Jump to content

Ψυχοπομπός


giorgos lagonas

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Λαγκώνας
Είδος: αστικός τρόμος
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων:2986
Αυτοτελής; Ναι
 

παλιό κείμενο, από τα πρώτα μου. Γραμμένο κάπου μεταξύ 1999 και 2000. Πέρσι τέτοια εποχή το ξαναθυμήθηκα,του έκανα ένα πολύ γρήγορο φρεσκαρισματάκι και τώρα σας το παρουσιάζω. Καλή ανάγνωση!

 

Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι σκυφτό. Κοιτούσε χαμηλά, χαμένος στις σκέψεις του. Έκανε κρύο και φανταζόταν την υγρασία του χειμωνιάτικου βραδιού να αργοσταλάζει από τον ουρανό και να κολλάει στα κόκαλα των λιγοστών περαστικών.

Το περπάτημα στην παλιά πλατεία τις μικρές ώρες πριν το ξημέρωμα κατεύναζε το μυαλό και ανακούφιζε την ψυχή του. Ήταν μια πολύτιμη όσο και μοναδική ευκαιρία για να αφιερώσει λίγο χρόνο στον εαυτό του, να μείνει μόνος με τις σκέψεις του. Το σπίτι τον πίεζε, η μονοτονία των τεσσάρων τοίχων τον κατέθλιβε και η κλεισούρα στραγγάλιζε τη διάθεσή του. Μπορούσε να τα υπομείνει μόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου, όταν επέστρεφε από τη δουλειά. Αργά το απόγευμα, όταν ξυπνούσε, ολοκλήρωνε αδιάφορα όποια καθημερινή εργασία προέκυπτε, αναμένοντας τον βραδινό του περίπατο. Έβγαινε πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Περπατούσε για δυόμισι περίπου ώρες. Επέστρεφε στο σπίτι, ετοιμαζόταν και έφευγε το ξημέρωμα για τη δουλειά. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν τα τελευταία χρόνια καθημερινά.

            Είχε συμφιλιωθεί απόλυτα με την παράδοξη φύση της ρουτίνας του. Πίστευε ακράδαντα ότι δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήρθε ξένος στην μεγάλη πόλη για να δουλέψει, για να βρει μια καλύτερη ζωή, ίσως και έναν άνθρωπο πρόθυμο να τη μοιραστεί μαζί του. Ήρθε με όνειρα και προσδοκίες, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να χάσει και τον εαυτό του στην αναζήτηση. Η πόλη ήταν πλέον για εκείνον μοναξιά, απογοήτευση, φασαρία και ασχήμια. Οτιδήποτε είχε σχέση με αυτή τον κούραζε, τον έθλιβε, του προκαλούσε δυσφορία.

Μέχρι που ανακάλυψε ότι υπήρχε και κάτι άλλο, απροσδιόριστο μα και απτό συνάμα. Κάτι που κάθε βράδυ αναδυόταν από τα δύσοσμα απομεινάρια της καθημερινότητας. Ανέβλυζε από τους σιωπηλούς δρόμους, τα κτήρια και τις πλατείες. Πλανιόταν αιθέριο και αθέατο στα αδειανά καφενεία, στις σκοτεινές βιτρίνες των καταστημάτων, ταξίδευε με τις μυρωδιές της έρημης λαϊκής αγοράς… Ότι και να ήταν, τον έβρισκε ανελλιπώς στις μεταμεσονύχτιες συναντήσεις τους. Εισχωρούσε στο είναι του και καθίζανε στην ψυχή του με τη μορφή μιας γλυκιάς, γαλήνιας μελαγχολίας που τον γέμιζε ανακούφιση και αγαλλίαση, τον έκανε να αποζητά με λαχτάρα εκείνες τις παράξενες μικρές ώρες και τη συντροφιά της μοναξιάς του. Κάθε φορά, σαν επιστέγασμα της βραδινής ιεροτελεστίας, μια μεθυσμένη, ονειροπαρμένη, ταξιδιάρα αφηρημάδα θα υπαγόρευε στα βήματά του το δρόμο για το σπίτι.

