nefertiti Posted November 9, 2013 Share Posted November 9, 2013 Όνομα Συγγραφέα: Κατερίνα ΓαλιτσίδουΕίδος: φαντασίαΒία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων:2735Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια:Αρχείο: XII- La Muerte Βρέθηκε στη μέση του κινητού θιάσου με τα κίτρινα λαμπιόνια να φέγγουν και τα χρωματιστά τριγωνικά σημαιάκια να ανεμίζουν σε σκοινιά κρεμασμένα από σκηνή σε σκηνή. Οι μουσικές και οι τυμπανοκρουσίες που συνόδευαν τα σκετς και τα ακροβατικά των αρλεκίνων, τα επιφωνήματα και τα χειροκροτήματα του κοινού, μετέτρεπαν τον επίπεδο χώρο σε πολύβουο μελίσσι. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, απορροφημένος από τα θεάματα και τις βόλτες των περαστικών, έφτασε περπατώντας μόνος του έξω από το ξύλινο δωματιάκι της «Μελλοντολογίας». Μόλις χτες ο Λουίτζι είχε ξαναβρεθεί στο περιοδεύον λούνα παρκ που είχε στρατοπεδεύσει για τη θερινή περίοδο στην ανατολική πλευρά της μικρής, βόρειας ιταλικής πόλης, με την παρέα του αυτή τη φορά. Αρνιόταν να περάσει το κατώφλι της ίδιας παράγκας για να μάθει τα μελλούμενα, παρ’ όλο που οι φίλοι του, ο Μάσιμο και ο Πιέτρο, τον έσπρωχναν γελώντας προς αυτό, επιμένοντας να μπουν μέσα μόνο και μόνο για να κάνουν χάζι την όμορφη τσιγγάνα. Ο Λουίτζι, που κορόϊδευε πάντα τις «μεταφυσικές ανησυχίες», ήταν αδύνατο να πείσει τον εαυτό του να μπει, έστω και με δικαιολογία ν’ απολαύσει τα κάλλη της «τσαχπίνας απατεώνισσας». Άνθρωπος ορθολογιστής και επιφανειακά ψυχρός, δε δεχόταν ούτε ακόμα την αφοσίωση της μάνας του στον καθολικισμό, πίστη συνυφασμένη με τη καθημερινή ζωή και παράδοση της πολιτείας από όπου προέρχονταν στην Μπάσα Ιτάλια (Κάτω Ιταλία). Από τα μεγάφωνα τώρα έπαιζε μια τελευταία επιτυχία του Τζιάνι Μοράντι [1]: Νύχτα του Δεκαπενταύγουστου Ζεστή η παραλία Ζεστή η θάλασσα Κρύα όμως η καρδιά μου χωρίς εσένα. Νύχτα του Δεκαπενταύγουστου Η σκέψη μου γυρίζει σε σένα Ίσως ανάμεσα στα χέρια σου υπάρχει κάποιος άλλος…[2] Τα μελαγχολικά λόγια τον συνεπήραν και κοντοστάθηκε λίγο πριν το κατώφλι της εισόδου κοιτάζοντας αφηρημένα ψηλά. Ένα μαύρο κεντητό μαντήλι με χρυσό περίγραμμα και θέμα μια αιθέρια γυναικεία μορφή με μαύρα, σγουρά, μακριά μαλλιά παραδομένη σε ένα εφιαλτικό πνεύμα, κοσμούσε την ξύλινη πόρτα πάνω από το άνοιγμα της. Κάτω δεξιά υπήρχε ένας γλόμπος που έβγαζε αχνό γαλάζιο φως. Ένα βήμα ακόμα και θα βρισκόταν μέσα στο μικρό δωμάτιο. Έσπρωξε σαν υπνωτισμένος την πόρτα και μπήκε μέσα έχοντας την αίσθηση πως ένα αόρατο χέρι τον οδηγεί μαλακά. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, στρογγυλό και γεμάτο με άσπρα λιωμένα κεριά στο κέντρο του, κάποια αναμμένα, κάποια όχι. Πίσω από αυτά η τσιγγάνα- μελλοντολόγος κοιτούσε ερευνητικά το νέο εισβολέα. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν πυκνά σε μπούκλες στους γυμνούς της ώμους, που άφηναν ακάλυπτους το ρηχτό άσπρο της φουστάνι. Παραδόξως, το φουστάνι της ήταν κατάλευκο σαν νύφης, και όχι εμπριμέ όπως συνήθιζαν να φορούν οι τσιγγάνες. Τα μαύρα μάτια της βαμμένα με μαύρο μολύβι στα κάτω βλέφαρα, συνέχιζαν να τον κοιτάζουν ερευνητικά, και τα έντονα κοκκινοβαμμένα της χείλη σαν κάτι να ψέλλισαν στην προσπάθειά της να αναγνωρίσει τι ψάχνει ο νέος της επισκέπτης. Αμέσως μετά είπε με μια ήπια φωνή: «Καθίστε παρακαλώ», και έδειξε τη μοναδική άδεια καρέκλα απέναντι από τη δικιά της θέση στο τραπέζι. Ο Λουίτζι σαν χαμένος υπάκουσε, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε αντικριστά της χωρίς να θέλει να χάσει επαφή με τα μάτια της. Παρέμεινε ακίνητος για λίγο. Κάποια στιγμή γύρισε αμήχανα να κοιτάξει το χώρο. Η μόνη διακόσμηση που υπήρχε στην μικρή τετράγωνη παράγκα ήταν πλουμιστά μαντήλια με φλουριά κρεμασμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε έναν σπάγκο που περιέτρεχε το ταβάνι γύρω γύρω. Ο Λουίτζι αισθανόταν ανεξήγητα χαλαρωτικά, σαν ο αέρας που ανάσαινε να ήταν ελαφρύς και διαφορετικός από τον χώρο εκτός του δωματίου. Μετά από ολιγόλεπτη σιωπή ο Λουίτζι είπε: «Θέλω να μου ρίξεις τα χαρτιά». Η τσιγγάνα χαμογέλασε διστακτικά και απάντησε: «Μόνο τα ταρώ λέω». «Ωραία, αυτά τότε», απάντησε κοφτά με ξέπνοη φωνή ο Λουίτζι. «Τη μεγάλη ή τη μικρή αρκάνα θες να σου διαβάσω αφέντη μου;», ρώτησε η τσιγγάνα. «Όποια να ‘ναι, ό,τι είναι πιο γρήγορο να τελειώνω», απάντησε νευρικά ο Λουίτζι συνειδητοποιώντας πού βρίσκεται. Ο τόνος στη φωνή της τσιγγάνας γλύκανε για να τον καλοπιάσει και συνέχισε: «Εντάξει αφέντη μου, θα σου πω τη μεγάλη αρκάνα που είναι για τώρα. Θα μαντέψω αυτή τη στιγμή πως είναι η ζωή σου». Ο Λουίτζι δεν απάντησε, μόνο ξεφύσηξε νευρικά, θυμωμένος με τον εαυτό του που αφέθηκε να κάνει κάτι που σίγουρα θα μετάνιωνε, καθώς πάντα κατέκρινε και γελοιοποιούσε όσους πιστεύουν σε αυτές τις απατηλές μεθόδους. Η όμορφη τσιγγάνα ένιωσε την ταραχή του και συνέχισε λέγοντας: «Ηρέμησε αφέντη μου. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για σένα. Ανακάτεψε σε παρακαλώ», τέντωσε το μελαμψό καλλίγραμμο της χέρι και έβαλε τις κάρτες της μεγάλης αρκάνας μέσα στη χούφτα του Λουίτζι. Ο Λουίτζι ανακάτευε μηχανικά νιώθοντας αμφίβολα παράξενα για το ίδιο το υλικό της μελλοντολογίας. Σαν να έπιανε κάλπικα χαρτονομίσματα. Αναρωτιόταν ενδόμυχα τι δουλειά είχε αυτός εκεί, αλλά οι σκέψεις του διακόπηκαν από το ενθαρρυντικό άγγιγμα της τσιγγάνας στο χέρι του. Ένα ρεύμα θέλξης και συγκατάβασης τον γέμισε ξαφνικά και οι κινήσεις του ‘γίναν πιο μαλακές και συντονισμένες, ώσπου η μελαχρινή οπτασία αφαίρεσε απαλά τις κάρτες μέσα από τα χέρια του. Ο Λουίτζι ξανακαρφώθηκε στο βαθύ μαύρο της βλέμμα και αναρωτήθηκε δυνατά: «Πόσο χρονών είσαι;» «Είκοσι τέσσερα, πριν ένα μήνα έκλεισα τα είκοσι τέσσερα», απάντησε αυτή. Ο Λουίτζι χάθηκε στις σκέψεις. Είκοσι τέσσερα ήταν η Βερονίκη όταν πρωτογνωριστήκαν. Ξεκίνησαν μαζί από τη Ρώμη γεμάτοι όνειρα να δουλέψουν στο εργοστάσιο σαπουνοποιΐας τούτης εδώ της πόλης, και να φτιάξουν τη ζωή τους. Πάνε εφτά χρόνια τώρα. Απότομα επανήλθε, η ιστορία αυτή έπρεπε να έχει τελειώσει μέσα του, έχουν περάσει τρείς μήνες που την χώρισε. Ξανακοίταξε την τσιγγάνα: «Πες μου!», την πρόσταξε. Η τσιγγάνα τοποθέτησε την πρώτη κάρτα αριστερά πάνω, τη δεύτερη αριστερά κάτω, την τρίτη δεξιά πάνω και την τέταρτη δεξιά κάτω, έτσι ώστε να δημιουργείται νοητά ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα, στις γωνίες του οποίου ήταν τοποθετημένες οι κάρτες. Μετά στράφηκε στον Λουίτζι και του είπε να επιλέξει την τελευταία κάρτα. «Γιατί εγώ;» αντέδρασε απότομα. «Γιατί το κάρμα σου το ορίζεις εσύ αφέντη μου», απάντησε η τσιγγάνα και τον κοίταξε μελιστάλαχτα. Ο Λουίτζι ένιωσε ξαφνικά τον πόθο του γι’ αυτήν να ανεβαίνει σαν κόμπος στο λαιμό και δοκίμασε κάτι να της πεί αλλά το έκοψε. Ξεροκατάπιε και απότομα επανήλθε σκεφτόμενος πως δεν είναι δυνατόν να ποθεί αυτήν την πλανεύτρα μάγισσα. Τράβηξε την κάρτα και η τσιγγάνα την έβαλε στη μέση του ορθογωνίου και είπε: «Ωραία, ξεκινάμε». Ο Λουίτζι έριξε μια κλεφτή ματιά στα αναποδογυρισμένα χαρτιά. Ήταν κιτρινισμένα και φθαρμένα από το χρόνο και η πίσω τους όψη ήταν γεμάτη με μικρά γραμμικά, γεωμετρικά σχήματα, κόκκινα, μαύρα και χρυσά που το ένα χάνονταν μέσα στο άλλο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του βάθους στο ξεθωριασμένο μπεζ φόντο. Απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα του για να μην γίνει αντιληπτό ότι δίνει σημασία σε αυτά τα σαχλά μέσα πρόβλεψης του μέλλοντος. Κομμάτια ψευτοχαρτί ήταν, τίποτα άλλο, το ‘λεγε και το ξανάλεγε μέσα του, ώσπου ένιωσε πάλι να μαλακώνει και γύρεψε τα μάτια της τσιγγάνας. Στο μεταξύ αυτή είχε ήδη αναποδογυρίσει την πρώτη κάρτα και μελετούσε απορροφημένη: «Αυτή η κάρτα είσαι εσύ. Ο Μάγος…», έβγαλε μια άχνα θαυμασμού και συνέχισε, «Μυαλό έξυπνο, πρωτοποριακό, με πηγές ισχύος από τα γεννοφάσκια του. Όλα μπορείς να τα μεταμορφώσεις και να τα φέρεις στα μέτρα σου. Το πνεύμα σου τρέχει πέρα από την εποχή σου, πίσω και μπροστά, και ξέρει όλη τη γνώση που “έγραψε” την ιστορία του ανθρώπου.» «Μάλιστα.», είπε δύσπιστα ο Λουίτζι. Η μελλοντολόγος συνέχισε: «Εφευρετικός αλλά βασισμένος μόνο στις δικές σου δυνάμεις. Αυτό το χαρτί να ξέρεις δηλώνει και απομόνωση από τον κόσμο. Ξένος μέσα στην ίδια σου την κοινωνία. Η τρομερή σου ικανότητα και ευφυΐα σου δίνει προσωπικά κέρδη, όμως αδιαφορείς για το γενικό καλό και το μοίρασμα της ενέργειάς σου. Ζείς για σένα και μόνο γι’ αυτό. Θα πας μπροστά αλλά πρόσεχε..» «Τι να προσέξω δηλαδή;», ρώτησε γελώντας ειρωνικά εκείνος. «Τίποτα…εε…. θα δούμε παρακάτω.», μαζεύτηκε η τσιγγάνα απαντώντας σχεδόν ψιθυρίζοντας. Στη συνέχεια ανασήκωσε την δεύτερη κάρτα που βρίσκονταν κάτω αριστερά, κάτω από την πρώτη. Το πρόσωπό της έλαμψε από ευχαρίστηση και ηδονή: «Ο Κόσμος!», αναφώνησε, «Ο κόσμος όλος, τύχη μεγάλη!» «Δε σε καταλαβαίνω.», απάντησε υπεροπτικά εκείνος καθώς ο εγωισμός του άγγιζε γνώριμα ύψη, μετά την ερμηνεία της πρώτης κάρτας. «Εσύ και αυτή μαζί. Η απόλυτη ένωση, δηλαδή ο κόσμος όλος!», επανέλαβε φωναχτά η τσιγγάνα. «Ποιά αυτή;», απόρησε ο Λουίτζι. « Η γυναίκα σου. Το άλλο μισό της ύλης σου και της ψυχής σου, που μαζί δημιουργείτε τον κόσμο όλο.», η μαυρομάτα μάντισσα διέκοψε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, θέλοντας να διώξει μακριά τη δυσπιστία του. Συνέχισε γλυκά με τη χρωματιστή φωνή της: «Εσύ και αυτή μαζί μπορείτε να κάνετε θαύματα, να κατακτήσετε όλη τη σοφία του κόσμου τούτου. Πως γίνεται να μην το ένιωσες αυτό που σου λέω ότι σου συμβαίνει, που είναι της μοίρας σου το γραφτό και η μεγάλη σου τύχη;» «Δεν υπάρχει αυτή πια.», την διέκοψε σκληρά ο Λουίτζι. Η τσιγγάνα γούρλωσε τα μάτια και ξεδίπλωσε την τρίτη κάρτα. «Υπάρχει, υπάρχει!», ξέσπασε χαρούμενη από ανακούφιση καθώς την επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της κάρτας, η μαγευτική φιγούρα της Αρχιιέρειας. « Η Αρχιιέρεια! Αυτή είναι. Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής σου, το φώς και το σκοτάδι, αυτή που ελέγχει απόλυτα την ψυχή και το πνεύμα σου.». Συνέχισε ενθουσιασμένη: «Θα σε καθοδηγεί για πάντα στον ανώτερό σου εαυτό, θα ικανοποιεί τα βαθιά σου θέλω, και συ θα εξαπλώνεσαι, εσύ και τα όνειρά σου μαζί. Θα νιώσει ο κόσμος τις ιδέες σου, θα γίνουν αποδεκτά τα έργα σου, θα πιάσεις την απόλυτη κορυφή. Θα νιώσεις τον έρωτα και την αγάπη σε όλες τις γκάμες των συναισθημάτων, σκοτεινές και λαμπρές. Αυτή σε οδηγεί…» Η μελαμψή μελλοντολόγος συνέχισε το παραλλήρημά της και ο Λουίτζι έτρεξε με τη μνήμη του στην εικόνα της Βερονίκης. Νοστάλγησε τις όμορφες στιγμές, τις ατελείωτες βόλτες στην εξοχή κάθε που είχαν ρεπό, την έμπνευση που του προκαλούσε η παρουσία της. Σαν ο χρόνος και ο χώρος να είχε παγώσει σε εκείνες τις μετέωρες στιγμές του απόλυτου έρωτα. Ήταν αλήθεια πως τα πράγματα και οι καταστάσεις άλλαζαν υπόσταση με την δική της σύμπνοια και καθοδήγηση. Όλα άλλαζαν μορφή, γίνονταν πιο ρευστά, μέσα από το πρίσμα της ύπαρξής της στη ζωή του. Η φωνή της τσιγγάνας έγινε τώρα πιο σοβαρή και μπάσα διακόπτοντας τις αναμνήσεις του Λουίτζι: «Πρόσεξε σε παρακαλώ μην την χάσεις. Είναι δύσκολο στοίχημα. Η Αρχιιέρεια θέλει να της αποδώσεις σεβασμό και υποταγή, και θα σου φανερώσει όλα τα μυστήρια και τη γνώση του κόσμου, την έμπνευση που γεννά η φύση και η ίδια η ζωή. Θα σου δώσει ό,τι δε φαντάζεσαι και ό,τι διαφορετικά δε θα μπορούσες να αποκτήσεις.» Τα μάτια του Λουίτζι άστραψαν κάτω από το φως των κεριών, ένιωσε έναν αέρα φωτεινό να τυλίγει το κορμί του και ήταν σαν η Αρχιιέρεια που περιγραφόταν στην κάρτα να ήταν η ίδια η τσιγγάνα. Τα γόνατά του κοπήκαν και η ανάσα του δυσκόλεψε. Ο πόθος που τον κυρίεψε αυτή τη φορά ήταν ακατανίκητος και ήθελε να φιλήσει με ορμή τα κατακόκκινα χείλη που εξιστορούσαν το παρόν και το μέλλον του. Έλιωνε μέσα στο βλέμμα της. Τα μαλλιά της, τα μαύρα της μάτια ήταν δικά του. Αυτή ήταν η Αρχιιέρεια, θα ανακάλυπτε γι’ αυτόν το φώς και το σκοτάδι. Έκανε μια απροσδιόριστη κίνηση με το πρόσωπό του προς αυτήν και πάνω από τις φλόγες των κεριών , όμως η λάμψη του ενθουσιασμού της είχε σβήσει καθώς στο μεσοδιάστημα αποκάλυψε την τέταρτη κάρτα. Εκείνη έκλεισε απότομα τα μάτια της και βυθίστηκε, τινάζοντας το πρόσωπό της πίσω και προς την πλάτη της καρέκλας. Ο Λουίτζι κοκάλωσε και για λίγες στιγμές προσπάθησε να καταλάβει γιατί την έχασε μέσα από την αγκαλιά του, γιατί δεν την φίλησε. Η τσιγγάνα άρχιζε να ψιθυρίζει με κλειστά μάτια: «Κάποτε ήσασταν μαζί ξανά, μα την πρόδωσες γιατί; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν βλέπω, αχ!», παραμιλούσε ενώ ο Λουίτζι την άκουγε αποσβολωμένος. Αυτή συνέχισε: «Ο Πύργος, το πάθος για εξουσία, αυτό είναι… η καταστροφή!» «Πώς;», ρώτησε απορημένα εκείνος. Η τσιγγάνα συνέχισε να μιλάει με σφαλιστά βλέφαρα λες και έβλεπε όνειρο: «Το 1845 στο Σαν Φρανσίσκο, επτά χρόνια σου χάρισε απλόχερα όλη τη γνώση, σε καθοδήγησε. Γιατί τα γκρέμισες όλα;» «Τι είναι αυτά που λες;», ρώτησε έξαλλος ο Λουίτζι, «Άσε τις αερολογίες, σήμερα έχουμε 1966. Είπες θα μιλήσεις για το τώρα.» Η τσιγγάνα συνέχισε ξεσπώντας σε κλάμματα: «Σ’ αγαπούσε πολύ η γυναίκα σου τότε. Ήταν η γυναίκα σου τότε, το ξέχασες; Σου ‘μαθε όλα τα μυστικά της φύσης και του νέου ανεξερεύνητου κόσμου. Ο Πύργος, ο Πύργος…νόμισες ότι θα τα καταφέρεις μόνος σου…όμως αυτή σου έδωσε τη γνώση, τα περάσματα σου έδειξε όπου χρυσίζει ο ήλιος όταν δύει, σ’ αγκάλιασε και ας ήρθες από αλλού. Γιατί την πρόδωσες; Γιατί της στέρησες τον σεβασμό και θέλησες να την εξουσιάσεις; Επειδή άνηκε στους αυτόχθονες; Αφού αυτή ήταν το φώς σου στο νέο σου ξεκίνημα, αυτή στήριζε το εγώ σου. Φοβήθηκες. Δεν άντεξες την κατακραυγή του δειλού πλήθους που το τυφλώνει η εξουσία. Γιατί δεν της απέδωσες τιμή και τότε και τώρα πάλι; Σου ‘δωσε και άλλη ευκαιρία, ξαναήρθε να σε βοηθήσει, να σου προσφέρει την αγάπη της. Και τότε και τώρα, γιατί;», συνέχισε να κλαίει και παράλληλα να τρέμει ολόκληρη από την ενόρασή της : «Θα την προδώσεις ξανά. Ο Πύργος, η ίδια η καταστροφή, γιατί;» Στο μεταξύ ο Λουίτζι είχε σηκωθεί όρθιος και από τα νεύρα του χτυπούσε τις παλάμες του στο τραπέζι τραντάζοντάς το και προκαλώντας θόρυβο. Η τσιγγάνα δεν συνερχόταν από το ντελίριο. «Γιατί το έκανες αυτό; Και τότε και τώρα και μετά; Πεσ ‘μου γιατί δεν άντεξες και πήγες μακρυά από την ευτυχία σου.». Ο Λουίτζι την αρπάξε μεμιάς άγρια από τους γυμνούς της ώμους και την ταρακούνησε δυνατά για να