Jump to content

Η ΑΠΑΓΩΓΗ


thanatos

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Νίκος.Σ
Είδος: Τρόμου
Βία; Ναι
Σεξ; Ναι
Αριθμός Λέξεων:4200
Αυτοτελής: Ναι

Σχόλια: Σαδιστική βία 

 

     

 

Η ΑΠΑΓΩΓΗ

 

    Ήταν βράδυ και η Στέλλα κινούνταν με το μετρό με προορισμό τον σταθμό της Ακρόπολης. Είχε έρθει από την επαρχία για να βρει δουλειά. Πριν από λίγες ώρες είχε επισκεφθεί μία τεχνική εταιρία όπου ζητούσαν κοπέλα με γνώσεις υπολογιστή. Συζήτησε με τον υπεύθυνο προσωπικού και άφησε το βιογραφικό της. Της είπε ότι υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι αλλά τα προσόντα της ήταν αρκετά καλά. Έφυγε από κει αισιόδοξη για την έκβαση της δουλειάς. Ήταν τριάντα ετών με σπουδές στην πληροφορική αλλά δεν μπορούσε να βρει εργασία στην επαρχία σε αυτό το αντικείμενο. Επί χρόνια δούλευε ως μπαργούμαν και πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων. Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα: ψηλή, με πράσινα μάτια, αγγελικό πρόσωπο και καλλίγραμμο σώμα. Επίσης πολυτάλαντη, καθώς ασχολούνταν με το θέατρο, τον χορό και την ζωγραφική. Πολύ δραστήρια, με χιούμορ και τσαμπουκά. 

 

    Μόλις έφτασε στην Ακρόπολη, κατέβηκε από τον συρμό και πήγε στις κυλιόμενες σκάλες να ανεβεί προς τα πάνω. Έπιασε για λίγο με το χέρι της το ύφασμα του παλτού της. Το είχε αγοράσει πριν λίγες μέρες  για να είναι εμφανίσιμη για την συνέντευξη. Της είχε δώσει δανεικά για το παλτό και για ένα ζευγάρι παπούτσια η φίλη της που την φιλοξενούσε. Καθώς ανέβαινε σκέφτηκε, χαμογελώντας, αυτό που της είχε πει την προηγούμενη μέρα:«Θα είναι η καλύτερή σου εδώ στην Αθήνα, δεν είσαι συ για επαρχία. Θα σου γνωρίζω τα καλύτερα αγόρια»

   Βγήκε από τις κυλιόμενες σκάλες και έφτασε στα εκδοτήρια. Όλος ο κόσμος ήταν ανήσυχος. Ο αέρας που έφτανε στα ρουθούνια της είχε μια δυσάρεστη οσμή. Είδε πολλούς ανθρώπους να στέκονται ακίνητοι στον χώρο των εκδοτηρίων και να μην φεύγουν από τον σταθμό. Κάτι σοβαρό συνέβαινε. Η Στέλλα αγχώθηκε και χωρίς να ρωτήσει το τι γίνεται κίνησε να ανεβεί τις σκάλες που οδηγούσαν έξω από τον σταθμό.  Όταν έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλοπάτι, ακούστηκε μια φωνή: «Έϊ, που πας; Μην ανεβαίνεις! » Ένας άντρας με δεμένο ένα κασκόλ που κάλυπτε την μύτη και το στόμα του, την πλησίασε και της είπε: «Περιμένουν μπάτσοι πάνω και ρίχνουν ξύλο σε όποιον δουν μπροστά τους. Κάτσε εδώ μέσα μέχρι να φύγουν και μετά βγες»

«Πότε θα φύγουνε;», ρώτησε η Στέλλα.

«Δεν ξέρω, τι να σου πω; Αλλά τώρα μην το διακινδυνεύεις»

Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσάντα της και πήρε την φίλη της: «Έλα Βίκυ!.»

«Έλα Στέλλα μου, τι έγινε; Έφτασες;»

«Συμβαίνει κάτι σοβαρό. Είμαι εγκλωβισμένη στον σταθμό στην Ακρόπολη. Απέξω έχει αστυνομικούς αλλά δεν μπορώ ν’ ανέβω. Δεν ξέρω τι γίνεται αλλά φοβάμαι πολύ! Σε παρακαλώ έλα γρήγορα!»

«Έρχομαι αμέσως. Σε κάνα μισάωρο θα’μαι  κει»

«Όχι, μην αργήσεις τόσο. Έλα τώρα!»

«Στέλλα είμαι ακόμη στο Μαρούσι, . Βγαίνω τώρα να βρω ταξί. Μην αγχώνεσαι, κάνε υπομονή. Μέσα στον σταθμό είσαι ασφαλής.  Μην φοβάσαι.»

