elgalla Posted March 1, 2014 Share Posted March 1, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: Ας την πούμε ηρωική φαντασίαΒία; Κάτι ψιλάΣεξ; ΜπαΑριθμός Λέξεων: 4.139Αυτοτελής; Ίσως, για την ώρα ας πούμε ναι.Σχόλια: Η ιδέα μου είχε έρθει το 2010, την είχα ξεκινήσει στα αγγλικά και την παράτησα, την έπιασα χθες και βγήκε νεράκι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και παγωμένη σαν τάφος. Μια θλίψη αρχαία και ανείπωτη κρεμόταν πάνω από τα ερείπια. Σκουροπράσινα βρύα κάλυπταν τα χαλάσματα του άλλοτε μεγαλόπρεπου ναού. Ο άνεμος τραγουδούσε πένθιμα και οι γριές ιτιές χόρευαν στο ρυθμό του. Η Αμβροσία περίμενε υπομονετικά, συσπειρωμένη στην κορυφή μιας σχεδόν ανέπαφης κολόνας. Ο μαρμάρινος θόλος του κτηρίου είχε ως επί το πλείστον καταρρεύσει – πέρα από ένα μικρό κομμάτι που την έκρυβε στη σκιά του. Είχε ακούσει τις πρώτες φήμες για το πλάσμα στο κοντινό χωριό. Ήδη είχε σκοτώσει δύο φορές. Μια γρήγορη εξέταση των πτωμάτων -μια ηλικιωμένη γυναίκα κι ένα παιδί- είχε επιβεβαιώσει τις υποψίες της. Κανείς δεν το είχε δει να έρχεται ή να φεύγει, κανείς δεν ήξερε πώς έμοιαζε. Αλλά η Αμβροσία είχε αντιμετωπίσει κάτι παραπάνω από αρκετούς της φάρας του στο παρελθόν. Ήξερε πώς σκέφτονταν, πώς κινούνταν, πώς κυνηγούσαν και πού τους άρεσε να κρύβονται. Ο ξεχασμένος ναός στις παρυφές του δάσους έμοιαζε η πλέον λογική επιλογή. Κάπου κοντά, ακούστηκε το κρώξιμο ενός κορακιού. Ήταν το σημάδι που περίμενε. Η Αμβροσία αισθάνθηκε τους μύες της να τεντώνονται κάτω από την πολυκαιρισμένη, δερμάτινη πανοπλία της. Τράβηξε την κουκούλα της για να καλύψει το πρόσωπό της και σάρωσε με το βλέμμα της το χώρο. Το πλάσμα μπήκε στο ναό διστακτικά, κοιτώντας γύρω και οσμιζόμενο τον αέρα. Ξαφνικά, σταμάτησε, θαρρείς και κάτι του τράβηξε την προσοχή. Συνοφρυώθηκε. Η Αμβροσία κράτησε την ανάσα της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο έντονα που, για μια στιγμή, πίστεψε πως θα το έσκαγε απ’ το στήθος της και θα πέταγε μακριά. Το πλάσμα έμοιαζε καθ' όλα με άντρα. Ήταν ψηλό και λεπτόκορμο κι έμοιαζε απατηλά εύθραυστο. Αλλά εκείνη ήξερε καλύτερα. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο κι είχε τη σπαραχτική και αμυδρά στρεβλή ομορφιά που χαρακτήριζε όλους του είδους του. Φορούσε μια σκούρα μπλε ρόμπα, στο χρώμα της νύχτας, καλυμμένη με ασημένια σύμβολα. Τελικά, θα πρέπει να κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε κίνδυνος, διότι κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε το δρόμο του προς την κρύπτη που, προφανώς, θα αποτελούσε την κρυψώνα του κατά τη διάρκεια της μέρας. Η Αμβροσία πήδηξε, με το μανδύα της να πλαταγίζει στον αέρα, όμοιο μ’ένα ζευγάρι πελώρια, δερμάτινα φτερά. Προσγειώθηκε πάνω του και τον –το!