wonderergr Posted January 1, 2014 Share Posted January 1, 2014 (edited) Καλημέρα και χρόνια πολλά σε όλους. Η παρακάτω ιστορία ΔΕΝ είναι μια τυπική Χριστουγεννιάτικη ιστορία. Αλλά αυτό το ξέρατε ήδη. Απλά διαβάστε την με δική σας ευθύνη. Είναι ανατριχιαστική, βλάσφημη και γυρνάει το στομάχι (τουλάχιστον το δικό μου). Να σας πω επίσης πως γράφτηκε μέσα σε δύο ημέρες. Άλλοι μπορεί να γράφουν βιβλία σε τόσο καιρό αλλά είναι εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα για εμένα. Καλή χρονιά σε όλους λοιπόν! Όνομα Συγγραφέα : Οικονόμου Πέτρος Είδος : Τρόμος Βία : Ναι Σεξ : Μάλλον Αριθμός Λέξεων : 1526 Αυτοτελής : Ναι Για αυτούς που βαριούνται να κατεβάσουν το αρχείο, να το κείμενο: Πρωτοχρονιά Το όνομά μου είναι Χριστίνα. Πρέπει να σας πω πως δεν ήθελα να γράψω αυτό το κείμενο. Μου το επέβαλαν. Το ποιός και το γιατί χρειάζονται λίγη εξήγηση. Είμαι είκοσι τριών ετών και δεν πιστεύω στον Άγιο Βασίλη. Όχι αυτόν της Ορθοδοξίας, τον άλλον, της Coca-Cola. Ξέρετε, αυτόν το συμπαθητικό ευτραφή παππού, που μπαίνει κρυφά τα βράδια στα σπίτια των ανθρώπων, τρώει τα μπισκότα τους, πίνει το γάλα τους και παρακολουθεί τα παιδιά τους την ώρα που κοιμούνται; Το παράξενο θα ήταν να πιστεύω σε αυτόν ακόμα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλα άρχισαν όταν ήμουν έξι χρονών. 31 Δεκεμβρίου του 1996 για την ακρίβεια. Δεν είχαμε λεφτά για θέρμανση και έτσι κυκλοφορούσαμε με τα μπουφάν μέσα στο σπίτι. Την τηλεόραση την είχαμε πουλήσει προ πολλού και γιαυτό δεν είχαμε σχεδόν τίποτα να κάνουμε για να περάσει η ώρα μας. Ευτυχώς που το σπίτι μας το είχε αφήσει ο παππούς μου γιατί σίγουρα θα μας έκαναν έξωση! Η μαμά μου ήταν η μόνη που δούλευε στο σπίτι μας και τα λεφτά που έπαιρνε έφταναν ίσα - ίσα να φάμε και να πληρώσουμε το ρεύμα. Ξάπλωσα από τις δέκα η ώρα πολύ προβληματισμένη. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Κρυφάκουσα το μπαμπά που έλεγε ότι στο νοσοκομείο του ανακοίνωσαν πως μπορεί αυτή να είναι η τελευταία του πρωτοχρονιά. Περίμενε πολύ καιρό για να βρεθεί μια καινούργια καρδιά. Του είχαν πει εδώ και χρόνια πως η δική του ήταν πολύ μικρή και ήθελε αλλαγή. Τι ειρωνεία! Η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη που μας χωρούσε όλους! Πάντοτε είχαμε ξεχωριστή θέση σε αυτήν η μαμά μου κι εγώ. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως δυστυχώς δεν μπορούσε να δουλέψει και έτσι περνούσαμε σχεδόν αποκλειστικά με αυτά που μας έδινε η γειτονιά. Δεν με ένοιαζε όμως που δεν είχα παιχνίδια και ρούχα! Ο μπαμπάς μου είπε πως εκείνη τη χρονιά θα ερχόταν σίγουρα ο Αϊ Βασίλης γιατί ήμουν πολύ καλό κορίτσι. Μακάρι να μου έφερνε το δώρο μου! Είχα δώσει ένα γράμμα για τον Αϊ Βασίλη κρυφά στη μαμά μου και το είχε ταχυδρομήσει. Ζητούσα μια καινούργια καρδιά για το μπαμπά μου για να είναι και πάλι γερός! Μπορεί να μου έφερνε και εκείνο το ποδήλατο που τόσο μου άρεσε! Ροζ με άσπρο καλαθάκι και κόκκινη