«Όσο μπορείς πιο γρήγορα», είπε η Στέλλα.

«Ναι  έρχομαι, έρχομαι» απάντησε η φίλη της και’ κλεισε το τηλέφωνο.

Η Στέλλα, ανήσυχη και με το κινητό στο χέρι , μπήκε προς τα μέσα στο πλήθος. Ο περισσότερος κόσμος ήταν νεαροί με κουκούλες και αντιασφυξιογόνες μάσκες. Πλησίασε μια παρέα τριών ατόμων λέγοντάς τους:

«Παιδιά είμαστε ασφαλείς εδώ;»

«Ναι, μην φοβάσαι. Το πολύ πολύ άμα κατέβουν οι ματατζήδες απ τις σκάλες θα τρέξουμε κάτω στις αποβάθρες. »

Η Στέλλα δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες καταστάσεις και αναστατώθηκε ακόμη και με αυτό που της είπαν. Έμεινε ακίνητη περιμένοντας την φίλη της και νιώθοντας σαν να βρισκόταν σε φυλακή.

   Ξαφνικά ακούστηκαν έντονες φωνές από πολύ κόσμο. Εμφανίστηκαν είκοσι ένστολοι ματατζήδες με χακί στολή στο χώρο των εκδοτηρίων. Είχαν έρθει απ’τις αποβάθρες. Κοίταξε πάνω και είδε άλλους είκοσι να περίπου να έρχονται από τις εξωτερικές σκάλες.

Φωνές ακούστηκαν δεξιά κι αριστερά: «Μας εγκλώβισαν οι πούστηδες. Τα γουρούνια!»

    Η Στέλλα πήγε και μαζεύτηκε σε μια γωνιά. Πήρε ξανά την φίλη της, αλλά δεν είχε σήμα. Προσπάθησε ξανά και ξανά αλλά τίποτα. Ένας ματάς φώναξε αγριεμένα: «Βγείτε όλοι έξω σιγά-σιγά και κάνετε ό,τι σας λέμε!» Οι χακήδες άπλωσαν τα γκλομπ για να ωθήσουν τον κόσμο προς την έξοδο. Η Στέλλα στέκονταν ακίνητη και αγχωμένη, μέχρι που κάποιος ένστολος της φώναξε αυστηρά: «Έλα και συ εδώ!».

«Τι με θέλετε εμένα? Άντε άσε με να πάω σπίτι μου!», του είπε με ένταση. Ο ματατζής δεν είπε τίποτα. Η Στέλλα πήγε γρήγορα στο ασανσέρ, μπήκε μέσα χωρίς κανείς να της κάνει παρατήρηση και βγήκε πάνω στον πεζόδρομο.  Οι ματατζήδες είχαν περικυκλώσει τον κόσμο που έβγαινε από τις κυλιόμενες σκάλες και τον έβαζαν να στηθεί σ’ έναν τοίχο με την πλάτη εκτεθειμένη. Ήταν καμιά τριανταριά άτομα έτσι. Μία κλούβα ήταν σταματημένη κοντά στο μετρό και δεχόταν έναν έναν τους ανθρώπους που πιάστηκαν. Η Στέλλα, περπάτησε γρήγορα για να φύγει αλλά άκουσε δίπλα της την φωνή από έναν αστυνομικό: «Κυρία! Σταθείτε.»  Δεν μπορούσε παρά να σταματήσει. Μαζί με τον αστυνομικό που της μίλησε στεκόταν κι ένας δεύτερος, ψηλός και εύσωμος.

 Ο πρώτος συνέχισε, με ευγενικό ύφος :

«Δώστε μου σας παρακαλώ την ταυτότητά σας»,  κοιτάζοντας την όμορφη παρουσία που είχε μπροστά του.  Του την έδωσε και αφού αυτός την κοίταξε κλεφτά για ένα δευτερόλεπτο, της την επέστρεψε. «Είστε ελεύθερη»

Η Στέλλα ένιωσε ένα βάρος να της φεύγει από το στήθος και κίνησε γρήγορα για το σπίτι της φίλης της. Η Βίκυ της είχε δώσει τα κλειδιά κι έτσι θα άνοιγε η ίδια.

Ο ψηλός αστυνομικός που έστεκε δίπλα στον άλλον του είπε: «Φεύγω. Δώσε μου τα κλειδιά να πάρω εγώ το περιπολικό.»

