Jump to content

Τέντυ ο αρκούδος


Dasdan

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γυφτάκης Γιώργος
Είδος: Μυστήριο-τρόμος
Βία; Όχι
Σεξ; Όχι
Αριθμόςarrow-10x10.png Λέξεων: 2,092
Αυτοτελής; Ναι

Είναι το πρώτο διήγημα που ανεβάζω και θα ήθελα τα σχόλια σας. Ευχαριστώ.

 

 

Τέντυ ο αρκούδος

 

 

Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του, ήταν πως το σκοτάδι σήμαινε πως είχε πεθάνει. Τον πλάκωσε απότομα και του έκοψε την ανάσα. Ώστε είχε έρθει κιόλας η ώρα; Ήξερε πως θα έπρεπε να πάει να την βρει κάποτε αλλά από τώρα;

Το σκοτάδι όμως δεν έφερε τον θάνατο. Το φως του δωματίου ήταν που έσβησε ενώ εκείνος βρισκόταν στο φανταχτερό παλάτι του μυαλού του. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν π.Μ. Τώρα μάλλον είχε μεταμορφωθεί σε κάτι στοιχειωμένο και βρόμικο, όπως τα σπίτια που χάνονταν τα παιδιά σε εκείνες τις ταινίες που του ήταν απαγορευμένο να βλέπει.

 Όχι, δεν ήταν ο θάνατος αυτός που ήρθε αλλά ο μπαμπάς του, που του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με καληνύχτα. Τα βήματα του αντήχησαν σαν κανονιές την ώρα που έφευγε από το δωμάτιο. Σκυφτός. Σκυθρωπός. Σκοτεινιασμένος. Ο Πέτρος ανατρίχιασε.

Το προηγούμενο βράδυ τον είχε ρωτήσει αν ήθελε κάποιο φως ανοιχτό. Εκείνος είχε αρνηθεί. Και τις τρεις φορές. Είχε μεγαλώσει πια. Το φως ήταν περιττό. Έτσι, όπως ακριβώς και το προηγούμενο βράδυ, όταν έπαψε πια να ακούει τα βήματα του μπαμπά στον διάδρομο, σηκώθηκε με σβέλτες κινήσεις, βρήκε τον φακό του και έψαξε στο δωμάτιο. Κάτω από το κρεβάτι όλα ήταν καθαρά. Από τέρατα γιατί το πάτωμα μόνο από καθαριότητα δεν έλαμπε. Η ντουλάπα ασφυκτιούσε από ρούχα. Μόνο από ρούχα ευτυχώς. Είχε δει τις προάλλες μία φωτογραφία από αυτόν τον θάνατο όπως τον αποκαλούσαν. Δεν τόλμησε να την κοιτάξει για πολύ ώρα αλλά μεγάλη εντύπωση δεν του είχε κάνει το ξεγυμνωμένο από σάρκα κρανίο του, ούτε τα μάτια που έλαμπαν κόκκινα σαν να είχε περάσει όλη την μέρα τρίβοντας τα, αλλά το δρεπάνι. Μεγάλο εργαλείο για να το κουβαλάει κανείς μαζί του. Κοίταξε σκεπτικός το δωμάτιο του. Μικρό δωμάτιο, αλλά αυτό ήταν καλό, πολύ καλό. Δεν υπήρχαν αρκετά μέρη για να κρύψει κανείς ένα δρεπάνι.

Ο Τέντυ του φώναξε από την γωνία. Αρκετά κοινότυπο όνομα για αρκούδο, μόλο που αυτό θα το μάθαινε παρά πολλά χρόνια αργότερα. Πήγε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Ήταν πολύ μεγάλος για να αγκαλιάζει αρκούδους γεμάτους με βαμβάκι, αυτό το γνώριζε αλλά ο Τέντυ ήταν διαφορετικός από τους άλλους αρκούδους. Ο Τέντυ μπορούσε να μιλήσει.

«Μη φοβάσαι», είπε στον Τέντυ. «Δεν θα τους αφήσω να με πάρουν μακριά σου».

Αυτές τις μέρες που πέρασαν, ενοχλητικά αργές είναι η αλήθεια, σαν τεμπέλικες χελώνες, είχε ρωτήσει τους αγνώστους που πηγαινοέρχονταν μέσα στο σπίτι ντυμένοι στα μαύρα σαν τον θάνατο, αν βέβαια εξαιρέσεις βέβαια το κρανίο, τα κόκκινα μάτια και το τεράστιο δρεπάνι, μικρές λεπτομέρειες, τους είχε ρωτήσει λοιπόν και είχε ακούσει και από μόνος του διάφορες εκδοχές για το τι είχε συμβεί και για το τι θα επακολουθούσε.

