elgalla Posted December 15, 2013 Share Posted December 15, 2013 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: ΤρόμοςΒία; ΝαιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 1.935Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Αυτή είναι μια μικρή ιστοριούλα που έγραψα για το φετινό διαγωνισμό των Ars Nocturna σε συνεργασία με το Διαβάσαμε. Το θέμα ήταν "κλειστοί χώροι". Όποιος βρει όλες τις λογοτεχνικές αναφορές κερδίζει λουκουμάκι. Το πρώτο βράδυ που ο Άρης πέρασε στο φάρο ήταν το χειρότερο της ζωής του. Χειρότερο ακόμη κι από τη νύχτα που περίμενε με αγωνία τους γιατρούς να του δώσουν οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με την κατάσταση της γυναίκας του, μόνο και μόνο για να του ανακοινώσουν τελικά πως ήταν νεκρή. Παράξενοι ήχοι τον ξυπνούσαν κάθε τόσο˙ ο φάρος έτριζε ολόκληρος κι οι τριγμοί αυτοί ήταν τόσο υπόκωφοι και έντονοι που θύμιζαν ανθρώπινα βογκητά. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν που καταριόταν την ασυγκράτητη φαντασία του και το πάθος του για τα βιβλία. Στριφογυρνώντας στο κρεβάτι του, ανίκανος να κοιμηθεί και με το επώδυνα λαμπρό, λευκό φως να τρυπώνει από τις χαραμάδες, έπλαθε στο μυαλό του ιστορίες για φονιάδες και φαντάσματα, πτώματα κρυμμένα κάτω από τα πατώματα και καρδιές που πάλλονταν αν και νεκρές. Όταν είχε διαβάσει την αγγελία στην εφημερίδα, είχε σκεφτεί πως ο φάρος θα ήταν η σωτηρία του. Αν και δεν είχε διατελέσει ποτέ φαροφύλακας, υπέθετε πως δεν θα ήταν δύσκολη δουλειά. Το πιο ελκυστικό προσόν της συγκεκριμένης θέσης δεν ήταν ούτε ο σταθερός μισθός –κάτι το οποίο συχνά του είχε λείψει από τότε που είχε αποφασίσει να αφήσει το δικηγορικό γραφείο για να αφοσιωθεί στην ποίηση- ούτε ο καθαρός αέρας. Ήταν το γεγονός ότι θα του προσέφερε μια ιδανική δικαιολογία προκειμένου να απομακρυνθεί από οτιδήποτε του θύμιζε το παρελθόν. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Είχε χάσει το δρόμο του μέσα στην άβυσσο κι ίσως ένας φάρος να τον βοηθούσε να τον ξαναβρεί. Το πρωί, του δόθηκε η ευκαιρία να εξερευνήσει το νέο του σπίτι –κάτι που δεν είχε προλάβει να κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, καθώς είχε πέσει η νύχτα. Ο φάρος υψωνόταν στην κορυφή ενός ψηλού βράχου, μεγαλοπρεπής και αφιλόξενος. Ήταν προσβάσιμος από ένα στενό μονοπάτι όπου μετά βίας χωρούσε να προχωρήσει ένας άνθρωπος. Η υγρασία και τα χρόνια είχαν προκαλέσει σκασίματα στον ασβέστη, ενώ, κατά τόπους, οι τοίχοι καλύπτονταν από μούχλα. Τα παράθυρα ήταν λεκιασμένα από το θαλασσινό νερό και σφραγισμένα με μισοσαπισμένες, καρφωμένες σανίδες. Το εσωτερικό δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Τα ξύλινα πατώματα διαμαρτύρονταν σε κάθε βήμα κι η υγρασία ήταν απερίγραπτη. Το δωμάτιό του ήταν ασκητικά διακοσμημένο. Τα μόνα έπιπλα ήταν ένα στενό, σιδερένιο κρεβάτι με παμπάλαιο, κιτρινισμένο στρώμα, ένα απλό, ξύλινο τραπέζι με μια καρέκλα και μια παλιά, μεγάλη ντουλάπα. Η μυρωδιά της μούχλας ήταν δυνατή στον αέρα κι ο χώρος φωτιζόταν από μια σκονισμένη λάμπα. Τα υπόλοιπα