σέλα! Χάρηκα στην (αφελή αυτή) σκέψη και αποκοιμήθηκα χαμογελαστή. Ξύπνησα κουρνιασμένη κάτω από το βαρύ μου πάπλωμα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και άκουσα έναν θόρυβο από το σαλόνι. Έβγαλα το κεφάλι μου έξω και αφουγκράστηκα. Μικρά σύννεφα σχηματίζονταν μπροστά μου με κάθε μου ανάσα. Ο θόρυβος ακούστηκε και πάλι. Έμοιαζε σαν κάποιος να σκοντάφτει επάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού μας. Σηκώθηκα, φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα στο διάδρομο. Και νάτος! Ο Άγιος Βασίλης αυτοπροσώπως! Ντυμένος στα κόκκινα, με το μεγάλο του σάκο ακουμπισμένο στο τραπεζάκι του σαλονιού, να κρατάει ένα ροζ ποδήλατο με άσπρο καλαθάκι στο τιμόνι και κατακόκκινη σέλα! «Άγιε!» του είπα όλο χαρά. Εκείνος γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος. Μάλλον δεν περίμενε να βρει κάποιον ξύπνιο. Με το δάχτυλό του μου έκανε νόημα να μην κάνω θόρυβο. Τον κοιτούσα με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη και ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Μου έγνεψε να πάω κοντά του. Με δύο δρασκελιές βρέθηκα δίπλα του, τρέμοντας ολόκληρη από συγκίνηση. «Δεν έχουμε δέντρο, ούτε τζάκι να κρεμάσουμε τις κάλτσες, οπότε καλά που ξύπνησα για να παραλάβω τα δώρα!» Ο Άγιος με κοίταξε για μερικές στιγμές σαστισμένος. Έπειτα χαμογέλασε εγκάρδια και μου πρόταξε το ποδήλατο. «Ευχαριστώ πολύ Άγιε!» είπα ψιθυριστά παίρνοντάς το από τα χέρια του. «Το άλλο μου δώρο, αυτό που σου γράφω στο γράμμα το έφερες;» συνέχισα. Με κοίταζε απορημένος. «Την καρδιά για τον μπαμπά μου σου λέω! Μην μου πεις πως δεν πήρες το γράμμα μου!» «Και βέβαια!» μου απάντησε. Η φωνή του ήταν πιο τραχιά από όσο περίμενα αλλά δεν έδωσα σημασία. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν η καρδιά του μπαμπά μου. «Είσαι πολύ έξυπνη και όμορφη, το ξέρεις;» «Ευχαριστώ» του απάντησα «αλλά -» «Θα κάνεις πολύ ευτυχισμένο έναν άντρα» συνέχισε.«Πες μου όμως, που είναι ο μπαμπάς σου να του δώσω το δώρο του;» είπε και κοίταξε ερευνητικά πίσω μου. «Εκεί, στο τέλος του διαδρόμου!» του έδειξα την πόρτα του δωματίου του μπαμπά και της μαμάς. Εκείνος μου χαμογέλασε ξανά και με προσπέρασε πηγαίνοντας στο δωμάτιο που του υπέδειξα. Τον παρακολουθούσα μέχρι που χάθηκε και έπειτα γύρισα προς τον σάκο. Τι δώρα και παιχνίδια θα είχε μέσα! Ήθελα πολύ να δώ το περιεχόμενό του. Σιγουρεύτηκα πως ο Άγιος δεν με έβλεπε και πήγα στο σάκο πατώντας τις μύτες για να μην κάνω θόρυβο. Κοίταξα μέσα και δεν βρήκα αυτά που περίμενα. Ο σάκος ήταν γεμάτος με ηλεκτρικά είδη, ανοιχτά και χρησιμοποιημένα: καφετιέρες, μίξερ, σίδερα, ηλεκτρικό μάτι. Αυτό το τελευταίο το αναγνώρισα. Ήταν το δικό μας. Ένα αίσθημα τρόμου με κυρίευσε όταν συνειδητοποίησα πως δεν είχαμε τζάκι και επομένως κάπως αλλιώς θα πρέπει να μπήκε ο Άγιος στο σπίτι. Έριξα μια ματιά στο παράθυρο που βρισκόταν δίπλα μου και παρατήρησα πως ήταν μισάνοιχτο. Ήταν κλέφτης λοιπόν! Δεν