nefertiti Posted December 31, 2013 Share Posted December 31, 2013 Όνομα Συγγραφέα: Κατερίνα ΓαλιτσίδουΕίδος: εναλλακτική ιστοριούλα μέσα από μια "άλλη" ματιά...Βία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων:1700Αυτοτελής; Ναι Σάββατο βράδυ, στην πλατεία Μαβίλη Η Ισμήνη ήθελε να βγει έξω. Την κατάλαβα από τον τραβηχτό τόνο της φωνής της στο τηλέφωνο: «Πέτροοόοο….». Ήταν το σύνθημα για να οργανώσουμε κάτι σήμερα το βράδυ. Άρχισε μετά τα πηγαινέλα στο μπάνιο, μύρισαν τα αφρόλουτρα, τα εκκεντρικά της παρφουρμαρίσματα. Οκ. Σάββατο βράδυ, λογικό. Και ‘γω να σου πω βαρέθηκα μέσα. Η τηλεόραση παίζει τα ίδια και τα ίδια, βλέπω συνέχεια τις ίδιες φάτσες, ακούω τα ίδια λόγια, τις ίδιες μουσικές. Κάνω πολύ κέφι για την πλατεία Ριζάρη. Λογικά θα ‘ρθεί και ο Αναστάσης και η Μαίρη, και αν αράξουμε πλατεία, θα έρθουν και τα άλλα τα παιδιά. Τέλεια. Αλλά από την άλλη βλέπουμε, Ισμήνη είναι αυτή μπορεί να αλλάξει γνώμη. Άσε που βάζει κρέμες στο πρόσωπο, βάφεται και ανάβει το σίδερο για να ισιώσει το μαλλί της, τώρα που την παρατηρώ. Χλωμό να θέλει να τη βγάλουμε πλατεία δηλαδή. Το κουδούνι χτυπάει, είναι ο Πέτρος, ήρθε να μας πάρει. Τον αναγνώρισα πριν καν τον δω, με το πού μπήκε στο χωλ, από το συρτό περπάτημα και το βαρύ χαρακτηριστικό του άρωμα. Ωραία, ήρθε η ευκαιρία να αλλάξουμε παραστάσεις. Ξαφνικά ξύπνησα από το λήθαργο της βαρεμάρας του Σαββάτου. Είναι αλήθεια πως τα σαββατοκύριακα έχουμε πολύ χρόνο για ξόδεμα μαζί με την Ισμήνη, αλλά καμιά φορά, όσο και να μου λείπει μεσ’τη βδομάδα, το βαριέμαι και αυτό. Ενώ τις καθημερινές που η Ισμήνη επιστρέφει το απόγευμα, κάνω ό,τι γουστάρω στο διαμέρισμά μας. Εντάξει την ώρα που είναι να γυρίσει από τη δουλειά τη νοσταλγώ, και όταν έρχεται χαίρομαι που θα φάμε μαζί και θα κάνουμε τα δικά μας. Τελοσπάντων. Ετοιμάζομαι βιαστικά, φέρνω μια τελευταία βόλτα το σπίτι για να τσεκάρω ότι όλα είναι υπό έλεγχο, και φεύγουμε. Κατεβαίνουμε ως συνήθως με το ανσασέρ, αφού μένουμε ψηλά, βγαίνουμε όλοι μαζί από την μεγάλη είσοδο της πολυκατοικίας, στρίβουμε αριστερά το τετράγωνο της οικοδομής, και μετά από το φανάρι είναι η πλατεία Ριζάρη. Ωραία, δεν έχει νυχτώσει ακόμα, θα την πέσουμε εκεί στα γρασίδια, θα ‘ρθουν και οι άλλοι, θα περάσουμε σούπερ. Στην πλατεία μας περίμενε ο Αναστάσης, ο οποίος μου δίνει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη καθώς ήρθαμε όλοι κοντά. Τώρα οι τρείς τους, η Ισμήνη, ο Πέτρος και ο Αναστάσης, πιάνουν συζήτηση, κάτι πρέπει να κανονίζουν, δείχνουν με τα χέρια προς ένα μέρος, αλλά δεν τους ακούω γιατί έχω ήδη βγει στη γύρα μπας και βρω κανένα από τα παιδιά. Τζίφος. Μόνο τη Ρίτα πέτυχα που έφευγε κιόλας, γιατί