Jump to content

Ο τεχνίτης του χρόνου.


Μπόρχες

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιάννης Μαργέτης
Είδος: Φαντασία
Βία; Όχι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 2080
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Δεν έχω κάτι να σχολιάσω. Περιμένω τα δικά σας

 

 

 


 


 

Ο τεχνίτης του χρόνου.

 

Το καμπανάκι στην πόρτα του γραφικού ωρολογοποιείου κουδούνισε, ενημερώνοντας ή προειδοποιώντας, για την είσοδο του. Είχε δει το ωρολογοποιείο καθώς έκανε την καθιερωμένη Σαββατιάτικη πρωινή του βόλτα στο κέντρο της πόλης. Το συνάντησε όταν έστριψε λάθος σ’ ένα στενάκι, νομίζοντας ότι κατευθυνόταν σε άλλο σημείο απ’ εκείνο, που εν τέλει κατευθυνόταν, αν και αυτό το διαπίστωσε πολύ αργότερα.

 

Η χαώδης ποικιλία την οποία συνάντησε μέσα στο παλιομοδίτικο μαγαζάκι δεν προϊδεαζόταν για κανένα λόγο από την βιτρίνα του, η οποία ήταν καλυμμένη εσωτερικά από μια ηλικιωμένη ερυθρωπή κουρτίνα. Στην τζαμαρία έγραφε με ξεθωριασμένα κιτρινωπά γράμματα, κολλημένα ή ζωγραφισμένα από μέσα, με κεφαλαιογράμματη γραφή, Ο ΩΡΟΛΟΓΟΠΟΙΟΣ, και συμπλήρωνε από κάτω με μικρογράμματη γραφή, ωρολόγια παντός είδους.

 

Το εσωτερικό του ωρολογοποιείου μύριζε εκείνη την μυρωδιά, την οποία μυρίζουν τα παλιά καταστήματα. Υγρασία, μούχλα, σκόνη, πολυκαιρία. Μια μυρωδιά, τέλος πάντων, απροσδιόριστη και άχρονη. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ρολόγια, τόσα πολλά ρολόγια, που με δυσκολία διέκρινε το χρώμα τους. Ήταν παλιά ρολόγια, κάθε μεγέθους και είδους. Και παλιοί τοίχοι. Τα ρολόγια ήταν τοποθετημένα επιπόλαια. Οι τοίχοι πάλι όχι.

 

Το πάτωμα ήταν ξύλινο, φθαρμένο κι έτριζε. Η μυρωδιά του ξύλου, την παρουσία της οποίας αντιλήφθηκε μόλις συνειδητοποίησε ότι πατούσε πάνω σε παλιό ξύλινο πάτωμα, πάλευε να αναδειχθεί έναντι των υπόλοιπων παλιών οσμών, οι οποίες κυριαρχούσαν στον χώρο. Εκτός από τα εκατοντάδες ρολόγια, τα οποία καταλάμβαναν τους τοίχους υπήρχαν δεκάδες επίσης και στις σκονισμένες βιτρίνες, που ήταν διασκορπισμένες άτακτα στο εσωτερικό του. Ήταν και πάλι ρολόγια κάθε είδους στριμωγμένα σαν παραπεταμένα στις εν λόγω βιτρίνες.

 

Είχε προχωρήσει αρκετά στο εσωτερικό του ωρολογοποιείου και είχαν παρέλθει αρκετά λεπτά της ώρας, ή τουλάχιστον έτσι τού φάνηκε, από τη στιγμή που το κουδουνάκι της πόρτας είχε σημάνει την άφιξη του και ουδείς μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε εμφανιστεί, για να τον εξυπηρετήσει, αν και δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς γύρευε, ή για ποιο λόγο είχε περάσει την είσοδο του ξεχασμένου, από τον χρόνο, μαγαζιού.

 

Κάνοντας αυτές τις σκέψεις ή περίπου αυτές, είχε προχωρήσει αρκετά μέσα στο εσωτερικό του καταστήματος και τότε διαπίστωσε ότι το ωρολογοποιείο ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο κανείς θα μπορούσε να φανταστεί. Για την ακρίβεια το εσωτερικό του ήταν μακρόστενο αλλά απροσδιόριστο το μήκος του, με την οροφή να κρέμεται αρκετά πιο πάνω από το κεφάλι του. Ταυτόχρονα, οι άναρχα τοποθετημένες γυάλινες προθήκες δυσκόλευαν την περιδιάβαση του. Γενικά, στο μαγαζί αυτό, το ερχόμενο από άλλο χρόνο, τα πάντα έδιναν την εντύπωση του άναρχου, του τυχαίου, του απροσδιόριστου, του χαώδους, του άτακτου.