δωμάτια περιλάμβαναν μια κουζίνα κι ένα μπάνιο, εξίσου λιτά. Στην κορυφή μιας φιδογυριστής σκάλας, υπήρχε μια κλειδαμπαρωμένη πόρτα πίσω από την οποία βρίσκονταν τα φώτα του φάρου. Ο Κώστας, ο άνθρωπος που είχε στείλει ο δήμαρχος για να τον προϋπαντήσει και να του δώσει τα κλειδιά, του είχε δείξει τις λειτουργίες του μηχανισμού το προηγούμενο βράδυ. Όπως είχε υποθέσει, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Οι επόμενες μέρες κύλησαν γοργά. Πέρασε λίγος καιρός μέχρι να τακτοποιήσει τα πράγματά του και να προμηθευτεί τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης από το χωριό, το οποίο απείχε μισή ώρα με το αυτοκίνητο. Οι νύχτες του ήταν στοιχειωμένες, γεμάτες από τους υπόκωφους τριγμούς και τις φαντασιώσεις που τόσο τον είχαν ταράξει από την πρώτη στιγμή. Τα πρωινά, με τον ήλιο να τρυπώνει ανάμεσα από τις καρφωμένες σανίδες, του ήταν αδύνατο να ξεκουραστεί. Κι όταν ακόμη κατάφερνε να κλείσει τα μάτια του, βασανιζόταν από φρικτούς εφιάλτες. Άλλοτε έβλεπε το φάρο να ζωντανεύει και να τον καταπίνει ολόκληρο, μετατρέποντάς τον σε ένα ακόμη από τα βογκητά που ακούγονταν κάτω από τα πολυκαιρισμένα πατώματα όποτε έπεφτε ο ήλιος. Άλλοτε, πάλι, έβλεπε πλάσματα να βγαίνουν από τους τοίχους, φρικτά πλάσματα δίχως συγκεκριμένο σώμα ή υφή, με μάτια λαμπερά και πεινασμένα και να τον κατασπαράζουν ενόσω ο ίδιος ούρλιαζε, ανίκανος να αμυνθεί. Έλεγε, όμως, στον εαυτό του πως θα συνήθιζε κι εξακολουθούσε να εκτελεί πεισματικά τα καθήκοντα του φαροφύλακα. Βδομάδες κύλησαν και μετά μήνες, αλλά δεν συνήθισε. Η απομόνωση κι η βαριά ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του φάρου τον είχαν καταπονήσει. Περιφερόταν σαν υπνοβάτης και, τον περισσότερο καιρό, ένοιωθε ένα πλάκωμα στο στήθος, κάτι σκοτεινό και απροσδιόριστο που τον βάραινε. Συνήθως ήταν πολύ κουρασμένος για να πάει στο χωριό για προμήθειες και ζητούσε από τον Κώστα να του φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Έβλεπε την ανησυχία στο βλέμμα του άλλου άντρα, πάντοτε όμως τον διαβεβαίωνε πως ήταν καλά κι εκείνος, ευγενικός και καλόβολος όπως ήταν, ποτέ δεν επέμενε παραπάνω. Βαθιά μέσα του, ο Άρης ήξερε πως ο φάρος ήταν καταραμένος. Ίσως κάποιος να είχε δολοφονηθεί εκεί ή κάποια προδομένη γυναίκα να είχε αυτοκτονήσει από την κορυφή του. Τα βράδια που περνούσε ξάγρυπνος, γεμίζοντας τα σημειωματάριά του με μανία, έκανε τέτοιες σκέψεις σωρό κι εμπότιζε μ’ αυτές την ποίησή του. Τουλάχιστον, δεν σκεφτόταν πια τη νεκρή του γυναίκα˙ τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Αυτό έλεγε στον εαυτό του όποτε οι τριγμοί και τα βογκητά εντός του φάρου γίνονταν αβάσταχτα και πίστευε πως θα έχανε το μυαλό του. Όταν ήρθε ο χειμώνας, η κατάσταση χειροτέρευσε. Το κρύο ενέτεινε την υγρασία και συχνά βρισκόταν αποκλεισμένος λόγω του χιονιού. Υπήρχαν φορές που, με τη θύελλα να μαίνεται έξω και το φάρο να κλονίζεται συνθέμελα από τους κεραυνούς και τα μπουμπουνητά, ο Άρης έκλεινε τα αφτιά του και ούρλιαζε ακατάληπτα πράγματα στα κύματα που έσκαγαν ορμητικά πάνω