ΔημήτρηςΤ Posted August 19, 2013 Share Posted August 19, 2013 Όνομα Συγγραφέα: Δημήτρης ΤσανίδηςΕίδος: ΦανταζύΒία; ΌχιΣεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 4108Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Τελευταία ιστορία του καλοκαιριού. Για πότε έφτασε εξεταστική ούτε που ξέρω :'( Ελπίζω να δω σχόλια απ' όσους το διαβάσουν Αρχείο: Τα νερά ταξίδευαν ορμητικά στο φαρδύ ποτάμι.doc Τα νερά ταξίδευαν ορμητικά στο ποτάμι, χτυπώντας τα βράχια του φαραγγιού με μανία. Οι Κουκουρού, οι άνθρωποι του δάσους, ονόμαζαν το ποτάμι «Χούχου», που σήμαινε σε ελεύθερη μετάφραση «πνίχτης» ενώ στην κουκουρούκου, την γλώσσα των Κουκουρού η ακριβής σημασία του ονόματος ήταν «όχι-ανάσα-πια». Ο Τροντ, γαντζωμένος απ’ τον πεσμένο κορμό που εκτελούσε χρέη γέφυρας, καταλάβαινε πολύ καλύτερα απ’ ότι θα ‘θελε για πιο λόγο ονόμασαν έτσι το ποτάμι. Έβλεπε ήδη με την φαντασία του, να σηκώνεται να διασχίσει τον κορμό για να βρεθεί στην άλλη μεριά που τον περίμεναν οι δύο Κουκουρού, αλλά αμέσως να χάνει την ισορροπία του, να πέφτει στον ατέλειωτο γκρεμό και να σκάει ,σαν παραγινομένο φρούτο που πέφτει απ’ το δέντρο, στα νερά του Χούχου. «Πρέπει Τροντ σηκωθεί» είπε ο Κόκο, ο ένας απ’ τους δύο συνοδούς του Τρονττ. «Όχι κοιτάζει κάτω» είπε ο δεύτερος, που το έλεγαν Τίτι. «Τροντ ήρεμος, δεν πέσει Χούχου, δεν πεθάνει, δεν πονέσει.» Τα λόγια του Τίτι δεν είχαν την θετική επίδραση που περίμενε ο Κουκουρού και ο Τροντ αυθόρμητα γαντζώθηκε ακόμη δυνατότερα. Η όραση του έπαιζε παιχνίδια και έβλεπε το ποτάμι να κουνιέται πάνω κάτω, να φαρδαίνει και να παραμορφώνεται Το στομάχι του είχε ανακατευτεί και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Επιπλέον δεν φαινόταν να μπορεί να ελέγξει ούτε το ελάχιστο το σώμα του. «Βοήθεια» είπε αδύναμα χωρίς να σηκώσει τα μάτια του, λες και μιλούσε στο ίδιο το ποτάμι. «Εσύ μπορεί μόνος» είπε ο Κόκο. Καμιά απάντηση απ’ τον Τροντ. Οι ιθαγενείς κοιτάχτηκαν και άρχισαν να συζητάνε στην γλώσσα τους για την κατάσταση του Τροντ, συνοδεύοντας τις λέξεις με περίτεχνες κινήσεις το χεριών που στην κουκουρούκου αποτελούσαν εργαλείο ισοδύναμο της ομιλίας. Για παράδειγμα αν πρόφερες την λέξη «Ούχουμου» και με τα δύο χέρια πεσμένα στο πλάι σήμαινε «μαλλί-πλεγμένο-κάλυμμα-βράδυ-ζέστη», ενώ αν είχες τα χέρια ψηλά προς τον ουρανό σήμαινε «ζώο-μεγάλο-κοφτερά-δόντια». Αν είχες μόνο το ένα χέρι ψηλά το νόημα άλλαζε. Ένας γλωσσολόγος θα σου έλεγε πως αυτός ο τρόπος παραγωγής λεξιλογίου αποτελούσε λύση στο πρόβλημα που δημιουργούσε ο κανόνας τον Κουκουρού που έλεγε πως κάθε λέξη έπρεπε αναγκαστικά να περιλαμβάνει μονάχα ενός είδους φωνήεν. Η άλλη λύση, θα σου έλεγε ο γλωσσολόγος, θα ήταν να παραχθούν λέξεις μεγάλου μήκους ώστε να αυξηθούν οι πιθανοί συνδυασμοί. Αυτός ο χειρισμός θα ήταν σαφώς χειρότερος. Γινόταν ξεκάθαρο απ’ αυτή την συγκεκριμένη επιλογή το ταλέντο των δημιουργών της κουκουρούκου στην γλωσσολογία. Βέβαια δεν σήμαινε απαραίτητα πως ήταν και έξυπνοι, αφού η απαγόρευση διαφορετικών φωνηέντων στην ίδια λέξη είναι όπως και να το δεις ηλίθια. Πάντως αν το συνήθιζες ήταν ευχάριστο να μιλάς την κουκουρούκου καθώς η κίνηση των χεριών έκανε την γλώσσα σχεδόν χορευτική και μπορούσες να παρασυρθείς πολύ εύκολα απ’ τον ρυθμό της επικοινωνίας και να καταλήξεις να μιλάς για πράγματα άσχετα, απλώς και μόνο σαν πρόφαση για να κουνάς τα χέρια σου. Υπήρχαν μάλιστα συγκεκριμένοι διάλεκτοι που χρησιμοποιούσαν και τα πόδια, αλλά δεν τις χρησιμοποιούσαν πολλοί ιθαγενείς καθώς ήταν πολύ πολύπλοκες αν και αναμφίβολα ακόμη πιο ευχάριστες και πιο χορευτικές. Ο Κόκο και ο Τίτι που ήταν αρχάριοι σ’ αυτές τις διαλέκτους αποφάσισαν απ’ ότι φαίνεται, παρασυρμένοι απ’ τα ίδια τους τα λόγια, να κάνουν λίγη εξάσκηση. Μιλούσαν όλο και πιο γρήγορα κουνώντας χέρια και πόδια σε φρενήρη ρυθμό και τα χαμογελαστά τους πρόσωπα φανέρωναν απόλυτη ευτυχία και ξεγνοιασιά. Όλη