 

Τελικά, έφτασε στην άλλη άκρη του καταστήματος. Ο τοίχος κι εκεί ήταν γεμάτος ρολόγια. Τίποτα διαφορετικό από το υπόλοιπο μαγαζί. Μόνο που στην άκρη του τοίχου, δεξιά όπως τον αντίκριζε, υπήρχε ένα άνοιγμα στο μέγεθος και στο σχήμα πόρτας, το οποίο καλυπτόταν από ένα υφασμάτινο παραπέτασμα, το χρώμα του οποίου, εξαιτίας του άγνωστου και ανυπολόγιστου χρόνου, ο οποίος είχε παρέλθει από πάνω του, δεν ήταν δυνατόν κανείς να περιγράψει. Προχώρησε με βηματισμό δίχως ρυθμό. Το πρώτο βήμα ήταν γρήγορο και αποφασιστικό. Το δεύτερο αργό. Δειλό. Έκανε κάμποσα βήματα μέχρι να φτάσω το άνοιγμα. Την πόρτα. Κάθε βήμα διαφορετικό από το προηγούμενο. Κάθε δευτερόλεπτο διαφορετικό από το επόμενο.

 

Δεν αντιλήφθηκε με ποιο πόδι ξεκίνησε την τελική του εφόρμηση προς το άνοιγμα. Το παραπέτασμα το έκανε στην άκρη με το δεξί του χέρι. Το τράβηξε από αριστερά προς τα δεξιά. Και εισήλθε.

 

Ο πάγκος ήταν ψηλός και μάλλον βρισκόταν στο κέντρο του σκοτεινού δωματίου, αλλά μονάχα να το υποθέσει μπορούσε. Πάνω στον πάγκο υπήρχαν εργαλεία, τα οποία δεν αναγνώριζε. Ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό κρεμόταν ακριβώς πάνω από το κέντρο του πάγκου, αλλά απείχε μόλις λίγα εκατοστά από την επιφάνεια του, και τον φώτιζε. Ενώ παρατηρούσε το εσωτερικό του δωματίου, του οποίου οι τοίχοι δεν τού ήταν ορατοί, είτε εξαιτίας του σκότους που επικρατούσε ολόγυρα στο δωμάτιο, είτε εξαιτίας του πολύ έντονου φωτός που εξέπεμπε η λάμπα του κρεμαστού φωτιστικού πάνω από το τραπέζι με αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την οπτική του επαφή με το υπόλοιπο δωμάτιο, άκουσε μια σταθερή φωνή, η οποία, ωστόσο, ανήκε σε κάποιον άνθρωπο, άνδρα, ο οποίος είχε πολλές δεκαετίες στην πλάτη του.

 

“Πλησίασε”, είπε η φωνή, “μην στέκεσαι εκεί”.

 

Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι τού έλεγε η φωνή, εμφανίστηκε από το σκοτεινό, αμείλικτο βάθος του δωματίου, πίσω από τον πάγκο, κάποιος άνδρας, ο οποίος φορούσε στολή τεχνίτη, προφανώς ωρολογοποιού, με άσπρα μαλλιά και παλιομοδίτικα γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Το μουστάκι του ήταν λευκό και περιποιημένο. Λεπτό. Τα μάτια του ήταν μικρά και καλά χωμένα στις κόγχες τους, ενώ τα μεγάλα οστέινα γυαλιά του έμοιαζαν με βιτρίνα, στην οποία τα εξέθετε.

 

Έβγαλε τα γυαλιά του, τα οποία τα φορούσε προφανώς για να βλέπει τα κοντινά αντικείμενα και τού ξαναείπε, “Πλησίασε, φίλε μου, έλα εδώ στο φως να σε βλέπω καλύτερα”. Η λάμπα ήταν στο ύψος του κεφαλιού του. Έβαλε το χέρι του μεταξύ της λάμπας και των ματιών του πριν τον παροτρύνει να πλησιάσει.

