Jump to content

Πρόσεχε τι διαβάζεις!


Viktor_S

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κίμωνας
Είδος: ρεαλιστική φαντασία
Βία; ΝΑΙ
Σεξ; ΟΧΙ
Αριθμός Λέξεων:4396
Αυτοτελής; Ναι
 

 

                                  Πρόσεχε τι διαβάζεις!

 

Ο μοναχός Βικέντιος διάβαζε βιβλία από τότε που μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του. Ήταν τέτοια η αγάπη του για τον γραπτό λόγο που έφτανε στα όρια της ψύχωσης. Το μικρό δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει ο Ηγούμενος της μονής ήταν πάντα γεμάτο με βιβλία διαφόρων ειδών και περιεχομένων. Διάβαζε τα πάντα εκτός από κάποια εξειδικευμένα βιβλία που αφορούσαν κυρίως τις διάφορες επιστήμες. Μεγάλη του αγάπη ήταν τα χειρόγραφα από παλαιότερους μοναχούς που είχαν ηλικία εκατοντάδων χρόνων. Η μυρωδιά των πανάρχαιων περγαμηνών και ο σεβασμός που απαιτούσαν οι κιτρινισμένες σελίδες κυρίευαν τις αισθήσεις του βιβλιοφάγου μοναχού.

Ο Βικέντιος φυσικά δεν ασχολούνταν με τίποτα άλλο στο μοναστήρι και συχνά παραμελούσε και τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Αυτή του η συμπεριφορά είχε προκαλέσει πολλές φορές την δυσφορία των άλλων μοναχών αλλά ο Ηγούμενος που είχε αδυναμία στον νεαρό μοναχό πάντα τον κάλυπτε και τον δικαιολογούσε. Δεν ήταν λίγες οι φορές φυσικά που ο Ηγούμενος του είχε επισημάνει προσωπικά το λάθος της συμπεριφοράς του δίχως όμως να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Περνούσαν λίγες μέρες και ο Βικέντιος επανερχόταν στην ίδια αντικοινωνική του ρουτίνα.Μεγάλο ρόλο για την συμπάθεια του Ηγούμενου έπαιζε και η μικρή αναπηρία που είχε ο μοναχός. Το δεξί του πόδι δεν ήταν σχηματισμένο σωστά και αναγκάζονταν πάντα να κουτσαίνει. Αυτή η εκ γενετής ιδιομορφία του τον έκανε αντικοινωνικό από πολύ μικρή ηλικία. Μερικά αρνητικά σχόλια και κοροϊδίες από συμμαθητές του είχαν ωθήσει τον Βικέντιο στο να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Απέφευγε σθεναρά τις κοινωνικές συναναστροφές και η ιδέα και μόνο της εργασίας,όπου καθημερινά οι άνθρωποι θα έβλεπαν το πρόβλημα του,τον τρομοκρατούσε. Οι γονείς του,δύο πολύ καλοί άνθρωποι, υπομονετικά προσπαθούσαν να τον κάνουν να καταλάβει πως ο ίδιος είχε μεγεθύνει το πρόβλημα του μέσα στο μυαλό του. Έψαξαν διάφορες λύσεις,από χειρουργικές επεμβάσεις μέχρι και πειραματικές θεραπείες αλλά πάντα ο Βικέντιος την τελευταία στιγμή έκανε πίσω.

Η απόφαση του για να γίνει μοναχός δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην οικογένεια. Ήταν ανέκαθεν θρήσκος και πάντα έβλεπε τους ιερωμένους σαν ανθρώπους που. λόγο της πνευματικότητας τους, δεν ενδιαφέρονταν για τα σωματικά προτερήματα ή ελαττώματα. Στην αρχή το συζήτησε με τους γονείς του οι οποίοι αντιτάχθηκαν από την αρχή στην ιδέα αυτή. Του είπαν πως οι άνθρωποι γίνονται μοναχοί επειδή έχουν κλίση προς τα Θεία και όχι για να αποφύγουν την κοσμική ζωή. Ο ίδιος όμως συνέχιζε να καλλιεργεί την ιδέα του μοναχισμού μέσα του.

Αφού πέρασε λίγος καιρός ο νεαρός άρχισε από μόνος του να αλλάζει χαρακτήρα προς το καλύτερο. Οι γονείς του είδαν ευχάριστα την αλλαγή στο παιδί τους και με διακριτικότητα έμαθαν πως ο Βικέντιος ερωτεύτηκε ένα συνομήλικο του κορίτσι. Το κορίτσι αυτό δούλευε σε ένα internet cafe που συνήθιζε να πηγαίνει ο γιος τους και σιγά-σιγά γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι. Όταν όμως ο Βικέντιος εκμυστηρεύτηκε τα ερωτικά αισθήματα του στην κοπέλα, αυτήν τον απέρριψε λέγοντας του πως δεν μπορεί να κυκλοφορεί με έναν ανάπηρο. Έναν χρόνο μετά και έπειτα από πολλά δράματα και ταραχές ο Βικέντιος αποφάσισε στα είκοσι πέντε του χρόνια να γίνει μοναχός.

Το μοναστήρι όμως δεν ζημιώθηκε αλλά αντίθετα κέρδισε από την άφιξη του νεαρού. Αφού πέρασαν λίγα χρόνια και με την άδεια του Ηγούμενου , ο Βικέντιος ζήτησε ευλογία για να φτιάξει μια βιβλιοθήκη. Και το κατάφερε. Έπειτα από πολύ τρέξιμο και αναζήτηση χορηγών μπόρεσε να ανακαινίσει ένα κομμάτι του παλιού μοναστηριού και να δημιουργήσει μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Αρχαίες περγαμηνές και χιλιάδες έντυπα από τα οποία πολλά ήταν αρχέτυπα και παλαιότυπα κοσμούσαν την πανέμορφη βιβλιοθήκη δίνοντας στο μοναστήρι μια διαφορετική αίγλη. Σαν συνέπεια αυξήθηκαν και οι επισκέπτες και μαζί με αυτούς και τα έσοδα. Ο Ηγούμενος βλέποντας το ταμείο γεμάτο για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια όρισε ως υπεύθυνο της βιβλιοθήκης τον Βικέντιο και ξέκοψε κάθε παράπονο σχετικά με την συμπεριφορά του από τους άλλους μοναχούς.