«Απλά κουράστηκε», «κοιμάται τώρα βαθιά», «έφυγε από αυτόν τον κόσμο» και άλλα πολλά. Το μόνο όμοιο μεταξύ τους ήταν η τελευταία φράση που προσέθετε ο καθένας στο τέλος, σαν να την είχε μόλις θυμηθεί. «Δεν φταις εσύ βέβαια».

Την άκουσε τόσες πολλές φορές που την εναπόθεταν πάνω του σαν μία ζεστή κουβέρτα αλλά για εκείνον δεν ήταν πια κουβέρτα. Είχε εξαλειφθεί από πάνω της κάθε ίχνος ζεστασιάς και θαλπωρής γιατί η συνεχής επανάληψη και υπενθύμιση δούλεψαν αντίστροφα στο μπερδεμένο του μυαλό.

«Εσύ φταις, βέβαια», άκουσε τον Τέντυ να λέει. Τον αγριοκοίταξε, γιατί αυτό δεν ήταν ωραίο να στο λέει ένας καλός φίλος αλλά ο Τέντυ είχε πάρει φόρα.

«Και ξέρεις πιο είναι το καλύτερο; Ότι σε λίγο θα έρθουν να σε πάρουν. Θα πας και εσύ μαζί της στον ουρανό»

Αυτό παραπήγαινε. Ο Τέντυ εκσφενδονίστηκε στην άλλη γωνία του δωματίου και γλίστρησε απαλά από τον τοίχο στο κρεβάτι, σε καθιστή και αγέρωχη στάση να τον κοιτά επικριτικά.

Ναι του το είχαν πει και αυτό. Η μαμά πήγε στον ουρανό αλλά να μην ανησυχεί, λες και υπήρχε λόγος σε όλη την κατάσταση για να ανησυχήσει, ναι, να μην ανησυχεί, θα ανέβαινε και αυτός κάποια στιγμή πάνω για να την συναντήσει, και θα ήταν μια γλυκιά γλυκιά συνάντηση.

«Δεν θέλω να πάω!», φώναξε ο Πέτρος στον αρκούδο, αλλά όχι και πολύ δυνατά. Ο μπαμπάς ήταν ακόμα ξύπνιος.

Ο Πέτρος σιχαινόταν τον ουρανό. Μόνο και μόνο η ιδέα ότι θα πέταγε κάποια στιγμή για να συναντήσει την μαμά του έφερνε αναγούλα, όπως σε εκείνο το αεροπλάνο που είχαν πάει σε ένα μακρινό νοσοκομείο. Όχι για την μαμά. Όχι, αυτό ήταν π.Μ.

Ο Τέντυ όμως δεν υποχωρούσε τόσο εύκολα. Και εκτός από το θέμα της υποχώρησης ήταν ιδέα του Πέτρου ή ο Τέντυ είχε αρχίσει να μεγαλώνει κάπως. Και είχε ποτέ ο Τέντυ νύχια; Όχι, ήταν σχεδόν σίγουρος.

«Μα Πέτρο, Πετράκι, Πετρουλίνι», είπε με αργόσυρτη και σχεδόν γλυκιά φωνή, « η Μαμά περιμένει. Η Μαμά σε περιμένει και μου είπε να σε πάω κοντά της.»

Ο Τέντυ τώρα είχε μεγαλώσει τώρα όσο και ο Πέτρος και αυτό ήταν σίγουρα αξιοπερίεργο γιατί ο Πέτρος είχε μεγαλώσει πια και έπινε όλο του το γάλα και είχε ψηλώσει αρκετά. Αν και τόσο ψηλός και μεγάλος που ήταν, δεν θα έπρεπε να μιλά σε γεμιστούς αρκούδους, πόσο μάλλον σε αρκούδους με κόκκινα μάτια και ξεγυμνωμένα κρανία και νύχια μεγάλα σαν δρεπάνια.

Ήταν η σταγόνα που ξεχείλωσε το ποτήρι, ή κάπως έτσι. Ο Πέτρος άρχισε να τρέχει. Αλλά πριν από αυτό ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό να τρέχει ανάμεσα από τα πόδια του. Αυτό ήταν κακό.

