Jump to content

Ο θησαυρός του Γιάκωβου


Pooka

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Δανάη Τάνη
Είδος: φαντασία
Βία; χμμμ...όχι.
Σεξ; όχι
Αριθμός Λέξεων: 1623
Αυτοτελής; Ναι. Αποτελεί μέρος μεγαλύτερου project.
Αρχείο: O θησαυρός του Γιάκωβου.pdf
 
 
 
 
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΚΩΒΟΥ
 
 
 
Ο Γιάκωβος ο έμπορας ήταν από τους μεγαλύτερους καπάτσους που είχαν περάσει ποτέ απ' το χωριό. Μικρόσωμος, αετομάτης και γαμψονύχης, ίδιος γεράκι αρπαχτικό, ήταν διαόλου κάλτσα. Οι συχωριανοί του λέγανε ότι μπορούσε να κλέψει ακόμα και τον Οξαποδώ στο ζύγι. Κι όσα λιγότερα ζύγιζε, τόσα περίσσια έπαιρνε και τα έβαζε στις αρμπαθιές με τις χρυσές του λίρες.
 
“Θα το φας το κεφάλι σου, Γιάκωβε, το σκοινί μην το παρατραβάς!” προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν οι κοντινοί του. “Θα κάνει μια καλή και θα σπάσει και μετά ουαί κι αλίμονό σου!”
 
Μα πού να βάλει γνώση ο Γιάκωβος. Από το 'να αυτί του έμπαιναν κι απ' τ' άλλο έβγαιναν. Κι αυτός δεν αποκρινόταν τίποτα, παρά μόνο χαχάριζε και μέτραγε το χρόνο να πάει να βρει τις λίρες του.
 
Δυο πράγματα μέτραγε ο Γιάκωβος χωρίς να κλέψει: το χρόνο και τις λίρες του, τις οποίες φυλούσε κάτω από το μαξιλάρι του και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί στο μοναχικό του κρεβάτι – γιατί ήτανε τόσο σπαγκοραμμένος που δεν ήθελε γυναίκα, πολλά τα έξοδα- τις έβγαζε και τις μέτραγε χαϊδεύοντάς τες στοργικά, σαν να 'ταν κορμί γυναικείο. Κι έτσι, μέτρημα το μέτρημα και χάδι το χάδι, νανουριζόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος.
 
Ο καιρός περνούσε γρήγορα· αυγάτισαν οι κλεψιές του Γιάκωβου, αυγάτισαν κι οι λίρες. Το μαξιλάρι πια δε χώραγε να τις κρύψει. Είχαν αρχίσει να γίνονται και κάτι περίεργα πράγματα στο χωριό, άνθρωποι χάνονταν και τους έβρισκαν πεθαμένους μετά από μέρες, ακούγονταν και φήμες για επιδρομές κλεφτών στα διπλανά χωριά, άδειαζαν τον κόσμο από χρυσαφικά και κότες, ίδρωσε τ' αυτάκι του Γιάκωβου. Αν έρχονταν ληστές, πάνε κι οι λίρες, πάει κι απατός του σαν αρνάκι στη σφαγή. Έπρεπε να τις βγάλει απ' το σπίτι του, τουλάχιστον ως να περάσει ο κίντυνος.
 
Μα τι να κάμει; Άτομο άλλο δεν εμπιστευότανε να μοιραστεί τις σκέψεις του· άσε που θα έπρεπε μαζί με τις σκέψεις να μοιραστεί και τις λίρες, αν έπαιρνε βοήθεια. Στο εμποράδικο δεν κόταγε να τις αφήσει, πολλοί άνθρωποι μπαινόβγαιναν κάθε μέρα, λίγο να έστρεφε τη ματιά του αλλού ο Γιάκωβος, θα του τις ξάφριζε κάποιος αλαφροχέρης. Ούτε στη γης μπορούσε να τις παραχώσει, ένα περβολάκι ποτιστικό είχε δίπλα στο ποτάμι, έτσι κι έκαμε καμιά φουσκονεριά, αλίμονό του, ούτε στον αιώνα τον άπαντα δε θα 'βρισκε τις λίρες.
 
Έξυνε την κεφάλα του μερόνυχτα ο Γιάκωβος· μετά από πολλή περίσκεψη βρήκε τη λύση: Έξω από το χωριό υπήρχε ένα δάσος από λεύκες, αψηλές και χιονόκορμες σαν σπαθάτες κυράδες. Όσο όμορφο κι αν ήταν το λευκόδασος, όμως, κανείς χωριανός δεν το πλησίαζε. Βαριά σκιά έλεγαν πως πλάκωνε το δάσος και το στοίχειωνε· κάθε πανσέληνο, έλεγαν στο χωριό, που το φεγγάρι φούσκωνε, έριχνε όλο του το φως κάτω απ' το δάσος κι αυτό ανακατεύουνταν με τ' αλύχτημα των λύκων, γινόταν γητειά διαβολική και ζωντάνευε τα δέντρα, που σήκωναν τις ρίζες τους και πλανιούνταν σαν τα φαντάσματα κι ουαί κι αλίμονο οποιανού άτυχου τα 'βρισκε στο δρόμο του.
 