Μια μέρα, ο βιβλιοθηκάριος πλέον μοναχός, βρήκε ένα παμπάλαιο βιβλίο ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα που ήταν πεταμένα όπως-όπως σε μια σοφίτα του μοναστηριού. Το μοναστήρι ήταν τόσο μεγάλο και παλιό που ακόμα και ο Ηγούμενος δεν θυμόταν την ύπαρξη των βιβλίων στην σκονισμένη σοφίτα. Ο Βικέντιος ένοιωθε σαν να είχε βρει έναν θησαυρό και δεν είχε και άδικο. Στα χέρια του κρατούσε ένα εξαιρετικά παράξενο βιβλίο. Οι σελίδες του ήταν φτιαγμένες από κάποιο δέρμα, ζώου μάλλον, ενώ το εξώφυλλο του ήταν μεταλλικό, πιθανώς μπρούντζινο. Όλα έδειχναν πως το βιβλίο αυτό ήταν σημαντικό και ο μοναχός δεν έχασε χρόνο με τα υπόλοιπα. Κατέβηκε στην βιβλιοθήκη και εκεί ,αφού άπλωσε μια χοντρή πετσέτα σε ένα τραπέζι, ακούμπησε ευλαβικά το βιβλίο. Το εξώφυλλο ήταν λείο και είχε το χρώμα που έχει ο μπρούντζος όταν οξειδώνεται. Δεν είχε απολύτως καμία επιγραφή ή διακόσμηση. Από μέσα το εξώφυλλο ήταν ντυμένο με μια σελίδα από δέρμα. Έπειτα ακολουθούσαν δύο κενές σελίδες και μετά άρχιζε το κείμενο. Οι δερμάτινες σελίδες δεν εντυπωσίασαν τον μοναχό. Δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στην δημιουργία βιβλίων και υπήρχε και ένα στο μοναστήρι που οι σελίδες του ήταν χάρτινες αλλά το εξώφυλλο του ήταν φτιαγμένο από ανθρώπινο δέρμα. Συνήθως τέτοια βιβλία έφτιαχναν όσοι ασχολούνταν με μαύρη μαγεία και θέλοντας να δώσουν μια διαφορετική αισθητική στα βιβλία τους χρησιμοποιούσαν τέτοια υλικά. Όλα φυσικά τα κείμενα που φιλοξενούσαν τα βιβλία αυτά ήταν μπούρδες και ασυναρτησίες αλλά είχαν κάποιο ενδιαφέρον.

Ο μοναχός με προσοχή κοίταξε την πρώτη σελίδα του κειμένου. Τα γράμματα ήταν ευδιάκριτα και ήταν αρχαία ελληνικά!Ο Βικέντιος παραξενεύτηκε. Το δέσιμο του βιβλίου,τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και ο γραφικός χαρακτήρας σε τίποτα δεν θύμιζαν τους αρχαιοελληνικούς παπύρους. Τουλάχιστον από όσους είδε δει στο internet.

 

«Άρα το βιβλίο γράφτηκε πολύ αργότερα ίσως κατά την περίοδο του Μεσαίωνα όπου δημιουργήθηκαν πολλά γριμόρια ή κάποιος μου κάνει πλάκα»μονολόγησε σκεπτικά.

 

Το κείμενο των πρώτων σελίδων εξιστορούσε την ζωή ενός μεγάλου Έλληνα μύστη που ζούσε στους Δελφούς. Το όνομα του ήταν Πύθιος και σύμφωνα με το κείμενο ο μύστης αυτός είχε την ικανότητα να μαθαίνει τα πάντα για το παρελθόν του κάθε ανθρώπου χωρίς όμως να χρειαστεί να μιλήσει μαζί του. Ο Βικέντιος βρήκε την ικανότητα του αυτή ιδιαιτέρως βαρετή. Όλοι ξέρουν το παρελθόν τους. Αυτό που θα είχε ενδιαφέρον θα ήταν η ικανότητα να μάθεις τα μελλούμενα.

Ο βιβλιοθηκάριος όμως συνέχιζε να διαβάζει με προσοχή και ανακάλυψε πως η ικανότητα αυτή είχε κάποια ωφέλεια τελικά. Σύμφωνα με το ξόρκι οι άνθρωποι αφήνουν ένα ψυχικό ''αποτύπωμα'' στο περιβάλλον, το οποίο μπορεί ο μύστης να εκμεταλλευτεί .Ο μύστης πρώτα από όλα έπρεπε να βρει ένα προσωπικό αντικείμενο του ανθρώπου που το παρελθόν ήθελε να μάθει. Έπειτα κρατώντας το αντικείμενο και με τα δύο του χέρια και λέγοντας ένα περίπλοκο ξόρκι η ζωή του ανθρώπου θα εμφανιζόταν σαν ανοιχτό βιβλίο μέσα στο μυαλό του μύστη. Όλες οι πράξεις του, οι αναμνήσεις , οι βαθύτερες επιθυμίες και οι φόβοι του θα αποκαλύπτονταν.

Ο νεαρός μοναχός βρήκε την ιδέα αρκετά ευχάριστη. Έχεις ένα αντικείμενο κάποιου προσώπου, λες το ξόρκι και μαθαίνεις τα πάντα για το πρόσωπο αυτό άσχετα εάν ακόμα ζει ή πέθανε. Σαν να διαβάζεις μια βιογραφία. Ο Βικέντιος έκλεισε το παλιό βιβλίο με πολύ προσοχή,σαν να ήταν φτιαγμένο από γυαλί. Έπειτα άνοιξε έναν υπολογιστή που βρισκόταν σε ένα διπλανό τραπέζι και από εκεί μπήκε στο Internet.

Αφού έκανε μια μικρή έρευνα, βρήκε κάποιες αναφορές σχετικά με το όνομα του μύστη. Η κυριότερη ήταν πως ο ''Πύθιος'' ή ''Πύθων" ήταν ένας δράκος που ζούσε στην περιοχή των Δελφών.Το φοβερό αυτό τέρας προκαλούσε φοβερές καταστροφές στον τοπικό πληθυσμό αλλά οι κάτοικοι παρόλες τις προσπάθειες τους δεν μπορούσαν να το σκοτώσουν. Την λύση τελικά έδωσε ο ίδιος ο Θεός Απόλλωνας που σκότωσε τον δράκο και από τότε πήρε το όνομα του σαν επίθετο. Ονομάστηκε δηλαδή Πύθιος Απόλλωνας. Μετά τον θάνατο του δράκου οι κάτοικοι έχτισαν το φημισμένο μαντείο στην περιοχή των Δελφών το οποίο και αφιέρωσαν στον Απόλλωνα. Η ιστορία αυτή φυσικά είχε πολλές παραλλαγές αλλά η κεντρική ιδέα ήταν η ίδια.

