nefertiti Posted January 26, 2014 Share Posted January 26, 2014 Όνομα Συγγραφέα: Αικατερίνη- Βασιλική ΓαλιτσίδουΕίδος: μικρή ιστορία καθημερινής τρέλας Βία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 2875Αυτοτελής; Ναι Τα Χριστούγεννα με τη ματσόλα «Μα ποιος διάολος “κρατσανάει” μέταλλα 4 η ώρα το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων;» σκέφτηκε εκνευρισμένος ο Γεράσιμος, και κοπάνησε το ποντίκι του υπολογιστή του στο μικρό γραφείο φωνάζοντας δυνατά προς τα πάνω «Σκάσεεεε!», και μετά μουρμουρώντας συμπλήρωσε, «Ε ρε παιδί μου κάτι άνθρωποι, πως τους αντέχει η μάνα τους!». Δεν θυμάται πότε ξεκίνησε αυτός ο θόρυβος να του τρυπάει τα μηνίγγια. Στην αρχή ακουγόταν σιγά σιγά, μετά, πριν από κανένα εικοσάλεπτο περίπου, έγινε πιο δυνατός. Έτσι νομίζει τουλάχιστον. Ξαφνικά έφαγε φλασιά. Βρε λες να’ναι το γατί του; «Μωρή Ξούρα…εσύ κάνεις σαματά;», ρώτησε μισοθυμωμένα ρολάροντας την καρέκλα του γραφείου του με τα ροδάκια προς την πόρτα του χωλ, για να δει τι παίζει μέσα. «Ξούρα που είσαι; Μ’ ακούς μαρή;», ξαναρώτησε φωναχτά με το κεφάλι έξω από το κούφωμα της ενδιάμεσης συρόμενης πόρτας, χωρίς να πάρει απάντηση όμως, ούτε ένα αμυδρό νιαούρισμα. Ξούρα ήταν το δεύτερο συνθετικό της γερο-ξούρας, έτσι την είχε ονομάσει την ξεχασμένη, αδέσποτη γάτα του, όταν την βρήκε έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας του να βωλοδέρνει με βλέμμα σπιρτόζικο. Την μάζεψε, στην ουσία την έσουρε ως τον πιο κοντινό κτηνίατρο, που επιβεβαίωσε ότι είναι ένα γατί μεγάλης ηλικίας, 7 χρονών, μια υγιέστατη θυληκιά με τσιριχτή φωνή που “ξυρίζει”. Εντάξει αυτό το τελευταίο μπορούσε να το καταλάβει και μόνος του, και ας μην είναι γιατρός. Οπότε το βάφτισμα της ήταν άμεσο και επιτυχημένο, όπως και η υιοθεσία- μόνιμη φιλοξενία της στο μικρό του διαμέρισμα. Πίσω στον ήχο τώρα. Αυτό τον σπαστικό, που είναι σαν να λιμάρει κάποιος μεταλλική επιφάνεια. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Ο Γεράσιμος σηκώνεται και προχωράει από το σαλόνι- γραφείο στο διάδρομο για να μπει στο μπάνιο, αγαπημένο στέκι της Ξούρας. «Ξούραααααα», είπε σιγά και συνωμοτικά. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και είδε την Ξούρα απλωμένη κάτω από το καλοριφέρ να κοιμάται γαλήνια. «Εδώ είσαι μαρή και νόμιζα ότι μασουλάς κανά σωλήνα και θα μας αφήσεις χριστουγεννιάτικα χωρίς νερό;», είπε και έκανε μια χειρονομία με την παλάμη του, σαν να ήθελε να τη δείρει ελαφρώς. Η αφεντιά της ούτε που κουνήθηκε, συνέχισε το βαθύ της ύπνο ενώ ο Γεράσιμος γύρισε πίσω στο πολυλειτουργικό του δωμάτιο να συνεχίσει τη δουλειά του. Είχε κολλήσει εδώ και ώρα στο νέο λόγκο, αυτής της ολλανδικής εταιρείας που συνεργάζεται