 Δίπλα του, μπροστά στη βιτρίνα ενός κλειστού καταστήματος, ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα παρέσυρε τα σκουπίδια του πεζοδρομίου σε μια κυκλική τροχιά, σχηματίζοντας έναν μικρό στρόβιλο. Το φαινόμενο κράτησε λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα καταλάγιασε. Εκείνος είχε ήδη προσπεράσει το σημείο χωρίς να δώσει σημασία και συνέχιζε να περπατά με το κεφάλι σκυφτό.

Παραξενεμένος, διαπίστωσε ότι η εντύπωση εκείνου του τυχαίου γεγονότος είχε έναν απρόσμενο αντίκτυπο στη συνείδησή του. Είχε γίνει μια σκέψη ενοχλητική που εισέβαλλε παρά τη θέλησή του και επέμενε να τον απασχολεί. Προτού προλάβει να αναλογιστεί το γιατί, ανατρίχιασε σύγκορμος με την ξαφνική βεβαιότητα ότι κάποιος τον παρακολουθεί. Ένα απροσδιόριστο σύρσιμο τον έκανε να κοιτάξει πίσω του – και να αντικρίσει για πρώτη φορά το σκυλί.

Ήταν ένα αξιολύπητο όσο και αποκρουστικό πλάσμα. Μια κακοσχηματισμένη, λιπόσαρκη φιγούρα, πιο μαύρη από τη νύχτα. Ο θώρακάς προεξείχε αδέξια από το ισχνό κορμί του και κουνιόταν σπασμωδικά δεξιά και αριστερά ακολουθώντας τον βηματισμό του ζώου. Μα το πιο αποτρόπαιο χαρακτηριστικό του δύσμοιρου πλάσματος ήταν χωρίς αμφιβολία τα μάτια του. Δυο θολοί γαλακτεροί βόλοι, στερημένοι από ίριδα και κόρες, αμετάκλητα τυφλωμένοι από πηχτό καταρράκτη. Κι όμως, παρόλη την αναπηρία τους, παρέμεναν σταθερά προσηλωμένα στα δικά του…

Η δυσοίωνη παρουσία τον γέμισε λύπηση, αποτροπιασμό και μια ανησυχία που γιγαντωνόταν γοργά, καταπνίγοντας κάθε λογική σκέψη. Τα μάτια εκείνα ήταν εισβολή μα και ανεξήγητη οικειότητα, ήταν το άγνωστο και ταυτόχρονα ξυπνούσαν μια ενοχλητική, μοιραία φυσικότητα. Ήταν θέαμα αφύσικο, δυσβάσταχτο, ανυπόφορο…

 

Τάχυνε το βήμα του. Η μόνη του σκέψη ήταν ότι έπρεπε πάση θυσία να απομακρυνθεί από εκείνα τα μάτια που κοιτούσαν κατευθείαν στην ψυχή και μονοπωλούσαν βίαια το μυαλό του.

 

Χάθηκε μέσα στη νύχτα. Το κροτάλισμα των νυχιών στο πλακόστρωτο τον ακολουθούσε σε σταθερή απόσταση. Προσπέρασε τρέχοντας σπίτια και δρόμους, σοκάκια και άδειες αυλές. Ένιωθε να τον παρακολουθούν από παντού σκοτεινά παράθυρα και ερημικά μπαλκόνια. Η σιγή τους δεν είχε πλέον καμία σχέση με τη γνώριμη, μελαγχολική ραθυμία. Τα ανοίγματα ήταν κενά μάτια και στόματα ανοιχτά σε μια σιωπηλή εισπνοή πριν από το τελικό ουρλιαχτό, μια εισπνοή που πάγωσε στο χρόνο…  όπου και αν βρισκόταν, ένιωθε την πόλη να τον παρακολουθεί βουβά περιμένοντας να συμβεί κάτι το αποτρόπαιο…

Σταμάτησε όταν του το επέβαλλε το σώμα του που δεν άντεχε άλλο. Η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του. Ένιωθε και τις δυο μεριές του κεφαλιού του να πονούν και να πάλλονται εναλλάξ. Ένα σφίξιμο αριστερά κάτω από τα πλευρά τον υποχρέωσε να κάμψει το κορμί του προσπαθώντας με κόπο να ανασάνει. Είδε το χνώτο του να βγαίνει λευκό και να διαλύεται στον παγωμένο αέρα. Ήταν ιδρωμένος και έτρεμε ολόκληρος. Ακατανίκητη περιέργεια τον έκανε να κοιτάξει πίσω ανήσυχα, περιμένοντας να αντικρίσει ξανά το σκυλί με τα λευκά, κατεστραμμένα μάτια. Όμως εκείνο δεν ήταν πια πουθενά…