αυτή την ώρα ο Τροντ δεν σήκωσε στιγμή το βλέμμα του απ’ τον Χούχου ενώ που και που άφηνε μερικά βογκητά δυσφορίας. Όταν τελικά οι δύο Κουκουρού κουράστηκαν, κάθισαν στο χώμα και άναψαν τις πίπες τους για να χαλαρώσουν. «Έρθω βοηθήσει Τροντ» είπε κάποια στιγμή ο Κόκο και κινήθηκε προς τον κακόμοιρο άντρα. Περπάτησε προσεκτικά στον πεσμένο κορμό, με άψογη ισορροπία και όταν βρέθηκε δίπλα στον Τροντ έσκυψε και τον έπιασε απ’ τον ώμο. «Μπορεί Τροντ σηκωθεί;» ρώτησε «Τροντ όχι μπορεί» απάντησε ο Τροντ ανακτώντας για μια στιγμή την έμφυτη ικανότητα σαρκασμού για την οποία ένοιωθε πάντα περήφανος. «Κόκο σηκώσει Τροντ» είπε ο Κόκο και άρχισε να τον τραβάει απ’ την μέση. Όμως ο Τροντ ήταν πιασμένος με όλη του την δύναμη και ο ιθαγενής δεν μπόρεσε να τον κουνήσει. «Πρέπει Τροντ βοηθήσει» είπε. Ο Τροντ δεν απάντησε και έτσι ο Κόκο συνέχισε να τραβάει. Σύντομα ο Κουκουρού έχασε την υπομονή του και άρχισε να χτυπάει τα χέρια και τα πόδια του Τροντ προσπαθώντας να τον ξεκολλήσει απ’ τον κορμό. Ο Τροντ άφηνε μικρές κραυγές πόνου σε κάθε χτύπημα, χαλαρώνοντας σιγά-σιγά την λαβή του. Ο Κόκο σταμάτησε να τον χτυπάει και τράβηξε πάλι δυνατά. Αυτή την φορά κατάφερε να σηκώσει τον άντρα που άρχισε να παραπονιέται και να κλαψουρίζει. «Τροντ σηκωθεί. Τροντ όχι σηκωθεί, Κόκο χτυπήσει Τροντ» είπε ο Κόκο. Τον έπιασε απ’ τους ώμους και τον σήκωσε όρθιο παρά την αντίσταση. Μόλις τον έστησε στα πόδια του, ο Τροντ πανικοβλήθηκε και προσπάθησε να ξαπλώσει πάλι. Ο Κόκο κράτησε κόντρα για να τον εμποδίσει και τότε ο Τροντ του έριξε μια δυνατή σπρωξιά προσπαθώντας να του ξεφύγει. Ο Κόκο έμεινε μια στιγμή μετέωρος παλεύοντας να κρατήσει την ισορροπία του και στην συνέχεια έπεσε προς τα πίσω, κρατώντας ακόμα τον Τροντ. Ο Τίτι που κάπνιζε την πίπα του, είδε τους δύο άντρες να γλιστράν απ’ τον κορμό και να πέφτουν στον γκρεμό αγκαλιασμένοι. Σηκώθηκε βιαστικά και πλησίασε για να δει καλύτερα. Δεν μπόρεσε να τους εντοπίσει. Ο Χούχου τους είχε καταπιεί. «Γουτουφού» ψιθύρισε ο Τίτι και από συνήθεια, χωρίς να ‘ναι απαραίτητο μιας και κανείς δεν τον έβλεπε, σήκωσε το αριστερό του χέρι ψηλά για να κάνει την λέξη να σημαίνει «απίστευτο» και όχι «γυναίκα-όμορφη-καλλίγραμμη» που θα σήμαινε αλλιώς. Ο Τροντ ξύπνησε και κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε μια μικρή υγρή σπηλιά που μύριζε μούχλα. Απ’ έξω μπορούσε ν’ ακούσει τα νερά του Χούχου να κυλάνε ορμητικά. Ένα μέτρο μακριά είδε τον Κόκο αναίσθητο. Πλησίασε και εξέτασε τον σφυγμό του πεσμένου άντρα. Ήταν ζωντανός. Τον ταρακούνησε. «Ξύπνα. Ξυυύπνα Κόκο» φώναξε. Ο Κόκο μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και σήκωσε τα χέρια του προς τα πάνω. «Ναι, εντάξει, ξύπνα τώρα» απάντησε ο Τροντ. Ο ιθαγενής άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον Τροντ λες και πάσχιζε να τον αναγνωρίσει. «Εσύ» είπε σπαστά με θυμωμένη φωνή. «Εσύ σκότωσες Κόκο» είπε και πετάχτηκε όρθιος. Ο Τροντ έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω φοβισμένος, αλλά ο Κόκο τον πλησίασε απειλητικά και τον άρπαξε απ’ τον λαιμό και τον σήκωσε στον αέρα. «Κόκο θυμώσει, Τροντ πληρώσει» είπε με μίσος. «Όχι μη!» είπε ο Τροντ πασχίζοντας να ανασάνει. «Κοίτα είσαι ζωντανός. Δεν βλέπεις;» Ο Κόκο κοίταξε απορημένος πρώτα τα χέρια του και μετά την σπηλιά σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν πράγματι ήταν ζωντανός ή νεκρός. Ύστερα χαλάρωσε λίγο την πίεση στον λαιμό του Τροντ. Αυτός εκμεταλλεύτηκε αμέσως την ευκαιρία και ξαναμίλησε. «Άλλωστε αν πέθανες εσύ, τότε πέθανα και εγώ. Τι νόημα έχει να με σκοτώσεις πάλι;» Ο Κόκο τον κοίταξε εχθρικά, αλλά τον άφησε. «Κάλα» είπε ο Κόκο και σήκωσε το δεξί του χέρι. «Τι σημαίνει κάλα;» «Καλά.» «Α.» Ο Κόκο γύρισε την πλάτη του στον Τροντ και προχώρησε μέχρι την έξοδο της σπηλιάς. Ο Τροντ τον ακολούθησε. Λίγο κάτω απ’ το στόμιο κυλούσε ο Χούχου, και προς τα πάνω υψωνόταν