Στην αρχή τα πόδια του και το μυαλό του, γιατί όπως είχε δει σε ένα ντοκιμαντέρ το μυαλό στέλνει σήματα σε όλο το σώμα για να κουνηθούν τα άκρα μας, αν και ο Πέτρος δεν θυμόταν να είχε δώσει εντολή στα πόδια του να αρχίσουν να τρέχουν και σίγουρα αν είχε δώσει κάποια τέτοια εντολή σίγουρα, μα σίγουρα, δεν είχε δώσει την εντολή να αρχίσουν να τρέχουν προς το μέρος του Τέντυ. Βέβαια ο Τέντυ ήταν ένας αρκούδος και οι αρκούδοι ήταν για αγκαλιές εκτός βέβαια από τους αρκούδους στην φύση ή εκείνους με μεγάλα σαν δρεπάνια νύχια που δεν θέλουν αγκαλιές αλλά θέλουν να σε πάνε στην Μαμά χωρίς να το θέλεις ή και να σε φάνε. Ναι, να σε φάνε.

Ευτυχώς άλλαξαν γνώμη αρκετά γρήγορα και έτσι ο Τέντυ αντί να έρχεται κοντά του άρχισε και να απομακρύνεται. Βγήκε στον διάδρομο τρέχοντας – και ουρλιάζοντας; Ναι μάλλον και ουρλιάζοντας- πέρασε τον πατέρα του που τον κοιτούσε σαν να έβλεπε ξανά την Μαμά, ενώ εκείνη θα έπρεπε να είναι στον ουρανό και όχι εκεί στο σαλόνι τρέχοντας και ουρλιάζοντας, γύρισε το πόμολο της πόρτας, που ευτυχώς δεν ήταν ακόμα κλειδωμένη και βγήκε έξω. Τρέχοντας. Ουρλιάζοντας.

Στην γωνία κοντοστάθηκε. Είχε σταματήσει να ουρλιάζει, ο λαιμός του όμως συνέχιζε να ουρλιάζει μέσα του γιατί τον έκαιγε και τον πόναγε τρομερά σαν να είχε καταπιεί γυαλόχαρτο. Ο Μπαμπάς είχε μείνει μόνος με τον Τέντυ. Και αυτό ήταν ανησυχητικό. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν να αρχίσει και ο Μπαμπάς να πετάει στον ουρανό. Τότε όμως το παράθυρο του δωματίου του άνοιξε με φόρα και ο Πέτρος ήξερε πως ο Τέντυ θα έβγαινε από εκεί. Θα έβγαινε από το παράθυρο, θα κούναγε τον τριχωτό του κώλο, θα τον έπιανε και μετά θα πέταγαν μαζί. Για την Μαμά. Έτσι ήρθαν πάλι τα ουρλιαχτά και το τρεχαλητό.

Το μυαλό του εκεί πρέπει να έκανε διακοπή. Θα κάηκε καμία ασφάλεια ή κάτι τέτοιο γιατί τον ρούφηξε το σκοτάδι και όχι το σκοτάδι της νύχτας αλλά ένα σκοτάδι πιο βαθύ, σχεδόν χειροπιαστό. Τα φώτα επανήλθαν στην παιδική χαρά. Καθόταν πάνω στην κούνια και με απαλές κινήσεις εκείνη τον ταξίδευε μία μπροστά, μία πίσω. Ήταν ωραία, τόσο ωραία που ο Πέτρος σκέφτηκε μήπως όλα ήταν ένας απαίσιος εφιάλτης, πως ο Τέντυ ήταν ακόμα ο Τέντυ και η Μαμά δε είχε μεταμορφωθεί σε ιπτάμενο πουλί που σεργιανάει τους ουρανούς. Η σκέψη αυτή ωστόσο χάθηκε γρήγορα και ο λόγος ήταν το κρύο που το ένιωθε τσουχτερό μέσα από τις απαλές του πιτζάμες και το ουρλιαχτό που συνέχιζε να βγαίνει ανενόχλητο από τα χείλη του και ας καθόταν αναπαυτικά στην κούνια και ας ήταν μόνος του.

Έκλεισε γρήγορα το στόμα. Το ουρλιαχτό διαμαρτυρήθηκε και για αντίποινα του πλήγωσε και άλλο τον λαιμό. Ένιωθε σαν να είχε καταπιεί ένα καυτό σίδερο.

Και τότε είδε την σκιά. Και άκουσε και τα βαριά βήματα. Και την κοφτή ανάσα. Και τα κρανία. Και τα δρεπάνια.

Σταμάτησε την κούνια και αυτό ήταν δυσάρεστο όχι όσο όμως και η αγκαλιά που είχε φυλάξει ο Τέντυ για κείνον. Έπεσε στα τέσσερα και σύρθηκε σε έναν σωλήνα, από εκείνους που υπάρχουν στις παιδικές χαρές και είναι πολύχρωμοι και ωραίοι και τα παιδιά κυνηγιούνται μέσα στα σπλάχνα του. Είχε μεγαλώσει βέβαια και ο σωλήνας ήταν για παιδιά ενώ εκείνος δεν ήταν πια αλλά χώρεσε. Χώρεσε και δεν ήταν και πολύ ασφυκτικά. Λίγο αλλά όχι πολύ.