Διαπίστωσε ότι είχε βρεθεί σε μια γειτονιά της πόλης που γνώριζε ελάχιστα. Πολυκατοικίες υψώνονταν γύρω του, αφορίζοντας μεταξύ τους σκονισμένα σοκάκια και πεζόδρομους. Ένιωθε τον όγκο των κτηρίων να γέρνει από πάνω του, ρίχνοντας παντού παχιές σκιές. Η σιγή από τα σκοτεινά παράθυρα, τις κλειστές εισόδους και τα κατεβασμένα στόρια απέπνεε μια φοβισμένη ανακούφιση. Η παγωμένη εισπνοή της πόλης δεν οδήγησε ποτέ στο ουρλιαχτό, αλλά εκτονώθηκε σε μια διστακτική εκπνοή…

Ένας νυσταγμένος ταξιτζής τον οδήγησε στο σπίτι του. Διαπίστωσε ότι η νυχτερινή του περιπλάνηση είχε διαρκέσει πολύ λιγότερο από όσο υπολόγιζε. Παρέμεναν περίπου δυο ώρες μέχρι να φύγει για τη δουλειά και ήταν εξουθενωμένος. Ξεντύθηκε, ξάπλωσε και ύστερα από λίγη ώρα κοιμόταν βαριά.

 

Ξύπνησε με την αίσθηση ενός ρυθμικού βόμβου, σαν ασθματικό λαχάνιασμα που ακουγόταν ανησυχητικά κοντά στα αυτιά του. Και όταν κοιμήθηκε ξανά ονειρεύτηκε δυο στιλπνά μάτια όλο ασπράδι να τον κοιτούν πλαισιωμένα σε ένα απέραντο μαύρο φόντο…

 

Η μέρα ξημέρωσε γκρίζα και θλιβερή. Από το παράθυρό του εισέβαλε το μουγκρητό της πόλης που διαμαρτυρόταν και άσθμαινε κάτω από το βάρος της καθημερινής ρουτίνας. Πλύθηκε και ετοίμασε ένα στοιχειώδες πρωινό που έδιωξε εν μέρει τη δύσοσμη πικρία από το στόμα του. Ντύθηκε, πήρε τα απαραίτητα, άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος

 

και αντίκρισε το σκυλί να τον περιμένει στο κατώφλι.

 

Στεκόταν στα πισινά του πόδια και περίμενε την πόρτα να ανοίξει. Με το που είδε το πλάσμα πάγωσε. Κάθε δύναμη και ζωτικότητα εγκατέλειψαν το σώμα του. Πάσχισε να κρατήσει τα γόνατα του σταθερά να μη λυγίσουν. Κατακλίστηκε με τη βεβαιότητα ότι έτσι και κατέρρεε στο κατώφλι αυτό θα ήταν το τέλος του. Στις λίγες στιγμές που μεσολάβησαν το σκυλί κρατούσε διαρκώς προσηλωμένα τα μάτια του στα δικά του σαν να ήθελε να επιβεβαιωθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που καταδίωκε. Έδωσε τέλος στη φριχτή αυτή συνάντηση κάνοντας μεταβολή και αρχίζοντας να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν από τον έκτο όροφο στο ισόγειο.

Εκείνος έκανε ένα μουδιασμένο βήμα μπροστά και έμεινε να παρακολουθεί αποσβολωμένος από την κουπαστή της γυριστής σκάλας. Έχασε τη φιγούρα από το οπτικό του πεδίο αφότου είχε κατέβει δυο περίπου ορόφους. Μετά έγινε ένα με το σκοτάδι των διαδρόμων της πολυκατοικίας. Για λίγη ώρα ακόμα, άκουγε τα νύχια του να κροταλίζουν το δάπεδο… και μετά επικράτησε σιγή.

Του πήρε λίγη ακόμα ώρα για να συνέρθει από το ξάφνιασμα και να καταλαγιάσει το τρέμουλο στα χέρια του. Προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί. Με μια μηχανική κίνηση κάλεσε τον ανελκυστήρα. Το μηχάνημα γρύλισε ισορροπώντας πάνω σε κλειδώσεις από τροχαλίες και τένοντες από συρματόσχοινο. Κατέβηκε με θόρυβο χτυπώντας στα τοιχώματα του φρεατίου και τελικά τον μετέφερε στην κίνηση και την πολυκοσμία της πόλης.

