Αγγελίνα Posted January 4, 2014 Share Posted January 4, 2014 Όνομα Συγγραφέα:Είδος: Φαντασίας, περιπέτειαΒία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑυτοτελής; Όχι είναι με κεφάλαια Κεφάλαιο 1 Η Αρχή. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι μετά από αυτή η νύχτα η ζωή της δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Δεν μπορούσε να ξέρει τα μυστικά που κρύβονταν πίσω από την αληθινή της φύση.... Η Τζόαν μισάνοιξε τα μάτια της, το δυνατό φως που έμπαινε από τις λεπτές λινές κουρτίνες του δωματίου της, την τύφλωσε. Μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο στριφογύρισε στο κρεβάτι της βάζοντας το κεφάλι της κάτω από το μαλακό μαξιλάρι. Μια στιγμή αργότερα είχε πεταχτεί από το μαλακό στρώμα της και με δυο μεγάλες κινήσεις είχε βρεθεί στο μπάνιο όπου και άρχισε αμέσως να καλλωπίζεται. Αφού τέλειωσε κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, τα σκούρα πράσινα μάτια της που έκαναν μεγάλη αντίθεση με την σταρένια επιδερμίδα της την αντίκρισαν χαρούμενα, είχε πιάσει τα μακριά καστανά μαλλιά της σε ένα κότσο και στο πλούσιο στόμα της υπήρχε ένα μεγάλο χαμόγελο. Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο της κλείνοντας την πόρτα με δύναμη η Τζόαν τινάχτηκε ελαφρώς και πήγε αμέσως να δει ποιος είχε εισβάλει στο δωμάτιο της. Ήταν ο Μαξ, ο αδερφός της. Αν και στο γωνιώδες πρόσωπο του δεν υπήρχε κανένα αποτυπωμένο συναίσθημα, στα μελιά του μάτια υπήρχε μια πονηρή λάμψη. Την πλησίασε αργά, υπερβολικά αργά. « τι κρύβεις εκεί;» τον ρώτησε γέρνοντας το σώμα της προς τα δεξιά για να δει τι κράταγε στα χέρια του που είχε τοποθετημένα στην πλάτη του. Ο Μαξ γούρλωσε τα μάτια του «εγώ τίποτα;» είπε αθώα « Μαξ έχεις το ύφος του ψυχοπαθή δολοφόνου» είπε η Τζόαν σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της. Ο αδερφός της χαμογέλασε σκανταλιάρικα και την αγκάλιασε, « αν είναι να κάνεις έτσι κάθε φορά που θα θες να με αγκαλ» σταμάτησε όμως να μιλάει γιατί από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε να κρατάει ένα μικρό λιλά κουτάκι. « Χρόνια πολλά μικρή» της είπε χαμογελώντας ξερόβηξε και ύστερα έκανε μια θεατρινίστικη κίνηση με το χέρι του δείχνοντας το κουτάκι « άνοιξε το» η Τζόαν ξετύλιξε την ροζ κορδέλα από το κουτί συνειδητοποιώντας πως αυτό ήταν το πρώτο δώρο γενεθλίων της. Ήταν ένα κολιέ φτιαγμένο από μια λεπτή ασημένια. η Τζόαν ψηλάφισε με τα δάχτυλα της την όμορφη φτιαγμένη από ασήμι γυναίκα, φορούσε ένα ασημένιο φόρεμα και λίκνιζε το κορμί της στο άκουσμα κάποιας εκστατικής μουσικής. « ποια είναι;» ρώτησε η Τζόαν χωρίς να πάρει τα μάτια της από το λεπτοδουλεμένο κόσμημα « η θεά των λύκων, η θεά μας Τζόαν!» αποκρίθηκε σκανδαλισμένος ο Μαξ για την άγνοια της εκείνη απλώς στριφογύρισε τα μάτια της. Ήξερε τι θα ακολουθούσε ο μονόλογος του αδερφού της που θα της εξηγούσε πως η θεά τους που δεν ήξεραν καν το όνομα της, βρήκε την αγέλη του πατέρα της, του Μπραντ τους άνοιξε τις αγκάλες της και τους ορκίστηκε πως θα τους προστατεύει αρκεί να την τιμούν και να την δοξάζουν. Μόλις άρχισε λοιπόν αυτός ο μονόλογος η Τζόαν μουρμούρισε ένα άντε πάλι και βγήκε από το δωμάτιο. « είμαστε όλοι υπό την προστασία της, ακόμα και εσύ Τζόαν» είπε ο Μαξ με υψωμένη φωνή το κορίτσι ένιωσε όπως πάντα πληγωμένη από τα λόγια του αν και ήξερε ότι ο Μαξ δεν το έλεγε με κακή πρόθεση, στα λόγια του υπήρχε το υπονοούμενο το ότι η Τζόαν δεν θα μπορούσε ποτέ να ανήκει στον κόσμο του πατέρα της, θα ήταν απλώς παρατηρητής όπως η μητέρα της η Κάρολαιν. « το ξέρεις Μαξ ότι δεν πιστεύω σε αυτά!» του φώναξε ενώ βρισκόταν στο χείλος των ξύλινων σκαλιών που οδηγούσαν στο σαλόνι και στην κουζίνα. « μα δεν γίνεται να μην πιστεύεις είσαι η κόρη του αρχηγού ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» αποκρίθηκε με στόμφο ο Μαξ. η Τζόαν ξεφύσησε ειρωνικά ποιος ο λόγος να πιστεύω σε θεές και λυκάνθρωπους αν δεν μπορώ να ανήκω και εγώ σε αυτόν τον κόμοδων εκμυστηρεύτηκε φυσικά αυτήν την σκέψη. « Το ότι είναι αρχηγός μερικών ξεμωραμένων γέρων και ξαναμμένων έφηβων δεν σημαίνει κάτι» του πέταξε η Τζόαν, ο Μαξ γούρλωσε τα μάτια κοιτάζοντας κάτι πίσω της, το κορίτσι έβρισε από μέσα της και γύρισε για να αντικρίσει τον πατέρα της με την πιο αθώα έκφραση. Ο ψηλός άντρας με τα μαύρα μαλλιά έσμιξε τα φρύδια του για λίγο, ύστερα όμως της έριξε ένα βλέμμα έχε-χάρη-που-είναι-τα-γενέθλια-σου. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τον αγκάλιασε. « χρόνια πολλά κόρη μου» της είπε ενώ την είχε ακόμα στην αγκαλιά του. «σήμερα θα αλλάξεις γνώμη για την φυλή μου και την θεά μας, θα πιστέψεις» χάρη της σταρένιας της επιδερμίδας δεν φάνηκε το κοκκίνισμα στα μάγουλα της. Από την πόρτα της κουζίνας δραπέτευσε η μυρωδιά του καφέ και των τηγανίτων. Η Τζόαν ξέφυγε από την αγκαλιά του μπαμπά της και μπήκε γρήγορα στην κουζίνα, έτοιμη να καταβροχθίσει. Έκατσε σε μια άνετη ξύλινη καρέκλα την στιγμή που η μαμά της άφηνε στο τραπέζι μια τεράστια πιατέλα με τηγανίτες έσκυψε να την φιλήσει και της ευχήθηκε και αυτή χρόνια πολλά. Σε λίγο, η κουζίνα είχε γεμίσει με όλα τα μέλη της οικογένειας ο Μπραντ φίλησε την Κάρολαιν στο στόμα, κάτι που την έκανε να κοκκινίσει. « Μπραντττ!!» έκανε ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα παιδιά της τα οποία και τα δυο είχαν αφοσιωθεί στις τηγανίτες « Κάρολιννν!» μιμήθηκε τον τόνο της, ο Μαξ γέλασε πνιχτά ο πατέρα τους όμως τον αγριοκοίταξε και εκείνος αφοσιώθηκε ξανά στις τηγανίτες. « Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρώτησε η Τζόαν ενώ έβαζε ζεστό καφέ σε ένα λευκό φλιτζάνι κοίταξε αφηρημένη τους υδρατμούς που ήταν σαν να χόρευαν. Η Κάρολαιν της χαμογέλασε « αυτό αφορά μόνο τα κορίτσια» απάντησε δεν φαίνεται να ενοχλεί τα αγόρια σκέφτηκε η Τζόαν ο πατέρας της καθάρισε τον λαιμό του. « μην ξεχάσεις τι έχουμε κανονίσει για σήμερα το βράδυ..» « είναι ανάγκη να έρθω;» ρώτησε η Τζόαν με ψεύτικη αγανάκτηση « Ναι» απάντησε κοφτά στράφηκε και προς και τα δυο του τα παιδιά. « είστε απόγονοι του αρχηγού... αυτό σημαίνει πως ο Μαξ θα αποκτήσει αυτό το αξίωμα...» η Τζόαν αφαιρέθηκε στις σκέψεις της ήθελε να πάει να δει την τελετή για την θεά ένιωθε μεγάλη προσμονή και άγχος. Για πρώτη φορά θα έπαιρνε μια γεύση για την ζωή του πατέρα της αν όμως έβλεπε τον κόσμο του έχοντας επίγνωση πως ποτέ δεν θα μπορούσε να είμαι μέρος του... δεν ήταν καλύτερη η άγνοια; Η ομιλία του πατέρα της διακόπηκε απότομα από το ελαφρύ χτύπημα της πόρτας. Η Τζόαν έτρεξε να ανοίξει, τέσσερα κορίτσια άρχισαν να τραγουδάνε « να ζήσεις Τζόαν και χρόνια πολλά» μόλις τέλειωσαν την αγκάλιασαν όλες μαζί «περίμενε» είπε η Τζέην η μεγαλύτερη της παρέας η οποία με γρήγορες κινήσεις κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο της. Ξαφνικά, ο ήχος ενός λύκου που ούρλιαζε σπαραχτικά έσκισε τον αέρα. Η Τζόαν αναρρίγησε ολόκληρη όλες γύρισαν προς το δάσος που βρισκόταν περίπου πεντακόσια μέτρα από το σπίτι της. Ο πατέρας της βγήκε γρήγορα έξω κρατώντας μια καραμπίνα, το στομάχι της Τζόαν σφίχτηκε καθώς παρακολουθούσε τον Μπραντ να τρέχει και ύστερα να χάνεται μέσα στο αχανές δάσος, ύστερα από αυτό τα κορίτσια έδειχναν πιο αμήχανα. Η Τζέην επέστρεψε με τέσσερα δώρα τα οποία ήταν τυλιγμένα με φανταχτερές κορδέλες, τα εναπόθεσε στα χέρια της Τζόαν. Κάθισαν όλες στο σαλόνι και η Τζόαν άρχισε να ξετυλίγει τα δώρα πρώτα άνοιξε της Ζόζεφιν μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια και αδύνατο σώμα. Παρατηρούσε με αγωνιά την φίλη της αναμένοντας την αντίδραση της για το δώρο που της είχε κάνει. Ήταν ένα βιβλίο « τα φτερά του δράκου» διάβασε δυνατά το κορίτσι, χαμογέλασε και ευχαρίστησε την Ζοζεφίν γα το υπέροχο δώρο . Ο Μαξ βγήκε από την κουζίνα έχοντας τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του, η Τζέην έστρωσε αμέσως τα καστανόξανθα μαλλιά της και του χαμογέλασε ντροπαλά ο Μαξ της έκλεισε το μάτι. « άντε ξετύλιξε το δικό μου» αναφώνησε η Κείρα ρίχνοντας πονηρές ματιές στην Τζέην, ένα κορίτσι που μπορούσε να σου φτιάξει το κέφι ανά πάσα στιγμή το δώρο της ήταν ένα βραχιόλι με μια μπρούτζινη καρδιά έμοιαζε πολύ με το δώρο της Τζέην που αντί για καρδιά είχε ένα αστέρι. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν. « από το ίδιο μαγαζί ψωνίσαμε!» αναφώνησαν μαζί και γέλασαν με αυτήν την σύμπτωση τελευταίο έμεινε το δώρο της Μαντλέιν η οποία ήταν η πιο μικρή της παρέας, ήταν πανέμορφη με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια σαν τη νύχτα και ένα σώμα αδύνατο με καμπύλες. Εκείνη της είχε πάρει ένα βραχιόλι για το πόδι. Αφού τις ευχαρίστησε όλες για τα φανταστικά δώρα τους, σηκώθηκε από τον καναπέ και τέντωσε τα πόδια της για να ξεπιαστεί. Τα κορίτσια έφυγαν αφού της υπενθύμισαν το πάρτι που γινόταν σήμερα και ήταν καλεσμένες. Η Τζόαν αφού έκλεισε την πόρτα ακούμπησε πάνω στην σκληρή επίπεδη επιφάνεια της και χαμογέλασε η μέρα της γινόταν ολοένα και πιο ωραία. Είχε ήδη ξεχάσει το ουρλιαχτό του λύκου και το πως την είχε κάνει να νιώσει. Τα πόδια του χτύπαγαν δυνατά το ξερό χώμα καθώς έτυχε μέσα στο αχανές δάσος. Ας είναι όλοι καλά έλεγε ξανά και ξανά μέσα του. Κοντοστάθηκε όταν το κλάμα του λύκου σταμάτησε απότομα, άφησε τα λεπτά να περάσουν καθώς η αγωνία του και ο φόβος έτρωγαν τα σωθικά του, ξάφνου άκουσε δυνατά αγκομαχητά πόνου και κάποιον να σέρνεται στο χώμα . « Τζακ;» φώναξε ερωτηματικά ο Μπραντ « ποιος είναι» ρώτησε η παραμορφωμένη από τον πόνο φωνή. Ο ρ έτρεξε προς το μέρος που την άκουσε όταν έφτασε κοκάλωσε σοκαρισμένος. Σε ένα σκληρό κορμό στεκόταν ένας από τους νεαρούς λυκάνθρωπους και ήταν πληγωμένος. Κανένας δεν θα μπορούσε να αγνοήσει το μεγάλο κομμάτι ξύλου που εξείχε απο τον ώμο του. « τι στο καλό Τζακ ποιος το έκανε αυτό» τον ρώτησε ενώ γονάτιζε δίπλα του. Το χρώμα του αγοριού είχε φύγει τελείως απο το πρόσωπο του. « νομίζω... νομίζω πως ήταν η θεά μας» μουρμούρισε έχοντας κλειστά τα μάτια « αδύνατον» είπε ο Μπραντ που έσκιζε το μακό μπλουζάκι του. « πρέπει να σου βγάλω αυτό το ξύλο απο τον ώμο, μετά θα σε πάω στο νοσοκομείο» συνέχισε ενώ πήγε να πιάσει το σπασμένο ξύλο που εξείχε απο το σώμα του, ο Τζακ του έπιασε το χέρι στον αέρα μια κίνηση που του προκάλεσε αφόρητο πόνο. « Μπραντ πρέπει να σου μιλήσω πρώτα... δεν ξέρω αν θα μπορώ μετά» είπε κοιτάζοντας τον οι ανάσες του ήταν κοφτές, ο Μπραντ κατένευσε σοβαρός « είχα πάει στο βουνό, και πρόσφερα στην θεά μας τις θυσίες μας όπως κάθε χρόνο» σταμάτησε κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια του. « ήμουν έτοιμος να φύγω όταν εμφανίστηκε εκείνη μια άυλη φιγούρα, μου είπε πως δεν ήταν ευχαριστημένη με αυτού του είδους τις θυσίες ήθελε αίμα, ανθρώπινο αίμα» το στομάχι του Μπραντ σφίχτηκε δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του, « και πως επιτέθηκε;» τον ρώτησε. Ο Τζακ κοίταξε αλλού το στέρνο του είχε γεμίσει με αίματα ενώ το πρόσωπο του ήταν ιδρωμένο. « δεν ξέρω, είχα επιστρέψει εδώ στο δάσος και περιφερόμουν ψάχνοντας για το σακίδιο με τα ρούχα μου όταν ξαφνικά για μια στιγμή όλα μαύρισαν και βρέθηκα με αυτό στον ώμο» κοίταξε το κομμάτι ξύλο που φαινόταν να είναι κομμένο απο κάποιο κορμό δέντρου. « δηλαδή δεν είδες ποιος σου επιτέθηκε;» «όχι» παραδέχτηκε το δεκαεφτάχρονο αγόρι « αλλά ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» ρώτησε και ο Μπραντ δεν ήξερε τι να απαντήσει, ξαφνικά ο Τζακ έγειρε προς το μέρος του Μπράντ και τον έπιασε με δύναμη απο το μπράτσο του « πρέπει να ακυρώσεις την τελετή!» είπε με δυνατή φωνή ενώ το πρόσωπο του γινόταν όλο και πιο χλωμό. « δεν γίνεται αυτό το ξέρεις, θα ήταν μεγάλη ασέβεια» « θα έρθει Μπραντ, μου το είπε! θα έρθει να πάρει αυτό που ζήτησε» τα μάτια του Τζακ αναποδογύρισαν και έχασε τις αισθήσεις του ο Μπραντ τον έπιασε πριν πέσει στο έδαφος του έβγαλε το ξύλο και του έδεσε την πληγή για να μειώσει την αιμορραγία έπειτα τον σήκωσε στους ώμους του. Ενώ περπάταγε, νιώθοντας μουδιασμένος απο όλη την κατάσταση ήξερε πως η τελετή θα γινόταν πάση θυσία. Η θεά τους ποτέ δεν θα τους έβλαπτε, σωστά; 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vanessa Van Hault Posted January 4, 2014 Share Posted January 4, 2014 Sweet! Περιμένω την συνέχεια! Απο αυτά τα νεανικά τύπου Σημαδεμένη που δε με χαλάνε! Υπάρχει ένα θεματάκι