 

Με το πρώτο του βήμα προς τον πάγκο και τον γέρο, εκείνος ξαναέβαλε τα γυαλιά του, τράβηξε ένα ψηλό σκαμνί, το οποίο βρισκόταν κάτω από τον πάγκο και το οποίο δεν φαινόταν νωρίτερα και κάθισε. Με το χέρι του έπιασε το φωτιστικό, το οποίο κρεμόταν από κάποιου είδους πτυσσόμενο ελατήριο, και το έφερε χαμηλότερα στον πάγκο. Πήρε στα χέρια του κάτι που έμοιαζε με τσιμπιδάκι και άρχισε να περιεργάζεται το ρολόι, το οποίο ήταν μπροστά του ακριβώς κάτω από το έντονο φως του λαμπτήρα. Φάνηκε ωσάν να ήταν απολύτως βέβαιος πως θα ολοκλήρωνε την πορεία του προς τον πάγκο του κι εκείνον. Είχε δίκιο. Εν τέλει, πλησίασε στον πάγκο και στάθηκε να τον κοιτάζει. Τον γέρο.

 

Τού είπε, “Κάτσε”, κι έσπρωξε με το πόδι του προς την πλευρά του ένα σκαμνί εξ ίσου ψηλό με το δικό του. Κι αυτό επίσης δεν φαινόταν νωρίτερα, αν υπήρχε δηλαδή εκεί νωρίτερα! Το σκαμνί ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και ψάθα. Ξύλινα πόδια και πλεγμένο ψάθινο κάθισμα.

 

“Λιγομίλητος είσαι”, τού είπε ο ωρολογοποιός προτιμώντας να κοιτά το ρολόι, το οποίο επισκεύαζε ή προσποιείτο ότι επισκεύαζε.

 

Ο άνδρας απέναντι του χαμογέλασε από συστολή.

 

“Ψάχνεις κάτι;”, τον ρώτησε ο γέρος τεχνίτης.

 

Τού είπε ότι έψαχνε τον τάδε δρόμο.

 

Ο τεχνίτης τού είπε ότι ήταν δυο στενά παρακάτω.

 

Δεν κατάλαβε το παρακάτω ποια κατεύθυνση υποδήλωνε. Βόρεια, νότια, ανατολικά, δυτικά.

 

“Χάθηκες”. Διαπίστωσε ο ωρολογοποιός.

 

“Μάλλον”, απάντησε κουνώντας το κεφάλι του ο άνδρας. Ο ασπρομάλλης τεχνίτης εξακολουθούσε να περιεργάζεται εκείνο το ρολόι. Ήταν ένα παλιομοδίτικο ρολόι τσέπης. Στην απάντηση του προσέθεσε και τα εξής, “Μού κάνει εντύπωση ότι έχασα τον προσανατολισμό μου. Κάθε Σάββατο περπατώ τα στενάκια του κέντρου, ειδικά τα πεζοδρομημένα, και ουδέποτε μέχρι τώρα είχα χαθεί”.

 

Ο ωρολογοποιός δεν τού απάντησε. Συνέχισε να επισκευάζει ή συνέχισε να προσποιείται ότι επισκευάζει, το ρολόι.

 

“Λοιπόν, δεν ήξερα ότι υπάρχουν ακόμη τέτοιου είδους μαγαζιά”, είπε ο άνδρας θέλοντας να προλάβει την οποιαδήποτε υποψία αμηχανίας.

 

“Όχι, δεν υπάρχουν”, απάντησε ξερά ο τεχνίτης. Και πρόσθεσε, “Το δικό μου είναι το τελευταίο στο είδος του”.

 

Ο άνδρας απέναντι του σχολίασε, “Είναι λες και έχει έρθει από μια άλλη εποχή...Σαν να έχει ξεφύγει από τα δεσμά του χρόνου”.

 

Ο γερο-τεχνίτης σταμάτησε και τον κοίταξε. Είχε γείρει το κεφάλι του μπροστά, έτσι ώστε τα μάτια του να κοιτούν πάνω από τα γυαλιά του. Τα φρύδια του τα είχε ανασηκώσει. Οι ζάρες στο μέτωπο του είχαν γίνει εντονότερες και περισσότερες.

 

Τον ρώτησε, “Ενδιαφέρεσαι για τον χρόνο”;

 

Απάντησε, “Ενδιαφέρθηκα κάποτε, όταν ήμουν νεότερος”.

 

Ο ωρολογοποιός έσκυψε ξανά το κεφάλι του στο ρολόι και συνέχισε την εργασία του. Αδιάφορος λες και δεν είχε ακούσει λέξη.

 

“Λίγοι πια ενδιαφέρονται για τον χρόνο”, είπε τελικά. Δεν κοίταζε τον άνδρα.

 

“Καθώς φαίνεται δεν έχουν χρόνο, για να ασχοληθούν με τον...χρόνο”, είπε επιχειρώντας ο άνδρας να αστειευτεί. Εκείνος-ο τεχνίτης-απότομα σήκωσε το κεφάλι του σαν να τον τσίμπησε κάτι και κοίταξε τον άνδρα. Το βλέμμα του έμοιαζε με βλέμμα απορίας ή λύπησης. Ή έκπληξης. Ή όλα τα προηγούμενα στην ανάλογη δοσολογία.

 

“Θα έπρεπε”, απάντησε. Είχε ξανασκύψει στο ρολόι, όταν η φωνή του έδινε την απάντηση.

 

Ο άνδρας ανασήκωσα τα φρύδια. “Υποθέτω πως ναι”, συμφώνησε. “Δίνετε μεγάλη σημασία στο χρόνο”. Παρατήρησε ακολούθως.

 

“Τί βλέπεις;” τον ρώτησε ο τεχνίτης. Έδειξε με τα μάτια του το ρολόι, αφού με μια γρήγορη κίνηση του αριστερού του χεριού αφαίρεσε τα γυαλιά. Η επισκευή έμοιαζε να έχει ολοκληρωθεί. Αν είχε ξεκινήσει ποτέ.

 

“Ένα ρολόι”, απάντησε ο άνδρας. Και για να έδειχνε ότι κάτι γνώριζε από ρολόγια, συμπλήρωσε, “ένα ρολόι τσέπης...μοιάζει επιχρυσωμένο”.

 

Ο ωρολογοποιός μειδίασε. “Εσύ βλέπεις ένα ρολόι. Εγώ βλέπω μια προσπάθεια κατανόησης του χρόνου”, είπε.

 

Ο άνδρας έσμιξε τα φρύδια του. Ο ωρολογοποιός συνέχισε, “Από τότε που εμφανίστηκε ο άνθρωπος στη γη προσπαθεί να κατανοήσει τον χρόνο. Προσπαθεί και να τον τιθασεύσει”.

 

Όσο μιλούσε ο ωρολογοποιός βαθιά στη μνήμη του άνδρα αναζητήσεις θαμμένες περί τον χρόνο και της φύσης του, τις οποίες έκανε πολύ νεότερος βρίσκοντας τες ενδιαφέρουσα ενασχόληση, για να γεμίζει τα κενά του ελεύθερου του χρόνου, αναδύθηκαν εντονότερες παρά ποτέ. Ώστε τον ρώτησε, “τί είναι χρόνος;” Πόσο καιρό, πόσα χρόνια είχε να διατυπώσει αυτό το ερώτημα! Εκείνη την στιγμή ένοιωσε να ανατριχιάζει ή μπορεί και να ήταν απλά ιδέα του.

 

“Να μια ερώτηση, η οποία απαιτεί μια καλή απάντηση”, παρατήρησε ο γηραιός τεχνίτης. “Δεν ξέρω, αν η απάντηση μου θα είναι καλή. Έχω σίγουρα, όμως μια”.

 

Ο άνδρας ακούμπησε τους αγκώνες του στον πάγκο, βολεύτηκε καλύτερα στο κάθισμα του και ετοιμάστηκε για ν’ ακούσει τη συνέχεια. Ο ωρολογοποιός σηκώθηκε απότομα από τη θέση του και χάθηκε στο σκοτάδι πίσω του. Αναδύθηκε από το σκοτάδι κρατώντας στα χέρια του κάποιο άλλο ρολόι.

 

“Ο χρόνος”, είπε, “ή, καλύτερα, η ύπαρξη και κατ’ επέκταση η έννοια του χρόνου είναι από τα σημαντικότερα προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα από τον καιρό της εμφάνισης της. Σημαντικότερο και από το πρόβλημα του Θεού”. Ο άνδρας δεν κουνούσε ούτε τα βλέφαρα του. “Όπως οι θρησκείες και οι διάφορες πίστεις ανά τον κόσμο, αποτελούν μια προσπάθεια κατανόησης και προσέγγισης του Θείου, έτσι και αυτό το ρολόι”, είπε κι έδειξε το ρολόι, που κρατούσε στα χέρια του, και συνέχισε, “όπως κάθε ρολόι και κάθε όργανο ή μέθοδος μέτρησης του χρόνου δεν αποτελούν παρά μονάχα απόπειρες κατανόησης του χρόνου. Προσπάθειες”, είπε και έβαλε τελεία.

 

Ο άνδρας τον κοιτούσε αποσβολωμένος. Θα ορκιζόταν κάποιος τρίτος, αν παρακολουθούσε τη συζήτηση, ότι είχε μείνει στήλη άλατος, όμως ο ρυθμός της αναπνοής του έδειχνε ότι ήταν ακόμη ζωντανός.

