Jump to content

Μια σονάτα για το σεληνόφως


niceguy0973

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Νεκτάριος Μπουτεράκος
Είδος: Φαντασίας
Βία; Ελαφρώς...
Σεξ; Μπα...
Αριθμός Λέξεων: 1230 (με τον τίτλο...)
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Για τον 34ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας (Επετειακός). Άντε και στα 100 εύχομαι...

 

wolves_howling_at_red_full_moon_night_by

 

 

Αλυσίδες χοντρές, σκουριασμένες κατέβαιναν από το πουθενά. Δύο τής κρατούσαν τα χέρια, όμοια αρπακτικά πουλιά, δύο ακόμα τής έπνιγαν τους αστράγαλους κι οι δύο μεσαίες είχαν τρυπήσει με λεπτά ασημί αγκίστρια τις θηλές από το στήθος της. Το δέρμα της φαινόταν διάφανο, ισχνό, μα όχι χαρακωμένο από τον χρόνο. Τα μαλλιά της, ποτάμια από μαύρα δάκρια, έπεφταν και χάνονταν στο χάος. Τα μάτια της μισάνοιχτα, να κοιτάζουν εκεί μακριά τον πόνο, την πίκρα και την εξαθλίωση. Από τις άκρες τους δάκρυα λευκά, γαλακτερά έσταζαν προς το κενό που έχασκε από κάτω, μα δεν χάνονταν, γίνονταν πουλιά, μικρά κάτασπρα περιστέρια, και πετούσαν απόμακρα γύρω από τον χαμό, αναμένοντας κι αυτά για μια λύση, μια χάρη, μια λύτρωση.

Εκείνος, γυμνός και ψυχρός, καθόταν στον θρόνο του. Δεν έμοιαζε γέρος – όπως τον ήθελαν πολλοί – μα νέος κι όμορφος, με μαλλί κατάξανθο σε μπούκλες στιλπνές να χαϊδεύουν τους ώμους του. Τα γαλάζια ματιά του – λες κι ο ουρανός είχε στάξει μέσα τους – φαίνονταν γυάλινα, ανέκφραστα. Πότε κοιτούσε εκείνη να λιώνει στα δεσμά κρεμασμένη και πότε εκεί μακριά στη δυστυχία, τη μιζέρια.

«Τι κάνεις εσύ εδώ μαζί μου; Δεν σε ενοχλεί η ηλικία μου; Πρέπει να γέρασα… ν’ άσπρισε το μαλλί μου…», ψέλλισε εκείνη, καθώς γύρισε με τα μαύρα μάτια της να τον κοιτάξει.

«Έτσι νιώθεις; Γερασμένη;», της αποκρίθηκε.

«Δεν ξέρω. Μια νιώθω ζωντανή κι άλλοτε πεθαμένη, εδώ κρεμασμένη… Νομίζεις πως έτσι μοιάζει αυτό που φοβούνται τόσο; Έτσι είναι ο θάνατος;».

«Ίσως! Μπορεί απλά να κοιτάς από τα μάτια μιας τάχα γερασμένης καρδιάς. Κι αυτά να σε προδίδουν».

Οι αλυσίδες άφησαν ένα στριγκό, μεταλλικό θόρυβο, καθώς κίνησε λίγο το εύθραυστο κορμί της, για να τον θωρήσει καλύτερα.

«Ο χρόνος έχει περάσει. Για σένα κυλά όπως οι στιγμές, μα για εκείνους αιώνες. Σ’ εκλιπαρώ να την ανοίξεις! Θα ‘ναι η λύτρωσή μου, θα γενώ όπως παλιά… Κι η δική τους η λύτρωση…».

Ανέβασε το αγαλματένιο – θαρρείς από μάρμαρο – πόδι του στο μπράτσο του θρόνου και το άφησε να κινείται ρυθμικά μπρος πίσω, σαν εκκρεμές που σπρώχνει τον χρόνο ακόμα πιο μακριά.

«Έχει σφραγίσει η πύλη. Από εκείνη την αποφράδα μέρα της μεγάλης προδοσίας παραμένει κλειστή κι έτσι θα μείνει. Εξάλλου μπορεί ένα ίχνος φωτός να σταθεί Γολγοθάς στην τροχιά ενός άστρου;», απάντησε, ρωτώντας, με λέξεις ψυχρές.

Έριξε το κεφάλι της πίσω κι ο μαύρος χείμαρρος των μαλλιών της πλησίασε εκείνους που βούλιαζαν στην απελπισία. Προσπαθούσε ακόμα να τους προστατέψει, έστω κι αν οι ίδιοι την είχαν εξορίσει εκεί, αλυσοδεμένη, παγωμένη, μονάχη. Ένα ακόμα βλέμμα του έριξε, μέσα στις θάλασσες των ματιών του κι ευθύς κι άλλα λευκά περιστέρια γεννήθηκαν.