Αυτά σκέφτηκε ο Γιάκωβος μα δε φοβήθηκε, ίσα ίσα που τα γερακίσια ματάκια του λάμψανε από πονηριά. Δε χαμπάριαζε αυτός από γητειές και φαντάσματα, τούτα ήταν για τα μυξιάρικα και τους αλαφρούς. “Κι αν όλο το χωριό είναι λαφρύ” συλλογίστηκε, “πιότερο καλά για την αφεντιά μου! Βρήκαν απατοί τους τον καλύτερο κρυψώνα για τις λίρες μου!”
 
Κι αυτά συλλογίστηκε κι έλαμψαν τα ματάκια του κι έτριψε τα χεράκια του ο καλός σου, γιατί λογάριασε την επόμενη πανσέληνο, που όλοι οι χωριανοί θα σφάλιζαν τις πόρτες τους μην τους αρπάξουν οι ξωθιές και οι διαβόλοι, αυτός να πάει στο λευκόδασος και να χαντακώσει τις λίρες μέσα στα δέντρα. Έτσι, καθώς τα δέντρα θα μεγάλωναν, το ξύλο θα έγιανε και θα έδενε και θα έκλεινε γύρω τους, κάνοντας το θησαυρό του αόρατο για τα μάτια ολωνών, παρεκτός των δικών του.
 
Κι ήρθε η πανσέληνος, σφάλισαν οι χωριανοί τις πόρτες κι ο Γιάκωβος ανασκουμπώθηκε, πήρε το σουγιαδάκι του και το θησαυρό και κίνησε για το δάσος.
 
Το φεγγάρι, φουσκωμένο σαν ετοιμόγεννο στον ουρανό, έλουζε με ένα απόκοσμο φως το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος. Ο Οκτώβρης σήκωνε ομίχλη, τη στερνή του· Νοέμβρης από την επομένη. Η Μέρα των Ψυχών, έλεγαν στο χωριό, αλλά ο Γιάκωβος για τις ψυχές δε γνοιάζουνταν.
 
Έφτασε στο δάσος και για μια στιγμή η καρδιά του σφίχτηκε. Δεν ήταν δέντρα αυτά, εξαρθρωμένα αυτόματα έμοιαζαν ή με ανθρώπους που τους είχε τσαλαπατήσει στον ύπνο το μαύρο άτι του Χάρου: τα κλαδιά τους ορθώνονταν σκελετωμένα να πιάσουν τον αγέρα και περικοκλάδιζαν μεταξύ τους, λες και το 'χαν γινάτι να πολεμούν το ένα το άλλο ως τη Δευτέρα Παρουσία. Πιο κάτω, οι λεπτοί, χλωμοί κορμοί φωτίζονταν απ' το φεγγάρι αρρωστιάρικα, σαν να ντύνονταν σάβανο. Και πιο κάτω, στη μαύρη γη, πανάρχαιες ρίζες ξεπετάγουνταν δεξιά-ζερβά, σαν να παραμόνευαν να σου βάλουν τρικλοποδιά, να ταβλιαστείς κατάχαμα κι αυτές να σε ρουφήξουν μες στη γης.
 
Ξεροκατάπιε ο Γιάκωβος, μα τι να κάμει; Σε κάθε του βήμα οι λίρες κουδούνιζαν μαυλιστικά και πιότερο φοβούνταν να αποστερηθεί αυτό το κουδούνισμα παρά τα φαντάσματα. Έτσι, έκαμε την καρδιά του πέτρα, έκαμε και το σταυρό του τρεις φορές και τάχυνε το βήμα του.
 
Δεν άργησε να βρει το δέντρο που θα 'κρυβε τις λίρες του: μια λεύκα νιούτσικη, κοντούλα ακόμα, με έναν κορμό τόσο λεπτό και απαλό σαν χνούδι σε μάγουλο άγουρου κοριτσιού.
 
Έβγαλε ο Γιάκωβος το σουγιά του κι άρχισε να κόβει.
 
Σε κάθε χαραματιά που έκανε ο Γιάκωβος, άκουγε κι από 'να στριγκό ήχο στο μυαλό του, σαν το δέντρο να σκλήριζε, να βόγγαγε απ' τον πόνο. Αλλά δεν έδινε σημασία. Ο ζήλος της δουλειάς ζέστανε το αίμα του, ανέβηκε στο κεφάλι, δεν έμεινε χώρος για σκέψη και λιποψυχιά. Ούτε χρόνος πολύς έμενε και ο Γιάκωβος ήθελε να τελέψει τη δουλειά πριν το χάραμα.
 
