giorgos lagonas Posted December 29, 2013 Share Posted December 29, 2013 Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος ΛαγκώναςΕίδος: φαντασίαςΒία; ΌχιΣεξ; ΝαιΑριθμός Λέξεων: 2730Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: δεν είναι ακριβώς τρόμου, αλλά δεν ήξερα πού αλλού να την βάλω, επιπλέον ήθελα να είναι όλα μου τα κείμενα μαζί στο ίδιο μέρος. Γράψτε, αν δεν σας είναι κόπος, και κανένα σχόλιο, προς τέρψη της ανασφάλειας του συγγραφέα! Αυτά. Μικρή Πόλη Έφτασα στην μικρή πόλη πριν ακόμη βγει ο ήλιος. Περπάτησα στις έρημες πλατείες και στους άδειους δρόμους, προσπερνώντας σηματοδότες που έβαφαν την ομίχλη πράσινη και κόκκινη. Και ήταν η ομίχλη της μικρής πόλης πηχτή, πανταχού παρούσα, παράξενη, πλανεύτρα. Κυλούσε σε ληθαργικά κύματα, σκέπαζε αυτά που κρύβονταν στο βάθος των στενών και εξαπατούσε τον ταξιδευτή συρρικνώνοντας τους ορίζοντές του και κάνοντας την μικρή πόλη ψευδώς να φαντάζει μεγάλη, ασαφής και ατέλειωτη. Περπάτησα στο σκοτάδι, δίπλα σε άδειες βιτρίνες, περιμένοντας να βγει ο ήλιος και να ξυπνήσει την μικρή πόλη, να κάνει τους κατοίκους της να ξεπροβάλλουν από σπίτια με σφαλιστά παραθυρόφυλλα και να τους στείλει στο δρόμο, σαν κύτταρα που κυλούν στις φλέβες και μεταφέρουν ζωή. Κάθισα σε ένα νυσταγμένο ξενυχτάδικο στην κεντρική πλατεία και παράγγειλα έναν καφέ. Τύλιξα την κούπα με τα χέρια μου για να τα ζεστάνω, όπως τότε. Ψηλά, στο μπαλκόνι ενός σπιτιού, ουρές από σερπαντίνες σάλεψαν και πολύχρωμος χαρτοπόλεμος ταξίδεψε με τα κύματα της ομίχλης, περιπλανήθηκε πάνω από τις πλάκες του πεζόδρομου και τα ερείπια της αρχαίας αγοράς. Τα απομεινάρια του φοιτητικού πάρτι, τόσο ταιριαστού με τον χαρακτήρα της μικρής πόλης, συνόδευσε μια μουσική. Ένα περίγραμμα που με κάθε βήμα γινόταν πιο ξεκάθαρο, αναδύθηκε από την ομίχλη και πλησίασε. Ένας παλιάτσος, με ρούχα τριμμένα και ένα ψεύτικο λουλούδι με τσακισμένο μίσχο να πετάγεται από το πέτο του σακακιού του. Κρατούσε ένα μικροσκοπικό ακορντεόν. Περπατούσε σκυφτός και ήταν σαν τα κύματα της αχλής να ακολουθούσαν την κάθε του δρασκελιά. Άγνωστα ρεύματα παρέσυραν τις σερπαντίνες που κρέμονταν στο μπαλκόνι και νιφάδες χαρτοπόλεμου κόλλησαν στην φορεσιά και τυλίχτηκαν γύρω από τα παπούτσια του. Τι ένιωθε και τι σκεφτόταν ήταν άγνωστο, κλειδωμένο πίσω από το μακιγιάζ και τα ζωγραφισμένα μαύρα δάκρυα. Στην έκφρασή του νόμισα προς στιγμήν ότι αντίκρισα αυτό το απροσδιόριστο κάτι που βλέπω στον καθρέφτη για ένα παραμικρό κλάσμα, πριν η αντανάκλασή μου με κοιτάξει στα μάτια. Και ήταν η μουσική από το παιδικό όργανο που γήτευε την ομίχλη ανάμνηση και νοσταλγία, ήταν μια καραμέλα θλίψης με γλυκό περίβλημα. Η παλιά αμαξοστοιχία που με έφερε στην μικρή πόλη άνηκε ξεκάθαρα σε διαφορετικό αιώνα, σε μιαν άλλη εποχή. Χωρίς να είμαι σίγουρος γιατί, μου φάνηκε η πιο ταιριαστή επιλογή για το ταξίδι. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και μονότονη. Οι ώρες κυλούσαν. Το τοπίο επαναλαμβανόταν, άχρονο, ατέρμονο μέσα από το βρώμικο παράθυρο. Πεδιάδες με στάχια και χορτάρια που υποκλίνονταν στον άνεμο. Θάμνοι και ξερόχορτα σπάθιζαν το κρύο. Γέφυρες μοναχικές, βράχια και γκρεμοί και ήλιος. Το εσωτερικό της αμαξοστοιχίας ήταν βήματα στους διαδρόμους, σπρωξίματα, στρατιώτες με παλαιικές στολές, μαζεμένοι όλοι μαζί, κρυμμένοι στους καπνούς από φτηνά τσιγάρα. Τσιγγάνοι ρακένδυτοι με μάτια που γυάλιζαν σαν μαύροι βόλοι, ταξιδιώτες τυλιγμένοι στα παλτά και στη σιωπή τους. Και ολόγυρά μας, ο βήχας και η αγωνία της παλιάς ατμομηχανής, να βγάλει άλλο ένα ταξίδι, πριν σημάνει το τέλος της. Πήρα έναν καφέ και τύλιξα την κούπα με τα χέρια μου για να τα ζεστάνω, όπως τότε. Και μου φάνηκε η διαδρομή ατέλειωτη και η εγγύτητα με τον κόσμο ανυπόφορη. Έβγαλα το ρολόι και το έκρυψα στον πάτο της τσάντας μου. Μια αίσθηση ηρεμίας με διαπέρασε. Κάθισα πιο χαλαρά στην θέση μου. Με την άκρη του ματιού, αντίκρισα τον όγκο του ημερολογίου, όπως διαγράφονταν μέσα από την τσέπη του παλτού μου. Χωρίς να το κοιτώ, το απομάκρυνα ανήσυχος και το έστειλα να κάνει συντροφιά με το ρολόι. Έσπρωξα μακριά την εφημερίδα που διάβαζα για να περάσει η ώρα. Ένιωσα αμέσως πιο ανάλαφρος. Σαν αερόστατο που πέταξε τα περιττά βάρη, η διάθεσή μου φούσκωσε και ανυψώθηκε. Μου φάνηκε ο κόσμος μακρινός και σκέφτηκα πως ήταν πιο πιθανό να παρατηρώ, παρά να ζω όσα λάμβαναν χώρα γύρω μου. Και είδα τα πάντα σαν μέσα από ένα θολό γυαλί ή σαν να παρακολουθούσα μια κινηματογραφική ταινία εποχής και ήξερα ότι ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν και αυτό που έπρεπε να γίνει, γιατί σε λίγο η αμαξοστοιχία έφτασε ασθμαίνοντας στην μικρή πόλη και χαιρέτησε την νύχτα της με ένα εξουθενωμένο σφύριγμα. Ο παλιάτσος με προσπέρασε σκυφτός. Η ομίχλη άνοιξε και τον κατάπιε. Σερπαντίνες και κομμάτια χαρτοπόλεμου τον ακολούθησαν. Η μουσική του κρύφτηκε, μα δε χάθηκε ποτέ, μονάχα έγινε μέρος του πρωινού και υπόβαθρο στις σκέψεις μου. Επιχείρησα να τις βάλω σε μια σειρά και, με ανακούφιση, απέτυχα τελείως. Είχα το ρολόι και το ημερολόγιο ακόμα καταχωνιασμένο στην τσάντα μου. Διαπίστωσα ότι δεν είχα καμία πρόθεση να τα χρησιμοποιήσω. Ήπια τον καφέ και πλήρωσα. Μερικά αγόρια και κορίτσια βγήκαν τρεκλίζοντας από την εξώπορτα κάτω από το μπαλκόνι με τον γιορτινό στολισμό. Παραπατούσαν και κρατιόντουσαν μεταξύ τους για να μην πέσουν. Με προσπέρασαν τρεκλίζοντας. Τα γέλια και τα μουρμουρητά τους χάθηκαν πίσω από