 

Ο τεχνίτης ακούμπησε κι αυτός τους αγκώνες του στον πάγκο. Πήρε ακριβώς την ίδια θέση με τον άνδρα. Το φως ήταν ακριβώς πάνω από το μέτωπο τους. Δεν ήταν καθόλου ενοχλητικό.

 

Άρχισε να μιλάει ξανά. “Οι προσπάθειες αυτές, ή απόπειρες, όπως είναι αναμενόμενο είναι ατελείς και απέχουν πολύ από το να προσεγγίζουν τον χρόνο. Τελικά, έχουν καταλήξει ένα χρηστικό εργαλείο και τίποτε παραπάνω. Αλλά, το λάθος τους είναι εγγενές. Κάθε προσπάθεια ερμηνείας του χρόνου θεωρεί δεδομένο ότι ο χρόνος μετριέται. Πως είναι μετρήσιμος. Όμως, κάτι που είναι μετρήσιμο, πρέπει να είναι και χειροπιαστό. Να καταλαμβάνει κάποιο χώρο και να έχει κάποιο μέγεθος. Αλλά, ο χρόνος είναι κάτι χειροπιαστό, απτό;” Ρώτησε και σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο.

 

“Όχι”, απάντησε ο άνδρας. Η φωνή του ήταν άψυχη,φοβισμένη ή η φωνή ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι βέβαιος, αν είναι η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσει.

 

“Ο χρόνος είναι ενιαίος, είπε ο ωρολογοποιός “με φωνή βαθιά και βραχνή, “και άπειρος. Δεν μετριέται, δεν διαχωρίζεται. Είναι το άλλο όνομα της Δημιουργίας”. Η φωνή του σε κάθε λέξη γινόταν όλο και βαθύτερη, όλο και πιο μυστηριακή. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αλλοιωθεί . Ο άνδρας ένοιωσε σαν να βρισκόταν σε κάποιον πανάρχαιο ναό και μυούταν στα μυστικά του κόσμου. Ήταν ο μυούμενος και ο τεχνίτης ο μύστης.

 

Σκεφτόταν ακριβώς αυτό, όταν ο γέρος από την άλλη μεριά του πάγκου έκανε κάτι αναπάντεχο. Πήρε στα χέρια του ένα σφυράκι, σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι γιατροί για να ελέγξουν τα αντανακλαστικά του ασθενούς και έσπασε το ρολόι. Τα έκανε όλα τόσο γρήγορα. Και τόσο βίαια. Ο άνδρας πετάχτηκε από τη θέση του σαν κεραυνοβολημένος.

 

“Ξύπνα! Εσύ δεν είσαι που θέλεις, που πάντοτε ήθελες να μάθεις για τον χρόνο!” Του είπε σε έντονο, αυστηρό τόνο ο ωρολογοποιός.

 

“Ναι, εγώ”, απάντησε με ντροπή. Ξανακάθισε διστακτικά στη θέση του. Είπε, “Δηλαδή ο χρόνος είναι κάτι. Αλλά τι είναι;”

 

Το βλέμμα του τεχνίτη σκοτείνιασε. Ίσως και να οφειλόταν στο ότι αποτράβηξε το πρόσωπο του από το φως και το βύθισε στο σκοτάδι, το οποίο άγγιζε τους ώμους του.

 

Είπε, “Είναι το συνώνυμο του Κόσμου. Είναι το Σύμπαν αυτό κάθε αυτό”.

 

“Άρα”, είπε ο άνδρας, “ο χρόνος είναι το Σύμπαν και το Σύμπαν ο χρόνος”.

 

Ο ωρολογοποιός εξακολούθησε να μιλά αδιαφορώντας για την παρατήρηση του επισκέπτη του δείχνοντας εκστασιασμένος και αποκομμένος από το εδώ και το τώρα. Κολυμπούσε στην άπειρη θάλασσα του χρόνου.

 

Έλεγε. “Ο χρόνος ο ανθρώπινος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ψευδαίσθηση. Υπάρχει γιατί υπάρχουμε εμείς. Αν το ανθρώπινο γένος αύριο εξαφανιστεί, η έννοια του χρόνου, όπως τον εννοούμε οι άνθρωποι, συγκεκριμένο, μετρήσιμο, περιορισμένο θα εξαφανιστεί. Αντιθέτως, ο Χρόνος ο πραγματικός, ο άπειρος, ο αιώνιος θα εξακολουθήσει να είναι”.