εδώ και 3 χρόνια, της Χόρσνια. Άτιμοι, σκέφτηκε, μωρέ αν ήταν στο χέρι μου θα σας έστελνα μια βλακεία αλλά έχε χάρη που έχω ανάγκη τα λεφτά σας. Μα είναι δυνατόν να του ‘βάλαν τελικό deadline[1] ανήμερα Χριστούγεννα μέχρι τις 14.00 το μεσημέρι; Δηλαδή αυτοί σπίτια δεν έχουν, γαλοπούλα δεν θα φάνε, δεν θα πιούν κρασί; Αλλά όχι βέβαια, αυτοί είναι τυπικοί, τεχνοκράτες, τέλειοι! «Τα διαόλια μου μέσα!», είπε ξεφυσώντας για να ξεσπάσει. Και τώρα πώς να κλείσει το λογότυπο Horsnia , με πράσινο ή με πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Ε ρε κόλλημα! Ευτυχώς το χρούτσου χρούτσου σταμάτησε. Η ώρα είχε πάει 4.20 τα ξημερώματα. Τις τελευταίες 8 ώρες και 20 λεπτά, αντί να γιορτάζει με την οικογένειά του, έχει φάει τα λυσσιακά του για να αναβαθμίσει αυτό το ρημαδοσάϊτ των Ολλανδών. Η Αριστέα, η κοπέλα του, έφυγε και αυτή από το βράδυ της παραμονής, θα έκανε ρεβεγιόν με τους δικούς της στο εξοχικό τους στα Κιούρκα. Του πρότεινε να πάει μαζί της να γιορτάσουν όλοι μαζί. Τιιι; Aδύνατον. Και να χάσει και την προθεσμία και τη δουλειά; Το μόνο που πρόλαβε να της πει ήταν, «Είσαι σοβαρή;». 4.30 μ.μ. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Ο Γεράσιμος τινάζεται από την καρέκλα του όρθιος, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Να το, να το πάλι!». Αυτό ήταν, δεν πήγαινε άλλο. Δε φτάνει που θυσίασε τις γιορτές του, που κάθεται και φυλάει όλη την πολυκατοικία, γιατί όλοι πήγαν στα γιορτινά τους τραπέζια που ήταν καλεσμένοι, και τρωγοπίνουν ξένοιαστοι, θ’ ανέχεται τώρα και τον σπαστικό θόρυβο από πάνω, και δε θα μπορεί να δουλέψει. «Ε όχι!», ξεφώνισε πηγαίνοντας πάνω κάτω νευρικά στο δωμάτιό του- γραφείο- σαλόνι. Θα πάρω τη σπιτονοικοκυρά, σκέφτηκε, να δω ποιος μ’ ενοχλεί. Παίρνει το κινητό του και όσο ψάχνει την καταχώρηση της κυρά- Τούλας το μετανιώνει. Όχι ότι τη λυπάται μην την ξυπνήσει, την ξεκουτιασμένη και αυτήν. Άιντε από ‘δω. Όχι, όχι, δεν είναι αυτό. Δεν την λυπάται και καθόλου μάλιστα. Αν ήταν εντάξει η απατεώνισσα δε θα του νοίκιαζε το υποτιθέμενο “ήσυχο διαμερισματάκι” που βλέπει στον ακάλυπτο, τον Ιούλιο που μας πέρασε. Ξέρεις τι είναι να φεύγεις πρώτη φορά από το πατρικό σου σπίτι, να λες θα φτιάξω τη φωλίτσα μου με την Αριστούλα, θα ‘χω και το χώρο μου να δουλεύω, και σε 2 μήνες να σηκώνεται μπροστά από το μοναδικό σου μπαλκόνι που βλέπει στον ακάλυπτο οκταώροφη οικοδομή! Και καλά η θέα, πάει και έρχεται. Ο θόρυβος από τις 8 η ώρα το πρωί, οι μπετονιέρες, οι μαστόροι, τα ντάπα ντούπα στο καλούπωμα, και μετά η τοποθέτηση των κουφωμάτων, οι σφυριές; Κόλαση! Δεν μπορεί να ηρεμήσει τους τελευταίους 4 μήνες. Τι λέγαμε; A ναι! Να την πάρει ή να μην την