με τα σημεία στίξης που θέλει φτιάξιμο αλλά σε γενικές γραμμές είναι οκ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Αγγελίνα Posted January 5, 2014 Author Share Posted January 5, 2014 Σε ευχαριστώ θα ανεβάσω σήμερα κιόλας το επόμενο κεφάλαιο και θα προσέχω περισσότερα τα σημεία στίξης Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Αγγελίνα Posted January 5, 2014 Author Share Posted January 5, 2014 Κεφάλαιο 2. Η Τελετή… « μαμά μπορώ να κουμπωθώ και μόνη μου» διαμαρτυρήθηκε η Τζόαν για την υπερβολική φροντίδα της μητέρας της. Εκείνη απλώς της χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά από κάτασπρα δόντια. « το ήξερα ότι θα σου πηγαίνει, το άσπρο είναι το χρώμα σου» είπε χαζεύοντας την κόρη της, η Τζόαν κοιτάχτηκε στον μεγάλο επίπεδο καθρέφτη. Η μητέρα της είχε αγοράσει ένα πολύ όμορφο φόρεμα για τα γενέθλια της. Ήταν στράπλες και κοντό αφήνοντας έτσι τους ώμους και τα μακριά της πόδια ακάλυπτα. Είχε βάψει τα μάτια της με μαύρο μολύβι κάτι που έκανε το βλέμμα της να βαθύνει. Η όψη της στον καθρέφτη είχε κάτι άγριο και μυστηριώδες. « μα που είναι ο μπαμπάς τόσες ώρες; Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ;» ρώτησε καθώς καθόταν προσεχτικά σε μια καρέκλα για να μην τσαλακώσει το φόρεμα « θα ετοιμάζει την τελετή» είπε απλά η μητέρα της « μην τον περιμένεις» « και με ποιον θα πάω στην τελετή;» παραπονέθηκε η κόρη της. « με τον Μαξ, μην περιμένεις όμως και πολλά δεν είναι τίποτα το σπουδαίο» είπε η μητέρα της κουνώντας αόριστα το χέρι της. Η Τζόαν κοίταξε απο το παράθυρο της, την ξερή έκταση που χώριζε το δάσος απο το σπίτι της .Η μητέρα της είχε πει μια φορά πως είχαν μετακομίσει εδώ όταν ο Μπραντ έγινε αρχηγός της αγέλης. Βέβαια τότε η Τζόαν ακόμα δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Το βλέμμα της στάθηκε στο δάσος στο μέρος όπου θα γινόταν η τελετή, έμοιαζε απόκοσμο και μυστηριώδες. « είσαι πολύ όμορφη» είπε η μητέρα της χαϊδεύοντας τα μαλλιά της που έπεφταν χυτά στους ώμους της και της γαργαλούσαν το γυμνό της δέρμα « δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι δεκαεφτά!! σε θυμάμαι μικρό παιδάκι με τι πείσμα προσπαθούσες να σταθείς στα δυο σου ποδαράκια...» ακολούθησε το γνωστό παραλήρημα κάθε μάνας που αναπολεί στιγμές ευτυχίας. Το βλέμμα της Τζόαν στάθηκε στον καθρέφτη παρατηρώντας το είδωλο της, είχε φορέσει το κολιέ που της είχε κάνει δώρο ο αδερφός της. Ένιωσε ένα τσίμπημα άγχους, δυσφορίας και προσμονής καθώς παρατηρούσε τα σμιλευμένα μάτια της θεά. Ο Μαξ καθάρισε το λαιμό του για να τραβήξει την προσοχή τους. Στηριζόταν με το χέρι του στην πόρτα. « έτοιμη;» αφού η Τζόαν του έγνεψε καταφατικά κοίταξε την Κάρολαιν που καμάρωνε τα παιδιά της. « εσύ δεν θα έρθεις;» την ρώτησε η μητέρα της χαμήλωσε για μια στιγμή το κεφάλι της. « μόνο μια γυναίκα απο κάθε οικογένεια επιτρέπεται να παρακολουθήσει την τελετή» εξήγησε ο Μαξ, η Τζόαν έμεινε με ανοιχτό το στόμα, γύρισε να κοιτάξει την μητέρα της που είχε καρφώσει το στοργικό βλέμμα της πάνω της. « γιατί δεν πας εσύ;» την ρώτησε η Τζόαν νιώθοντας πως για κάποιο λόγο την πρόδιδε. « είναι η δικιά σου σειρά Τζόαν καιρός να πάρεις και εσύ μια γεύση απο την ζωή του πατέρα σου» αποκρίθηκε η Κάρολαιν, δεν της είπε φυσικά ότι ο λόγος που θα παρακολουθούσε για πρώτη φορά την τελετή ήταν γιατί η θεά τους το είχε ζητήσει, μόνο τα νεαρά κορίτσια ήταν ευπρόσδεκτα στην φετινή τελετή. Αν της εκμυστηρευόταν κάτι τέτοιο η Τζόαν θα πληγωνόταν αφάνταστα γιατί θα ήξερε πως δεν ήταν επιλογή του πατέρα της να παρακολουθήσει την τελετή. Η Τζόαν ένιωσε ένα παράξενο τσίμπημα φόβου καθώς παρατηρούσε την μητέρα της. Η αίσθηση όμως εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί. Ο Μαξ άφησε να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανυπομονησίας. Η Τζόαν σηκώθηκε απο το κρεβάτι αφού φίλησε την μητέρα της στο μάγουλο και έπιασε το προτεταμένο μπράτσο του αδερφού της. Δεν γύρισε πίσω και έτσι δεν πρόσεξε το ανήσυχο βλέμμα της μητέρας της να αστράφτει κάτω απο το φως της πανσέληνου που έμπαινε απο το παράθυρο. Καθώς