συνέλθει, φωνάζοντάς της: «Πάψε, πάψε, μ’ ακούς;» Η τσιγγάνα άνοιξε τα μάτια της, καθώς μαύρα ρυάκια χώριζαν το πρόσωπό της σε μία απόκοσμη έκφραση. Απάγγειλε ψυχρά και τα λόγια της μοιάζουν με καταχθόνια βοή: «Το τελευταίο χαρτί για σένα είναι ο Θάνατος. Μακρυά από Αυτήν εσύ και το πνεύμα σου πεθαίνει.» Ο Λουίτζι με μια σαρωτική χειρονομία άδειασε το τραπέζι από τα κεριά και άνοιξε σπασμωδικά και ανυπόμονα το μεσαίο χαρτί. Μια αιθέρια γυναικεία μορφή με μαύρα, σγουρά, μακριά μαλλιά παραδίδονταν σε ένα εφιαλτικό πνεύμα που την οδηγούσε στη μαύρη άβυσσο. Πάνω δεξιά διαγράφονταν με κόκκινα ξεθωριασμένα γράμματα : XII- La Muerte. Πέταξε την καρέκλα του κάτω, ενώ η ξύλινη παράγκα άρχιζε να φλέγεται από τα αναμμένα κεριά που είχαν χυθεί στο πάτωμα. Έφυγε τρέχοντας, αναφωνώντας βλαστήμιες καθώς η όμορφη τσιγγάνα έκλαιγε όρθια μαζεμένη σε μια γωνιά με ανοιχτά τα ολόμαυρά της μάτια. Το άσπρο της φουστάνι σερνόταν φλεγόμενο στο πάτωμα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά, τα χείλη της κατακκόκινα μισάνοιχτα να αναδύουν τον θρήνο. Σαν νύφη παραδομένη στις φλόγες ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Οκτώβριος 2012 Ο Πωλ πετάγεται ιδρωμένος από το μοναχικό πια διπλό του κρεβάτι. Τι άσχημο όνειρο! Στο ραδιόφωνο- ξυπνητήρι παίζει ένα ξεχασμένο τραγούδι- παλιά επιτυχία της δεκαετίας του ’60. Η φωνή είναι ανέλπιστα γνώριμη και ανήκει σε τραγουδιστή με τις χαρακτηριστικότερες παραγωγές εκείνης της εποχής: …Και καταλαβαίνω ότι σε αγαπώ κάθε μέρα περισσότερο αν και επαναλαμβάνω στον εαυτό μου ότι αγάπη δεν υπάρχει, είναι κάτι μεγαλύτερο αυτό που αισθάνομαι και δοκιμάζω αυτή τη νύχτα για σένα (θα το ‘νιωθες) αν θα ήσουν τώρα μαζί μου, (αν έμενες μαζί μου για πάντα)..[3] Αποξεχνιέται λίγο στην έντονα μελαγχολική μελωδία από τρομπέτα και βιολί. Η ώρα είναι 6.30. Στις 8.00 έχει μάθημα στη σχολή. Η γραφική πόλη της Βενετίας με τα κανάλια της ξεκουράζεται κάτω από το αχνό φως του ξημερώματος. Σκουντουφλώντας ως την κουζίνα για να ξεδιψάσει το στεγνό του στόμα, το βλέμμα του πέφτει στο σπασμένο κάδρο της Ρεββέκας. Μαύρα, σγουρά, πυκνά μαλλιά να πέφτουν στους γυμνούς της ώμους, σκούρο, βαθύ βλέμμα, και χείλη σαρκώδη κατακόκκινα βαμμένα. Αν και πάντα της έκανε παρατήρηση για τα κόκκινα κραγιόν ότι δεν της πήγαιναν, αυτή τα χρησιμοποιούσε μανιωδώς. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από ένα ρομαντικό δείπνο στην επέτειό τους πριν κάποια χρόνια. Έχει αποτυπωθεί τόσο έντονα εκείνη η βραδιά στο νου του. Η Ρεββέκα είχε έρθει ντυμένη στα κατάλευκα, αιθέρια και πανέμορφη. Μετά από εφτά χρόνια μαζί ο Πωλ της ζήτησε να χωρίσουν. Της είπε πως είχε κουραστεί και δεν την αγαπούσε πια, δεν τον γέμιζε. Φοιτούσαν μαζί, παιδιά ακόμα, στο ίδιο κολλέγιο και μετά έφυγαν οι δυο τους για να ακολουθήσουν τα όνειρά τους στη Βενετία σπουδάζοντας μουσική και καλές τέχνες. Ήθελαν να κατακτήσουν τον κόσμο μαζί. Να γίνουν καταξιωμένοι καλλιτέχνες. Πριν από τρείς μήνες η Ρεββέκα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε στην πατρίδα καταγωγής του πατέρα της. Το μόνο που της παράπεσε στην μετακόμιση ήταν η ραγισμένη κορνίζα. Ο Πωλ εστιάζει στην φωτογραφία, την παίρνει στα χέρια του και αρχίζει να κλαίει απελπισμένα καταμεσής του μισοάδειου διαμερίσματος. Ξέρει πως έχασε για πάντα τη Ρεββέκα. Αυτήν, και την έμπνευση της ζωής του… ΤΕΛΟΣ [1] Gianni Morandi, διάσημος Ιταλός τραγουδιστής της δεκαετίας του 1960. [2] “Notte di ferragosto, calda la spiaggia, e caldo il mare, freddo questo mio cuore senza te. Notte di ferragosto, il mio pensiero torna da te, forse tra le tue braccia, c’è lui, c’è lui…”, ελέυθερη μετάφραση από το ομώνυμο τραγούδι “Notte di ferragosto” του Gianni Morandi. [3] “E mi accorgo di amarti, ogni giorno di piu, anche se mi ripeto, che l’amore non c’è,…, non perche se ci fosse un amore cosi, come quello che provo, questa notte per te,…, tu saresti con me”, ελεύθερη μετάφραση από το ομώνυμο τραγούδι του Gianni Morandi, “Notte di ferragosto”, 1966. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vanessa Van Hault Posted November 10, 2013 Share Posted November 10, 2013 Μια λέξη μόνο: ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted November 10, 2013 Share Posted November 10, 2013 (edited) Πολύ έντονη και συναισθηματική ιστορία που έχει τα φώτα να αγγίξει ανθρώπους που θα ταυτιστούν με τον ήρωα ή την απούσα ηρωίδα. Το φανταστικό στοιχείο είναι διακριτικό.