είχε τουλάχιστον ένα δίωρο στην πλατεία, όπως μου είπε. Βαρέθηκε και αυτή και ήθελε να γυρίσει σπίτι της. Στο μεταξύ η Ισμήνη μου κάνει νόημα από μακρυά πως φεύγουμε. Επιταχύνω το βήμα μου να βρεθώ κοντά τους και αμέσως μετά ξεκινάμε. Πού πάμε όλοι μαζί σαν το τσούρμο ούτε και ξέρω. Περνάμε πίσω από την πλατεία, στη μεγάλη λεωφόρο, και προχωράμε. Φτάνουμε στο άλλο πάρκο που μ’ αρέσει πολύ, με το γυάλινο τεράστιο δρομέα. Έχει και μια λιμνούλα από κάτω με συντριβάνι όπου αναβοσβήνουν κίτρινοι και μπλε προβολείς, μέσα από το νερό. Ουάο! Η Ισμήνη ξέρει πως τρελαίνομαι με τους αντικατοπτρισμούς του νερού και είναι από τα αγαπημένα μου θεάματα, αλλά η παρέα μου βιάζεται, και εκεί που πάω να χαζέψω λίγο, φεύγουμε πάλι. Προχωράμε, αμάξια πολλά, βαβούρα, κόσμος στα πεζοδρόμια να βολτάρει, η έξοδος του Σαββάτου! Φτάνουμε σε μια ακόμα τριγωνική πλατεία, και την παίρνουμε ξυστά, αν και ‘γω θα προτιμούσα να τη διασχίζαμε αφού στη μέση έχει συντριβάνι. Δε βαριέσαι, τουλάχιστον θα δω που θα καταλήξουμε. Μπαίνουμε σε ένα ζεστό μπαράκι. Αρχικά μ’ αρέσει καθώς δρόσισε τώρα που σουρουπώνει, και ήθελα να τρυπώσουμε κάπου όλοι μαζί. Το μαγαζί έχει πολλά μικρά κίτρινα φώτα, που ψηλά από όπου βρίσκονται στους παλιούς πολυελαίους, δίνουν μια μυστήρια όψη στο πάτωμα με τα μεγάλα ασπρόμαυρα διαγώνια πλακάκια, σαν τη σκακιέρα του σπιτιού μας. Χα! Πλάκα έχει. Ξύλινα καθίσματα σαν στασίδια, κόσμος στριμωγμένος, μυρωδιά από ποτό και πολύ κάπνα. Ο χώρος πιο μικρός από ότι τον περίμενα, αλλά αρκετά μακρόστενος. Πηγαίνω στο βάθος, εξερευνώντας αν υπάρχει καμιά γωνιά να βολευτούμε. Η παρέα μου κοιτά διστακτικά. Προτιμούν να κάτσουμε καταμεσής στο μαγαζί παρά να στριμωχτούμε στα στασίδια και τους μισοπιασμένους λιγοστούς καναπέδες. Δεν επιμένω. Χαζεύω το χώρο και ανακαλύπτω πολύ ενδιαφέροντες τύπους, κάποιους κοινωνικούς, κάποιους όχι. Η μουσική είναι γνώριμη. Ροκιές ή εναλλακτικά ποπ κομμάτια που βάζει συχνά η Ισμήνη στο ράδιο, και είτε χορεύει μπροστά στον καθρέπτη του σαλονιού, είτε ρεμβάζει στον καναπέ χτυπώντας τα δάχτυλα των χεριών της ρυθμικά όπου βρει. Η παρέα μου πήραν όλοι από μια μπύρα ο καθένας στο όρθιο, εγώ όμως πίνω μόνο νερό, παίρνω και αυτήν την αντιβίωση για τα έντερα αυτή τη βδομάδα, αδύνατον να πειραματιστώ και να τους ακολουθήσω. Τους αφήνω λίγο και πάω προς την είσοδο του μαγαζιού μπας και δω κανένα από τα παιδιά να περνάει. Άδικος κόπος. Περνούσαν κάποιοι από το απέναντι πεζοδρόμιο ανά στιγμές, αλλά κανένας από τους δικούς μου. Γυρνάω στη θέση μου, όμως είμαι πιο νευρικός από πριν γιατί το μαγαζί μου φαίνεται πλέον πήχτρα. Έχει ήδη έρθει και η Μαίρη, γελάει και μιλάει με τους