Είκοσι κοψίματα έκανε κι είκοσι λίρες παράχωσε στο νεαρό κορμό. Είκοσι στριγκλιές άκουσε, μα έλεγε στον εαυτό του ότι ήταν απ' το δάσος και συνέχιζε να κόβει ως το τέλος. Όταν απόκαμε, το δεντράκι ήταν κομμένο από πάνω ως κάτω σαν ανοιγμένη κούκλα και μόνο ένα αμυδρό, χρυσό στραφτάλισμα στο φως του νεαρού ήλιου μαρτυρούσε πως κάτι τρομερό είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα.
 
Και σύντομα το δέντρο θα έγιανε και θα έδενε και θα έκλεινε το ξύλο του ένα γύρο τις λίρες.
 
“Εσένα, δέντρο, ορίζω ως μπιστικό μου να φυλάς το θησαυρό μου” έκανε ο Γιάκωβος ευχαριστημένος, σφούγγισε τον ιδρώτα του και κίνησε για το χωριό.
 
Χρόνια πολλά πέρασαν. Ο Γιάκωβος συνέχισε να λύνει και να δένει, να κλέβει και να ξεζουμίζει τους συχωριανούς του. Κάποια στιγμή τον προξένεψαν και με μια κοπέλα απ' το διπλανό χωριό, είχε προίκα καλή, την επήρε ο Γιάκωβος και χάρηκε και την προίκα και το νυφιάτικο κρεβάτι. Μα πιο πολύ χάρηκε τη γέννηση του γιου του. Κι όσο μεγάλωνε το παιδί, τόσο μεγάλωνε κι η καρδιά του πατέρα. Δε σταμάτησε, βέβαια, τις κλεψιές ο Γιάκωβος· μόνο που τώρα τούτες είχαν πάρει ένα σκοπό ιερό, να σπουδάσει το παιδί, να ξεσκολίσει, να παντρευτεί και να αυγατίσει την περιουσία.
 
Σαν αντρώθηκε ο γιος του, ο Γιάκωβος αποφάσισε να πάρει τις λίρες και να του τις δώσει, κομπόδεμα ολόκληρο ήτανε, να μεγαλώσουν μαζί το μαγαζί τους. Είχε γεράσει, όμως, πια ο Γιάκωβος, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν όρθιο ώρα πολλή χωρίς να κουραστεί. 'Ετσι, ένα απόγευμα, φώναξε το γιο του και του 'δωκε οδηγίες για το πώς θα πάει στο δάσος, πώς θα βρει το δέντρο και πώς θα πάρει τις λίρες. Κι αφού τον ορμήνεψε, τον έστειλε στο καλό κι έμεινε να τον περιμένει.
 
Οι ώρες κύλησαν, το φεγγάρι βούλιαξε στα ασημιά του δώματα και πήρε να χαράζει. Μια ήσυχη μέρα ξεκινούσε. Όχι όμως για τον Γιάκωβο, που δεν είχε σφαλίσει μάτι όλη νύχτα, παρά μόνο μέτραγε τις ώρες ως να φανεί ο γιος του. Μα το παιδί δεν είχε φανεί ακόμα και ο Γιάκωβος αλαφιάστηκε.
 
Μια και δυο, πήρε τη μαγκούρα του και κίνησε για το λευκόδασος όσο πιο γοργά κράταγαν τα ποδάρια του. Στο δρόμο ρωτούσε τους συγχωριανούς αν είχαν δει το παιδί, μα δεν έπαιρνε απόκριση. “Είχε πανσέληνο χτες”, έλεγαν οι χωριανοί, “σφαλίσαμε τις πόρτες, μη μας αρπάξουν οι ξωθιές και οι διαβόλοι, κανέναν δεν είδαμε.”
 
Κι όλο αλαφιαζόταν ο Γιάκωβος κι όλο έτρεχε.
 
΄Εφτασε χωρίς ανάσα στο λευκόδασος και κίνησε να βρει το δέντρο, μήπως είχε αποκοιμηθεί εκεί το παιδί πάνω στον κάματο και για αυτό δεν είχε γυρίσει.
 
'Ομως, αντί για το γιο του, στα ριζά της λεύκας βρήκε καθισμένη μια πεντάμορφη κοπέλα.
 
“Καλή σου ώρα, κόρη μου” είπε ο Γιάκωβος. “Ψάχνω το γιο μου, ένα παιδί αψηλό και νιούτσικο σαν του λόγου σου, μήπως τον πήρε το μάτι σου πουθενά;”
 
“Βεβαίως” έκαμε η κοπέλα. “Εδώ είναι, σε περιμένει.”
 