   Η Στέλλα καθώς προχωρούσε προς τα κάτω στον πεζόδρομο έβλεπε αστυνομικούς με μηχανές να σταματάνε και να συλλαμβάνουνε κόσμο. Ένιωσε πως δεν θα τέλειωνε ποτέ εκείνη η νύχτα. Ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και περπάταγε κοντά-κοντά στον τοίχο του Μουσείου. Μόλις έφτασε στην διασταύρωση έστριψε δεξιά και έτρεξε γρήγορα προς τα πάνω. Αφού απομακρύνθηκε εκατό μέτρα, ένα αυτοκίνητο ακούστηκε να επιταχύνει γρήγορα και να έρχεται προς την κατεύθυνσή της. Την έφτασε, ήταν ένα περιπολικό. Ακούστηκε σφυριχτά ένα απότομο φρενάρισμα. Η Στέλλα κοκκάλωσε. Η πόρτα του περιπολικού άνοιξε και βγήκε ο ψηλός αστυνομικός που είχε δει πριν λίγο.

«Ακίνητη!»

«Τι θέλετε; Μόλις πριν λίγο με ελέγξατε»

«Πρέπει να κάνουμε ακόμη μία εξακρίβωση. Όποιος κινείτε αυτή την στιγμή κοντά στο Μουσείο είναι ύποπτος. Μπες μέσα!»

 «Θα τρελαθούμε τελείως! Δεν είναι δυνατόν!», είπε έξαλλη η Στέλλα.

Ο αστυνομικός ήρθε δίπλα της, μοιάζοντας σαν ογκόλιθος μπροστά της. Με βαριά και αυστηρή φωνή της είπε: «Δεν θα μου πεις εμένα αν είναι δυνατόν! Έρχεσαι από χώρο επεισοδίων. Άρα είσαι ύποπτη και πρέπει να σε πάω στο τμήμα για εξακρίβωση.»

«Μα ήδη μου κάνατε εξακρίβωση»

«Ξεχάσαμε να σου πούμε ότι πρέπει να κάνεις κάποια κατάθεση ως μάρτυρας επεισοδίων»

«Δεν είσαι καλά! Άφησέ με για να μην σε καταγγείλω για απαγωγή. Ξέρω καλά τους νόμους» απάντησε και έφυγε τρέχοντας αφήνοντας πίσω της τον αστυνομικό.   

Προχωρούσε γρήγορα με τους σφυγμούς της καρδιάς της να ναι στα ύψη. Είχε φοβηθεί πολύ. Δεν μπόρεσε όμως να συγκρατήσει την ψυχραιμία της και, μετά από 10 λεπτά περπάτημα,  σταμάτησε κάτω από το σκοτεινό ισόγειο μιας πολυκατοικίας ξεσπώντας σε λυγμούς. Προσπάθησε πάλι να τηλεφωνήσει στην φίλη της αλλά δεν μπορούσε να βγάλει γραμμή. Ξάφνου, ένας άντρας ήρθε στην είσοδο της πολυκατοικίας, ακούγοντας το κλάμα της Στέλλας, την πλησίασε και της είπε ευγενικά και χαμηλόφωνα:

«Τι έχετε κυρία? Είστε καλά?» 

Η Στέλλα τρόμαξε μόλις τον άκουσε γιατί υπήρχε πολύ σκοτάδι σ εκείνο τον χώρο και δεν μπορούσε να δει καλά ποιος ήταν.

«Ναι καλά είμαι»

«Θα μπορούσα να σας βοηθήσω σε κάτι?»

«Όχι, ευχαριστώ πολύ. Είμαι εντάξει», απάντησε και πέρασε από δίπλα του βιαστικά για να φύγει μα…το χέρι του άντρα έπιασε σφιχτά το πίσω μέρος του κεφαλιού της από τα μαλλιά, τραβώντας τη προς τα πίσω.

«Δεν νομίζω πως είσαι εντάξει» είπε αυτός με την φωνή του ν’ αλλάζει τελείως και να γίνεται διεστραμμένα σκληρή.  Ήταν ο ψηλός αστυνομικός που την σταμάτησε προηγουμένως. Ακαριαία, πριν προλάβει καν να αντιδράσει, ένα μουσκεμένο ύφασμα με βενζίνη είχε πέσει πάνω στο πρόσωπό της, φράζοντας με δύναμη τα ρουθούνια και το στόμα της. Την ίδια στιγμή χτυπούσε το κινητό της. Η Στέλλα βαρούσε μάταια με τα χέρια της το τεράστιο σώμα που είχε μπροστά της, μουγκρίζοντας πίσω από το βρεγμένο ύφασμα και αναπνέοντας αναστατωμένα. Μετά από μισό λεπτό, τα βλέφαρά της χαμήλωσαν και έπεσε λιπόθυμη.