Πάτησε γερά στο πεζοδρόμιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και η δυσοσμία της πόλης γέμισε τα πνευμόνια του. Φόρεσε το σκληρό, απροσπέλαστο προσωπείο και τα μαύρα γυαλιά του. Το συννεφιασμένο πρωινό δεν προδιάθετε για γυαλιά ηλίου. Ήταν όμως μέρος της καθημερινής μεταμφίεσης. Μέσα από το σκούρο γυαλί η πόλη φαινόταν πιο απόμακρη. Λιγότερο αποκρουστική. Θύμιζε αμυδρά τη σαγήνη που φορούσε τη νύχτα και αποποιούταν κάθε ξημέρωμα.

 Για άλλη μια φορά, όπως και κάθε μέρα, διέσχισε βιαστικά τη λαοθάλασσα που άφριζε και λυσσομανούσε στον ισοπεδωτικό ρυθμό που υπαγόρευαν η ρουτίνα της πόλης, το κυνήγι του χρήματος, της καριέρας, των ανούσιων όσο και μάταιων υποχρεώσεων. Εκείνος κινούταν προσεκτικά, αποφεύγοντας το άγγιγμα του όχλου και όταν αυτό ήταν αναπόφευκτο προσπαθούσε να μην κάνει φανερό τον αποτροπιασμό του. Παρόλα αυτά, ήταν φορές που δε μπορούσε να μην αισθάνεται σαν μέρος αυτής της πεζής μάζας που βιαζόταν, μοχθούσε και ξεπούλαγε τα όνειρά της σε καθημερινή βάση. Και αυτή η σκέψη τον τρόμαζε περισσότερο από κάθε τι…

 

κάποια στιγμή του φάνηκε ότι διέκρινε φευγαλέα με την άκρη του ματιού του μια καρβουνιασμένη ισχνή σιλουέτα να κινείται χαμηλά ανάμεσα στο πλήθος

 

Άργησε στη δουλειά του. Άκουσε τις παρατηρήσεις του προϊστάμενού του με προσποιητή μεταμέλεια και ψέλλισε μια τυπική δικαιολογία. Διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε τίποτα από όλα όσα άκουγε και έλεγε. Η μέρα στο γραφείο κυλούσε πάντα αργά και βαριεστημένα. Όλα ήταν σημαδεμένα με τη μελανή στάμπα του χρόνου που σπαταλιέται, που κυλάει άσκοπα και χάνεται από τη ζωή των ανθρώπων για πάντα. Σήμερα όμως, η μέρα δεν έμελλε να είναι όπως όλες οι άλλες…

            Οι ώρες κυλούσαν με βασανιστικά αργό ρυθμό. Η αγωνία του ήταν απερίγραπτη. Η ανασφάλεια και η αίσθηση της ανημπορίας που του  προκαλούσαν εκείνα τα κατεστραμμένα μάτια έγιναν μέσα του πληγές που πλήθαιναν και εξαπλωνόταν. Με όλο του το είναι βίωνε μέσα του την εποπτεία μιας κακόβουλης νόησης. Πίσω από κάθε πρόσωπο, μέσα σε αθέατες γωνιές, περίμενε με τρόμο να διακρίνει τις δίδυμες αποκρουστικές λάμψεις που τον παρέλυαν. Κάποιες φορές, η αίσθηση ήταν τόσο έντονη που έκανε το δέρμα στο πίσω μέρος του λαιμού του να ανατριχιάζει, να γίνεται κολλώδες και παγωμένο.

Ποτέ όμως δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Κάθε φορά που παρατηρούσε προσεκτικότερα η απειλητική παρουσία μετατρεπόταν σε λανθασμένη εντύπωση. Οι μαύρες σιλουέτες στο χώρο αποδεικνυόταν τυχαία ευρήματα, παιχνίδια των σκιών και προβολές τους σε διάφορες επιφάνειες. Στις σκοτεινές γωνιές, πίσω από τους τοίχους, τις πόρτες και τα έπιπλα του γραφείου δεν υπήρχε τίποτα πέρα από τα αναμενόμενα όταν τα παρατηρούσε ξανά με περισσότερη ψυχραιμία. Κάθε φορά που κρατούσε την αναπνοή του φοβισμένα για να ακούσει καλύτερα, το ασθματικό λαχάνιασμα μετατρεπόταν σε σκόρπιους ήχους από το βουητό της πόλης.