το πέπλο της ομίχλης και έσβησαν. Σηκώθηκα και ακολούθησα τον δρόμο από μνήμης. Σταμάτησα σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, ένα γκρίζο και καπνισμένο κτήριο, στριμωγμένο σε ένα στενό μαζί με άλλα τόσα πανομοιότυπα. Η διπλή πόρτα με τα ατέλειωτα στρώματα βαφής και το μπρούτζινο πόμολο μαρτυρούσαν την παλαιότητα του κτηρίου, που κάποτε υπήρξε αρχοντικό, πριν ξεπέσει και κομματιαστεί σε μικρά δωμάτια που νοικιάζονταν με ημιδιαμονή. Ο μικρός διάδρομος με τα αρχαία πλακάκια κατέληγε σε μια ξύλινη γυριστή σκάλα που σκαρφάλωνε στις σκιές και τη σιωπή των υπερκείμενων διαδρόμων. Πίσω από τον πάγκο, ο ξενοδόχος με κοίταξε σκεπτικός. - Γεια σας. Θα ήθελα ένα δωμάτιο παρακαλώ. - Έχεις ξανάρθει; Το πρόσωπό σου μου είναι γνωστό. - Δεν νομίζω. Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Αν έχω ξανάρθει, αυτό πρέπει να έγινε πολύ παλιά. Σήμερα έφτασα. - Για περίμενε... Έψαξε τα χαρτιά στο γραφείο του. Μου έδωσε ένα βιβλίο για να υπογράψω και μέσα από έναν κιτρινισμένο φάκελο έβγαλε ένα πλαστικοποιημένο κομμάτι χαρτί. - Ορίστε. Αυτή η ταυτότητα δεν είναι δικιά σου; Εσύ δεν είσαι αυτός στην φωτογραφία; - Ναι, μάλλον. Πρέπει να την ξέχασα παλιά. - Αυτός ο φάκελος κάθεται στα πράγματά μου τόσα χρόνια, τον βρίσκω συνέχεια ανάμεσα στα χαρτιά μου, κάθε τρεις και λίγο η ταυτότητα ξεγλιστράει από μέσα και πέφτει στο πάτωμα. Πρέπει να την έχω σηκώσει τόσες φορές, που έμαθα το πρόσωπό σου απέξω. Την κοίταξα με αδιαφορία. Ένας άλλος μου εαυτός, που ανήκε σε μια πολύ διαφορετική εποχή, έναν άλλο κόσμο, με κοίταξε κρυσταλλωμένος, μέσα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία. - Έλα λοιπόν. Τι την κοιτάς, πάρτη. - Δεν την χρειάζομαι. Μπορείτε να την πετάξετε. Δεν είναι πια δική μου. - Είσαι σίγουρος; - Ναι. Δεν την χρειάζομαι πια. Θα βγάλω άλλη. Ο ξενοδόχος με κοίταξε ακόμα πιο σκεπτικός. Ύστερα, με ένα αδιάφορο τίναγμα των ώμων που απευθυνόταν περισσότερο στον ίδιο, παρά σε εμένα, μου έδωσε το κλειδί του δωματίου. Σκαρφάλωσα την σκάλα. Κάτω από τα πόδια μου, άκουσα το τρίξιμο της σακούλας των σκουπιδιών, καθώς κατάπινε το πλαστικοποιημένο κομμάτι χαρτί. Περπάτησα στην ξεφτισμένη μοκέτα. Το βλέμμα μου πλανήθηκε στους ψηλοτάβανους διαδρόμους. Η πόρτα του δωματίου ήταν και αυτή παλαιά και περασμένη με αμέτρητα στρώματα χρώματος. Σκέφτηκα ότι όπως στο γέρικο δέντρο μπορείς να υπολογίσεις την ηλικία του μετρώντας τους ετήσιους δακτυλίους του, έτσι και στην μικρή πόλη αν υπήρχε ένας τρόπος να προσδιορίσεις τον χρόνο που πέρασε, αυτός θα ήταν ανάλογος με τα στρώματα μπογιάς που συσσωρεύονταν στα κτήρια, στις σφαλιστές πόρτες και τα παραθυρόφυλλα που χτυπούσαν στον αέρα και έσταζαν από την υγρασία