 

«Ενδιαφέρον,ενδιαφέρον»μονολόγησε βυθισμένος στην σκέψη του ο μοναχός.

 

Εάν, θεωρητικά πάντα, κάποιος στο Μαντείο των Δελφών είχε την ικανότητα να μάθει το παρελθόν ενός επισκέπτη θα μπορούσε εύκολα να δώσει ''χρησμό'' για το μέλλον. Ο χρησμός φυσικά θα βασίζονταν περισσότερο σε πληροφορίες και λογικά συμπεράσματα παρά σε μαντικές δυνάμεις αλλά ο επισκέπτης δεν θα το ήξερε αυτό. Σε κάθε περίπτωση όμως η ιστορία αυτή διατηρούσε το στοιχείο του υπερφυσικού γιατί ο Πύθιος χρησιμοποιούσε ένα ξόρκι για να αντλήσει τις πληροφορίες από κάθε επισκέπτη.

Ο Βικέντιος με ανανεωμένο ενδιαφέρον ξαναγύρισε στο παλιό βιβλίο. Το άνοιξε και συνέχιζε να διαβάζει από εκεί που σταμάτησε. Το κείμενο συνέχιζε να εξιστορεί την ζωή του αρχαίου Έλληνα μύστη μέχρι την στιγμή που πέθανε σε βαθιά γεράματα δίχως ιδιαίτερες περιπέτειες. Έπειτα ακολουθούσαν δύο κενές σελίδες και μετά στην προ-προτελευταία σελίδα του βιβλίου ήταν γραμμένο το ξόρκι.

 

Σαν τίτλο είχε δύο λέξεις.

 

Σοφίαν ζήτει.

 

Δηλαδή να αναζητάς τη σοφία. Μια φράση από τα πολλά δελφικά παραγγέλματα. Το ξόρκι αν και περίπλοκο έγινε εύκολα κατανοητό από τον μοναχό. Το μόνο που του απέμενε ήταν η δοκιμή του. Η χρήση μαγείας φυσικά άσχετα εάν κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι απαγορεύεται ρητά από τους θρησκευτικούς κανόνες. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που απορρίφθηκαν από τον μοναχισμό μόνο και μόνο επειδή κάποτε έπαιξαν με ένα Ouija board. O Βικέντιος όμως τα έβλεπε όλα αυτά σαν σαχλαμάρες και δεν πίστευε ούτε σε μαγείες ούτε σε ξόρκια. Θέλοντας όμως να διασκεδάσει το ενδιαφέρον του και για να κλείσει με έναν ωραίο τρόπο την εύρεση του παλιού βιβλίου και της ιστορίας του αποφάσισε να δοκιμάσει το ξόρκι.

Αφού περιπλανήθηκε για λίγο μέσα στην βιβλιοθήκη το βλέμμα του έπεσε σε ένα καλογερικό σκούφο ο οποίος άνηκε σε έναν άλλο μοναχό. Ο μοναχός αυτός ονομαζόταν Ιάκωβος και αγαπούσε και αυτός τα βιβλία, ερχόταν μάλιστα συχνά στην βιβλιοθήκη και διάβαζε. Ήταν από τα λίγα άτομα των οποίων την παρουσία άντεχε ο Βικέντιος. Μάλλον κάποια στιγμή που ήρθε στην βιβλιοθήκη ο μοναχός Ιάκωβος για να πάρει κάτι, έβγαλε τον σκούφο του και τον ξέχασε εδώ. Ο Βικέντιος πήρε τον σκούφο και διαβάζοντας προσεκτικά από το παλιό βιβλίο είπε σιγανά το ξόρκι. Αφού είπε και την τελευταία συλλαβή τράβηξε το βλέμμα του από το βιβλίο και κοίταξε τον μαύρο καλογερικό σκούφο. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και δεν έγινε τίποτα. Αφήνοντας έναν αναστεναγμό άφησε τον σκούφο επάνω στο τραπέζι και έκλεισε το παλιό βιβλίο.

 

«Σαχλαμάρες»μονολόγησε και ετοιμάστηκε να φύγει. Σε λίγο θα άρχιζε ο εσπερινός και ήθελε να δώσει το παρών. Τώρα τελευταία προσπαθούσε να μην προκαλεί με την αποχή του τους άλλους μοναχούς.

 

Με την άκρη του ματιού του όμως έπιασε μια κίνηση εκεί που είχε αφήσει τον σκούφο. Ο καλογερικός σκούφος άρχισε να βγάζει έναν άσπρο λεπτό καπνό, σαν να υπήρχε ένα αναμμένο τσιγάρο μέσα του. Ο Βικέντιος προχώρησε προβληματισμένος προς το τραπέζι που ήταν ακουμπισμένος ο σκούφος. Καθώς προχωρούσε όμως ο καπνός που έβγαινε έγειρε προς το μέρος του σαν κάποιο αεράκι να φύσηξε από την αντίθετη πλευρά. Έπειτα δίχως προειδοποίηση ο άσπρος καπνός, σαν να είχε δική του νοημοσύνη, τινάχτηκε προς το πρόσωπο του Βικέντιου. Ο μοναχός τρόμαξε και έκανε ένα βήμα πίσω αλλά δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Ο άσπρος καπνός, που είχε σχηματίσει τώρα ένα μικρό συννεφάκι, τρύπωσε μέσα στα ρουθούνια του,η όραση του σκοτείνιασε και όταν πήρε μια βαθιά ανάσα έπεσε σε έκσταση.

Μέσα στο μυαλό του μπορούσε να ''δει'' την μέχρι τώρα ζωή του μοναχού Ιάκωβου. Έβλεπε εικόνες από διάφορα στιγμιότυπα της ζωή του, τις μέρες του στο σχολείο, τις σχέσεις του με την οικογένεια του, τους φόβους του και τις ανησυχίες του. Το ξόρκι ήταν τόσο δυνατό που ο Βικέντιος ένιωθε πως ζούσε την ζωή του Ιάκωβου. Καταλάβαινε ακόμα και μυρωδιές και γεύσεις. Μπορούσε με την θέληση του να προχωρήσει μπροστά ή πίσω στον χρόνο όπως και σε μια ταινία με μόνη διαφορά πως μπορούσε να μυρίσει, να γευτεί και να νιώσει ότι είχε καταγραφεί μέχρι τώρα στην ζωή του άλλου μοναχού. Ακόμα, σαν να είχε μια έκτη αίσθηση, μπορούσε να ''νοιώσει'' τα συναισθήματα και τις σκέψεις του Ιάκωβου. Η εμπειρία ήταν τόσο έντονη που φοβήθηκε πως η δική του συνείδηση θα ενωνόταν με του άλλου μοναχού και έτσι με τρόμο είπε τα λόγια που θα σταματούσαν το ξόρκι.