Κάθε φορά την ανακούφισή του θα διαδεχόταν ένα νέος φόβος, μια καινούρια τρομερή υποψία ότι κάτι τον παρακολουθεί. Το μαρτύριο αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι που από ένα σημείο και μετά δεν άντεξε άλλο. Με πολύ κόπο κατάφερε να βρει μια δικαιολογία για να φύγει νωρίτερα από τη δουλειά. Άκουσε και άλλη επίπληξη από τον προϊστάμενό λόγω της απαράδεκτης συμπεριφοράς του. Δεν είχε ακόμα μεσημεριάσει όμως ήταν σίγουρος ότι αν έμενε λίγο ακόμα θα κατέρρεε. Τα νεύρα του θα έσπαγαν, θα ξεσπούσε σε άναρθρες κραυγές ανάμεσα στους υπόλοιπους εργαζόμενους. Ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ντρεπόταν αφάνταστα, όμως ο φόβος υπερέβαινε κάθε του συστολή.

Περπατώντας γοργά χάθηκε μέσα στο πλήθος. Λεπτός ανεξέλεγκτος τρόμος είχε κυριεύσει τα χέρια του και προσπάθησε να τον κρύψει βάζοντάς τα βαθιά στις τσέπες του. Κρατούσε με επιμονή το κεφάλι του σκυμμένο και το βλέμμα προσηλωμένο στο πεζοδρόμιο. Έτρεμε να κοιτάξει τριγύρω. Αν μέσα στο πλήθος, κρυμμένο σε κάποια λεπτομέρεια της πόλης ξανάβλεπε το σκυλί, ακόμα και αν αυτό αποδεικνυόταν εκ των υστέρων ότι ήταν άλλη μια λαθεμένη εντύπωση, δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε. Από μνήμης, χωρίς να κοιτάζει πού πηγαίνει βρήκε το δρόμο για το σπίτι του. Κλείδωσε την πόρτα, κατέβασε τα στόρια και έκλεισε τα παράθυρα. Σωριάστηκε στο κρεβάτι και κρύφτηκε κάτω από τις κουβέρτες. Έφερε τα γόνατα στο στήθος και τύλιξε τα χέρια του γύρω τους. Σε λίγη ώρα κοιμόταν βαθιά.

Ξύπνησε μέσα σε σκοτάδι. Πέταξε τα σκεπάσματα και άνοιξε το φως. Απασφάλισε τα στόρια. Είχε νυχτώσει. Οι ήχοι και οι οσμές του ήσυχου βραδιού πλημμύρισαν το μικρό διαμέρισμα. Του θύμισαν την δική του ιδιαίτερη ρουτίνα και αυτή η τόσο οικεία και αγαπημένη σκέψη τον γέμιζε ηρεμία και ανακούφιση. Έκανε τη φρίκη της μέρας να φαντάζει εκ των υστέρων πιο απόμακρη, λιγότερο αληθινή, σχεδόν εξωπραγματική. Το μυαλό του ήταν ξανά καθαρό και σκεφτόταν ήρεμα. Συνειδητοποίησε ότι ένιωθε καλά, ότι ήταν γεμάτος ζωντάνια και ενεργητικότητα, όπως κάθε φορά που προετοίμαζε τη βραδινή του βόλτα. Φόρεσε το παλτό του και άνοιξε την πόρτα. Χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Ήταν μια όμορφη και δροσερή νύχτα. Ο περίπατός του ήταν ανέμελος και άκρως αναζωογονητικός. Η πόλη είχε φορέσει τη βραδινή της φορεσιά και σήμερα ήταν σαγηνευτικότερη από ποτέ. Στην παλιά πλατεία οι μαντεμένιοι φανοστάτες σκορπούσαν απαλό φως που τον έκανε να νοσταλγεί εποχές και τόπους που δεν έζησε ποτέ. Στο λιμάνι η αργή κίνηση των νερών νανούριζε τις λιγοστές βάρκες. Οι λεπτομέρειες του ορίζοντα ήταν στεφανωμένες από τη φασματική ομίχλη που γεννούσαν η υγρασία και το φως του φεγγαριού. Και οι δυο μεριές του εμπορικού δρόμου βυθιζόταν στο σκοτάδι και στις παχιές σκιές που τυλίγονταν στις βιτρίνες και τις προθήκες των κλειστών καταστημάτων. Η άδεια λαϊκή αγορά μύριζε ψάρι, κρέας και φρέσκα λαχανικά.

Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ήξερε ότι είχε προβλήματα. Όμως μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Μπορούσε να ξαναβρεί την καλή του διάθεση, να βάλει τη ζωή του σε σωστή τροχιά. Θα μιλούσε σε έναν γιατρό, θα έκανε ότι του ζητούσε, θα έπαιρνε όποια φάρμακα του έδινε. Θα ήταν μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία, όμως θα έβρισκε τρόπο να χαρεί ξανά τη ζωή του. Ίσως, τότε να έβρισκε και έναν άνθρωπο που θα ήθελε να τη μοιραστεί μαζί του. Ήταν νέος, είχε την υγεία του και μια δουλειά που μπορεί να μην αγαπούσε, αλλά τον βοηθούσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις, πλήρωνε το νοίκι και έφερνε φαγητό στο τραπέζι του. Από την επόμενη κιόλας μέρα θα έκανε μια καινούρια αρχή. Και όλα θα πήγαιναν καλά.

Δίπλα του, μπροστά στη βιτρίνα ενός κλειστού καταστήματος, ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα παρέσυρε τα σκουπίδια του πεζοδρομίου σε μια κυκλική τροχιά, σχηματίζοντας έναν μικρό στρόβιλο.

 

Ο σκύλος έτρεχε προς το μέρος του.

 

Έτρεχε με το φριχτό κεφάλι τεντωμένο μπροστά και τα τυφλά του μάτια ορθάνοιχτα. Ο θώρακάς του τιναζόταν δεξιά και αριστερά και λαχάνιαζε σπρώχνοντας βίαια τον αέρα μέσα και έξω από τα ρουθούνια του. Εκείνος πάγωσε, ένιωσε τα μέλη του να παραλύουν για άλλη μια φορά και ήξερε ότι αυτό θα ήταν το τέλος του. Έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος για λίγες ατέλειωτες στιγμές την μαύρη σκιά να πλησιάζει…

 

Πριν τον φτάσουν τα δόντια του πλάσματος το πόδι του ελευθερώθηκε και διέγραψε μια ακανόνιστη τροχιά στον αέρα. Το σώμα του είχε αντιδράσει σε καθαρά αντανακλαστικό επίπεδο και προσπαθούσε να αντεπιτεθεί, να απωθήσει την απειλή. Όμως η κίνησή του ήταν υπερβολικά σπασμωδική και αδέξια για να έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Το πόδι του βρήκε μονάχα αέρα. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα πίσω χτυπώντας με την πλάτη και τους αγκώνες στο πλακόστρωτο.

Η αρχή όμως είχε γίνει. Το κάψιμο στα χέρια του, εκεί που το δέρμα είχε ανοίξει, τον έκανε να σκεφτεί με απρόσμενη διαύγεια. Είδε το πλάσμα να σαστίζει και για κλάσματα του δευτερολέπτου να ανακόπτει την πορεία του, ξαφνιασμένο από την αντίδραση του θηράματός του. Δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πεσμένος ακόμα, πισωπάτησε, κύλισε στο πλάι και έβαλε όλη του τη δύναμη στα χέρια και τα πόδια του. Νέα καψίματα και πόνοι προστέθηκαν σε αυτά που ήδη είχε, αλλά δεν επέτρεψε στο σώμα του να τα λάβει σοβαρά υπόψη. Αφήνοντας κόκκινους λεκέδες στα σημεία που είχαν ακουμπήσει οι γροθιές και τα γόνατά του, σηκώθηκε στα πόδια του. Άρχισε να τρέχει πριν καν σιγουρέψει το βήμα του, αφήνοντας το πλάσμα πίσω του. Σκόνταψε, είδε το πλακόστρωτο να τον πλησιάζει ξανά, έβαλε τις γροθιές του κάτω και έσπρωξε, αφήνοντας ένα βογγητό πόνου καθώς το δέρμα στις αρθρώσεις των δαχτύλων του σκίστηκε ακόμα περισσότερο. Όμως παρέμεινε όρθιος. Άκουσε νύχια να κροταλίζουν πίσω του και να πλησιάζουν γοργά. Έτρεξε όπως δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του.