- κλείδωσε σ’ένα θανατηφόρο αγκάλιασμα. Το πλάσμα αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο καθώς μια σειρά από μυτερά δόντια τρυπούσαν το κόκκαλο του κρανίου του κι έπειτα παραδόθηκε στη μοίρα του, τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Ο δικός της πόνος –ο πόνος που ένοιωθε κάθε φορά που το σαγόνι της ξεκλείδωνε και τα δόντια της επιμηκύνονταν, σκίζοντας το ευαίσθητο δέρμα των ούλων της- υποχώρησε καθώς οι αναμνήσεις του την πλημμύρισαν. Προσέκρουσαν στον τρυφερό πυρήνα αυτού που αποκαλούσε εαυτό της σαν κύμα και, για λίγο ή και λιγότερο από λίγο, έγινε αυτό, έγινε το πλάσμα. Κι έπειτα όλα τέλειωσαν και κατέρρευσε σ’ένα βουναλάκι από σκόνη, το οποίο ήταν το μόνο που απέμεινε από τον ψηλό, λεπτόκορμο άντρα˙ αυτό κι η ρόμπα στο χρώμα της νύχτας. Βόγκηξε αμυδρά καθώς τα χαρακτηριστικά της επανέρχονταν στη γνώριμη μορφή τους. Η κουκούλα της γλίστρησε, αποκαλύπτοντας ένα αλαβάστρινο πρόσωπο και μια μάζα από πυκνά, ζαφειρένια μαλλιά που κινούνταν σαν να είχαν δική τους θέληση, σαν ζωντανά φίδια. Αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο της και το άδραξε στα τυφλά, σχεδόν δίχως επίγνωση των κινήσεών της. Το να συγκρατεί ενωμένα τα κομμάτια της ύπαρξής της ήταν δύσκολο ακόμη κι όταν είχε να κάνει με φυσιολογικούς, θνητούς εγκληματίες. Αλλά πλάσματα όπως αυτό που είχε μόλις καταστρέψει δεν ήταν ούτε φυσιολογικά ούτε θνητά. Ήταν πιο δυνατά και πιο ανθεκτικά. Είχαν κορμιά που λύγιζαν και συστρέφονταν σε απίθανες γωνίες και ζούσαν για αιώνες. Το να απορροφά τη συνείδηση ενός ανθρώπου ήταν, από μόνο του, αρκετό βασανιστήριο. Το να απορροφά τη συνείδηση ενός απέθαντου, όμως, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. «Αμβροσία»; Στράφηκε αργά, κρατώντας ακόμη σφιχτά το ξένο χέρι. Ένα ευγενικό πρόσωπο έπλεε μπροστά στα μάτια της και το σταρένιο δέρμα του έμοιαζε σχεδόν μαύρο μέσα στο σκοτάδι. Τελικά, κατόρθωσε να εστιάσει αρκετά ούτως ώστε να το αναγνωρίσει και, ένα-ένα, άνοιξε τα δάχτυλά της και χαλάρωσε τη λαβή της. «Αμβροσία; Τι συνέβη; Είσαι καλά»; Ανακάθισε με κόπο και σκούπισε τα υπολείμματα αίματος, φαιάς ουσίας και σκόνης από τα χείλη και το σαγόνι της. «Αρχαίο», ψιθύρισε. «Ήταν αρχαίο. Κόντεψα….κόντεψα να χαθώ…» Αισθάνθηκε δυο χέρια να την αγκαλιάζουν. «Ησύχασε», είπε απαλά η κοπέλα. «Τα κατάφερες. Είσαι ακόμη εδώ, αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία». Αλλά η Αμβροσία δεν ήταν τόσο σίγουρη. Είχε νοιώσει αυτό το κύμα να συγκρούεται με τα τείχη μέσα στο κεφάλι της, τα τείχη που την κρατούσαν ακέραια. Ξεγλίστρησε από το αγκάλιασμα και σηκώθηκε όρθια. «Δώσε μου ένα πουγκί», είπε στην κοπέλα. Χωρίς άλλη κουβέντα, το κορίτσι με το σταρένιο δέρμα της έτεινε ένα δερμάτινο σακούλι. Η Αμβροσία γονάτισε και μάζεψε τη σκόνη