Έψαξε με τη ματιά του τον τόπο με λαχτάρα ο Γιάκωβος, μήπως δει το παιδί του, άφαντο το παιδί. Φόβος και ανησυχία γέμισαν την ψυχή του.
 
“Μη με περγελάς κοπέλα μου, γέρο άνθρωπο, έχασα το παιδί μου. Τον έχεις δει για τσάμπα χάνω τον καιρό μου;”
 
Γέλασε η μορφονιά κι αποκρίθηκε: “Μη στεναχωριέσαι, Γιάκωβε. Είναι σε καλά χέρια ο γιος σου. Χτες που ήρθε, τον κατάλαβα ότι είναι δικό σου παιδί απ' τη μυρωδιά, οπότε έκαμα αυτό που με όρισες να κάμω.”
 
“Για όνομα του Θεού, γυναίκα, τι είναι αυτά που λες;” είπε ο Γιάκωβος μανιασμένος. “Τι σε όρισα εγώ να κάμεις;”
 
“Με όρισες μπιστικό σου να φυλώ το θησαυρό σου, όπως κάμω τόσα χρόνια, Γιάκωβε” είπε εκείνη κι ευθύς άφησε να γλιστρήσει το φόρεμα της απ' τους ώμους της.
 
Και ο Γιάκωβος είδε τη γύμνια της γυναίκας και το κάτασπρο, χλωμό σαν σάβανο κορμί της σκισμένο από μια φριχτή ουλή από πάνω ως κάτω· οδύνη και παραζάλη τον πλάκωσαν, έβγαλε φωνή γοερή, όλα σκοτείνιασαν· και δεν απέμεινε τίποτα πια, παρά μόνο ένα αμυδρό, χρυσό στραφτάλισμα στο φως του νεαρού ήλιου, που μαρτυρούσε πως κάτι τρομερό είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα.

 

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Γεια σου Δανάη.

Άψογη η ιστορία σου!

Μ' άρεσε η επιλογή των λέξεων και μ' έκανε να νιώσω πως βρίσκομαι σ' άλλη εποχή

μ' άρεσε και ο Γιάκωβος που φαίνεται ζωντανός ειδικά όταν

του δίνεις και τον ρόλο του πατέρα

 

Το τέλος αν και κάπως αναμενόμενο δεν θα μπορούσε να γραφεί καλύτερα κατά την γνώμη μου, μιας έχω αδυναμία στις επαναλήψεις φράσεων τέτοιου είδους. 

Δεν είναι ότι θέλω να πω μόνο καλά λόγια, γιατί όταν ακούω εγώ μόνο καλά λόγια συνήθως δεν τα παίρνω και πολύ σοβαρά :p

Όμως δεν βρήκα καμιά ατέλεια ούτε τεχνικής ούτε αφηγηματικής και το παραμύθι μου φάνηκε άψογο.

keep going και ανυπομονώ να διαβάσω κι άλλα από σένα! :) 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλή χρήση γλώσσας και λεξιλόγιο. Μου άρεσε που δεν υπερεξήγησες στο τέλος.

Δυο ενστάσεις:

 

1) Το πόσο δύσκολο θα ήταν με ένα σουγιαδάκι να παραχώσει είκοσι λίρες σε ένα δέντρο. Νομίζω θα χρειαζόταν μια ολόκληρη νύχτα για την κάθε μια και, ακόμα και μετά, μετά θα φαίνονταν από μακριά.

2) Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα αποχωριζόταν τον θησαυρό του τόσο αμετάκλητα. Παραχώνοντας τις λίρες στο δέντρο, δεν θα τις είχε ποτέ ξανά στα χέρια του. Δεν θα μπορούσε ούτε να τις χρησιμοποιήσει στην ανάγκη, ούτε (ακόμα σημαντικότερο γι' αυτόν) να τις χαίρεται.

Ίσως αν δοκίμαζες να τις έκρυβε σε μια κουφάλα ενός γηραιότερου δέντρου, ώστε να είναι ανακτήσιμες; Βέβαια, τότε θα έπρεπε να κάνεις ακόμα σαφέστερο το τέλος.

Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι μετά από τόσα χρόνια δεν θα υπήρχε πρακτικός τρόπος να πάρει πίσω τον θησαυρό του. Θα έπρεπε να κόψει το δέντρο και σχεδόν να θρυμματίσει το ξύλο για να βρει την κάθε μια.

 

 

Αν παραβλέψει κανείς τα παραπάνω πάντως (και παρά τη σημασία που φαίνεται να τους δίνω, εγώ μπόρεσα εύκολα να το κάνω) το διήγημα είναι άξιο ανάγνωσης. 

Edited by mman
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλωσήρθες και συγχαρητήρια για το διήγημα!

Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι η πολύ πετυχημένη γλώσσα παραδοσιακού παραμυθιού, αν και μερικές λέξεις δεν είμαι σίγουρη ότι θα τις βρίσκαμε σε παραμύθι κάποιας γιαγιάς, πχ "μαυλιστικά". Πάντως δε χαλάνε τη γενική εντύπωση. 