Ένιωσε τη δροσιά της νύχτας πιο έντονη από ποτέ στο πρόσωπό του. Παράξενες, ημιτελείς, παράλογες σκέψεις εισέβαλαν στο μυαλό του. Σκέφτηκε για ξαφνικά ρεύματα αέρα που εμφανίζονται από το πουθενά σε νύχτες με άπνοια. Για μάτια τυφλά που όμως βλέπουν. Για τρομακτικές μαύρες φιγούρες που χάνονται κατά το δοκούν πίσω από αντικείμενα και μέσα σε γωνίες. Για πόλεις στοιχειωμένες που παρατηρούν τα πάντα τριγύρω και από ψηλά μέσα από πόρτες και παράθυρα. Συμπέρανε ότι δεν ήταν τελικά λάθος ο όχλος και το πανδαιμόνιο της καθημερινότητας. Ήταν η νύχτα που κοίμιζε τη λογική και γεννούσε τέρατα. Η μέρα και - σε υποσυνείδητο επίπεδο - όσοι περπατούσαν και μοχθούσαν σε αυτή, καταπιάνονταν σε μια τελετουργία που κρατούσε την πραγματικότητα πεζή, άσχημη μα ασφαλή. Που κρατούσε μακριά τη σκοτεινή, σαγηνευτική και τερατώδη πλευρά…

Το στρίγκλισμα των φρένων σταμάτησε τις σκέψεις του. Πήγε να γυρίσει, αλλά οι προβολείς τον τύφλωσαν. Ο προφυλακτήρας τσάκισε τα γόνατά του. Στροβιλιζόμενος εκτινάχτηκε πάνω στο καπό συνθλίβοντας το παρμπρίζ με το βάρος του. Κατρακύλησε στην οροφή του αυτοκινήτου και προσγειώθηκε στο οδόστρωμα σπάζοντας τον αυχένα του.

Μαζεύτηκαν ασθενοφόρα και περιπολικά. Οι λιγοστοί περαστικοί μίλησαν για τον νεαρό άντρα που έτρεχε πανικόβλητος στην πλατεία και όρμησε στο δρόμο χωρίς να σταθεί ούτε στιγμή να ελέγξει για διερχόμενα οχήματα. Κάποιος που δεν του έδωσαν και τόση σημασία είπε ότι ο νεαρός ψέλλιζε ασυναρτησίες και τρελά πράγματα, ενώ το πρόσωπό του είχε μετατραπεί σε μάσκα απερίγραπτου τρόμου, σαν να τον καταδίωκε κάτι που φοβόταν θανάσιμα. Πάντως όλοι συμφώνησαν ότι ο άντρας ήταν απολύτως μόνος του στις τελευταίες στιγμές πριν το ατύχημα και ότι δεν υπήρχε τίποτα και κανένας άλλος κοντά του.

Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα από όλα αυτά. Μια θολή ουτοπία, μια φαντασμαγορία από ανεξήγητα χρώματα που αδυνατούσε να κατανοήσει ανοίχτηκε μπροστά του. Μέσα από τις αποχρώσεις και τις σκιές που αλληλεπιδρούσαν με παράλογους, ανησυχητικούς τρόπους, ξεκινούσαν μονοπάτια που περνούσαν μέσα από αμέτρητες αψίδες, πόρτες και παράθυρα. Ένιωσε μικρός, μηδαμινός, χαμένος. Ο μαύρος σκύλος τον προσπέρασε διαλέγοντας με σιγουριά ένα μονοπάτι ανάμεσα στο χάος. Γύρισε και τον κοίταξε για τελευταία φορά και μετά συνέχισε στο δρόμο που είχε ξεκινήσει.

Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ένα θραύσμα από το νόημα που είχαν όλα όσα είχε ζήσει, αρκετό ώστε να ξέρει τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει. Προχώρησε στο μονοπάτι ακολουθώντας τη φιγούρα που προπορευόταν. 