Η γραφή είναι πολύ ταιριαστή με το περιεχόμενο. Με παρέσυρε μέχρι το τέλος χωρίς να καταλάβω πότε τελείωσε. Περιμένω την επόμενη! Edited November 10, 2013 by Διγέλαδος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nefertiti Posted November 10, 2013 Author Share Posted November 10, 2013 Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nefertiti Posted November 17, 2013 Author Share Posted November 17, 2013 Όνομα Συγγραφέα: Κατερίνα Γαλιτσίδου Είδος: φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:2735 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Αρχείο: XIII- La Muerte Βρέθηκε στη μέση του κινητού θιάσου με τα κίτρινα λαμπιόνια να φέγγουν και τα χρωματιστά τριγωνικά σημαιάκια να ανεμίζουν σε σκοινιά κρεμασμένα από σκηνή σε σκηνή. Οι μουσικές και οι τυμπανοκρουσίες που συνόδευαν τα σκετς και τα ακροβατικά των αρλεκίνων, τα επιφωνήματα και τα χειροκροτήματα του κοινού, μετέτρεπαν τον επίπεδο χώρο σε πολύβουο μελίσσι. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, απορροφημένος από τα θεάματα και τις βόλτες των περαστικών, έφτασε περπατώντας μόνος του έξω από το ξύλινο δωματιάκι της «Μελλοντολογίας». Μόλις χτες ο Λουίτζι είχε ξαναβρεθεί στο περιοδεύον λούνα παρκ που είχε στρατοπεδεύσει για τη θερινή περίοδο στην ανατολική πλευρά της μικρής, βόρειας ιταλικής πόλης, με την παρέα του αυτή τη φορά. Αρνιόταν να περάσει το κατώφλι της ίδιας παράγκας για να μάθει τα μελλούμενα, παρ’ όλο που οι φίλοι του, ο Μάσιμο και ο Πιέτρο, τον έσπρωχναν γελώντας προς αυτό, επιμένοντας να μπουν μέσα μόνο και μόνο για να κάνουν χάζι την όμορφη τσιγγάνα. Ο Λουίτζι, που κορόϊδευε πάντα τις «μεταφυσικές ανησυχίες», ήταν αδύνατο να πείσει τον εαυτό του να μπει, έστω και με δικαιολογία ν’ απολαύσει τα κάλλη της «τσαχπίνας απατεώνισσας». Άνθρωπος ορθολογιστής και επιφανειακά ψυχρός, δε δεχόταν ούτε ακόμα την αφοσίωση της μάνας του στον καθολικισμό, πίστη συνυφασμένη με τη καθημερινή ζωή και παράδοση της πολιτείας από όπου προέρχονταν στην Μπάσα Ιτάλια (Κάτω Ιταλία). Από τα μεγάφωνα τώρα έπαιζε μια τελευταία επιτυχία του Τζιάνι Μοράντι [1]: Νύχτα του Δεκαπενταύγουστου Ζεστή η παραλία Ζεστή η θάλασσα Κρύα όμως η καρδιά μου χωρίς εσένα. Νύχτα του Δεκαπενταύγουστου Η σκέψη μου γυρίζει σε σένα Ίσως ανάμεσα στα χέρια σου υπάρχει κάποιος άλλος…[2] Τα μελαγχολικά λόγια τον συνεπήραν και κοντοστάθηκε λίγο πριν το κατώφλι της εισόδου κοιτάζοντας αφηρημένα ψηλά. Ένα μαύρο κεντητό μαντήλι με χρυσό περίγραμμα και θέμα μια αιθέρια γυναικεία μορφή με μαύρα, σγουρά, μακριά μαλλιά παραδομένη σε ένα εφιαλτικό πνεύμα, κοσμούσε την ξύλινη πόρτα πάνω από το άνοιγμα της. Κάτω δεξιά υπήρχε ένας γλόμπος που έβγαζε αχνό γαλάζιο φως. Ένα βήμα ακόμα και θα βρισκόταν μέσα στο μικρό δωμάτιο. Έσπρωξε σαν υπνωτισμένος την πόρτα και μπήκε μέσα έχοντας την αίσθηση πως ένα αόρατο χέρι τον οδηγεί μαλακά. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, στρογγυλό και γεμάτο με άσπρα λιωμένα κεριά στο κέντρο του, κάποια αναμμένα, κάποια όχι. Πίσω από αυτά η τσιγγάνα- μελλοντολόγος κοιτούσε ερευνητικά το νέο εισβολέα. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν πυκνά σε μπούκλες στους γυμνούς της ώμους, που άφηναν ακάλυπτους το ρηχτό άσπρο της φουστάνι. Παραδόξως, το φουστάνι της ήταν κατάλευκο σαν νύφης, και όχι εμπριμέ όπως συνήθιζαν να φορούν οι τσιγγάνες. Τα μαύρα μάτια της βαμμένα με μαύρο μολύβι στα κάτω βλέφαρα, συνέχιζαν να τον κοιτάζουν ερευνητικά, και τα έντονα κοκκινοβαμμένα της χείλη σαν κάτι να ψέλλισαν στην προσπάθειά της να αναγνωρίσει τι ψάχνει ο νέος της επισκέπτης. Αμέσως μετά είπε με μια ήπια φωνή: «Καθίστε παρακαλώ», και έδειξε τη μοναδική άδεια καρέκλα απέναντι από τη δικιά της θέση στο τραπέζι. Ο Λουίτζι σαν χαμένος υπάκουσε, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε αντικριστά της χωρίς να θέλει να χάσει επαφή με τα μάτια της. Παρέμεινε ακίνητος για λίγο. Κάποια στιγμή γύρισε αμήχανα να κοιτάξει το χώρο. Η μόνη διακόσμηση που υπήρχε στην μικρή τετράγωνη παράγκα ήταν πλουμιστά μαντήλια με φλουριά κρεμασμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε έναν σπάγκο που περιέτρεχε το ταβάνι γύρω γύρω. Ο Λουίτζι αισθανόταν ανεξήγητα χαλαρωτικά, σαν ο αέρας που ανάσαινε να ήταν ελαφρύς και διαφορετικός από τον χώρο εκτός του δωματίου. Μετά από ολιγόλεπτη σιωπή ο Λουίτζι είπε: «Θέλω να μου ρίξεις τα χαρτιά». Η τσιγγάνα χαμογέλασε διστακτικά και απάντησε: «Μόνο τα ταρώ λέω». «Ωραία, αυτά τότε», απάντησε κοφτά με ξέπνοη φωνή ο Λουίτζι. «Τη μεγάλη ή τη μικρή αρκάνα θες να σου διαβάσω αφέντη μου;», ρώτησε η τσιγγάνα. «Όποια να ‘ναι, ό,τι είναι πιο γρήγορο να τελειώνω», απάντησε νευρικά ο Λουίτζι συνειδητοποιώντας πού βρίσκεται. Ο τόνος στη φωνή της τσιγγάνας γλύκανε για να τον καλοπιάσει και συνέχισε: «Εντάξει αφέντη μου, θα σου πω τη μεγάλη αρκάνα που είναι για τώρα. Θα μαντέψω αυτή τη στιγμή πως είναι η ζωή σου». Ο Λουίτζι δεν απάντησε, μόνο ξεφύσηξε νευρικά, θυμωμένος με τον εαυτό του που αφέθηκε να κάνει κάτι που σίγουρα θα μετάνιωνε, καθώς πάντα κατέκρινε και γελοιοποιούσε όσους πιστεύουν σε αυτές τις απατηλές μεθόδους. Η όμορφη τσιγγάνα ένιωσε την ταραχή του και συνέχισε λέγοντας: «Ηρέμησε αφέντη μου. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για σένα. Ανακάτεψε σε παρακαλώ», τέντωσε το μελαμψό καλλίγραμμο της χέρι και έβαλε τις κάρτες της μεγάλης αρκάνας μέσα στη χούφτα του Λουίτζι. Ο Λουίτζι ανακάτευε μηχανικά νιώθοντας αμφίβολα παράξενα για το ίδιο το υλικό της μελλοντολογίας. Σαν να έπιανε κάλπικα χαρτονομίσματα. Αναρωτιόταν ενδόμυχα τι δουλειά είχε αυτός εκεί, αλλά οι σκέψεις του διακόπηκαν από το ενθαρρυντικό άγγιγμα της τσιγγάνας στο χέρι του. Ένα ρεύμα θέλξης και συγκατάβασης τον γέμισε ξαφνικά και οι κινήσεις του ‘γίναν πιο μαλακές και συντονισμένες, ώσπου η μελαχρινή οπτασία αφαίρεσε απαλά τις κάρτες μέσα από τα χέρια του. Ο Λουίτζι ξανακαρφώθηκε στο βαθύ μαύρο της βλέμμα και αναρωτήθηκε δυνατά: «Πόσο χρονών είσαι;» «Είκοσι τέσσερα, πριν ένα μήνα έκλεισα τα είκοσι τέσσερα», απάντησε αυτή. Ο Λουίτζι χάθηκε στις σκέψεις. Είκοσι τέσσερα ήταν η Βερονίκη όταν πρωτογνωριστήκαν. Ξεκίνησαν μαζί από τη Ρώμη γεμάτοι όνειρα να δουλέψουν στο εργοστάσιο σαπουνοποιΐας τούτης εδώ της πόλης, και να φτιάξουν τη ζωή τους. Πάνε εφτά χρόνια τώρα. Απότομα επανήλθε, η ιστορία αυτή έπρεπε να έχει τελειώσει μέσα του, έχουν περάσει τρείς μήνες που την χώρισε. Ξανακοίταξε την τσιγγάνα: «Πες μου!», την πρόσταξε. Η τσιγγάνα τοποθέτησε την πρώτη κάρτα αριστερά πάνω, τη δεύτερη αριστερά κάτω, την τρίτη δεξιά πάνω και την τέταρτη δεξιά κάτω, έτσι ώστε να δημιουργείται νοητά ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα, στις γωνίες του οποίου ήταν τοποθετημένες οι κάρτες. Μετά στράφηκε στον Λουίτζι και του είπε να επιλέξει την τελευταία κάρτα. «Γιατί εγώ;» αντέδρασε απότομα. «Γιατί το κάρμα σου το ορίζεις εσύ αφέντη μου», απάντησε η τσιγγάνα και τον κοίταξε μελιστάλαχτα. Ο Λουίτζι ένιωσε ξαφνικά τον πόθο του γι’ αυτήν να ανεβαίνει σαν κόμπος στο λαιμό και δοκίμασε κάτι να της πεί αλλά το έκοψε. Ξεροκατάπιε και απότομα επανήλθε σκεφτόμενος πως δεν είναι δυνατόν να ποθεί αυτήν την πλανεύτρα μάγισσα. Τράβηξε την κάρτα και η τσιγγάνα την έβαλε στη μέση του ορθογωνίου και είπε: «Ωραία, ξεκινάμε». Ο Λουίτζι έριξε μια κλεφτή ματιά στα αναποδογυρισμένα χαρτιά. Ήταν κιτρινισμένα και φθαρμένα από το χρόνο και η πίσω τους όψη ήταν γεμάτη με μικρά γραμμικά, γεωμετρικά σχήματα, κόκκινα, μαύρα και χρυσά που το ένα χάνονταν μέσα στο άλλο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του βάθους στο ξεθωριασμένο μπεζ φόντο. Απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα του για να μην γίνει αντιληπτό ότι δίνει σημασία σε αυτά τα σαχλά μέσα πρόβλεψης του μέλλοντος. Κομμάτια ψευτοχαρτί ήταν, τίποτα άλλο, το ‘λεγε και το ξανάλεγε μέσα του, ώσπου ένιωσε πάλι να μαλακώνει και γύρεψε τα μάτια της τσιγγάνας. Στο μεταξύ αυτή είχε ήδη αναποδογυρίσει την πρώτη κάρτα και μελετούσε απορροφημένη: «Αυτή η κάρτα είσαι εσύ. Ο Μάγος…», έβγαλε μια άχνα θαυμασμού και συνέχισε, «Μυαλό έξυπνο, πρωτοποριακό, με πηγές ισχύος από τα γεννοφάσκια του. Όλα μπορείς να τα μεταμορφώσεις και να τα φέρεις στα μέτρα σου. Το πνεύμα σου τρέχει πέρα από την εποχή σου, πίσω και μπροστά, και ξέρει όλη τη γνώση που “έγραψε” την ιστορία του ανθρώπου.» «Μάλιστα.», είπε δύσπιστα ο Λουίτζι. Η μελλοντολόγος συνέχισε: «Εφευρετικός αλλά βασισμένος μόνο στις δικές σου δυνάμεις. Αυτό το χαρτί να ξέρεις δηλώνει και απομόνωση από τον κόσμο. Ξένος μέσα στην ίδια σου την κοινωνία. Η τρομερή σου ικανότητα και ευφυΐα σου δίνει προσωπικά κέρδη, όμως αδιαφορείς για το γενικό καλό και το μοίρασμα της ενέργειάς σου. Ζείς για σένα και μόνο γι’ αυτό. Θα πας μπροστά αλλά πρόσεχε..» «Τι να προσέξω δηλαδή;», ρώτησε γελώντας ειρωνικά εκείνος. «Τίποτα…εε…. θα δούμε παρακάτω.», μαζεύτηκε η τσιγγάνα απαντώντας σχεδόν ψιθυρίζοντας. Στη συνέχεια ανασήκωσε την δεύτερη κάρτα που βρίσκονταν κάτω αριστερά, κάτω από την πρώτη. Το πρόσωπό της έλαμψε από ευχαρίστηση και ηδονή: «Ο Κόσμος!», αναφώνησε, «Ο κόσμος όλος, τύχη μεγάλη!» «Δε σε καταλαβαίνω.», απάντησε υπεροπτικά εκείνος καθώς ο εγωισμός του άγγιζε γνώριμα ύψη, μετά την ερμηνεία της πρώτης κάρτας. «Εσύ και αυτή μαζί. Η απόλυτη ένωση, δηλαδή ο κόσμος όλος!», επανέλαβε φωναχτά η τσιγγάνα. «Ποιά αυτή;», απόρησε ο Λουίτζι. « Η γυναίκα σου. Το άλλο μισό της ύλης σου και της ψυχής σου, που μαζί δημιουργείτε τον κόσμο όλο.», η μαυρομάτα μάντισσα διέκοψε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, θέλοντας να διώξει μακριά τη δυσπιστία του. Συνέχισε γλυκά με τη χρωματιστή φωνή της: «Εσύ και αυτή μαζί μπορείτε να κάνετε θαύματα, να κατακτήσετε όλη τη σοφία του κόσμου τούτου. Πως γίνεται να μην το ένιωσες αυτό που σου λέω ότι σου συμβαίνει, που είναι της μοίρας σου το γραφτό και η μεγάλη σου τύχη;» «Δεν υπάρχει αυτή πια.», την διέκοψε σκληρά ο Λουίτζι. Η τσιγγάνα γούρλωσε τα μάτια και ξεδίπλωσε την τρίτη κάρτα. «Υπάρχει, υπάρχει!», ξέσπασε χαρούμενη από ανακούφιση καθώς την επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της κάρτας, η μαγευτική φιγούρα της Αρχιιέρειας. « Η Αρχιιέρεια! Αυτή είναι. Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής σου, το φώς και το σκοτάδι, αυτή που ελέγχει απόλυτα την ψυχή και το πνεύμα σου.». Συνέχισε ενθουσιασμένη: «Θα σε καθοδηγεί για πάντα στον ανώτερό σου εαυτό, θα ικανοποιεί τα βαθιά σου θέλω, και συ θα εξαπλώνεσαι, εσύ και τα όνειρά σου μαζί. Θα νιώσει ο κόσμος τις ιδέες σου, θα γίνουν αποδεκτά τα έργα σου, θα πιάσεις την απόλυτη κορυφή. Θα νιώσεις τον έρωτα και την αγάπη σε όλες τις γκάμες των συναισθημάτων, σκοτεινές και λαμπρές. Αυτή σε οδηγεί…» Η μελαμψή μελλοντολόγος συνέχισε το παραλλήρημά της και ο Λουίτζι έτρεξε με τη μνήμη του στην εικόνα της Βερονίκης. Νοστάλγησε τις όμορφες στιγμές, τις ατελείωτες βόλτες στην εξοχή κάθε που είχαν ρεπό, την έμπνευση που του προκαλούσε η παρουσία της. Σαν ο χρόνος και ο χώρος να είχε παγώσει σε εκείνες τις μετέωρες στιγμές του απόλυτου έρωτα. Ήταν αλήθεια πως τα πράγματα και οι καταστάσεις άλλαζαν υπόσταση με την δική της σύμπνοια και καθοδήγηση. Όλα άλλαζαν μορφή, γίνονταν πιο ρευστά, μέσα από το πρίσμα της ύπαρξής της στη ζωή του. Η φωνή της τσιγγάνας έγινε τώρα πιο σοβαρή και μπάσα διακόπτοντας τις αναμνήσεις του Λουίτζι: «Πρόσεξε σε παρακαλώ μην την χάσεις. Είναι δύσκολο στοίχημα. Η Αρχιιέρεια θέλει να της αποδώσεις σεβασμό και υποταγή, και θα σου φανερώσει όλα τα μυστήρια και τη γνώση του κόσμου, την έμπνευση που γεννά η φύση και η ίδια η ζωή. Θα σου δώσει ό,τι δε φαντάζεσαι και ό,τι διαφορετικά δε θα μπορούσες να αποκτήσεις.» Τα μάτια του Λουίτζι άστραψαν κάτω από το φως των κεριών, ένιωσε έναν αέρα φωτεινό να τυλίγει το κορμί του και ήταν σαν η Αρχιιέρεια που περιγραφόταν στην κάρτα να ήταν η ίδια η τσιγγάνα. Τα γόνατά του κοπήκαν και η ανάσα του δυσκόλεψε. Ο πόθος που τον κυρίεψε αυτή τη φορά ήταν ακατανίκητος και ήθελε να φιλήσει με ορμή τα κατακόκκινα χείλη που εξιστορούσαν το παρόν και το μέλλον του. Έλιωνε μέσα στο βλέμμα της. Τα μαλλιά της, τα μαύρα της μάτια ήταν δικά του. Αυτή ήταν η Αρχιιέρεια, θα ανακάλυπτε γι’ αυτόν το φώς και το σκοτάδι. Έκανε μια απροσδιόριστη κίνηση με το πρόσωπό του προς αυτήν και πάνω από τις φλόγες των κεριών , όμως η λάμψη του ενθουσιασμού της είχε σβήσει καθώς στο μεσοδιάστημα αποκάλυψε την τέταρτη κάρτα. Εκείνη έκλεισε απότομα τα μάτια της και βυθίστηκε, τινάζοντας το πρόσωπό της πίσω και προς την πλάτη της καρέκλας. Ο Λουίτζι κοκάλωσε και για λίγες στιγμές προσπάθησε να καταλάβει γιατί την έχασε μέσα από την αγκαλιά του, γιατί δεν την φίλησε. Η τσιγγάνα άρχιζε να ψιθυρίζει με κλειστά μάτια: «Κάποτε ήσασταν μαζί ξανά, μα την πρόδωσες γιατί; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν βλέπω, αχ!», παραμιλούσε ενώ ο Λουίτζι την άκουγε αποσβολωμένος. Αυτή συνέχισε: «Ο Πύργος, το πάθος για εξουσία, αυτό είναι… η καταστροφή!» «Πώς;», ρώτησε απορημένα εκείνος. Η τσιγγάνα συνέχισε να μιλάει με σφαλιστά βλέφαρα λες και έβλεπε όνειρο: «Το 1845 στο Σαν Φρανσίσκο, επτά χρόνια σου χάρισε απλόχερα όλη τη γνώση, σε καθοδήγησε. Γιατί τα γκρέμισες όλα;» «Τι είναι αυτά που λες;», ρώτησε έξαλλος ο Λουίτζι, «Άσε τις αερολογίες, σήμερα έχουμε 1966. Είπες θα μιλήσεις για το τώρα.» Η τσιγγάνα συνέχισε ξεσπώντας σε κλάμματα: «Σ’ αγαπούσε πολύ η γυναίκα σου τότε. Ήταν η γυναίκα σου τότε, το ξέχασες; Σου ‘μαθε όλα τα μυστικά της φύσης και του νέου ανεξερεύνητου κόσμου. Ο Πύργος, ο Πύργος…νόμισες ότι θα τα καταφέρεις μόνος σου…όμως αυτή σου έδωσε τη γνώση, τα περάσματα σου έδειξε όπου χρυσίζει ο ήλιος όταν δύει, σ’ αγκάλιασε και ας ήρθες από αλλού. Γιατί την πρόδωσες; Γιατί της στέρησες τον σεβασμό και θέλησες να την εξουσιάσεις; Επειδή άνηκε στους αυτόχθονες; Αφού αυτή ήταν το φώς σου στο νέο σου ξεκίνημα, αυτή στήριζε το εγώ σου. Φοβήθηκες. Δεν άντεξες την κατακραυγή του δειλού πλήθους που το τυφλώνει η εξουσία. Γιατί δεν της απέδωσες τιμή και τότε και τώρα πάλι; Σου ‘δωσε και άλλη ευκαιρία, ξαναήρθε να σε βοηθήσει, να σου προσφέρει την αγάπη της. Και τότε και τώρα, γιατί;», συνέχισε να κλαίει και παράλληλα να τρέμει ολόκληρη από την ενόρασή της : «Θα την προδώσεις ξανά. Ο Πύργος, η ίδια η καταστροφή, γιατί;» Στο μεταξύ ο Λουίτζι είχε σηκωθεί όρθιος και από τα νεύρα του χτυπούσε τις παλάμες του στο τραπέζι τραντάζοντάς το και προκαλώντας θόρυβο. Η τσιγγάνα δεν συνερχόταν από το ντελίριο. «Γιατί το έκανες αυτό; Και τότε και τώρα και μετά; Πεσ ‘μου γιατί δεν άντεξες και πήγες μακρυά από την ευτυχία σου.». Ο Λουίτζι την αρπάξε μεμιάς άγρια από τους γυμνούς της ώμους και την ταρακούνησε δυνατά