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τους. ¨Ωωωωωω….¨ κάνει. ¨Τετράφυλλο τριφύλλι! Τι δουλεία είχε σε όνειρο; Αλλά.. ¨ και το τείνει σε μένα ¨νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις εσύ! Μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν καμιά φορά θελήσεις να πιάσεις τα μαλλιά σου ! Και…¨ υψώνει τον δείκτη της παίρνοντας στοχαστικό ύφος.  ¨Είναι γούρι! Με αυτό η τύχη θα είναι πάντα στο πλευρό σου!¨. Αφού τα λέει επιστρέφει στην καρέκλα της και κάθεται πάνω της.

¨Έχω εσένα ¨ αποκρίνομαι. ¨Ξέρω πως όταν είμαι σε αποστολή επιβλέπεις την κάθε μου κίνηση.¨ Εκείνη κουνάει αδιάφορα τους ώμους της , λες και πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Τυλίγεται σε μια κουβέρτα και γυρνάει προς τις οθόνες. ¨Λοιπόν;¨  ρωτάει καθώς ακούω τα δάχτυλα της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Φτιάχνει τις εικόνες και ελέγχει μια μια τις οθόνες μπροστά της.

¨Τα ίδια. Ένας ηλίθιος που δεν ξέρει που να επενδύσει τα χρήματα του!¨ απαντάω και πάω στον καναπέ που υπάρχει στην γωνία. Νιώθω την κούραση να καταβάλλει το σώμα μου αλλά δεν γίνεται να κοιμηθώ. ΄Πρέπει να μείνεις ξύπνιος πάση θυσία …΄ υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Η Λίσα γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάει εξεταστικά.

Το βλέμμα της σκοτεινιάζει.

¨Λη….¨  λέει. ¨Πρέπει να σταματήσεις. ¨

¨Ξέρεις ότι δεν μπορώ ..¨ απαντάω μαλακά. Είναι τόσο δύσκολο να συνεχίσω να αντιστέκομαι…  Τα μάτια μου βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Σε λίγο νιώθω ότι θα βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς επιστροφή. ¨Έχουμε.. δώσει… υπόσχεση…¨ προφέρουν τα χείλη μου. Το νιώθω να έρχεται πάνω μου. Ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνήσω ποτέ.

Αλλά η παλάμη της Λίσα που προσγειώνεται με ένα δυνατό ¨σλατς¨ με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Σχεδόν αναπηδάω  και νιώθω να λούζομαι με κρύο ιδρώτα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Σηκώνω το βλέμμα μου με ευγνωμοσύνη παρά το γεγονός ότι ξέρω πως θα δω μια Λίσα η οποία κυριολεκτικά εκτοξεύει κεραυνούς και αστραπές.

¨Ευχαριστώ¨ ψελλίζω και σηκώνομαι από τον καναπέ. Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ . Πρέπει να φύγω και να μείνω ξύπνιος πάση θυσία. Μένουν άλλες 18 ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί το 24ωρο. Η Λίσα φωνάζει κάτι πίσω από την πλάτη μου αλλά η πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της έχει ήδη κλείσει.

΄Πρέπει να κινούμαι… ΄ επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. ΄Πρέπει να κινούμαι..΄ Δεν έχω πλέον καμιά συναίσθηση πλέον του που με πάνε τα πόδια μου. Περνώντας μέσα από το μπαρ βλέπω τα πάντα γύρω μου λες και τα πάντα έχουν καλυφτεί από αδιαπέραστη ομίχλη.

Βγαίνω έξω. Μια σταγόνα πέφτει στο πρόσωπό μου. Ύστερα και άλλη και μετά και άλλη και άλλη. Η βροχή με αναζωογονεί και με ξυπνάει. Χαμογελάω. Γλείφω τα χείλη μου. ¨Είμαι ζωντανός¨ ψελλίζω. Χαμογελάω ακόμα πιο πλατιά. Ξέρω πως θα βγάλω αυτό το 24ωρο γιατί έχω δώσει μια υπόσχεση…

 

Ο Κυνηγός / Μέρος 2

 

…Τα δάχτυλα μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα ενώ τα μάτια μου παρακολουθούν αχόρταγα την οθόνη προσπαθώντας να πιάσουν και την παραμικρή κίνηση του εχθρού μου . Για άλλη μια φορά καταφεύγω σε βιντεοπαιχνίδι προκειμένου να μείνω ξύπνιος. Ξέρω ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω και πολλές επιλογές.

Αποτραβώ το βλέμμα μου από την οθόνη νιώθοντας τα μάτια μου να δακρύζουν. Γύρω μου ο κόσμος χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να βυθίζομαι. Με την άκρη του ματιού μου ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στο χέρι μου. 3, 2, 1… Το εικοσιτετράωρο που έπρεπε να μείνω ξύπνιος έκλεισε.

Κλείνω τα μάτια μου. Σε λίγο το σώμα μου θα συγκρουστεί με το πάτωμα αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Ξέρω πως η Λίσα θα έρθει. Με αυτή την σκέψη βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πρώτου σωριαστώ….

..Δυνατό φως με τυφλώνει. Ανακάθομαι και πάω να χασμουρηθώ αλλά οξύς πόνος τον οποίο νιώθω στο μάγουλο με κάνει να μορφάσω.

Πιάνω το μάγουλο μου και με έκπληξη ανακαλύπτω ότι έχω έναν επίδεσμο πάνω του. Μια μορφή έρχεται προς το μέρος μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου. Ξέρω ότι θα ακολουθήσει ένας χείμαρρος από επιπλήξεις και νουθεσίες.

Αλλά δεν συμβαίνει τίποτε απ’όλα αυτά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω δίπλα μου τον άνθρωπο που μεγάλωνε την Λίσα και εμένα τα τελευταία 6 χρόνια να κάθεται αμίλητος και να με κοιτάζει επίμονα. ¨Συγνώμη Σενσεί…¨ μουρμουρίζω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω.

Εκείνος δεν απαντάει τίποτα. Σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι το οποίο υπάρχει στην άλλη γωνία του δωματίου. ¨Ξέρω ότι σκέφτεσαι πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου φωνάζω από τη στιγμή που δεν είσαι παιδί μου¨ ακούγεται η φωνή του. ¨Αλλά δεν σκέφτηκες καθόλου την Λίσα;  Σε έχει σαν αδελφό σου. Αν πάθαινες κάτι χειρότερο από μια απλή διάσειση Λη; ¨

Σκύβω το κεφάλι μου. Δαγκώνω το κάτω μου χείλος. Θα προτιμούσα να μου φωνάζει από το να μου θυμίζει πράγματα τα οποία πονάνε. Σηκώνομαι και περπατάω προς το μέρος του με δυσκολία. Τα πάντα γυρίζουν γύρω μου . Νιώθω ότι θα σωριαστώ από στιγμή σε στιγμή.

Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου. ¨Ανόητο πεισματάρικο παιδί! Πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι τρεις μέρες τουλάχιστον!¨

Κουνάω με πείσμα το κεφάλι μου και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίσα κουβαλώντας έναν δίσκο με φαί και ένα ποτήρι χυμού. Κατευθύνομαι κατευθείαν πίσω στο κρεβάτι με όσο πιο αθώο ύφος μπορώ. Ακούγεται γνώριμο ¨Μπζζζζ¨ πάνω από το κεφάλι της και μπροστά της εμφανίζεται πετώντας μια μεταλλική μπάλα λίγο μικρότερη από ένα μπαλάκι του τένις. Είναι το drone της το οποίο στέλνει από πίσω μου κάθε φορά που δεν μπορεί να έρθει η ίδια.

Η μπάλα κατεβαίνει και αρχίζει και με σκανάρει απ’ολες τις πλευρές. Περιμένω υπομονετικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις δημιουργίες της Λίσα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου κάνει σε περίπτωση που δεν κάτσω ήσυχος;

¨Σενσεί..¨ ακούω την φωνή της Λίσα. ¨Δεν κάθεται ήσυχος; Ο Μπάτλερ μπορεί από δω να του ρίξει μια δυνατή αναισθητική…¨ ¨Όχι, όχι Λίσα…¨ αποκρίνεται ήρεμα ο άνδρας. Έχει σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του και μας παρακολουθεί χαμογελαστός.

Η Λίσα αφήνει δίπλα τον δίσκο. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει θυμωμένη. ¨Μια φορά δεν πρόλαβα να έρθω να σε μαζέψω και δες που κατέληξες!  Θα μπορούσες να είχες σπάσει τίποτα!¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. Η ομιλία του σενσέϊ νωρίτερα έκανε τα μαγικά της. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω τύψεις. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ένα είναι σίγουρο. Ανυπομονεί να με ρωτήσει περισσότερα για το τελευταίο μου όνειρο. Έχουμε και εμείς μυστικά μεταξύ μας .  Μπορεί να είναι ο ανάδοχος κηδεμόνας μας αλλά πάνω απ’όλα δεν παύει να είναι ένας επιστήμονας.

Ναγίσα Σέντζι. Ένας από τους κορυφαίους νευροφυσιολόγους στον κόσμο. 45 χρονών.  Η τύχη μου και της Λίσα μαζί άλλαξε όταν ένα βράδυ πριν από έξι χρόνια ψάχνοντας ένα μέρος για να περάσουμε το βράδυ μας είδε εκείνος έξω από το σπίτι μου. Μας μάζεψε χωρίς πολλές ερωτήσεις και όταν έμαθε πως μένουμε από μικροί στον δρόμο μας υιοθέτησε . Αν υπήρχε έστω και μια στιγμή που δεν πίστεψα στην αγνότητα των προθέσεων του; Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ στις συμπτώσεις.  Αλλά εκείνος έδειχνε να μην γνώριζε τίποτα για την ικανότητά μου ως Κυνηγό Ονείρων, μέχρι που αποφάσισα ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στο σπίτι του να του μιλήσω για το χάρισμα μου.

Έδειξε ενδιαφέρον. Αλλά ενδιαφέρον που θα έδειχνε ένας πραγματικός ερευνητής. ¨Πρόσεξε…¨ μου είπε τότε. ¨Μεγάλο χάρισμα ισούται με μεγάλη κατάρα. Και πόσω μάλλον ένα χάρισμα σαν δικό σου. Είναι εις διπλούν κατάρα Λη.¨  Κάθε φορά που έβγαινα για Κυνήγι και επέστρεφα με ένα καινούργιο όνειρο εκείνος τα κατέγραφε όλα, τόσο τα πιο αθώα όσο και πιο διεστραμμένα.

