aScannerDarkly Posted December 25, 2013 Share Posted December 25, 2013 (edited) Γιορτές που είναι, είπαμε να σας κάνουμε ένα δωράκι. Δεκατρείς ερωτήσεις για δεκατρείς σκοτεινές ιστορίες 1. Συγχαρητήρια για το πρώτο σου βιβλίο. Ξέρω ότι το υλικό του προέρχεται από προσπάθειες πολλών ετών. Τώρα που το βλέπεις στο χαρτί, θεωρείς ότι αυτό είχες στον νου (έστω κατά βάθος) σου από τότε που πρωτοέγραψες κάποιες από αυτές τις ιστορίες; Μάλλον κατά πολύ βάθος. Κατά τη διάρκεια της γραφής των περισσότερων ιστοριών δεν είχα ποτέ σε κάποιο ενεργό κομμάτι του εγκεφάλου ότι θα καταλήξουν να εκδοθούν σε προσωπική συλλογή. Λόγοι για να γεννηθούν ιστορίες ήταν κάποιος διαγωνισμός, μια ιδέα που σφηνώθηκε στο κεφάλι και έπρεπε να βγει, ένα «κακό» όνειρο, μια περίοδος έμπνευσης. Το να γράφω ένα διήγημα και να σκέφτομαι «αυτή η ιστορία θα γίνει μέρος βιβλίου» είναι κάτι που δεν έχω συνηθίσει και θα μπορούσα να πω ότι σε ένα βαθμό με μπλοκάρει κιόλας. Είχα μάλιστα μείνει έκπληκτος, λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ο καθηγητής μου στο μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής μου είχε πει «η ιστορία αυτή (το “Mε τα μάτια ανοιχτά”) θα άξιζε να βρίσκεται μέσα σε μια προσωπική συλλογή διηγημάτων». Ίσως ήταν η πρώτη στιγμή που το σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Παρ’ όλα αυτά, όταν αποφάσισα να τις μαζέψω και να πω ότι αυτές οι ιστορίες θα γίνουν συλλογή, η ιδέα του τελικού βιβλίου, όσο αόριστη κι αν ήταν τότε, με βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στις διορθώσεις. Σ’ εκείνες τις ατέλειωτες ώρες διορθώσεων και επιμέλειας των ιστοριών, ήταν μια ευχάριστη σκέψη που βοηθούσε να συνεχίζω, λέγοντας πως αξίζει ο κόπος και υπάρχει μια κατάληξη. 2. Το βιβλίο είναι τρόμου, αλλά όχι και εντελώς. Περιλαμβάνει ένα διήγημα που ανήκει ξεκάθαρα στην ΕΦ (Θέλω να δω), έναν σουρεαλιστικό εφιάλτη, τρομακτικό μεν, αλλά τελείως διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα (Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας!) και ένα ακόμα που είναι δύσκολα κατατάξιμο (Με τα μάτια ανοιχτά, ονειρεύτηκα φωτιά). Πώς αποφάσισες να βάλεις και αυτά δίπλα στα πιο τρομακτικά αδελφάκια τους; Εντάξει, οι ταμπέλες βοηθάνε ως ένα σημείο, αλλά δεν είναι ανάγκη να γινόμαστε δέσμιοί τους. Το βιβλίο έχει σαν υπότιτλο «δεκατρείς σκοτεινές ιστορίες». Οι τρεις εκ πρώτης όψεως πολύ διαφορετικές ιστορίες που αναφέρεις έχουν ένα σημαντικό κοινό, και ήταν ο λόγος που τις προσέθεσα αφήνοντας απ’ έξω διηγήματα καθαρού τρόμου όπως πχ το «Phantom limb» και το «Long hog», που είναι γνωστά στο SFF. Αυτή η επιλογή έχει να κάνει