«Είσαι τόσο νέος! Άσε με να δω μέσα απ’ τα μάτια σου».

«Μα είναι δικά μου. Βλέπω αλλιώς…».

«Δεν θα νιώθω τόσο μόνη μέσα από τα δικά σου τα μάτια».

Έκλεισε για λίγο τα βλέφαρα κι αυτή τα δικά της.

«Τι βλέπεις;», ρώτησε εκείνος.

«Το φεγγάρι… Το δικό τους φεγγάρι, μα μοιάζει με αίμα, θρηνεί».

«Τ’ ακούς;».

«Τόσο μακριά… Άκου, σιγοτραγουδά. Έχει φωνή γλυκιά, πονεμένη. Μοιρολογεί».

«Τραγούδα κι εσύ, πες τον σκοπό του… Πως ακούγεται η μουσική;».

«Σαν το χάδι τ’ αγέρα, σαν το κλάμα μωρού. Μοιάζει με του φωτός τις καμπύλες, της σκιάς το κρυφτό».

Τα χέρια του σφίχτηκαν στα μπράτσα του θρόνου και το κεφάλι του ρίχτηκε πίσω.

«Δώσε πίσω τα μάτια μου. Θέλω να σε δω. Κοντεύω να ξεχάσω…».

Έγειρε το σώμα του, αφήνοντας να φανεί η πλάτη του θρόνου του. Εκεί υπήρχε η εικόνα εκείνης. Όμορφη, δυνατή, χαμογελαστή, ζωντανή. Την κοίταξε και με τα ακροδάχτυλά του την άγγιξε, λες και χάιδευε πέταλο από κρίνο λευκό.

«Μη… Μη την κοιτάς. Δεν θέλω να με συγκρίνεις», φώναξε εκείνη, προσπαθώντας να αποδεσμευτεί. Οι θηλές της μάτωσαν κι έσταξαν.

«Τα μάτια σου είναι ίδια. Ακόμα λάμπουν», της αποκρίθηκε, δίχως να τη λυπηθεί.

«Όχι! Σβήνουν, γεμάτα ρυτίδες… Δεν τα βαστούν καλά τα πονεμένα νεύρα τους».

«Δεν μπορείς εσύ να μιλάς για ρυτίδες. Δεν σ’ αγγίζει ο χρόνος. Σε φοβάται, σε φθονεί».

«Θαρρείς πως είμαι μια μαθηματική εξίσωση που πάντα θα δείχνει έναν άγνωστο αριθμό;».

«Δεν χωρά πήχης για το μέτρημά σου. Ίσως… Ίσως να με προσπερνάς στους αιώνες. Γι’ αυτό κι ο χρόνος σε φθονεί, γιατί είσαι ισάξιά του».

«Τώρα λιώνω στο πέρασμά του…».

Σηκώθηκε απότομα από τον θρόνο του, τεντώνοντας τα χέρια ψηλά. Φαινόταν μουδιασμένος.

«Σκέφτομαι να σε πάρω και να φύγουμε μακριά. Μακριά από εδώ…».

«Εσύ στο φως κι εγώ στο σκοτάδι. Εσύ στα νιάτα κι εγώ στις αναμνήσεις, που με χαϊδεύουν τόσο ερωτικά… Αναμνήσεις που με κάνουν να τους αποζητώ, να συγχωρώ τα λάθη…».

Την πλησίασε και άγγιξε το αίμα που ακόμα έσταζε. Το έφερε στα χείλη του. Το γεύτηκε.

«Ήσουν τόσο όμορφη! Ακόμα είσαι… Πολλοί σε λαχταρούσαν. Τώρα δεν ξέρω. Έχουν αλλάξει κι άλλαξαν και μένα».

«Άσε την πύλη ν’ ανοίξει κι όλα θα γίνουν όμορφα ξανά. Ξεκλείδωσέ τη. Μια ακόμα ευκαιρία σου ζητάω. Κοίτα τους…».

Έριξε το βλέμμα του εκεί μακριά. Είδε τον πόνο τους, την ικεσία στο βλέμμα τους, τα άδεια κορμιά τους. Το γαλάζιο των ματιών του έγινε ευθύς σκούρο μπλε, σαν την ανταριασμένη θάλασσα.

«Το κλειδί έχει χαθεί. Ούτε ο χρόνος δεν το έχει. Σε αγαπούσαν όλοι τόσο…».

«Αγαπήθηκα, αλλά δεν έζησα… Δεν έζησα! Δεν πρόλαβα…».

«Ζήσε τώρα. Μπορείς…».