πάρει. Ε τι να την πάρει, σάμπως άμα την πάρει θα κάνει τίποτα η μπάμπω; Ξανακάθισε μπροστά στην οθόνη, που εμφάνιζε το ίδιο αναθεματισμένο μισοτελειωμένο λόγκο, αυτές τις κολασμένες χριστουγεννιάτικες ώρες. Έβγαζε ατμούς από τα νεύρα του. «Ε ρε Χριστούγεννα να σου πετύχουν Παναγία μου!», ξεφώνισε μπαϊλντισμένος, σπρώχνοντας με νεύρο με την πλάτη του το πάνω μέρος της καρέκλας, ώστε να πάει τέρμα πίσω. Και εκεί που κόντεψε να σαβουριαστεί ανάσκελα από την ώθηση, καθώς αμέσως μετά ανακτούσε οριακά σε δευτερόλεπτα την ισορροπία του, ο ήχος δυνάμωσε επικίνδυνα λες και προερχόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Αμάν, σκέφτηκε και τον έλουσε κρύος ιδρώτας, λες να ‘ναι κανένας διαρρήκτης και να προσπαθεί να παραβιάσει την εξώπορτά μου και να με κλέψει τώρα που λείπουν όλοι; Στις γιορτές γίνονται οι μεγαλύτερες και ευκολότερες ληστείες! Αυτό ήταν θα πάρω το 100. Άρπαξε το κινητό του και πληκτρολόγησε 1 0 0. «Παρακαλώ.», ακούγεται μια μπάσα φωνή από την άλλη γραμμή. «Ναι, γεια σας, εκατό εκεί;» «Μάλιστα κύριε. Εκατό δεν πήρατε;» «Ναι, ναι. Ακούστε. Λέγομαι Γεράσιμος Λάσος, μένω στη Φορμίωνος 130, και αυτή τη στιγμή ένας διαρρήκτης λιμάρει την κλειδαριά μου για να μπεί μέσα. Καταλαβαίνετε;», είπε με κοφτή, σιγανή φωνή ταραγμένος ο Γεράσιμος. «Ηρεμήστε κύριε. Είστε σίγουρος; Από το ματάκι της πόρτας είδατε καμιά ύποπτη κίνηση;» «Κυριαρχεί απόλυτο σκότος. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα. Παρακαλώ πολύ ελάτε γιατί είμαι μόνος μου, λείπουν όλοι στην πολυκατοικία για τις γιορτές.» «Εντάξει κύριε. Ερχόμαστε αμέσως.» Η γραμμή έκλεισε. Αμέσως, σκέφτηκε, ναι αμέσως, σίγουρα, ας έρθουν σε κανένα μισάωρο και πάλι καλά να λέμε. Πίσω στο λογότυπο πάλι. Πράσινο ή πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Πφφφ, διάολε. Ντριιιιν! Ήρθαν τα μπατσάκια, σκέφτεται αναπάντεχα χαρούμενος ο Γεράσιμος, έλα ρε! Έτριψε τα χέρια του χαιρέκακα. Θα σε φτιάξω εγώ αληταρά των Χριστουγέννων που μου ‘ρθες εδώ τα ξημερώματα να κάνεις ρεφενέ. Διακτινίστηκε με μιας στο θυροτηλέφωνο. «Ναι;» «Αστυνομία ανοίχτε παρακαλώ.» «Αμέσως!», έσπευσε ο Γεράσιμος, ενώ μέσα στο μυαλό του έφτιαξε ανυπόμονα το σενάριο του μαγκώματος του κλέφτη. Θα του δώσει μια με το γκλομπ του αστυφύλακα και μετά θα τον αρχίσει στις μάπες, ενώ αυτός θα προσπαθεί απεγνωσμένα… Το κουδούνι ξαναχτυπά. «Αστυνομία εδώ. Είναι κλειδωμένα. Πρέπει να κατεβείτε να μας ξεκλειδώσετε.» «Μα πώς; Σας λέω ο διαρρήκτης είναι έξω από την πόρτα μου και λιμάρει την κλειδαριά μου!», να πάρει την γκαντεμιά μου μέσα, σκέφτεται, αλλά δεν συμπληρώνει δυνατά. «Φωνάχτε να σας ακούσει και να φύγει.» «Τι; Αποκλείεται, χτυπήστε κάποιο άλλο κουδούνι μπας