που παρέσερνε η ομίχλη. Αναρωτήθηκα αν πράγματι θα υπήρχε ποτέ λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Ξεκλείδωσα την πόρτα. Το δωμάτιο, με εξαίρεση τα απολύτως απαραίτητα, ήταν κρύο και άδειο. Κρεβάτι, κομοδίνο, μια στενόμακρη ντουλάπα. Στις συρμάτινες κρεμάστρες που λικνίζονταν, κρέμασα τα ρούχα μου. Έκανα ένα μπάνιο για να ξεπλύνω την ταλαιπωρία του ταξιδιού και τις ώρες περιπλάνησης στην μικρή πόλη. Από το παραθυράκι της τουαλέτας, η ομίχλη σάλευε φασματική, φρουρούσε την νύχτα. Το κεντρικό παράθυρο του δωματίου ήταν κλειστό, τα παντζούρια του σφαλισμένα. Έπεσα στο κρεβάτι και κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Όπως τότε, που τα μοιραζόμουν με εκείνη. Τότε που οι μόνες λύσεις στον αδυσώπητο χειμώνα της μικρής πόλης ήταν μια κουβέρτα μοιρασμένη στα δυο. Η κούπα του καφέ που μας ζέσταινε τα χέρια. Η θέρμη του κορμιού της. Άνοιξα χωρίς λόγο το συρτάρι του κομοδίνου. Προς έκπληξή μου, αντί της κλασικής βίβλου με το φθαρμένο εξώφυλλο που βρίσκεις σε όλα τα παλιά ξενοδοχεία, υπήρχε ένα άλλο βιβλίο. Το άνοιξα – η χρυσοτυπία στη ράχη είχε σβήσει καθιστώντας τον τίτλο δυσανάγνωστο. Η πρώτη σελίδα έγραφε δυο λέξεις : Περί Φύσεως. Το ξεφύλλισα, διαβάζοντας αποσπασματικά τα αποφθέγματα του Ηράκλειτου. Θυμήθηκα την αρχαία αμαξοστοιχία, που υπήρξε αναμφίβολα ο πιο ταιριαστός τρόπος για να φτάσω στον προορισμό μου. Κατά απόλυτη αντιστοιχία, σκέφτηκα ότι οι σκέψεις του Σκοτεινού φιλόσοφου, ήταν αναμφίβολα το πιο ταιριαστό βιβλίο που θα μπορούσε να καραδοκεί σε ένα παραμελημένο συρτάρι της μικρής πόλης. Φαντάστηκα την ομίχλη απέξω σαν κάτι αιώνιο, να κρύβει, να παραλλάσσει, να ξεγελάει με μακάβρια μακαριότητα. Θυμήθηκα το αείζωον πυρ, την κοσμολογική σταθερά του φιλόσοφου να κινείται και να μεταμορφώνεται στο διηνεκές, σε μια ατέλειωτη κυκλική τροχιά κατά την οποία μεταλλάσσεται σε θάλασσα, κατόπιν σε γη και ξανά σε θάλασσα και όλο αυτό να συνεχίζεται ασταμάτητα, ξανά και ξανά και για πάντα. Προσπάθησα να σκεφτώ πώς θα μπορούσε κάτι να κυλάει στην αιωνιότητα και κατέληξα, έχοντας αποκλείσει όλα τα άλλα, σε μια αν μη τι άλλο κυκλική φύση, που επαναλαμβάνεται, έχοντας φαινομενικά διαφορετική μορφή, αναπόφευκτα επηρεασμένη από την εποχή και τις εκάστοτε συνθήκες, αλλά στην βάση της είναι πάντα ίδια, θεμελιωδώς σταθερή. Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν Συμπέρανα – όχι για πρώτη φορά – ότι όλα αλλάζουν και όλα μένουν τα ίδια, ότι η ζωή κάνει κύκλους, υπακούοντας σε ακατανόητους νόμους, παρόμοιους με αυτούς που ρυθμίζουν το στροβίλισμα της ομίχλης έξω από το κλειστό παράθυρο. Προσπάθησα να μετρήσω πόσοι διαφορετικοί κύκλοι της ζωής μου κύλησαν στην μικρή πόλη, αν ήταν ένας την κάθε φορά ή αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί σε παράλληλες τροχιές, καθώς και τι διαφορές φάσης μπορεί να χώριζαν τις εκάστοτε προσωπικές μου συμπαντικές διαδρομές. Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα, τυλιγμένος στα σκεπάσματα, αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι σαν να ήταν εκείνη στην θέση του, πριν ένας από αυτούς την παρασύρει στην απάνθρωπη τροχιά του. Ξύπνησα μέσα στην νύχτα. Το πρώτο μου ένστικτο ήταν να δω την ώρα, αλλά είχα ακόμα το ρολόι αφημένο στον πάτο της τσάντας, μαζί με το ημερολόγιό μου. Η πόρτα και το κεντρικό παράθυρο ήταν ανοικτά και η ομίχλη είχε μπει στροβιλίζοντας στο δωμάτιο. Από μέσα της ξεπρόβαλλε εκείνη, λουσμένη στο κρύο και την σκοτεινιά των παράξενων ωρών μετά τα μεσάνυχτα. Περπάτησε ξιπόλητη στο παγωμένο πάτωμα. Ήταν γυμνή, η άχλη την στεφάνωνε σαν νυφικό. Ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα μου, με πήρε αγκαλιά. Και το κοριτσίστικο κορμί ήταν ό,τι πιο όμορφο και αυτονόητο, το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να διώξει το χειμώνα της παλιάς πόλης. Μοιραστήκαμε την κουβέρτα, όπως τότε. Έμπλεξα τα δάχτυλά μου στα μαλλιά της, τα κύλησα στο πρόσωπό της. Ήξερα απέξω την κάθε του ιδιομορφία. Τα λεπτά φρύδια, τις μακριές βλεφαρίδες, τα μεγάλα μάτια που διάβαζαν την ψυχή μου. Χάιδεψα τα χείλη που τόσο σπάνια χαμογελούσαν, τις ψηλές παρειές, το πηγούνι. Το μικρό της στήθος ταίριαξε στην χούφτα μου σαν να είχε ανέκαθεν φτιαχτεί για αυτό τον σκοπό. Οι θηλές της είχαν γίνει μυτερές από το κρύο. Τις ζέστανα στο στόμα μου, κατηφόρισα στην κοιλιά που αντηχούσε τους αναστεναγμούς της. Μέσα από τα φιλιά, έγινε πέταλα που άνοιξαν, έγινε ένα λουλούδι που άνθισε στο σκοτάδι και η μυρωδιά του ήταν όλα όσα ήξερα και όλα όσα είχα αγαπήσει. Έγινε δική μου και μετά κοιμηθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ξύπνησα γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ήμουν μόνος. Το δωμάτιο ήταν ξανά ένα παλιό δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου ημιδιαμονής και τίποτα παραπάνω. Ντύθηκα και μάζεψα τα πράγματά μου. Στον καθρέφτη του μπάνιου αντίκρισα ξανά αυτό το απροσδιόριστο κάτι που χάθηκε πριν ο νυσταγμένος νους προλάβει να το καταγράψει. Η αντανάκλαση ενός γέρου με κοίταξε στα μάτια. Την είχα αγαπήσει όπως αγαπάει ένα παιδί. Τότε που η φωτογραφία στην παλιά ταυτότητα ήταν ακόμα πρόσφατη, τότε που ο μόνος τρόπος να αγαπάς ήταν σαν να μην γίνεται να κάνεις αλλιώς. Το παράθυρο και η πόρτα ήταν κλειστά. Κατέβηκα την γυριστή σκάλα και πλήρωσα τον ξενοδόχο. Πήρα ξανά τους δρόμους από μνήμης. Απομακρύνθηκα από το κέντρο. Άρχισα να ανηφορίζω στους λόφους που αγκάλιαζαν