με τον θεματικό άξονα της συλλογής. Ένας από τους μεγαλύτερους ανθρώπινους φόβους/κομμάτι της ανθρώπινης φύσης είναι ο φόβος του άγνωστου, του ξένου, του μέλλοντος. Ό,τι μας περιμένει παραέξω, τριγύρω, μπροστά. Και οι 13 ιστορίες –συμπεριλαμβανομένων αυτών που ανέφερες– μοιράζονται το είδος χαρακτήρα στον οποίο έχω εστιάσει, εκείνον για τον οποίο μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω: τον ήρωα που έρχεται αντιμέτωπος με δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο και την κατανόησή του, αλλά προσπαθεί να τους επιβληθεί, να τις καταλάβει, να επιβιώσει. Κατά πόσο το καταφέρνει και σε ποιο βαθμό… άλλο ζήτημα! Αυτό άλλωστε δεν κάνουμε κι εμείς στην καθημερινότητά μας; Μπορεί να μην τα βάζουμε με δαίμονες και φαντάσματα, αλλά δεν μας περικυκλώνουν λιγότερο πραγματικοί φόβοι. Ήταν συνειδητή επιλογή το βιβλίο να παίζει σε πολλά υποείδη για να μην κουράζεται ο αναγνώστης και να έχει όρεξη να προχωρήσει παρακάτω, να δει τι τον περιμένει, αλλά ο κεντρικός άξονας είναι συγκεκριμένος και τον ακολουθώ στις ιστορίες της πρώτης αυτής συλλογής. Το φως είναι μέσα μας, γνωρίζουμε ως ένα βαθμό τον εαυτό μας και τις ικανότητές μας. Αλλά το σκοτάδι απλώνεται έξω, τριγύρω. Η ιστορία που κατά τη γνώμη μου είναι εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες, η ιστορία η οποία αντιστρέφει πλήρως αυτό το μοτίβο –αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο μπήκε, όχι επειδή ήταν αρκετά διαφορετική αλλά επειδή ήταν το ακριβώς αντίστροφο των υπολοίπων– είναι το ο «Κόλπος των ναυαγίων». Όλα είναι ανάποδα: ο ήρωας είναι ένα τέρας μεταξύ ανθρώπων και όχι το αντίστροφο, το τοπίο είναι ευχάριστο και ηλιόλουστο, οι άνθρωποι τριγυρνούν χαμογελαστοί και ούτω καθεξής. Κι εδώ φυσικά ο χαρακτήρας είναι μόνος και τα προβλήματά του είναι οι γύρω του... 3. Έχεις πει ότι ο Γέρος των Κοράκων βασίζεται σε πραγματικό σκωτσέζικο μύθο. Υπάρχουν άλλα παραδοσιακά στοιχεία που χρησιμοποιείς; Το «σολέκ» που αναφέρεται στο Lights out είναι κάτι υπαρκτό; Είναι αυτός ο λόγος που η ιστορία τοποθετείται στη Ζίλινα; Όταν ήμουν μικρότερος, λάτρευα να τη μυθολογία και λαογραφία άλλων λαών, και αυτό μου έχει μείνει και τώρα που έχω στραφεί περισσότερο στη λογοτεχνία. Πάντως δεν θυμάμαι να έχω ξεκινήσει ποτέ ιστορία με βάση κάποιον μύθο. Αυτό συνήθως έρχεται στην πορεία όσο ζυμώνεται η πλοκή. Π.