Ξέρω πως θύμωνε και ήθελε να με προστατέψει. ¨Τι επίπτωση θα έχει αυτό στον χαρακτήρα σου; ¨ τον άκουγα να λέει κάθε φορά η διήγηση μου ξεδίπλωνε μπροστά του τις πιο απόκρυφες και τις πιο σιχαμερές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Άλλα ήταν αργά να κάνει οτιδήποτε.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα όνειρα των άλλων από τα πέντε μου. Ξύπναγα τις νύχτες στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα μαζί με την Λίσα ουρλιάζοντας αδυνατώντας να καταλάβω γιατί βλέπω τόσο ζωντανά και ρεαλιστικά πράγματα. Οι μεγάλοι δε με πίστευαν ενώ τα υπόλοιπα παιδιά με έβλεπαν σαν ένα κακομαθημένο που θέλει να τραβάει όλη την προσοχή πάνω του.

Έφτασα στα δέκα πιστεύοντας πως είμαι ένα λάθος της φύσης, πως ένα άτομο σαν εμένα δεν αξίζει να ζει. Μέχρι που ένα βράδυ κρυφάκουσα την συνομιλία ενός παιδιού με άλλον έναν τρόφιμο του οικοτροφείου. Του διηγούνταν ένα όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Άθελα μου άκουσα όλα όσα του έλεγε και έκπληκτος διαπίστωσα πως το όνειρο του ήταν ακριβώς το ίδιο με το όνειρο που είχα δει και εγώ το προηγούμενο βράδυ.

Ήταν αδύνατον. Αλλά ήθελα πάση θυσία να βρω μια λογική εξήγηση για τα ¨οράματα¨ μου. Και έτσι τις επόμενες μέρες φρόντισα να καταγράψω όλα όσα έβλεπα στα όνειρα . Με το πέρας της εβδομάδας μάζεψα όλους όσοι κοιμούνταν στον κοιτώνα μου. Χωρίς να τους ανακοινώσω τι σκόπευα να κάνω διάβασα φωναχτά τα όσα είχα μαζέψει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσα και σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας γύρω δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Ήμουν ο δέκτης που μπορούσε να βλέπει τα όνειρα των άλλων.

 

Το Όνειρο.

 

 

… Τρέχω πάνω σε μια λεωφόρο οδηγώντας μια κόκκινη μηχανή αγώνων. Τα πάντα γύρω μου είναι σιωπηλά. Είναι νύχτα.  Πλησιάζω την πόλη.

Καθώς ετοιμάζομαι να εισέλθω στα όρια της πόλης ολόιδιες χαμογελαστές ,γυμνόστηθες κοπέλες εμφανίζονται και από τις δυο πλευρές του δρόμου. Κουνάνε πάνω κάτω τα κεφάλι τους. Κρατάνε ταμπέλες με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν . Λες και με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.

…Έχω φτάσει στον προορισμό μου. Είναι ένας τεράστιος ουρανοξύστης στο κέντρο της πόλης. Πριν μπω ρίχνω μια ματιά γύρω. Περίεργο. Επικρατεί απίστευτη ησυχία. Αλλά και κανένα χρώμα δεν έχει εμφανιστεί πουθενά μέχρι στιγμής , παρά μόνο πάνω στις ταμπέλες. Βρίσκομαι μέσα σε ένα γκρι κόσμο.  Είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι σε τόσο άτονο όνειρο. Δεν υπάρχει ψυχή. Λες και ένα πέπλο θανάτου έχει τυλίξει την πόλη.

Μπαίνω στο κτήριο και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Η ίδια νέκρα. Την στιγμή που ετοιμάζομαι να πατήσω το κουμπί για να φτάσω στον τελευταίο όροφο ακούγεται ένα γουργουρητό δίπλα μου που σχεδόν με κάνει αναπηδήσω. Δίπλα στο πόδι μου κάθεται ένας γάτος. Μπλε μαύρο τρίχωμα και κίτρινα μάτια. Είναι ο Chi *εφτά στα κινέζικα. Είναι ο οδηγός μου σε όνειρα μέσα στα οποία πρέπει να έχω αυξημένη την προσοχή μου.

Αλληλοκοιταζόμαστε. ¨Το νιώθεις και εσύ ότι κάτι δεν πάει καλά;¨ τον ρωτάω. ¨Έτσι δεν είναι;¨ Εκείνος φυσικά δεν απαντάει. Με κοιτάει με αδιάφορο ύφος και ξαπλώνει στο πάτωμα γλείφοντας το μπροστινό του πόδι.

Επιτέλους φτάνω στον τελευταίο όροφο. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα δωμάτιο με μια μεταλλική συρταριέρα. Υπάρχει ένας αριθμός γραμμένος πάνω της.  17538. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Βγάζω από την τσέπη μου το σκάνερ ονείρων, ένα μικρό μπαλάκι το οποίο βγάζοντας μια κόκκινη ακτίνα αρχίζει να σκανάρει τα πάντα γύρω του. Η εγγραφή του ονείρου έχει αρχίσει. Περιμένω υπομονετικά για να τελειώσει η διαδικασία.

Ξαφνικά μια ισχυρή έκρηξη με βγάζει από τις σκέψεις μου. Όλο το κτήριο σείεται συθέμελα. Αρχίζουν και πέφτουν σοβάδες ενώ ρωγμές έχουν δημιουργηθεί πάνω στους τοίχους. Τρέχω προς το παράθυρο για να δω τι ακριβώς έχει συμβεί. Και τότε βλέπω ένα πυρηνικό μανιτάρι να έχει σηκωθεί στα όρια της πόλης.

Καθώς επεκτείνεται προς όλες τις μεριές τα πάντα αρχίζουν και αποκτούν χρώματα. Αδυνατώ να πιστέψω τα μάτια μου και γραπώνομαι από το παράθυρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα ηχούν πολεμικές σειρήνες και ιαχές ξεχύνονται προς όλες τις μεριές. ¨Πόλεμος! Πόλεμος! ¨ αντηχεί στον αέρα.

Είναι ώρα να την κάνω. Όχι, φυσικά και δεν θα πεθάνω και στην πραγματικότητα αν πεθάνω σε ξένο όνειρο. Αλλά η εντολή ήταν σαφής. ¨Σκάναρε ότι έχει νούμερα πάνω. Τίποτε άλλο¨.  Η δουλειά μου τελείωσε.

Ρίχνω μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο μου στην πόλη που τυλίγεται στις φλόγες ενώ παντού ηχούν σειρήνες και ανθρώπινες κραυγές. Σκέφτομαι ότι δεν έχω βρει κάτι για την Λίσα. Αλλά εκείνη την ώρα νιώθω την ζέστη από τις φλόγες πάνω στο δέρμα μου. Δεν πρόκειται να βρω τίποτε αυτή τη στιγμή…

Παίρνω βαθιά ανάσα. Και κλείνω τα μάτια μου. Ώρα να επιστρέφουμε…

..Δύο άντρες καθισμένοι σε ένα υπερπολυτελή γραφείο παρακολουθούν μια οθόνη. Πάνω της ένας άχρωμος κόσμος. Απόλυτη σιωπή. Η οθόνη δείχνει πόλη στην οποία δεν υπάρχουν καθόλου σημεία ζωής. Ξαφνικά στην οθόνη εμφανίζεται μια μεταλλική συρταριέρα.  17358.

Τα χέρια τους γραπώνουν τα χερούλια των καθισμάτων . Ο αέρας στον χώρο ηλεκτρίζεται. Οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονται. Ο ένας σηκώνεται και πλησιάζει την οθόνη παγώνοντας το βίντεο. ¨Αυτό είναι…¨

Ο συνομιλητής του έχει ήδη βυθιστεί στις σκέψεις του. Σηκώνει το βλέμμα του.  ¨Ναι.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία . Το project συνεχίζεται κανονικά. Αλλά…¨ ταλαντεύεται  για λίγο.

¨Σετ, βλέπεις πως ο αριθμός του project υπάρχει μέσα στο μυαλό του, μέσα σε κάθε σκέψη του, ακόμα και μέσα στα όνειρα του!¨ απάντησε ο δεύτερος άντρας. Είχε κοκκινίσει και ήταν ολοφάνερο πως η παρούσα φάση του δημιουργούσε αρκετό εκνευρισμό.

¨Ναι, όπως επίσης μπορώ να δω πως ο συγκεκριμένος έχει υποβληθεί στην διαδικασία υποβολής.¨ απάντησε ξερά ο δεύτερος άντρας. ¨Είναι ολοφάνερο πως το όνειρο του έχει συγκριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη δομή Άουγκουστ. Δε το βλέπεις και εσύ; Προφανώς φοβούνται πως οι λεπτομέρειες μπορεί να διαρρεύσουν και τότε ποιος ξέρει τι θα συμβεί..¨ Αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη. Εκατομμύρια ζωντανές ψυχές . Καρδίες που χτυπούσαν. Άνθρωποι που ξυπνούσαν  για να πάνε στις δουλειές του. ¨Αυτός ο Κυνηγός μας…¨ γύρισε προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να είναι πολύ καλός. Αφού κατάφερε να διεισδύσει σε ένα όνειρο που έχει δημιουργηθεί μέσω υποβολής , και παρ’όλα αυτά κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή του… Ποιος είναι Σετ; Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Πρέπει να ξαναπάει στο όνειρο και να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.¨

Ο συνομιλητής του ανασήκωσε τους ώμους του. ¨Δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν δείχνει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Έχει ένα παιδί που φέρνει τις παραγγελίες. ¨ ¨Πρέπει να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.¨ λέει ο δεύτερος.

¨Ξέρεις Άουγκουστ πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας μεταξύ των Κυνηγών. Λένε πως δεν μπορούν να πιάσουν όνειρα από τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από το πρώτο Κυνήγι.¨

¨ Ο χρόνος όμως μας πιέζει. ¨απαντάει ο άλλος. Γυρνάει το κεφάλι του προς την οθόνη.

Η οθόνη δείχνει την πόλη τυλιγμένη μέσα στις φλόγες και κτήρια που καταρρέουν. Πολεμικές σειρήνες ηχούν απειλητικά ενώ παντού αντηχεί μια και μοναδική ¨Πόλεμος! ΠΟΛΕΜΟΣ!¨

Το πρόσωπο του ασπρίζει. Ιδρώνει. Βγάζει ένα μαντήλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Γυρίζει προς τον συνομιλητή του. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον Κυνηγό. Το συντομότερο δυνατόν.¨

17538.

 

..Καθισμένος πάνω σε κρεβάτι εξέτασης ασθενών τρώω φρουτοσαλάτα που έχει ετοιμάσει η Λίσα πριν φύγει. Από ώρα σε ώρα θα εμφανιστεί ο Σενσέϊ. Είμαι αφηρημένος. Έχουν περάσει δυο μέρες από την τελευταία φορά που έπιασα το όνειρο που μου ζητήθηκε. Αλλά κάτι υπήρχε σε αυτό το όνειρο που με ενοχλούσε. Είχα δει πάρα πολλά όνειρα άλλων για να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει με ελαφρύ τρίξιμο. Μέσα μπαίνει ο κηδεμόνας μας. Του ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Δείχνει πολύ κουρασμένος. Κάτω από τα μάτια του υπάρχουν μαύροι κύκλοι. Με πλησιάζει και μου ρίχνει μια εξεταστικά ματιά, χαμογελάει και κάθεται δίπλα σε μια καρέκλα.