για να συνέλθει, φωνάζοντάς της: «Πάψε, πάψε, μ’ ακούς;» Η τσιγγάνα άνοιξε τα μάτια της, καθώς μαύρα ρυάκια χώριζαν το πρόσωπό της σε μία απόκοσμη έκφραση. Απάγγειλε ψυχρά και τα λόγια της μοιάζουν με καταχθόνια βοή: «Το τελευταίο χαρτί για σένα είναι ο Θάνατος. Μακρυά από Αυτήν εσύ και το πνεύμα σου πεθαίνει.» Ο Λουίτζι με μια σαρωτική χειρονομία άδειασε το τραπέζι από τα κεριά και άνοιξε σπασμωδικά και ανυπόμονα το μεσαίο χαρτί. Μια αιθέρια γυναικεία μορφή με μαύρα, σγουρά, μακριά μαλλιά παραδίδονταν σε ένα εφιαλτικό πνεύμα που την οδηγούσε στη μαύρη άβυσσο. Πάνω δεξιά διαγράφονταν με κόκκινα ξεθωριασμένα γράμματα : XIII- La Muerte. Πέταξε την καρέκλα του κάτω, ενώ η ξύλινη παράγκα άρχιζε να φλέγεται από τα αναμμένα κεριά που είχαν χυθεί στο πάτωμα. Έφυγε τρέχοντας, αναφωνώντας βλαστήμιες καθώς η όμορφη τσιγγάνα έκλαιγε όρθια μαζεμένη σε μια γωνιά με ανοιχτά τα ολόμαυρά της μάτια. Το άσπρο της φουστάνι σερνόταν φλεγόμενο στο πάτωμα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά, τα χείλη της κατακκόκινα μισάνοιχτα να αναδύουν τον θρήνο. Σαν νύφη παραδομένη στις φλόγες ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Οκτώβριος 2012 Ο Πωλ πετάγεται ιδρωμένος από το μοναχικό πια διπλό του κρεβάτι. Τι άσχημο όνειρο! Στο ραδιόφωνο- ξυπνητήρι παίζει ένα ξεχασμένο τραγούδι- παλιά επιτυχία της δεκαετίας του ’60. Η φωνή είναι ανέλπιστα γνώριμη και ανήκει σε τραγουδιστή με τις χαρακτηριστικότερες παραγωγές εκείνης της εποχής: …Και καταλαβαίνω ότι σε αγαπώ κάθε μέρα περισσότερο αν και επαναλαμβάνω στον εαυτό μου ότι αγάπη δεν υπάρχει, είναι κάτι μεγαλύτερο αυτό που αισθάνομαι και δοκιμάζω αυτή τη νύχτα για σένα (θα το ‘νιωθες) αν θα ήσουν τώρα μαζί μου, (αν έμενες μαζί μου για πάντα)..[3] Αποξεχνιέται λίγο στην έντονα μελαγχολική μελωδία από τρομπέτα και βιολί. Η ώρα είναι 6.30. Στις 8.00 έχει μάθημα στη σχολή. Η γραφική πόλη της Βενετίας με τα κανάλια της ξεκουράζεται κάτω από το αχνό φως του ξημερώματος. Σκουντουφλώντας ως την κουζίνα για να ξεδιψάσει το στεγνό του στόμα, το βλέμμα του πέφτει στο σπασμένο κάδρο της Ρεββέκας. Μαύρα, σγουρά, πυκνά μαλλιά να πέφτουν στους γυμνούς της ώμους, σκούρο, βαθύ βλέμμα, και χείλη σαρκώδη κατακόκκινα βαμμένα. Αν και πάντα της έκανε παρατήρηση για τα κόκκινα κραγιόν ότι δεν της πήγαιναν, αυτή τα χρησιμοποιούσε μανιωδώς. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από ένα ρομαντικό δείπνο στην επέτειό τους πριν κάποια χρόνια. Έχει αποτυπωθεί τόσο έντονα εκείνη η βραδιά στο νου του. Η Ρεββέκα είχε έρθει ντυμένη στα κατάλευκα, αιθέρια και πανέμορφη. Μετά από εφτά χρόνια μαζί ο Πωλ της ζήτησε να χωρίσουν. Της είπε πως είχε κουραστεί και δεν την αγαπούσε πια, δεν τον γέμιζε. Φοιτούσαν μαζί, παιδιά ακόμα, στο ίδιο κολλέγιο και μετά έφυγαν οι δυο τους για να ακολουθήσουν τα όνειρά τους στη Βενετία σπουδάζοντας μουσική και καλές τέχνες. Ήθελαν να κατακτήσουν τον κόσμο μαζί. Να γίνουν καταξιωμένοι καλλιτέχνες. Πριν από τρείς μήνες η Ρεββέκα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε στην πατρίδα καταγωγής του πατέρα της. Το μόνο που της παράπεσε στην μετακόμιση ήταν η ραγισμένη κορνίζα. Ο Πωλ εστιάζει στην φωτογραφία, την παίρνει στα χέρια του και αρχίζει να κλαίει απελπισμένα καταμεσής του μισοάδειου διαμερίσματος. Ξέρει πως έχασε για πάντα τη Ρεββέκα. Αυτήν, και την έμπνευση της ζωής του… ΤΕΛΟΣ [1] Gianni Morandi, διάσημος Ιταλός τραγουδιστής της δεκαετίας του 1960. [2] “Notte di ferragosto, calda la spiaggia, e caldo il mare, freddo questo mio cuore senza te. Notte di ferragosto, il mio pensiero torna da te, forse tra le tue braccia, c’è lui, c’è lui…”, ελέυθερη μετάφραση από το ομώνυμο τραγούδι “Notte di ferragosto” του Gianni Morandi. [3] “E mi accorgo di amarti, ogni giorno di piu, anche se mi ripeto, che l’amore non c’è,…, non perche se ci fosse un amore cosi, come quello che provo, questa notte per te,…, tu saresti con me”, ελεύθερη μετάφραση από το ομώνυμο τραγούδι του Gianni Morandi, “Notte di ferragosto”, 1966. Διόρθωση- παράλειψη: Το σωστό είναι XIII-La Muerte, Ο Θάνατος στα ταρώ είναι η κάρτα νούμερο 13. Ζητώ συγγνώμη για το λάθος. Ευτυχώς γιατί είναι ο αγαπημένος μου αριθμός! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted September 23, 2015 Share Posted September 23, 2015 Εξαιρετικό δείγμα γραφής και όμορφη μελαγχολική ιστορία. Αν και δεν πιστεύω σε αστρολόγους, μελλοντολογους, ζώδια και τέτοια από πάντα με γοήτευσαν οι κάρτες ταρώ και μόλις ένα μήνα πριν έγραψα κι εγώ μια ιστορία όπου τις χρησιμοποιώ και χαίρομαι που διάβασα ακόμα μια. Ή μόνη μου ένσταση το λίγο απότομο τέλος που μου χάλασε την όλη μυστηριακή ατμόσφαιρα που εχτισες αλλά γενικά ικανοποιήθηκαν με το παραπάνω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.