Elli Sketo Posted November 30, 2013 Share Posted November 30, 2013 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Έλλη Είδος: Φαντασία Τρόμου (;) Βία: Λιγουλάκι Σεξ: Όχι Αριθμός Λέξεων: 2,767 (μία-μία τις μέτρησα) Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Αυτή είναι η συμμετοχή μου στις Αλλόκοτες περιπτύξεις #1. Οι επιλογές μου είναι: Άγρια Δύση Πρώην ντίβα του μόντελινγκ με μαγικές ικανότητες Οι κακοί πάντα θριαμβεύουν Καλή επιτυχία στους υπόλοιπους and may the best witch win! לִוְיָתָן Ο καπνός που μαζευόταν στην ψηλή οροφή της Διψασμένης Σαύρας θύμιζε ομίχλη. Κοιτούσε τα σχήματα που στροβιλίζονταν γύρω από τη βαριά λάμπα πετρελαίου που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους καθώς ξεφυσούσε τον καπνό από το τσιγάρο του και προσπαθούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοικτά, μέχρι το τσούξιμο να τον κάνει να τα κλείσει. Ένας γδούπος και φωνές από το δωμάτιο πίσω από τη σκηνή τον επανέφερε στη πραγματικότητα και έσυρε αργά το βλέμμα του προς τη μικρή πόρτα που οδηγούσε στα παρασκήνια. Το χερούλι γύρισε και η πόρτα άνοιξε ελάχιστα. Φωνές. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Και άλλες φωνές. Πράγματα που σπάνε. Φωνές. Η πόρτα άνοιξε με δύναμη και ξεχύθηκε από μέσα της μια γυναίκα, ψηλή, με ρούχα που έκοβαν την ανάσα και ένα υπερβολικό καπέλο γεμάτο φτερά και κεντήματα. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα μαζί με το καπέλο της αλλά τρίχες εξείχαν προς όλες τις κατευθύνσεις και ταραζόντουσαν μαζί με τις απότομες κινήσεις της γυναίκας. Από μακριά, ο Σταν μπορούσε να δει το πρόσωπό της να συσπάται από οργή και εκνευρισμό. «ΘΑ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟ, ΓΟΥΡΟΥΝΙ!» φώναξε στο δωμάτιο που βρισκόταν πίσω από τα παρασκήνια καθώς έκλεινε τη πόρτα πίσω της με δύναμη, ακριβώς πριν κάτι σπάσει πάνω της από την άλλη μεριά. Η γυναίκα γύρισε απότομα και όλο το σαλούν κράτησε την αναπνοή του. Κανένας δεν μιλούσε. Οι άντρες είχαν σταματήσει να παίζουν χαρτιά, στο μπαρ κανένας δεν άγγιζε τα ποτά του και ο αδύνατος νεαρός με το ταλαιπωρημένο κουστούμι που καθόταν στο παλιό πιάνο στην άλλη άκρη της σκηνής μάζεψε τα χέρια του από τα πλήκτρα και τα ακούμπησε πάνω στο παντελόνι του νευρικά. Ο Σταν ξεφύσηξε τον καπνό που κρατούσε στα πνευμόνια του αργά και μετρημένα, σα θήραμα που δε τολμά να τραβήξει τη προσοχή του λιονταριού που κρύβεται πίσω από τα ψηλά χόρτα. Η γυναίκα έκανε μια σπασμωδική κίνηση με το αριστερό της χέρι. Η αγριεμένη χάρη των κινήσεών της τράβηξε ξανά τα σκούρα μάτια του Σταν πάνω της. Ακολούθησαν τη κίνηση του χεριού της και το φαντάστηκε να τινάζετε κάτω από το λευκό γάντι γυμνό. «ΤΙ ΚΟΙΤΑΤΕ ΟΛΟΙ ΣΑ ΖΩΑ;» Στρίγκλισε ξανά, κάνοντας τις φαντασιώσεις του Σταν να ραγίσουν και να γκρεμιστούν βίαια. Μερικοί γύρισαν πίσω στα χαρτιά τους, μουρμουρίζοντας κάτω από τα μουστάκια τους, αλλά οι περισσότεροι απλά απέστρεψαν το βλέμμα τους ή κατέβασαν το καπέλο τους αμήχανα. Η Γυναίκα άρχισε να περπατά προς το μπαρ και τα βήματα της ακουγόντουσαν στο σαλούν σα βροντές χωρίς βροχή. Ο Σταν χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε τις ακριβές, κόκκινες μπότες που φορούσε καθώς πλησίαζε. Η φούστα της τελείωνε μερικά εκατοστά πάνω από τον αστράγαλό της, αφήνοντας να φανεί το περίπλοκο χρυσό κέντημα πάνω σε κάθε μπότα. Το ύφασμα της φούστας θύμιζε έργο τέχνης που ταλαντευόταν πάνω από τις μπότες και λικνιζόταν στις διαθέσεις της κυράς της. Δε τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του παραπάνω όταν σταμάτησε μερικά μέτρα δίπλα του. Απλά άγγιξε ότι είχε απομείνει από το τσιγάρο του και το έσβησε στο γεμάτο τασάκι που είχε μπροστά του. Η πόρτα από όπου είχε βγει η γυναίκα άνοιξε ξανά και ένας κοντόχοντρος άντρας ανέβηκε στη σκηνή. Έδειχνε αναψοκοκκινισμένος, ενώ στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μαντίλι με το οποίο που και που σκούπιζε τη ματωμένη του μύτη. Ο