Συμφωνώ με τον mman ότι δε στέκει και πολύ ο τρόπος αποθήκευσης των χρημάτων, αλλά τα παραμύθια έχουν συνήθως κάτι τέτοιες υπεραπλουστεύσεις.

Εκεί που με άφησε εμένα ξεκρέμαστη ήταν στο τέλος, όπου κάμποσα ζητήματα μένουν ανεξήγητα, πχ:

 

 

-τι γίνεται με το γιο του; Πεθαίνει κι αυτός; Τον έχει κρατήσει όμηρο η κοπέλα; Εγώ περίμενα να του τον σκοτώνει ή κάτι τέτοιο για τιμωρία.
-γιατί η κοπέλα είχε μόνο μία μεγάλη ουλή, αντί για πολλές μικρές, που της είχε κάνει εκείνος; Εξίσου τρομακτικό θα ήταν το θέαμα.
-δε θα έπρεπε η κοπέλα, αφού υποτίθεται πως είναι η λεύκα, να έχει γεράσει κι αυτή μετά από τόσα χρόνια; Όχι ότι τα δέντρα και οι άνθρωποι γερνάνε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά λέμε τώρα...

 

 

Ως προς τα εισαγωγικά σχόλια, εμένα μια χαρά αυτοτελές μού φαίνεται. Τι εννοείς ότι είναι μέρος ενός μεγαλύτερου project; Έχεις γράψει/θα γράψεις κι άλλα με τον ίδιο ήρωα ή με το ίδιο χωριό ή με το ίδιο είδος μαγείας; Εν πάση περιπτώσει, καλή συνέχεια!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Γεια σας παιδιά! Σας ευχαριστώ που διαβάσατε την ιστορία και ακόμα πιο πολύ ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας! Είναι πολύ εύστοχες και ευχαριστώ που μου επισημαίνετε τα τεχνικά προβλήματα! (αν και στη χώρα των παραμυθιών όλα εξηγούνται, μουχαρχαρ)

 

@ Τyelcur (αλήθεια πώς προφέρεται;) : Ευχαριστώ πολύ πολύ για τα καλά σου λόγια. Πρώτη φορά επεκτάθηκα στο να σκιαγραφήσω κάποιον χαρακτήρα και χαίρομαι που φαίνεται ότι πέτυχε!

 

Mman: Την ιστορία αυτή (χωρίς το φανταστικό στοιχείο) την είχα ακούσει από έναν μπάρμπα σε μία ταβέρνα (τι γραφικό). Μου είπε λοιπόν πως στην Κατοχή παράχωναν λίρες στα δέντρα. Τώρα κι αυτοί τι και πώς να σου πω δε θυμάμαι. Ίσως, όμως, αλλάξω το σουγιά με μαχαίρι μαυρομάνικο, ξερωγω. Όσο για το χρόνο, ακριβώς επειδή το δάσος υποτίθεται ότι είναι στοιχειωμένο/νεραϊδότοπος, δε νομίζω ότι θα το πλησίαζε κανείς από το χωριό για να βρει τις λίρες! Όσον αφορά το χρόνο, ίσως να έχεις δίκιο. Από την άλλη, είναι Ψυχοσάββατο, οπότε ποιος ξέρει τι μαγική δύναμη παίχτηκε... Πιο πολύ με προβληματίζει η παρατήρησή σου σχετικά με το χαρακτήρα του Γιάκωβου. Θα δω πώς θα το μπαλώσω. Σε ευχαριστώ πολύ πάντως!

 

Τέλος, όσον αφορά την ανάκτηση του θησαυρού, δε νομίζω να άφηνε ο Γιάκωβος στο δέντρο πολλά περιθώρια... Μάλλον τσεκούρι θα έπεφτε.

 

@ Subzero: Έχω γράψει ήδη άλλες 3 ιστορίες που εκτυλίσσονται στο χωριό, όπου λέω και για την τύχη του γιου. Κάθε ιστορία έχει φανταστικό/υπερφυσικό στοιχείο, όμως σε κάποια άλλη, π.χ. στην  επόμενη, θα δίνεται μια λογική εξήγηση του γεγονότος. (Μπελαλίδικο:p) Όσο για τη μεγάλη ουλή, ναι, ίσως να ήταν πιο εύστοχο να είχε μικρότερες. Μάλλον την οπτικοποίησα με μια μεγάλη εξαρχής (και φαντάσου ότι το έγραψα μέσα σε μια μέρα). Τώρα, για την ηλικία της κοπέλας, ρωτάνε μια νεράιδα πόσων χρονών είναι; =)

 

Και πάλι σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Με βοήθησαν απίστευτα οι παρατηρήσεις σας!