άλλους. Ταυτόχρονα η μουσική ανεβάζει τα ντεσιμπέλ. Ωραία, τώρα θέλω επειγόντως να κάτσω κάπου. Βλέπω μια κοπέλα να σηκώνεται από έναν καναπέ στο βάθος του μικρού μαγαζιού, οπότε πάω εκεί και της πιάνω την θέση και αράζω για λίγο. Ούτως ή άλλως η παρέα μου είναι απορροφημένη στη συζήτηση και δεν καταλαβαίνει ότι απομακρύνθηκα. Περνάει και άλλο η ώρα, πάω μια-δυο φορές στο μπάνιο, και γυρνάω πίσω άπραγος, καθώς η πόρτα είναι κλειστή και έχει κόσμο να περιμένει απ’ έξω. Ξαναπάω πίσω στην παρέα μου. Η Μαίρη τώρα μ’ αγκαλιάζει σφιχτά όλο χαρά και τσιρίζει μέσα στ’ αυτί μου «Πού είσαι εσύ;». Χαίρομαι και εγώ πολύ που τη βλέπω. Αλλά μου λείπουν τα παιδιά, να τα λέγαμε λιγάκι, με τη Ρίτα ίσα που προλάβαμε ν’ ανταλλάξουμε δυο κουβέντες όλο και όλο. Ξαναπάω στην πόρτα να πάρω λίγο αέρα. Μυρίζει λίγο παράξενα και αποπνικτικά εδώ μέσα όσο περνάει η βραδιά. Άσε που είμαι φανατικός αντικαπνιστής και μπούχτισε ο λαιμός μου και τα ρουθούνια μου. Ξαναγυρνάω στην παρέα μου. Αυτοί τα δικά τους, πίνουν και χαζογελάνε. Επιστρέφω πάλι απογοητευμένος στην άδεια θέση του καναπέ, και αυτή τη φορά πιάνω φιλίες με μια καινούρια θαμώνα του μαγαζιού. Πολύ συμπαθητική κοπέλα και εκδηλωτική. Ταυτόχρονα το μάτι μου πέφτει σε έναν γεροδεμένο τύπο που φιλιέται με την δικιά του στην απέναντι γωνία. Τους ζηλεύω, εκτός του ότι περνάν καλά και είναι στον κόσμο τους, έχουν πιάσει και τη καλύτερη γωνία με συγκεντρωμένα καθίσματα στο μαγαζί. Αν την πέφταμε εκεί με την παρέα μου θα περνούσαμε πολύ όμορφα και ξεκούραστα, καθώς είναι λίγο απομονωμένο σημείο, σε σχέση με το στριμωξίδι που επικρατεί παντού κατά τα άλλα στο μαγαζί. Κρίμα. Πλησιάζω με δυσκολία, σκουντώντας τον κόσμο, την Ισμήνη και της κάνω γλύκες μπας και ξεκουμπιστούμε από αυτό το μέρος που μ’ έχει πια κουράσει. Εκείνη κάνει πως δεν καταλαβαίνει, μόνο με κοιτάει στοργικά και γυρνάει το κεφάλι πάλι πίσω στην παρέα μας, συνεχίζει τις ομιλίες και ξεχνιέται. Ξαναγυρνάω στον καναπέ μου. Ήθελα να ‘ξερα, αφού η παρέα μου, και ιδίως η Ισμήνη που μένουμε μαζί, ξέρει πως δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν χορεύω και δεν αντέχω τους αποπνικτικούς χώρους με την πολύ δυνατή μουσική, τι με σέρνουν μαζί τους. Θα ‘μουν τώρα με τα παιδιά στην πλατεία να κάνουμε τα δικά μας. Ορίστε μας, από τα νεύρα μου με πιάνει και μια σπαστική φαγούρα στο δεξί μου χέρι και το δεξί μου μάτι ταυτόχρονα. Πατάω μια φωνή στην Ισμήνη από τον καναπέ να με προσέξει, τίποτα, ούτε που το παίρνει χαμπάρι. Βυθίζομαι στην παραζάλη μου από αυτό το παρανοϊκό σκηνικό που ζω και αποκοιμιέμαι. Πάνω στον ξένο καναπέ, μακρυά από το λιτό μου διαμερισματάκι, σε ένα άγνωστο μαγαζί χωμένος. Δεν