Το χέρι της κινήθηκε και η αλυσίδα έσκουξε. Τον άγγιξε και το δάχτυλό της έγινε πλασμένο από σύννεφο. Μια δροσιά απλώθηκε στο κορμί της. Σαν τον άφησε, φάνηκε πάλι διάφανη, στεγνή.

«Πάρε με μακριά. Κάνε με γυναίκα… Ερωτεύσου με!».

Μια λέξη ήταν εκείνη, μαγική. Ευθύς την αντίκρισε με βλέμμα αλλιώτικο. Της άπλωσε το χέρι.

«Έλα μαζί μου».

Έκανε να κινηθεί, μα οι αλυσίδες τέντωσαν. Κοίταξε το κορμί της που έμοιαζε με γυαλί.

«Δεν μπορώ. Είναι όλα γυάλινα εδώ μέσα. Μια φυλακή κρυστάλλινη…».

«Σπάσε τη τότε κι έλα».

Προς στιγμήν οι μυς της τέντωσαν, τα νεύρα τσίτωσαν, έγινε άκαμπτη, μα αμέσως αφέθηκε, τραβήχτηκε προς τα κάτω και οι θηλές της πάλι μάτωσαν.

«Είναι τόσο αργά…».

«Μπορείς!», φώναξε εκείνος και τα λευκά περιστέρια από δάκρια διαλύθηκαν. έγιναν βροχή κι έπεσαν πάνω στον πονεμένο όχλο, προσφέροντας μια πρόσκαιρη ανακούφιση.

«Παχύ το γυαλί και οι τοίχοι αδιαπέραστοι. Δεν έχω τη δύναμη να αντισταθώ. Δεν έχω τη δύναμη να ζήσω. Είμαι τόσο κουρασμένη… τόσο κουρασμένη…».

«Δώσε μου το χέρι σου», φώναξε και το μαρμάρινο κορμί του αναρρίγησε, λες και μια σπίθα πετάχτηκε από το πουθενά για να γίνει φλόγα δυνατή.

«Μα πώς να το σηκώσω; Είναι τόσο βαρύ κι εσύ τόσο μακριά. Μας χωρίζουν τα δεσμά μου. Δεν μπορώ να έρθω κοντά σου…».

«Θα έρθω τότε εγώ».

Η φλόγα έγινε φωτιά, το μάρμαρο άρχισε να λιώνει, το μπλε έδωσε τη θέση του στο ανοιχτό γαλάζιο, στο κέντρο του στήθους εμφανίστηκε ένα κόκκινο σημάδι όμοιο με το χρώμα του φεγγαριού κι απλωνόταν.

«Έλα. Είσαι τόσο νέος εσύ. Πως ζαλίζομαι έτσι; Λες και είμαι από πάντα δεμένη μ’ αυτά τα δεσμά. Έλα πιάσε με γερά».

Κι εκείνος υπάκουσε. άδραξε τη στιγμή και την έπιασε. Οι αλυσίδες έγιναν σκόνη χρυσή κι αυτή αφέθηκε στα χέρια του. Ακούμπησε το δικό της στο κόκκινο σημάδι κι η πύλη άνοιξε. Φως ξεπρόβαλε κι έπεσε πάνω σ’ εκείνους που ψυχορραγούσαν. Εκείνη χάθηκε μέσα στο φως κι έγινε σπόρος. Σπόρος σε μια μήτρα ανέγγιχτη, όπου για δεύτερη φορά θα έβγαινε στο φως και θα θέριζε το κακό, θα ευλογούσε το καλό, θα θυσιαζόταν για εκείνους και θα τους έδινε πίσω αυτό που είχαν χάσει. αυτό που το είχαν κρεμάσει σε αλυσίδες και αιμορραγούσε για αιώνες, κάνοντας το φεγγάρι κόκκινο και να θρηνεί με πονεμένο τραγούδι... Την ψυχή τους!

 

 

 

Μια σονάτα για το σεληνόφως.docx

Μια σονάτα για το σεληνόφως.pdf

Link to comment
Share on other sites

Είμαι σίγουρη ότι είχα γράψει εδώ πριν από μια ώρα, αλλά κάτι έγινε με τη σύνδεσή μου και εξααφανίστηκε.

 

Αυτό το κείμενο ήταν για μένα το πιο ποιητικό και το πιο λυρικό του διαγωνισμού.

Είχε εξαιρετικές εικόνες κι ένα πολύ όμορφο και μελαγχολικό συνάισθημα.

Ωστόσο, θα ομολογήσω ότι δυσκολεύτηκα αρκετά να το καταλάβω κι ακόμα δεν είναι τελείως σίγουρη για ορισμένα πράγματα

 

 

Αυτοί που μιλούσαν μου φάνηκαν σαν έκπτωτοι θεοί που παρακολουθούσαν τη δυστυχία των ανθρώπων ανά τους αιώνες.