Link to comment
Share on other sites

Φαντάζομαι θα 'πρεπε να 'ναι Ταϊέλκουρ, αλλά εγώ το λέω Τιέλκουρ. Θα το 'γραφα κι έτσι αλλά πιθανόν να θύμωναν τα ξωτικά του κ. Τόλκιν. :p

Link to comment
Share on other sites

Γι' αυτό λέω γω πως σαν τα χομπίτια δεν έχει! Όχι μόνο δε θα είχαν πρόβλημα, θα έστρωναν τις ψωμάρες με τα βούτυρα κλπ κλπ.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Τι καλό! Τι γαμάτο!

 

 Έχω γράψει ήδη άλλες 3 ιστορίες που εκτυλίσσονται στο χωριό, όπου λέω και για την τύχη του γιου. Κάθε ιστορία έχει φανταστικό/υπερφυσικό στοιχείο, όμως σε κάποια άλλη, π.χ. στην  επόμενη, θα δίνεται μια λογική εξήγηση του γεγονότος. (Μπελαλίδικο :p)

 

Τι ενδιαφέρον!

 

Αν πρέπει οπωσδήποτε να βρω ψεγαδάκι, τότε θα έλεγα για τη χρήση της λέξης ''περίσκεψη''. Περίσκεψη είναι η σοβαρότητα, η αυτοσυγκέντρωση, η έξτρα προσοχή όταν κάνουμε κάτι, όχι η ίδια η σκέψη που προηγείται της πράξης.

Διορθώστε με οι αρμόδιες/οι, αν κάνω λάθος.

Επίσης, δύο φορές το ''ουαί και αλίμονο'' ίσως να πέφτει κομματάκι πολύ. Ίσως και όχι.

Τέλος, τι είναι οι ''αρμπαθιές'';

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ειναι υπέροχος ο τρόπος που χρησημοποιείς αυτό το λεξιλόγιο. Καιρό έχω να απολαύσω τόσο ένα παραμυθι.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο και προσεγμένο. Το τέλος με μπέρδεψε για να πω την αλήθεια.....αφού το διάβασα δεύτερη φορά όμως...... :o

Link to comment
Share on other sites

Γεια χαρά Pooka, καλώς ήρθες.

 

Λοιπόν, κι εμένα μου άρεσε η ιστορία. Την διάβασα γρήγορα και άνετα.

 

Φυσικά, η γλώσσα ήταν το μεγάλο ατού (αν και υπήρξε ένας 'κίντυνος' που για κάποιον λόγο μου έκατσε βαρύς).

 

Κατά τα άλλα, θα συμφωνήσω με τον mman, σχετικά με το θέμα του δέντρου. Όταν διάβαζα την ιστορία σκέφτηκα ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή ότι ο κορμός θα 'καταπιεί' τις λίρες καθώς θα μεγαλώνει και μετά άντε βγάλ' τες. Νομίζω ότι αν ο Γιάκωβος απλώς διαλέξει ένα δέντρο και θάψει εκεί τις λίρες του, όλα θα είναι οκ. Μπορεί μάλιστα να κάνει και μια γερή χαρακιά στο δέντρο, για σημάδι (έτσι μειώνονται κι οι είκοσι στριγκλιές, οι οποίες μου έκατσαν πολλές, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και συμφωνία με την τελική εμφάνιση της κοπέλας, στο σώμα της οποίας υπάρχει μία κι όχι είκοσι χαρακιές)

 

Πάντως, αν θες οπωσδήποτε να κρατήσεις τον συγκεκριμένο τρόπο για να κρυφτούν οι λίρες, τότε ίσως θα μπορούσε να μπει κάπου μια σύντομη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Γιάκωβος θα τις βγάλει από το δέντρο στο μέλλον (αν και όποτε το θελήσει). Αναρωτιέμαι πώς θα γίνει κάτι τέτοιο...

 

 

 

 

ψιλό:

''Έτσι, καθώς τα δέντρα θα μεγάλωναν, το ξύλο θα έγιανε και θα έδενε και θα έκλεινε γύρω τους, κάνοντας το θησαυρό του αόρατο για τα μάτια ολωνών, παρεκτός των δικών του.''

-Βλέπει και μέσα από το ξύλο ο δικός μας;     :) αστειεύομαι, πιάνεις τι εννοώ

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πωπωπω μα δε σας προλαβαίνω! Τι φανταστικοί συμφορουμίτες! Εν τω μεταξύ είχα ετοιμάσει μια ωραιότατη, αναλυτική απάντηση μα ο δαίμων του touchpad στο λάπτοπ έβαλε το χεράκι του, πάτησα καταλάθος ένα λινκ και πάαααει. :ξενέρα:

 

@Κελαινώ & Vanessa: Σας ευχαριστώ πολύ πολύ για τα καλά σας λόγια! Χαίρομαι που το απολαύσατε! Οι αρμπαθιές είναι τυπογραφικό. Αρμαθιές εννοούσα. Θα διορθωθεί και αυτό μαζί με τα υπόλοιπα=) Για την περίσκεψη θα το δω, νομίζω όμως πως είναι και το να συλλογίζεσαι κάτι ενδελεχώς. Θα το κοιτάξω όμως.Σε τελική ανάλυση θα το γράψω ως "σκέψη περίσσεια" ή κάτι τέτοιο.