στα βράχια μουλιάζοντας τις σανίδες που κάλυπταν τα παράθυρα. Καταριόταν θεούς και δαίμονες τη μια στιγμή και σπάραζε στο κλάμα την επόμενη, παρακαλώντας τα φαντάσματα των νεκρών που είχαν καταραστεί το μέρος να τον λυπηθούν και να του χαρίσουν επιτέλους λίγη ησυχία. Μια τέτοια νύχτα ήταν που καθόταν στην κουζίνα, τρώγοντας ανόρεχτα. Είχε ανοίξει το ραδιόφωνο στη διαπασών, με την ελπίδα πως θα κατάφερνε να αποσπάσει τη σκέψη του από τους ήχους τις καταιγίδας και τα υπόκωφα τριξίματα που έφταναν στα αφτιά του από τα έγκατα του φάρου. Ακόμη και τα παράσιτα που διέκοπταν βίαια τις μελωδίες του Μπαχ και του Μπετόβεν ήταν προτιμότερα. Στην αρχή, αναρωτήθηκε αν το χτύπημα στην πόρτα ήταν της φαντασίας του. Δεν θα του έκανε εντύπωση γιατί τα νεύρα του τον τελευταίο καιρό ήταν τεταμένα. Όταν όμως το άκουσε και δεύτερη, πείστηκε πως πράγματι κάποιος βρισκόταν εκεί έξω. Κάποιος που θα είχε μείνει από λάστιχο στις παρυφές του βράχου ή θα είχε χάσει το δρόμο του, πιθανότατα. Όποιος κι αν ήταν, ήταν εξαιρετικά τυχερός που είχε καταφέρει να βρει το μονοπάτι μέσα στη νύχτα και με τέτοιον καιρό. Ο Άρης έσπευσε να ανοίξει, αλλά με έκπληξη ανακάλυψε πως στο κατώφλι δεν στεκόταν κανείς. Σχεδόν περίμενε να δει ένα γιγάντιο κοράκι να φτερουγίζει στο εσωτερικό και να κάθεται στην προτομή του Μπωντλέρ που είχε φέρει μαζί του από την Αθήνα, λέγοντάς του «ποτέ πια». Φυσικά, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και, παραξενεμένος, έκλεισε την πόρτα κι επέστρεψε στο φαγητό του. Εκείνη τη στιγμή, ο σταθμός διέκοψε το πρόγραμμά του για να μεταδώσει ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων. «Σας ενημερώνουμε ότι…κατάδικος…δολοφόνος…Δημήτριος Παπ…υπεύθυνος για…δεκατεσσάρων αντρών…απέδρασε…περιοχή…εξαιρετικά επικίνδυνος». Το ρεύμα κόπηκε απότομα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ακούσει περισσότερα. Ψηλαφίζοντας στα τυφλά, κατάφερε να βρει το ντουλάπι όπου φύλαγε το φακό του. Κατευθύνθηκε προς το υπόγειο, όπου βρισκόταν η γεννήτρια, προσπαθώντας να αγνοήσει τις σανίδες που στρίγκλιζαν κάτω από τα πόδια του και τους ιστούς αράχνης που κολλούσαν επάνω του. Το σκοτάδι ήταν πυκνό κι η μυρωδιά της υγρασίας πιο έντονη απ’ ότι στα επάνω δωμάτια. Ο Άρης ανέπνεε με δυσκολία και φοβόταν πως, από στιγμή σε στιγμή, τα φρικτά πλάσματα που έβλεπε στους εφιάλτες του θα γλιστρούσαν από τις ρωγμές στους τοίχους και θα τον κοιτούσαν λιμασμένα. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε πως το στήθος του θα έσκαγε. Ενεργοποίησε τη γεννήτρια κι επέστρεψε στην κουζίνα με σκοπό να ολοκληρώσει το λιτό του βραδινό. Δυστυχώς, παρείχε ρεύμα μόνο στο δωμάτιο στην κορυφή του φάρου, οπότε ήταν αναγκασμένος να φάει στα σκοτεινά, υπό το χλωμό φως τριών κεριών που κατάφερε να ανακαλύψει σε ένα συρτάρι. Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται επίμονα το δολοφόνο που είχε δραπετεύσει. Προσπάθησε να θυμηθεί ποιο σταθμό άκουγε προτού κοπεί το ρεύμα. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν τοπικός ή Αθηναϊκός. Από τη μία, ήταν απίθανο για έναν τοπικό σταθμό να παίζει κλασσική μουσική. Από την άλλη, η καταιγίδα θα απέτρεπε την εκπομπή σήματος από την Αθήνα μέχρι εκεί. Ο αέρας έξω λυσσομανούσε, χτυπώντας αλύπητα τους τοίχους και τα παράθυρα του φάρου. Τα τριξίματα θύμιζαν περισσότερο από ποτέ ανθρώπινα βογκητά και τα κύματα βρυχώνταν αγριεμένα. Για μια στιγμή, φοβήθηκε πως ο φάρος θα κατέρρεε πάνω του, παρασέρνοντάς τον στον παγωμένο, σκοτεινό βυθό της θάλασσας όπου κανείς ποτέ δεν θα τον έβρισκε. Πόσος καιρός θα περνούσε, άραγε, μέχρι κάποιος να συνειδητοποιήσει τι του είχε συμβεί; Αν ήταν το επόμενο θύμα αυτού του δραπέτη, ποιος θα νοιαζόταν πραγματικά; Ποιος θα έκλαιγε για χάρη του; Ξαφνικά, οι τοίχοι γύρω του έμοιαζαν φτιαγμένοι από χαρτί που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σκίσει καταβάλλοντας την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Πόσο λίγα τον χώριζαν από τη λήθη! Πέτρες πάνω σε πέτρες˙ ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα καταδικασμένο στη φθορά. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Αυτή τη φορά θα έβρισκε κάποιον να περιμένει; Ή μήπως ήταν κάποιο κακό στοιχειό που έπαιζε με το μυαλό του; Ίσως όχι στοιχειό, ψιθύρισε μια φωνή μέσα του. Ούτε κοράκι. Ίσως κάποια που γύρισε από τους νεκρούς γιατί η αγάπη της για σένα ήταν τέτοια που ούτε ο θάνατος δεν μπορούσε να την κρατήσει. Αλλά η αμφιβολία δεν άργησε να τρυπώσει ύπουλα στο νου του. Αν όντως ο σταθμός ήταν τοπικός; Αν ο μυστηριώδης, νυχτερινός επισκέπτης δεν ήταν άλλος από το δολοφόνο που έψαχναν οι αρχές; Ο Άρης μπορεί να λάτρευε τα βιβλία, όμως γνώριζε πως ο κόσμος δεν λειτουργούσε όπως στα μυθιστορήματα. Εκεί, ένας κατάδικος μπορεί να γινόταν ευεργέτης κάποιου νεαρού με μεγάλες προσδοκίες ή δήμαρχος μιας πόλης, αλλά οι πραγματικοί κατάδικοι ήταν επικίνδυνοι. Σηκώθηκε με επιφύλαξη και, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιήσει, έπιασε με το ένα του χέρι το φακό και με το άλλο ένα μαχαίρι. Προχώρησε προς την πόρτα αργά και διστακτικά. Μια κίνηση στην περιφέρεια της όρασής του τον έκανε να τιναχτεί απότομα κι αναγκάστηκε να δαγκώσει με δύναμη τα χείλη του προκειμένου να μην προδώσει την παρουσία του. Λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, αποτόλμησε να κοιτάξει. Σχεδόν περίμενε να δει τα πλάσματα να του ορμάνε, με τα σαγόνια τους ορθάνοιχτα και τα κόκκινα, πεινασμένα μάτια τους να βλέπουν μέχρι τα τρίσβαθα της ύπαρξής του. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί πέρα από τη σκιά του. Όποιος κι αν ήταν στην πόρτα, συνέχισε να χτυπάει. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός κι ο ρυθμός του αργός και σταθερός, όμοιος με τους χτύπους μιας νεκρής καρδιάς. Από τα βάθη του φάρου, οι τριγμοί συγχρονίστηκαν με τα χτυπήματα. Ο Άρης ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για κάποιου είδους σημάδι. Στο διήγημα του Πόε, η καρδιά του γέρου χτυπούσε για να φανερώσει στον κόσμο ποιος ήταν ο δολοφόνος του. Μήπως ο τρόπος με τον οποίο χτυπούσε την πόρτα ο ξένος μαρτυρούσε