την μικρή πόλη. Περπάτησα σε δρόμους που έγιναν πετρόχτιστα μονοπάτια που φιδογύριζαν ανάμεσα στις πιο παλιές συνοικίες. Ανάμεσα στα διατηρητέα κτήρια, ατένισα την θάλασσα και την ομίχλη σαν παλίρροια να κυλάει στην μικρή πόλη και να καταπίνει τα χαρακτηριστικά της. Έφτασα στο παλιό σπίτι με την πόρτα που βροντούσε στον άνεμο. Σκόνη και σκουπίδια είχαν συσσωρευτεί στα εγκαταλειμμένα δωμάτια. Τα παλιά έπιπλα ήταν ξεκοιλιασμένα, με τα περιεχόμενά τους χαμένα από καιρό. Ξάπλωσα στο βρεγμένο στρώμα, το διαλυμένο κρεβάτι έτριξε. Μια σανίδα έσπασε κάτω από το βάρος μου, αλλά δεν με ένοιαζε. Με ένοιαζε ότι είχα αγαπήσει όπως μόνο ένα παιδί μπορεί και δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο. Τυλίχτηκα με το παλτό μου και κοιμήθηκα εξαντλημένος. Όταν ξύπνησα, ένα παχύ πάπλωμα με σκέπαζε. Το δωμάτιο είχε γίνει πάλι οικείο και όμορφο καθαρό και ζεστό. Το χάδι στο δέρμα από τις αγαπημένες μου παιδικές πιτζάμες. Κουκουλώθηκα, κυλίστηκα ανάμεσα στα σκεπάσματα, τεντώθηκα και χουζούρεψα ευτυχισμένος, μην θέλοντας ακόμα να σηκωθώ για πρωινό. Η πόρτα άνοιξε. Λεπτά βήματα και ένα βάρος που κάθισε στο πλάι. Χέρια μαλακά με αναζήτησαν μέσα από το πάπλωμα και τα τριζάτα σεντόνια. Η μάνα μου με αγκάλιασε και με φίλησε. Μην θέλοντας να μου χαλάσει το χατίρι, έφερε σε έναν δίσκο το πρωινό μου στο κρεβάτι. Το παιδικό δωμάτιο γέμισε αχνούς και μυρωδιές που ήταν όλα όσα ήξερα και όλα όσα είχα αγαπήσει. Παίξαμε με την καρδιά μας γιατί και εκείνη ήταν τότε ακόμα παιδί και μεγάλωνε μαζί μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μεσημέρι. Περάσαμε τις ώρες και τα χρόνια κουβεντιάζοντας. Έγινα έφηβος πληγωμένος. Υπήρξα φαντάρος, ντύθηκα με το ζόρι την παλαιική στολή που δεν μου ταίριαζε και την έσφιγγα στην αγκαλιά μου χαιρετώντας την, παραμερίζοντας τις λευκές τούφες που κατρακυλούσαν στο πρόσωπό της. Επέστρεψα σαν ταξιδιώτης, τυλιγμένος στο παλτό και την σιωπή μου. Όταν έφτασε το απόγευμα, διαπίστωσα ότι η μητέρα μου είχε φύγει. Μόνος στο άδειο σπίτι, κοίταξα από το μπαλκόνι τον ερχομό της νύχτας. Μερικά αγόρια και κορίτσια, ντυμένα στα μαύρα, προσπέρασαν το σπίτι τρεκλίζοντας και χάθηκαν ανάμεσα στα πέτρινα στενά. Η ομίχλη είχε απορροφήσει ολοσχερώς την μικρή πόλη και σκαρφάλωνε στους λόφους. Έπνιξε τα μουρμουρητά των παιδιών και όλοι οι ήχοι έσβησαν στην σιγαλιά της. Βγήκα από το σπίτι. Στον σπασμένο καθρέφτη, η τελευταία αντανάκλαση άνηκε σε κάτι το απροσδιόριστο που χάθηκε και αυτό. Άφησα πίσω μου το σπίτι και την πόρτα που βροντούσε στον άνεμο. Τον δρόμο των παιδιών, τον πήρα από την αντίθετη κατεύθυνση. Σκαρφάλωσα ένα αρχαίο μονοπάτι. Συνάντησα μαύρα κάγκελα που περιστοίχιζαν μια έκταση από νοτισμένο