Η φύση της Πύλης δεν μου έγινε απόλυτα κατανοητή, αλλά νομίζω ότι κατάλαβα πως αποφάσισαν να ανοίξουν την Πύλη και να ξαναφέρουν πίσω στους ανθρώπους τις ψυχές τους. Η πύλη θα ήταν η μήτρα από την οποία θα ξεπηδούσε το καλό στον κόσμο.

 

 

 

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραίο κείμενο. Ποιητικό, λυρικό, παραμυθένιο, ερωτικό, μελαγχολικό. Θα έλεγα ότι μοιάζει με τέχνη. Το κακό ήταν ότι δεν κατάλαβα τίποτα, απλά μαγεύτηκα από τον τρόπο που γράφεις. Ποιος ήταν αυτός, ποια αυτή, τι ήταν το μέρος, ποια η πύλη κι η σημασία της. Με συγχωρείς που δεν μπορώ να αναλύσω κάτι αλλά δεν έγινε τίποτα κατανοητό σε μένα. Απλά χάθηκα στις όμορφες λέξεις... Καλή επιτυχία.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Τόνοι σε ερωτηματικά ‘πού’ και ‘πώς’.

Μερικές λάθος προθέσεις σε ρήματα.

Όχι κόμμα ή τελεία έξω από τα εισαγωγικά, όταν η πρόταση τελειώνει σε ερωτηματικό ή θαυμαστικό (ή αποσιωπητικά, αλλά δεν έχεις τέτοια).

Η γλώσσα κάνει μια καλή προσπάθεια για ατμόσφαιρα, αλλά νομίζω ότι γλιστράει προς μια λυρική υπερβολή που μπουκώνει το κείμενο. Θα προτιμούσα το ύφος πιο ξερό. Φοβάμαι ότι αντί να αφήσει τα συναισθήματα του αναγνώστη να αναπτυχθούν αβίαστα, προσπαθεί να τα προκαταβάλει.

Για μένα αυτή θα ήταν μια ωραία ιστορία, αν καταλάβαινα τι γίνεται. Το μόνο που έπιασα είναι ότι οι άνθρωποι έχασαν με κάποιο τρόπο την ψυχή τους και στο τέλος τους δίνεται πίσω με τη βοήθεια αυτού του μυστηριώδους νεαρού. Από κει και πέρα, το σκοτάδι. Ποιος είναι αυτός; Ποια είναι η σχέση τους; Γιατί έγιναν αυτά; Με ποιον τρόπο; Τι είναι η Πύλη και τι ρόλο παίζει;

Κι εκεί που είμαι τελείως χαμένος και αναρωτιέμαι μήπως παραβλέπω κάτι προφανές, η ιστορία τελειώνει με μια πληροφορία ογκόλιθο, που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου να είχε δοθεί εντελώς διαφορετικά. Η γυναίκα είναι η ψυχή των ανθρώπων, αλλά αυτό απλώς λέγεται, για την ακρίβεια πετιέται απότομα στο τέλος, σαν να εξηγεί τα πάντα μέχρι εκεί, κάτι που δυστυχώς για μένα, δεν δουλεύει.

Νομίζω ότι χρειάζεται λιγότερη εικόνα (σ’ αυτόν τον τομέα πάει καλά) και περισσότερη πληροφορία.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν έγραφα σχόλιο γιατί πραγματικά δεν ήξερα τι να γράψω. Σκέφτηκα λοιπόν, μια που πρέπει να εκφράσω τη γνώμη μου, να είμαι απλή: δεν κατάλαβα τίποτα. Και δεν εννοώ ότι δεν υπήρχε τίποτα στο μυαλό του συγγραφέα για το κείμενο, ότι το έγραψε χωρίς να έχει ένα σχέδιο, εννοώ ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί για 'μένα, δεν πέρασαν οι όποιες σκέψεις του στο κείμενο (πράγμα όμως που φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα με την έλλειψη σχεδίου).

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι του γούστου μου το υπερβολικά λυρικό, αλλά το συγκεκριμένο μ' άρεσε. Ιδίως έτσι σύντομο και με αρκετό διάλογο όπως ήταν.