το φαράγγι. Ο Τροντ άφησε έναν αναστεναγμό. Πως θα έφευγαν από ‘δω; Ο Κόκο γύρισε προς το μέρος του. «Πόσο Τροντ Κόκο βρέθηκε σπηλιά;» ρώτησε. «Πώς βρεθήκαμε εδώ εννοείς;» Ο Κόκο κάτι είπε και ο Τροντ κατάλαβε απ’ το ύφος του και τον τρόπο που σήκωσε τα χέρια του ψηλά πως μάλλον τον έβριζε. «Πρέπει να ‘πιο ευγενικός. Είστε όλοι σας τόσο αγενείς;» Ο ιθαγενής κατέβασε τα χέρια του απ’ τον αέρα και τα έτεινε επικίνδυνα κοντά στον λαιμό του Τροντ, ο οποίος τραβήχτηκε απότομα μακριά. «Καλά μην κάνεις έτσι εγώ απλά λέω. Τι με ρώτησες;» «Πόσο βρέθηκε σπηλιά;» «Πώς βρεθήκαμε στην σπηλιά» τον διόρθωσε ο Τροντ. «Δεν ξέρω, όταν ξύπνησα ήμασταν ήδη εδώ. Μάλλον θα μας παρέσυρε το ρεύμα.» «Όχι ρεύμα. Πνεύμα.» «Πνεύμα; Τι εννοείς; Μαγικά πλάσματα; Έλα τώρα Κόκο σταμάτα τις ανοησίες.» είπε ο Τροντ χασκογελώντας. «Δεν πρόκειται για ανοησίες» ακούστηκε μια αφρώδης φωνή στο κεφάλι του. Τι στο καλό; Ο Κόκο φαινόταν εξίσου ξαφνιασμένος, άρα την είχε ακούσει κι αυτός. «Είμαι το πνεύμα του ποταμού.» Η φωνή πλημμύρισε κυριολεκτικά το μυαλό του Τροντ, καθώς έμοιαζε πάρα πολύ με τον ήχο του ρέοντος ποταμού. «Που είσαι;» ρώτησε δειλά. «Ω συγγνώμη, τι αγένεια εκ μέρους μου» είπε η φωνή. Τα νερά του ποταμού άρχισαν να αφρίζουν σ’ ένα σημείο και να περιδινίζονται σχηματίζοντας μια ρουφήχτρα. Ύστερα απ’ το κέντρο της δίνης πετάχτηκε ένας πίδακας νερού που άρχισε να αποκτά σχήμα. Τελικά πήρε την μορφή ενός γενειοφόρου ημιδιάφανου άντρα. «Εκπληκτικό» είπε ο Τροντ με γουρλωμένα μάτια. «Δεν είναι; Το ήξερα ότι θα σας αρέσει.» «Δεν έχω δει τίποτα πιο εντυπωσιακό.» είπε ο Τροντ και υποκλίθηκε βαθιά. «Τροντ Μάλους στις υπηρεσίες σας. Από εδώ ο ξεναγός μου ο Κόκο της φυλής των Κουκουρού.» «Χάρηκα για την γνωριμία. Δεν έχω συχνά την ευκαιρία να μιλάω με το είδος σας ξέρετε. Συνήθως μόνο με ψάρια μπορώ να μιλήσω. Αλλά ξέρετε τα ψάρια δεν είναι και πολύ έξυπνα. Μάλιστα η γλώσσα τους έχει μόνο πέντε λέξεις. Αντίθετα με τις δικές σας γλώσσες. Είναι πραγματική πρόκληση να προβάλω στο κεφάλι σας τις σωστές λέξεις. Ακόμα περισσότερο η γλώσσα σου Κόκο είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Αναγκάζομαι να προβάλω στο μυαλό σου και χέρια εκτός από λέξεις. Το ευχαριστιέμαι με την ψυχή μου κάθε φορά. Όμως τον περισσότερο καιρό έχω μόνο τα ψάρια που είναι πολύ βαρετά.» «Μα αυτό είναι λυπηρό» παρατήρησε ο Τροντ. «Είναι. Νοιώθω αποκλεισμένος εδώ κάτω. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι συμβαίνει στον κόσμο. Αν και έμαθα απ’ τις νύμφες που με επισκέπτονται από καιρό σε καιρό πως δεν είμαι και πολύ αγαπητός στο είδος σας. Έμαθα πως με φωνάζουν Χούχου.» Ο Κόκο απάντησε κάτι στην κουκουρούκου που ο Τροντ δεν μπόρεσε να καταλάβει, αλλά έμοιαζε να απολογείται. Αν συναναστρεφόσουν καιρό με τους Κουκουρού μπορούσες να καταλάβεις τον τόνο της γλώσσας απ’ τις κινήσεις τον χεριών, συνειδητοποίησε ο Τροντ. Πραγματικά ιδιοφυής γλώσσα. Σκούντησε τον ιθαγενή. «Τι είπες τον ρώτησε;» «Όχι νοιάζει Τροντ.» απάντησε ο Κόκο. «Μου ζήτησε συγγνώμη και με πληροφόρησε πως το όνομα που μου δίνουν οφείλεται στο γεγονός πως όσοι πέφτουν μέσα μου πεθαίνουν. Και δεν έχουν και άδικο. Αλλά δεν ευθύνομαι εγώ που γκρεμοτσακίζονται, έτσι δεν είναι; Εγώ σώζω όσους μπορώ όπως για παράδειγμα εσάς τους δύο και παρέχω ψάρια και νερό για την διατροφή τους. Άραγε φταίω που δεν έχω την δύναμη να τους επιστρέψω πάνω; Ή που κάποια στιγμή με τα χρόνια πεθαίνουν από αρρώστιες ή γεράματα; Αυτήν είναι η φύση των ανθρώπων. Δεν αποφάσισα εγώ να γεννιέστε θνητοί» «Έχεις δίκιο φυσικά. Όμως δεν υπάρχει κάποιος τρόπος; Προσωπικά όσο κι αν πιστεύω πως είσαι πνεύμα ενδιαφέρον, δεν θα άντεχα να ζήσω για πάντα εδώ. Δεν θέλω να σε προσβάλλω αλλά έχω ανάγκη τους συνανθρώπους μου. Άλλωστε έχω οικογένεια που με περιμένει πίσω στην χώρα μου. Σίγουρα δεν μπορείς να μας βοηθήσεις να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής.» «Φοβάμαι