αντίστοιχα τη δική του ιδιότητα; Αυτό ήταν. Ναι, αναμφίβολα, αυτό ήταν. Στην οποία περίπτωση, μονάχα ο αιφνιδιασμός θα μπορούσε να τον γλιτώσει από το δολοφόνο δεκατεσσάρων αντρών. Ουρλιάζοντας κάτι ακατάληπτο, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και κατέβασε το μαχαίρι του στο στήθος του άντρα που στεκόταν εκεί. Τι παράξενο, ο δραπέτης έμοιαζε στον Κώστα. Ή μήπως είχε φορέσει το πρόσωπό του για να τον ξεγελάσει; Μέσα στο σκοτάδι, είδε τα μάτια του δολοφόνου-Κώστα να λάμπουν κόκκινα και πεινασμένα κι ευθύς αναγνώρισε ένα από τα πλάσματα που ζούσαν στους τοίχους. Εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησε πως είχε δίκιο εξαρχής˙ ο φάρος θα ήταν η σωτηρία του. Για πρώτη φορά μετά το θάνατο της γυναίκας του, αισθανόταν τόσο έντονη την ανάγκη να ζήσει. Όχι, δεν ήταν ακόμη έτοιμος να τη συνοδεύσει στην ανυπαρξία. Δεν θα έδινε σ’εκείνο το δαιμονισμένο μέρος την ικανοποίηση πως είχε καταφέρει να τον νικήσει. Δεν θα λύγιζε, δεν θα παραδινόταν. Μαχαίρωσε τον άντρα ξανά και ξανά, γελώντας με ευφορία. Ήταν ζωντανός. Ζωντανός! Edited December 15, 2013 by elgalla 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted December 15, 2013 Share Posted December 15, 2013 (edited) Πάρα πολύ ωραία ιστορία. Κατάφερα να βρω αναφορές στον Λάβκραφτ και φυσικά στον Πόε. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως υπάρχει μια αναφορά κάπου στο σημείο που λέει «Εκεί ένας κατάδικος ... επικίνδυνοι.» αλλά δεν το έχω διαβάσει. Μου άρεσε το τέλος με την παράνοια του ήρωα και πιστεύω πως δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Συνολικά μου άρεσε πολύ. Ανυπομονώ για το επόμενο! Αλήθεια, δεν μου αξίζει λουκουμάκι, αλλά πως τα πήγα με τις αναφορές; Edited December 15, 2013 by wonderergr 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted December 15, 2013 Author Share Posted December 15, 2013 Πάρα πολύ ωραία ιστορία. Κατάφερα να βρω αναφορές στον Λάβκραφτ και φυσικά στον Πόε. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως υπάρχει μια αναφορά κάπου στο σημείο που λέει «Εκεί ένας κατάδικος ... επικίνδυνοι.» αλλά δεν το έχω διαβάσει. Μου άρεσε το τέλος με την παράνοια του ήρωα και πιστεύω πως δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Συνολικά μου άρεσε πολύ. Ανυπομονώ για το επόμενο! Αλήθεια, δεν μου αξίζει λουκουμάκι, αλλά πως τα πήγα με τις αναφορές; Ευχαριστώ! Πολύ καλά τα πήγες, θα σου δώσω 3/4 από λουκουμάκι! Στον Λάβκραφτ υπάρχει μία αλλά εμμέσως, δεν είχα αυτόν στο μυαλό μου, αλλά διήγημα άλλου συγγραφέα, το οποίο όμως έχει πάρει το συγκεκριμένο στοιχείο από τη μυθολογία του Λάβκραφτ. Στον Πόε υπάρχουν τρεις -και μισή- και υπάρχουν κι άλλες δύο από κλασσική λογοτεχνία στο σημείο που λες. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