 

Ο ακροατής του τον κοιτούσε να μιλά και ανέπνεε. Ήταν η μόνη δραστηριότητα που επέτρεπε στον εαυτό του.

 

Ο γέρος συνέχιζε. “Ο άνθρωπος είναι εγωιστικό είδος. Και φίλαυτο. Νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω του και όλα τα θωρεί με τα μάτια τα δικά του. Τα εγωιστικά. Αυτή είναι η κατάρα και η ευλογία του. Ρώτα ένα μυρμήγκι να σου πει για τον χρόνο και θα σου πει για τον χρόνο, όπως τον αντιλαμβάνεται αυτό. Ή ρώτα μια υπεραιωνόβια χελώνα. Να ποιος είναι ο χρόνος, αν εξετάζεται από την πλευρά των υποκειμένων του. Ασταθής, αβέβαιος, διαφορετικός, κατατμημένος σε κάθε περίπτωση και για κάθε περίπτωση. Τίποτε άλλο παρά απόπειρες κατανόησης, που εκφυλίζονται σε εγωκεντρικές θεωρήσεις. Για να καταλάβεις τον χρόνο στην ολότητα του, στην πληρότητα του, το πρώτο που θα πρέπει να κάνεις είναι να αρθείς πάνω και έξω από τον Χρόνο. Άρα και πάνω και έξω από το Σύμπαν. Να πάψεις να είσαι υποκείμενο. Να γίνεις εξωτερικός και παρατηρητής. Να αρθείς στον άχρονο Χρόνο. Να γίνεις ο Χρόνος!”

 

Σταμάτησε. Δεν φαινόντουσαν τα μάτια του. Ήταν κρυμμένα πίσω από το σκοτάδι, το οποίο κυριαρχούσε ολόγυρα. Μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη του.

 

Μίλησε ξανά, “Αυτή είναι η απάντηση μου και άλλη δεν έχω. Να ξέρεις ότι είσαι ο πρώτος και ο τελευταίος, ο οποίος άκουσε τις σκέψεις μου αυτές για τον χρόνο. Σαράντα χρόνια σ’ αυτό το εργαστήρι είχα άπλετο καιρό για να σκέφτομαι. Κι επειδή τέτοια που είναι η δουλειά μου δεν μπορούσα παρά μονάχα να σκέφτομαι για τον χρόνο”. Εξήγησε.

 

“Γιατί μίλησες για το θέμα τούτο σ’ εμένα;” Απόρησε ο άνδρας.

 

“Γιατί είσαι ο πρώτος που μού είπε ότι ενδιαφέρεται για τον χρόνο και δεν εννοούσε τα ρολόγια”.

 

“Θα υπάρχουν κι άλλοι”.

 

“Μέχρι τώρα δεν υπήρξαν. Εξάλλου, σήμερα είναι η τελευταία μέρα, που ανοίγω το μαγαζί. Από αύριο θα είμαι συνταξιούχος κι εφόσον δεν θα ξανασχοληθώ με τα ρολόγια, δεν θα ξανασχοληθώ με τον χρόνο”.

 

Σηκώθηκε από την θέση του και χάθηκε στο βάθος του σκοτεινού εργαστηρίου.

 

Ακούστηκε η φωνή του να λέει, “Συγγνώμη, έχω ακόμη λίγη δουλειά να κάνω”.

 

Μετά σιωπή. Ο άνδρας κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το άνοιγμα. Στάθηκε μια στιγμή εκεί και κοίταξε στο σκοτάδι. Δεν έβλεπε κανέναν. Ωστόσο, είπε, “Ήταν εξαιρετική η απάντηση σου”. Δεν έλαβε απάντηση. Το σκοτάδι ήταν σιωπηλό. Το αφουγκράστηκε για ένα δευτερόλεπτο.

 

Διέσχισε γρήγορα το παλιό μαγαζί δίχως να κοιτάξει γύρω του.

 

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κοίταξε την τζαμαρία του μαγαζιού. Η επιγραφή ήταν κιτρινωπή ακόμη. Έφυγε.

 

Την επόμενη ημέρα επέστρεψε. Ήθελε να ξαναδεί το μαγαζί εκείνο. Έστω και κλειστό. Ευελπιστούσε ότι θα ξανάβλεπε και τον Ωρολογοποιό. Αν και ήξερε ότι δεν ήταν παρά ένας μύχιος πόθος.