πως όχι, αγαπητοί μου. Όμως θα χαρώ πολύ να σας φιλοξενήσω εδώ.» Ο Κόκο μίλησε πάλι και κάτι ρώτησε το πνεύμα. «Έχεις δίκιο. Το φαράγγι τελειώνει στην χώρα του Κιορ. Ναι μπορώ να σας μεταφέρω ως εκεί. Αλλά δεν είναι καλή ιδέα. Καθόλου καλή μάλιστα. Γιατί την περιοχή εξουσιάζει ο ξάδερφος μου ο Νενθχ, τον οποίο, το παραδέχομαι ανοιχτά, φοβάμαι ως και εγώ. Είναι επικίνδυνο πλάσμα. Μία και μόνο ματιά την χώρα του Κιορ το αποδεικνύει. Ο τόπος είναι έρημος και νεκρός. Πριν διεκδικήσει την περιοχή ο Νενθχ κυλούσα ως εκεί κάτω και γινόμουν μια υπέροχη άνετη λίμνη. Αλλά τώρα το έδαφος είναι γεμάτο τεράστιες ρωγμές και αν τολμήσω να πλησιάσω κάποιο κομμάτι μου, αυτό πέφτει και χάνεται σε υπόγειες σπηλιές. Δεν φαντάζεστε πόσο άσχημο συναίσθημα είναι να χωρίζεσαι στα δύο και να νοιώθεις το ένα μέρος σου εδώ και το άλλο εκεί. Και μην νομίζετε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί σε σας. Του Νενθχ του αρέσει πολύ να σκοτώνει και να καταστρέφει. Καλύτερα να μείνετε εδώ.» «Έτσι πως το θέτετε έχετε δίκιο, δεν θα ‘μαστε κι άσχημα σ’ αυτήν την σπηλιά. Έτσι δεν είναι Κόκο;» «Όχι έτσι. Πρέπει γυρίσουμε» είπε ο Κόκο και τα μάτια του πέταξαν σπίθες. «Όχι φοβάμαι Νενθχ. Κουκουρού αχαχά.» και πριν προλάβει να τον ρωτήσει ο Τροντ είπε: «Κουκουρού αχά αχά σημαίνει Κουκουρού πατρίδα.» «Α.» «Μα σας λέω. Δεν είναι καλή ιδέα. Η χώρα του Κιορ είναι χώρα θανάτου.» «Εγώ σε πιστεύω» είπε ο Τροντ. «Τροντ όχι αγάπη οικογένεια;» ρώτησε επικριτικά ο Κόκο. «Δεν κατάλαβα. Α αν αγαπάω την οικογένεια μου. Φυσικά ναι. Τι ερώτηση είναι αυτή.» «Τροντ γυρίσει οικογένεια» είπε ο Κόκο και ακούμπησε τον δείκτη του στην καρδιά του Τροντ που άφησε έναν αναστεναγμό. «Ναι Τροντ γυρίσει» είπε «Έχεις δίκιο, δεν θέλω να ζήσω όλη μου την ζωή σε μια σπηλιά. Πρέπει να επιστρέψω στους δικούς μου. Πνεύμα του ποταμού σε παρακαλώ. Πήγαινε μας στην χώρα του Κιορ κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.» «Θα θρηνώ για σας» είπε ξερά το πνεύμα. Κοιμήθηκαν στην σπηλιά το βράδυ. Το πρωί το πνεύμα τους ζήτησε να πέσουν στο νερό. Ο Κόκο βούτηξε άφοβα και ο Τροντ τον ακολούθησε διστακτικά. Το ρεύμα του νερού τους παρέσυρε απαλά και τους ταξίδεψε. Μετά από αρκετές ώρες το μονότονο τοπίο των βράχων του φαραγγιού έδωσε την θέση του στο μονότονο τοπίο της σκασμένης γης, άδειας από οποιαδήποτε είδους βλάστηση. Το ποτάμι είχε μικρύνει αισθητά τώρα και η δύναμη του νερού είχε ελαττωθεί πάρα πολύ. Οι άντρες κολύμπησαν στην ακτή και βγήκαν απ’ το νερό. Έστυψαν τα βρεγμένα ρούχα τους και ξεκίνησαν να περπατάνε. Θα επέστρεφαν απ’ την ίδια διαδρομή απ’ την οποία είχαν έρθει, μόνο που αυτή την φορά θα ταξίδευαν απ’ την πάνω μεριά του φαραγγιού και όχι απ’ την κάτω. Όταν πια νύχτωσε ο Κόκο άναψε φωτιά χρησιμοποιώντας κλωναράκια που είχε μαζέψει απ’ τους ασθενικούς θάμνους που συναντούσαν σπάνια στον δρόμο τους. «Κόκο ξέρεις να κυνηγάς;» ρώτησε ο Τροντ καθισμένος πλάι στην μικρή φλόγα. Το στομάχι του παραπονιόταν έντονα καθώς το τελευταίο γεύμα του ήταν το ωμό ψάρι που τους φίλεψε το πνεύμα την προηγούμενη βραδιά. «Κόκο ξέρει, μα όχι ζώα.» «Ναι. Το πνεύμα είχε δίκιο. Η περιοχή είναι νεκρή.» «Όχι ανησυχεί Τροντ. Καινούργιο ήλιο φτάσουμε δάσος. Κόκο κυνηγήσει.» «Στο στομάχι μου πες το αυτό.» «Όχι ανησυχεί στομάχι. Καινούργιο ήλιο φτάσουμε δάσος.» Ο Τροντ αναστέναξε. «Έκφραση είναι Κόκο.» «Σςςς» έκανε ο Τροντ και έφερε το δάχτυλό του μπροστά στο στόμα. «Ε; Γιατί;» Ο Κόκο δεν απάντησε, παρά μόνο έσβησε γρήγορα την φωτιά. Ύστερα τράβηξε βίαια τον Τροντ να τον ακολουθήσει. Καμιά εκατοστή βήματα μακριά τον έβαλε να σκύψει πίσω από ένα χαμηλό θάμνο παρόλο που πρόσφερε ελάχιστη κάλυψη. «Τι συμβαίνει;» ψιθύρισε ο Τροντ. «Κάποιος ακολουθεί. Πολλοί κάποιος. Τροντ κάνει ήσυχα.» Ο Τροντ ένευσε καταφατικά. Μετά από λίγο άκουσαν βήματα αρκετών ποδιών να πλησιάζουν στο σκοτάδι και σύντομα ξεχώρισαν