χ. το διήγημα που ανέφερες, «Ο γέρος των κοράκων», ξεκίνησε από την εξής απλή ιδέα: «ένα αγόρι φοβάται το σκιάχτρο έξω από το παράθυρό του». Τα υπόλοιπα προστέθηκαν στην πορεία, στις διορθώσεις, με ψάξιμο και πάει λέγοντας, μπολιάζοντας την ιστορία. Περί υπαρκτών στοιχείων θα μου επιτρέψεις να απαντήσω πιο γενικά: μου αρέσει να μπερδεύω μύθους και κομμάτια παραδόσεων από διαφορετικά μέρη. Θέλω και προσπαθώ το γραπτό να βγάζει την αίσθηση πως έχει βάση σε κάτι μεγαλύτερο από το ίδιο, κάτι παλιότερο. Κομμάτι παράδοσης. Αυτό φυσικά ενισχύεται όταν μπαίνουν υπαρκτά στοιχεία. Ας πούμε, οι γκρεμοί του Ντόβερ που αναφέρονται στο Τάλιθα Κούμι είναι υπαρκτό μέρος, ενώ το δάσος Μπλάκσι του ίδιου διηγήματος είναι βασισμένο στο Αοκιγκαχάρα της Ιαπωνίας. Και θέλω να μείνει η επίγευση ότι πριν τον Χειμώνα υπάρχουν χωρικοί που θα θάψουν ένα κοράκι στον bodach rocais, τον γέρο των κοράκων. Πως υπάρχουν μαστόροι που θα κάνουν ένα λαθάκι στα σχέδια ενός κτιρίου για να αφήσουν χώρο σε εκείνο το κάτι άλλο που ήταν εκεί πριν από εκείνους. Πόση πραγματικότητα υπάρχει μέσα τους; Σβήσε το φακό και άσε τις ακριβείς εξηγήσεις για άλλα είδη. Παραφράζοντας τον Στήβεν Κινγκ, «οι εξηγήσεις δεν έχουν πλάκα και πάνε κόντρα στην ποίηση του φόβου». 4. Χρησιμοποιείς αρκετά είδη τρόμου στο βιβλίο: γοτθικό, κθουλοειδή, κοσμικό, λιγάκι σπλάτερ· να υποθέσω ότι τα διαβάσματά σου κυμαίνονται από τα παραδοσιακά βιβλία του είδους μέχρι τη σύγχρονη παραγωγή; Μου αρέσει το διάβασμα σε όποιο είδος της λογοτεχνίας κι αν ανήκει, αν το βιβλίο έχει να προσφέρει κάτι (και τα περισσότερα συνήθως έχουν). Ο αγαπημένος μου ξένος συγγραφέας –Terry Pratchett– γράφει κωμικό φάντασυ. Πάντως, επειδή ο τρόμος είναι το είδος που ξεχωρίζω και έχω εστιάσει σ’ αυτό τα τελευταία χρόνια, το διαβάζω όσο περισσότερο γίνεται. Όπως υπάρχει αυτή η βεντάλια από υποείδη στα διηγήματα του βιβλίου, έτσι μου αρέσει να διαβάζω και διαφορετικές χρονικές περιόδους, διαφορετικό ύφος, διηγήματα και μυθιστορήματα. Δεν έχω πιάσει ποτέ έναν συγγραφέα για να εξαντλήσω μια κι έξω ολόκληρη ή τη σημαντικότερη βιβλιογραφία του. Αυτό που δεν με τρελαίνει είναι ο ρεαλιστικός τρόμος –αχ, ρε Κέτσαμ, με κατέστρεψες– κι έτσι η ιστορία του βιβλίου που κινείται σ’ αυτό το υποείδος είναι τελικά μαύρη κωμωδία. Παρ’ όλα αυτά, όταν έχω κάτι πολύ δυνατό στο νου μου, δύσκολα το προσπερνάω (σπόιλερ ήταν αυτό, γεροί να ‘μαστε). 5. Υπάρχει κάποιο/κάποια βιβλίο(-α) που σε έκανε, όταν το διάβασες, να πεις «θέλω να το κάνω κι εγώ αυτό»; Υπάρχουν ένα σωρό συγγραφείς που με έχουν στείλει αδιάβαστο και με άγγιξαν σαν συγγραφέα αλλά αν ρωτάς για τίτλο λογοτεχνικού βιβλίου, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο συγκεκριμένο που να είπα «αυτό θα κάνω» και να οδήγησε τελικά σε κάτι. Το βιβλίο που έπαιξε τελικά μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία της συλλογής ήταν το «Περί συγγραφής τρόμου» της H.W.A. Εκεί γίνεται ενδελεχής συζήτηση πάνω στον Τρόμο και κάθε κεφάλαιο μιλάει για διαφορετικά στοιχεία και υποείδη. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου μού έφερε όρεξη και έμπνευση για να γράψω κάποια από τα στιβαρότερα διηγήματα της συλλογής. 6. Κάποια από τα διηγήματα έχουν γραφτεί και στα Αγγλικά (κάποια, έχω την εντύπωση, πρώτα στα Αγγλικά), και μάλιστα έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες του εξωτερικού. Δεδομένου και του επαγγέλματός σου, νιώθεις την ίδια άνεση και στις δύο γλώσσες; Ποια χρησιμοποιείς περισσότερο στη συγγραφή; Η πρώτη γραφή των περισσότερων από τα διηγήματα της συλλογής ολοκληρώθηκε από το 2009 ως το 2011. Μέσα σε αυτό το διάστημα των περίπου 30 μηνών, πέρασα 12 στη Σκωτία, δουλεύοντας μάλιστα πάνω στη γραφή λόγω του μεταπτυχιακού μου. Όσο ήμουν εκεί, και χρησιμοποιούσα τα Αγγλικά, τόσο πιο εύκολο μού φαινόταν, με αποκορύφωμα το ομώνυμο κείμενο που όντως γράφτηκε πρώτα στα Αγγλικά και ήταν και το τελευταίο που έγραψα προτού επιστρέψω. Περισσότερο χρησιμοποιώ την Ελληνική, και σ’ αυτή γράφω πιο άνετα. Πάντως, όταν θέλω να ξεκολλήσω προσπαθώ να γράψω κάτι στα Αγγλικά. Είναι λες και χρησιμοποιεί διαφορετικό κομμάτι του μυαλού, και μια δεύτερη γνώμη από τον ίδιο σου τον εαυτό είναι πάντα χρήσιμη! Επίσης, κάποιες φορές η πρώτη γραφή μιας ιστορίας γίνεται στα Ελληνικά και η δεύτερη στα Αγγλικά. Δεν μιλάω για ακριβή μετάφραση, αλλά γράψιμο από την αρχή της ιστορίας. Βρίσκω ότι η ιστορία κερδίζει από αυτό. Ας πούμε το Φτυάρι, η πρώτη ιστορία της συλλογής, πρωτογράφτηκε στα Ελληνικά. Έπειτα γράφτηκε στα Αγγλικά και δημοσιεύτηκε ως Junkyard Cemetery στην ανθολογία Corpus Pretereo. Τέλος ξαναγράφτηκε στα Ελληνικά, με βάση το αγγλικό κείμενο κι αυτό είναι το κείμενο που κατέληξε στη συλλογή. Βλέπω αρκετές και σημαντικές αλλαγές από την πρώτη γραφή, κατ’ εμέ προς το καλύτερο. Αυτή τη διαδικασία την έχω ακολουθήσει σε αρκετά από τα κείμενα της συλλογής, γι'αυτό –σε συνδυασμό με τις διορθώσεις και την επιμέλεια– λέω πώς όσοι έχουν διαβάσει στο παρελθόν κάποια στην πρώτη γραφή τους, τους περιμένουν ευχάριστες εκπλήξεις. 7. Γιατί πιστεύεις ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που αποζητούν αυτό το αίσθημα του τρόμου και το ψάχνουν σε βιβλία και ταινίες; Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Θα μιλήσω για τους δυο που θεωρώ εγώ σημαντικότερους, ειδάλλως η απάντηση θα γίνει σεντόνι. Ο πρώτος είναι καθαρά χημεία, και ζητώ ήδη συγγνώμη από τους ειδικούς για την υπερ-απλούστευση που θα ακολουθήσει. Η αίσθηση φόβου πυροδοτεί αυτό που αποκαλούμε