που είχε απομείνει από το πλάσμα. «Έλα», είπε, κρεμώντας το πουγκί στη ζώνη της. # Καθόταν μόνη, σε μια γωνία, πίνοντας αργά το υδρόμελι που είχε μπροστά της, πασχίζοντας να το κάνει να κρατήσει όλη τη νύχτα, καθώς δεν είχε να πληρώσει για δεύτερο ποτήρι. Επιδεικνύοντας σπάνια σοφία, οι θαμώνες του πανδοχείου έμεναν μακριά της. Ήξεραν τι ήταν και υποπτεύονταν τους λόγους για τους οποίους βρισκόταν εκεί. Μια σκιά έπεσε στο τραπέζι της απρόσμενα, ξαφνιάζοντάς την. Κατάφερε να το κρύψει και, με επιτηδευμένη νωχελικότητα, ανασήκωσε το βλέμμα. Η μικρή, απροσδιόριστη φιγούρα μπροστά της ήταν τυλιγμένη σε σωρούς από βρώμικα ρούχα. Ένα λεπτό, ηλιοκαμένο χέρι της έκανε νόημα να ακολουθήσει. Η Αμβροσία δεν θα το είχε κάνει αν το χέρι δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα γυναικείο. Κανείς άλλος δεν φάνηκε να το παρατηρεί, ωστόσο, οπότε σηκώθηκε κι έσπρωξε το κορίτσι έξω από το πανδοχείο. Η κοπέλα την οδήγησε σ’ένα σκοτεινό σοκάκι που μύριζε σήψη και κάτουρο. Μπορούσε να ακούσει τους γιγαντιαίους αρουραίους της πόλης να δειπνούν με τα απομεινάρια κάποιου νεκρού ζητιάνου ή σκύλου κάπου τριγύρω. Έστρεψε την προσοχή της στο κορίτσι, ανασηκώνοντας τα φρύδια της. Εκείνη κατέβασε την κουκούλα της κι η Αμβροσία συνειδητοποίησε αμέσως το λάθος της. Αυτή δεν ήταν κάποια βρώμικη ζητιάνα που είχε έρθει να την ικετεύσει να της χαρίσει ένα σπλαχνικό θάνατο. Αυτή ήταν η κόρη του Αυτοκράτορα, με τα κυματιστά, καστανά μαλλιά της να εξαφανίζονται μέσα στις πτυχές της μεταμφίεσής της. Την είχε δει φευγαλέα στην αγορά, δυο μέρες πριν, μέσα στην άμαξά της και περιτριγυρισμένη από φρουρούς. Τα μάτια της ήταν σκούρα και λαμπερά, τα χείλη της δυο ώριμα κεράσια. Ήταν πανέμορφη κι η Αμβροσία δεν μπορούσε παρά να νοιώσει οίκτο γι’αυτήν. «Είσαι η Αμβροσία, έτσι δεν είναι; Η Κυνηγός»; ψιθύρισε επιτακτικά η κοπέλα. «Θα με διατάξεις να φύγω από την πόλη»; Το κορίτσι χαμογέλασε θλιμμένα κι απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια. Για μια στιγμή, έμοιαζε έτοιμη να πει κάτι. Τελικά, δεν είπε τίποτα. «Τι θέλεις, τότε»; απαίτησε να μάθει η Αμβροσία. Τα μάτια του κοριτσιού καρφώθηκαν και πάλι στα δικά της κι η Κυνηγός εξεπλάγη με τη φωτιά που διέκρινε να καίει στα βάθη τους. «Πάρε με μαζί σου». Η Αμβροσία έβαλε τα γέλια. Μα το κορίτσι δεν τη μιμήθηκε και, σταδιακά, και το δικό της γέλιο καταλάγιασε. Κοίταξε την κόρη του Αυτοκράτορα. «Δεν ξέρεις τι ζητάς», είπε, κουνώντας το κεφάλι της απηυδισμένη. «Είσαι παιδί ακόμη». Η κοπέλα της άρπαξε τα χέρια. «Σε εκπλιπαρώ»! ικέτευσε, με μια νότα απελπισίας στη νεανική φωνή της. Η Αμβροσία απομακρύνθηκε ήρεμα. Χαμογέλασε ελαφρά, έχοντας αρχίσει να διασκεδάζει με την κατάσταση. «Τι συμβαίνει; Σκοπεύουν να σε παντρέψουν; Είναι γέρος και άσχημος»; Η πριγκίπισσα έχασε τα λόγια της για λίγο. Δεν ήταν κάτι που ταίριαζε με το περήφανο παράστημά της. «Ναι, σχεδιάζουν και όχι, δεν είναι. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Θα με πάρεις μαζί σου»; «Θα μου είσαι βάρος», είπε κοφτά η Αμβροσία αλλά, μέσα της, ήξερε πως είχε ήδη πάρει την απόφασή της. Η κοπέλα μάλλον το κατάλαβε, γιατί το πρόσωπό της ευθύς φωτίστηκε. «Δεν θα είμαι, το υπόσχομαι. Μόνο, σε παρακαλώ, άσε με να έρθω μαζί σου». Η Αμβροσία την παρατήρησε για λίγο, καθυστερώντας να της δώσει την οριστική της απάντηση. Ήξερε πως, πιθανότατα, το κορίτσι αυτό θα ήταν η καταστροφή της. Αλλά τι νόημα είχε η ζωή χωρίς λίγο κίνδυνο; «Εντάξει», είπε. «Πώς σε λένε»; «Σαχριβάρ». # Ο φρουρός άρπαξε το πουγκί στον αέρα. Καλά αντανακλαστικά, σημείωσε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Το άνοιξε με τα δόντια και κοίταξε μέσα. Με μια έκφραση αηδίας, άφησε λίγη από τη σκόνη να πέσει πάνω από τον πυρσό που κρατούσε στο άλλο του χέρι. Οι φλόγες αναπήδησαν απότομα, λάμποντας πράσινες για ένα λεπτό, προτού επιστρέψουν και πάλι στη γνώριμη, πορτοκαλοκίτρινη απόχρωσή τους. Ο φρουρός ένευσε. «Αληθινό φαίνεται», είπε. «Περιμένετε εδώ». Όταν την άφησε στον προθάλαμο του φρουραρχείου προκειμένου να φέρει την αμοιβή, η Αμβροσία έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στη Σαχριβάρ που περίμενε απ’έξω, τυλιγμένη στο σκούρο μανδύα της. Ο φρουρός επέστρεψε, σέρνοντας πίσω του ένα νεαρό κορίτσι. «Ορίστε», της είπε αδιάφορα. «Ένα τ’χαρ, όπως ορίζει η προκήρυξη». Η Αμβροσία κούνησε καταφατικά το καλυμμένο της κεφάλι και πήρε την αλυσίδα που κρεμόταν από το λαιμό της κοπέλας, προσέχοντας να μη δείξει το παραμικρό σημάδι καλοσύνης μπροστά στο φρουρό. Τον καληνύχτισε και βγήκε έξω, τραβώντας την αλυσίδα. Το κορίτσι δεν ήταν πάνω από δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών. Ήταν ντυμένη μ’ένα λεπτό, λινό κομμάτι υφάσματος που κρεμόταν άχαρα πάνω της κι έτρεμε. Η Αμβροσία την έσπρωξε μπροστά της κι η Σαχριβάρ ακολούθησε πίσω τους από απόσταση. Όταν μπήκαν στο δάσος και βρήκαν τα άλογά τους, η Αμβροσία έβγαλε από το σακίδιό της τη ρόμπα του πλάσματος και την έριξε γύρω από τους ώμους του κοριτσιού. Εκείνη την κοίταζε λες κι ήταν τρελή. Δεν την αδικούσε. Το πιθανότερο ήταν πως αδυνατούσε να κατανοήσει τι της συνέβαινε. Έκανε πίσω φοβισμένα όταν είδε τα χέρια της Αμβροσίας να κατευθύνονται στο λαιμό της και μια κραυγή έκπληξης της ξέφυγε όταν εκείνα τυλίχτηκαν γύρω από την αλυσίδα και το κολάρο της και, με απρόσμενη δύναμη, την απελευθέρωσαν από αυτά. Η Αμβροσία έριξε μια ματιά στον ουρανό. Μολυβένια σύννεφα είχαν κρύψει το φεγγάρι κι ο αέρας μύριζε βροχή. «Σαχριβάρ», είπε χαμηλόφωνα. «Έρχεται καταιγίδα και φοβάμαι ότι, αν συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε με τη βροχή, το κορίτσι δεν πρόκειται να αντέξει. Είναι νηστική και παγωμένη ως το κόκκαλο. Υπάρχει μια μικρή σπηλιά εδώ κοντά όπου μπορούμε να περάσουμε τη νύχτα». Η Σαχριβάρ στράφηκε προς το κορίτσι και, παρερμηνεύοντας την έκφρασή της ως πείνα, της έσφιξε καθησυχαστικά τον ώμο. «Έλα», της είπε. «Σύντομα, θα φας και θα ζεσταθείς και, μόλις ξεκουραστείς, θα σου εξηγήσουμε τα πάντα. Μη φοβάσαι. Δεν θα σου κάνουμε κακό». Αλλά το κορίτσι δεν φάνηκε να καθησυχάζεται, παρά τις διαβεβαιώσεις της. Παρόλα αυτά, τις ακολούθησε στη σπηλιά υπάκουα. Η Αμβροσία της πρόσφερε μια αλλαξιά ρούχα και τη συμβούλευσε να κάτσει κοντά στη φωτιά. Ζήτησε να μάθει το όνομά της. Η κοπέλα είπε πως την έλεγαν Ροσανάκ. Η Σαχριβάρ έκοψε ένα κομμάτι ψωμί στα δύο και μοιράστηκε το τυρί και τα αποξηραμένα φρούτα που κουβαλούσε μαζί της με το κορίτσι. Έφαγαν το φτωχικό τους δείπνο αμίλητες, παρατηρώντας τη φωτιά. Καταβεβλημένη καθώς ήταν, η Αμβροσία αποκοιμήθηκε αμέσως. Η Σαχριβάρ προσπάθησε για λίγο να κρατηθεί ξύπνια, σύντομα όμως τα μάτια της έκλεισαν και την πήρε κι αυτήν ο ύπνος. Με μια ρευστή κίνηση, η Ροσανάκ σηκώθηκε και, προσέχοντας μην τις ξυπνήσει, γλίστρησε έξω απ’τη σπηλιά. Καβάλησε με κόπο το άλογο της Σαχριβάρ –ήταν μικρότερο και πιο υπάκουο από το κατάμαυρο άτι της Αμβροσίας- και χάθηκε καλπάζοντας μέσα στη νύχτα. Μετά βίας μπορούσε να πιστέψει στην καλή της τύχη. Ακολούθησε το δρόμο που οδηγούσε πίσω, στην πόλη του Οσιντιάν, και μετά ανατολικά, προς το παλάτι του Αυτοκράτορα. Κάλπαζε και κάλπαζε, παλεύοντας να αγνοήσει την κούρασή της, τη βροχή και το κρύο και να κρατηθεί ξύπνια. Έφτασε με το πρώτο φως της αυγής, βρεγμένη και σχεδόν λιπόθυμη. Το παλάτι ήταν το πιο εντυπωσιακό κτήριο που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Ήταν τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερο από την έπαυλη του προηγούμενου αφέντη της και ψηλοί, πύργοι με μυτερές στέγες υψώνονταν ως τα σύννεφα. Περίτεχνοι κήποι το περιέβαλλαν και, μπροστά στις πόρτες, στέκονταν δώδεκα φρουροί. Κρατώντας τα μάτια της στο βαθυπράσινο, μαρμάρινο πάτωμα, ζήτησε μια ακρόαση από τον Αυτοκράτορα. Στην αρχή, οι φρουροί γέλασαν – ένα τ’χαρ στο παλάτι! Και είχε και απαιτήσεις, μάλιστα!, όταν όμως τους είπε ότι αφορούσε την εξαφανισμένη πριγκίπισσα, σοβάρεψαν απότομα. Μετά από μια σύντομη συνομιλία, οι άντρες συμφώνησαν ότι ο Αυτοκράτορας δεν θα οργιζόταν αν τον ξυπνούσαν για κάτι τόσο σημαντικό. Την έψαξαν για όπλα. Δεν την πείραξε που τα χέρια τους στάθηκαν στο κορμί της παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν. Είχε συνηθίσει, με τα χρόνια. Ένα τ’χαρ, άλλωστε, δεν ήταν πολίτης, δεν ήταν καν άνθρωπος. Ήταν απλά μια ανταλλάξιμη αξία. Ένα