θυμάμαι πότε και πώς ξύπνησα. Θυμάμαι μόνο τον Πέτρο να με σηκώνει από τον καναπέ και μετά να με τραβολογάει μαλακά με ακαθόριστα βήματα έξω από το μαγαζί. Η υπόλοιπη παρέα άφαντη. Μήπως και αυτοί τα παίξανε με τη φασαρία και την κοπανήσανε; Ποιος ξέρει, ούτε που με χαιρετήσανε πάντως για να ξέρω και ‘γω. Μετά από μικρή αναμονή έρχεται η Ισμήνη, που πρέπει να είχε αργήσει στο μπάνιο γιατί δεν την είδα βγαίνοντας, για να μ‘ αναλάβει αυτή τώρα. Αλλά δεν χρειάζεται πραγματικά. Είμαι σε απόλυτη φόρμα, τώρα που αφήσαμε πίσω μας το μαγαζί. Νιώθω τα πνευμόνια μου να γεμίζουν φρέσκο αέρα ξανά. Τώρα εγώ προπορεύομαι χοροπηδώντας σχεδόν, και πίσω μου ακολουθούν νωχελικά και στα χαμένα η Ισμήνη και ο Πέτρος. Κάνουμε τον ίδιο δρόμο πίσω, όμως τώρα γεμάτος ανακούφιση απολαμβάνω περισσότερο τη βόλτα. Λιγότερα αμάξια, λιγότερη φασαρία και κόσμος. Περνούμε πάλι από το δρομέα, το νερό και τα φώτα στο συντριβάνι. Η μυρωδιά από το γρασίδι είναι πιο έντονη και τώρα χαζεύω όσο θέλω καθώς η Ισμήνη και ο Πέτρος αδυνατούν να αντιδράσουν. Μα τι έχουν πάθει, και αφού δεν τους άρεσε το μαγαζί, για να έχουν τώρα αυτά τα αδιάφορα και κουρασμένα μούτρα, τι μπαστακωθήκαμε εκεί τόσες ώρες; Τους λυπάμαι να στέκονται κοιτώντας το άπειρο και επισπεύδω το σουλάτσο μου. Τώρα περνάμε από την πλατεία Ριζάρη. Ίχνος από τα παιδιά κανένα. Δεν κυκλοφορεί ψυχή. Εμ βέβαια τέτοια ώρα μεσ’τη νύχτα, θα ‘χουν μαντρωθεί όλοι μέσα. Στρίβουμε το γνωστό οικοδομικό τετράγωνο. Στην πόρτα της πολυκατοικίας μας ο Πέτρος, αν και φανερά εξαντλημένος, μας χαιρετά μ’ ένα βαριεστημένο νεύμα. Πως και δεν του ‘πε η Ισμήνη ν’ ανέβει να κοιμηθεί πάνω ως συνήθως; Περίεργο. Ανεβαίνουμε με το ανσασέρ, μου φαίνεται αιώνας μέχρι να φτάσουμε στο διαμέρισμά μας! Και μετά σου λέει έξοδος του σαββατόβραδου και κουραφέξαλα. Σπίτι μου, σπιτάκι μου καλύτερα, και ας παίζει όλη την ώρα χαζά η τηλεόραση, και ας τρώω στην μάπα την Ισμήνη. Έξω από την πόρτα μας η Ισμήνη παλεύει να ξεκλειδώσει με μια έκφραση τόσο μπερδεμένη λες και λύνει σπαζοκεφαλιά. Άντε πια! Η πόρτα ανοίγει τελικά, σχεδόν τρέχω στο προσκέφαλό μου, και καθισμένος στην στάση της σφίγγας δίνω ένα χαρούμενο «γαβ!» στην Ισμήνη για ευχαριστώ, κουνώντας ενθουσιασμένος την ουρά μου. Εκείνη με χαϊδεύει σαν στο όνειρο της μαλακά στο κεφάλι, και προσγειώνεται μπρούμυτα στον καναπέ δίπλα μου, βγάζοντας ένα μακρόσυρτο «Μμμμμμμ…» αντί για «καληνύχτα» που μου λέει πάντα πριν ξεραθεί. Ας είναι. Φτάνει που επιτέλους επιστρέψαμε στον χώρο μας και τώρα θα κοιμηθώ ήσυχος και ευτυχισμένος, όταν και αν κουραστώ. *βασισμένο σε αληθινή εμπειρία, βράδυ Σαββάτου, Νοέμβρης 2013, πλατεία