Στα χέρια του εμφανίζεται ένας ολογραφικός πίνακας. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει ήρεμος. ¨Λοιπόν Λη.. Πως αισθάνεσαι;¨

Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου. Νιώθω αρκετά ζωντανός. Χαμογελάω πλατιά. Χαμογελάει και εκείνος. ¨Ωραία. Ας ξεκινήσουμε.¨

..¨Παρά το γεγονός ότι ήταν γυμνόστηθες δεν ένιωθα ότι είχαν κάτι το πρόστυχο..¨συνέχισα αναβιώνοντας τις λεπτομέρειες από το τελευταίο μου όνειρο. Ακόμα μπορούσα να νιώσω τον νυχτερινό απαλό αέρα πάνω στο δέρμα μου. Ήταν από τις ωραιότερες διαδρομές που είχα κάνει ποτέ.

Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα την διήγηση μου.

..¨Τότε εμφανίστηκε ο Chi. Είχα καιρό να τον δω. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του με καθησύχασε. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το όνειρο…¨ συνέχισα βάζοντας ένα κομμάτι πεπονιού στο στόμα μου. Το μάσησα όσο ο Σενσεί περίμενε υπομονετικά.

¨Όταν ανέβηκα στον τελευταίο όροφο δεν υπήρχε τίποτα παρά μια μεταλλική, γεμάτη σκόνες συρταριέρα. Υπήρχε ένας αριθμός πάνω της¨ συνεχίζω καθώς αναβιώνω τις τελευταίες στιγμές του ονείρου. ¨17538.¨

Στο άκουσμα του αριθμού ο Σενσέϊ ξαφνικά αναδεύεται. ¨Πως είπες;¨ ρωτάει. ¨17538; Καλά άκουσα;¨ Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.  Βάζω άλλο  ένα κομμάτι του πεπονιού στο στόμα του και το πιπιλάω.

Ο Σενσέϊ έχει σηκωθεί από την καρέκλα και πηγαινοέρχεται σκεφτικός μέσα στο δωμάτιο. ¨17538..¨ τον ακούω να μουρμουρίζει σκεφτικός.  Ξαπλώνω. Τι το ενδιαφέρον έχει αυτός ο αριθμός; Είναι απλά ένας αριθμός.

Αφού ο Σενσέϊ σταματάει , με κοιτάζει. ¨Τι άλλο έχει μετά απ’αυτό το όνειρο Λη; Τι άλλο είδες;¨ Κοιτάζω αφηρημένος το ταβάνι. ¨Πόλεμος. Πόλεμος…¨ απαντάω μουρμουρίζοντας. Νιώθω νύστα και πως δεν έχω καμιά όρεξη να απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις του Σενσέϊ. ¨Όλη η πόλη τυλίγεται σε φλόγες. Παντού ακούγονται πολεμικές σειρήνες και μια και μοναδική λέξη.. ΠΟΛΕΜΟΣ…¨ απαντάω. Τα μάτια μου κλείνουν, δεν μπορώ να αντιστέκομαι άλλο…

Ακούγεται γδούπος. Γυρίζω έκπληκτος προς τον Σενσέϊ. Εκείνος τρέμει σύγκορμος ενώ ο ολογραφικός πίνακας είναι πεσμένος στο πάτωμα. Ανασαίνει με δυσκολία. ¨Σενσεί;¨ ρωτάω νιώθοντας ανησυχία . Δεν τον έχω δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση πανικού.  

¨Λη….¨ ψελλίζει. ¨Ποιος ήταν ο στόχος σου; Ποιος ήταν ; Πως τον λένε;¨

Ανασηκώνω τους ώμους μου. ¨Ξέρετε πολύ καλά πως ποτέ δεν ερχόμαστε σε οπτική επαφή μαζί τους. Δεν ξέρουμε τα ονόματα τους. Στα χέρια μας φτάνει ένας φάκελος με την τοποθεσία από την οποία πρέπει να εγκλωβίσουμε το όνειρο….¨

¨Πρέπει να με πας εκεί…¨ ψελλίζει εκείνος. ¨Πρέπει να βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και να μάθουμε περισσότερα πράγματα…¨ ¨Σενσέϊ…¨ ψελλίζω απορημένος. ¨Τι συμβαίνει; Γιατί… Γιατί σας ανησύχησε τόσο πολύ αυτό το όνειρο; Είναι ένα τυχαίο όνειρο.. Έτσι δεν είναι;¨

Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. ¨17538 Λη… Αυτό είναι που με ανησυχεί. Βλέπω πως αυτή τη φορά αυτοί που σε έβαλαν να εγκλωβίσεις το Όνειρο είχαν πάρα πολύ συγκεκριμένους στόχους. Ακολούθα με και θα στα πω όλα….»

..Μέσα στην παλιά αποθήκη υπάρχουν πάρα πολλές κούτες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Ο Σενσέϊ δείχνει να γνωρίζει ακριβώς που έχει τοποθετημένο τι καθώς κινείται με απίστευτη σιγουριά μέσα στο χώρο. Περνώντας δίπλα απ’ολες αυτές τις κούτες συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πραγματικά τίποτε για τον άνθρωπο που η Λίσα θεωρεί πατέρα μας και πως όλο αυτό το χρόνο ήμουν τόσο προσηλωμένος στον στόχο μου να μάθω τα πάντα για το παρελθόν μου που άθελα μου έχω κάνει πέρα τους ανθρώπους που νοιάζονται για μενα με δικό τους τρόπο. Υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να προσπαθήσω να περνάω μαζί τους περισσότερο χρόνο.

Εκείνος σταματάει μπροστά σε ένα κίτρινο κουτί το οποίο έχει ένα μαύρο Χ απέξω. Το κοιτάζει σκεφτικός για λίγες στιγμές , λες και αμφιβάλλει γι’αυτό που πρόκειται να κάνει. Αναστενάζει και το πιάνει.

Σε λίγα δευτερόλεπτα διάφορες σημειώσεις με φύλλα που έχουν κιτρινίσει με την πάροδο του χρόνου κάνουν την εμφάνιση μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτος βλέπω διάφορους πίνακες , πολλές αναφορές, φωτογραφίες από διάφορα πειράματα.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον Σενσέϊ. Εκείνος έχει ένα θλιμμένο ύφος, όμοιο του οποίου δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

¨Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να σε βλέπω σαν ένα προϊόν πειράματος Λη, αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως κάποια στιγμή όταν μάθεις για το ποιος είσαι  πραγματικά θα νιώσεις θυμό και απογοήτευση.¨

Σηκώνω το βλέμμα μου. ΄Τι είναι αυτά που λέει;΄ σκέφτομαι με απορία. Αλλά εκείνος δείχνει να ανακτεί την ψυχραιμία μου και βγάζοντας ένα ντοσιέ μέσα από την κούτα αρχίζει και ξεφυλλίζει το εσωτερικό του. Βγάζει ένα φύλλο και το δείχνει σε εμένα.

Πάνω του απεικονίζεται ένας εγκέφαλος χωρισμένος σε διάφορα τμήματα τα οποία είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα. Σηκώνω με απορία τα  μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω και πολλά.

¨Δεν υπάρχει χειρότερο είδος από τον άνθρωπο Λη¨ λέει εκείνος ενώ  τα μάτια του λάμπουν με πρωτοφανή αγριάδα.  Ακόμα και αυτό το ύφος μου είναι πρωτόγνωρο . Αναρωτιέμαι τι άλλο θα μάθω σήμερα. ¨Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτό εδώ αλλά την δεκαετία του 70’ υπήρχε ένα project στο οποίο η κυβέρνηση μας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κυριαρχήσει πάνω στις μάζες με τρόπο που δε θα γινόταν αντιληπτός με κανέναν τρόπο. Όμως βλέπεις εδώ υπάρχει έκθεση για το πώς λειτουργούν κάποιες συγκεκριμένες ακτίνες πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο . Εδώ μπορείς να δεις πως λειτουργεί ο εγκέφαλος πριν και μετά την έκθεση του σε αυτές τις ακτίνες. ¨

Αναστενάζει. ¨Ανέλαβα το project σε στάδιο που είχε προχωρήσει ήδη αρκετά αλλά με κάποιο τρόπο όλη η έρευνα διέρρευσε. Ο κόσμος έγινε έξαλλος. Πολλά από τα πειραματόζωα απεβίωναν μη αντέχοντας στην έκθεση αυτών των ακτινών.  Σημειώθηκαν βίαιες εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης  ενώ πολλοί ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα φυλακίστηκαν για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εγώ κατάφερα να κρατηθώ στην σκιά χωρίς ποτέ να μαθευτεί οτιδήποτε θα ήταν πλήγμα για την υπόληψη μου και την ιδιότητα μου ως ειδικού στον τομέα μου. ¨

Τα χέρια του πέφτουν κάτω. Δείχνει σαν να έχει γεράσει απότομα μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα. ¨Τότε δεν με παρακινούσε τίποτε άλλο παρά το να μάθω την αλήθεια. Να ξεπεράσω κάθε όριο Λη. Πιστεύαμε ότι ήμαστε θεοί. Θέλαμε εκείνη την καταραμένη γνώση…¨

Με κοιτάζει κατάματα. ¨Αν σε είχε βρει εκείνη την περίοδο, ορκίζομαι ότι δε θα δίσταζα να σε χρησιμοποιήσω ως πειραματόζωο για να μάθω την ουσία σου. Αλλά…¨ τρέμει. ¨Δεν είμαστε θεοί. Και ούτε πρόκειται να γίνουμε ..¨

Σωπαίνει για λίγο. ¨Πάρα πολλές συμπτώσεις Λη. Πάρα πολλές συμπτώσεις. Κάποιος θέλει να ολοκληρώσει αυτό που δεν ολοκληρώθηκε τριάντα χρόνια πριν.  Το project δείχνει να τρέχει κανονικά. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Αυτή τη φορά φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν κάτι μεγάλο.¨ Σηκώνει τα μάτια του . ¨Πρέπει να τους σταματήσουμε…¨

 

Ο Κόκκινος

 

Ο ήλιος καίει. Έξω από την καφετέρια ο κόσμος δείχνει να απολαμβάνει την ημέρα. Αλλά μέσα στην καφετέρια, καθισμένο μπροστά από την τζαμαρία κάθεται ένα παιδί που δεν δείχνει να είναι μεγαλύτερο από δέκα χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Φοράει κοντό σορτσάκι , λευκό πουκάμισο και μαύρο μπουφάν πάνω από το πουκάμισο. Δείχνει πολύ περιποιημένος .