ήταν ο Άγιος Βασίλης που νόμιζα μέσα στην παιδική μου αφέλεια αλλά κάποιος άνθρωπος που ξεγελασμένος από την όψη του σπιτιού μπήκε μέσα να κλέψει τα πολύτιμα αντικείμενά μας. Θυμήθηκα πως είχε πάει στο δωμάτιο των γονιών μου. «Μπαμπά! Μαμά!» φώναξα τρέχοντας προς το τέλος του διαδρόμου. Έφτασα στην πόρτα ακριβώς την ώρα που ο ψεύτικος άγιος κάρφωνε ένα μαχαίρι στην καρδιά του μπαμπά μου. Είχε ήδη πετσοκόψει τη μαμά μου που κείτονταν τώρα μέσα στο αίμα της και με κοιτούσε με άψυχα, σαν γυάλινα μάτια. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό ήταν το ιδανικό μέρος για το θάνατό της. Δίπλα στον άντρα που αγαπούσε. «Α!» μου ξέφυγε μια μικρή κραυγή. Ο κλέφτης τότε γύρισε ξαφνιασμένος και όταν με είδε παράτησε τα κουφάρια των γονιών μου και ξεχύθηκε εναντίον μου. Έτρεξα στο σαλόνι αλλά με πρόλαβε. Με πέταξε μπρούμυτα στο πάτωμα και έπεσε από πάνω μου. «Μην κουνιέσαι γιατί θα σε σφάξω!» μου ψιθύρισε στο αυτί. Με κρατούσε με το ένα του χέρι καρφωμένη στο πάτωμα ενώ με το άλλο πήρε μια ταινία που είχε στο σάκο του και μου έδεσε πίσω τα χέρια. Πονούσα πολύ αλλά δεν μίλησα για να μην τον εξαγριώσω περισσότερο. «Αφού δεν έχετε τίποτα αξίας, τότε θα κάνω αλλιώς τον κόπο μου να αξίζει» είπε ανασαίνοντας γρήγορα. Μου κατέβασε το παντελόνι και το βρακάκι αφήνοντάς με ημίγυμνη. «Μη Άγιε!» του είπα αυθόρμητα. «Θα σου πώ ένα μυστικό κοριτσάκι» έσκυψε στο αυτί μου «δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης» μου είπε και μου έκλεισε το στόμα με ένα κομμάτι ταινία. Χτυπιόμουν ολόκληρη να ξεφύγω από τη λαβή του αλλά μάταια. Ήταν πολύ πιο δυνατός από εμένα. Ξερίζωσε την ψεύτικη γενειάδα του και την ακούμπησε στο πάτωμα μπροστά στα έντρομα μάτια μου. Ένιωσα στα μπούτια μου το ήδη πρησμένο πέος του να τρίβεται επάνω μου. «Αχ! Τι ωραία που είναι!» ακούστηκε η φωνή του κλέφτη με ικανοποίηση. «Ετοιμάσου κοριτσάκι! Ετοιμάσου να γίνεις γυναίκα!» είπε με λαγνεία. Σφάλισα με δύναμη τα μάτια και περίμενα τον πόνο. Ακούστηκε ένας γδούπος. Μετά και δεύτερος, τρίτος, τέταρτος. Το βάρος του ληστή έπεσε όλο επάνω μου. «Άσε ήσυχο το κοριτσάκι μου!» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Το μικρό αγαλματίδιο, δώρο της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου, έπεσε ματωμένο επάνω στην ψεύτικη γενειάδα του Αϊ Βασίλη. Κάποιος σήκωσε το σώμα του κλέφτη και με γύρισε ανάσκελα. Ήταν ο πατέρας μου! Με το μαχαίρι ακόμα καρφωμένο στο στήθος του γονάτισε και μου έβγαλε τις ταινίες από τα χέρια και το στόμα. «Είσαι καλά μωρό μου;» με ρώτησε. Έγνεψα καταφατικά, ανήμπορη να μιλήσω. «Ευτυχώς πρόλαβα!» είπε ανακουφισμένος. Έκανε ένα μορφασμό πόνου και έπιασε την πληγή του. Τον αγκάλιασα. «Μπαμπά!» κατάφερα να του πώ δακρυσμένη. «Κάλεσε το 166 να έρθει να με πάρει σε παρακαλώ, και πες τους πως υπάρχουν και δύο πτώματα εδώ» είπε και σωριάστηκε στο πάτωμα. Ανέβασα το παντελόνι μου και έτρεξα με όλη μου τη δύναμη στο απέναντι