                            …………………………………………………

   Άνοιξε τα βλέφαρά της. Βρισκόταν σ ένα δωμάτιο, πλημμυρισμένο κίτρινο φως από έναν λαμπτήρα που κρέμονταν άχαρα απ’ το ταβάνι. Το μόνο που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν μια ντουλάπα και ένα στρώμα. Τα εξώφυλλα των παραθύρων ήταν κλειστά. Αμέσως έκανε την κίνηση να σηκωθεί αλλά ήταν δεμένη χειροπόδαρα με τα χέρια δεμένα πίσω απ την πλάτη.

Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και τις μπότες του αστυνομικού να μεταφέρουν το βάρος του μες το δωμάτιο.

«Τι θέλεις από μένααααα? Γιατί μου το κάνεις αυτό?» του φώναξε.

Ο αστυνομικός δεν έλεγε τίποτα, ούτε καν την κοίταζε, σαν να μην υπήρχε μέσα στον χώρο.

«Πες κάτι! Τι θέλεις να σου δώσω? Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα. Άφησέ με  να φύγω και θα τα έχω ξεχάσει όλα. Χριστέ μου που έμπλεξα!» είπε, ξεσπώντας σε κλάματα.

    Ο αστυνομικός κινήθηκε  προς το μέρος της και η Στέλλα σύρθηκε προς τον τοίχο όπου κουλουριάστηκε σαν έμβρυο. Ξαφνικά ένιωσε την τεράστια και δυνατή παλάμη του να τυλίγεται σφιχτά στο μπράτσο της. Ο αστυνομικός έβγαλε έναν απότομο βρυχηθμό γυρίζοντάς την ανάσκελα. Η Στέλλα άρχισε να τον παρακαλάει:

«Σε παρακαλώ, μην μου κάνεις κακό. Λυπήσου με! »

Αυτός έπιασε με τα χέρια του την μπλούζα της εκεί που κάνει λαιμό και μ ένα ακαριαίο τράβηγμα της την έκανε δυο κομμάτια. Έβλεπε το σουτιέν, ερεθίστηκε και έβαλε τις παλάμες του πάνω στο στήθος της  πιέζοντάς το ελαφρά. Έβγαλε έναν βαρύ αναστεναγμό ηδονής, ενώ η Στέλλα ένιωσε την απαίσια ζεστή εκπνοή του πάνω στα ρουθούνια της. Αηδίασε και σταμάτησε για λίγο να αναπνέει μέχρι να φύγει το βρώμικο νέφος από μπροστά της, που ερχόταν μέσα απ τα πνευμόνια αυτού του κτήνους. Την έπιασε από το λαιμό και την κόλλησε όρθια πάνω στον τοίχο. Της έφερε μια δυνατή γονατιά στην κοιλιά της. Η Στέλλα ένιωσε το φοβερό χτύπημα να της συνθλίβει τα σπλάχνα και έπεσε κάτω διπλωμένη στα δύο. Η ανάσα της ήταν διακεκομμένη και από το στόμα της έτρεχε αίμα. Ο πόνος την είχε φέρει στα όρια της λιποθυμίας.

   Έτσι όπως ήταν πεσμένη, ο αστυνομικός της έπιασε το σουτιέν με το ένα χέρι, το τράβηξε και το’ βγαλε. Της ξεκούμπωσε το κουμπί απ το παντελόνι και κατέβασε το φερμουάρ. Η Στέλλα είχε κοκαλώσει από την ανασφάλεια και δεν κουνιόνταν. Ύστερα, έβαλε τα δάχτυλά του μέσα απ την κιλότα της και της την κατέβασε βίαια μαζί με το παντελόνι μέχρι τους αστραγάλους της που ήταν δεμένοι. Έβγαλε κι αυτός τα ρούχα του και τ’ άφησε στην άκρη. Μια δυσωδία ιδρωμένου και άπλυτου σώματος γέμισε το δωμάτιο. Η Στέλλα  έβλεπε μπροστά της μια τεράστια όρθια μάζα πλαδαρού κρέατος γεμάτο τρίχες και πάνω σ αυτήν ένα κεφάλι με δυο μάτια που πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε .

   Ήρθε κοντά της, έσκυψε, της άνοιξε τα πόδια και μπήκε ανάμεσά τους. Με το χέρι του οδήγησε το πέος του στο αιδοίο της, κι’ άφησε όλο το βάρος του να πέσει πάνω της. Μια σπαραχτική κραυγή πόνου βγήκε από την Στέλλα. Πριν μπει κάθε φορά μέσα της σήκωνε σχεδόν όλο το σώμα του και μετά όρμαγε πάνω της ξεσκίζοντας τα γεννητικά της όργανα.