μια φωνή να μονολογεί στην κοινή γλώσσα. «Κάπου εδώ είναι παιδιά μου. Τους αισθάνομαι» ακούστηκε η φωνή, «Βγείτε, βγείτε όπου κι αν ειιιίστε.» Το τελευταίο ειπώθηκε τραγουδιστά, σαν για να καθησυχάσει τους δύο άντρες. Παρόλα αυτά ο Τροντ έτρεμε στην κρυψώνα του. Η φωνή ήταν λεπτή και στον Τροντ φάνηκε ύπουλη και χυδαία. «Ξέρω ότι είστε εδώ» είπε μειλίχια η φωνή, «Δεν θέλω το κακό σας, είμαι φίλος.» Ο Κόκο ξαναέκανε νόημα στον Τροντ να μείνει σιωπηλός. Ο Τροντ ήθελε να του πει πως δεν ήταν ανάγκη να του το θυμίσει αλλά προτίμησε να μην μιλήσει. «Εντάξει τότε. Αφού κρύβεστε, μάλλον θα θέλετε να μείνετε μόνοι σας. Με προσβάλει που είστε ακατάδεκτοι, αλλά θα το σεβαστώ. Πάμε παιδιά μου.» «Μάλιστα αφέντη» ακούστηκε με μιας. Οι λέξεις βγήκαν από περισσότερα από ένα άτομο ακριβώς συγχρονισμένα και μακρόσυρτα. Ο Τροντ αναρωτήθηκε αν επρόκειτο για ανθρώπους ή μηχανήματα γιατί απ’ τον τρόπο εκφοράς της φράσης δεν φανερωνόταν καμιά ζωντάνια. Άκουσε την ομάδα να απομακρύνεται. Όταν τελικά τα βήματα χάθηκαν κανένας απ’ τους δύο άντρες δεν τόλμησε να κουνηθεί απ’ την θέση του. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής ο Τροντ αποτόλμησε να μιλήσει. «Μάλλον έφυγαν» είπε. «Τροντ όχι κουνηθεί ακόμα. Μπορεί παγίδα.» «Αν φύγουμε απ’ την άλλη μεριά;» «Καλή ιδέα. Άλλωστε σίγουρα θα έφυγαν.» Ο Τροντ ένοιωσε πολύ μπερδεμένος στο άκουσμα της τελευταίας φράσης. Πότε έμαθε ο Κόκο να μιλάει τόσο καλά την κοινή; Και γιατί η φωνή του ήταν τόσο ψιλή και ύπουλη. Πήδηξε όρθιος ταυτόχρονα με τον Κόκο, που απ’ ότι φαίνεται χρειάστηκε τον ίδιο χρόνο να καταλάβει πως ο Τροντ δεν είχε απαντήσει στην ίδια του την ερώτηση. Πίσω τους έστεκε σκυφτός ένας άντρας και ακόμη πιο πίσω άλλοι τρεις όρθιοι. «Ελάτε τώρα μην κάνετε σαν να είδατε φάντασμα. Σας είπα δεν θέλω το κακό σας» είπε ο σκυφτός. Ο Τροντ τον παρατήρησε γρήγορα, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Το πρόσωπο του αγνώστου του έφερε αναγούλα. Είχε γαμψή μύτη και στραβό στόμα, ενώ τα μάτια του έλαμπαν σαν τα μάτια τρελού. Ένοιωσε την έντονη παρόρμηση να χτυπήσει τον άσχημο άντρα. Ο Κόκο σίγουρα ένοιωθε κι αυτός το ίδιο γιατί έβγαλε μια δυνατή κραυγή και όρμηξε. Η γροθιά του έσκισε τον αέρα και προσγειώθηκε σαγόνι του ξένου. Τίποτα δεν συνέβη. Το πρόσωπο δεν μετακινήθηκε ούτε σπιθαμή, ενώ αντίθετα ο Κόκο άφησε μια κραυγή πόνου και μάζεψε το χέρι του. «Δεν είσαι και πολύ ευγενικός έτσι;» είπε στον Κόκο, χαμογελώντας παρανοϊκά. «Πόσο μάλλον αν σκεφτείς ότι στέκεις μπροστά στον καινούργιο σου αφέντη.» «Κόκο όχι αφέντη» απάντησε αμέσως ο Κόκο. «Αυτό θα το δούμε.» «Συγγνώμη καλέ μου κύριε, είμαι σίγουρος πως έχει γίνει παρεξήγηση. Σίγουρα μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση σαν πολιτισμένοι άνθρωποι» είπε ο Τροντ που το ‘χε αρχή να είναι ευγενικός και διπλωματικός με τους αγνώστους. Ειδικά όταν τα πράγματα μύριζαν μπελάδες. Υποκλίθηκε. «Με λένε Τροντ Μάλους, και είμαι χαρτογράφος. Από δω ο οδηγός μου και εξαίρετος άνθρωπος Κόκο. Εσείς είστε;» «Με λένε Νενθχ. Αφέντης της χώρας του Κιορ και αθάνατος.» «Χάρηκα κ. Νενθχ.» «Είμαι σίγουρος πως εγώ χάρηκα περισσότερο.» «Ίσως, ίσως. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω πως ήμαστε περαστικοί απ’ την περιοχή και δεν σκοπεύουμε να μείνουμε πολύ. Μάλιστα αύριο κιόλας σκοπεύουμε να φτάσουμε στο δάσος των Κουκουρού. Λυπούμαστε ειλικρινά αν σας προσβάλαμε κατά οποιονδήποτε τρόπο ερχόμενοι στην χώρα που εσείς κυβερνάτε, αλλά δεν είχαμε επιλογή. Βλέπετε μετά από ένα ατυχές συμβάν, βρεθήκαμε να παλεύουμε στα νερά του ποταμού Χούχου και καταλήξαμε εδώ. Ήταν κάτι που δεν σχεδιάζαμε και εξ αυτού δουλείες που έχουμε αναλάβει έχουν καθυστερήσει. Συμμερίζεστε λοιπόν την βιασύνη μας να επιστρέψουμε.» «Φυσικά την συμμερίζομαι. Καταλαβαίνω πολύ καλά. Δυστυχώς όμως αδυνατώ να σας επιτρέψω να φύγετε.» «Μα γιατί;» «Επειδή από δω και στο εξής