Πίνει χυμό μέσα από καλαμάκι και δείχνει να περιμένει κάποιον. Μια παρέα από 4 παιδιά τον πλησιάζουν και τον περιτριγυρίζουν. Κάνουν σχόλια για την εμφάνισή του και ο ένας κάθεται απέναντι του απειλητικά κάνοντας του τον νταή.  Κανείς τους δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή πως και οι τέσσερις με το που βγουν από την καφετέρια θα πεθάνουν με πολύ επώδυνο τρόπο.

Ένας άντρας με μαύρη στολή  φορώντας γυαλιά ηλίου πλησιάζει το τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά στο χώρο γύρω και κάνει μια γκριμάτσα απέχθειας. ¨Δεν μπορώ να καταλάβω την μανία σου να έρχεσαι εδώ Κέιτο…¨ λέει ξεφυσώντας. Σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του.

Βγάζει έναν φάκελο και τον σπρώχνει προς το μέρος του παιδιού. ¨Βλέπεις όλο αυτό τον κόσμο..¨ αποκρίνεται το παιδί σκεφτικό. ¨Όλοι πάνε κάπου, βιάζονται να ζήσουν τη ζωή τους. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πραγματικά ότι μια μέρα θα πεθάνουν..¨

Ρίχνει μια ματιά προς τον φάκελο. Εκείνος γλιστρά προς το μέρος του. Υψώνεται και αιωρείται στον αέρα. Ο μαυροντυμένος άνδρας ρίχνει μια νευρική μάτια γύρω αλλά δεν τους κοιτάζει κανείς. ¨θα μπορούσες να μη κάνεις αυτά τα κόλπα όταν είμαστε μπροστά σε κόσμο;¨

Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους του και ο φάκελος πέφτει πάνω στο τραπέζι.

¨Τι έχω αυτή τη φορά; ¨ ρωτάει αδιάφορα . Αλλά είναι ολοφάνερο πως ήδη γνωρίζει την απάντηση. Ο μαυροντμένος άντρας του ρίχει ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια ανάμεικτη με φόβο. ¨Παράξενο πράγμα που είσαι...¨ λέει σα να μονολογεί. ¨Αν δεν ήσουν παιδί θα μου ήταν πολύ εύκολο να σε σκοτώσω..¨

Ακούγεται ένα ¨κρακ¨. Το πρόσωπο του άντρα συσπάται. Προσπαθεί να συγκρατήσει κραύγη πόνου που πάει να ξεφύγει απο το στόμα του. Το πρόσωπο του γεμίζει μικρές σταγόνες ιδρώτα. Σηκώνει τρέμοντας το αριστερό του χέρι . Ο αντίχειρας του έχει λυγίσει σε μια αφύσικη γωνία.

Ρίχνει ένα οργισμένο βλέμμα στο αγόρι αλλά συγκρατείται και αφήνει ένα μισοπνιγμένο μουγκρητό να ξεφύγει απο τα χείλη του.

Το παιδί του ρίχνει μια αδιάφορη ματιά. Σηκώνεται. Τινάζει τα ρούχα του. ¨Σε σχεσή με την ζωή μου η δική σου ζωή έχει πολύ λιγότερη αξία. Αλλά ακόμα και η δική μου ζωή δεν έχει καμιά αξία...¨ λέει καθώς ο φάκελος γλιστράει πάνω στο τραπέζι πίσω προς τον μαυροντυμένο άντρα.

..Βγαίνοντας στον ήλιο ο Κέιτο μορφάζει. Μισοκλείνει τα μάτια του. ¨Μια ηλιόλουστη μέρα...¨ λέει αφηρημένα. Χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης εμφανίζεται στα χείλη του. ¨Ηλιόλουστη... μέρα....¨   επαναλαμβάνει καθώς περπατά.

..Καθισμένος σε μια παιχνιδομηχανή σε μια γωνία πασχίζω να μαζέψω τις σκέψεις μου. Όλα όσα άκουσα απο τον Σενσέϊ  το προηγούμενο βράδυ μου έχουν δημιουργήσει ένα περίεργο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά.

Παλιότερα, όταν σκεφτόμουν ποιός είμαι και ποιόι είναι οι γονείες μου, πάντα ήθελα να μάθω την πραγματική μου ταυτότητα. Ήξερα πως ζούσα γι’αυτον τον σκοπό και μόνο. Κυνηγούσα τα Όνειρα για να μπορώ να προμηθεύω την Λίσα με οτι εξοπλισμό χρειαζόταν προκειμένου να φτάσουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στο να βρούμε το ποιοί είμαστε. Δεν είχα καμιά αμφιβολία οτι τόσο εγώ όσο και η Λίσα δεν ήμασταν συνηθισμένα παιδιά.

Η Λίσα πάντα είχε ταλέντο να φτιάχνει πράγματα. Επισκεύαζε χαλασμένα μηχανήματα ενώ μπορούσε να συναρμολογήσει οτιδήποτε απο ανταλλακτικά μηχανών. Καταπιανόταν με οτιδήποτε μεταλλικό . Λες και ένιωθε τι μπορούσε να συνδέσει με τι για να ζωντανέψει η κατασκευή της.  Αυτο το ταλέντο της, σε συνδυασμό με την χαριτωμένη και ευγενική της εμφάνιση την έκανε το πιο δημοφιλη παιδί στο ορφανοτροφείο σε αντίθεση με εμένα.

Χθες όμως κατάλαβα πως τόσο καιρό όντας επικεντρωμένος στην αναζήτηση της πραγματικής μου τατότητας ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ποιός ειναι ο πραγματικός λόγος που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για το παρελθόν μου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο όλο το εγχείρημα είναι οτι δεν είχα δικές μου αναμνήσεις καθώς τα ξενά όνειρα είχαν πάρει την θέση τους. Φωνές, ουρλιαχτά, φωτιές και διάφορες εκρήξεις, μορφές να τρέχουν για να ξεφύγουν μέσα στην νύχτα... Αυτές και πολλές άλλες συγκεχυμένες  εικόνες αποτελούσαν τις αναμνήσεις μου. Κατά πόσο μπορούσα να είμαι σίγουρος για το ποιά ήταν δική μου ανάμνηση και ποιά όχι;

Αναστενάζω. Το χέρι μου γλίστράει  στην τσέπη και βγάζει  έξω μια ολογραφική οθόνη που είχε φτιάξει ειδικά για μένα η Λίσα. Το δάχτυλό μου κάνει scroll πάνω της. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Σίγουρα δεν ζούμε και στις καλύτερες εποχές αλλά υπάρχει μια σταθερότητα.. Και αν ισχύει αυτό που είπε ο Σενσέϊ; Αν κάποιος θέλει να ξεκινήσει πόλεμο και μάλιστα με στρατό ένα ολόκληρο έθνος? Ανατριχιάζω και σηκώνομαι για να παραγγείλω να πιω κάτι.

Ξαφνικά ο κόσμος γύρω μου χάνει τα χρώματα του. Νιώθω να ζαλίζομαι ενώ  ένας περίεργος ήχος ,που θυμίζει τρίξιμο που προκαλεί ο ηλεκτρισμός, ηχεί στα αυτιά μου. Νιώθω ότι θα χάσω από στιγμή σε στιγμή τις αισθήσεις μου όταν ξαφνικά ο ήχος σταματάει και ο κόσμος γύρω μου γίνεται φυσιολογικός. Νιώθω τα χείλη μου να έχουν ξεραθεί ενώ το αίσθημα δίψας έχει γίνει πιο έντονο.

Σηκώνω το κεφάλι μου αδύναμα. ΄ Τι ήταν αυτό; ΄ σκέφτομαι ενώ η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κινούμαι προς την έξοδο. ‘ Αέρα…’  ηχεί μια και μοναδική λέξη στο μυαλό μου. ΄ Αέρα….’  

Δεν προλαβαίνω να κινηθώ όταν δεύτερο κύμα ζάλης έρχεται καταπάνω μου. Αυτή τη φορά όμως συνοδεύεται με ισχυρό πονοκέφαλο λες και κάποιος σφυροκοπάει το κεφάλι μου. Νιώθω ότι θα σωριαστώ  στη μέση της αίθουσας αλλά μαζεύω όλη την δύναμη που μου έχει απομείνει και με υπεράνθρωπες προσπάθειες βγαίνω έξω.

Βγαίνω έξω καθώς η πόρτα χτυπάει δυνατά από πίσω. Διπλώνομαι στα δύο νιώθοντας πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια μου. Ο πόνος όμως δείχνει να υποχωρεί σταδιακά.

Σηκώνω το κεφάλι μου παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μια σκιά πέφτει πάνω μου.  Γυρίζω το κεφάλι μου για να δω ποιος είναι. Δίπλα μου στέκεται ένα αγόρι ίσα με 10 χρονών. Έχει κατάλευκα μαλλιά ενώ τα κόκκινα μάτια του με κοιτάζουν με αμείωτο ενδιαφέρον. Τρώει ένα πολύχρωμο γλειφιτζούρι.

¨Μια.. ηλιόλουστη μέρα…¨ τον ακούω να σιγομουρμουρίζει.

Χαμογελάει.

Το χαμόγελο του κάνει τα πάντα μέσα μου να παγώσουν. Δεν μου αρέσει αυτό το χαμόγελο.

Πάω να φύγω αλλά τα πόδια μου δε με υπακούνε. Λες και κάποιος έχει βάλει κόλλα κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου αναγκάζοντας με να μείνω ακίνητος.

Το αγόρι με έχει πλησιάσει. Με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια ενώ το χαμόγελο του φανερώνει την τέλεια οδοντοστοιχία του. θέλω να ουρλιάξω αλλά ξέρω πως δεν μπορώ.

¨Πες… Μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι πραγματικά; ¨ λέει το παράξενο αγόρι. Ξεχνώντας τον πόνο που σχεδόν με είχε αποτελειώσει πριν από λίγες στιγμές υψώνω το βλέμμα μου έκπληκτος προς εκείνον. Αυτή τη φράση δεν περίμενα να την ακούσω.

 

Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του.

 

..Ανοίγω τα μάτια μου. Μια σκιά πέφτει πάνω μου. Ανασηκώνομαι νιώθοντας νύστα.

Είναι η μητέρα μου. Πανικοβλημένη, τρέχει πάνω κάτω μαζεύοντας ρούχα μέσα σε έναν ταξιδιωτικό σάκο. ¨Μητέρα;¨  λέω ενώ τρίβω τα μάτια μου.