   Έπειτα από μία μισή μέρα συνεχούς βιασμού, η Στέλλα πλέον ήταν τελείως συντετριμμένη και ο τρόμος ήταν το μόνιμο συναίσθημα που είχε. Έτσι, δεμένη όπως ήταν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο πέρα από το να σέρνεται στο πάτωμα. «Βοήθειαααααααα, Βοήθειααααααα», φώναξε με όση δύναμη της είχε απομείνει. «Με ακούει κανείς? Ελάτε να με σώσετεεεεεεε. Βοήθειαααααα». Ο αστυνομικός επανήλθε στο δωμάτιο κρατώντας ένα μαχαίρι. «Το βλέπεις αυτό που κρατάω? Αν ξαναφωνάξεις βοήθεια, θα σου γδάρω το πρόσωπο. Σοβαρολογώ.» Η Στέλλα σίγησε τρέμοντας μόνο και μόνο από αυτό που έβλεπε μπροστά της.

   Αυτός, χωρίς καμία άλλη νύξη ή προειδοποίηση,  έβαλε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά του κεφαλιού της και τα έσφιξε πάνω της. Μια ισχυρή πίεση ασκούνταν στο σαγόνι, τα ζυγωματικά και το κρανίο της. Η Στέλλα είχε στο μυαλό της την εικόνα όπου το κρανίο δεν αντέχει και ραγίζει όπως ένα καρυδότσουφλο που το πατάς.

«Θα σε πονάω και δεν θα μιλάς, κατάλαβες? Θα κρατάς τον πόνο μέσα σου μέχρι να γίνεις αναίσθητη»

   Έβαλε τους αντίχειρές του, ακριβώς πάνω απ’ τα μάτια της. Η Στέλλα έκλεισε σφιχτά τα βλέφαρά της, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια σφιχτή ασπίδα. Ένιωσε τους αντίχειρες να κάθονται πάνω στα κλειστά βλέφαρά της και μετά να κατεβαίνουν με δύναμη προς τα κάτω. Ο πόνος της ήταν ανείπωτος. Ένιωσε τα μάτια της να φεύγουν απ την θέση τους και να πιέζονται σε μια γωνιά του χώρου που δημιουργούσαν οι κόγχες. Από μια στιγμή και έπειτα νόμιζε πως ξέφυγαν τελείως από τις κόγχες και πήγαν κάπου αλλού, μέσα από το κρανίο της, διωγμένα βίαια από τους εχθρικούς αντίχειρες. Αυτό το μαρτύριο κράτησε περίπου ένα λεπτό. Έβγαλε τα χέρια του από τα μάτια της και την τίναξε προς τα πέρα. Η Στέλλα έπεσε κάτω στο πάτωμα, δεμένη όπως ήταν, κάνοντας έναν γδούπο. Άνοιξε τα βλέφαρά για να δει, αλλά η όρασή της είχε μια κόκκινη θολούρα.  Προσπαθούσε να απομακρυνθεί προς μια οποιαδήποτε κατεύθυνση, απλώς και μόνο να απομακρυνθεί. Το κτήνος με δυο βήματα ήρθε μπροστά της. Της έπιασε το κεφάλι της με τα πελώρια χέρια του και την έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν λέγοντάς της: «Εδώ θα ζήσεις το χειρότερο μαρτύριο της ζωής σου. Θα σε βασανίσω μέχρι να σαλέψει το μυαλό σου κι έπειτα θα σε σκοτώσω.»

  Η Στέλλα καθόταν σαν άψυχη κούκλα κρεμασμένη από τα χέρια του και άκουγε μόνο. Το μυαλό της είχε σταματήσει…

Αυτός συνέχισε: «Θα σε βασανίζω για μέρες, ίσως και για χρόνια αν μου αρέσει. Θα σαι ο σάκος του μποξ για να βγάζω τα νεύρα της καθημερινότητας. Είμαι πολύ τυχερός που σε βρήκα.» 

   Άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει σιγά σιγά κάτω στο πάτωμα και χάιδεψε απαλά το χέρι της το οποίο προσπαθούσε μάταια να γαντζωθεί από το δάπεδο. Έπιασε το μεσαίο δάχτυλό της και το γύρισε προς τα πάνω, εντελώς κάθετα. Έβαλε την σόλα της μπότας του από πάνω του και άφησε να πέσει όλο το βάρος του στο δάχτυλό της. Αυτό, χωρίς καμία αντίσταση γύρισε ανάποδα βγάζοντας έναν ήχο, σαν ένα κλαδί δέντρου που σπάει. Η Στέλλα ούρλιαζε συνεχώς μα ο αστυνομικός δεν είχε χορτάσει ακόμη. Με το ένα χέρι του έπιασε σφιχτά τον καρπό της και με το άλλο την παλάμη του ίδιου της χεριού. Την έσφιξε γερά σαν μέγγενη μέσα στο χέρι του κι άρχισε να την περιστρέφει. Απ τον καρπό ακούστηκαν τα κόκαλα που έσπαγαν σαν καλαμπόκι που σκάει μέσα στην φωτιά. Της την γύρισε μισή στροφή, κοίταξε για μια στιγμή το βασανισμένο πρόσωπό της, μούσκεμα από δάκρυα, και συνέχισε την  περιστροφή μέχρι να γίνει πλήρης. Έπειτα, της το άφησε ελεύθερο. Η παλάμη της, ελεύθερη πλέον από τον καρπό κρέμονταν σαν λαστιχένιο γάντι οικιακής χρήσης.

                ………………………………………………………..

   Ήταν ήδη τρεις μέρες εγκλωβισμένη σ αυτή την κατάσταση που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ για τον εαυτό της. Ο αστυνομικός της είχε δέσει επιπλέον τα μάτια και το στόμα. Έτσι, πεσμένη στο πάτωμα όπως ήταν, σκεφτόνταν την ζωή που είχε κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή και τα όνειρά της που, πολύ πιθανόν, να ματαιώνονταν σύντομα.

   Ο αστυνομικός της έλυσε τα πανιά απ’ τα μάτια και το στόμα. Την χαστούκισε δυνατά καμιά δεκαριά φορές και μετά τράβηξε το συρτάρι της ντουλάπας. Υπήρχαν πολλά σιδερένια αντικείμενα. Έχωσε μέσα το χέρι του κι άρχισε να ανακατεύει κάποια πράγματα. Κάτι έψαχνε. Τράβηξε ένα πελώριο ψαλίδι σαν αυτά που κόβουν οι μοδίστρες τα χοντρά υφάσματα.

«Τι πάς να κάνεις? Τι θέλεις από μένα?» φώναξε η Στέλλα.

« Προπαντός δεν θέλω να μιλάς. Αλλά και να μην μιλάς δεν πρόκειται να είμαι πιο επιεικής μαζί σου. Είσαι σε πλήρης αδιέξοδο.» 

 

   Με το αριστερό του χέρι έπιασε γερά το κεφάλι της Στέλλας και της το κόλλησε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι του δωματίου. Τον αντίχειρά του τον είχε χώσει μέσα στο στόμα της πιέζοντας τον ουρανίσκο της. Η Στέλλα, με ανοιχτό το στόμα, ήταν εντελώς ακινητοποιημένη. Με το δεξί του χέρι πήρε το ψαλίδι και το άνοιξε. Ακούμπησε την άκρη του ενός στελέχους του ψαλιδιού κάτω χαμηλά στο δεξί μάγουλό της. Το πίεσε αλλά δεν μπορούσε να το τρυπήσει. Άσκησε συνεχή πίεση με το ψαλίδι. Το δέρμα της Στέλλας μαζεύτηκε και ζάρωσε προς τα πάνω και να, δεν άντεξε και δέχτηκε το ψαλίδι 2-3 εκατοστά μέσα του, κάνοντας την Στέλλα να βγάλει μια κραυγή.

   Άφησε για λίγο το ψαλίδι το οποίο κρέμονταν καρφωμένο σαν τεράστιο σιδερικό, για να πάρει μια ανάσα. Το ξανάπιασε, εστίασε το βλέμμα του κι άρχισε να κλείνει σιγά και προσεκτικά τα δύο στελέχη του ψαλιδιού. Ο ήχος από την κοπή του δέρματος ήταν χαρακτηριστικός. Η Στέλλα τρελάθηκε από τον πόνο που έσκιζε το πρόσωπό της. Ο αστυνομικός  αναφώνησε: «Θα το κόψουμε τέλεια». Με δύναμη πίεσε το ψαλίδι προς τα πάνω κι αυτό κινήθηκε ανοδικά μέσα από το δέρμα της. Το στέλεχος έφτασε με όλο του το μήκος μέχρι το μελίγγι της. Ξανάκλεισε σιγά σιγά το ψαλίδι κόβοντας κι άλλο δέρμα. Το γύρισε από εκείνο το σημείο οριζόντια και έκανε μια κοπή στο μέτωπό της μέχρι το άλλο μελίγγι. Ύστερα το κατέβασε προς τα κάτω κόβοντας το δέρμα της μέχρι την μέση του αριστερού μάγουλού της. Άρχισε μετά να τραβάει προς τα κάτω το δέρμα με την βοήθεια και ενός μαχαιριού. Πήρε έναν καθρέπτη και της είπε: «Κοίτα πόσο όμορφη  σ’ έκανα».