είμαι ο αφέντης σας. Και σεις είστε παιδιά μου. Και εκνευρίζομαι πραγματικά όταν τα παιδιά μου θέλουν να με εγκαταλείψουν.» «Δεν θέλω να σας προσβάλω καλέ μου κύριε όμως σίγουρα κάνετε λάθος. Θυμάμαι πολύ καλά τους γονείς μου και δεν τους μοιάζετε καθόλου, άρα δεν είμαι παιδί σας.» «Είσαι και παρά είσαι.» «Δεν είμαι» είπε πεισματάρικα ο Τροντ που είχε πλέον εξαντλήσει την διπλωματική του ικανότητα. «Κόκο όχι είναι» συμφώνησε ο Κόκο κουνώντας το κεφάλι του πάνω κάτω. «Μα γιατί είστε τόσο πεισματάρηδες;» ρώτησε ο Νενθχ, «Σας υπόσχομαι πως θα περάσουμε καλά. Να κοιτάξτε πίσω μου. Αυτοί οι άντρες είναι παιδιά μου εδώ και πολύ καιρό. Να ορίστε θα τους ρωτήσω. Παιδιά. Σας αρέσει που είστε παιδιά μου;» «Μάλιστα αφέντη» είπαν άτονα οι άντρες. «Περνάτε καλά;» «Μάλιστα αφέντη» είπε η χορωδία. «Βλέπετε;» είπε ο Νενθχ, «Μια χαρά περνάνε μαζί μου.» «Κι όμως κατά την γνώμη μου απλώς δεν θέλουν να διαφωνήσουν μαζί σας» παρατήρησε ο Τροντ. «Αυτό είναι αβάσιμο συμπέρασμα» είπε ο Νενθχ, «Παιδια. Φοβάστε να διαφωνήσετε μαζί μου;» «Όχι αφέντη» «Μήπως μου λέτε ψέματα;» «Όχι αφέντη» «Βλέπετε;» ρώτησε πάλι ο Νενθχ. Ο Τροντ σκέφτηκε μια στιγμή. «Ας πούμε, υποθετικά πάντα, πως σας παραδεχόμασταν για αφέντη μας. Τι θα σήμαινε αυτό;» «Επιτέλους μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Θα σας πω. Πρώτα απ’ όλα είστε αναγκασμένοι να παραμείνετε στην χώρα. Δεύτερον θα πρέπει να με φωνάζετε αφέντη. Τρίτον από καιρό σε καιρό θα με βοηθάτε να διασκεδάσω. Αυτά όλα κι όλα.» «Να διασκεδάσετε;» «Βλέπω είστε πολύ επιφυλακτικός. Παραδέχομαι πως οι περισσότεροι νεοφερμένοι δεν βρίσκουν τον τρόπο με τον οποίο διασκεδάζω. Θα σας πω όμως επειδή πρέπει πάντα να είμαι ειλικρινής με τα παιδιά μου. Μου αρέσει, πώς να το πω; Να, μου αρέσει να παίζω με τα παιδιά μου που και που.» «Να παίζετε;» «Ναι. Να τα τσιμπάω ας πούμε. Όχι σπουδαία πράγματα.» «Μα πως μπορείτε να το λέτε αυτό. Κοιτάξτε τον κακόμοιρο άντρα που πίσω σας. Έχει ξύλινο πόδι. Του διπλανού του λείπουν τα χέρια. Είναι κι αυτά μέρος του παιχνιδιού;» «Ομολογώ πως καμιά φορά οι τσιμπιές γίνονται μονότονες. Κάπως πρέπει να σπάει η μονοτονία. Άλλωστε ό,τι κάνω το κάνω με την συγκατάθεση τους. Έτσι δεν είναι παιδιά;» «Μάλιστα αφέντη» «Λοιπόν πολύ το συζητήσαμε. Τώρα ακολουθήστε με. Θα πάμε στο παλάτι. Είμαι σίγουρος ότι θα σας αρέσει πολύ» είπε και άρχισε να προχωράει. «Τροντ θέλει ζήσει, Τροντ τρέξει» είπε ο Κόκο και άρχισε να τρέχει προς την μεριά που μάλλον βρισκόταν το δάσος. Ο Τροντ τον ακολούθησε αμέσως. «Μα που πάτε παιδιά μου;» είπε ο Νενθχ και έτρεξε κι αυτός. «Δεν μπορείτε να φύγετε. Θα είμαστε για παααάντα μαζί.» «Θα ‘θελες» φώναξε ο Τροντ. Έτρεξαν κι έτρεξαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Ο Τροντ είχε χάσει τον Κόκο εδώ και ώρα, αφού ο ιθαγενής ήταν σαφώς πιο γρήγορος. Γύρισε και κοίταξε για πρώτη φορά προς τα πίσω, αλλά ο Νενθχ ήταν άφαντος. Σταμάτησε μια στιγμή να πάρει μιαν ανάσα. Μπροστά του, προς την μεριά που έτρεχε προηγουμένως, ακούστηκε να πλησιάζει γρήγορα κάποιος. Ο Τροντ το ‘βαλε στα πόδια προς την αντίθετη μεριά χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. Όμως άκουγε τα βήματα όλο και πιο κοντά. Κάποια στιγμή η σκοτεινή φιγούρα τον πλησίασε και έστρεψε το πρόσωπό της προς τον Τροντ. Ο Τροντ άφησε μια στριγκλιά, ξετρελαμένος από φόβο. «Τροντ φωνάζει όπως κοριτσάκι» είπε η σκοτεινή μορφή, χωρίς να σταματήσει να τρέχει. «Κόκο! Μα γιατί γυρνάς πίσω» ρώτησε ο Τροντ, ενώ πάλευε να μην μείνει πίσω. «Νενθχ πετάχτηκε μπροστά από Κόκο. Νενθχ πετάει.» «Δεν πετάω. Αιωρούμαι» είπε ο Νενθχ που πράγματι αιωρούνταν μπροστά τους. Ο Τροντ στρίγγλισε πάλι, σκόνταψε μες στην τρομάρα του και έπεσε φαρδύς πλατύς στο ξερό χώμα. Ο Κόκο προσπάθησε να τρέξει προς την άλλη μεριά, όμως ο Νενθχ τον πλησίασε με μια γρήγορη κίνηση σαν να κλωτσούσε τον αέρα και του έβαλε τρικλοποδιά. Ο Τροντ είχε παγώσει