ΨΥΧΟΠΟΜΠΟΣ (αυθεντικό).doc

Link to comment
Share on other sites

Θα σχολιάσω πρώτος :)

 

Υπάρχει ένας μύθος στις ΗΠΑ απ' ότι ξέρω μεταξύ των οδηγών νταλικών ότι το μαύρο σκυλί στο δρόμο είναι οιωνός θανάτου. Γενικά υπάρχουν διάφορα τέτοια για τα μαύρα σκυλιά στην Δύση. Κι εδώ η ιστορία δεν πάει πίσω. Πρώτα όμως θέλω να σχολιάσω τον καλό και σταθερό ρυθμό που έχεις στις προτάσεις σου. Δεν ξέρω αν το έχεις προσέξει, αλλά αρκετές προτάσεις σου είναι ίσες χωρισμένες συνήθως με ένα κόμμα ή ένα και. Αλλά όμως υπάρχουν διαλείμματα μικρών προτάσεων ανάμεσα σε αυτές τις προτάσεις. Έτσι δίνεις έναν καλό σταθερό και σίγουρο ρυθμό. Όμως σε σχέση με το προηγούμενο διήγημά σου νομίζω ότι έχει περισσότερες σκέψεις / περιγραφές απ΄όσο θα ήθελα κάνοντάς το κάπως λίγο δύσκολο να παρακολουθήσω παρόλο που είναι πολύ όμορφα γραμμένο. Μαντεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή αργεί να γίνει κάτι. (*edited: ίσως φταίει και ότι έχεις πολλά επίθετα) Το τέλος επιτυχημένο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος πιστεύω να τελειώσει η ιστορία. Συνέχισε να ανεβάζεις κι άλλες ιστορίες!

Edited by Διγέλαδος
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Υπάρχει ένας μύθος στις ΗΠΑ απ' ότι ξέρω μεταξύ των οδηγών νταλικών ότι το μαύρο σκυλί στο δρόμο είναι οιωνός θανάτου. Γενικά υπάρχουν διάφορα τέτοια για τα μαύρα σκυλιά στην Δύση. Κι εδώ η ιστορία δεν πάει πίσω.

 

ακριβώς αυτό! αν και σε αυτή την ιστορία το σκυλί έχει ένα ρόλο αντίστοιχο σε αυτό που παραπέμπει ο τίτλος

 

Πρώτα όμως θέλω να σχολιάσω τον καλό και σταθερό ρυθμό που έχεις στις προτάσεις σου. Δεν ξέρω αν το έχεις προσέξει, αλλά αρκετές προτάσεις σου είναι ίσες χωρισμένες συνήθως με ένα κόμμα ή ένα και. Αλλά όμως υπάρχουν διαλείμματα μικρών προτάσεων ανάμεσα σε αυτές τις προτάσεις. Έτσι δίνεις έναν καλό σταθερό και σίγουρο ρυθμό.

 

ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια!

 

Όμως σε σχέση με το προηγούμενο διήγημά σου νομίζω ότι έχει περισσότερες σκέψεις / περιγραφές απ΄όσο θα ήθελα κάνοντάς το κάπως λίγο δύσκολο να παρακολουθήσω παρόλο που είναι πολύ όμορφα γραμμένο. Μαντεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή αργεί να γίνει κάτι. (*edited: ίσως φταίει και ότι έχεις πολλά επίθετα) Το τέλος επιτυχημένο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος πιστεύω να τελειώσει η ιστορία. Συνέχισε να ανεβάζεις κι άλλες ιστορίες!

 

όντως, είναι από τα παλιά κείμενα για αυτό και η σκιά του Χ.Φ.Λαβκραφτ (όσον αφορά το γλωσσικό κομμάτι) πέφτει βαριά πάνω του... υπάρχει και πιο σύντομη βερζιόν του, στις 2000 λέξεις και βγήκε 14ο στον περασμένο διαγωνισμό διηγήματος που είχαν διοργανώσει Ars Nocturna & Diavasame.gr

Link to comment
Share on other sites

  • 9 months later...

Δεν ηξερα αυτο τον μυθο. Μου αρεσε ο τροπος που κολλουσαν οι λεξεις μεταξυ τους. Το δε χτυπημα με το αμαξι και ο τροπος που αποδωθηκε ηταν τοσο αμεσος που το ενοιωσα σαν να το εβλεπα μπροστα μου.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..