Σταν παρατήρησε το εξίσου υπερβολικό του ντύσιμο με τη γυναίκα η οποία καθόταν δίπλα του στο μπαρ και στερεώθηκε στον αγκώνα του εστιάζοντας τη προσοχή του πάνω στον κοντό ανθρωπάκο πάνω στη σκηνή. Μέσα του ήταν ευγνώμων που είχε κάτι άλλο με το οποίο μπορούσε να απασχολήσει το βλέμμα του, καθώς η παρουσία της γυναίκας – δυναμίτη μερικά μέτρα πιο κει τον έκανε να ιδρώνει από το άγχος του. Ο άντρας ταλαντεύτηκε πάνω στις καφετιές μπότες με τα ψεύτικα σπιρούνια και καθάρισε το λαιμό του. Έμοιαζε με κοντό βαρέλι γεμάτο μπύρα έτοιμο να πέσει από τη σκηνή στις πρώτες θέσεις. Σήκωσε το καπέλο του, σκούπισε τη γυαλιστερή του καράφλα με το αιματοβαμμένο μαντίλι και το έχωσε αδέξια στη μπροστινή τσέπη του ακριβού του γιλέκου. «Σήμερα στη Διψασμένη Σαύρα το σόου θα σας καθηλώσει,» είπε τραυλίζοντας. Η Γυναίκα δίπλα από τον Σταν έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας που έμοιαζε με μούγκρισμα αγριεμένου βίσωνα. Ο χοντρός άντρας σκούπισε ξανά το μέτωπό του αλλά αυτή τη φορά η φωνή του βγήκε πιο σταθερή. «Παρακαλώ, καλωσορίστε στη σκηνή τη καλύτερη τραγουδίστρια της Άγριας Δύσης και μη ξεχνάτε, οι μπύρες και το ουίσκι μετά τη δύση του ήλιου κοστίζουν 10 σεντ λιγότερα!» Ένα – δύο άντρες σήκωσαν τα ποτήρια τους ενθουσιασμένοι φωνάζοντας αλλά η γυναίκα γύρισε και τους κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα που τους πέταξε πίσω στις καρέκλες τους σα πιστολιά από περίστροφο. Ο άντρας την κοίταξε και αναστέναξε εκνευρισμένος. Άνοιξε το στόμα του για να προσθέσει κάτι αλλά το έκλεισε και έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς το μπαρ. Ο Σταν μπορούσε να δει τα σαγόνια του να συσπώνται από τη δύναμη που κατέβαλε ώστε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Τελικά απλά μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και κατέβηκε από τη σκηνή, προς μεγάλη δυσαρέστηση του Σταν χωρίς να πέσει σα βαρέλι γεμάτο μπύρα πάνω στο πρώτο τραπέζι. Για μια στιγμή το σύμπαν έμοιαζε να έχει παγώσει ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα και ο Σταν φοβήθηκε πως είχε τη χειρότερη θέση σε ολόκληρο το σαλούν. Ο άντρας μόρφασε και έστρεψε το βλέμμα του στο νεαρό που καθόταν στο πιάνο, με τα χέρια του ακόμη ακουμπισμένα πάνω στα πόδια του το κεφάλι σκυμμένο. «Τι περιμένεις Γουώλτ;» μούγκρισε και το αγόρι τινάχτηκε, κοίταξε γύρω του σα να ήταν έκπληκτος που ζει ακόμη και άρχισε να παίζει ένα απαλό κομμάτι. Οι βαριές κουρτίνες ανέβηκαν και οι θαμώνες της Διψασμένης Σαύρας έστρεψαν τη προσοχή τους στη σκηνή. Ο Σταν άλλαξε θέση όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Η παρουσία της γυναίκας δίπλα του τον έκανε να νιώθει πως στέκετε δίπλα σε έναν ανεμοστρόβιλο. Έναν καθηλωτικά επικίνδυνο ανεμοστρόβιλο. Έπιασε το ποτήρι με το ουίσκι του και το σήκωσε στο ύψος της σκηνής, έτσι ώστε να τη βλέπει πίσω από το χρυσό υγρό μέσα στο ποτήρι του. Μια φιγούρα στεκόταν στη σκηνή, απλή αλλά αιθέρια. Ήπιε μια γουλιά και άνοιξε τα μάτια του, όταν την άκουσε να τραγουδά. Όλη η ένταση που υπήρχε μέσα στο σαλούν έμοιαζε να κάθετε βαριά στο πάτωμα, να σέρνετε και να χύνεται από τις ρωγμές στις σανίδες. Η φωνή της κοπέλας έδιωχνε κάθε συναίσθημα και έμοιαζε να καταπίνει κάθε βλέμμα. Το τραγούδι της άφηνε πίσω μόνο μια βαριά μελαγχολία και ένα σφίξιμο – μια αγωνία για το τι θα συμβεί όταν τελειώσει. Ο Σταν έβγαλε το καπέλο του και τράβηξε με δυσκολία το βλέμμα του από τη κοπέλα στη σκηνή για να στρίψει ένα τσιγάρο. Τότε παρατήρησε τη γυναίκα δίπλα του, τα μαύρα της μάτια σκοτεινά σα νύχτα χωρίς φεγγάρι. Ο νεαρός ένιωθε να πνίγεται και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του πριν της χαμογελάσει αμήχανα. Η γυναίκα παρέμεινε ανέκφραστη. «Λύβια,» συστήθηκε. Ο Σταν ανασήκωσε το καπέλο του και χαμογέλασε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Δε θα με κεράσεις;» τον ρώτησε με μια φωνή που πρόδιδε απαίτηση και παράκληση ταυτόχρονα. Σήκωσε