χώμα. Πέρασα την καγκελόπορτα και ακολούθησα το στενό πέρασμα, ανάμεσα σε τάφους και λουλούδια που τρέφονταν από την σάρκα των νεκρών, κρήνες στερεμένες, μαρμάρινους σταυρούς και μαυρισμένα οστεοφυλάκια με θολά τζάμια. Έφτασα στον τάφο της μητέρας μου. Ένας ιερέας μουρμούριζε βιαστικά τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας, απλώς για να τελειώσει γρήγορα και να φύγει. Μάζεψε τα πράγματά του, έκανε το σταυρό του. Έκανε να μου δώσει το χέρι και στην πορεία το μετάνιωσε. Το έκρυψε μέσα στις πτυχές του ράσου που μαστίγωναν τον κρύο αέρα. Με κοίταξε παραξενεμένος, αμήχανος, σχεδόν φοβισμένος. “Αιωνία η μνήμη” ψιθύρισε και έφυγε βιαστικά. Έγινε μια μαύρη φιγούρα που έσβησε στην ομίχλη. Μουσική απλώθηκε από ένα παιδικό όργανο. Γήτευσε την ομίχλη, έγινε ανάμνηση και νοσταλγία. Ο παλιάτσος ξεπρόβαλλε σκυφτός. Στάθηκε για μια στιγμή στον τάφο. Έβγαλε το ψεύτικο λουλούδι από το πέτο, ίσιωσε όπως όπως τον τσακισμένο μίσχο του και το ακούμπησε στο φρέσκο χώμα προσεχτικά, σαν να φοβόταν μήπως ξυπνήσει την νεκρή. Τι ένιωθε και τι σκεφτόταν ήταν άγνωστο, κλειδωμένο πίσω από το μακιγιάζ και τα μαύρα δάκρυα που γυάλισαν και κύλησαν. Στην έκφρασή του αντίκρισα αυτό το απροσδιόριστο κάτι που βλέπω για ένα παραμικρό κλάσμα στον καθρέφτη. “Ποιός είναι ο πιο πεθαμένος, εσύ ή εκείνη;” Δεν περίμενε απάντηση στην ερώτησή του και ούτε είχα να του προσφέρω καμία. Η ομίχλη άνοιξε και τον κατάπιε. Ουρές από σερπαντίνες και πολύχρωμος χαρτοπόλεμος από ένα πάρτι που τέλειωσε τον ακολούθησαν, κόλλησαν στα ρούχα και τυλίχτηκαν γύρω από τα παπούτσια του. Έψαξα για όνομα στο μνήμα και δεν βρήκα. Πήρα το ψεύτικο λουλούδι και πάνω στο σκαμμένο χώμα χάραξα τρεις κύκλους. Έναν για την μάνα μου, έναν για εκείνη και έναν τελευταίο για μένα. Κατηφόρισα στην μικρή πόλη. Είχε εν τω μεταξύ βραδιάσει. Πέταξα τα πράγματά μου, την τσάντα με το ρολόι και το ημερολόγιό μου. Έφτασα στο νυσταγμένο ξενυχτάδικο της κεντρικής πλατείας. Χωρίς πλέον να χρειάζομαι χρήματα, παράγγειλα έναν καφέ και τύλιξα την κούπα με τα χέρια μου για να τα ζεστάνω, όπως τότε. Μικρή Πόλη.doc 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Airbourne Posted December 29, 2013 Share Posted December 29, 2013 (edited) Το διάβασα όλο. Χρειαζόμουν μια δόση από κάτι απροσδιόριστο και... το βρήκα σε αυτή την ιστορία. Αν και κατα κανόνα με κουράζουν οι πρωτοπρόσωπες διηγήσεις, οι εικόνες που σχημάτισα στο μυαλό μου διαβάζοντας τις λέξεις σου ήταν πολύ ζωντανές για να τις αφήσω να με προσπεράσουν. Τα συναισθήματα είναι πολυποίκιλα και όπως προείπα οι εικόνες. Η ιστορία από την αρχή ως το τέλος αποπνέει μια ονειρική ατμόσφαιρα, ο κλόουν, η ομίχλη που στέκεται φρουρός και σκεπάζει