AlienBill Posted December 15, 2013 Share Posted December 15, 2013 Εγώ την είχα διαβάσει στο blog σου και την βρήκα πολύ καλή και ατμοσφαιρική ιστορία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted December 22, 2013 Share Posted December 22, 2013 Γενικά ήταν μια ευχάριστη ιστορία. Έπλασες μια ωραία ατμόσφαιρα, σκοτεινή και κλειστοφοβική και την έντυσες με όμορφες περιγραφές. Ο ήρωας σου φαινόταν ζωντανός και καθόλου χάρτινος. Η φράση ''Είχε χάσει το δρόμο του μέσα στην άβυσσο κι ίσως ένας φάρος να τον βοηθούσε να τον ξαναβρεί'' ήταν γαμάτη. Αυτό που δεν μου άρεσε, όχι ότι ήταν κακό αλλά εγώ προσωπικά το ήθελα έτσι, ήταν ότι περίμενα να αντιμετωπίσει κάποιο δαιμονικό πλάσμα, κάποιο στοιχειό και όχι κάποιον δραπέτη. Και πάλι όμως το ότι τον έκανες να είναι όλα στο μυαλό του ήταν υπέρ σου κι έφτιαξες ένα δυνατό φινάλε, απλά λίγο γρήγορο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 23, 2013 Share Posted December 23, 2013 Είναι κατόρθωμα το πως τόση πλοκή χώρεσε σε 2000 λέξεις. Αυτό έχει ένα τίμημα βέβαια, αφού στο πρώτο μισό ο ρυθμός σκονταφτει συνέχεια όσο σταματάς την αφήγηση για να μας εξηγήσεις το background της ιστορίας. Κάποιος άλλος ίσως να ξεκινούσε κατευθείαν με τη καταιγίδα και να πέταγε αναφορές στο background, αλλά είναι περισσότερο θέμα στυλ (εγώ προτιμώ τη δεύτερη προσέγγιση). Μου άρεσε πολύ το φινάλε όμως, είναι εξαιρετικό και σχεδόν καταλαβαίνεις πώς ο ήρωας φτάνει εκεί, θα σήκωνε ίσως όμως λίγο περισσότερη έμφαση στην ταραχή του πρωταγωνιστή. Η τελευταία παράγραφος είναι εξαιρετική. Ένα πραγματολογικό: Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν τοπικός ή Αθηναϊκός. Από τη μία, ήταν απίθανο για έναν τοπικό σταθμό να παίζει κλασσική μουσική. Από την άλλη, η καταιγίδα θα απέτρεπε την εκπομπή σήματος από την Αθήνα μέχρι εκεί. Οι Αθηναϊκοί σταθμοί στην επαρχία χρησιμοποιούν πάντα αναμεταδότη αν μιλάμε για FM. Ίσως και στα Μεσαία αν και σε αυτό δεν είμαι 100% σίγουρος Από λογοτεχνικές αναφορές: δύο στον Ποε (Κοράκι και Μαρτυρίαρα καρδια), μία στον Ντίκενς (Μεγάλες Προσδοκίες) και μία στον Ουγκό (Οι Άθλιοι). Και μία αθέλητη μάλλον στον Ντίνο Κέλλη (Το φως μέσα μου) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted December 23, 2013 Author Share Posted December 23, 2013 Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια, παιδιά! @gismofbi ο τρόμος της καθόδου στην τρέλα είναι κάτι που με γοητεύει, ίσως λόγω επαγγέλματος, ίσως επειδή απλά μου φαίνεται πως το να μην μπορείς να εμπιστευτείς το μυαλό και την αντίληψή σου είναι μακράν χειρότερα από οποιοδήποτε φανταστικό τέρας, δεν ξέρω. Το φινάλε όντως παίρνει λίγη ανάπτυξη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν υπάρχει πλέον λόγος να μείνει η ιστορία αυστηρά στις 2000 λέξεις. @nihilio λοιπόν, αυτήν την ιστορία την έγραψα σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη ξεκινούσε από το θάνατο της γυναίκας του, αλλά όταν την τέλειωσα μου φάνηκε πολύ γραμμική και είπα να την ξεκινήσω in media res. Η δεύτερη ξεκινούσε πράγματι από την καταιγίδα, αλλά μου βγήκε πολύ πιο έντονο το πρωτόγονο κομμάτι σε σχέση με το κλειστοφοβικό. Δηλαδή, επικεντρωνόταν πιο πολύ στο πώς τον βασάνιζαν τα στοιχεία της φύσης γύρω του παρά στο πώς τον βασάνιζε το κλειστό και απομονωμένο περιβάλλον του