το χέρι του στον μεγαλόσωμο άντρα που καθόταν πίσω από τον πάγκο, σκουπίζοντας ένα μεγάλο ποτήρι μπύρας. Τους πλησίασε με δύο βαριά βήματα και κοίταξε τον καουμπόι βαριεστημένα. «Ακούω,» βρυχήθηκε, κατιτί ενοχλημένος. Ο Σταν άνοιξε το στόμα του αλλά η γυναίκα τον έκοψε με τη τραχιά φωνή της. «Ένα σκέτο Άντριου,» είπε και έριξε μια ματιά στο άδειο ποτήρι του Σταν. «Και ένα ακόμη από ότι πίνει ο φίλος μου.» Το πρόσωπό της που φωτιζόταν από το τρεμάμενο φως της λάμπας πετρελαίου, ήταν ένα περίεργο μείγμα από βαθιές γραμμές αλλά και γλυκά χαρακτηριστικά που κρύβονταν πίσω από μια επικίνδυνη επιθετικότητα. Ο Σταν δε μπορούσε να αποφασίσει αν την έβρισκε όμορφη ή απλά τρομακτική. Το τραγούδι έσβησε γλυκά και μερικά χειροκροτήματα διέσχισαν την ησυχία. Η Λύβια πήρε τον καπνό από τα χέρια του. Το άγγιγμά της ήταν τόσο παγωμένο που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν. «Θλιβερό;» είπε κάνοντας ένα νεύμα προς την κοπέλα που στεκόταν στη σκηνή και τραγουδούσε με τα μάτια κλειστά, σα να προσεύχεται. Ο Σταν γύρισε και την κοίταξε σα μαγεμένος. Ήταν ένα τέλειο πλάσμα από κάθε άποψη. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε, επιστρέφοντας τη προσοχή του στη γυναίκα δίπλα του. Του έδωσε πίσω τον καπνό και τον κοίταξε με το τσιγάρο στο στόμα, περιμένοντας να της προσφέρει φωτιά. Της άναψε ένα σπίρτο και η Λύβια πλησίασε, με το τσιγάρο στο στόμα. Τα μάτια της πίσω από την αδύναμη φλόγα έμοιαζαν με δύο κηλίδες από την άβυσσο που τον κάρφωναν στα ίσια. Η γυναίκα τράβηξε μια ρουφηξιά και ξεφύσησε τον καπνό πάνω στον Σταν, σβήνοντας το σπίρτο. «Επειδή είναι θλιβερό,» συνέχισε. «Αυτό το κορίτσι δε ξέρει τι το περιμένει.» Ο Άντριου ακούμπησε ένα ποτήρι μπροστά από τη γυναίκα. «Τι την περιμένει;» ρώτησε ο Σταν περίεργος. Μέσα του είχε φωλιάσει μια ακατανίκητη έλξη για το κορίτσι πάνω στη σκηνή και ένιωθε την ανάγκη να το υπερασπιστεί. Η γυναίκα ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και τον ακούμπησε στο πρόσωπο. «Πώς σε λένε, όμορφε;» Το άγγιγμά της τον καθήλωσε. Ένιωθε πως αν του ζητούσε να βάλει το περίστροφό του στο στόμα του και να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, θα το έκανε ευχαρίστως. Τα δάχτυλά της ψηλάφισαν την άκρη του σαγονιού του, αφήνοντας πίσω τους την παγωμένη αίσθηση του θανάτου τόσο έντονα, που τον έκαιγε. «Στάνλεϋ, κυρία,» ψιθύρισε και δάγκωσε τη στεγνή του γλώσσα. «Στάνλεϋ,» επανέλαβε η γυναίκα μα τα χείλη της κουνήθηκαν ανεπαίσθητα. Η τραχιά φωνή της αντηχούσε σα καμπάνα στο μυαλό του, αλλά όλοι οι υπόλοιποι ήχοι που έφταναν στα αφτιά του έμοιαζαν σα να έρχονται από πολύ μακριά. Ένιωθε σα να είχε βυθιστεί στο ατελείωτο, πηχτό, μαύρο υγρό που χυνόταν από τα μάτια της και πάλευε να μη πνιγεί. Με το χέρι της τράβηξε μια χρυσή αλυσίδα από το λαιμό της και χάιδεψε στην άκρη της ένα περίεργο μενταγιόν. «Αυτή η κοπέλα…» Η τραγουδίστρια… Η όψη της όμορφης νέας πάνω στη σκηνή εμφανίστηκε στο μυαλό του, μέσα σε ένα απλό, λευκό φόρεμα. Τα μάτια του Σταν είχαν κολλήσει στο χρυσό μενταγιόν με το περίεργο σχήμα και τις πολλές γωνίες που ψηλάφιζε το χέρι απέναντι του. Στο κέντρο του κρατούσε ένα μαύρο πετράδι, φυλακισμένο γύρω από το χρυσάφι αλλά και τα δάχτυλα της γυναίκας. Ο κόσμος γύρω του είχε χαθεί, σα να ρουφούσε όλο το φως αυτή η απόκοσμη πέτρα. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το πετράδι και το μόνο που άκουγε ήταν η μυστήρια φωνή της γυναίκας απέναντι του, που του θύμιζε κράξιμο κορακιού. «Όταν φύγει από εδώ...» Όταν φύγει από τη Διψασμένη Σαύρα… Περπατούσε αέρινα αλλά βιαστικά στο σκοτεινό δρόμο της πόλης, ρίχνοντας βιαστικές ματιές πάνω από τον ώμο της. Τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν σαν χιλιάδες χέρια που τον καλούσαν να τα αγγίξει. «Θα πεθάνει…» Πρέπει να πεθάνει! Πίσω από τη μικρή εκκλησία, στην άκρη της πόλης, είδε το μικρό νεκροταφείο. Το σκοτάδι πολεμούσε το δειλό φως της πανσέληνου, ενώ ο άνεμος παρέσερνε με μανία τα πεθαμένα φύλλα από το έδαφος. Μια αστραπή έσκισε τον ουράνιο θόλο απ’ άκρη σ’ άκρη, φωτίζοντας ένα τάφο πάνω στον οποίο είχε κουρνιάσει η μαύρη σκιά ενός κορακιού. Ο Σταν ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Είχε αποκοιμηθεί πάνω στο μπαρ, με το ένα του χέρι διπλωμένο κάτω από το πονεμένο του κεφάλι και το άλλο να κρατά ένα άδειο ποτήρι. Ο Άντριου τον κοίταξε με οίκτο. «Καλά που ξύπνησες από μόνος σου,» είπε με τη βαθιά του φωνή. «Δε θα μου άρεσε να σε κουβαλάω μέχρι τη πόρτα μισοκοιμισμένο.» Κοίταξε γύρω του, χαμένος ακόμη ανάμεσα στον κόσμο των ονείρων, της πραγματικότητας και του ποτού που δεν έπρεπε να είχε πιεί. Η Διψασμένη Σαύρα ήταν άδεια. Ένιωσε την καρδιά του να τον τραβά, να σηκωθεί, να βγει έξω. Έπρεπε να βοηθήσει τη κοπέλα. Αυτή η γυναίκα ήταν σίγουρα μάγισσα. Οπωσδήποτε είχε προσπαθήσει να τον βάλει να σκοτώσει την νεαρή τραγουδίστρια! «Άντριου, πώς λέγετε η κοπέλα που τραγουδούσε απόψε;» «Θαυμαστής;» είπε ο άντρας και χαμογέλασε πονηρά. «Μαρία, ή Μαίρη ή κάτι τέτοιο.» «Πού μένει;» ρώτησε ο Σταν, προσπαθώντας με δυσκολία να μην υψώσει τη φωνή του. «Πού θες να ξέρω; Πριν λίγο έφυγε. Αν βιαστείς ίσως την προλάβεις.» Ο Σταν ήταν έξω από τη Διψασμένη Σαύρα πριν καν ο μεγαλόσωμος άντρας τελειώσει την πρότασή του. Δρασκέλισε τα σκαλιά της εισόδου και βρέθηκε στον σκοτεινό δρόμο. Αν η Λύβια είχε καταλάβει πως είχε αποτύχει στην προσπάθειά της να τον βάλει να σκοτώσει τη Μαίρη, θα έψαχνε κάποιον άλλο τρόπο να πραγματοποιήσει τα σχέδια της, και ο Σταν δεν είχε καμία πρόθεση να της κάνει τη ζωή εύκολη. Ο δρόμος έμοιαζε έρημος. Ένα ελαφρύ αεράκι χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του, κάνοντας τον να στρέψει το κεφάλι του για να προστατεύει το πρόσωπό του από τη σκόνη. Τότε ήταν που την είδε. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν λυμένα και έκρυβαν το πρόσωπό της, αλλά αναγνώρισε το βαρύ φόρεμα και τις ακριβές μπότες. Μόλις κατάλαβε πως ο Σταν την είχε δει, άρχισε να τρέχει. «ΣΤΑΣΟΥ!» Η γυναίκα κοίταξε πάνω από τον ώμο της και ο νεαρός είδε τα μαύρα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι από φόβο. Άραγε την είχε σκοτώσει ήδη; Έτρεξε πίσω της. Χρειάστηκε να προσπαθήσει αρκετά ώστε να καταφέρει να την πιάσει. Κάθε φορά που την πλησίαζε, ο άνεμος δυνάμωνε και τον έσπρωχνε πίσω, ενώ πάνω από την δυνατό άνεμο ο Σταν άκουγε το υστερικό της γελοίο. «Μάγισσα!» φώναξε εκνευρισμένος ο νεαρός, πριν την πετάξει στο έδαφος. Στο λιγοστό φως που πρόσφερε το αδύναμο φεγγάρι, είδε πως τα όμορφα ρούχα της ήταν γεμάτα αίμα, ενώ από το στόμα της κυλούσε μια κόκκινη σταγόνα. «Τι της έκανες;!» Δεν απάντησε, μόνο τον κοιτούσε με τα σκούρα μάτια της, σαν άβυσσος που περίμενε να τον καταπιεί. «Τη σκότωσες!» είπε σίγουρος ο Σταν. «Γιατί τη σκότωσες;!» Χαμογελάει! Ο Σταν σηκώθηκε, τραβώντας τη από το ακριβό φόρεμα. Η γυναίκα σκόνταψε αλλά ανασηκώθηκε μαζί του. Τα μάτια της χαμογελούσαν ακόμη περισσότερο και από τα χείλη της. Τον κορόιδευε. Ο Σταν ένιωσε ένα δυνατό πόνο στη καρδιά, μια απέραντη θλίψη για το κορίτσι που είχε πεθάνει από το καπρίτσιο αυτής της ανεξήγητης γυναίκας. Η οργή του ήταν όσο δυνατή ήταν και το χαστούκι που την έριξε ξανά στο έδαφος. Για μια στιγμή τρόμαξε. Ο χρόνος κυλούσε αργά, όλα συνέβαιναν αργά, σα μέλι που κυλά από το κουτάλι. Η Λύβια έπεσε δυνατά στο έδαφος. Το φόρεμά της γέμισε σκόνη και το καπέλο πετάχτηκε μακριά. Λίγο αίμα είχε στάξει στο ξερό έδαφος από τη μύτη της καθώς έπεφτε. Ο Σταν έσφιξε τη γροθιά του δίπλα από το εξάσφαιρό του προσπαθώντας να συγκρατηθεί και στάθηκε από πάνω της, έτοιμος να τη χτυπήσει ξανά. Κάτι τον σταμάτησε. Η γυναίκα ανασηκώθηκε και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της. Έφερε το άλλο της χέρι στο πρόσωπό της, πασαλείβοντας το αίμα από τη μύτη της με αυτό της κοπέλας που έτρεχε από το στόμα της. Ύστερα, με μάτια κόκκινα σα δαίμονας, κοίταξε