Με έλλειψε κάπως μια σύντομη περιγραφή του θρόνου και του περιβάλλοντος χώρου (τι υπάρχει γύρω τους; ) για να μπορώ να απολαύσω τις όμορφες εικόνες ολοκληρωμένες. Επίσης, εκείνα τα τσιγκέλια στις θηλές εξυπηρετούν κάποιον σκοπό ή απλά μπήκαν για να με κάνουν να σκέφτομαι ιιιιιχ κάθε φορά;

Το διάβασα μονορούφι λοιπόν, περιμένοντας την εξήγηση στο τέλος. Όπου απογοητεύτηκα. Ποιός ήταν ο τύπος; Λες ότι οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι γέρος και σκέφτηκα ότι θα είναι ο Χρόνος, αλλά αυτό δεν έβγαλε νόημα. Γιατί πρέπει να ενωθεί (ο χρόνος; ) με την ψυχή των ανθρώπων, τι είδους πύλη θα ανοίξει τότε και πού κολάει το φεγγάρι σε όλα αυτά;

Θέλω οπωσδήποτε μια εξήγηση μετά τη λήξη.

 

ΥΓ, με θύμισε μια φράση του Στρίντμπεργκ, που επαναλαμβάνεται ξανα και ξανα σε ένα από τα έργα του: είναι κρίμα οι άνθρωποι.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μου φάνηκε σαν ένας συμβολικός λυρικός μύθος. Κάτι που ίσως να διάβαζα και στην κέλτικη μυθολογία. Οι εικόνες που έδινες με τις αντιδράσεις της "γυναίκας" που μεταμορφωνόντουσαν σε στοιχεία της φύσης όπως αυτό με τα πουλιά και τα περιστέρια, στα οποία μεταμορφωνόντουσαν τα δάκρυά της μ' άρεσε πάρα πολύ. Σε μένα δούλεψαν τα μικρά βοηθήματα που έδινες για το τέλος όπως όταν μιλούσες για τον πονεμένο όχλο που ήταν από κάτω της κι έτσι κάπως άρχισα να καταλαβαίνω τι ήταν αυτή. Αλλά ο άντρας δεν κατάλαβα ακριβώς τι ήταν. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ο άνδρας της, ένας βασιλιάς, ο οποίος επειδή προδόθηκε από την γυναίκα του την έβαλε σε εκείνη την μαρτυρική διάσταση σαν να ήταν μια άλλη Προμηθέας. Αλλά βλέποντας ότι αυτή η γυναίκα είναι απλώς ένα σύμβολο ή αντιπρόσωπος των ανθρώπινων ψυχών, ο βασιλιάς θα ήταν κάτι που είχε σχέση με κάτι το θεϊκό; Εκτός κι αν δεν πιστεύεις ότι πρέπει να δώσεις μια εξήγηση.

Επίσης μια παρατήρηση: Η γραμμή

 

«Θαρρείς πως είμαι μια μαθηματική εξίσωση που πάντα θα δείχνει έναν άγνωστο αριθμό;».

δεν μου κόλλησε πολύ με το όλο μυθικό/φανταστικό στοιχείο.

Στα συν επίσης ο διάλογος. Δούλεψε πάρα πολύ και ταίριαζε με το λυρικό ύφος της αφήγησης.

 

Καλή τύχη Νεκτάριε!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ πολύ με τον Μπάμπη: ήταν λίγο παραπάνω λυρικό απ' ότι αντέχω, αν και μ' αρέσει το λυρικό γενικότερα, και δεν κατάλαβα και εντελώς τι γίνεται στο τέλος.

 

Οι εικόνες ήταν πολύ ωραίες. Αν κι εγώ δεν καταβαίνω τι εξυπηρετεί το BDSM και δωσ' του εκεί να δοκιμάζει το αίμα απ' τις ρώγες. Προφανώς κάτι ήθελες να συμβολίσεις, αλλά αφού δεν το έκανες πιο ξεκάθαρο στο τέλος φαίνεται λίγο περίεργο: αυτή τελικα τι ήταν ψυχή ή η σελήνη?

 

Γενικά θα κρατήσω την εικονογραφία και την ωραία γλώσσα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χωρίς αμφιβολία η ιστορία με τον πιο ποιητικό λόγο στον διαγωνισμό.

Μου άρεσαν τα  αλληγορικά της στοιχεία.

Η περιγραφή με τα αγκίστρια στις θηλές με έκαναν να ανατριχιάσω… (και αυτό το θεωρώ καλό).

Θα προτιμούσα την ιστορία πιο απλά και ξεκάθαρα δοσμένη (ναι, νομίζω ότι η απλότητα μπορεί να συνδυαστεί με το ποιητικό της ύφος).

 

Καλή επιτυχία Νεκτάριε! 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το διηγημα σου εχει ένα μαγευτικο ποιητικο χαρακτηρα, που δημιουργει ωραιες εικονες. Αρκετες από τις παρομοιωσεις που χρησιμοποιεις δινουν εμφαση στα χαρακτηριστικα του αντρα και της γυναικας, τους οποιους περιγραφεις πολύ ικανοποιητικα. Ο αντρας θυμιζει κατι σαν αρχαιο Ελληνα θεο και η γυναικα θνητη παλλακιδα του.