νόμισμα. Οι φρουροί την οδήγησαν στην αίθουσα του θρόνου και, με έκπληξη, είδε πως ο Αυτοκράτορας ήταν ήδη εκεί. Ήταν ψηλός και μυώδης και, παρά τα σαράντα του χρόνια, γοητευτικός. Τα χαρακτηριστικά του θύμιζαν γεράκι, άγρια και περήφανα όπως ήταν. Ήταν ντυμένος με πορφύρα και μαλάματα, αντάξια της θέσης του. Αλλά αυτά ήταν τα μόνα που κατάφερε να δει γιατί, αμέσως, οι φρουροί την έσπρωξαν βίαια προς τα κάτω, αναγκάζοντάς τη να γονατίσει. «Ένα τ’χαρ ζητά ακρόαση από τον Αυτοκράτορα», είπε σκεφτικά ο άντρας στο θρόνο. Η φωνή του ήταν χαμηλή και ήρεμη, η ομιλία του καλλιεργημένη. «Πόσο ενδιαφέρον». «Έχει νέα για την πριγκίπισσα, άρχοντά μου», είπε ο ένας από τους φρουρούς, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Ο Αυτοκράτορας τινάχτηκε όρθιος και, με δυο δρασκελιές, κάλυψε την απόσταση ανάμεσά τους. Έστησε τη Ροσανάκ στα πόδια της και της χαμογέλασε, συγκινημένος. Από κοντά, έμοιαζε νεότερος. «Ξέρεις πού βρίσκεται η κόρη μου; Πες μου! Πρέπει να μου πεις»! την προέτρεψε. Η Ροσανάκ γύρισε το κεφάλι της από την άλλη, προκειμένου να κρύψει το κοκκίνισμα που είχε απλωθεί στα μάγουλά της. Καθάρισε το λαιμό της. Ο Αυτοκράτορας γέλασε εύθυμα κι έκανε μερικά βήματα πίσω. «Ταξιδεύει με μια Κυνηγό, Μεγαλειότατε. Είμαι βέβαιη πως έχει κάνει κάποιο ξόρκι στην πριγκίπισσα, γιατί ακούει ό,τι της λέει. Αλλά είναι αυτή, τ’ορκίζομαι»! Ο Αυτοκράτορας συνοφρυώθηκε. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτή η Κυνηγός έχει ασκήσει κάποιου είδους γητειά πάνω στην κόρη μου»; Σχεδόν αθέλητα, η Ροσανάκ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Είναι μια απ’αυτές, άρχοντά μου. Λάμια». «Σε πιστεύω», ένευσε ο Αυτοκράτορας μετά από μια ολιγόλεπτη σιωπή. «Γνωρίζεις πού βρίσκονται αυτή τη στιγμή»; «Ναι, Μεγαλειότατε. Τις άφησα να κοιμούνται σε μια σπηλιά, στο δάσος έξω από την πόλη». «Γνωρίζω το μέρος. Κυνηγούσα στην περιοχή όταν ήμουν νεότερος», είπε και στράφηκε προς τους φρουρούς. «Πείτε στο λοχαγό σας να μαζέψει τους άντρες του. Θέλω την κόρη μου και το πράγμα που την απήγαγε στα χέρια μου και ζωντανές μέχρι το βράδυ». Οι φρουροί υποκλίθηκαν με σεβασμό κι αναχώρησαν βιαστικά. Ο Αυτοκράτορας χαμογέλασε στη Ροσανάκ. Είχε το θερμό, τρυφερό χαμόγελο ενός πατέρα ή ενός εραστή και το κορίτσι αναθάρρεψε και του ανταπέδωσε το βλέμμα δειλά. «Δεν θα ζητήσεις την αμοιβή σου»; «Υποσχεθήκατε ότι θα δίνατε τρία τ’χαρ σε όποιον σας έφερνε νέα της πριγκίπισσας, άρχοντά μου», είπε χαμηλόφωνα, κοιτώντας πάλι το πάτωμα. «Αλλά, Μεγαλειότατε, είμαι τ’χαρ εγώ η ίδια. Τι να τα κάνω τα περισσότερα; Αντ’αυτού, θα ήθελα την ελευθερία μου». Ο Αυτοκράτορας έμοιαζε διασκεδασμένος. «Θέλεις να σου δώσω το σημάδι των ελεύθερων γυναικών; Και μετά τι, μικρή μου; Τι θα κάνεις; Θα ψάξεις