σπίτι. Χτύπαγα σαν τρελή το κουδούνι μέχρι που μου άνοιξαν και ειδοποιήσαμε την αστυνομία. Τώρα είναι 2013 και δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα, αν και το ορφανοτροφείο που με ανέλαβε έκανε τα αδύνατα δυνατά. Ακόμη νιώθω το πέος του κλέφτη να ακουμπάει στα μπούτια μου και δεν μπορώ να κάνω σχέση με κανέναν άντρα. Ακόμη νιώθω το βλέμμα της μαμάς μου να με καρφώνει με εκείνα τα γυάλινα μάτια όταν είμαι μόνη μου. Ακόμη βλέπω το πρόσωπο του πατέρα μου όταν κλείνω τα μάτια μου. Βλέπετε όταν ήρθαν, βρήκαν τρία πτώματα στο σπίτι μου. Τον μπαμπά, τη μαμά και τον κλέφτη. Το παράξενο ήταν πως ο μπαμπάς μου βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένος στο κρεβάτι με το μαχαίρι καρφωμένο στο στέρνο του. Ο κλέφτης δεν είχε πετύχει την πολύ μικρή καρδιά του, αλλά η προσπάθεια που κατέβαλλε να έρθει στο σαλόνι για να με σώσει, την έκανε να σκάσει. Η αστυνομία υποψιάζεται πως ήταν κι άλλος άνθρωπος στο σπίτι και έφυγε για να αποφύγει τις εξηγήσεις. Εγώ με την παιδική μου φαντασία έβαλα στη θέση του τον πατέρα μου. Ποιός ήταν αυτός που με ελευθέρωσε και σκότωσε τελικά τον ψεύτικο Άγιο; Η υπερπροσπάθεια του πατέρα μου; Κι άλλος άνθρωπος; Φάντασμα; Τα συμπεράσματα δικά σας. Ο ψυχολόγος του ορφανοτροφείου με πίεσε να γράψω αυτό το κείμενο. Είναι πεπεισμένος πως με αυτό τον τρόπο θα μπορέσω επιτέλους να προχωρήσω στη ζωή μου. Θα δούμε. 7. Πρωτοχρονιά.doc Edited January 1, 2014 by aScannerDarkly Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted January 3, 2014 Author Share Posted January 3, 2014 Ακόμη και αν δεν σας αρέσει η ιστορία, γράψτε μου σας παρακαλώ κάποιο σχόλιο να ξέρω έστω ότι κάποιος τη διάβασε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted January 4, 2014 Share Posted January 4, 2014 Τη διάβασα την ιστορία σου, σχεδόν μόλις ανέβηκε, αλλά είμαι σε mode διακοπών και τεμπέλιασα να γράψω κάτι. Μικρή η ανατροπή της εξέλιξης, σχεδόν αναμενόμενη, αν αναλογιστεί κανείς και την εισαγωγή της. Μας δίνεις αρκετές πληροφορίες για το παρελθόν, για τα κακά που συνέβησαν, οπότε χάνεται κι ο παράγοντας της έκπληξης για τα όσα ακολούθησαν. Γνώμη μου, βγάλε τελείως την εισαγωγή και δώσε μας την ιστορία σε real time. Μ' αυτόν τον τρόπο θα αμφιβάλλουμε για την τύχη του μικρού κοριτσιού, μιας και η επιβίωσή της δεν είναι σίγουρη, όπως σε αυτήν την περίπτωση. Βέβαια, μετά θα έχεις το παλούκι τού να μας περιγράψεις κάτι από τη μεριά ενός παιδιού, που είναι λίγο ζόρικο και ίσως θα έπρεπε να αφήσεις την πρωτοπρόσωπη γραφή και να περάσεις στην τριτοπρόσωπη. (Αν θες να κρατήσεις αυτήν τη μορφή, μπορείς να δώσεις στον Άγιο Βασίλη μια δαιμονική υπόσταση, ο οποίος θα επισκέπτεται την κοπέλα κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς και θα της αφήνει από ένα σημάδι, και θα κλείνεις με την έντρομη κοπέλα να τον περιμένει από στιγμή σε στιγμή. Αν το δώσεις σωστά, αυτός ο συνεχής τρόμος μπορεί να δουλέψει πολύ καλά. Αλλιώς, δεν βλέπω να εξυπηρετεί σε κάτι η αναδρομή στο παρελθόν.) Η ιστορία είναι αρκετά σκληρή και δείχνει πως σκοπός της είναι σοκάρει τον αναγνώστη, να τον κάνει να λυπηθεί το κορίτσι, αλλά και να νιώσει φρίκη για τα όσα συμβαίνουν. Αν και δεν είμαι κατά της ωμής βίας, θέλω να δικαιολογείται από την ίδια την ιστορία, να υπάρχει κάποιος λόγος γι' αυτήν, κι όχι να αποτελεί ένα «τυχαίο» γεγονός. Ίσως αν μας την έδινες απ' τη μεριά του Άγιου Βασίλη: Παραμονή Πρωτοχρονιάς, πάλι. Η μέρα που περιμένω για ν' αρχίσω τα φρικτά μου καμώματα. Καλά παιδιά, κακά παιδιά, καθένα πρέπει να πάρει αυτό που του αξίζει. Και πάει λέγοντας. Καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Γενικότερα, η ιστορία είναι γραμμένη καλά και διαβάζεται άνετα. Δίνεις την απαραίτητη προσοχή στις λεπτομέρειες που πρέπει για να δημιουργήσεις τη σωστή ατμόσφαιρα. Αυτά από μένα. Ελπίζω να βρεις κάτι χρήσιμο. Καλή χρονιά! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted January 4, 2014 Author Share Posted January 4, 2014 (edited) mesmer, σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου. Συγνώμη που σε έβγαλα από το mode διακοπών αλλά είχα αρχίσει να πιστεύω πως ο Άγιος Βασίλης είχε δωροδοκήσει τα μέλη του sff για να προσπεράσουν χωρίς να διαβάσουν το βλάσφημο ανοσιούργημά μου. Πάρα πολύ καλές οι ιδέες που μου αναφέρεις (σίγουρα χρήσιμες). Η αλήθεια είναι πως δεν το "έχω" με την τριτοπρόσωπη γραφή (προσπαθώ όμως). Επίσης έκανα ξεκάθαρο από την αρχή πως η κοπέλα επέζησε της οποιασδήποτε δοκιμασίας την επέβαλα γιατί η αγωνία μετατίθεται από αυτό το γεγονός στο αν βιάστηκε ή όχι στην τρυφερή ηλικία των έξι. Για εμένα, αυτό είναι χειρότερο από το να πεθάνει (θα μπορούσα να πιάσω έναν παιδεραστή και να τον μετατρέψω σε χαρτοπόλεμο χωρίς τη χρήση εργαλείων). Επίσης το γεγονός πως μένει τελικά ορφανή αποκρύπτεται μέχρι το τέλος, προσπαθώντας παράλληλα να αφήσω τον αναγνώστη να αποφασίσει την τύχη του πατέρα (γιατί δεν μπορούσα να αποφασίσω τι από όλα είναι πιο τραγικό). Η (μάλλον αδύναμη) δικαιολογία για την ωμή βία κρύβεται στα λόγια του κακοποιού, όταν λέει πως θα κάνει τον κόπο του να αξίζει μιας και η οικογένεια δεν είχε κάτι αξίας. Γενικότερα, θα μπορούσε η ιστορία να αποκτήσει πολύ μεγαλύτερο βάρος υιοθετώντας κάποια από τις συμβουλές που μου δίνεις. Σε ευχαριστώ. Edited January 4, 2014 by wonderergr Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cyrano Posted January 7, 2014 Share Posted January 7, 2014 [Το παρακάτω σχόλιο έχει spoiler, αλλά δε βρίσκω την επιλογή] Η ιστορία είναι στρωτή παρ' όλο που γράφτηκε μόλις σε δύο μέρες, αλλά ακριβώς επειδή γράφτηκε σε δύο μόλις μέρες, πάσχει από δύο βασικές παρενέργειες της βιασύνης: αναληθοφάνεια κι υπερβολή. Η υπερβολή έγκειται στο πόσο πολύ προσπαθείς να πείσεις (δε χρειάζονται τόσες επεξηγηματικές λεπτομέρειες) ότι η οικογένεια είναι θεόφτωχη κι ο μπαμπάς καλός (ποιος ξέρει με τι θυσίες εξασφάλισε