 

@ Viktor_S: Μπερδεύτηκες με την πρώτη ή τη δεύτερη ανάγνωση; Μπερδεύτηκα που μπερδεύτηκες!

 

@ Dagoncult: Πολλά τεχνικά θέματα μας έβγαλε ο μπαρμπα-Γιάκωβος και τι θα τον κάνω; Αχ, αχ! 

Μάλλον θα βάλω τελικά να κάνει μία χαρακιά, όπως λέτε. Μη σου πω να μεγαλώνει ήδη μια υπάρχουσα κουφάλα.

Τώρα για το πώς θα τις βγάλει, ίσως πρέπει να κόψει το δέντρο, ξέρωγω. Θα ρωτήσω και κανέναν μεγαλύτερο.

 

Όσο για τον κίντυνο που σου έπεσε κομματάκι βαρύς, γενικά η ιστορία θα φάει χτένισμα στα γλωσσικά, γιατί οι μεταγενέστερες έχουν ακόμη πιο βαρύ ιδίωμα. Εκεί να δεις κιντύνους, σεβντάδες και γαίματα!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο και προσεγμένο. Το τέλος με μπέρδεψε για να πω την αλήθεια.....αφού το διάβασα δεύτερη φορά όμως...... κατάλαβα τι έγινε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό, δηλαδή ..... :o

Link to comment
Share on other sites

Ααααααα είπα κι εγώ, γιατί αν μπερδευόταν κάποιος με τη δεύτερη φορά και όχι με την πρώτη θα έπρεπε να ανησυχήσω :p

 

ευχαριστώ πολύ πολύ! =)

Link to comment
Share on other sites

 Οι αρμπαθιές είναι τυπογραφικό. Αρμαθιές εννοούσα.

 

Οκέι, αλλά νομίζω ότι οι λίρες δύσκολα μπαίνουν σε αρμαθιές. Δεν έχουν τρύπες για να τις περάσεις στο κορδόνι, για. Μήπως να τις έβανε σε κάνα σακούλι ο μπάρμπα-Γιάκωβος, ε;

Link to comment
Share on other sites

εντάξει, πιο πρακτικό είναι το πουγκί, αλλά οι λίρες στα γιορντάνια πού βρίσκουν τις τρύπες, ε; :p εμένα με παρέσυρε η αίσθηση ότι διαβάζω παραμύθι, κι έτσι δεν ζητούσα απόλυτο πραγματολογικό ρεαλισμό. τα «παράλογα» στοιχεία (το θάψιμο στο δέντρο, η αιώνια νεότητα της νεράιδας, οι πολλές μικρές ουλές που γίνονται μία μεγάλη) αποτελούν κλασικό χαρακτηριστικό των παραμυθιών, νομίζω : ))

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

εντάξει, πιο πρακτικό είναι το πουγκί, αλλά οι λίρες στα γιορντάνια πού βρίσκουν τις τρύπες, ε; :p εμένα με παρέσυρε η αίσθηση ότι διαβάζω παραμύθι, κι έτσι δεν ζητούσα απόλυτο πραγματολογικό ρεαλισμό. τα «παράλογα» στοιχεία (το θάψιμο στο δέντρο, η αιώνια νεότητα της νεράιδας, οι πολλές μικρές ουλές που γίνονται μία μεγάλη) αποτελούν κλασικό χαρακτηριστικό των παραμυθιών, νομίζω : ))

 

Αυτό ακριβώς θα έλεγα κι εγώ: στα παραμύθια γίνονται πολλές τερατολογίες που τις δεχόμαστε επειδή είναι παραμύθια. Γιατί δεν έχει κανείς διαμαρτυρηθεί για το λύκο στην Κοκκινοσκουφίτσα, που καταπίνει ολόκληρο άνθρωπο ζωντανό, μετά του τον βγάζουν και του γεμίζουν και την κοιλιά με πέτρες;

Link to comment
Share on other sites

Δεν διαφωνώ, η ιδέα με το κρύψιμο στον κορμό της λεύκας ήταν πολύ όμορφη με κείνον τον άγρια όμορφο τρόπο των παραμυθιών. Εξ ου και δεν με απασχολεί ούτε στο ελλάχιστο το αν γίνεται να κρύψει κανείς λίρες στον κορμό (αν και μια νύξη για το πώς θα τις έπαιρνε πίσω, ίσως και να την ήθελα).