αίσθημα «fight or flight» στον άνθρωπο και απελευθερώνει στον οργανισμό αδρεναλίνη, ενδορφίνες και ντοπαμίνη, ουσίες που βοηθούν σε μια πραγματικά επικίνδυνη για τη ζωή κατάσταση – στην οποία κανείς φυσικά δεν θέλει να βρεθεί. Όταν όμως βρίσκεσαι σε ασφαλές περιβάλλον, πάνω από ένα βιβλίο ή μπροστά στην οθόνη, όλα αυτά τα χημικά καταλήγουν να σου προκαλούν ευφορία, ειδικά αφότου κλιμακωθεί ο φόβος στο κείμενο. Το ίδιο το μυαλό νιώθει πως ξεπέρασε μια δυσκολία επιτυχώς. Φυσικά, αυτό δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους, και ειδικά για τα παιδιά που δεν αντιλαμβάνονται το ίδιο εύκολα ότι βρίσκονται σε ασφαλές περιβάλλον και το «τέρας» στην οθόνη δεν μπορεί να τα πιάσει. Εκεί το μυαλό μπορεί να δημιουργήσει «τραύμα» αφήνοντας τελικά άσχημη αίσθηση που τα ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή τους. Ο άλλος λόγος είναι πιο ψυχολογικός και κοινωνικός: μας αρέσει ο τρόμος για τον ίδιο λόγο που στα παιδιά αρέσουν τα παραμύθια: τα παιδιά ξέρουνε ότι υπάρχουν δράκοι εκεί έξω· αυτό που θέλουνε να διαβάσουν πως οι δράκοι κατατροπώνονται κιόλας. Ο φόβος κι ο πόνος είναι συναισθήματα καθολικά σε όλο τον κόσμο. Συγχρόνως είναι και απόλυτα προσωπικά που δύσκολα μπορείς να τα μοιραστείς και να τα συνηθίσεις. Ξέρεις όμως ότι αργά ή γρήγορα θα τα βιώσεις. Διαβάζοντας γι’ αυτά, τα εξορκίζεις κατά κάποιο τρόπο, τα βλέπεις μέσα από τα μάτια κι άλλων ανθρώπων. Δεν χρειάζονται εξωραϊσμό αλλά κατανόηση. Βλέπεις δηλαδή ότι είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, και ότι μπορούν να υπερνικηθούν. Θεωρώ πως περισσότερο κακό μάς έχει κάνει τελικά το ευτυχισμένο τέλος στην τέχνη και οι μη-ρεαλιστικές προσδοκίες που δημιουργεί, παρά οι προειδοποιήσεις που μας δίνουν μέσα από τους συμβολισμούς των τεράτων και των φρικιών οι ιστορίες τρόμου. Όλα τα χρειαζόμαστε, όλα είναι κομμάτι μας. 8. Αφιερώνεις τη μεγαλύτερη ιστορία του βιβλίου στον παραλογισμό του πολέμου. Πιστεύεις ότι η ανθρωπότητα θα μάθει ποτέ (απ' το διήγημα, πάντως, φαίνεται πως όχι); Υπάρχει ένας εγγενής παραλογισμός σε μια αντιπολεμική ιστορία. Είναι σαν να προσπαθείς να σταματήσεις την πείνα γράφοντας για κάποιον που τρώει. Είναι τρόμος που δεν χρειάζεται τέρατα, και δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή ιστορία σε μια συλλογή τρόμου. Για αυτό χαίρομαι που, παρά τον ίδιο τους τον παραλογισμό, αυτές οι ιστορίες γράφονται και συνεχίζουν να γράφονται. Αναγνωρίζουμε ένα ανθρώπινο ελάττωμα και προσπαθούμε έστω. Δεν έχω αυταπάτες πως θα μάθουμε ποτέ, ούτε έκανα κάποια προσπάθεια να εξωραΐσω τον πόλεμο. Ελπίζω πάντως, ως ένα σημείο τουλάχιστον, πως συνολικά αυτά τα κείμενα μπορεί να προκαλέσουν ένα «Στάσου ρε γαμώτο, σκέψου, δες» σε εκείνους που έχουνε τη δύναμη να ξεκινήσουν μια σύρραξη. 