Μαβίλη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Δημήτρης Posted December 31, 2013 Share Posted December 31, 2013 (edited) Καλή, όμορφη ιστορία. Τόσο αναλυτική και τόσο σύντομη όσο χρειάζεται να είναι, με αποτέλεσμα να διαβάζεται ευχάριστα. Ωραία η έκπληξη στο τέλος. Παρ' όλο που υπάρχουν οι ενδείξεις μέσα στο κείμενο, δεν μπόρεσα ωστόσο να καταλάβω τι παίζει. Δεν ξέρω αν γράφοντας την, ο στόχος σου ήταν το να το μαντέψει κανείς ή όχι. Edited December 31, 2013 by Δημήτρης Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nefertiti Posted January 2, 2014 Author Share Posted January 2, 2014 Καλησπέρα, ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Στόχος μου ήταν να το ψιλιαστεί ο αναγνώστης ότι υπάρχει κάτι διαφορετικό από το συνηθισμένο στον γλυκό μου ήρωα, χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του μέχρι το τέλος. Άρα χαίρομαι ένα παραπάνω που λειτούργησε έτσι και σε σένα. Σε ένα παράλληλο σύμπαν θα μπορούσα εγώ ή ένας άνθρωπος να είναι στη θέση του πρωταγωνιστή και να νιώθει έτσι, πράγμα που ίσως άλλαζε και το τέλος και, γιατί όχι, θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη κατανόηση απέναντι στους πιστούς μας φίλους. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted January 3, 2014 Share Posted January 3, 2014 Πραγματικά, δε μου πήγε καθόλου το μυαλό στο πού οδηγούσε η ιστορία. Πολύ καλά δομημένη που, αν είσαι υποψιασμένος, σου φανερώνει με μαεστρία την κρυμμένη αλήθεια. Το απόλαυσα! Και την πρώτη και τη δεύτερη φορά. Καλή χρονιά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted January 8, 2014 Share Posted January 8, 2014 Ωραίο κείμενο! Μού άρεσε πριν απ' όλα η απλή, ευθεία και ξυραφένια γλώσσα σου. Οι προτάσεις γλιστρούν σαν πάγος και έχουν το σωστό μέγεθος. Οι περιγραφές σου είναι ζωντανές και γλαφυρές, δίχως να πέφτεις στην παγίδα της πολυλογίας και της αχρείαστης λεπτομέρειας. Αν και μετά την μέση αρχίζει ο αναγνώστης να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον αφηγητή, ωστόσο κρατάς τον έλεγχο του κειμένου σου μέχρι την τελευτία γραμμή. Προσωπικά λατρεύω τέτοια κείμενα. Λατρεύω το ευθύ, λιτό και απέριττο ύφος τους και φυσικά την τελικά έκπληξη τους. Συγχαρητήρια! Σ' ευχαριστώ και καλή συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nefertiti Posted January 10, 2014 Author Share Posted January 10, 2014 Καλή χρονιά και από μένα παιδιά. Τα σχόλιά σας πραγματικά με ενθουσίασαν, γιατί εμπεριέχουν ό,τι ακριβώς σκεφτόμουν να αποδώσω μέσω της συγκεκριμένης ιστοριούλας. Ευχαριστώ και πάλι πολύ για το ενδιαφέρον και την προσοχή σας. Καλή συνέχεια λοιπόν σε όλους μας! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.