Η όραση του επανήλθε και ο ίδιος κατέρρευσε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Προσπαθώντας να ηρεμήσει άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες μην τολμώντας να κοιτάξει τον σκούφο ή το βιβλίο. Μετά από λίγα λεπτά σηκώθηκε και αφού ήπιε λίγο νερό κάθισε για να σκεφτεί την σημασία των γεγονότων. Το ξόρκι λειτουργούσε,δεν υπήρχε αμφιβολία. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάει τρέχοντας στον Ηγούμενο και να του πει τι ακριβώς έγινε αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη. Ίσως ήταν η ανάγκη του για να νοιώσει ξεχωριστός και ανώτερος από τους άλλους. Ήθελε να κρατήσει το ξόρκι και την δύναμη του για τον εαυτό του. Θα μπορούσε να μάθει τόσα πολλά. Να γνωρίσει τα βαθύτερα μυστικά του κάθε ανθρώπου.

Ο Βικέντιος έχοντας ξεπεράσει το πρώτο σοκ και με ανανεωμένο το κουράγιο του,πήρε στα χέρια του πάλι τον σκούφο και ξεστόμισε αποφασιστικά το ξόρκι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε πάλι ο άσπρος καπνός,τον εισέπνευσε και εκστασιάστηκε.

Η εμπειρία ήταν πιο έντονη αυτή την φορά. Όλες του οι αισθήσεις δέχονταν ερεθίσματα ανάλογα με περίσταση και ο Βικέντιος ξεκοκάλισε την προσωπική ζωή του Ιάκωβου δίχως ηθικούς φραγμούς. Η ζωή όμως του μοναχού δεν ήταν και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και έτσι μετά από λίγο ξεστόμισε τα λόγια που έλυσαν το ξόρκι.

Λίγα λεπτά αφού συνήλθε από την έκσταση κοίταξε ένα ρολόι που υπήρχε στην βιβλιοθήκη και με έκπληξη είδε πως δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά. Η όλη εμπειρία του δεν πρέπει να κράτησε πάνω από μισή ώρα. Ο ίδιος όμως είχε ''δει'' χρόνια ολόκληρα από την ζωή του Ιάκωβου. Χαμογελώντας συνωμοτικά έκρυψε το παλιό βιβλίο σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης,κλείδωσε την αίθουσα και έφυγε για τον εσπερινό.

Τις μέρες που ακολούθησαν, ο μοναχός δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μαθαίνει για τις ζωές όσον ζούσαν στο μοναστήρι. Ανακάλυψε πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ξόρκι ακόμα σε ανθρώπινα κόκαλα και έτσι σαν άλλος Άμλετ ''διάβαζε'' τα κρανία από νεκρούς μοναχούς που υπήρχαν στο οστεοφυλάκιο του μοναστηριού. Έχοντας την δύναμη να δει τόσο καθαρά τις ζωές άλλων ανθρώπων έφτασε στο συμπέρασμα πως όλα είναι μια παράσταση. Οι άνθρωποι βγάζουν προς τα έξω έναν άλλο εαυτό, φτιαχτό και ψεύτικο. Επίσης συνειδητοποίησε πως τα μέσα επικοινωνίας που έχει ο άνθρωπος, δηλαδή η ομιλία, η γλώσσα του σώματος και οι εκφράσεις του προσώπου μερικές φορές δεν επαρκούν για να καταλάβουμε σωστά ο ένας τον άλλον. Αυτή ήταν και η κυριότερη αιτία για την δημιουργία παρεξηγήσεων. Σε μια στιγμή βαθιάς φιλοσοφίας ο Βικέντιος αναρωτήθηκε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας εάν μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να ''δει'' και να επικοινωνήσει τηλεπαθητικά με το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου. Εάν τα πάντα ήταν σαν ένα τεράστιο ανοιχτό βιβλίο. Βέβαια κάτι τέτοιο θα ήταν σαν δίκοπο μαχαίρι καθώς πολλές κατώτερες επιθυμίες θα γίνονταν γνωστές. Εάν όμως οι άνθρωποι κατάφερναν να ξεπεράσουν το πρώτο σοκ που θα έφερνε η αλήθεια, θα μπορούσαν να φτιάξουν μια νέα κοινωνία βασισμένη στην αλληλοκατανόηση και την αυτογνωσία. Ίσως πάλι, επειδή κανένας δεν μπορεί να ελέγξει τις σκέψεις του, να κατέρρεαν δια παντός οι διαπροσωπικές σχέσεις.

Πέρα από τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις όμως, ο Βικέντιος άρχισε να χρησιμοποιεί όσα μάθαινε προς όφελος του. Αφού σχημάτιζε μια εικόνα για την ψυχοσύνθεση του κάθε μοναχού άρχισε να διακριτικά να τους χειραγωγεί. Αλλού έδειχνε περισσότερη φιλικότητα και αλλού μεγαλύτερη πειθαρχία. Η συμπεριφορά του άλλαζε ανάλογα με την περίσταση και γρήγορα κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση ακόμα και όσων ήταν εχθρικοί απέναντι του. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε το ξόρκι σχεδόν καθημερινά και μερικές φορές, όταν κατόρθωνε να πάρει κάποιο προσωπικό αντικείμενο, ακόμα και σε κοσμικούς που τον επισκέπτονταν πολλές φορές. Δεν μπόρεσε όμως να κρατηθεί στο πειρασμό και κάπου-κάπου φανέρωνε και κάποια προσωπική λεπτομέρεια σε όσους συζητούσαν μαζί του. Συνήθως τους προέτρεπε να κόψουν κάποια κακιά συνήθεια ή να διορθώσουν κάποιο κακό που έκαναν. Στην αρχή το έκανε με καλή πρόθεση θέλοντας να βοηθήσει,αργότερα το έκανε για να απολαμβάνει τα βλέμματα δέους που του έριχναν οι επισκέπτες. Μετά από λίγο καιρό άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες πως ο Βικέντιος είχε διορατικό χάρισμα. Δεν ήταν λίγοι οι επισκέπτες που έλεγαν πως ο νεαρός μοναχός τους είχε αποκαλύψει προσωπικά τους βιώματα χωρίς οι ίδιοι ποτέ να του τα έχουν αναφέρει.