9. Αν είχες μπροστά σου τον Λάβκραφτ, τον Κινγκ κι έναν/μία συγγραφέα ακόμα της επιλογής σου, και δικαιούσουν από μία ερώτηση στον καθένα, τι θα τους ρωτούσες; Θα ρωτούσα τον Κινγκ πού βρίσκει τη δύναμη να γράφει τόσο πολύ. Όχι την έμπνευση, ούτε τις ιδέες, αλλά την αντοχή. Αυτό που εμένα με πιάνει κατά καιρούς και γράφω ασταμάτητα χωρίς να κοιτάω τριγύρω, αυτός το κάνει καθημερινά εδώ και τέσσερις-πέντε δεκαετίες. Και το κάνει και τόσο καλά. Άξιο απορίας αλλά και θαυμασμού. Τον Λάβκραφτ τώρα θα τον ρωτούσα –μάλλον ουρλιάζοντας– πώς στον Κθούλου αναστήθηκε. Χμμ… Πέρα από την πλάκα, δεν έχω κάποια αληθινή απορία οπότε θα τον ρωτούσα πώς νιώθει που έχει καταλήξει να θεωρείται ο πατέρας ενός ολόκληρου υποείδους της λογοτεχνίας τρόμου κι αν τα πιστεύει αυτά που γράφει, έτσι για να λυθεί και ο προβληματισμός πολλών. Εγώ θα στοιχημάτιζα πάντως πως θα γελούσε και με τα δυο. Τον Μπάρκερ θα ήθελα να ρωτήσω γιατί απαρνήθηκε τον αγνό υψηλών οκτανίων τρόμο των διηγημάτων του. Μας λείπει. 10. Ποιο (ένα) χαρακτηριστικό θα ήθελες να κλέψεις απ' τον καθένα απ' τους παραπάνω; Από τον Κινγκ την επιμονή του κι από τον Μπάρκερ την ευχέρεια του λόγου. Από τον Λάβκραφτ αυτή την αίσθηση που βγάζουν τα γραπτά του ότι ανήκουν σε κάτι υπαρκτό, κάτι που ήταν, είναι και θα είναι. 11. Χρησιμοποιείς κατά κύριο λόγο ως σκηνικό σου χώρες του εξωτερικού. Θεωρείς ότι είναι πιο βολικές για να αποδώσεις την ατμόσφαιρα που επιδιώκεις; Έχει μήπως να κάνει με το ότι η περισσότερη λογοτεχνία του είδους είναι –αναπόφευκτα– ξενόγλωσση, κι αυτό επηρεάζει τους Έλληνες συγγραφείς; Έχοντας διαβάσει πολύ δυνατές ιστορίες από Έλληνες συγγραφείς, τοποθετημένες και εντός και εκτός της χώρας μας, καταλήγω στο συμπέρασμα πως αυτός ο προβληματισμός είναι τελικά εντελώς πλασματικός. Δεν είναι το μέρος που θα σε τρομάξει, ας διαδραματίζεται όπου θέλει η ιστορία αρκεί να εκπληρώνει τον σκοπό της. Στο βιβλίο έβαλα εκείνα που θεωρώ δυνατότερα και πιο ταιριαστά διηγήματα γι’ αυτό που ήθελα να παρουσιάσω. Έχω διηγήματα τρόμου που εκτυλίσσονται στην Ελλάδα· θα έπιαναν ένα σεβαστό κομμάτι του βιβλίου, το μισό και παραπάνω από το μέγεθός του. Πολύ απλά, θεώρησα ότι τα συγκεκριμένα δεν ταίριαζαν στο ύφος της συλλογής. Το μη ελληνικό τοπίο προσθέτει λίγο ακόμη στην αίσθηση αποξένωσης για την οποία μιλούσα νωρίτερα, δεν θέλω να δώσω κάτι γνώριμο στον αναγνώστη για να έχει να πιαστεί. Δεν έχω κάποιον άλλο σημαντικότερο λόγο. Ας πούμε, οι ιστορίες με τις οποίες καταπιάνομαι τον τελευταίο καιρό –και δεν είναι όλες τους διηγήματα– τοποθετούνται στην αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα. Εκεί έχω τους λόγους μου να τις τοποθετήσω εντός των τειχών κι ευελπιστώ να τις δείτε στο κοντινό μέλλον. 