και κοιτούσε το πνεύμα, ανήμπορος να σηκωθεί. Ο Νενθχ έβγαλε απ’ την ζώνη του ένα μακρύ μαχαίρι και κινήθηκε αργά προς το μέρος του. «Είστε δικοί μου. Είστε δικοί μου για πααααάντα» είπε. Μάλλον τα λόγια του, του φάνηκαν απίστευτα αστεία γιατί σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και άρχισε να γελάει δυνατά, βγάζοντας έναν σατανικό ήχο που έκανε τον Τροντ να ανατριχιάσει. «Μούχαχαχα!» Το γέλιο του κόπηκε απότομα. Κάτι σκούρο και ρευστό ήρθε και έπεσε πάνω του. Ο Νενθχ βλαστήμησε σαστισμένος και έπεσε κι αυτός κάτω. Αυτό που τον έριξε, ήταν μακρύ και φαινόταν να αλλάζει συνεχώς σχήματα. Ο Τροντ το επεξεργάστηκε: Είναι φίδι; Είναι πλοκάμι; Είναι εκτόπλασμα; Όχι! Είναι νερό. «Γρήγορα. Τρέξτε να σωθείτε» είπε το πνεύμα του ποταμού. «Δεν μπορώ να τον κρατήσω για ώρα.» Ο Νενθχ είχε σηκωθεί ήδη και πάλευε με το πνεύμα του ποταμού. Κρατιόταν σφιχτά ο ένας με τον άλλο. «Μα τι κάνεις εδώ;» «Ήρθα να σας σώσω. Φύγετε τώρα.» Ο Τροντ ένοιωσε το δυνατό χέρι του Κόκο να τον σηκώνει. «Τροντ τρέξει αμέσως» είπε. Ο Τροντ άρχισε να τρέχει. «Όχι εκεί, άλλη μεριά.» «Α.» Ο Τροντ γύρισε προς την άλλη και ακολούθησε τον Κόκο που προπορευόταν. Όταν τελικά σταμάτησαν, είχε ξημερώσει και μπορούσαν να διακρίνουν τα δέντρα του δάσους. Μια ώρα ταξιδιού και θα έφταναν. Σταδιακά η βλάστηση άρχισε να γίνεται πυκνώνει. Κάτω, στο φαράγγι, ο Χούχου έτρεχε ανέμελος. «Ευχαριστούμε» φώναξε με όλη την δύναμη του ο Τροντ, χωρίς να νοιώθει καθόλου βέβαιος ότι το πνεύμα τους άκουγε. Ίσως να πάλευε ακόμα με τον Νενθχ. Ίσως και να πέθανε. Απ’ την άλλη ποιος ξέρει αν πεθαίνουν τα πνεύματα. Πάντως οι ίδιοι του χρωστούσαν την ζωή τους. Από κει και πέρα έφτασαν στο χωριό τον Κουκουρού με ασφάλεια. Ο Τροντ αποφάσισε πως η ζωή στο δάσος ήταν γεμάτη μπελάδες και γύρισε βιαστικά στην χώρα, οπού και έζησε την υπόλοιπη ζωή του με την οικογένεια του. Καμιά φορά διηγούταν την περιπέτεια στα παιδιά του, παραφουσκώνοντας κάπως τα πράγματα. Κατά την εκδοχή του για παράδειγμα, είχε κατατροπώσει ο ίδιος τον κακό Νενθχ σώζοντας έτσι τον κακόμοιρο Κόκο και το πνεύμα του δάσους. «Ευτυχώς ήμουν εκεί εγώ και όχι κανένας φοβητσιάρης» έλεγε στο τέλος της διήγησης και τα παιδιά τον κοιτούσαν όλο θαυμασμό. Απ’ την άλλη, ο Κόκο δεν διηγήθηκε ποτέ την ιστορία, παρά μόνο απαίτησε να αλλάξει τον όνομα του ποταμού. Οι ιθαγενείς αναφέρονται πλέον σ’ αυτόν ως «Χόχο» που σημαίνει «καλό-πνεύμα-προστάτης». Ο Κόκο γέρασε και έγινε αρχηγός της φυλής και όταν οι νέοι τον ρωτούσαν την συμβουλή του, αυτός σήκωνε ψηλά το δεξί του χέρι και φώναζε «νονονό γεγεγέ». Η φράση έγινε με τον καιρό ρητό. Σε ελεύθερη μετάφραση απ’ την κουκουρούκου, σημαίνει: «Μην εμπιστεύεσαι ξένο, γιατί θα σε ρίξει στο φαράγγι» 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 20, 2014 Share Posted September 20, 2014 (edited) Βρήκα πολύ αστεία την κουκουρούκου. Βρήκα πολύ ανάλαφρη την αρχή, ο τρόπος που οι Κουκουρού κάθονται και καπνίζουν περιμένοντας τον άνθρωπο της πόλης να περάσει έναν κορμό, ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τον κίνδυνο που διατρέχουν, η αίσθηση ότι τους ξέρεις καλά (τους Κουκουρού - δεν χορταίνω να το λέω), όλα με έβαλαν με καλή διάθεση στην ιστορία. Όμως στη συνέχεια το αστείο πάλιωσε, έχασε τη σπιρτάδα του το κείμενο, και χρειαζόμουν κάτι πιο στέρεο για να κρατηθώ. Ωραίος ο Χούχου-Χόχο, αλλά του λείπει κάτι. Τον αδερφό του τον βρήκα βαρετό, όμως. Σαν να μην πίστευες ούτε εσύ ότι ήταν έτσι όπως ήταν και έκανε ό,τι έκανε. Αν δεν μιλούσε μπορεί να ήταν καλύτερα. Μόνο να τους κυνηγούσε, ίσως έτσι θα ήταν πιο περιπετειώδες κι αστείο. Το τέλος ικανοποιητικό, με τα δυο αδέρφια να μάχονται, και τους δυο πρωταγωνιστές στα γεράματά τους (αν και απότομη αυτή η μετάβαση). Edited September 21, 2014 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 21, 2014 Share Posted September 21, 2014 Την απόλαυσα πραγματικά!! Μου έφτιαξε τη διάθεση, και σ' ευχαριστώ γι' αυτό φίλε μου. Αν έπρεπε να την ξεσκονίσω υπάρχουν κάποιες πιο αδύναμες στιγμές, αλλά για μένα χάθηκαν στο σύνολο. Ευχαριστήθηκα πολύ τις διπλωματικές προσεγγίσεις του Τροντ, κλασικό "λαμόγιο" που κοιτάει πως να τη βγάλει καθαρή! Τα ονόματα, Κουκουρού, Χούχου, κλπ, υπέροχα και απολύτως ταιριαστά. Από τις καλύτερες (για μένα πάντα, και με την έννοια της συνολικής διασκέδασης) που έχω διαβάσει ως τώρα στη Βιβλιοθήκη.