Άλλο αυτό όμως, κι άλλο οι λίρες σε αρμαθιές, πχ. Δεν είναι σουρρεαλισμός, είναι παραμύθι: μπορείς να διαστρεβλώσεις την πραγματικότητα όσο θες, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της εξέλιξης της ιστορίας.

Δηλαδή, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τις χαρακιές, τη νεότητα της κοπέλας (είναι στοιχειό, ντάα) κλπ. αλλά αν οι λίρες μπούνε ξαφνικά σε αρμαθιά θέλω να υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος.

 

ΥΓ, Μαρβ, αν τις έκανε γιορντάνι και τις φορούσε τα βράδυα μπροστά στον καθρέφτη;

Link to comment
Share on other sites

 

ΥΓ, Μαρβ, αν τις έκανε γιορντάνι και τις φορούσε τα βράδυα μπροστά στον καθρέφτη;

οκ. στρέχει, αλλά όχι σε καθρέφτη, στις νερολακκούβες της αυλής του τα βράδια με πανσέληνο :D :D

Link to comment
Share on other sites

 

 

ΥΓ, Μαρβ, αν τις έκανε γιορντάνι και τις φορούσε τα βράδυα μπροστά στον καθρέφτη;

οκ. στρέχει, αλλά όχι σε καθρέφτη, στις νερολακκούβες της αυλής του τα βράδια με πανσέληνο :D :D

 

 

Όχι. Στα μπακίρια της κουζίνας στο φως από το λιανοκέρι, τελευταία προσφορά.

Link to comment
Share on other sites

έκλεισεεεε.

(Δανάη, συγγνώμη για την κατάχρηση της φιλοξενίας. ο μπάμπης φταίει, που είναι προκλητικός :) )

Link to comment
Share on other sites

Κάντε δουλειά σας, γιαβριά μου!

 

Κελαινώ, αν π.χ. βάλω 102 προτασούλες για τις λίρες, ότι είναι μεγάλες και χρυσές και λαμποκοπάνε, με μια τρυπάκλα ΝΑ! στη μέση (καλά πιο ποιητικά), είμεθα ντάααξ; Εννοώ ότι σε ένα φανταστικό χωριό υπάρχουν και φανταστικά νομίσματα;p

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Φανταστικό είναι αυτό! Εκτός από τον ωραίο μύθο, είναι και από τις ελάχιστες φορές που η χρήση ιδιωματισμών έγινε καλά, πλούτισε χωρίς να βαρύνει το κείμενο. Θα ήταν ευχάριστες μερικές ακόμα πινελιές του απόκοσμου, διάσπαρτες στο παραμύθι, ώστε να γίνει ακόμα πιο αισθητό το "α-μάν" που έρχεται.

 

ψιλολόγια:

Τα "ουαί κι αλίμονο". Μμμ...

Ο χαρακτηρισμός "εξαρθρωμένα αυτόματα" νομίζω πως είναι εκτός κλίματος.

 

Ευχαριστούμε για τη συμβολή στη βιβλιοθήκη. :hi:

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο αυτό εδώ! Εξαιρετική η χρήση της γλώσσας, που ενισχύει την ατμόσφαιρα λαϊκού παραμυθιού που περιβάλλει την ιστορία. Είχε γρήγορο ρυθμό, κάτι που το έκανε να διαβάζεται άνετα, αλλά και που ταιριάζει σ' ένα παραμύθι σαν κι αυτό. Αν και με λίγα λόγια, ο χαρακτήρας του Γιάκωβου είναι πολύ καλά δοσμένος και τον παρακολουθούμε με ενδιαφέρον. Επίσης, πολύ ωραίες οι εικόνες απ' το στοιχειωμένο δάσος.

 

Πέρα από κάποιες παρατηρήσεις που επισημάνθηκαν παραπάνω (για τις λίρες που χώθηκαν στο δέντρο) και θα έκανα κι εγώ, η μόνη απορία μου είναι γιατί η Λεύκα ένιωθε πως είχε την «υποχρέωση» να προστατεύει το θησαυρό του Γιάκωβου, αφού την είχε πληγώσει κι από πάνω. Εκτός κι αν ήταν σαρκασμός, κι όσα έγιναν στο τέλος ήταν η εκδίκησή της, κάτι που δεν ήταν και πολύ ξεκάθαρο.

 

Αυτά κι από μένα. Καλή συνέχεια!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Γεια σας παιδιά και πάλι! Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας!

 

Mesmer, σαρκασμός ήτανε. Έλα λίγο στη θέση της έρμης της Λεύκας, να έρχεται ένας και να σε πληγιάζει και να σε μολύνει με πράγματα ξένα από σένα.... Ε δ εθα του φέρεις στην πρώτη ευκαιρία;

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..