Βέβαια όμως οι αρκούδοι εκτός από ξεγυμνωμένο κρανίο και νύχια δρεπάνια είχαν και πολύ καλή όσφρηση. Άλλη μία γνώση από το ντοκιμαντέρ που βέβαια τώρα θα προτιμούσε να μην γνωρίζει. Ούτε ο ίδιος ούτε ο Τέντυ.

 Τα βήματα σταμάτησαν. Όχι πολύ κοντά αλλά ούτε πολύ μακριά. Η φωνή του ήταν βροντερή.

«Πέτρο, Πετράκι, Πετρουλίνι, η Μαμά περιμένει!!»

«Δεν θέλω να πάω», είπε πεισμωμένος εκείνος, από μέσα του βέβαια. Ήταν λίγο χαζός αλλά όχι και τόσο.

«Πέτρο, Πετράκι, Πετρουλίνι η Μαμά περιμένει και δεν της αρέσει να περιμένει!! Θυμάσαι τις προηγούμενες φορές που την έκανες να περιμένει;;»

Και βέβαια θυμόταν. Του είχε δώσει αγκαλιές. Όχι κανονικές αγκαλιές, αλλά από εκείνες που δίνουν οι αρκούδοι με ξεγυμνωμένα κρανία και νύχια δρεπάνια. Το κάτουρο στο λερωμένο του βρακί μύριζε άσχημα εδώ στον κλειστό σωλήνα. Πολύ άσχημα.

«Πέτρο αρχίζεις να με νευριάζεις. Και ξέρεις ότι δεν πρέπει να νευριάζεις την Μαμά!»

Ώστε ο αρκούδος ήταν η Μαμά. Τώρα εξηγούνταν όλα.

«ΠΕΤΡΟ ΒΓΕΣ ΕΞΩ ΑΜΕΣΩΣ ΤΩΡΑ!»

Και τότε άκουσε τα ρουθούνια του να ανοίγουν εισπνέοντας γρήγορα μία μεγάλη ρουφηξιά αέρα και βγάζοντας την έξω. Το κάτουρο. Λες να ήταν σαν το μέλι για τις αρκούδες;  Έπρεπε να ενημερώσει την εκπομπή με τα ντοκιμαντέρ. 

Με τα χέρια του κάλυψε το κατουρημένο σημείο στο παντελόνι του. Δεν ήταν αρκετό όμως. Ο Τέντυ άρχισε να έρχεται προς το μέρος του.

Ο Τέντυ όμως είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος. Σίγουρα ήταν ένας αρκούδος με ξεγυμνωμένο από σάρκα κρανίο, μεγάλα κόκκινα μάτια και νύχια τεράστια και κοφτερά αλλά είχε ξεχάσει κάτι. Ο Πέτρος είχε πια μεγαλώσει. Δεν ήταν παιδαρέλι για να μπορεί να το κάνει ότι θέλει. Είχε φτάσει το 1.90 πια, απόδειξη και οι πληγές στην κάσα της πόρτας που έκανε κάθε χρόνο ο μπαμπάς. Και επίσης είχε κλείσει πια τα 23 του χρόνια. Είχε πια μεγαλώσει.

Έτσι αφήνοντας τον Τέντυ να αγνοεί αυτό το τεράστιο λάθος του, ο Πέτρος σύρθηκε έξω από την κρυψώνα του και όρμησε στα τυφλά πάνω στον Τέντυ. Και εκεί πρέπει να κάηκε πάλι η ασφάλεια γιατί το σκοτάδι τον κυρίεψε και πάλι. Αλλά δεν ήταν το ίδιο σκοτάδι με πριν. Ήταν άλλο, που έκανε το αίμα του να κυλά πιο γρήγορα, με περισσότερη ορμή και βία στις φλέβες του. Και με αυτόν τον ορμητικό χείμαρρο επιτέθηκε.

Βέβαια ο Πέτρος είχε κάνει και αυτός ένα μικρό λαθάκι. Μικρό ήταν μονάχα, μία λεπτομέρεια που φαίνεται είχε ξεφύγει από το μπερδεμένο μυαλό του. Μόλις το σκοτάδι τον άφησε ελεύθερο από τις σκληρές του δαγκάνες είδε, με μεγάλη ανακούφιση, πως αυτό που είχε πιαστεί στα χέρια δεν ήταν ο Τέντυ, απόδειξη ότι δεν είχε ούτε φλεγόμενο κρανίο, ούτε νύχια δρεπάνια. Ήταν ο πατέρας του.