Υπαρχουν πολλα σημεια που οι περιγραφες σου γινονται αρκετα πολυπλοκες και σε σημεια γινονται ακατανοητες, όπως:  «εξάλλου μπορεί ένα ίχνος φωτός να σταθεί Γολγοθάς στην τροχιά ενός άστρου». Επισης, τι ακριβως είναι η γυναικα και γιατι είναι φυλακισμενη του αντρα; Αν καταλαβα καλα την εχουν προσφερει θυσια οι ανθρωποι στον αντρα; Ποια η σημασια της πυλης για τους ανθρωπους; Κατι καταλαβα για τη σωτηρια της ψυχης τους, αλλα ηταν πολύ ασαφες. Και γιατι ο αντρας υποχωρει μπροστα στις ικεσιες της γυναικας τωρα, ενώ αυτή είναι φυλακισμενη τοσο καιρο;

Συνοπτικα, εχεις ένα πολύ ομορφο και ποιητικο τροπο γραφης και δινεις στο διηγημα σου μια ρομαντικη χροια. Αν στοχος σου ηταν να αφησεις τα υπολοιπα ερωτηματα που δημιουργουνται για την πυλη στη φαντασια του αναγνωστη εχεις πετυχει ένα καλο αποτελεσμα. Και παλι, όμως, οι ασαφειες κουραζουν τον αναγνωστη και τον αφηνουν στο τελος με την απορια: τι εγινε τωρα; Αρα, ως ποιημα είναι εξαιρετικο, αλλα ως διηγημα χρειαζεται κατά τη γνωμη μου περισσοτερη σαφηνεια και πιο πολύ αναπτυξη. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

To διάβασα δυο φορές. Το να μην καταλαβαίνω μού συμβαίνει συχνά, αλλά εδώ, εκτός αυτού, έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει και τίποτα να καταλάβω. Ένα ποίημα που έχει μόνο μορφή, αλλά όχι περιεχόμενο, γραμμένο σαν πεζό. Πολύ λυρικές εικόνες που δε βγαίνει καθόλου νόημα τι εικονογραφούν, αν και αυτό με τον Προμηθέα το σκέφτηκα κι εγώ. Μήπως είναι κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο που δε χωρούσε στο όριο λέξεων; Εν πάση περιπτώσει κράτα κάποιες πολύ ωραίες φράσεις και βάλε περισσότερες ή περισσότερο σαφείς πληροφορίες. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Kαλογραμμένη ιστορία, λίγο σα stream of (very literary!) consciousness. Άψογη η χρήση της γλώσσας, πλούσιο λεξιλόγιο που δεν βαραίνει τη διήγηση. Σίγουρα το πιο λυρικό των διηγημάτων, που μου δημιούργησε πολύ όμορφες εικόνες!


  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Η "μια σονάτα για το σελήνοφως" είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο διήγημα που με ταξίδεψε. Μ' άφησε με μία περίεργη αίσθηση όμως, καθώς πιστεύω ότι κατάλαβα ακριβώς το νόημα και δεν ήταν αυτό που είχα προϊδεαστεί.

 

Θα συμφωνήσω με την σκέψη του διγέλαδου. Έχει κάτι βαθιά κέλτικο αυτή η ιστορία.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραίο ήταν. Πολύ λίγα σχόλια έχω: 1)Παρά το λυρικό στυλ της ιστορίας, μου φάνηκε ότι έπαιζαν αρκετά επίθετα. 2)Δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα όσα θα ήθελα.

 

υγ:στο αρχείο λείπει το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης (λυσίδες)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ο λυρισμός διάχυτος. Οι εικόνες δυνατές, ζωντανές. Έξω από τον χρόνο, στο χάος. Πολλές εικασίες θα μπορούσα να αναφέρω αλλά δεν θα το κάνω, γιατί το πιο πιθανό είναι να πέσω έξω σε όλες. Το πιθανότερο είναι πάντως να μας δείχνεις με λόγια τον Χρόνο και την Ειμαρμένη. Δεν θα αναλύσω εδώ πως κατέληξα σε αυτό, όπως προείπα μπορεί να πέφτω εντελώς έξω. Σε γενικές γραμμές "για εμένα" λες πολλά και ενδιαφέροντα. Τουλάχιστον έτσι όπως κατάλαβα αυτά που έγραψες. Καλή τύχη και σε εσένα... 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ονειρικές, ποιητικές εικόνες, οι οποίες στην αρχή μου φάνηκαν να έχουν ομοιότητες με μύθους όπως αυτόν του Ουρανού και της Γαίας, αλλά στην πορεία κατάφεραν να υπερκεράσουν αυτούς τους μύθους σε γοητεία, εξ αιτίας της ψυχεδέλειας των περιγραφών.