και κατέβει κανένας άλλος ένοικος και σας ανοίξει, που δεν κινδυνεύει όπως εγώ.» «Καλώς.» Ο Γεράσιμος βηματίζει πάνω κάτω στο μικρό διάδρομο αλαφιασμένος. Βρε τους αχαΐρευτους να με κλειδώσουν ανήμερα Χριστούγεννα μεσ’ την πολυκατοικία. Να μου συμβεί κάτι δηλαδή να σκάσω σαν τον ποντικό, να μην μπορώ να ξεφύγω από πουθενά. Μετά από ένα λεπτό το κουδούνι ξαναχτυπά πιο επίμονα και δυνατά. «Ναι!» «Ακούστε κύριε Λάσο. Από ότι φαίνεται όλη η πολυκατοικία είναι εκτός. Πρέπει να κατεβείτε να ανοίξετε αλλιώς να φεύγουμε σιγά σιγά.» «Όχι, όχι. Να κατέβω, αλλά πώς; Και αν παραμονεύει απ’έξω;» «Ε πάρτε όποιο εργαλείο σας βρίσκεται πρόχειρο για ασφάλεια και ελάτε.» «Οκ.» Εργαλείο, τι εργαλείο, σκέφτεται. Κάνει μια γύρα το βλέμμα του ελέγχοντας το ασφυκτικό του διαμέρισμα. Πράγματα πεταμένα παντού. Πάλι η Αριστέα δεν μάζεψε φεύγοντας και ας της λέω εγώ. Αμάν αυτό το κορίτσι, δεν διορθώνεται με τίποτα, ενώ ξέρει πόσο με τσαντίζει αυτή της η συνήθεια, εκεί αυτή το δικό της. Αλλά στο θέμα μας τώρα, επανέρχεται με τη σκέψη του, το μόνο εργαλείο που μπορεί να είναι χρήσιμο, μακρύ και αποτελεσματικό είναι τα μαχαίρια κοπής. Έχει όμως μόνο ένα που αλείφει βούτυρο, τα άλλα όλα είναι άπλυτα στο συμφορισμένο νεροχύτη της μικρής κουζίνας, που βρίσκεται δεξιά από το διάδρομο. Δεν προλαβαίνει να τα πλύνει τώρα. Μακρύ, μακρύ…Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου, η Ξούρα ακόμα κοιμάται. Το πιγκάλ της τουαλέτας είναι το μόνο εργαλείο του μπάνιου. Λες; Αυτό θα τον αιφνιδιάσει και θα τον αηδιάσει μεν, αλλά να τον αφήσει αναίσθητο από τον πόνο αποκλείεται. Εργαλείο, εργαλείο, α! Έχει μείνει η ματσόλα από τη μετακόμιση, που χρησιμοποίησε για να συναρμολογήσει τον καναπέ- κρεβάτι ΙΚΕΑ του γραφείου του, σκέφτεται. Κάπου είναι αυτή τώρα αλλά πού. Ανοίγει κάποιο από τα συρτάρια του γραφείου στην τύχη και σαν από θαύμα την ξεθάβει κάτω από έναν σωρό με ανακατεμένα αντικείμενα. Παίρνει λοιπόν την ματσόλα ανά χείρας, την προτάσσει μπροστά με την αριστερή του γροθιά, ξεκλειδώνει, και βγαίνει με φόρα κομάντο στο διάδρομο. Τίποτα! Μπουχός ο διαρρήκτης! Δεν μπορεί να είναι τρελός. Τσιτωμένος ναι, αλλά τρελός όχι. Παίρνει το ανσασέρ κατεβαίνει στην είσοδο. Βγαίνει από την πόρτα του ανσασέρ και προχωρώντας λίγο στα τυφλά σκουντουφλάει μέσα στα σκοτάδια. Αναθεματισμένοι, γεροτσιφούτηδες ούτε ένα χριστουγεννιάτικο φωτάκι δε βάλατε και θα σκοτωθούμε εδώ μέσα, σκέφτεται και κατεβαίνει τα σκαλιά σχεδόν στα τυφλά που οδηγούν στην πόρτα εισόδου. Ανοίγει στους ένστολους αστυνομικούς. «Καλώς τα παιδιά!», είπε και έφτιαξε την εικόνα στο μυαλό του, ώρε κάτι νταμάρια, θα τον φάμε λάχανο τον δράστη. «Τι είναι αυτό εκεί;», ρώτησε