 

Στο στενό επικρατούσε χάος. Εργάτες πήγαιναν κι έρχονταν. Φωνές, βρισιές, βουή. Ένα μηχάνημα κατεδάφισης, ένας εκσκαφέας κι ένα φορτηγό πλημμύριζαν με εκκωφαντικούς ήχους τον αέρα. Το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν το ωρολογοποιείο κατεδαφιζόταν. Έφυγε. Κάθισε να πιει ένα δροσιστικό στο γραφικό καφενεδάκι στην λεωφόρο απέναντι. Ρώτησε για το ωρολογοποιείο και την κατεδάφιση. Κανείς δεν ήξερε για το παλιό μαγαζί. Τελικά, θυμήθηκε ο καφετζής. Υπήρχε κάποτε εκεί ένα ωρολογοποιείο, αλλά είχε κλείσει πριν από πολλά χρόνια. Τον ρώτησε πόσα. Δεν θυμόταν. Υπολόγισε. Γύρω στα 30, είπε κατόπιν επίπονων σκέψεων. Δεν ρώτησε κάτι άλλο. Ήπιε το δροσιστικό κι έφυγε.

 

Σκεφτόταν.

 

Ξαναπέρασε από το στενό του ωρολογοποιείου. Η κατεδάφιση συνεχιζόταν. Η σκόνη τον έκανε να αποστρέψω το κεφάλι. Ένας εργάτης κάτι τού φώναζε, αλλά πνίγηκε μέσα στον πάταγο των μηχανών. Έφυγε βιαστικά. Στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο.

 

Έβγαλα τα τσιγάρα του. Έβαλε το τσιγάρο στα χείλη του και το έκρυψε με τη χούφτα του για να το ανάψει. “Έχετε ώρα παρακαλώ;” τον ρώτησε μια φωνή ενός ηλικιωμένου, ενώ ακόμη παιδευόταν με τον αναπτήρα.. Δεν τον κοίταξε.

 

“Όχι, έχω ξεχάσει το ρολόι μου”, απάντησε.

 

“Αυτή είναι μια πολύ καλή απάντηση”, του είπε. Σήκωσε το κεφάλι του απότομα. Η φωνή τού ήταν γνώριμη.

 

Κοίταξε. Ένας ηλικιωμένος με γκρίζο κοστούμι από άλλη εποχή και καπέλο απομακρυνόταν. Ένοιωσε ότι τον κοιτούσε ή το ανέμενε. Γύρισε μονάχα το κεφάλι του, για να τον κοιτάξει.

 

Τού χαμογέλασε. Ήταν ο τεχνίτης του χρόνου.

 

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία σου μου άρεσε. Γενικά μου αρέσουν οι ιστορίες που συμβαίνουν μέσα σε μια πόλη όπως επίσης λατρεύω τις ιστορίες με plot-twist. Μου θυμίζουν απίστευτα το Twilight Zone & The outer limits. Στη συγκεκριμένη ιστορία λειτουργεί καλά το γεγονός της εμφάνισης ενός περίεργου καταστήματος με ακόμη πιο περίεργο ιδιοκτήτη. Έχω όμως μια μικρή ένσταση.

 

Γράφεις: 

 

«Καθώς έκανε την καθιερωμένη Σαββατιάτικη πρωινή του βόλτα στο κέντρο της πόλης», ο άνθρωπος μας μπαίνει μέσα σε ένα κατάστημα που συναντά πρώτη φορά...και αυτό για να: «Τού πεί ότι έψαχνε τον τάδε δρόμο. Ο τεχνίτης τού είπε ότι ήταν δυο στενά παρακάτω. Δεν κατάλαβε το παρακάτω ποια κατεύθυνση υποδήλωνε. Βόρεια, νότια, ανατολικά, δυτικά.» Χμμ..εδώ μου φαίνεται ότι αυτοαναιρείται λίγο η ιστορία ως πρός την αληθοφάνεια της. 

 

 

Για τα υπόλοιπα κομμάτια της ιστορίας έχω να πώ ότι ταιριάζουν ως προς το θεματικό της πυρήνα. Έχεις πολύ καλή περιγραφή του καταστήματος και επίσης μου άρεσε πολύ το κομμάτι που λές :

«Ο χρόνος είναι ενιαίος, είπε ο ωρολογοποιός “με φωνή βαθιά και βραχνή, “και άπειρος. Δεν μετριέται, δεν διαχωρίζεται. Είναι το άλλο όνομα της Δημιουργίας”. Η φωνή του σε κάθε λέξη γινόταν όλο και βαθύτερη, όλο και πιο μυστηριακή. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αλλοιωθεί . Ο άνδρας ένοιωσε σαν να βρισκόταν σε κάποιον πανάρχαιο ναό και μυούταν στα μυστικά του κόσμου. Ήταν ο μυούμενος και ο τεχνίτης ο μύστης.»