 

Το κείμενο ολοκληρώνεται θολό, οι εικόνες καλύπτουν τα νοήματά τους με μυστήριο και συμβολιστική ασάφεια, που με άφησαν να αναρωτιέμαι (χωρίς να με πειράζει ιδιαίτερα, καθώς η υφή και η μορφή του έργου μου είχε ήδη δημιουργήσει κορεσμό ευχαρίστησης).

 

Το είδα σαν ποίημα, σαν ζωγραφικό πίνακα.

 

Σ’ ευχαριστώ niceguy0973

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αν αυτό εδώ ήτανε ο πρόλογος ενός μυθιστορήματος θα ήθελα απίστευτα πολύ να διαβάσω το υπόλοιπο. Εγώ δεν τα πάω κι άσχημα με τον λυρισμό, τον συμβολισμό, την ασάφεια. Το πεζό ποίημα τέσπα.

 

Για μένα το κείμενο είναι όμορφο, με έναν σκληρό τρόπο βασικά. Εγώ μάλλον κλίνω προς το ότι ο άντρας είναι ο έρωτας κι αυτή είναι μια παραλλαγή του μύθου «έρωτας και ψυχή» στο πολύ πιο άγριό της. Αν δεν υπήρχε και το ότι θα έπρεπε για κάποιο λόγο να είναι (ή να τον φαντάζομαι;) γέρος ενώ δεν είναι, μάλλον θα το πίστευα και ακράδαντα :P

Παίζει ο άντρας να είναι απλά ο Άνθρωπος (που είναι πάρα πολύ νέος, αλλά νομίζουμε πως είναι γέρος) κι έχει φυλακισμένη την αθάνατη ψυχή του κατ’ αυτόν τον τρόπο και κοιτάζει την εικόνα της όπως ήτανε κάποτε νέα, προσπαθεί να την αποδείξει με εξισώσεις κτλ.

 

Τώρα, εντάξει, επειδή εδώ είναι κατατεθειμένο για να στέκεται μόνο του, χωρίς να πρέπει να εξηγήσεις (παρόλο που ελπίζω να το κάνεις) ή να το συνεχίσεις για να πάει κάπου αλλού, δεν ξέρω αν μπορεί να είναι μια αυτόνομη ιστορία γιατί υπάρχουν περισσότερα πράγματα μετέωρα σε αυτό παρά τοποθετημένα.

 

Οι σκέψεις μου (επειδή μπορεί να θες να δουλεύει συμβολιστικά, στις καταθέτω):

Η πύλη είναι η ανθρώπινη καρδιά, που άνοιξε κάποτε και πρέπει να ανοίξει ξανά.

Οι θηλές της γυναίκας ματώνουν (και είναι… τσιγκελωμένες) γιατί το γυναικείο στήθος είναι το κατεξοχήν σύμβολο της γονιμότητας. Χωρίς ψυχή και έρωτα δεν υπάρχει γονιμότητα.

Η γυναίκα είναι μια εξίσωση κτλ γιατί ο άνθρωπος θέλει να αποδείξει την ύπαρξη της ψυχής, αλλά τη χάνει επειδή ακριβώς προσπαθεί να την απόδειξη (το φως κι ο Γολγοθάς κτλ).

 

Υ.Γ. Ο τίτλος για μένα είναι πάρα πολύ φάουλ, εκτός κι αν θες να πεις κάτι πολύ συγκεκριμένο με αυτόν, θα έλεγα να σκεφτείς να τον αλλάξεις.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μια φιλότιμη προσπάθεια να γράψεις κάτι αρκετά διαφορετικό, σε ύφος, απ’ όσα δικά σου έχω διαβάσει ως τώρα. Δυνατές εικόνες μέσα σ’ έναν υπερρεαλιστικό κόσμο, με πρωταγωνιστές δυο θεούς (;).

 

Η σχέση των δύο ηρώων είναι αυτή που μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας, σε όλη την έκταση της ιστορίας. Αλλά και πάλι, στο τέλος, δεν κατάλαβα ποιοι ήταν και τι ήθελε ο ένας από τον άλλο. Γιατί ο ένας ήταν ελεύθερος και η άλλη αλυσοδεμένη; Τι είχε κάνει; Απ’ όσο κατάλαβα, οι δυο τους βρίσκονταν μαζί για πολύ καιρό, κι όμως, οι τελευταίες εξελίξεις θαρρείς κι έγιναν πολύ γρήγορα. Νομίζω ότι λείπουν αρκετά πράγματα από την ιστορία για να ολοκληρωθεί. Νομίζω ότι της λείπει η ίδια η ιστορία που πρέπει να ειπωθεί, επειδή έτσι όπως είναι νιώθω ότι κάπου χάνεται.