φάρου. Επειδή το θέμα του διαγωνισμού ήταν "κλειστοί χώροι", κατέληξα σ'αυτήν την εκδοχή που διαβάσατε και που ήταν η τρίτη. Βέβαια, τώρα που δεν παίζει αυτό το πρόβλημα, τίποτα δεν με εμποδίζει να το ξαναδουλέψω δίνοντας βάση στα σημεία που θέλω. Όπως τα λες για τους αναμεταδότες, η αλήθεια είναι πως το έγραψα έτσι με το σκεπτικό ότι μέσα στην όλη κατρακύλα της λογικής του έβρισκε τροφή για την παράνοιά του παντού, ακόμη και σε σκέψεις που δεν στέκουν κι αμφέβαλλε για τα πάντα. Αλλά τώρα που το ξανακοιτάω, μάλλον δεν υπήρχε λόγος, είναι πιο έντονα προφανές παρακάτω έτσι κι αλλιώς. Υ.Γ. Με το που είδα το promo του βιβλίου με το φάρο στο εξώφυλλο σκέφτηκα το ίδιο ακριβώς. Δεν το έχω διαβάσει πάντως, χεχ. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Turambar Posted December 23, 2013 Share Posted December 23, 2013 Πολύ ενδιαφέρον κείμενο, μου άρεσε το ότι κατάφερες να πεις όλα όσα έπρεπε μέσα σε τόσο λίγες λέξεις, χωρίς να δημιουργείται η εντύπωση ότι κάτι λείπει. Γενικά, το σενάριο και το σκηνικό που χρησιμοποιείς δεν παρουσιάζουν μεγάλη πρωτοτυπία, αλλά δεν έχει καμία σημασία, γιατί τα χειρίζεσαι ικανότατα. Μου άρεσε το τέλος, ομολογώ ότι δεν το περίμενα. Μικρή λεπτομέρεια, αλλά τελικά τι έπαιζε με το ραδόφωνο; Όχι ότι έχει σημασία, απλά μου έμεινε. Επίσης έχω μεγάλη αδυναμία στις αναφορές, οπότε μου άρεσε που υπάρχουν μπόλικες (εντόπισα Πόε, Λάβκραφτ και Ουγκό). All in all, πολλή καλή δουλειά. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted December 23, 2013 Author Share Posted December 23, 2013 Ευχαριστώ! Διακοπές λόγω της καταιγίδας, τίποτα ιδιαίτερο φοβάμαι! Όπως έγραψα και παραπάνω, στον Λάβκραφτ ήταν τελείως κατά λάθος -είχα στο μυαλό μου το διήγημα The Hounds of Tindalos όταν το έγραφα και κατόπιν εορτής είδα ότι τα συγκεκριμένα πλάσματα ανήκουν στο Cthulhu Mythos. Πόε, βέβαια, μπόλικο από δαύτον, και Ουγκό και Ντίκενς, που ανέφερε κι ο Nihilio παραπάνω αλλά μέσα στη νύστα μου χτες το βράδυ ξέχασα να το γράψω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted October 23, 2015 Share Posted October 23, 2015 Ατμοσφαιρική, κλειστοφοβική ιστορία που μου άρεσε πολύ. Πολύ καλές περιγραφές, "είδα" με κάθε λεπτομέρεια τον φάρο, και η σταδιακή μετάβαση του ήρωα στην παράνοια, είναι πολύ καλά δοσμένη! "Κοράκι" και "Άθλιοι" οι αναφορές που εντόπισα. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted October 23, 2015 Author Share Posted October 23, 2015 Πωπω, πού το ξέθαψες αυτό άτιμε! Ευχαριστω πολύ, χαίρομαι που σου άρεσε :-) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted May 10, 2016 Share Posted May 10, 2016 Μου φαίνεται εντυπωσιακό ότι γράφτηκε ιστορία με τίτλο ο Φάρος κι εγώ δεν την είχα πάρει χαμπάρι. Ύστερα βλέπω βέβαια την ημερομηνία που γράφτηκε και λεω “α, ναι, στρατός”. Τέλος πάντων!Διάβασα την ιστορία στην επιστροφή από τη δουλειά, και απορώ για το πώς δεν μπήκε στο “Κλειστοί Χώροι”. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά για τις αναφορές, όμως λέω με σιγουριά πως είναι ένα love letter προς τον Ποε με τα περισσότερα στοιχεία να χτυπούν ακριβώς όπως πρέπει τον αναγνώστη. Η ατμόσφαιρα που ήθελες να πετύχεις λειτουργεί, και ο σταδιακός “χαμός” του ήρωα βγαίνει πολύ καλά. Ισχύει ότι το πρώτο μισό σηκώνει ένα κάποιο άπλωμα, και αυτό είναι η μοναδική αλλαγή στην οποία θα σε παρότρυνα. Ύστερα από 3 χρόνια, νομίζω μια επιστροφή στον φάρο χωρίς όρια λέξεων δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Billandros Posted February 2, 2017 Share Posted February 2, 2017 (edited) Λοιπόν, ειλικρινά δε θυμάμαι από πότε είχα να ανατριχιάσω τόσο πολύ όσο στην τελευταία σκηνή αυτής της ιστορίας! Πραγματικά! Ένας απομονωμένος φάρος, μισή ώρα με το αυτοκίνητο από το κοντινότερο χωριό! Τι πιο κατάλληλο σκηνικό για μια απίθανη ιστορία τρόμου! Και μάλιστα στην Ελλάδα, που έχουμε αμέτρητους φάρους, από τη μια άκρη ως την άλλη! Προσωπικά προτιμώ τις ιστορίες τρόμου που δεν περιέχουν μεταφυσική. Έτσι είναι και η συγκεκριμένη, χειρίζεται αποκλειστικά και μόνο την ψυχολογία του πρωταγωνιστή. « Ο ήχος (των χτυπημάτων στην πόρτα) ήταν εκκωφαντικός κι ο ρυθμός του αργός και σταθερός, όμοιος με τους χτύπους μιας νεκρής καρδιάς»… ίσως η πιο ζοφερή στιγμή! Very nice, μπράβο! Edited February 2, 2017 by Billandros 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted February 3, 2017 Author Share Posted February 3, 2017 @DinMacXanthi Βλέπω τώρα πως η ιστορία είναι μικρότερη από 2.000 λέξεις και εντυπωσιάζομαι που κατάφερε και χώρεσε αδιαμαρτύρητα, η καημένη. Θέλω κι εγώ να επιστρέψω στον Φάρο σύντομα, μιας και είναι ένα διήγημα που αγαπώ ιδιαίτερα, για διάφορους λόγους - κυρίως γιατί είναι, ακριβώς, ένα ερωτικό γράμμα. @Billandros Χαίρομαι που σου άρεσε και σε ανατρίχιασε, αυτό σημαίνει πως πέτυχε τον στόχο της! Σας ευχαριστώ και τους δύο για τα καλά σας λόγια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted April 28, 2017 Share Posted April 28, 2017 Ωραίος ο χαρακτήρας, πετυχημένα δοσμένος, συνεπής, ταιριαστός με την ιστορία. Ωραίο και το γράψιμο. Μου φάνηκε ένα κλικ κάτω από το τωρινό σου, αλλά στέκεται μια χαρά. Βασικά χωράει λίγη οικονομία σε μερικά σημεία για να κυλάει καλύτερα, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Ίσως λειτουργούσε καλύτερα μια δυνατή σκηνή μιας νύχτας, αντί για την περιγραφή της γενικής κατάσταση κι ας μην γινόταν τίποτα, ώστε να προετοιμάσει την σκηνή, αν και δεν είμαι σίγουρος. Πάντως το κείμενο ως τη σκηνή δεν με κούρασε, απλώς δεν με έβαλε τόσο μέσα στην ατμόσφαιρα. Από την άλλη έτσι ίσως να ήθελες περισσότερες λέξεις, ενώ τώρα δουλεύει καλά το μέγεθος. Το «όμοιο με τους χτύπους νεκρής καρδιάς» με πέταξε εκτός, κάν’ την ετοιμοθάνατη. Και μάλιστα όταν ακολουθεί πρόταση-διαμαντάκι. Δεν ξέρω πόσες αναφορές έπιασα, πάντως το γεγονός πως καμιά δεν μου άναψε γλόμπο ότι το εξανάγκασες, σημαίνει πως το έκανες καλά. Το τέλος ωραίο και πειστικότατο και ειδικά το γράψιμο στο τέλος είναι σούπερ –αν και μου θύμισε λίγο το ανέκδοτο με τον γρύλο. Μια όμορφη ιστορία. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.