Ακόμα και αυτό το νέο κλίμα δέους και σεβασμού που απολάμβανε ο Βικέντιος δεν μπορούσε όμως να σβήσει την μοναδική του επιθυμία. Να θεραπεύσει το δεξί του πόδι. Μπορεί η αναπηρία του να ενίσχυε την εικόνα του ''Άγιου'' που έβγαζε προς τα έξω αλλά ο ίδιος επιθυμούσε διακαώς να διορθώσει την κατάσταση του. Οι επισκέπτες είχαν πολλαπλασιαστεί και το μοναστήρι γνώριζε μια πρωτοφανής ευμάρεια. Τα έσοδα είχαν εκτοξευτεί και σε αρκετά σημεία γίνονταν αναπαλαιώσεις και επιδιορθώσεις. Ο Ηγούμενος ήταν πανευτυχής και το ίδιο και οι άλλοι μοναχοί. Εάν το ζητούσε ο Βικέντιος θα μπορούσαν να τον στείλουν στην πιο ακριβή χειρουργική κλινική του εξωτερικού. Ο ίδιος όμως είχε άλλα σχέδια.

Μια μέρα που προσπαθούσε να σκεφτεί τι ακριβώς να κάνει του ήρθε μια ενδιαφέρουσα ιδέα. Μήπως κάπου εκεί έξω υπήρχε ένα άλλο ξόρκι που θα μπορούσε να θεραπεύσει το ανθρώπινο σώμα; Ακόμα και αν υπήρχε πως θα μπορούσε να το βρει μέσα στην απεραντοσύνη του πλανήτη; Η απάντηση που του ήρθε ήταν πολύ απλή. Είχε ακόμα το παλιό βιβλίο του Πυθίου. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ξόρκι στο βιβλίο και να μάθει για την ζωή του αρχαίου μύστη. Ίσως με αυτό τον τρόπο να μάθαινε και άλλα ξόρκια που ήξερε ο Πύθιος και ενδεχομένως αυτό που ήθελε.

Ένα βράδυ, την ώρα που όλοι οι μοναχοί αποσύρονται στα κελιά τους για να προσευχηθούν,αποφάσισε να πραγματοποιήσει τις σκέψεις του. Αφού κλείδωσε καλά την πόρτα του κελιού του, πήρε το παλιό βιβλίο στα χέρια του και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. Κοίταξε για λίγο το οξειδωμένο εξώφυλλο του βιβλίου και το χάιδεψε απαλά. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο μοναχός ένιωθε αγάπη για το βιβλίο. Αυτό ήταν η αιτία που άλλαξε προς το καλύτερο η ζωή του και εάν ήταν τυχερός ίσως τα πράγματα να γινόντουσαν ακόμα καλύτερα.

Κρατώντας το βιβλίο κλειστό,άλλωστε είχε μάθει κάθε λέξη από έξω, ψιθύρισε τα ξόρκι. Ο καπνός που άρχισε να αναβλύζει από το βιβλίο ήταν διαφορετικός. Δεν ήταν λευκός αλλά είχε ένα κιτρινωπό χρώμα,ακόμα και η σύσταση έμοιαζε πιο πυκνή. Ο Βικέντιος δεν πρόλαβε να σκεφτεί τι να σήμαινε αυτή η διαφορά,εισέπνευσε τον καπνό και έπεσε σε έκταση.

Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως κάτι ήταν διαφορετικό. Μέσα στο μυαλό του δεν υπήρχε όλη η ζωή του Πύθιου αλλά μόνο μικρά κομμάτια. Η αίσθηση ήταν όμως η ίδια. Μπορούσε να δει , να ακούσει ,να νοιώσει , να μυρίσει ακόμα και να γευτεί ακριβώς όπως και τις άλλες φορές.

Ευθύς αμέσως αντίκρισε για πρώτη φορά τον αρχαίο μύστη. Ήταν νέος, κάτι που εξέπληξε τον μοναχό και ιδιαίτερα όμορφος. Ήταν μελαχρινός και αδύνατος με μακριά μαλλιά και μαύρα μάτια. Ο Βικέντιος είδε πως ο Πύθιος είχε μια μεγάλη δίψα για γνώση. Έκανε διάφορα πειράματα σε ζώα και ανθρώπους. Αρκετά από αυτά ήταν ιδιαιτέρως φριχτά και για μια στιγμή ο μοναχός ένιωσε πραγματικό τρόμο. Κρατήθηκε όμως και δεν έλυσε το ξόρκι.

Ο Πύθιος δεν δίσταζε να απαγάγει αγόρια και κορίτσια, μικρούς και μεγάλους ανάλογα με το πείραμα που ήθελε να πραγματοποιήσει. Δεν απολάμβανε τα βασανιστήρια που επέβαλλε στα θύματα του αλλά δεν ένιωθε και καμία ενοχή. Ένιωθε παντοδύναμος και έβλεπε τους άλλους ανθρώπους σαν κατώτερα όντα.

Κάποτε οι κάτοικοι των γύρω περιοχών κατάφεραν να συγκροτήσουν έναν μικρό στρατό,περίπου 1500 ατόμων, και σύντομα βάδισαν προς την έπαυλη του μύστη για να τον σκοτώσουν. Ο Πύθιος την στιγμή που άρχισε να φαίνεται ο στρατός στον ορίζοντα ήταν καθισμένος σε ένα μεγάλο μπαλκόνι και απολάμβανε τις φροντίδες των σκλάβων του. Η έπαυλη δεν ήταν φτιαγμένη για να αντέξει σε μια πολιορκία όμως ο μύστης από την πρώτη στιγμή δεν έδειξε καθόλου φόβο ή ταραχή. Αντίθετα όταν ο στρατός πλησίασε αρκετά κοντά πλησίασε στην άκρη του μπαλκονιού του και άρχισε να ξεστομίζει διάφορα ξόρκια. Ευθύς αμέσως φωτιά ξέσπασε ανάμεσα στους στρατιώτες. Κάποιοι αναφλέγονταν από μόνοι τους δίχως φαινομενική αιτία. Άλλοι πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν αλλά μπάλες φωτιάς του κατεδίωκαν και τους κατέκαιγαν. Στήλες φωτιάς έπεφταν από τον ουρανό και άφηναν μόνο μαύρα σημάδια στο έδαφος.Ο Πύθιος παρακολουθούσε την καταστροφή απαθής από το μπαλκόνι του. Ήπιε λίγο κρασί από ένα ποτήρι που του πρόσφερε ένας δούλος και συνέχισε να εξαπολύει ξόρκια κατά των κατοίκων. Δυστυχώς οι κάτοικοι δεν ήξεραν πως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του μύστη ήταν πως ο ίδιος ήταν ειδικός στην πυροκίνηση. Μπορούσε να δαμάσει το φοβερό αυτό στοιχείο της φύσης και να το χρησιμοποιήσει όπως ο ίδιος ήθελε. Κάποια στιγμή και αφού δοκίμασε πολλά και διαφορετικά ξόρκια ξεστόμισε τα λόγια από ένα πολύ παλιό ξόρκι. Ένας θόλος φωτιάς δημιουργήθηκε και εξαΰλωσε στρατιώτες,δέντρα και ζώα. Ακόμα και μερικές πέτρες δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην οργή του πύρινου θόλου και έλιωσαν σαν κεριά. Όταν όλα τελείωσαν, στάχτες έπεφταν από τον ουρανό σαν χιόνι. Ο Πύθιος που κοίταξε ασφαλής από το μπαλκόνι του την καταστροφή έδωσε μερικές οδηγίες, σχετικά με το περιεχόμενο του δείπνου, στους σκλάβους που έτρεμαν και έπειτα αποσύρθηκε στα δωμάτια του.