Η Στέλλα είδε για μια στιγμή την όψη ενός κατακόκκινου γδαρμένου προσώπου που έσταζε αίμα. Την έπιασε ένα δυνατό τρέμουλο.

«Στο είπα ότι θα σε σαλέψω» Έπεσε  κάτω στο πάτωμα και σπαρταρούσε σαν επιληπτική.

 

Το πανέμορφο πρόσωπο ήταν πεταμένο σε μια γωνιά του δωματίου. Η ομορφιά της

πλέον είχε χαθεί ανεπιστρεπτί.

                      …………………………………………………………

   H πόρτα του δωματίου ήταν μισάνοιχτη, απ’ όσο μπορούσε να δει μέσα από την θολωμένη εικόνα του οπτικού της πεδίου. Ο στόμα της ήταν ξανά δεμένο και το γδαρμένο δέρμα είχε ξεραθεί μετά από δύο μέρες. Σύρθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε με το κεφάλι της. Έβλεπε ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν μπροστά της. Κινήθηκε προς μια τυχαία κατεύθυνση και ξαφνικά βρέθηκε να κατρακυλά πάνω σε μαρμάρινα σκαλοπάτια, διαγράφοντας μια ελικοειδή κάθοδο ενός ορόφου, με δεκάδες χτυπήματα στο πρόσωπο και το σώμα της. Κατέληξε ριγμένη σ’ ένα πάτωμα, πλάϊ σε μια εξώπορτα,  με τα κόκαλά της να έχουν σπάσει σε πολλά σημεία. Ξαφνικά, φωνές άλλων ανθρώπων ακούστηκαν, που ερχόταν απ’ έξω. Η Στέλλα, βόγκηξε πίσω απ΄το δεμένο στόμα της δυνατά. Ο αστυνομικός συνομιλούσε με δύο άντρες στην αυλή.

Η Στέλλα χτυπούσε με το σπασμένο χέρι της την σιδερένια πόρτα και συγχρόνως ούρλιαζε. Οι δύο άντρες έστρεψαν το βλέμμα τους προς το σημείο που ακούγονταν ο θόρυβος.

«Είναι η αδερφή μου» είπε ο αστυνομικός. «Έχει σχιζοφρένεια και παθαίνει συχνά κρίσεις» κατεβάζοντας προς τα κάτω το δήθεν θλιμμένο πρόσωπό του.

«Λυπάμαι πολύ» είπε ο ένας από τους δύο άντρες, σφίγγοντας το στόμα του από κατανόηση. «Καλύτερα να σ’ αφήσουμε να κοιτάξεις την αδερφή σου. Θα έρθουμε ξανά αύριο για την δουλειά που είπαμε, εντάξει?»

«Εντάξει παιδιά. Καλή σας μέρα»

Το ουρλιαχτό της Στέλλας γινόνταν όλο και πιο απελπισμένο μέχρι που η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο αστυνομικός. Την πήρε απ’ το χέρι και την έσυρε σαν σακί μέσα σ’ ένα άλλο δωμάτιο. «Παραλίγο να με καρφώσεις, το ξέρεις? Εδώ τελειώνει η γνωριμία μας. Είσαι επικίνδυνη όσο είσαι ζωντανή»

                            ……………………………………………

  Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Ο αστυνομικός καθόταν μαζί με τρεις άλλους συναδέλφους του σε μια καφετέρια δίπλα από τον σταθμό της Ακρόπολης. Φαινόταν πολύ χαλαρός, φορώντας δυο μεγάλα γυαλιά ηλίου πράσινου φωσφοριζέ χρώματος και πίνοντας τον καφεδάκι του.

«Βρε άχρηστε» ,του είπε χλευαστικά ένας από την παρέα, «βγάλε γκόμενα καμιά τουρίστρια. Γεμάτο είναι εδώ πέρα».

«Κοίτα παιδί ρε πούστη μου», συνέχισε, «δυο μέτρα μπόι και…» χαμογέλασε ειρωνικά, ενώ ένας άλλος αστυνομικός είπε: «Παιδί για υιοθέτηση»

 Ήταν η μασκότ της παρέας, αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε πλέον. Είχε ηρεμήσει κατά πολύ τελευταία και διασκέδαζε τα πειράγματα των άλλων.