ο αρχηγός δείχνοντας την αριστερή γροθιά του Γεράσιμου. «Το εργαλείο!» Ο αρχηγός γελάει συγκρατημένα, και οι 3 τους με τα όπλα ζωσμένα δεξιά στη μέση προπορεύονται επιφυλακτικά εντός της πολυκατοικίας. Ο Γεράσιμος ακολουθεί με την ματσόλα στο κατόπι τους. Ανεβαίνουν τις σκάλες όροφο, όροφο, κανείς. Έξω από την πόρτα του Γεράσιμου κοντοστέκονται, αλλά δεν ακούν τίποτα. «Κύριε Λάσο, πού ακριβώς ήταν ο θόρυβος;», ρώτησε ο αρχηγός. «Εδώ ρε παιδιά, αλήθεια σας λέω.» Τον κοιτούν όλοι με δυσπιστία ώσπου το χρούτσου, χρούτσου επανέρχεται δυνατά. Στρέφουν τα μάτια τους προς το ταβάνι. «Πάμε παιδιά», λέει ο αρχηγός, «από πάνω ακούγεται.» Ώστε πάνω μου κρύβεσαι μπαγασάκο, σκέφτεται πονηρεμένος ο Γεράσιμος, και συνοδεύει με την ματσόλα που σφίγγει τώρα γερά στη γροθιά του, τους αστυνομικούς στον τέταρτο από τις σκάλες, κάνοντας την οπισθοφυλακή. Σταματούν έξω από την πόρτα από όπου διέρχεται ο θόρυβος. Χτυπούν με δύναμη. «Αστυνομία! Ανοίχτε μας!» Το χρούτσου χρουτσου σταματάει απότομα και δεν ανοίγει κανείς. Μετά από ένα μίνι συμβούλιο οι αστυνομικοί, με παρότρυνση του Γεράσιμου, αποφασίζουν μεγαλόφωνα να σπάσουν την πόρτα. Τότε αμέσως κάποιος σπεύδει προς αυτήν από τη μέσα μεριά και την ξεκλειδώνει. Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ένας τύπος παχουλός, με φαρδύ άσπρο πουκάμισο λερωμένο από μπογιές, μούσια, γυαλιά, μαλλιά. Ο Γεράσιμος δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του. «Παρακαλώ τι θέλετε;», ρώτησε ο μυστήριος ένοικος. «Ενοχλείτε την πολυκατοικία 4.45 τα χαράματα το ξέρετε; Τι ακριβώς συμβαίνει;» «Μα πώς αφού όλοι λείπουν. Δεν κάνω τίποτα.» Είμαι εγώ εδώ στραβούλιακα δε με βλέπεις; Μήπως να υψώσω τη ματσόλα μου πιο ψηλά να στρώσεις νυχτιατικά; σκέφτεται ο Γεράσιμος. «Ε πως. Ο κύριος Λάσος από δω παραπονιέται πως την τελευταία ώρα προκαλείτε πολύ θόρυβο.» «Ειλικρινά δεν κάνω τίποτα. Ζωγραφίζω στον τοίχο μου με πινέλα.» Ο αρχηγός ρίχνει μια γρήγορη ματιά από την εξώπορτα στην όψη ενός εσωτερικού τοίχου που είναι χρωματισμένος περίεργα. Κάτω στο πάτωμα παντού πιτσιλιές από μπογιές, άδεια μεταλλικά κουτιά με χρώμα, εφημερίδες, πινέλα. «Καλώς, από δω και πέρα όμως να μην συνεχιστεί ο θόρυβος παρακαλώ.», είπε αυστηρά ο αρχηγός. «Μαα..μάλιστα», απάντησε φοβισμένα ο ένοικος. Η πόρτα κλείνει. «Και τώρα δηλαδή εσείς τον πιστέψατε;» ρώτησε ο Γεράσιμος. «Τον γνωρίζετε; Τον έχετε ξαναδεί;» «Όχι.» «Ε τότε κύριε Λάσο αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.», απάντησε όλο νεύρο ο αρχηγός, «Η σύσταση έγινε, τώρα μπορείτε να πάτε σπίτι σας ήσυχος να ηρεμήσετε και ‘μεις να πάμε στα πόστα μας.» Οι αστυνομικοί φεύγουν και ο Γεράσιμος πάει στο διαμέρισμά του στον