Ο Βικέντιος αφού έγινε μάρτυρας όλων αυτών τον γεγονότων πλέον ένιωθε ένα βαθύ δέος για τον αρχαίο μύστη. Είχε νιώσει την ένταση της φωτιάς στο δέρμα του, είχε μυρίσει την καμμένη σάρκα και είχε ακούσει τις φοβερές κραυγές των ανθρώπων. Προσπάθησε με την θέληση του να γυρίσει πίσω τις εικόνες και να δει ξανά την μάχη, να μάθει τα ξόρκια αλλά κάτι τον εμπόδιζε. Προβληματισμένος γιατί κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί προσπάθησε πάλι αλλά απέτυχε και δεύτερη φορά.

Έπειτα από ένα δύο δευτερόλεπτα στο μυαλό του άρχισαν να εμφανίζονται πάλι εικόνες αλλά από ένα διαφορετικό περιστατικό. Ο Πύθιος τώρα έδειχνε παραδομένος στον τρόμο. Βρισκόταν μέσα στο σπίτι του ενώ γύρω του οι σκλάβοι του κείτονταν νεκροί. Ξεστόμιζε ξόρκια με απίστευτη ταχύτητα ενάντια σε έναν όμορφο νέο. Ο νέος αυτός είχε το χρώμα του Ήλιου στα μαλλιά του και το χρώμα της θάλασσας στα μάτια του. Ήταν ψηλός και μυώδης σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα. Το βλέμμα του ήταν σκληρό και κάρφωνε τον Πύθιο σαν κοφτερό μαχαίρι. Ο μύστης από την άλλη ήταν σε κατάσταση υστερίας. Ούρλιαζε ξόρκια και κατάρες αλλά δεν είχαν καμία επίδραση στον όμορφο νέο. Γύρω τους φλόγες έγλυφαν την έπαυλη και δηλητηριώδεις ατμοί μόλυναν την ατμόσφαιρα. Τα νεκρά σώματα μερικών σκλάβων σηκώθηκαν σαν κάποιο αόρατο χέρι να τα έπαιζε σαν μαριονέτες και επιτέθηκαν στον άγνωστο νέο αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ο ξανθός πολεμιστής κρατούσε στα χέρια του ένα ασημένιο τόξο και με αυτό έριχνε ασημένια βέλη σε ότι τον πλησίαζε. Όταν ένα βέλος χτυπούσε κάποιον σκλάβο αυτός έπεφτε κάτω και δεν ξανασηκωνόταν.

Μετά από λίγο ήρθε και η σειρά του Πυθίου. Ο μύστης έχοντας χάσει κάθε ελπίδα έπεσε στα γόνατα του και κλαίγοντας παρακάλεσε τον ξανθό νέο για έλεος. Η επιθυμία του όμως δεν εισακούστηκε. Ο νέος έσυρε τον μύστη έξω από την έπαυλη και αφού τον έγδαρε ζωντανό κάρφωσε το κουφάρι του σε ένα ψηλό δέντρο.

Οι εικόνες στο μυαλό του Βικέντιου σκοτείνιασαν και ο μοναχός συνειδητοποίησε πως κρατούσε την ανάσα του. Μέσα του ένιωθε μεγάλη ταραχή από τα όσα είδε και σχεδόν βίωσε σαν να ήταν εκεί αλλά και λύπη γιατί πουθενά δεν είδε αυτό που ήθελε. Ένιωσε μια κούραση να τον κατακλύζει και ετοιμάστηκε να πει τα λόγια που θα έλυναν το ξόρκι. Ξαφνικά όμως άλλες εικόνες άρχισαν πάλι να εμφανίζονται στο μυαλό του. Προβληματισμένος αλλά με ανανεωμένο ενδιαφέρον συγκεντρώθηκε. Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπήρχε τίποτα άλλο γιατί είχε φτάσει στον θάνατο του μύστη.

Τώρα έβλεπε έναν άλλο άντρα σε μια εποχή μεταγενέστερη της αρχαιοελληνικής. Είχε ρωμαϊκή περιβολή και έλεγε ένα ξόρκι κρατώντας στα χέρια του ένα πάπυρο. Το πρόσωπο του ήταν διαφορετικό, η φωνή του όμως έμοιαζε με αυτή του Πύθιου. Έπειτα τα πάντα σκοτείνιασαν αλλά οι εικόνες επανήλθαν μετά από λίγο. Ο Βικέντιος είδε πάλι έναν διαφορετικό άντρα σε μια εποχή μεταγενέστερης της Ρωμαϊκής. Η κατάσταση συνεχίστηκε με το ίδιο μοτίβο. Κάθε φορά ο Βικέντιος έβλεπε και έναν διαφορετικό άντρα που ξεστόμιζε το ίδιο ξόρκι κρατώντας και ένα διαφορετικό χειρόγραφο που επίσης βελτιωνόταν ανάλογα με την περίοδο. Πλέον ο μοναχός είχε αρχίσει με βαθύ τρόμο να υποψιάζεται πως το ξόρκι ήταν ένα Ενδεχόμενο. Ο Πύθιος είχε καταφέρει να συνδέσει ένα κομμάτι της ψυχής του με το εκάστοτε βιβλίο. Έτσι όταν πέθαινε επανερχόταν σε άλλο σώμα. Αλλά πως έμπαινε στο εκάστοτε σώμα;

 

«Πολύ σωστά νεαρέ μου»άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του.

 

Ο Βικέντιος τρομοκρατημένος ξεστόμισε τα λόγια που έλυναν το ξόρκι αλλά δεν έγινε τίποτα.