η Τζόαν προχώραγε προς το δάσος κοίταξε τον ουρανό, δεν υπήρχε κανένα ίχνος απο σύννεφα και αστέρια, μόνο το ολόγιομο φεγγάρι που φάνταζε παράξενα μεγάλο. Με το φως του να έχει σχηματίσει ένα ασημένιο μονοπάτι απο το σπίτι μέχρι τον προορισμό τους ήταν σαν ήθελε να τους βοηθήσει να μην χαθούν. Το λαμπερό φως την πανσέληνου έπεφτε πάνω της και την έκανε να νιώθει μια αλλόκοτη δυσφορία. «Μαξ;» είπε η Τζοαν το όνομα του αδερφού της με ερωτηματικό τόνο. « ναι μικρή;» απάντησε ο Μαξ κοιτάζοντας μπροστά. « έχεις ξαναπάει σε αυτήν την τελετή;» ρώτησε νιώθοντας αμήχανα, ο αδερφός της ξεφύσησε λες και η απάντηση ήταν αυτονόητη. Η Τζόαν στριφογύρισε τα μάτια της αλλά, ο αδερφός της δεν το πρόσεξε. « μα φυσικά, δεν είναι και τόσο συναρπαστικό γεγονός κρατάει το πολύ μισή με μία ώρα» είπε ο Μαξ με ψεύτικο βαριεστημένο ύφος θέλοντας μάλλον να δείξει ότι είχε βαρεθεί όλη αυτήν την διαδικασία αφού την παρακολουθούσε κάθε χρόνο. Η Τζόαν δεν ρώτησε κάτι άλλο ,αν και την κατέτρωγε η περιέργεια δεν ήθελε να δώσει την ευκαιρία στον αδερφό της να της υποδείξει ότι ήξερε περισσότερα απο εκείνη. Είχαν φτάσει στην αρχή του δάσους και ενώ η Τζόαν δίστασε για μια απειροελάχιστη στιγμή ο Μαξ δεν επιβράδυνε καθόλου το ρυθμό και χάθηκε μια στιγμή απο τα μάτια της μπαίνοντας μέσα στις σκιές. « έπρεπε να έχεις φέρει φακό!! τι να μας κάνει το φως του κινητού σου... δεν βλέπω τίποτα» διαμαρτυρήθηκε η Τζόαν καθώς είχε σκοντάψει πολλές φορές. Είχε ήδη μετανιώσει που είχε βάλει το δώρο της μητέρας της, αν έπεφτε θα γινόταν χάλια. « σταμάτα να παραπονιέσαι σχεδόν φτάσαμε» είπε ο Μαξ δείχνοντας με τον δείχτη του μπροστά. Η Τζόαν μπορούσε να διακρίνει ένα αμυδρό φως που συνεχώς δυνάμωνε καθώς πλησίασαν όλο και πιο πολύ. Μέχρι να φτάσουν στο συγκεκριμένο σημείου του δάσους που θα γινόταν η τελετή η Τζόαν αναγκαζόταν να στηρίζεται σε κορμούς δέντρων. Η σκληρή και τραχεία τους επιφάνεια της έγδερνε τα χέρια αλλά δεν την ένοιαζε. Όταν πια είχαν πλησιάσει αρκετά η Τζόαν μπορούσε να διακρίνει πολλές φιγούρες ανθρώπων. Η τελετή λάμβανε μέρος σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Κάποιος είχε ανάψει τέσσερις φωτιές στο μέρος προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα θέρμη και περισσότερο φως. Στο κέντρο είχε φτιαχτεί ένας τέλειος κύκλος απο μαύρες πέτρες. Δεν είχε ξαναδεί παρόμοιες πέτρες είχαν όλες κυκλικό σχήμα και ήταν λείες σαν να είχαν σμιλευτεί απο τον πιο ταλαντούχο τεχνίτη. Η πανσέληνος που απο αυτό το σημείο έμοιαζε σαν να έχει υφανθεί στον ουρανό φώτιζε τον κύκλο και έκανε τις πέτρες να μοιάζουν περισσότερο με ασημί παρά με μαύρες. Ο Μαξ την προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς τον πατέρα της που συζήταγε έντονα με μια ομάδα δέκα ατόμων. Πρέπει να ήταν η αγέλη του. Ήταν όλοι πάνω απο την ηλικία των σαράντα εκτός απο ένα άτομο, είχε κορακίσια μαλλιά και κατάμαυρα μάτια. Φαινόταν να αδιαφορεί για αυτά που τους έλεγε ο πατέρας της. Μόλις η προσοχή της στράφηκε στον Μπράντ το στομάχι της σφίχτηκε. Ο πατέρας της ήταν κατάχλωμος σαν κάποιος να του είχε στραγγίξει όλο το αίμα απο το σώμα του. Ήθελε να πάει εκεί να τον ρωτήσει αν ήταν καλά αλλά δεν το έκανε η αφού η συζήτηση τους γινόταν όλο και πιο έντονη και τα πρόσωπα μερικών άλλαζαν απο ενοχλημένα σε θυμωμένα. « πρέπει να της δώσουμε αυτό που ζητάει» φώναξε ένας απο αυτούς είχε γκρίζα μαλλιά και καφέ μάτια. Ο Μπραντ του έκανε νόημα με το χέρι του να σωπάσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραβηγμένα απο μια αγωνία που η Τζόαν δεν μπορούσε να καταλάβει. Κοίταξε απο την άλλη μεριά, όπου μια παρέα νεαρών αγοριών παρακολουθούσαν σοβαρά τους μεγαλύτερους τους ενώ πίσω απο τον μεγάλο κύκλο υπήρχε μια παρέα κοριτσιών που έριχναν συνεχώς κλεφτές ματιές σε αυτούς και σε μία κοπέλα που καθόταν μόνη της πάνω σε μια κουβέρτα που ήταν στρωμένη στο χώμα. Γυναίκες δεν υπήρχαν εκτος απο μια η οποία εκείνη την στιγμή πλησίαζε τον πατέρα της. Φόραγε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, είχε ολόισια μαύρα μαλλιά και κρυστάλλινα μπλε μάτια. Η