τρίτο όροφο από τις σκάλες. Μωρέ δε με ξεγελάς εσύ εμένα. Κάτι σκαρώνεις, και μας το παίζεις καλλιτέχνης αλλά δε με πείθεις με την καμία. Και ακόμα και έτσι να είναι, επειδή δηλαδή σου ‘ρθε εσένα να λιμάρεις χριστουγεννιάτικα τις μεταλλικές καλλιτεχνικές σου αηδίες θα την πληρώσω εγώ; Φταίω εγώ; συνδιαλέγεται με τον εαυτό του ο Γεράσιμος σε έναν βουβό διάλογο. Κάθεται πάλι μπροστά από το λάπτοπ του σαν σε αναμμένα κάρβουνα, χωρίς να αφήσει τη ματσόλα ούτε στιγμή από το χέρι του. Στην ουσία σχεδιάζει με το δεξί και κρατάει το εργαλείο με το αριστερό. Για δέκα λεπτά δεν ακούγεται τίποτα. Ησυχία. Ωραία. Πάμε πάλι. Πράσινο ή πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Μετά από 10 λεπτά ο θόρυβος ξαναρχίζει πιο δυνατός από ποτέ. «Ε όχι ρε κερατά δεν τη γλιτώνεις! Θα στ’ ανοίξω το κεφάλι χριστουγεννιάτικα! Δεν έχεις το Θεό σου!», ξεφωνίζει ο Γεράσιμος. Πετάγεται μηχανικά με τη ματσόλα του- εργαλείο πολέμου στο χέρι, βγαίνει από το διαμέρισμά του, ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά κόκκινος από την πίεση, φτάνει έξω από την πύλη της κολάσεως και την βροντάει μανιασμένα. Ανοίγει ο μουσάτος τύπος και τον ρωτάει ευγενέστατα: «Παρακαλώ τι θα θέλατε κύριε Λάσο;» Ο Γεράσιμος κραδαίνει τη ματσόλα του μπροστά από το στήθος του απειλητικά και αρχίζει ένα κατεβατό από κατηγορίες, απειλές και βρισιές φωνάζοντας: «Τι θα ήθελα; Τι να θέλω δηλαδή τρελοκαλλιτέχνη της δεκάρας; Που μου λιμάρεις χριστουγεννιάτικα, δεν ξέρω εγώ τι, κανέναν σκουριασμένο σωλήνα για να παράγεις τέχνη ε; Που δεν μ’ αφήνεις να ησυχάσω; Τι να θέλω!» «Ηρεμήστε κύριε!» «Όχι δεν ηρεμώ! Που μ’ έχεις τρελάνει και δεν μπορώ να δουλέψω, να βγάλω το λογότυπό μου, να πάρω τα λεφτά μου, να χαρώ τα Χριστούγεννά μου, να χαλαρώσω και εγώ σαν άνθρωπος; Που μου ‘χεις διαλύσει τα νεύρα χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου μία ώρα; Τι θέλω τώρα;» «Αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι θέλετε από μένα;» « Να σ’ ανοίξω το κεφάλι αχρείε! Καταστροφέα της ηρεμίας μου, γρουσούζη, διαολεμένη καρικατούρα της τέχνης που θα μου πεις εμένα…», και κάνοντας μία κίνηση με τη ματσόλα να του επιτεθεί μέσα στην παραφροσύνη του ο Γεράσιμος, και εξαπολύοντας στο ενδιάμεσο φράσεις όπως: «Θα βάλω τέλος στο μαρτύριό μου διάολε των Χριστουγέννων.», και, «Με αρρώστησες σήμερα, δε σ’ αντέχω άλλο.», νιώθει μια γερή λαβή που τον ακινητοποιεί πίσω από το δεξί του ώμο. Μετά ακούει μια υπόκωφη φωνή: «Έιιιι…Λασόοοοο!» Τινάζεται πάλι. Η Αριστέα πάνω από τον δεξί του ώμο στέκεται όρθια, ενώ αυτός ξαπλωμένος μπροστά στο λάπτοπ, καθισμένος στην καρέκλα και με το στήθος και το πρόσωπό του πάνω στο γραφείο μπρούμυτα, κρατάει