 

«Φοβάμαι πως πλέον είναι αργά για σένα. Όμως πρέπει να σε συγχαρώ που κατάλαβες την μέθοδο μου. Κάθε φορά που ξορκίζω ένα βιβλίο ''δένω'' ένα κομμάτι της ψυχής μου σε αυτό.Και όταν περίεργοι νεαροί σαν εσένα δοκιμάζουν το ξόρκι στο βιβλίο μου σφραγίζουν την μοίρα τους.»

 

Ο μοναχός θυμήθηκε πως ο καπνός ήταν κιτρινωπός και είχε διαφορετική σύσταση. Θυμήθηκε πως δεν μπορούσε να δει όλη την ζωή του μύστη αλλά μόνο αποσπάσματα. Έντρομος συνέχιζε να ξεστομίζει τα λόγια που θα έπρεπε κανονικά να είχαν λύσει το ξόρκι αλλά και πάλι δίχως αποτέλεσμα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχε αρχίσει να νοιώθει και μια φοβερή κόπωση.

 

«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάποιον που γνωρίζει αρχαία ελληνικά;Δοκίμασα και σε άλλες γλώσσες αλλά τα ξόρκια δεν λειτουργούν. Ίσως γιατί μόνο η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει ''πρωτογένεια''»συνέχισε η φωνή του μύστη μέσα στο κεφάλι του μοναχού.

 

Ο Βικέντιος πλέον είχε πάψει να αντιστέκεται. Ένιωθε μια απίστευτη κούραση. Ήθελε να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Ένιωθε την συνείδηση του να σβήνει και την επιθυμία του για ύπνο πιο δυνατή από ποτέ. Το ένστικτό του ούρλιαξε πως κάτι κακό θα συνέβαινε εάν κοιμόταν αλλά ο ίδιος ένιωθε τόσο ζαλισμένος και τόσο μα τόσο κουρασμένος....

 

Αφού πέρασαν λίγα λεπτά ο μοναχός κούνησε το κεφάλι του σαν να ξύπνησε από κάποιον βαθύ ύπνο. Αφού συνήλθε, πρώτα χάιδεψε στοργικά το παλιό βιβλίο και έπειτα το ακούμπησε κλειστό δίπλα του. Θα έπρεπε σύντομα να φτιάξει ένα καινούργιο. Αφού τέντωσε τα χέρια του, σαν κάτι καινούργιο που το δοκιμάζεις για πρώτη φορά, προσπάθησε να σηκωθεί. Ένας πόνος τον διαπέρασε από το δεξί του πόδι με αποτέλεσμα να του φύγουν μερικές βρισιές. Άφησε μερικά δευτερόλεπτα να περάσουν μέχρι να καταλαγιάσει ο πόνος και έπειτα ψιθύρισε μερικές λέξεις. Το πρόσωπο του πήρε μια έκφραση έντονου πόνου καθώς τα κόκαλα από το δεξί του πόδι άρχισαν να αλλάζουν θέση και οι μύες να επαναδημιουργούνται. Κατάφερε όμως να μην βγάλει ούτε άχνα και όταν σηκώθηκε είδε ευχαριστημένος πως το πόδι του είχε θεραπευτεί απόλυτα. Ακολούθησαν λίγα δοκιμαστικά βήματα και έπειτα ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο του. Μπορεί να ήταν νύχτα και ώρα που οι μοναχοί θα έπρεπε να βρίσκονται στα κελιά τους αλλά ο ίδιος είχε άλλα σχέδια....

Πρόσεχε τι διαβάζεις!.doc

Edited by Viktor_S
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

==>Το κείμενο των πρώτων σελίδων εξιστορούσε την ενός μεγάλου Έλληνα μύστη Προφανως λείπει το "ζωή¨

Ενδιαφέρον το θέμα! Έχει κάποια θεματάκια αλλά διαβάζεται ευχάριστα, σα παραμύθι! 

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Καταρχήν συμφωνώ απόλυτα με τη Βανέσσα, διαβάζεται πολύ ευχάριστα. Και το θέμα, αν και όχι ιδιαίτερα πολύπλοκο ή πρωτότυπο, είναι ενδιαφέρον. Και πολύ διασκεδαστικό! Ο τρόπος που εμπλέκεις τον Πύθιο Απόλλωνα και το βιβλίο είναι εξαιρετικός.

 

Αρχικά (στις πρώτες δύο παραγράφους) είχα μείνει με την εντύπωση ότι θα διάβαζα κάτι "εποχής". Γι' αυτό και μου χτύπησε, όχι ακριβώς άσχημα, αλλά κάπως αναχρονιστικά ο χαρακτηρισμός του Βικέντιου ως αντικοινωνικού. Η αντικοινωνικότητα είναι κάτι που δε νομίζω ότι απασχολεί ιδιαίτερα τους μοναχούς ενός μοναστηριού. Αν μη τι άλλο γι' αυτό έγιναν μοναχοί, για να αποσυρθούν από την κοινωνία. Επίσης μου φαίνεται παράξενο να μην έχει το μοναστήρι ήδη βιβλιοθήκη. Θα το έχαβα περισσότερο αν μου έλεγες ότι ήθελε να ανανεώσει την ήδη υπάρχουσα (συν το ότι αν δεν υπήρχε βιβλιοθήκη, πού έβρισκε τις αρχαίες περγαμηνές ο Βικέντιος για να διαβάζει;)

 

Το θέμα της εμφάνισης του βιβλίου έχει κι αυτό τις ασυνέπειές του. Επιπλέον σπάνια υπήρχαν κενές σελίδες σε αυτά τα βιβλία, η κενή σελίδα ήταν ένδειξη ανήκουστης σπατάλης (όπως επίσης και τα μεγάλα περιθώρια στις άκρες κάθε σελίδας...). Τέλος η περγαμηνή είναι πολύ λεπτό λειασμένο δέρμα κατσίκας, οπότε δεν είναι παράξενο να υπάρχει ένα βιβλίο με σελίδες από δέρμα.

 

Θα ήθελα επίσης να πω ότι η αλλαγή στο ρηματικό χρόνο μέσα στην ίδια παράγραφο (εκεί που λες για το σκούφο του Ιάκωβου και λίγο νωρίτερα) δενε ίναι και πολύ κομψή επιλογή. Είναι σαν να υπεθυμίζεις την ύπαρξή σου ως συγγραφέα στον αναγνώστη. Αυτό δεν είναι ποτέ καλό, γιατί τον πετάς έξω από τον όμορφο κόσμο στον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή τον είχες βυθίσει.