τον Σταν και χαμογέλασε. Τα δόντια της ήταν κόκκινα. Η όψη της ήταν ένα συνονθύλευμα από τρελές γραμμές και αίμα. Την πυροβόλησε στο μόνο μέρος που ήταν σίγουρος ότι θα την σκότωνε. Ανάμεσα στα μάτια. Η γυναίκα έπεσε στο έδαφος σα σακί από άμμο, άψυχη, με τα μυαλά της σκορπισμένα στον σκοτεινό δρόμο. Ο απαγχονισμός του θα γινόταν στη πλατεία την Κυριακή, μετά την θεία λειτουργία. Ό ιερέας που προσπάθησε την προηγούμενη νύχτα να προσευχηθεί μαζί του, έκανε μια φλογερή τελετή για τους δαίμονες που κατοικούν μέσα σε μερικούς ανθρώπους και για το πως ο Θεός απαιτεί δικαίωση για το αίμα των αθώων. Ζήτησε να μη του φορέσουν κουκούλα και στάθηκε ψύχραιμος πάνω στη ξύλινη πλατφόρμα της κρεμάλας όσο του περνούσαν τη θηλιά στο λαιμό, σίγουρος πως ο θάνατός του δεν ήταν δίκαιος. Σίγουρος πως θα πέθαινε για κάτι που άξιζε. «Έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα,» ψιθύρισε, όταν την είδε να στέκεται στο πλήθος. Τον κοιτούσε κατάματα, σα να ήξερε ακριβώς τι σκεφτόταν. Ήταν όσο τέλεια θυμόταν, με τα αγνά της χαρακτηριστικά ασπίλωτα από την αγριότητα του κόσμου. Ευχήθηκε να μη χρειαζόταν να δει το θάνατό του. Μα έμοιαζε λίγο διαφορετική στο φως της ημέρας. Τα χρυσά μαλλιά της ήταν πλεγμένα κάτω από ένα μαύρο καπέλο που έκρυβε το πρόσωπό της και το μακρύ της φόρεμα έμοιαζε να πνίγει την ομορφιά της. Πάνω από το κεφάλι του, στην κορυφή της κρεμάλας, προσγειώθηκε και κούρνιασε ένα κοράκι. Έβγαλε μια κραυγή που θύμιζε περισσότερο στριγκλιά παρά κράξιμο, κάνοντας τον Σταν να υψώσει το βλέμμα του τρομαγμένος. Το πουλί γύρισε σπασμωδικά το κεφάλι του και δύο μάτια σα ψεύτικες χάντρες μαχαίρωσαν την καρδιά του. Τη στιγμή που ο εκτελεστής τράβηξε τη γη κάτω από τα πόδια του την είδε να τραβά ένα χρυσό μενταγιόν από το πουκάμισό της και να το τρίβει ανάμεσα στα γαντοφορεμένα της δάχτυλα, πίσω από ένα πολύ γνώριμο χαμόγελο... Edited December 1, 2013 by Elli Sketo 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
AL-76 Posted December 1, 2013 Share Posted December 1, 2013 Σαν ιστορια ειναι οκ Ελλη. Αυτο που κανει εντυπωση ειναι η κινηματογραφικη αποδοση των περιγραφων σου, οπως για παραδειγμα: ’‘Τα μάτια του Σταν είχαν κολλήσει στο χρυσό μενταγιόν με το περίεργο σχήμα και τις πολλές γωνίες που ψηλάφιζε το χέρι απέναντι του. Στο κέντρο του κρατούσε ένα μαύρο πετράδι, φυλακισμένο γύρω από το χρυσάφι αλλά και τα δάχτυλα της γυναίκας.‘‘ Σκετος Κιουμπρικ 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Elli Sketo Posted December 1, 2013 Author Share Posted December 1, 2013 Σαν ιστορια ειναι οκ Ελλη. Αυτο που κανει εντυπωση ειναι η κινηματογραφικη αποδοση των περιγραφων σου, οπως για παραδειγμα: ’‘Τα μάτια του Σταν είχαν κολλήσει στο χρυσό μενταγιόν με το περίεργο σχήμα και τις πολλές γωνίες που ψηλάφιζε το χέρι απέναντι του. Στο κέντρο του κρατούσε ένα μαύρο πετράδι, φυλακισμένο γύρω από το χρυσάφι αλλά και τα δάχτυλα της γυναίκας.‘‘ Σκετος Κιουμπρικ Θα πάρω το σχόλιο σου ως κομπλιμέντο, καθώς τυχαίνει να μου αρέσει ο Κιούμπρικ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vanessa Van Hault Posted December 1, 2013 Share Posted December 1, 2013 Οφείλω να ομολογήσω πως μπορώ να πω με σιγουριά απο τα πραγματάκια που έχεις ποστάρει εδώ, είναι πως έχεις προσωπικό ύφος και αυτό μου αρέσει! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted December 2, 2013 Share Posted December 2, 2013 Μ’ άρεσε που τοποθέτησες την ιστορία σου στην Άγρια Δύση. Όμορφες και γνώριμες εικόνες, γι’ αυτό εύκολα μπορεί να μπει κάποιος στον τόπο που εξελίσσεται η ιστορία. Βέβαια, εγώ περίμενα να δω περισσότερα: ληστείες τρένων, σερίφηδες, αναμετρήσεις με πιστόλια, που θα με έβαζαν πιο πολύ μέσα στο κλίμα της Άγριας Δύσης. Αλλά εντάξει, δεν μπορούμε να τα έχουμε και όλα. Η γραφή σου είναι αρκετά στρωτή και διαβάζεται πολύ εύκολα. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετούτσικα λαθάκια, κυρίως τόνοι και ορθογραφικά, που μπορούν να διορθωθούν μ’ ένα προσεκτικό ξαναπέρασμα. Σαν ιστορία κρατάει το ενδιαφέρον για να δούμε πού θα καταλήξουν όλα αυτά που συμβαίνουν. Όμως, για μένα, το βασικότερο μειονέκτημα είναι ότι οι ήρωές σου δεν έχουν τα σωστά κίνητρα, οι επιλογές τους μοιάζουν κάπως βεβιασμένες. Αν έδινες περισσότερο βάρος στο λόγο που γίνονται κάποια πράγματα, ή έναν διαφορετικό ρόλο σε κάθε πρόσωπο, κρατώντας την ίδια πλοκή, θα μπορούσες να αναδείξεις πιο καλά την ιστορία σου. Γενικά, ήταν ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά σηκώνει βελτιώσεις. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted December 3, 2013 Share Posted December 3, 2013 Για τη ζωντάνια της αφήγησης και την παραστατικότητα των περιγραφών, οφείλω να καταθέσω και την δική μου σύμφωνη άποψη. Για την απουσία κινήτρου, πιστεύω ότι δεν τίθεται ζήτημα, καθώς η Λυβιά-ταν (לִוְיָתָ – Λεβιάθαν) αντιπροσωπεύει το απόλυτα σατανικό κακό που θριαμβεύει διαχρονικά, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, σαν ηθικός αυτουργός, καταλαμβάνει και υποβάλλει τη σκέψη του φυσικού αυτουργού, ο οποίος ιδεάζεται χωρίς συνειδητή συμμετοχή. Το κακό, όπως τίθεται σ’ αυτή τη βάση, είναι αυτοσκοπός. Η μοναδική ουσιαστική αδυναμία ίσως του διηγήματος, πάλι κατά την άποψή μου, σε σχέση με τους όρους του διαγωνισμού, είναι ότι δεν ανταποκρίνεται με συνέπεια στον όρο: “πρώην ντίβα του μόντελινγκ” . Κατά τα άλλα, πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη ιστορία. Γι αυτό, σ’ ευχαριστούμε Elli Sketo. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Turambar Posted December 3, 2013 Share Posted December 3, 2013 (edited) Wow! Αν αυτή η ιστορία κατάφερε ένα πράγμα, αυτό είναι να μεταδώσει το μύνημα ότι οι κακοί πάντα θριαμβέβουν. Τη μίσησα αυτή τη γυναίκα! Δυο πραγματάκια με ενόχλησαν μόνο. Το ένα έχει να κάνει με το παιχνίδι και το άλλο με την γραφή αυτή καθ' αυτή. 1: Δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με πρώην ντίβα του μόντελινγκ. Πιθανόν να είναι, αλλά αν δεν το είχα διαβάσει στην περιγραφή, δεν θα μπορούσα να το μαντέψω. 2: Σε ορισμένα σημεία θα ήταν καλό να χρησιμοποιείς μικρότερες προτάσεις. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα που βρήκα είναι αυτό: "τους κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα που τους πέταξε πίσω στις καρέκλες τους σα πιστολιά από περίστροφο" αλλά υπάρχουν αρκετά ακόμη. Μερικά είναι ωραία ως εφράσεις, απλώς ώντας ανούσια μεγάλες, μοιάζουν επιτηδευμένες και απομακρύνουν την προσοχή του αναγνώστη από την δράση, πράγμα που, σε ένα μεγαλύτερο κείμενο, μπορεί να κουράσει. Κατά τα άλλα ήταν αγωνιώδες και μετέδωσε τέλεια το πνεύμα που έπρεπε, οπότε πού καλή δουλειά! Edited December 4, 2013 by Turambar 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 4, 2013 Share Posted December 4, 2013 Πολύ καλή αυτή η ιστορία, με πλοκή χωρίς προβλήματα. Αλλά έχασε λίγο στο ύφος. Περίμενα ένα πιο βλοσηρό περιβάλλον, κάτι που να με αγγίξει. Οι περιγραφές σου είναι γεμάτες, αυτό μου άρεσε, φαινόταν ότι είχες τις εικόνες καθαρά στο μυαλό σου όταν έγραφες, αλλά και πάλι δεν κατάφερα να νιώσω αρκετά Άγρια Δύση. (Τώρα που αναφέρομαι στις περιγραφές: νομίζω υπάρχει και μια ανισσοροπία στο ρυθμό, δηλαδή στην αρχή περιγράφεις πολύ, όλα γίνονται πολύ αργά και καθυστερείς τη δράση, η οποια μόλις αρχίζει τρέχει ως το τέλος. Κλείνεις αρκετά γυμνά, σε σχέση με το πόσο πλούσιο ήταν το ξεκίνημα.) Επίσης, δεν πείστηκα αρκετά για τον Σταν, δεν τον ένιωσα αληθινό. Μου έλλειψε μια καλύτερη γνωριμία μαζί του, να πειστώ για τις προθέσεις του. Έκανε ό,τι έκανε γιατί απλά το θεωρούσε σωστό; Την ερωτεύτηκε; (Αν την ερωτεύτηκε, θα ήταν ωραίο να μας το έδειχνες κάπως, ας πούμε ότι πηγαίνει στο σαλούν κάθε βράδυ για να τη βλέπει.) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Elli Sketo Posted December 4, 2013 Author Share Posted December 4, 2013 Κατ’ αρχάς σας ευχαριστώ όλους για τον χρόνο που αφιερώσατε να διαβάσετε την ιστορία μου. @Vanessa Van Hault: Οφείλω να ομολογήσω πως μπορώ να πω με σιγουριά απο τα πραγματάκια που έχεις ποστάρει εδώ, είναι πως έχεις προσωπικό ύφος και αυτό μου αρέσει! Θένκς! @Mesmer: περίμενα να δω περισσότερα: ληστείες τρένων, σερίφηδες, αναμετρήσεις με πιστόλια, που θα με έβαζαν πιο πολύ μέσα στο κλίμα της Άγριας Δύσης. Και εγώ ήθελα να γράψω περισσότερα, αλλά κάπου στη μέση της ιστορίας συνειδητοποίησα πως η μόνη μου επαφή με το είδος είναι ο Λούκυ Λουκ και προκειμένου να αποφύγω τις συγγραφικές κολοτούμπες και πιθανές ανακρίβειες που θα ισοπέδωναν τα πάντα, είπα να το κρατήσω απλό. το βασικότερο μειονέκτημα είναι ότι οι ήρωές σου δεν έχουν τα σωστά κίνητρα, οι επιλογές τους μοιάζουν κάπως βεβιασμένες. Αν έδινες περισσότερο βάρος στο λόγο που γίνονται κάποια πράγματα, ή έναν διαφορετικό ρόλο σε κάθε πρόσωπο, κρατώντας την ίδια πλοκή, θα μπορούσες να αναδείξεις πιο καλά την ιστορία σου. Όσων αφορά τα κίνητρα της Λύβια, το θέτει πολύ σωστά ο Πυθαρίων στο post του. Ο Στάνλεϋ δεν είχε κανένα κίνητρο να κάνει φόνο. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες μπορεί να μην ασχολούταν καν. Η ιδέα μου ήταν να εστιάσω στη Λύβια, παρουσιάζοντας ένα χαρακτήρα τόσο δυνατό που όλοι γύρω του θα φαίνονται ρηχοί. Επίσης ήθελα να δείξω πώς η Λύβια μπορούσε να επιβληθεί τόσο στις καταστάσεις όσο καιστους ανθρώπους γύρω της, με αποτέλεσμα όλοι να δείχνουν πιόνια σε ένα παιχνίδι που παίζει μόνη της και κανένας δε μπορεί ή δεν έχει ελπίδες να αντισταθεί. Προφανώς έχω κάνει κάτι λάθος και σε ευχαριστώ που μου το επισήμανες, αν και ακόμη δεν μπορώ να σκεφτώ πώς να το φτιάξω ώστε να περάσω το μήνυμα που ήθελα. @Πυθαρίων: Η μοναδική ουσιαστική αδυναμία ίσως του διηγήματος, πάλι κατά την άποψή μου, σε σχέση με τους όρους του διαγωνισμού, είναι ότι δεν ανταποκρίνεται με συνέπεια στον όρο: “πρώην ντίβα του μόντελινγκ”. Ήταν πρώην ντίβα του μόντελινγκ και (εφόσον πήρε τη θέση της Μαίρης) νυν τραγουδίστρια. Το πέρασα χωρίς καν να το αναφέρω, έχεις δίκαιο. @Turambar: Wow! Αν αυτή η ιστορία κατάφερε ένα πράγμα, αυτό είναι να μεταδώσει το μύνημα ότι οι κακοί πάντα θριαμβέβουν. Τη μίσησα αυτή τη γυναίκα! Hey, thanks! Ήταν αυτό που ήθελα να δείξω πάνω από όλα και χαμογελούσα σα χαζή όταν είδα ότι κατάφερα να σου γεννήσω τόσο δυνατά συναισθήματα με το διήγημα μου! Δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με πρώην ντίβα του μόντελινγκ. Πιθανόν να είναι, αλλά αν δεν το είχα διαβάσει στην περιγραφή, δεν θα μπορούσα να το μαντέψω. Και πάλι, απολογούμαι. Ανοησία μου που δε το ανέφερα κάπως. Σε ορισμένα σημεία θα ήταν καλό να χρησιμοποιείς μικρότερες προτάσεις. Συνήθως γράφω πολύ απλά και αποφεύγω τις κουραστικές περιγραφές. Είπα να δοκιμάσω κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Γράφοντας αυτό το διήγημα κατάλαβα πως μου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω πότε οι περιγραφές μου γίνονται κουραστικές, πότε κοσμούν το κείμενο και πότε είναι απαραίτητες για την ιστορία.Every day is school day! @Cassandra Gotha: δεν πείστηκα αρκετά για τον Σταν, δεν τον ένιωσα αληθινό. Μου έλλειψε μια καλύτερη γνωριμία μαζί του, να πειστώ για τις προθέσεις του. Έκανε ό,τι έκανε γιατί απλά το θεωρούσε σωστό; Την ερωτεύτηκε; Ελάχιστα από όσα έκανε ο Στάνλεϋ ήταν επιλογή του. Είναι κρίμα που δε κατάφερα να περάσω σωστά την ιδέα μου και από ότι βλέπω πολύ λίγοι κατάλαβαν πως ότι έκανε το έκανε επειδή ήταν υπό την επιρροή της Λύβια. Κανένας στην ιστορία δεν έχει σημασία υπό αυτή την έννοια γιατί, όπως είπα παραπάνω, είναι απλές μαριονέτες στο έλεος του δαίμονα που τυχαίνει να έχει όρεξη να παίξει μαζί τους. Υποθέτω ότι η ιστορία μου έπαθε ότι χειρότερο γίνεται να πάθει μια ιστορία. Έδειξε περισσότερα από όσα έπρεπε και παρόλα αυτά κατάφερε να πει τα μισά από όσα προσπαθούσε να πει. Ευχαριστώ όλους για τις ενστάσεις και τις συμβουλές σας. Η γνώμη σας είναι ανεκτίμητη!