Αφού τέλειωσε τον καφέ κι έφυγαν οι φίλοι του, περίμενε στην σειρά και είδε στην κολώνα του μαγαζιού μια αφίσα. Έδειχνε μια κοπέλα που είχε εξαφανιστεί ώστε αν κάποιος την είχε δει να ειδοποιούσε τις αστυνομικές αρχές. Ήταν η Στέλλα. Οι άκρες των χειλιών του αστυνομικού τραβήχτηκαν προς τα πάνω. Πλήρωσε τον καφέ του και χαιρέτησε με χαμόγελο την υπάλληλο του ταμείου.

 

  Δύο χιλιόμετρα μακριά από την καφετέρια, σ ένα σημείο του περιφερειακού δρόμου στον Φιλοπάππου, υπήρχαν δύο κάδοι απορριμμάτων του Δήμου. Ακούγονταν κάτι να σαλεύει μέσα στον έναν κάδο. Δύο πελώριοι αρουραίοι, σαν γάτες, ήταν χωμένοι και οι δυο τους σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα. Ο ένας από αυτούς  βγήκε τραβώντας το κεφάλι της Στέλλας, αποκομμένο από το σώμα της. Ο δεύτερος είχε στο στόμα του ένα κομμάτι νωπό κρέας μαζί με άσπρο δέρμα και το μασούσε λαίμαργα.

Edited by Mesmer
Προσθήκη φόρμας
Link to comment
Share on other sites

Τι ήθελες να πεις;

 

Κοίτα, έχει πολλά προβλήματα.

1) Λογικής, για παράδειγμα: γιατί έτρεχε αίμα από το στόμα της όταν την κλώτσησε στην κοιλιά; Θα έπρεπε να τρέχει αίμα από κάπου αλλού σε αυτή την περίπτωση. Πώς γίνεται να της κόψει το μισό πρόσωπο; Έπρεπε να την έχει δεμένη τόσο σφικτά που να μην μπορεί να κινηθεί με τίποτα. Κανείς δεν κάθεται να του κόψουν ένα κομμάτι του χωρίς να χτυπηθεί παροξυσμικά. Πώς και δεν λιποθύμησε με αυτό τον πόνο; Και, βέβαια, πώς ξαναφύτρωσε μετά το πρόσωπό της; (Γιατί εσύ λες ότι έλειπε το δέρμα, μα δεν έλειπε το δέρμα, της έκοψε όλο το κάτω μέρος του προσώπου).

2) Κάτι εκφραστικά και γραμματικά λάθη.

3) Έλλειψη πλοκής (γιατί το "θα σε βασανίσω και θα σε σκοτώσω" δεν είναι πλοκή).

4) Αδυναμοι (ανύπαρκτοι) χαρακτήρες. Οι δυο πρωταγωνιστές δεν είναι πρόσωπα, είναι μόνο δύο κορμιά που το ένα επιβάλλεται στο άλλο.

 

Έπειτα, η βία με το κιλό πραγματικά δεν πάει κάπου, δεν έχει καμια λογοτεχνική ή κοινωνική ή άλλη αξία, είναι απλά πράξεις βαναυσότητας στη σειρά. Δεν μου προκάλεσε καμιά αίσθηση, ήταν τόσο υπερβολικό και άψυχο, τόσο ψεύτικο και χωρίς νόημα που απορώ (και σε ξαναρωτώ) αν ήθελες να πεις κάτι.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Θα συμφωνήσω μαζί σου στα τεχνικά ζητήματα του κειμένου: έκφραση, γραμματική και περιγραφή σκηνών, που έχουν προβλήματα κι σ’ ευχαριστώ που τα επισήμανες. Όσο για την βία με το κιλό, θεωρώ πως η τέχνη δεν έχει στεγανά και κανόνες και μπορεί να περιέχει οτιδήποτε.

Από κει και πέρα, από την στιγμή που δεν σου προκάλεσε καμία αίσθηση η ιστορία, όπως λες, είναι ανώφελο να σου εξηγήσω το τι ήθελα να πω κλπ. Aν το έργο από μόνο του δεν λέει τίποτα σ' έναν αναγνώστη, οι περαιτέρω διευκρινήσεις αυτού που το έγραψε είναι περιττές.

Edited by thanatos
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όσο για την βία με το κιλό, θεωρώ πως η τέχνη δεν έχει στεγανά και κανόνες και μπορεί να περιέχει οτιδήποτε.

 

Ναι, εννοούσα ότι αν έκανες λίγη οικονομία, αν έστηνες το σκηνικό σου με περισσότερο "κέφι" (υπομονή, ψυχραιμία... ), τότε θα δούλευε καλύτερα.

 

Πάντως, θέλω να ξέρεις ότι εκτιμώ την ευγένειά σου στην απάντηση που μου έδωσες.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..