Έξω είναι νύχτα. Εκείνη δείχνει να μην με έχει ακούσει. Σηκώνομαι από το κρεβάτι. Πάω κοντά της. Τραβάω το παντελόνι της για να με προσέξει.

Εκείνη γυρνάει προς το μέρος μου. Πανικοβλημένος οπισθοχωρώ. Δεν την έχω δει ποτέ ξανά τόσο τρομοκρατημένη. Δάκρυα γυαλίζουν στα μάτια της ενώ τα χέρια της τρέμουν.

Σκύβει. Με αγκαλιάζει με ζέση. ¨Μικρούλη μου…¨ ψιθυρίζει χώνοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά μου. ¨ Δεν θα αφήσω τίποτα και κανέναν στον κόσμο να σε πληγώσει.¨

Τραβάει μια ζακέτα μέσα από την ντουλάπα. Με ντύνει καθώς σκουπίζει τα μάτια της. Επιτέλους είμαι ντυμένος.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Νυστάζω και θέλω να γυρίσω στο κρεβάτι. Αλλά η μητέρα φαίνεται πως έχει άλλα σχέδια. Με τραβάει σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγαίνουμε από την πόρτα του μικρού μας σπιτιού που αποτελείται από ένα δωμάτιο και μια μικρή τουαλέτα.

Τρέχει πάνω στον δρόμο ενώ την ακολουθώ νιώθοντας πως θα ξεσπάσω σε κλάματα από στιγμή σε στιγμή. Που με πάει; Γιατί δεν πήραμε ούτε ένα παιχνίδι μαζί μας;

Πάω να ανοίξω το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ αλλά εκείνη τη στιγμή ηχεί μια σειρήνα. Δυνατό φως μας τυφλώνει. Κλείνω τα μάτια μου και εκείνη τη στιγμή ακούω πυροβολισμούς.

Η μητέρα μου βογκάει. Γυρνάω αργά το κεφάλι μου για να την δω να σωριάζεται στο έδαφος.

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. « Όχι…»  ψιθυρίζω. « Όχι..Μητέρα.. Μαμά… ΜΑΜΑ!»

Πάω δίπλα της. Την αγκαλιάζω ενώ εκείνη δείχνει να μην έχει συναίσθηση  των όσων συμβαίνουν. Η φωνή της ηχεί δίπλα στο αυτί μου, σαν επιθανάτιο κάλεσμα. « Να θυμάσαι το όνομα σου Λη. Μη τους αφήσεις να σου πάρουν το … όνομα σου…»

Βήχας διακόπτει τα λόγια της. Κοιτάζω το πρόσωπο της.

Δεν ανασαίνει. Τα μάτια της ορθάνοιχτα.

Κοιτάζω τα χέρια μου. Είναι κόκκινα από το αίμα της.

¨Μαμά…¨ ψιθυρίζω. Θέλω να κλάψω αλλά δεν μπορώ. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. «Λη….» βγαίνει ψιθυριστά από το χέρι μου καθώς άντρες με στρατιωτικές στολές τρέχουν προς το μέρος μου.

..Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. Ανασαίνω με δυσκολία . Που είμαι; Τι συνέβη;

Ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπό μου. Ανακάθομαι. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου ενώ προσπαθώ να θυμηθώ τι έχει συμβεί λίγες στιγμές πριν. Μια σκιά πέφτει πάνω μου ενώ σχεδόν αναπηδάω νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Είναι το παράξενο αγόρι. Έχει φάει σχεδόν όλο το γλειφιτζούρι του. Με κοιτάζει με τρόπο που με κάνει να νιώθω πως χιλιάδες μικρές βελόνες τσιμπάνε το δέρμα μου.

Νιώθω να κοκκινίζω. Είμαι σίγουρος πως από μακριά όλη η σκηνή έχει πολύ πλάκα. Ένας 16χρονος πήγε να λιποθυμήσει μπροστά σε ένα 10χρονο και τώρα προσπαθεί να συνέλθει. ¨Συγνώμη…¨ λέω αποφεύγοντας να τον κοιτάζω. Προσπαθώ να σηκωθώ όταν το μυαλό διαπερνάται από τα τελευταία του λόγια . ΄ Πες.. Μέχρι που θα έφτανες             για να μάθεις  ποιος είσαι πραγματικά; ΄ ηχεί μέσα στο μυαλό μου.

Σηκώνω το βλέμμα μου. Τα μάτια μου μισοκλείνουν απειλητικά. ¨Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;¨ βγαίνει από το στόμα μου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως αυτό που είδα πριν από λίγο ήταν δημιούργημα αυτού του παράξενου παιδιού.

Το παιδί χαμογελάει ευτυχισμένο. ¨Επιτέλους. Βλέπω πως είσαι αργόστροφος. Πως σου φάνηκε το μικρό μου δωράκι;¨

¨Δεν μου απάντησες ποιος είσαι και τι θες από εμένα¨ αποκρίνομαι ξερά. Ακόμα νιώθω τις σουβλιές του πόνου να διαπερνούν το κεφάλι μου. Αν μπορούσα θα χαστούκιζα εδώ και τώρα αυτό το μικρό.

Εκείνος χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά. ¨Μα γιατί; Εγώ απλά προσπάθησα να σε αφυπνίσω. Βλέπεις το χάρισμα μας είναι τόσο ίδιο και ταυτόχρονα τόσο ριζικά διαφορετικό.¨

Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου. Ένα καμπανάκι κινδύνου ηχεί μέσα στο κεφάλι μου. Γνωρίζει ποιος είμαι. Αλλά ακόμα χειρότερα ήξερε πως και που μπορούσε να με βρει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω για να δω αν είναι μόνος ή έχει και άλλους μαζί του.

Το αγόρι κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Δαγκώνει το γλειφιτζούρι. ¨ Είμαι μόνος. Αλλά δεν μπορείς να κρυφτείς από εμένα Λή…¨

Ανασηκώνομαι νιώθοντας τα πάντα μέσα μου να παγώνουν. Είμαι σίγουρος πως αυτό το παιδί είναι άκρως επικίνδυνο.. Και πως δεν μπορώ να κρυφτώ από αυτόν. Τον κοιτάω εξεταστικά.

Τα κόκκινα μάτια του με κοιτάνε ήρεμα αλλά στο βάθος μπορώ να διακρίνω ένα αίσθημα υπεροχής. Δαγκώνει άλλη μια φορά το γλειφιτζούρι και πετάει κάτω το ξυλάκι.

¨Λοιπόν..Ακόμα δεν μου απάντησες μέχρι που θα έφτανες για να μάθεις ποιος είσαι.¨

Σκέφτομαι για λίγες στιγμές τι πρέπει να απαντήσω. Νιώθω πως ότι απάντηση και να του δώσω εκείνος ήδη θα την γνωρίζει. Ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.

¨Ποιος σου είπε ότι με ενδιαφέρει να μάθω το ποιος είμαι;¨ ρωτάω αδιάφορα.

¨Γιατί αυτό που μόλις είδες άλλα μου φανερώνει…¨ απαντάει εκείνος εξίσου αδιάφορα. ¨Και αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου απαντήσω εδώ και τώρα σε όλες τις ερωτήσεις σου; Αν σου έλεγα ότι μπορώ να σου δώσω τις απαντήσεις που ψάχνεις εδώ και καιρό;¨

Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά. ¨Δε σε πιστεύω…¨ ξεφεύγει από τα χείλη μου πρώτου προλάβω να σκεφτώ το οτιδήποτε. Εκείνος χαμογελάει.

Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του. Το μέτωπο του ζαρώνει , λες και προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Το βλέμμα του αδειάζει. Η φωνή του έχει γίνει υπόκωφη, λες και μιλάει ένας άνδρας 40 χρονών στη θέση του.

¨Λη… Η Ικανότητα σου ως Κυνηγός Ονείρων. Το κάνεις για να βρεις ποιος είσαι πραγματικά, έτσι δεν είναι;  Οι αναμνήσεις σου… Οι αναμνήσεις σου δεν είναι δικές σου αναμνήσεις… Την θέση των αναμνήσεων σου έχουν πάρει τα όνειρα των άλλων…¨

Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα φύγω τρέχοντας από τον φόβο μου. Αυτό το παιδί είναι πιο τρομακτικό από τους χειρότερους εφιάλτες που έχω συλλέξει στο παρελθόν. Με κάνει να νιώθω πως θέλω να το σκάσω, να φύγω τρέχοντας χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω.

¨Δεν καταλαβαίνω…¨ μουρμουράω. ¨Τι θέλεις από μένα; Αν ξέρεις όλα αυτά και έχεις αυτή την δύναμη….¨

Το παιδί γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Το βλέμμα του ξαναγίνεται ανθρώπινο, όσο αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να έχει συνέρθει ενώ χαμογελάει γλυκά. Τα κόκκινα μάτια του λάμπουν από χαρά.

¨Ελπίζω τώρα να σε έπεισα Λη. Σε χρειαζόμαστε. Σαν αντάλλαγμα θα σου δώσουμε πίσω την ζωή σου…¨

¨Την ζωή μου…¨ επαναλαμβάνω. Κοιτάζω τα χέρια μου μπερδεμένος. Την ζωή μου; Άραγε δεν έχω ήδη την δική μου ζωή με την Λίσα και τον Σενσέϊ στο πλευρό μου;

Εκείνος μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις του. Πάει να φύγει αλλά πριν κατεβεί τα σκαλάκια στέκεται κοντά μου και ψιθυρίζει ¨Αν θες να τα μάθεις όλα, θα έρθεις σήμερα στις εννιά στο παλιό εργοστάσιο της Ισινάγια Λη. Και…¨ σταματάει διστακτικά, όμως από το χαμόγελο του καταλαβαίνω πως το απολαμβάνει  ¨μην αφήσεις να συμβεί τίποτα κακό στα άτομα που αγαπάς.¨

Η τελευταία του φράση ηχεί στα αυτιά μου σαν κεραυνός εν αίθριο καιρό. Σηκώνω το βλέμμα μου αλλά το παράξενο αγόρι έχει εξαφανιστεί.  Λες και δεν υπήρξαν ποτέ αυτά τα λεπτά που πέρασαν ενώ συνομιλούσα μαζί του. Λάθος. Αυτός μίλαγε, εγώ άκουγα.

‘  Ακόμα περισσότερες ερωτήσεις, ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.. ΄ σκέφτομαι αφηρημένα. Ποτέ δεν με είχε προσεγγίσει κάποιος κατά αυτό τον τρόπο. Για την ακρίβεια κανείς δεν γνώριζε την πραγματικά μου ταυτότητα εκτός από την Λίσα και τον Σενσέϊ , πως εγώ ήμουν αυτός που εκτελούσε τις παραγγελίες των πελατών καθώς πάντα παρουσιαζόμουν ως ο εκτελεστής της παράδοσης του Ονείρου στον πελάτη, και όχι ως ίδιος ο Κυνηγός.  Και μετά συνειδητοποίησα πως το αγόρι γνώριζε για την Λίσα και τον Σενσέϊ. Αν δεν δεχόμουν να έρθω στο εργοστάσιο, είχαν και άλλους τρόπους να με πιέσουν.

Τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές. ΄ Κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του, όμως το μέλλον είναι εδώ και τώρα Έχω άτομα που με αγαπούν και με νοιάζονται… ΄ σκέφτηκα και κίνησα προς το σπίτι. Έπρεπε να μιλήσω αμέσως με τον Σενσέϊ ενώ τα δάχτυλά μου ήδη έτρεχαν πάνω στον ολογραφικό πίνακα της Λίσα στέλνοντας της μήνυμα να είναι προσεκτική. 

 

   Η φυγή

 

Μπάνοντας στο σπίτι νιώθω τα πάντα να παγώνουν μέσα μου. Ο χώρος μοιάζει λες και έχει κάνει πέρασμα ένας τυφώνας. Τα πράγματα είναι πεταμένα πάνω κάτω ενώ υπάρχουν σημάδια πάλης.

¨Σενσέϊ; ¨ φωνάζω τρέχοντας προς το γραφείο του. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθω πως θα πεταχτεί έξω από το στήθος μου.

Ευτυχώς οι χειρότεροι φόβοι μου δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ο Σενσέι είναι μέσα στο γραφείο του. Μαζεύει τα πράγματα του και κάποια έγγραφα σε ένα βαλιτσάκι. Δίπλα του στο πατωμα είναι τοποθετημένοι δύο σάκοι. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά βλέπω πως έχει μέσα κάποια πράγματα που ανήκουν σε μενα και στην Λίσα.

Μου κόβεται η ανάσα. Η σκηνή είναι όμοια με αυτή που είδα στο όραμα που μου μετέδωσε το παράξενο αγόρι.

¨Σενσεϊ;¨ κάνω διστακτικά. Κάνω ένα βήμα μπρος.

Εκείνος χωρίς να με κοιτάξει μου δείχνει μια φωτογραφία. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου παρά το γεγονός οτι είναι θολή. Πάνω με κόκκινο μαρκαδόρο είναι γραμμένο  ‘Θέλουμε το αγόρι’ .

¨Την βρήκα κάτω από την πόρτα...¨ μου λέει κοφτά.

Σηκώνω το βλέμμα μου. ¨Ποιοί είναι; Τι θέλουν; ¨μουρμουρίζω. Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του. Το πρόσωπό του είνα κάτασπρο, αλλά είναι ολοφάνερο πως προσπαθεί να μην επιτρέψει στον πανικό να τον κυριεύσει.

¨Άκου Λη.. Θέλω να πας και να βρεις την Λίσα. Αμέσως. Δε θα έρθετε στο σπίτι.¨ Πιάνει ένα λευκό χαρτάκι και γράφει πάνω του ¨Το σπίτι μπορεί να έχει κοριούς. Θα έρθετε στον σταθμό Ικεμπούκουρο. ¨Με τραβάει και με αγκαλιάζει. Με κοιτάει κατάματα. Τα μάτια το είναι γεμάτα δάκρυα. ¨Να προσέχεις .¨ λέει με νόημα.

Φεύγω τρέχοντας. Δεν χρειάζεται να μου πει τίποτα παραπάνω. Πρέπει να βρω την Λίσα. Πρέπει να την βρω πρωτού την βρουν άλλοι. Οι εχθροί.

Νιώθω τα πάντα να γυρίζουν με τρελό ρυθμό γύρω μου. Τρεις μέρες πριν δεν ήμουν παρά ένα κοινό αγόρι που παρέδιδε τα Όνειρα στους πελάτες. Και ξαφνικά κάποιος έμαθε την ταυτότητα μου, και θέλει να με χρησημοποιήσει.

Διαλέγοντας τα πιο απόμακρα σοκκάκια και δρόμους που δεν ήταν πολυσύχναστοι φτάνω στο μπαρ όπου η Λίσα έχει φτιάξει το οχυρό της. Κοιτάζω γύρω πριν μπω μεσα αλλά απ’οσο μπορω να διακρίνω κανείς δεν με ακολουθεί. Παίρνω βαθιά ανάσα και μπαινω μέσα. Ελπίζω να έχω φτάσει εγκαίρως.

Η Λίσα βρίσκεται στο δωμάτιο της. Γυρίζει μόλις ακούει τα βήματα αλλά δεν μοιάζει να ανησυχεί για τίποτα. Κρατάει στα χέρια της ένα πιάτο απο το οποίο ρουφάει το ουντόν της. Μου κάνει νόημα να καθήσω δίπλα. Τα μάτια της μένουν προσκολλημένα σχεδόν με ευλάβεια πάνω στις οθόνες οι οποιές δείχνουν σκηνές απο όλη την πόλη.

Προσπαθώ να μαζέψω τις σκέψεις μου. Ξέρω πως δεν έχει κανένα νόημα να της μιλήσω τώρα, την ώρα που απολαμβάνει το φαι της. Ακόμα και αν έσκαγαν βόμβες δίπλα της εκείνη την στιγμή, εκείνη θα εξακολουθούσε να τρώει αμέριμνη. ΄Δεν πρέπει να την πανικοβάλλω...΄ σκέφτομαι.  Ξέρω πόσο δεμένη είναι με τον Σενσεϊ. Μου είναι δύσκολο να προβλέψω την αντίδραση της όταν της πω πως η ειρηνική μας και σίγουρη ζωή δίπλα στον Σενσεϊ έχει τελειώσει.

Εκείνη τελειώνει το φαί της. Ακουμπάει πάνω στο τραπέζι το πιάτο και σκουπίζει τα χείλη της. Αναστενάζει με ευχαρίστηση και τρύβει την κοιλιά της. Οι αλοογουρές της αναπηδάνε πάνω κάτω με την παραμικρή κίνηση.

¨Ξέρω ... ¨ μου λεει πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε.

Σαστισμένος την κοιτάω με στόμα ορθάνοιχτο απο την έκπληξη.

¨Αυτό το αγόρι... Είχε κάτι το τρομακτικό πάνω του.¨ συνεχίζει . ¨Αν ήμουν δίπλα σου, θατον χτύπαγα αλύπητα. Μπορεί να είναι μικρός αλλά και εγώ δεν είμαι και πολύ μεγαλυτερή του. Οπότε δεν νομίζω να μας έδινε κανείς σημασία...¨

¨Λιιι....σα....¨ κάνω τραυλίζοντας. ¨ Πως...¨

¨Πως το γνώριζα; Ω, μα είναι απλό Λη. Νομίζεις οτι σε παρακολουθώ μόνο όταν είσαι σε αποστολή; Το drone μου πάντα πάει μαζι σου. Γνωρίζω την κάθε σου κίνηση ώστε σε περίπτωση που χρειαστεί να επέμβω να υπάρχει κάποιος κοντά σου.¨

Τα πάντα μέσα μου σφίγγονται. Νιώθω ανακούφιση και κομπασμό ταυτόχρονα.   Ξέρω πως για την Λισα οι δημιουργίες της είναι σαν τα παιδιά της. Δε τα ξεχωρίζει απο ζωντανά όντα. Για την ακρίβεια βασίζεται σε αυτά πολύ περισσότερο απ’οτι σε ανθρώπους.

¨Ξέρω πως θέλουν κάτι απο σενα Λη και πιθανόν μπορεί να σου δώσουν κάτι σε αντάλλαγμα. Μπορεί όμως και απλά να σε παίζουν στα δάχτυλά τους για να τους δώσεις εσύ αυτό που θέλουν και ύστερα να σε πετάξουν...¨ συνεχίζει εκείνη.

¨Υπάρχουν και άλλοι Κυνηγοί Ονείρων...¨ μουρμουρίζω.

¨Πιθανόν να μην έχουν φτάσει φήμες στα αυτιά σου...Η .. Απλά ως συνήθως να μην παίρνεις χαμπάρι τι γίνεται κάτω από την μύτη σου! ¨ λέει η Λίσα ξερά. Γυρίζει προς το μερος μου την κοντινότερη οθόνη και πάνω της αρχίζουν και τρέχουν τίτλοι ειδήσεων. Βλέπω επικεφαλίδες οι οποίες αναφέρουν διάφορα ονόματα.  Aki Genji, Kiyoshi Genda, Kou Gakusha, Kyo Hira, Nao Ii… Διαβάζω τις επικεφαλίδες όπου εμφανίζονται αυτά τα ονόματα .  Κοιτάζω έκπληκτος την Λίσα , η οποία κουνάει το κεφάλι της.

¨Ακόμα δεν έχεις καταλάβει τίποτα;¨ ρωτάει. Εστιάζω πάλι την προσοχή μου πάνω στα ονόματα. Οι τίτλοι αναφέρουν πως όλοι αυτοί έχουν απαχθεί μπροστά στα μάτια περαστικών και απλών πολιτών κάτω από το φως της ημέρας και αν κάποιος γνωρίζει κάτι μπορεί να απυθύνεται στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα.

Ξαφνικά κάτι κάνει «κλικ» στο κεφάλι μου. Σηκώνω έκπληκτος το κεφάλι μου προς την Λίσα. « Αυτοί... είναι όλοι Κυνηγοί Ονείρων!» λέω έκπληκτος.  Εκείνη κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι της.

Παρά το γεγονός οτι μεταξύ μας χρησημοποιούμε παρατσούκλια και όχι τα πραγματικά μας ονόματα, ωστόσο το μικρο μας κύκλωμα γνωρίζει τα πραγματικά ονόματα του καθένος μας.

Τραβάω έξω την οθόνη της Λίσα. Βλέπω να αναβοσβήνει ένα κόκκινο χ στο πάνω αριστερό της μήνυμα. Νιώθω σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε πάνω στο προσωπό μου αλλά παρ’όλα αυτά πατάω πάνω στο κόκκινο χ και μπροστά μου ανοίγει το μήνυμα.

Έχει σταλεί από τον μεγαλύτερο από μας, τον Nobu Ise. ¨Να προσέχετε. Κάποιος μας έχει βάλει στο μάτι.¨  λέει μέσα το μήνυμα. Μόλις το διαβάζω , εκείνο εξαφανίζεται.

Κοιτάζω την Λισα μπερδεμένος. Τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκα.