Καλή τύχη στους υπόλοιπους! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 5, 2013 Share Posted December 5, 2013 Μα αυτό είναι θαυμάσιο! Μην στενοχωριέσαι, μακάρι να έβρισκα κι εγώ έτσι εύκολα πώς θα γινόταν να δουλεύουν χωρίς κανένα πρόβλημα οι περισσότερες από τις ιστορίες μου. Αφού τώρα ξέρεις ποιο είναι το θέμα, ένα καλό ξαναγράψιμο της σκηνής στην αρχή θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Προσωπικά με μπέρδεψε λίγο ποια ήταν ποια εκεί που γίνεται αυτό που λες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Myyst Posted December 8, 2013 Share Posted December 8, 2013 Η Λύβια περνά από πάνω από τον αναγνώστη σαν τον Λεβιάθαν. Εξαιρετικά καλά γραμμένος δαίμονας κατά τη γνώμη μου. Η παρουσία της γυναίκας δίπλα του τον έκανε να νιώθει πως στέκετε δίπλα σε έναν ανεμοστρόβιλο. Έναν καθηλωτικά επικίνδυνο ανεμοστρόβιλο. Τα κίνητρα του Σταν είναι πολύ καθαρά. Είναι ένας άντρας στην άγρια δύση και αντιδρά όπως θα αντιδρούσε κάθε Πραγματικός Άντρας, γεγονός που φυσικά περιμένει η Λύβια που έχει ενορχηστρώσει ένα αψεγάδιαστο scheme από το οποίο βγαίνει θριαμβεύτρια. Η σκηνή της αρχής είναι ένα πρόβλημα γιατί μέρος της μαγείας του διηγήματος οφείλεται σαφώς στη ταύτιση με την οπτική γωνία του Σταν (χωρίς να υπάρχει ταύτιση με τον Σταν - πολύ καλά έκανες σε αυτό,) που δεν γνωρίζει ποια είναι Λίβυα και ποια η Μαίρη. Μπορείς να αναφέρεις δύο παραπάνω στοιχεία που εξηγούν τι ακριβώς συνέβη μετά τη σκηνή, χωρίς να κάνεις spoiler. Το διήγημα λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένό ρολόι - σε συνδυασμό με το σκηνικό της άγριας δύσης μου δημιούργησε μία όμορφη, σχεδόν streampunk ατμόσφαιρα. Νομίζω λίγη περισσότερη άγρια δύση θα βοηθούσε κι άλλο το διήγημα. Η γραφή είναι πολύ καλή και ιδιαίτερα ζωντανή. Μ' άρεσε πολύ Όσο για την ισοπεδωτική και πραγματικά πολύ κακιά (ένα στοιχείο που πολύ συχνά δεν επιτυγχάνεται σωστά) Λύβια -ναι, πάλι αυτή,- είναι μία πολύ δυνατή χαρακτήρας. Δεν θες με τίποτε να βρεθείς στο δρόμο της. Σε ορισμένα σημεία θα ήταν καλό να χρησιμοποιείς μικρότερες προτάσεις. Συνήθως γράφω πολύ απλά και αποφεύγω τις κουραστικές περιγραφές. Είπα να δοκιμάσω κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Γράφοντας αυτό το διήγημα κατάλαβα πως μου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω πότε οι περιγραφές μου γίνονται κουραστικές, πότε κοσμούν το κείμενο και πότε είναι απαραίτητες για την ιστορία.Every day is school day! Αγάπαμε τις μεγάλες προτάσεις! (Κάνε ότι σε βολεύει, εξ' άλλου είναι γνωστό ότι είμαι κακή επιρροή σε αυτό το θέμα, αλλά τι να κάνω, μ' αρέσουν!) Όμως ειδικά αυτή: "τους κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα που τους πέταξε πίσω στις καρέκλες τους σα πιστολιά από περίστροφο" Μην την αλλάξεις για κανένα λόγο!. Ε, ναι, οι πιο έντονες προτάσεις συχνά προκαλούν διφορούμενα συναισθήματα στους αναγνώστες. Γενικά, η "Λυβιάταν" μ' άρεσε πολύ. Εξαιρετικά όμορφο διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted December 8, 2013 Share Posted December 8, 2013 Να ΄μαι κι εγώ! Επιτέλους το διάβασα! Αξιέπαινη προσπάθεια αναπαράστασης της Άγριας δύσης. Έχουμε όλα όσα χρειάζονται: Το τρομερό όνομα του σαλούν που μ' άρεσε πολύ Τον πιανίστα, τους καουμπόηδες. Τα ονόματα πετυχημένα, όπως και οι παρομοιώσεις με διάφορα άγρια ζώα. Σαν επαναλαμβανόμενο ορθογραφικό λάθος αυτό που πρόσεξα πολύ ήταν ότι το -αι στην λήγουσα των ρημάτων το γράφεις ε. Για παράδειγμα: κάθετε->κάθεται Συνηθισμένο λάθος. Μ' άρεσε στην αρχή το κόλπο που κάνεις με τις παραγράφους. Δυο σειρές κενό. Μια πρόταση. Δυο σειρές κενό. Προσθέτεις έτσι μια επιπρόσθετη ατμόσφαιρα και ρυθμό. Επίσης υπάρχει μπόλικη δράση και πλοκή και γι' αυτό κάπου μπορεί να χάνονται οι χαρακτήρες. Αλλά γι' αυτό διαβάζεται άνετα το κείμενο μέχρι τέλος. Και τι τέλος ε; Καλή τύχη! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.