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το σκεφτόμουν από την ώρα που το διάβαζα, αλλά μόλις τώρα αξιώνομαι να το γράψω: Η σκηνή μου θυμίζει κατά κάποιο αόριστο τρόπο την κορύφωση του εξαιρετικού graphic novel "Midnight Nation" του J. Michael Straczynski.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Δεν ξέρω τι διάβασα, αλλά ήταν πολύ γλυκό.

 

Μου άρεσε: Δείχνεις ότι ξέρεις τι θέλεις να πεις και το πώς να το πεις με ρυθμό και μελωδία. Το ότι δεν κατάλαβα μπορείς να φταίει που είμαι κάπως κολλημένη αυτόν τον καιρό.

 

Δε μου άρεσε: Μπερδεύτηκα ευθύς εξαρχής, δε μπόρεσα να καταλάβω στιγμή για ποιο πράγμα μιλάμε. Οι διάλογοι με αποπροσανατόλισαν (κάποια στιγμή έχασα και το ποιος μιλούσε). Όποια αλληγορία δυστυχώς δεν την αντιλήφθηκα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Για αρχή θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους σχολίασαν και έδωσαν την ψήφο τους στο κείμενό μου. Να πω πως είναι εμπνευσμένο από το “Η σονάτα του σεληνόφωτος ” του Ρίτσου, εξού και ο τίτλος… Διαβάζοντας τα σχόλιά σας κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, μου άρεσε πολύ που κάποιοι προσπάθησαν να δώσουν την ερμηνεία τους για τους ήρωες του διηγήματος. Πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις που πολλές από αυτές με ενθουσίασαν. Όπως οι περισσότεροι καταλάβατε η αλυσοδεμένη γυναικεία μορφή είναι η Ψυχή, που ο όχλος από κάτω της την έχει εξορίσει, γι’ αυτό και είναι πνιγμένος στα δεινά του. Ο άντρας, που κανείς δεν κατάλαβε (κι αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση) είναι ο Θεός (που πολλοί πιστεύουν πως είναι γέρος), ο οποίος φαίνεται μαρμάρινος – παγωμένος γιατί το δημιούργημά του (άνθρωποι) εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την ψυχή τους, τον έχουν αποδυναμωμένο. Οπότε έρχεται η ίδια η Ψυχή (αρχαία όσο και ο Χρόνος) και με τον τρόπο της πείθει τον Θεό να ασχοληθεί με το δημιούργημά του και να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία (δεύτερη παρουσία). Οπότε και ανοίγει για δεύτερη φορά την πύλη (το φως, τη δύναμη) που κρύβει μέσα του και η ίδια η Ψυχή γίνεται σπόρος σε παρθένα μήτρα (δεύτερος Ευαγγελισμός) για να σώσει για μια φορά ακόμα τον κόσμο… Αυτή ήταν η ερμηνεία που είχα στο μυαλό μου καθώς έγραφα το διήγημά μου, που για μένα ήταν ευδιάκριτη… αλλά μάλλον μόνο σε μένα… χαχαχα! Δεν έχει σημασία, για μένα σημασία έχει πως άρεσε το ύφος και ο λυρισμός του κειμένου μου, σύμφωνα με τα δικά σας σχόλια. Για μια ακόμα φορά ευχαριστώ…

 

Υ.Γ. Πολύ καλός ο αποσυμβολισμός σου Nienor!!!

Link to comment
Share on other sites

Ο τίτλος είναι χιλιοχρησιμοποιημένος. Θα προτιμούσα κάτι πιο πρωτότυπο.

Υπάρχουν όμορφα εκφραστικά σχήματα, το σύνολο όμως είναι απλώς λιγωτικό και παραφορτωμένο. Ονειρικές εικόνες και λυρικοί διάλογοι, δεν μπορώ όμως να διακρίνω τίποτα στο βάθος. Μπορώ να κάνω διάφορες υποθέσεις για τη φύση των δύο προσώπων, και το χειρότερο είναι ότι όλες μπορεί να είναι σωστές. Ακόμα και η εξήγηση που τόσο άμεσα δίνεις στο τέλος

(η ψυχή των ανθρώπων)

στην πραγματικότητα δεν ξεκαθαρίζει και πολλά πράγματα.

Δεν ξέρω αν μπορώ να προτείνω να αλλάξεις κάτι. Την ιστορία είναι προφανές ότι έτσι την φαντάστηκες. Απλώς, εμένα μού έπεσε πολύ βαριά και με μπούκωσε.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..