Κοιτάζω ξανά τους τίτλους των ειδήσεων . Μετράω τα ονόματα. 12. Κρατάνε 12 απο μας. Τι θέλουν; Γιατί τώρα;

Η Λισα μοιάζει να έχει μαντέψει τις σκέψεις μου. Με πλησιάζει και πιάνει το χέρι μου. ¨Ας φύγουμε. Ο Σενσεϊ θα ανησυχεί για μας.¨

Γυρίζει προς το πληκτρολόγιο. Αναστενάζει. Φαίνεται πως βάζει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα που διαγράφει όλα τα δεδομένα που έχει συλλέξει καθώς οι οθόνες μαυρίζουν και διάφοροι κώδικες και σύμβολα τρέχουν πάνω σε αυτές.

Οπισθοχωρεί και ρίχνει μια τελευταία ματιά σε όλα τα πράγματα.

¨θα φύγεις τόσο απλά αφήνοντας όλα τα πράγματα σου εδώ; ¨ ρωτάω χαμογελόντας.   Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως μπορεί να εγκαταλείψει αυτό το μέρος με τόση ευκολία μετά απο τόσες μετατροπές και επισκευές που έχει κάνει σε όλα τα μηχάνηματα που υπάρχουν εδώ μεσα.

Εκείνη χαμογελάει. ¨ Έχω μαζί μου όλα οσα μου χρειάζονται. Και αν δεν τα έχω, πάντα μπορώ να τα δημιουργήσω¨ και με αυτά τα λόγια βγαίνει απο το δωμάτιο.

 

Η ανατροπή.

 

Το τρένο κινείται με απίστευτα αργούς ρυθμούς. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Μπορεί να είναι όμως και η φαντασία μου ή η ανυπομονησία να ενωθούμε με τον Σενσεϊ. Θέλω να τον δω για να σιγουρευτώ πως δεν έχει πάθει κάτι.

Το τρένο σταματάει. Η φωτεινή επιγραφή πάνω απο την πόρτα λέει «Ικεμπούκουρο». Έχουμε φτάσει. Τραβάω την Λίσα που έχει μέινει αμίλητη κατα την διάρκεια της διαδρομής απο το χέρι και βγαίνουμε έξω απο το βαγόνι.

Έξω έχει σκοτεινιάσει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω αλλά δεν υπάρχει ψυχή γύρω. Ένα αίσθημα αγωνίας γεννιέται μέσα μου και προσπαθώ να το πνίξω. Αλλά η Λίσα είναι ακόμα πιο ανυπόμονη απο μένα. ¨Που είναι; Γιατί δεν έχει έρθει; ¨ ρωτάει , τραβώντας τις άκρες των μαλλιών της. Βλέπω τα μάτια της να γεμίζουν με δάκρυα.

Νιώθω την ανησυχία της να μεταδίδεται και σε μενα. ¨Λίσα... ¨ λέω προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος, ¨ μπορεί να του έτυχε κάτι. Μπορεί απλά να κόλλησε στην κίνηση...¨ ¨ΟΧΙ!¨ σχεδόν ουρλιάζει εκείνη. Τρέχει απο την μια άκρη του σταθμού ως την άλλη. ¨Σενσει! ΣΕΝΣΕΙ!¨ φωνάζει το όνομα του.

Εκείνη την ώρα ακούγεται ένα βουητό. Βγάζω την οθόνη μου έξω. Έχω μήνυμα. Πατάω το εικονίδιο και διαβάζω ¨Βγείτε στην Λεωφόρο. Σας περιμένει ένα αυτοκίνητο που θα σας πάει σε ασφαλές μέρος. Θα σας συναντήσω εκεί.¨

Κοιτάζω το μήνυμα μη πιστέυοντας στα μάτια μου. Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για παγίδα. Εκείνη την ώρα με πλησιάζει η Λίσα. Προσπαθεί να διαβάσει το μήνυμα. ¨Είναι απο τον Σενσεϊ; ¨ ρωτάει.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. ¨Άκου Λίσα... Το καταλαβαίνω πως είσαι αναστατωμένη αυτή τη στιγμή αλλά πρέπει πάση θυσία να μην τραβάμε την προσοχή των άλλων και...¨

Δεν προλαβαίνω  να ολοκληρώσω την φράση μου όταν η Λίσα τραβάει την οθόνη απο τα χέρια μου. Είναι καλή σε αυτά. Την παρακολουθώ ανήμπορος καθώς διαβάζει το μήνυμα.  Σηκώνει το βλέμμα της. ¨Είναι παγίδα...¨ λέει και βυθίζεται στην σκέψεις της. Εν ριπή οφθαλμού γίνεται πάλι το κορίτσι που πάντα μπορεί να βρει λύση σε οτιδήποτε.

¨Πρεπει να φύγουμε απο δω...¨ λέω νιώθοντας πως κάθε στιγμή που περνάει  μας χωρίζει ολοένα και πιο πολύ από τον Σενσέϊ.

Η Λίσα ρίχνει μια σκεπτική ματιά στον χώρο. Σκουπίζει τα μάτια της και γίνεται πάλι η γνωστή Λίσα που διατηρεί πάντα και παντού την ψυχραιμία της.

Χαμηλώνει το βλέμμα της. ¨Συγνώμη…¨ την ακούω να μουρμουρίζει ¨Δεν σκέφτηκα πως εσύ είσαι αυτός που κινδυνεύει. Τρόμαξα πως θα έχανα όλη αυτή την οικογενειακή ζωή  που απολαμβάναμε τα τελευταία χρόνια Λη. Αλλά..¨ σηκώνει τα μάτια της. ¨Τι σημασία έχουν αν χάσω εσένα; Είσαι και εσύ οικογένεια μου…. Η μόνη που θα έχω οτιδήποτε… και αν συμβεί…¨

Δεν μπορώ να αντισταθώ. Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή δάκρυα θα τρέξουν από τα μάτια μου. Την τραβάω στην αγκαλιά μου. ¨Δεν παύεις να είσαι ένα μικρό κορίτσι Λίσα , ¨ της ψιθυρίζω ¨ακόμα και αν είσαι ικανή να συναρμολογήσεις ένα mecha σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς βοήθεια από κανέναν¨.

Εκείνη κουνάει σιωπηλά το κεφάλι της. Της ξεφεύγει ένα αναφιλητό.

¨Πρέπει να φύγουμε¨ λέω. ¨Ο Σενσέϊ είναι εκεί έξω. Είναι και αυτός οικογένεια, το θυμάσαι;¨

Η Λίσα με κοιτάζει κατάματα. ¨Ξέρεις γιατί ο Σενσέϊ ποτέ δε κατάφερε να σε δει σαν αντικείμενο ερευνάς Λη;  Γιατί στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες της ΔΙΚΗΣ του οικογένειας; ¨

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.

¨Ένα βράδυ που εσύ έλειπες από το σπίτι για Κυνήγι Λη βρήκα τον Σενσέϊ να κοιτάζει μια φωτογραφία. Δεν πρόλαβε να την κρύψει όταν μπήκα στο δωμάτιο. Μια μικρή φωτογραφία που ίσα χώραγε στην παλάμη. Ήταν τόσο φθαρμένη που ήταν ολοφάνερο πως την κουβαλούσε παντού μαζί του. ¨ είπε η Λίσα .

¨Βλέποντας με ο Σενσέϊ πανικοβλήθηκε και προσπάθησε να την κρύψει, αλλά ξέρεις πως κάνω όταν θέλω να μάθω κάτι…¨ λέει η Λίσα. Χαμογελάει ενώ ταυτόχρονα βλέπω δάκρυα να γυαλίζουν στις άκρες των ματιών της.

Άθελα μου χαμογελάω. Ξέρω ακριβώς πως είναι η Λίσα όταν την τρώει η περιέργεια της.

¨Πάνω της υπήρχε μια γυναίκα που κρατούσε ένα αγοράκι γύρω στα τέσσερα.¨ συνέχισε η Λίσα. ¨Ήταν η γυναίκα και ο γιος του Σενσέϊ που πέθαναν σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ένα χρόνο πριν μας βρει. Εκείνος εκείνη την περίοδο ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με την δουλειά του.¨

Αναρωτιέμαι αν η Λίσα ξέρει τι έκανε ο Σενσέϊ αλλά το ήρεμο της βλέμμα δεν φανερώνει τίποτα.

¨ Έφτασε στο νοσοκομείο για να τους δεν να πεθαίνουν ακριβώς μπροστά στα μάτια τους.   Τότε κατάλαβε πως δεν είναι θεός. Ακόμα και αν έδινε την ζωή του, ούτε εκείνη ούτε ο γιός του θα επέστρεφαν . Έτσι αναθεώρησε όλα όσα έκανε μέχρι τότε και αποφάσισε να ασχοληθεί με ιδιωτική πρακτική¨ συνεχίζει η Λίσα.

Με κοιτάει για λίγο σκεφτική. Το βλέμμα της σκοτεινιάζει. ¨Ξέρω πως ο Σενσέϊ έκανε τρομερά πράγματα. Δεν μου έχει πει τίποτα άλλα Λη…  Έχεις δει ποτέ δικό του Όνειρο;¨

Σηκώνω κατάπληκτος το βλέμμα μου και νιώθω λες και με χτυπάει κεραυνός. Όχι. Δεν έχω δει ποτέ κανένα όνειρο του Σενσέϊ. Απορώ πως όλο αυτό το διάστημα ποτέ δεν έχει περάσει από το μυαλό μου. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Ξέρω πως μπορώ να προγραμματίσω  τον εαυτό μου για τον πομπό ή με απλές λέξεις τον άνθρωπο από τον οποίο μπορώ να μπλοκάρω το μυαλό μου και να μη βλέπω τα όνειρα του. Αυτό έκανα τόσο καιρό με την Λίσα.

Μικρότερη έβλεπε συνέχεια εφιάλτες . Μη αντέχοντας άλλο τα Όνειρα της έκοψα την Επαφή με εκείνη. Έτσι, ήταν από τα λίγα άτομα από τα οποία δεν λάμβανα Όνειρα. Αλλά ο Σενσέϊ;

¨Τον έχω ακούσει τις νύχτες που λείπεις να ουρλιάζει στον ύπνο του…¨ λέει η Λίσα. ¨Ξέρω πως ανησυχεί για σένα. Όπως επίσης  είμαι σίγουρη πως αυτά που έχει κάνει δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί ήσυχος…¨

Την κοιτάζω και τώρα μπορώ να καταλάβω το μέγεθος της απόγνωσης της. Τον ξέρει καλύτερα από μένα. Ανησυχεί για εκείνον. Ξέρει το παρελθόν του σε αντίθεση με το δικό μας.

¨θα τον βρούμε¨ λέω με σιγουριά.

Την κοιτάζω κατάματα. Το βλέμμα της δεν μου αρέσει.

 Τα χείλη της ανοίγουν. Πλησιάζει το αυτί μου.

¨Ο σταθμός είναι περικυκλωμένος¨ ψιθυρίζει. 

 

Ο χωρισμός.