12. Δύο από τις ιστορίες είναι αρκετά χιουμοριστικές. Πιστεύεις ότι το χιούμορ έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο στοιχείο του τρόμου; Βλέπουμε πολλές ταινίες όπου τα ζόμπι, κυρίως, παρωδούνται, από το μέγιστο Braindead έως, πχ, το Shawn of the Dead. Όχι αναγκαία αναπόσπαστο αλλά μπορείς να δημιουργήσεις εκπληκτικούς συνδυασμούς ακόμα κι από φαινομενικά «ετερώνυμα» συναισθήματα. Ο τρόμος, ο ερωτισμός και η κωμωδία είναι τρεις πολύ κοντινές χορδές στο μυαλό του ανθρώπου. Όλα έχουν να κάνουν με την αίσθηση ευφορίας που τελικά μας προκαλούνε τα παραπάνω τρία, χρησιμοποιώντας τους ίδιους μηχανισμούς κι ας είναι από διαφορετικά ρεφλέξ. Γι’ αυτό υπάρχουν συγγραφείς σήμερα όπως ας πούμε ο Edward Lee με τα «Γυναίκες με τα μαύρα» και «τραμ 1852», ή ο David Wong με το ανεπανάληπτο «John Dies at the End», που σε οριζοντιώνουν από τα γέλια και στην ίδια σελίδα σε κάνουν να φρικάρεις από τον τρόμο. Λατρεύω την κωμωδία και μου αρέσει να τη χρησιμοποιώ. Άλλωστε αυτό που θέλω είναι το κείμενο να ευχαριστήσει τον αναγνώστη, όχι να του χαλάσει τη διάθεση. 13. Ο τρόμος ασχολείται αναπόφευκτα πάρα πολύ με τον θάνατο. Πιστεύεις πως είναι ένας τρόπος του ανθρώπου να ξορκίζει τον αιώνιο φόβο του γράφοντας γι' αυτόν, τραβώντας τον στα άκρα ή παρωδώντας τον; Είναι η ίδια απάντηση με προηγούμενη ερώτησή σου, γιατί οι άνθρωποι αποζητούμε τον τρόμο. Όλα είναι κομμάτι της ζωής και ο θάνατος το ίδιο. Η απώλεια –πόσο μάλλον η τόσο τελειωτική απώλεια όπως ο θάνατος– είναι ίσως το πιο δυσβάσταχτο φορτίο που έχουμε να σηκώσουμε σαν άνθρωποι, και δυστυχώς θα πρέπει να το υπομείνουμε όλοι μας. Πολλά διηγήματα της συλλογής αγγίζουν αυτό ακριβώς το ζήτημα, την αποδοχή. Είναι το θέμα που με ενδιαφέρει περισσότερο σαν συγγραφέα και με αυτό καταπιάνομαι στα γραπτά μου. Ευχαριστώ και πολλά συγχαρητήρια και πάλι. Κι εγώ ευχαριστώ θερμά, το φόρουμ μας και όλα τα μέλη του. Όπως γράφω και στις ευχαριστίες της συλλογής, χωρίς την καθημερινή τριβή της παρέας αυτής τα τελευταία χρόνια, το βιβλίο ίσως να μην υπήρχε καν. Κι εγώ θα ήμουν φτωχότερος από πολλές απόψεις. Ελπίζω το βιβλίο να σας ευχαριστήσει και να είναι άξιο του αναγνωστικού σας χρόνου. Χαρούμενες γιορτές σε όλους! Edited May 3, 2020 by Spark Μειώθηκε λίγο η απόσταση μεταξύ των ερωτήσεων και των απαντήσεων. 7 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.