Τζόαν στεκόταν χωρίς να ξέρεις που έπρεπε να πάει, με τον Μαξ να λείπει απο το πλευρό της ένιωθε αμήχανα. Όταν πρόσεξε όμως πως το κορίτσι που προηγουμένως καθόταν πάνω στην κουβέρτα την πλησίαζε ένιωσε ανακούφιση αναμεμειγμένη με νευρικότητα. « γεια σου είμαι η Πενέλοπε » συστήθηκε το κορίτσι. Είχε κοντό καρέ μαλλί και γλυκά καστανά μάτια. Φορούσε μια στρατιωτική φούστα και ένα χακί αμάνικο μπλουζάκι, στο χέρι της κροτάλιζαν μερικά μπρονζέ βραχιόλια. « Τζόαν» της απάντησε χαμογελώντας ντροπαλά. « το ξέρω είσαι η κόρη του μεγάλου αρχηγού» σχολίασε η Πενέλοπε κοιτάζοντας τον Μπραντ. « του μεγάλου;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Τζόαν περιμένοντας πως το κορίτσι θα έκανε μια κίνηση καλά-που-ζεις όπως συνήθιζε να κάνει ο Μαξ αλλά εκείνη απλώς κατένευσε. « ναι των μεγαλύτερων λυκάνθρωπων, εγώ είμαι αδερφή του μικρού αρχηγού» της είπε δείχνοντας ένα αγόρι που φαινόταν εξαιρετικά νευρικό και έμοιαζε πολύ στην Πενέλοπε. « τον λένε Τζάρεντ » είπε η Πενέλοπε που άρχισε να πηγαίνει πάλι προς το σημείο όπου ήταν πριν, η Τζόαν την ακολούθησε. Τα κορίτσια που στέκονταν λίγο πιο μακριά την κοίταξαν με απροκάλυπτο τρόπο, κάτι που την έκανε να νιώσει αμήχανα. « γιατί δεν είσαι μαζί με αυτές τις κοπέλες;» την ρώτησε μην μπορώντας να συγκρατηθεί. « μισείς τον αδερφό σου;» η Τζόαν συνοφρυώθηκε. Φυσικά και δεν μισούσε τον αδερφό της, κούνησε έντονα, αρνητικά το κεφάλι της. « τότε δεν ανήκεις σε αυτήν την παρέα» απάντησε απλά η Πενέλοπε υψώνοντας την φωνή της καθώς πέρναγε απο δίπλα τους για να την ακούσουν. Μερικά απο τα κορίτσια γύρισαν και τις έριξαν περιφρονητικές ματιές. Η Πενέλοπε απλώς τις αγνόησε. « βασικά δεν είναι ακριβώς μίσος, αλλά άφθονη ζήλεια» της εξήγησε, η Τζόαν δεν μίλησε κάθισε δίπλα στην Πενέλοπε στην μαλακή κουβέρτα. « θα έρθεις στο πάρτι; είσαι φίλη με την Κείρα σωστά; Σας έχω καλέσει όλες» είπε το κορίτσι χαρούμενα η Τζόαν ανασήκωσε έκπληκτή τα φρύδια της. Δεν περίμενε πως κάποιος απο αυτόν κύκλο έκανε το πάρτι, ήξερε απλώς ότι το άτομο που το έκανε πήγαινε στο ίδιο σχολείο με την Κείρα. Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια κίνηση γύρισε να κοιτάξει. Όσο η Τζόαν γνωριζόταν με την Πενέλοπε ο Μαξ είχε πάει στην ομάδα των αγοριών που απο τι είχε καταλάβει η Τζόαν ήταν οι νεαροί λυκάνθρωποι. Κάτι τους έλεγε κουνώντας τα χέρια του ενώ έριχνε συνεχώς άγριες ματιές στον πατέρα τους. Τα αγόρια κατένευσαν σοβαρά και φάνηκε λίγο να χαλαρώνει η ένταση στην ατμόσφαιρα που τους περικύκλωνε. Η γυναίκα με τα μακριά μαύρα μαλλιά είχε πάει ξανά κοντά στον κύκλο, χτύπαγε κάτι σε ένα γουδί και έδειχνε πολύ συγκεντρωμένη. Ο Μαξ τις πλησίασε. Στάθηκε πάνω απο την αδερφή του. « εγώ με τους μικρούς θα φύγουμε» η Τζόαν γούρλωσε τα μάτια της και απογοητευμένη ετοιμάστηκε να σηκωθεί, ο Μαξ όμως της έκανε νόημα να κάτσει εκεί που ήταν. « όχι εσείς θα μείνετε εμείς πρέπει να φύγουμε» είπε ρίχνοντας πάλι ένα θυμωμένο βλέμμα στον πατέρα του. Η Τζόαν δεν καταλάβαινε. Αν κάποιος έπρεπε να μείνει αυτός ήταν ο Μαξ και όχι αυτή. Κράτησε όμως τις σκέψεις της για τον εαυτό τη και αφού ο Μαξ έκανε μεταβολή για να φύγει εκείνη στράφηκε στην Πενέλοπε που κοίταζε απορημένη τον αδερφό της και τους υπόλοιπους να χάνονται στις σκιές. Μετά απο λίγο ανασήκωσε τους ώμους της και άρχισε να μιλάει στην Τζόαν για το πως γνώριζε την Κείρα. Συζητούσαν για αρκετή ώρα και την στιγμή που η Τζόαν άφηνε ένα βαριεστημένο αναστεναγμό, ένας δυνατός ήχος τράβηξε την προσοχή όλων. Κοιτάζοντας την καινούργια ασυνήθιστη φωτιά που βρισκόταν μέσα στον κύκλο με τις μυστηριώδης πέτρες η Τζόαν δεν ένιωθε να βαριέται πια. Η γυναίκα με το μαύρο φόρεμα είχε ρίξει κάτι στο κέντρο του κύκλου και είχε δημιουργήσει πύρινες φλόγες απο το τίποτα. « μα ποια είναι αυτή;» αναρωτήθηκε φωναχτά. « Απο τι μου έχει πει ο αδερφός μου είναι κάτι σαν μάγισσα αν και όλοι την θεωρούν τρελή. Να φανταστείς! ζει σε μια καλύβα που είναι κάπου σε αυτό το δάσος. Την λένε Βανέσα» εξήγησε η Πενέλοπε « τέλος πάντων ότι και να είναι η μόνη που μπορεί να διοργανώσει αυτές τις τελετές