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted October 3, 2014 Share Posted October 3, 2014 Δεν θα διαφωνήσω με τους προλαλήσαντες. Η αρχή είναι καταπληκτική. Δεν με πείραξε καν που αφήνεις τον ήρωα να κρέμεται πάνω από τον χαμό για να επιδοθείς σε γλωσσολογικό ινφοντάμπινγκ. Δεν με πείραξε η εύκολη λύση του «κουκουρούκου». Ο λόγος είναι απλός, είχε πλάκα. Το παιχνίδι με αυτούς τους τρεις και τη συνενόησή τους είναι απόλαυση. Η συνέχεια είναι ανάλογη, αν και νομίζω ότι παρασύρθηκες λιγουλάκι με τον Νενθχ (ωραίο δυσπρόφερτο αλλά σύντομο όνομα, ζηλεύω) και ο διάλογος μαζί του χρειάζεται λιγουλάκι κλάδεμα. Μ' άρεσε τρελλά το σατανικό γέλιο, όμως, καθώς και το ότι το έγραψες ολογράφως το «μουχαχα». Το τέλος ήταν λίγο από μηχανής θεός, ομολογουμένως, αλλά στην τελική δεν έχει και πολλή σημασία. Γενικά πολύ καλή ιστορία, μ' άρεσε πολύ, θυμίζει ιστορίες με τον Κουζέλ του Τζακ Βανς και μπράβο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ΔημήτρηςΤ Posted December 21, 2014 Author Share Posted December 21, 2014 (edited) @Cassandra: Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο αν και καθυστερημένα. Δεν έχω κάτι να απαντήσω, μόνο πως τα κρατάω αυτά που μου έγραψες @MadJim: Χαίρομαι που διασκέδασες, όπως διασκέδασα και 'γω όταν το έγραψα! @Celaino: Χαίρομαι που σ' άρεσε και ευχαριστώ για το feedback! Όσον αφορά το όνομα Νενθχ: ο πολύς ο Λάβκραφτ, μου 'μαθε να βάζω πολλά σύμφωνα μαζί. Δυστυχώς αγνοώ τον Κουζέλ και τον Τζακ Βανς, αλλά θα το ψάξω αν μου το προτείνεις και συ. Σ' ευχαριστώ πάλι που το διάβασες παρά την αρκετά μεγάλη έκταση. Edited December 21, 2014 by Tyelcur 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 23, 2015 Share Posted May 23, 2015 Αδερφε μου ομολογώ πως με διασκέδασε η ιστορία σου και μου φάνηκε φανταστική ιδέα όλη αυτή η φαση με τους Κουκουρου. Τα ονόματα τους, η γλωσσολογία που επλασες και γενικά όλος ο κόσμος και η κουλτούρα τους. Στα αρνητικά τώρα. Θεωρώ πως το πνεύμα του ποταμου φλυαρεί αρκετά και αρχίζει να κουράζει. Δεύτερον, κάπου στη μέση το κείμενο κανει κοιλιά και οι χαρακτήρες γίνονται μονοτονοι σε σημείο να τους ξεχωρίζεις μονο απο τα ονόματα τους. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, το τέλος ηταν λίγο από μηχανής θεός. Γενικά είχε γέλιο, είχε ενδιαφέρον σαν κοσμοπλασια και με καναδυο διορθώσεις πιστεύω θα γίνει σουπερ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Old man & SiFi Posted May 24, 2015 Share Posted May 24, 2015 Σχόλιο από δηλωμένο μη-φαν της φάντασυ : Διασκέδασα πολύ διαβάζοντας την ιστορία σου. Μου φάνηκε εξαιρετικό εύρημα η μικτή γλώσσα λέξεων-νοημάτων. (πως θα αποδιδόταν άραγε σε γραπτό λόγο?) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ΔημήτρηςΤ Posted June 5, 2015 Author Share Posted June 5, 2015 @gismofbi Σ' ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις και χαίρομαι που σου άρεσε η ιδέα. @Old man Πολύ καλή ερώτηση, έχω μερικές ιδέες αλλά δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα να τις αναλύσω. Χαίρομαι που σου άρεσε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest /george/ Posted June 13, 2015 Share Posted June 13, 2015 Πολύ διασκεδαστική ιστορία και πολύ καλοκαιρινή θα έλεγα. Τώρα για τα ονόματα των ηρώων τι να πω, είναι απλά όλα τα λέφτά! Θα ήθελα πολύ να διαβάσω και άλλα παρόμοια κείμενά σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.