Ο Πέτρος άρχισε να κλαίει. Ο μπαμπάς τον σήκωσε από πάνω του και τον κάθισε απαλά δίπλα του, χαϊδεύοντας του το κεφάλι. Ήταν ωραία αίσθηση. Και έτσι εκείνος μπερδεμένος ακόμα στους ιστούς του θυμού του, της Μαμάς και του Τέντυ του τα είπε όλα. Ο μπαμπάς έμεινε αποσβολωμένος για λίγα δευτερόλεπτα αλλά ύστερα μίλησε.

«Η μαμά πέθανε, Πέτρο. Δεν θα γυρίσει ούτε θα σε πάρει μαζί στον ουρανό.»

«Και τι σημαίνει να πεθαίνεις μπαμπά;»

Ο μπαμπάς απομάκρυνε το βλέμμα του κοιτώντας κάτι απροσδιόριστο στο σκοτάδι.

«Είναι όταν το σκοτάδι σε..»

Σταμάτησε και τον κοίταξε.

«Ξέρεις ότι η καρδούλα μας κρατάει ζωντανούς, ε;»

Ο Πέτρος ένευσε.

«Όταν σταματάει αυτή η καρδούλα», έκανε μία μικρή παύση και ξεροκατάπιε, «όταν λοιπόν σταματάει, σταματάμε και εμείς»

«Δηλαδή σαν παιχνίδια χωρίς μπαταρία;»

Ήταν η σειρά τον μπαμπά να νεύσει καταφατικά. «Και χωρίς ανταλλακτικά», πρόσθεσε.

Αλλά θα αργούσε αυτό ακόμα. Αυτό του είπε. Θα ερχόταν πολλά χρόνια μετά και όταν και αν συνέβαινε δεν θα χρειαζόταν να δει την μαμά αν δεν ήθελε, ούτε να πετάξει στον ουρανό. Και αφού δεν χρειαζόταν να πετάξει, σαν εκείνη την φορά που τον πήγαν προ Μαμάς στο νοσοκομείο για να θεραπεύσουν την ηλιθιότητα του- είχε ακούσει κάτι γιατρούς να το λένε- αφού λοιπόν δεν χρειαζόταν να ξαναπετάξει όλα καλά.

«Πάμε σπίτι;», του είπε ο μπαμπάς. Φαινόταν εξαντλημένος.

«Ναι. Αρκεί να μην δούμε ντοκιμαντέρ με αρκούδες.»

Link to comment
Share on other sites

Είναι δύσκολο να γράψεις από την ΟΓ ενός ατόμου που αντιλαμβάνεται διαφορετικά τον κόσμο. Και εδώ, πολύ συχνά, η ΟΓ του Πετράκη σκοντάφτει καθώς προσπαθείς να μας δώσεις την ιδιαίτερη οπτική του. Σε αρκετά σημεία ένιωσα την αφήγηση να γίνεται χαοτική και έχανα τον ειρμό της. Δεν λέω ότι δεν ήταν καλή προσπάθεια, ήταν και είχε κάποιες δυνατές στιγμές, αλλά θεωρώ ότι χρειάζεται αρκετή τάξη για να γράψεις κάτι τόσο χαοτικό και διαφορετικό.

Link to comment
Share on other sites

Μου θύμισε λίγο την ιστορία The Professor's Teddy Bear του Theodore Sturgeon. Η απότομη αλλαγή από την παιδική ηλικία στα 23 και πάλι πίσω στην παιδική ηλικία δεν μπορώ να πω πως με έπεισε ιδιαίτερα και ήταν και λίγο αχρείαστη, θα ήταν ίσως προτιμότερο είτε να το αφήσεις στην έκπληξη ότι δεν είναι πλέον μεγάλος είτε να δείξεις ότι ως παιδί καταφέρνει να νικήσει το φόβο του. Το πίσω-μπρος-πίσω δεν εξυπηρετεί κάτι. Επίσης, δίνεις ένα hint σχετικά με τις προηγούμενες φορές που έκανε τη μαμά να περιμένει και τις "όχι κανονικές αγκαλιές" που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις πολύ ωραία σε μια μελλοντική αναθεώρηση της ιστορίας - εδώ το αφήνεις να πάει χαμένο. Η ιδέα είναι καλή, αλλά κάπου χάνεται ο τρόμος κατ' εμέ. 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..