παράξενο που έχουν ανάγκη μια γυναίκα για να έρχονται σε επαφή με την θεά τους σάρκασε απο μέσα της η Τζόαν, η Βανέσα άρχισε να χορεύει χωρίς μουσική γύρω από την φωτιά που, που και που άλλαζε χρώμα τα από κόκκινο σε γαλάζιο και πάλι κόκκινο. « χορεύει για να ευχαριστήσει την θεά» της εξήγησε για ακόμα μια φορά το κορίτσι αφού πρόσεξε την ζωντανή απορία στο πρόσωπο της Τζόαν. Ένα μεθυστικό άρωμα ταξίδεψε στην ατμόσφαιρα και την ζάλισε. Η ‘μάγισσα’ χόρευε αργά και αισθησιακά μουρμουρίζοντας διάφορες λέξεις και ρίχνοντας μια περίεργη σκόνη στην φωτιά. Το χρώμα άρχιζε πάλι σιγά, σιγά να αλλάζει. Ο καπνός που είχε χρώμα γκρι γαλάζιο και κόκκινο άρχισε να στροβιλίζεται. Ενώ η Τζόαν παρακολουθούσε θαμπωμένη αναρωτιόταν αν αυτό, ο Μαξ το έβλεπε ως κάτι το μη συναρπαστικό. Η ίδια ένιωθε εκστασιασμένη. Τα έκπληττα βλέμματα όμως του πατέρα της και των υπόλοιπων αντρών την έκαναν να καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια ξαφνική έκρηξη εκσφενδόνισε μακριά την Βανέσα που είχε σταματήσει να χορεύει. Η Πενέλοπε και η Τζόαν σηκώθηκαν ταυτόχρονα ενώ τα υπόλοιπα κορίτσια ζάρωσαν και πλησίασαν πιο πολύ η μία την άλλη . Η φωτιά έσβησε και το μόνο που απέμεινε ήταν καπνός. Μια άυλη μάζα ή μάλλον... σώμα άρχισε να σχηματίζεται απο τα καπνισμένα απομεινάρια. Ήταν η θεά τους, κοίταξε το κολιέ της ήταν ολόιδιες. Όλοι είχαν μείνει παράξενα ακίνητοι παρακολουθώντας την μορφή καπνού που τους παρατηρούσε. Η ‘μάγισσα’ σηκώθηκε και κοίταξε την θεά, ήταν μίσος αυτό που διαγραφόταν στα χαρακτηριστικά του πρόσωπο της; Το άδειο βλέμμα τη θεάς καρφώθηκε στα μάτια της γυναίκας και της χάρισε ένα χαμόγελο. « πιστοί μου άνθρωποι» η φωνή της αντήχησε σε όλο το ξέφωτο, δυνατή και μελωδική αφήνοντας της πίσω μια γλύκα. Η παρέα των κοριτσιών πλησίασαν και άλλο ενώ η Τζόαν έμεινε στην θέση της μαζί με την Πενέλοπε που της κρατούσε το χέρι ενώ παρακολουθούσε με καχύποπτο βλέμμα. « κάνατε αυτό που σας ζήτησα;» ρώτησε χωρίς περιστροφές. Ο Μπραντ προχώρησε προς τον κύκλο. « ω θεά μου!» προσφώνησε κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Η θεά φάνηκε να ικανοποιείται και γύρισε προς το μέρος του με μια χορευτική κίνηση. « μου έφερες ανθρώπινο αίμα θνητέ;» η έκφραση του πατέρα της ήταν ήρεμη αλλά η Τζόαν έβλεπε την ένταση που ένιωθε να τραντάζει ελαφρώς το κορμί του. « ναι, θεά μου θα σου δώσω το δικό μου» εκείνη χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που είχε χάσει την προηγούμενη γλύκα του και έδειχνε ψεύτικο. Η Τζόαν αναφώνησε έκπληκτη, έφερε το χέρι της στο στόμα της νιώθοντας σαν να την είχαν χαστουκίσει. Δεν σοβαρολογούσε ο πατέρας της, έτσι; « δεν επιθυμώ το αίμα ενός Ντουράι» είπε κάνοντας μια απορριπτική κίνηση με το χέρι από καπνό. Η Τζόαν ήξερε ότι Ντουράι σήμαινε αρχηγός στα ινδιάνικα. Είχε ακούσει πολλές φορές τον Μαξ να αποκαλεί έτσι τον Μπραντ. Η θεά στράφηκε προς το μέρος όλων των κοριτσιών παρατηρώντας. Το κούφιο βλέμμα της μελετούσε ένα, ένα τα πρόσωπα τους ώσπου στάθηκε επιτέλους σε ένα. Στης Τζόαν. Σήκωσε το χέρι της κοιτάζοντας την άγρια με ένα βλέμμα θανατηφόρο και την έδειξε με το δείχτη της. « εσύ!» γουργούρισε με μια αλλόκοτη λαχτάρα « το δικό σου αίμα επιθυμώ» η Τζόαν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Σαστισμένη, προσπάθησε να σταματήσει αλλά τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Προχωρούσε παρά την θέληση της. Το τρομοκρατημένο βλέμμα της έψαξε του πατέρα της που έδειχνε σοκαρισμένος. δεν συμβαίνει αυτό σκεφτόταν ξανά και ξανά με απόγνωση. « όχι θεά μου! όχι την κόρη μου!» παρακάλεσε ο Μπραντ πλησιάζοντας και άλλο. « σιωπή» φώναξε εκείνη και όλοι υπάκουσαν. « είναι τιμή της που θα μου προσφέρει το αίμα της. Θα έπρεπε να είσαι περήφανος.» η Τζόαν σταμάτησε να περπατάει όταν πια βρισκόταν τόσο κοντά στον κύκλο που με τα πόδια της ακούμπαγε τις πέτρες. Η θεά άπλωσε το χέρι της και έπιασε μια μπούκλα απο τα μαλλιά της. Η Τζόαν μέσα στην αναταραχή της αναρωτήθηκε πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο αφού αυτό που έβλεπε δεν ήταν παρά καπνός. Ένιωσε