τη ματσόλα με τ’ αριστερό απλωμένο του χέρι, πάνω στο γραφείο και αυτό. «Τι έγινε; Τι κάνεις εσύ εδώ;», τη ρωτάει μισανοίγοντας τα βλέφαρά του. «Εσύ τι κάνεις εδώ με τη ματσόλα στο χέρι κοιμισμένος;» «Εγώ, εγώ…» «Εσύ, εσύ, ναι…» απάντησε η Αριστέα που από τον τόνο της φαινόταν πως άρχισε να χάνει την υπομονή της. Ο Γεράσιμος κοιτάει κάτω δεξιά την ένδειξη της ώρας στην οθόνη του υπολογιστή. 14.05 ακριβώς! Σηκώνεται έντρομος. «Πήγε 2 και 5. Κάηκα!» «Ηρέμησε παιδί μου πως κάνεις έτσι;» «Η προθεσμία! Την έχασα! Τα καντήλια μου μέσα!» «Α, μάλιστα. Δεν την έχασες, είχες κάνει upload[2] το αρχείο και πριν το στείλεις μάλλον σε πήρε ο ύπνος! Το ‘στειλα εγώ πριν μισή ώρα που μπήκα. Και τόσην ώρα που προσπαθώ να σε ξυπνήσω σου ‘ρθε και απάντηση. Για δες.», απάντησε ψύχραιμα η Αριστέα κοιτώντας την οθόνη. «Απάντηση; Καλά εσύ πότε ήρθες; Πως μπήκες;», ρώτησε σαστισμένα ο Γεράσιμος. «Κατέβηκα από τα Κιούρκα να σου κάνω παρέα ανήμερα Χριστουγέννων, μην είσαι μόνος σου. Μια ώρα πάλευα να ανοίξω χριστιανέ μου! Είχες αφήσει τα κλειδιά από πίσω. Και αναρωτιέμαι πως δεν ξύπνησες τόσην ώρα με το χρούτσου, χρούτσου των κλειδιών στην κλειδαριά. Παρά λίγο θα καλούσα κλειδαρά.» «Το χρούτσου, χρούτσου..α ώστε εσύ…» «Ώστε εγώ τι;» «Κάτσε να δω την απάντηση.» Ο Γεράσιμος όλο αγωνία ανοίγει το μέιλ και διαβάζει: Σας ευχαριστούμε πολύ για την συνεργασία. Το αποτέλεσμα ήταν άψογο και στην ώρα του. Θα θέλαμε στην επόμενη επαφή μας να συζητήσουμε την περαιτέρω ανάληψη γραφιστικών καθηκόντων από εσάς για μία θυγατρική μας εταιρεία. Ένα απρόσμενο χαμόγελο φώτισε την νευρική έκφραση του προσώπου του Γεράσιμου. Η ρυτίδα που πάντα εμφανιζόταν καταμεσής στο κούτελό του ανάμεσα από τα φρύδια του, ως αποτέλεσμα θυμού, και κατσουφιάς, εξαφανίστηκε, για λίγο τουλάχιστον. «Τελικά δεν μου είπες, την ματσόλα τι την ήθελες; Να σπάσεις την οθόνη του λάπτοπ από τα νεύρα σου;», τον διέκοψε από τις σκέψεις του η επικριτική φωνή της Αριστέας. «Όχι μωρό μου, είναι το μόνο εργαλείο που όταν λείπεις και τ’αγγίζω θυμάμαι τη λαστιχένια σου ευλυγισία.» είπε ο Γεράσιμος και έκλεισε πονηρά το μάτι στην Αριστέα που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής του. «Ααα, μιλάμε είσαι μεγάλος βιτσιόζος. Την έβγαλες χριστουγεννιάτικα με τη ματσόλα. Αχαχαχαχα….», χαχάνισε η Αριστέα περιπαιχτικά και πριν τελειώσει τη φράση της ο Γεράσιμος την είχε αρπάξει ήδη και κυλιόντουσαν παίζοντας μέσα στα γέλια και τα φιλιά στον καναπέ- κρεβάτι του μικρού του διαμερίσματος- γραφείου-…… ΤΕΛΟΣ ΥΓ: Για τον Γιώργο Σ. Ευχαριστώ για την έμπνευση. [1] Προθεσμία στην αγγλική [2] Φόρτωση αρχείου στην αγγλική Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.