 

Από τη μέση και μετά φυσικά, το κείμενο απογειώνεται. Ως την τελευταία, δυνατή σκηνή, το διάβασα με μιαν ανάσα. Μπράβο και δουλειά, ε; Να γίνεις ακόμα καλύτερος.

Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ στα περισσότερα με την Ευθυμία. Μου άρεσε το θέμα (σχέση βιβλίου με βιβλιοφάγο), με πέταξαν έξω οι αναφορές στη σύγχρονη εποχή (ίντερνετ καφέ) και βρήκα μια κάποια ακαμψία στη γλώσσα, σαν να μην είσαι σίγουρος πώς θα πεις την ιστορία ή σαν να φοβάσαι ότι οι αναγνώστες δε θα καταλάβουν. Επίσης μερικά γλωσσικά μικρολαθάκια, πχ στο σημείο "Το άνοιξε και συνέχιζε να διαβάζει από εκεί που σταμάτησε" το σωστό θα ήταν "από εκεί που είχε σταματήσει", αφού η στάση έγινε πριν το ξανάρχισμα, άρα μπαίνει σε χρόνο πιο παρελθοντικό. Το καλύτερο, βέβαια, είναι η υπόθεση, που, παρ'όλο που ξεκινάει με σχετικά κλισέ τρόπο, στο τέλος απογειώνεται, όπως λέει και η Naroualis. Αξίζει μια εκτέλεση πολύ καλύτερη. Προσπάθησε! 

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο διήγημα, το διάβασα μονορούφι.

 

Δεν βρήκα κάποιο σημαντικό πρόβλημα, εκτός από κάτι περιπτώσεις που η επιλογή των λέξεων δεν ήταν η καλύτερη. Ας πούμε, η πάρα πολύ συχνή χρήση της λέξης "έκσταση". Είναι υπερβολικά βαρύ το περιεχόμενό της για να εμφανίζεται με αυτή τη συχνότητα. Θα μπορούσες να την αντικαταστήσεις, να πεις "βυθίστηκε στο όραμα", "το ξόρκι εισέβαλε στο νου του", τέτοια πράγματα. Αυτό το μηχανικό "είπε το ξόρκι και βυθίστηκε σε έκσταση"  υποβίβαζε τη σοβαρότητα της κατάστασης.

 

Μου άρεσαν οι φιλοσοφικές του ανησυχίες.

 

Μου έλειψε μία αναφορά στη μυστικότητα της υπόθεσης, δηλαδή το πώς δεν τον ανακάλυψε κανείς τόσο καιρό, πώς δεν έτυχε να τον δει κάποιος ενώ έκανε το ξόρκι. Και ίσως θα ήταν καλύτερο αν δεν έκρυβε το βιβλίο στο κελί του.

 

Το ίδιο το θέμα, το πώς τα δένεις όλα, είναι καταπληκτικό! Το αναπόφευκτό τέλος πολύ καλό, κορύφωσε ικανοποιητικά την πλοκή.

 

edit: Πολύ κακός τίτλος! Και ναι, είναι σημαντικός ο τίτλος, το έβλεπα από όταν το ανέβασες και δεν ήθελα να το διαβάσω.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

@ Naroualis   Ευχαριστώ για το feedback. Ειδικά για την παρατήρηση σου σχετικά με την αλλαγή στον ρηματικό χρόνο.

 

@ Wordsmith Χαζό το λάθος μου :crybaby: όντως όμως φοβάμαι πως σε μερικά σημεία δεν θα γίνω κατανοητός και τα κάνω χειρότερα.....χαίρομαι που τουλάχιστον σου άρεσε η ιστορία μου.

 

@ Cassandra Gotha  Όντως η λέξη έκσταση είναι ίσως υπερβολική τώρα που το ξανασκέφτομαι. Ναι ο τίτλος είναι μεγάλη πατάτα, έχεις δίκιο....Ευχαριστώ για τον σχολιασμό

 

 

Bonus: Ένα ωραίο αρθράκι για ένα ιδιαίτερο βιβλίο.

 

http://www.triklopodia.gr/2013/02/codex-gigas.html

Edited by Viktor_S
Link to comment
Share on other sites

Νομίζω ότι είναι μια καλή προσπάθεια, η οποία όμως χρειάζεται ακόμα αρκετή δουλειά.

Πρέπει να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο το κόμμα. Ψάξε για τους κανόνες χρήσης του στο internet –θα βελτιωθείς πολύ εύκολα.

Ο τίτλος είναι όντως αδύναμος, και το θαυμαστικό χειροτερεύει τα πράγματα.

Η ιστορία είναι ανισοβαρής με πολλές περιγραφές και λίγους διαλόγους. Αυτό αφαιρεί από τη ζωντάνια της. Γενικά, οι διάλογοι είναι ό,τι πιο live υπάρχει στη λογοτεχνία, και πρέπει να έχεις πολύ σοβαρό λόγο για να έχεις τόσους λίγους.

Προσπάθησε να αποφεύγεις την απλή αναφορά συναισθημάτων (π.χ. θυμός, έκπληξη, οργή). Ο σκοπός σου, αντίθετα, είναι να τα δείχνεις στον αναγνώστη χωρίς να τα αναφέρεις ρητά.

Υπάρχει ένα θέμα προβλεψιμότητας στην ιδέα του διηγήματος. Δεν είναι και η πιο πρωτότυπη, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να αρχίσει να ψυλλιάζεται το τέλος πριν αυτό έρθει. Όχι υπερβολικά νωρίς είναι η αλήθεια, αλλά γενικά θέλεις να το αποφεύγεις αυτό.

Στο τέλος, δεν χρειάζεται η εξήγηση. Είναι σαφές το τι έγινε. Άσε τον αναγνώστη να το καταλάβει μόνος του χωρίς να το σερβίρεις έτοιμο στο πιάτο. Είναι σαν να φοβάσαι ότι δεν έχεις γίνει αρκετά σαφής.

Τέλος, η εμφάνιση του κειμένου χωράει πολλή βελτίωση ακόμα. Τυπογραφικά, στίξη (όχι μόνο τα κόμματα) και πολλά μικρά εκφραστικά ζητηματάκια, που θα το έκαναν πιο στρογγυλό (δες π.χ. την επανάληψη της καθαρευουσιάνικης λέξης ‘εκάστοτε’, η οποία χρησιμοποιείται δύο φορές στην ίδια σειρά).

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

@Ulysses Χαίρομαι που σου άρεσε.

@mman Ευχαριστώ για τον σχολιασμό.

Edited by Viktor_S
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..