ένα περίεργο γαργάλημα στο κεφάλι της, σαν κάποιος να έξινε με το νύχι της τον εγκέφαλο της. « αρκετά» φώναξε η Βανέσα και με πολύ γρήγορες κινήσεις άπλωσε μια ασημί σκόνη γύρω απο τον κύκλο σπρώχνοντας την Τζόαν. Την κοίταξε για μια στιγμή με τα μάτια της να μοιάζουν με γαλάζια στιλέτα. « τρέχα» είπε την λέξη χωρίς ήχο. « πως τολμάς;» στρίγκλισε η θεά και κινήθηκε εναντίον της, έπεσε όμως πάνω σε έναν αόρατο τοίχο κάτι που την εξόργισε ακόμα περισσότερο. Η Τζόαν άρχισε να τρέχει προς τα δέντρα απο την αντίθετη μεριά που βρισκόταν η Πενέλοπε, προς το σπίτι της. Καθώς απομακρυνόταν οι θυμωμένες φωνές της θεάς ξεθώριαζαν, επιβράδυνε το βήμα της νιώθοντας μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί, μόνη της, στην μέση του πουθενά, χωρίς να μπορεί να δει τίποτα. Ξαφνικά ένας πόνος χειρότερος απο όσους είχε βιώσει μέχρι τώρα απλώθηκε σε όλο το κορμί της, έκαψε τα σωθικά της. Της ξέφυγε ένα σπαραχτικό ουρλιαχτό που έμοιαζε περισσότερο με ζώου παρά με ανθρώπου. « νομίζετε πως μπορείτε να με σταματήσετε; ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΤΕ;» βόγκηξε η θεά. « θα σου φέρουμε το κορίτσι» είπε ένας άντρας απο την αγέλη του Μπραντ. « όχι δεν πρόκειται να συμβεί αυτό, πρέπει να διαλέξεις κάποιον άλλο άσε εμένα να αντικαταστήσω την κόρη μου σε παρακαλώ θεά μου» « όχι διάλεξα το άτομο, εκείνη μόνο μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη μου, αν δεν την φέρετε θα υποφέρει και εκείνη και εσείς» φώναξε εξοργισμένη προσπαθώντας να ξεφύγει από τον περιορισμένο κλοιό. « φέρτε την μου αλλιώς θα την σκοτώσω» προειδοποίησε. « δεν θα έκανες κάτι τέτοιο» είπε ο Μπραντ προσπαθώντας να πιστέψει τα λόγια του, εκείνη απλώς χαμογέλασε. Ένα ουρλιαχτό που ξέσκισε την καρδιά του Μπραντ ακούστηκε απο το δάσος. Η Βανέσα έτρεξε προς το μέρος όπου ακούστηκε ο Μπραντ την παρακολούθησε να χάνεται νιώθοντας μια ελάχιστη ανακούφιση. « αφού δεν ικανοποιήσατε την επιθυμία μου θα υποστείτε τις συνέπειες. Κανένας άντρας λυκάνθρωπος δεν θα μπορεί να κάνει παιδί, όλα θα γεννιούνται νεκρά. Μόνο όταν μου φέρεις την κόρη σου η κατάρα θα φύγει απο πάνω σας» και με αυτά τα λόγια καταδίκασε την μοίρα όλων και κυρίως της Τζόαν. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε, και το μόνο που άφησε πίσω της ήταν υπολείμματα στάχτης. Η Βανέσα δεν άργησε να βρει το κορίτσι, ήταν ξαπλωμένο στο κρύο έδαφος με κλειστά τα μάτια της. Είχε σχηματίσει τα χέρια της σε γροθιές και ήταν τόσο σφιγμένα, που οι κλειδώσεις της ξεχώριζαν, λευκές και τεντωμένες. Ζούσε. Ένιωσε βαθιά έκπληξη, ήταν η πρώτη κοπέλα που είχε περάσει την δοκιμασία και είχε υπομείνει τον πόνο. Όλα τα υπόλοιπα κορίτσια είχαν βρει τρόπο να αυτοκτονήσουν, οι περισσότερες κρατώντας την αναπνοή τους. Ήξερε τι σήμαινε αυτό, και ήταν πολύ επικίνδυνο. Το κορίτσι με τα φωτεινά πράσινα μάτια είχε περάσει την δοκιμασία και αυτό την έκανε κατάλληλη. Η μάγισσα ήξερε τι έπρεπε να κάνει, πρώτα θα της απάλυνε τον πόνο και ύστερα θα την σκότωνε. Η Τζόαν δεν θα ένιωθε σχεδόν τίποτα σαν να είχε πέσει για ύπνο απλώς δεν θα ξαναξύπναγε. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, δεν μπορούσε να επιτρέψει τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν αν η κόρη του αρχηγού έμενε ζωντανή. « ποιος είναι εκεί;» ρώτησε η Τζόαν με ραγισμένη φωνή, η Βανέσα γονάτισε δίπλα της. « με λένε Βανέσα ήρθα να σε βοηθήσω» « κάντο να σταματήσει σε παρακαλώ... δεν το αντέχω» μουρμούρισε η Τζόαν κλαίγοντας. Μισάνοιξε τα μάτια της και είδε την μάγισσα να στέκεται πάνω της με ψυχρό πρόσωπο. Ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο πρόσωπο της και ο πόνος άρχισε να υποχωρεί. Βαριά εξάντληση κυρίευσε το νου της, το κορμί της. Την στιγμή που η Βανέσα ετοιμάστηκε να την σκοτώσει το κορίτσι με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια σήκωσε το χέρι της και ακούμπησε το δροσερό μάγουλο της γυναίκας με τα έκπληκτα λαμπερά μάτια. « σε ευχαριστώ» ψιθύρισε πριν πέσει στο απόλυτο σκοτάδι. Σε ένα τίποτα που ήταν τα πάντα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.