το ποδήλατο της μικρής) και στο ό,τι ο εισβολέας είναι υπέρτατα κακός: και κλέφτης και δολοφόνος και παιδεράστης. Είναι ένα ακραίο δίπολο, στο οποίο προστίθεται κι η αναληθοφάνεια του επεισοδίου. Διότι ο εισβολέας, πέραν όλων των άλλων είναι επίσης ριψοκίνδυνος κι απελπιστικά ανόητος. Μπαίνει σε ένα κατοικημένο και φτωχό σπίτι, φορτωμένος με όλα τα κλοπιμαία των προηγούμενων διαρρήξεων και προκειμένου να βιάσει τη μικρή, σκοτώνει δύο ενήλικες, ρισκάροντας να ξεσηκωθεί η γειτονιά από τα ουρλιαχτά τους ή/και να εμπλακεί σε μια συμπλοκή μαζί τους. Η υπερβολή είναι θέμα γούστου. Η αναληθοφάνεια όμως, όχι μόνο δεν παραβλέπεται (όπως πολλοί νομίζουν, ακόμη και σχετικά έμπειροι συγγραφείς) από το συναίσθημα, αλλά αντιθέτως το εξανεμίζει. Αντιθέτως η προσοχή στις λεπτομέρειες, βελτιώνει μια ιστορία με τρόπους που δε φανταζόμαστε. Έχεις μια καλή βάση για να δουλέψεις περισσότερο την ιστορία σου. Καλή συνέχεια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted January 7, 2014 Share Posted January 7, 2014 Λίγη έρευνα θα βοηθούσε πολύ στο να αποφευχθούν τα ατοπήματα που επεσήμανε ο Cyrano παραπάνω - και τα οποία με βρίσκουν σύμφωνη. Θα σταθώ ιδιαίτερα στο κομμάτι του διαρρήκτη, ο οποίος έχει ό,τι στραβό μπορεί κανείς να βρει στο ανθρώπινο γένος μαζεμένο πάνω του. Πέραν του γεγονότος ότι αυτό δεν τον κάνει ενδιαφέροντα villain, τον κάνει και τελείως εκτός πραγματικότητας. Γενικά θα ήταν χρήσιμο να κοίταζες κάποια πράγματα σχετικά με τους παιδόφιλους και να βρεις για τον δικό σου ένα συγκεκριμένο M.O. που θα κάνει και την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση λειτουργεί σε κάποια σημεία, σε κάποια άλλα όμως καθόλου. Καταρχήν, η Χριστίνα γράφει την ιστορία της post hoc, το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιγράφει τα εισαγωγικά γεγονότα με τον παιδικό ενθουσιασμό με τον οποίο τα βίωσε. Τα θαυμαστικά, για παράδειγμα, προδιαθέτουν για τελείως άλλου είδους ιστορία και, συν τοις άλλοις, πραγματικά δεν "δένουν" με την εικόνα του κοριτσιού που ο ψυχολόγος το βάζει να καταγράψει την εμπειρία της από ένα τόσο τραυματικό γεγονός. Εν ολίγοις, δεν πείθει. Πατώντας πάνω στην πρόταση του Mesmer, θα μπορούσες να βάλεις στην ιστορία αυτό το element της συνέχειας δημιουργώντας όχι έναν παιδεραστή απλά, αλλά έναν serial offender ο οποίος σκοτώνει τους γονείς για να κάνει "δώρα" στα καλά παιδιά και να "τιμωρεί" τα κακά (εξ ου και η στολή του Άγιου Βασίλη). Ίσως μάλιστα να είχε κάποια σχέση με το ορφανοτροφείο και γι'αυτό να σκότωνε τους γονείς, γνωρίζοντας πως τα συγκεκριμένα παιδιά θα κατέληγαν στο συγκεκριμένο ορφανοτροφείο. Οπότε η ηρωίδα μας μπορεί να πίστευε ότι γλίτωσε και τελικά να βρέθηκε σε χειρότερη μοίρα. Έχεις μια ενδιαφέρουσα ιδέα που μπορεί να αναδειχθεί πολύ περισσότερο αν τη δουλέψεις και σαν κείμενο, καθαρά, διαβάζεται ευχάριστα και είναι καλογραμμένο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.