 

 

Για μια στιγμή νιώθω τα πάντα μέσα μου να παγώνουν. Νιώθω να πανικοβάλλομαι. Αλλά βλέποντας την Λίσα να διατηρεί της ψυχραιμία της και να ρίχνει κλεφτές ματιές γύρω προσπαθώντας να βρει τρόπο να αποδράσουμε ηρεμώ.

Εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα της. κάνει υπολογισμούς μέσα στο μυαλό της. ¨Πρέπει να χωριστούμε¨ λέει τελικά. ¨Προς το παρόν μπόρεσα να εντοπίσω πέντε οπλισμένους άνδρες αλλά δε ξέρεις ποτέ τι άσο μπορεί να έχουν στο μανίκι τους¨

Η καρδιά μου βουλιάζει. Ήταν ακριβώς τα λόγια που δεν ήθελα να ακούσω.

¨Λίσα…¨ ψελλίζω. Εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. ¨Φοβάμαι πως είναι πολύ ριψοκίνδυνο να κάνουμε το οτιδήποτε αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι και τι θέλουν από μας. Το πιο ασφαλές είναι να χωριστούμε. Λη… Άκου. Ο εξοπλισμός μου αυτή τη στιγμή δεν φτάνει για να προστατέψει και τους δύο μας. ¨

Με κοιτάει κατάματα και βλέπω την απελπισία να καθρεφτίζεται στα μάτια της. Δεν πρέπει να σπάσω γιατί ξέρω πως και εκείνη δε θα αντέξει να κάνει αυτό που πρέπει προκειμένου να σωθούμε.

Βάζοντας όλες μου τις δυνάμεις σε μια απλή κίνηση, σε ένα νεύμα του κεφαλιού , την κοιτάζω κατάματα προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος. Εκείνη με αγκαλιάζει . ¨Μόλις βρω τα υλικά θα έρθω να σε πάρω. Όπου και αν βρίσκεσαι… να θυμάσαι…¨ με κοιτάζει κατάματα ¨Είμαι πάντα μαζί σου.¨

Κουνάω αδύναμα το κεφάλι μου. ¨Και τώρα… τρέξε…¨ μου ψιθυρίζει και με σπρώχνει με δύναμη προς την αντίθετη μεριά.

Νιώθω τον αέρα να σφυρίζει στα αυτιά μου καθώς βάζω τα δυνατά μου για να τρέξω τόσο γρήγορα όσο δεν έχω τρέξει ποτέ στη ζωή μου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά ενώ η ανάσα μου γίνεται κοφτή,

Στα αυτιά μου φτάνουν αποκόμματα φράσεων και αναστατωμένες φωνές . Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ κινητικότητα στον χώρο γύρω από τον σταθμό αλλά δεν έχω χρόνο να παρατηρήσω πιο εξονυχιστικά τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή.

Τρέχω, τρέχω, τρέχω προσπαθώντας να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω και προς τα πού πρέπει να πάω. Η περιοχή γύρω από τον σταθμό μου είναι άγνωστη. Έτσι προς το παρόν δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να ακολουθώ τις γραμμές του τρένου ενώ ταυτόχρονα φροντίζω να κινούμαι ανάμεσα στις σκιές.

Τα μάτια μου βλέπουν μια τρύπα σε σιδερένιο φράχτη που περιβάλλει τον χώρο. Χωρίς δεύτερη σκέψη τρέχω προς τα εκεί .

Χωρίς να έχω υπολογίσει όμως την φόρα με την οποία τρέχω χάνω τον έλεγχο των κινήσεων. Επιπλέον το έδαφος έχει πάρει την κατιούσα και έχοντας πέσει κατρακυλώ νιώθοντας το σώμα μου να αντιδρά σε κάθε καινούργιο χτύπημα.

Προσπαθώ να ανακόψω την πτώση μου αλλά πρώτου τα καταφέρω το κεφάλι μου προσκρούει πάνω σε μια πέτρα. Νιώθω την γεύση του αίματος να πλημμυρίζει το στόμα μου και ύστερα χάνω τις αισθήσεις μου.

..Ανοίγω αργά τα μάτια μου. Επικρατεί μισοσκόταδο.

Ανακάθομαι με πολύ κόπο νιώθοντας τον κάθε μυ του σώματος μου να πονάει φριχτά ενώ το στόμα μου έχει ακόμα την μεταλλική γεύση του αίματος. Προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι .

Μια σκιά αναδεύεται και απομακρύνεται από τον τοίχο. Προσπαθώ να σύρω τα πόδια μου αλλά νιώθω τόσο αδύναμος που δεν καταφέρνω να μετακινηθώ ούτε για μισό εκατοστό.

Νιώθω τα πάντα να γυρίζουν γύρω μου με τρελό ρυθμό. Γέρνω το κεφάλι στον ώμο και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα χάσω τις αισθήσεις μου. Κάτι μπήγεται στο πόδι μου και ανάμεσα από τις βλεφαρίδες διακρίνω ένα χέρι να απομακρύνεται από αυτό. Υποθέτω πως μόλις μου έκαναν ένεση .

 Σε λίγη ώρα αυτό που περιείχε η ένεση επιδρά πάνω μου. Νιώθω πως ο πόνος υποχωρεί. Κινώ τα δάχτυλα μου και ανοίγω τα δάχτυλα μου. Ένας άνδρας κάθεται απέναντι μου.

Εστιάζω το βλέμμα μου πάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το πρόσωπό του μου φαίνεται οικείο. “ Nobu Ise…” βγαίνει ψιθυριστά από το στόμα του. Είναι ο ηγέτης μας αυτή τη στιγμή, ο άνθρωπος που μας ενώνει. Με το εμάς εννοώ εμάς, τους Κυνηγούς των Ονείρων.

Εκείνος κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του. Χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του.

¨Που είμαι; Που με έφερες;¨ ρωτάω το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου. ¨Τι είναι αυτό το μέρος;¨ Νιώθω τις δυνάμεις αργά αλλά σταθερά να επιστρέφουν στο σώμα μου. Ωστόσο είμαι σίγουρος πως δεν είμαι ικανός να τρέξω ούτε 250 μέτρα στην κατάσταση που βρίσκομαι.

¨Πολύ φοβάμαι πως στη φάση που βρίσκεσαι μικρέ, αυτός που οφείλει να απαντήσει στις ερωτήσεις μου είσαι εσύ. ¨ απαντάει εκείνος. Τα κόκκινα του μάτια με κοιτάνε εξεταστικά. ¨Απάντησε μου… Τι σου λέει ο αριθμός 17538

Γέρνω το κεφάλι μου προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος. Κλείνω τα μάτια μου. ¨17538; Πρώτη φορά ακούω αυτόν τον αριθμό¨.

Κρύα και σκληρή επιφάνεια αγγίζει το λαιμό μου. Δεν χρειάζεται να ανοίξω τα μάτια μου για να καταλάβω πως ένα μαχαίρι ακουμπάει τον λαιμό μου. ¨Δεν είσαι και πολύ καλός στα ψέματα Λη. Βλέπεις… Υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζεις για τους Κυνηγούς Ονείρων. Ήσουν τόσο καιρό ένας lone wolf αγόρι… (shonen* γιαπωνεζικα) ¨

Χαμογελάει.  Τον μισώ με όλη μου την καρδιά εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που με κρατάει από του να ριχτώ είναι η λεπίδα του μαχαιριού του ανάμεσα μας.

¨Αυτό που δεν ξέρεις λοιπόν αγόρι, είναι πως ο καθένας μας… Έχει μια ξεχωριστή Ικανότητα Λη. Βλέπεις, εγώ μπορώ να διακρίνω πότε κάποιος μου λέει ψέματα. Ε λοιπόν ναι. Μου λες ψέματα αυτή τη στιγμή. Λοιπόν…. Ποια είναι η δική σου Ικανότητα;¨

Σκύβει και με κοιτάει εξεταστικά.

Για μια στιγμή νιώθω την λεπίδα να απομακρύνεται από τον λαιμό μου.

Και ξαφνικά τα πάντα ξεκαθαρίζουν ως δια μαγείας μέσα στο μυαλό μου. Μπροστά στα μάτια μου εμφανίζονται οι τίτλοι ειδήσεων  Όλες αυτές οι απαγωγές και οι εξαφανίσεις Κυνηγών είναι δική του δουλειά. Μόνο ένας από μας που γνωρίζει τις πραγματικές μας ταυτότητες και τα πρόσωπα του καθενός από μας μπορεί να δρα εις βάρος μου.

¨Γιατί το κάνεις; ¨ ρωτάω. Για κάποιο λόγο νιώθω πως πρέπει να κερδίσω χρόνο. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένω αλλά οι ελπίδες δεν με εγκαταλείπουν.  ¨Είσαι ένας από μας . Τι έχεις να κερδίσεις¨

Ο Nobu ξαφνικά μοιάζει να χάνει τις δολοφονικές του διαθέσεις. Το βλέμμα του γίνεται κενό. Με κοιτάει με βαθιά απογοήτευση. ¨θα μάθεις πως οι άνθρωποι προδίδουν Λη… Και έχουν τους λόγους τους. Λυπάμαι πραγματικά Λη…¨

Με κοιτάει και το βλέμμα του ξαφνικά γίνεται και πάλι νηφάλιο και χαιρέκακο.

¨Λοιπόν Λη; Δεν έχω όλη την νύχτα στην διάθεσή μου.¨

Ανοίγω τα μάτια μου και τον κοιτάω με μίσος. ¨Δε θα μάθεις τίποτα από μενα σιχαμερέ προδότη!¨

Ο άνδρας μισοκλείνει τα μάτια του. Από την αντίδραση του καταλαβαίνω πως η απάντηση μου δεν του άρεσε. Σηκώνει το χέρι του για να με χτυπήσει.

Μαζεύομαι καθώς μέσα μου τα πάντα παγώνουν.

Αλλά το χέρι του δεν με φτάνει ποτέ. Ο τοίχος πίσω του καταρρέει πάνω του πλακώνοντας τον ενώ σύννεφο σκόνης σηκώνεται στον αέρα.

Ανοίγω τα μάτια μου βήχοντας καθώς η σκόνη έχει καλύψει τα πάντα γύρω. Μια μορφή κινείται προς το μέρος μου.

Έκπληκτος αφήνω μια κραυγή χαράς να ξεφύγει από το στόμα μου. Είναι η Λίσα. Πίσω της προεξέχει μια μηχανή που αιωρείται στον αέρα και σχήμα της οποίας δεν είμαι σε θέση να διακρίνω ξεκάθαρα λόγω της σκόνης που έχει σηκωθεί.

Τινάζει τα χέρια της. ¨Για όνομα του Θεού Λη!¨ φωνάζει. ¨Πέρασε μόλις μιάμιση ώρα από την στιγμή του χωρισμού μας. Που έμπλεξες πάλι; ¨

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..