 

 

Είναι μια καλογραμμένη ιστορία. Σίγουρα θα έχεις και άλλες τέτοιες στο τσεπάκι σου...ανυπομονώ.. :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σ' ευχαριστώ για τα σχόλια σου.

 

Δεν κατάλαβα γιατί αυτοαναιρείται η αληθοφάνεια της ιστορίας στο συγκεκριμένο απόσπασμα, που παράθεσες. Θα σού ήμουν ευγνώμων, αν γινόσουν σαφέστερος.

 

Να'σαι καλά!

Link to comment
Share on other sites

Αυτές τις μέρες προσπαθούσα να βρω μια ωραία σκέψη ενός υπαρξιακού ψυχοθεραπευτή για τον χρόνο, αλλά δεν την βρήκα τελικά στα βιβλία μου. Απ΄ ότι θυμάμαι είχε γράψει ότι αν προσπαθήσεις να ορίσεις τον χρόνο δεν μπορείς. Ο χρόνος δεν έχει ορισμό, απλώς είναι ένα εργαλείο μέτρησης χωρισμένο σε μονάδες όπως ώρες, λεπτά, κτλ. Παρόλο που αρχικά υπήρχε απλώς για να μπορούν δυο άνθρωποι να έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς, τώρα μετράμε πάντα με τον χρόνο. Και νομίζουμε ότι είναι μια αντικειμενική μονάδα μέτρησης για τη ζωή μας. Είναι όμως; Αλλιώς μετράμε τα λεπτά που είμαστε ευτυχισμένοι, αλλιώς τα λεπτά πριν τελειώσει την λήξη του διαγωνίσματος και ούτω καθεξής. Είναι σχετικά όλα τελικά. Είχα γράψει ένα διήγημα για αυτό, αλλά δεν το ανέβασα ποτέ. Ίσως το κάνω κάποτε. Αρκετά όμως για τις δικές μου σκέψεις.

 

Η ιστορία σου είναι μια αφήγηση σκέψεων σου για τον χρόνο. Δεν γίνονται πολλά πράγματα, απλώς μαθαίνουμε για τον τεχνίτη του χρόνου. Γνωρίζουμε κι εσένα καλύτερα. Αυτήν την αναπόληση την πετυχαίνεις. Όσο διάβαζα τόσο έφτιαχνα μια δική μου ιστορία. Ότι ο τεχνίτης έψαχνε τον αντικαταστάτη του και ο επισκέπτης ήταν υποψήφιος.

Όταν διάβασα το τέλος σκέφτηκα πια ο χρόνος δεν έχει τεχνίτη, θα μπορούσε πια να σταματήσει και να μην το καταλάβει κανείς... :( 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αλέξανδρε, σ' ευχαριστώ για τον σχολιασμό.

 

Η σκέψη σου για τον διάδοχο του τεχνίτη του χρόνου είναι πολύ καλή και πράγματι θα μπορούσε η ιστορία να πάρει αυτή την τροπή. Να βλέπαμε δηλαδή τον ήρωα να φορά στο τέλος την στολή του τεχνίτη και να συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχος του. Ομολογώ ότι δεν την είχα σκεφτεί αυτή την εξέλιξη.

 

Εγώ από την πλευρά μου θέλησα να δείξω ότι ο χρόνος είναι κάτι πολύ σχετικό και ίσως να μην είναι καν αυτό που νομίζουμε ή που αντιλαμβανόμαστε. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι ενώ για τον ήρωα μας το μαγαζί βρισκόταν εν λειτουργία για τον καφετζή ήταν κλειστό εδώ και πολλά χρόνια!

 

Καλή συνέχεια. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

Η σκέψη σου για τον διάδοχο του τεχνίτη του χρόνου είναι πολύ καλή και πράγματι θα μπορούσε η ιστορία να πάρει αυτή την τροπή. Να βλέπαμε δηλαδή τον ήρωα να φορά στο τέλος την στολή του τεχνίτη και να συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχος του. Ομολογώ ότι δεν την είχα σκεφτεί αυτή την εξέλιξη.

Τώρα που το σκέφτομαι μπορεί να ήταν πολύ κοινότυπο γιατί έχει ξαναχρησιμοποιηθεί αυτό το μοτίβο -> αντικατάσταση του γέρου, κτλ.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..