τα πάντα. Αν και κατάλαβα από την μέση περίπου της ιστορίας προς τα πού οδεύει και, ήλπιζα να τελείωνε έτσι, μου άρεσε πολύ. Ίσως το κείμενο να φαίνεται υπερβολικά πυκνό, αν το διαβάζει κάποιος στην οθόνη ενός υπολογιστή, ίσως και να κουράζει λίγο. Γενικά είναι ωραία να διαβάζει κανείς ιστορίες που έχουν το μυστήριο μέσα τους. Θα μπορούσε η ίδια η ιστορία να έχει μεταμορφωθεί σε ένα νουάρ αφήγημα, αν βάζαμε τον ήρωα να ψάχνει για μια κοπέλα σε μια περίεργη πόλη...Δεν θέλω να σε ζαλίσω άλλο. Μπράβο, συνέχισε έτσι. ΥΓ1. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό με τη Βίβλο στο κομοδίνο, μου φαίνεται σαν αμερικανιά..Τουλάχιστον σε όσα ξενοδοχεία έχω πάει (εκτός του εξωτερικού που έχω δει το Κοράνι) δεν έχω πετύχει ποτέ Βίβλο. Edited December 30, 2013 by Airbourne 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
giorgos lagonas Posted January 13, 2014 Author Share Posted January 13, 2014 Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Η Βίβλος στο κομοδίνο μπορεί να παραπέμπει σε παράσταση από Αμερικανιά, αλλά βασικά ήθελα το διήγημα να είναι φλου σε τόπο και χρόνο, οπότε θα μπορούσε να είναι και σε ένα ξεπεσμένο ξενοδοχείο στο εξωτερικό... (...αν και μεταξύ μας, δεν είναι. Η μικρή πόλη είναι η Θεσσαλονίκη, ένας παράξενος παλιάτσος - ΑΛΗΘΕΙΑ - βηματίζει αξημέρωτα παίζοντας ένα παιχνίδι ακορντεόν, ντυμένος στις πρωινές ομίχλες την πλατεία Ναυαρίνου, τα ξεπεσμένα αρχοντικά/ξενοδοχεία ημιπαραμονής είναι περιοχή Αλκαζάρ και το παλιό πατρικό και το νεκροταφείο είναι στην παλιά πόλη, κλεισμένα από τα ίδια τα τείχη που περιστοίχιζαν το Γεντί Κουλέ...) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted January 13, 2014 Share Posted January 13, 2014 Εγώ πάλι έχω πετύχει Βίβλο πολλές φορές σε ξενοδοχεία. Και πιο πρόσφατα στη ...Θεσ/νικη! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Airbourne Posted January 13, 2014 Share Posted January 13, 2014 Εγώ πάλι έχω πετύχει Βίβλο πολλές φορές σε ξενοδοχεία. Και πιο πρόσφατα στη ...Θεσ/νικη! Τυχερά είναι αυτά... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
giorgos lagonas Posted January 17, 2014 Author Share Posted January 17, 2014 ...τυχαίο; δε νομίζω! ...εξάλλου η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη φαντάσματα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted August 13, 2014 Share Posted August 13, 2014 Είναι ένα κείμενο που σου φέρνει εικόνες στο μυαλο. ΌΧι μονο εικόνες απο την ιστορία αλλα και εικόνες απο τις σκέψεις του πρωταγωνιστή. Αυτό ήταν μια εμπειρία που μου εκανε εντύπωση. Και η ερωτικη στιγμή ηταν τελεια αποδοσμενη. Και οταν λεω τελεια εννοω τελεια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.