δουλειά σε κάποιο πορνείο ή θα αφιερώσεις τη ζωή σου στους θεούς; Η ελευθερία δεν μπορεί να σε ντύσει. Η ελευθερία δεν μπορεί να σε ταΐσει. Η ελευθερία δεν σε προφυλάσσει από τον άνεμο και τις βροχές». Η Ροσανάκ, ωστόσο, είχε πάρει την απόφασή της. «Κι όμως, αυτή είναι η επιθυμία μου». «Τότε θα πραγματοποιήσω την ευχή σου. Θα σε ελευθερώσω». Δεν πρόλαβε καν να φωνάξει όταν η μακριά, κυρτή λεπίδα τραβήχτηκε απ’ το θηκάρι της και εισχώρησε στην καρδιά της. Ο Αυτοκράτορας χτύπησε ένα μικρό, ασημένιο καμπανάκι που βρισκόταν δίπλα στο θρόνο και τέσσερα νεαρά κορίτσια μπήκαν ευθύς στο χώρο. Είχαν τα μάτια τους καρφωμένα στο έδαφος κι ήταν απερίγραπτα όμορφες. Ο Αυτοκράτορας έκανε ένα αδιάφορο νεύμα προς το πτώμα και καθάρισε τη λεπίδα του στο λεπτό ρούχο ενός από τα κορίτσια. Οι υπόλοιπες τρεις απομάκρυναν το σώμα της Ροσανάκ από την αίθουσα του θρόνου. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από ένα τ’χαρ που δεν ξέρει τη θέση του», σχολίασε ο Αυτοκράτορας με απέχθεια. # «Πριν την επέλαση των Νότιων, η Παλμυριανή Αυτοκρατορία δεν αποτελούσε ένα ενιαίο κράτος, αλλά έξι μικρότερα. Στη Δύση, ήταν το Οπάλ, το φτωχότερο από τα βασίλεια της Ιβόρια. Στο Βορρά, το Κοάλ, στους πρόποδες της οροσειράς Ερρ που χωρίζει την Ιβόρια από το Ναράκ, και το Οσιντιάν, η Κορώνα της Παλμύρας. Στο Νότο, η Σκόρια, το Μαύρο Βασίλειο, και το Ντασίτ, το Πετράδι της Ιβόρια. Στη Δύση, τα Χλωμά Νησιά, όπου οι νεκροί ποτέ δεν κοιμούνται. Λέγεται πως ο πόλεμος ξεκίνησε όταν κατέφτασαν στην Ιβόρια οι πρώτοι μετανάστες από το Νότο. Έφυγαν από τις δικές τους γαίες εξαιτίας μιας μεγάλης καταστροφής που προκλήθηκε από την οργή των θεών κι έκανε τα βουνά να ξερνούν φωτιά και στάχτη. Ήρθαν στην Ιβόρια ζητώντας άσυλο και κατέληξαν να προσυλητίσουν τα έξι βασίλεια στην πίστη τους. Οι ακόλουθοι της Απρόσωπης Θεάς δεν δέχτηκαν εύκολα τις αιρετικές αντιλήψεις των μεταναστών και τους πολέμησαν. Ο πόλεμος έληξε όταν ο Χακάν, ο βασιλιάς του Οσιντιάν, αποκεφάλισε τους υπόλοιπους ηγεμόνες της Ιβόρια και αυτοανακυρήχθηκε Αυτοκράτορας. Πήρε για σύζυγό του μια ευγενή που είχε έρθει από το Νότο, μαζί με τους υπόλοιπους μετανάστες. Η Απρόσωπη Θεά έφυγε και οι νέοι θεοί ήρθαν». Η φωνή της Αμβροσίας έσβησε και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Η Σαχριβάρ την παρακολουθούσε μαγεμένη. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι μέσα στη μία βδομάδα που ταξίδευε με την Κυνηγό θα της δινόταν η ευκαιρία να μάθει τόσα πράγματα. «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά»; θαύμασε. «Αφού οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να διαβάζουν». Η Αμβροσία γέλασε πικρά. «Δεν τα ξέρω επειδή τα διάβασα. Τα ξέρω επειδή ήμουν εκεί». Η Σαχριβάρ είχε ακούσει, φυσικά, τις φήμες σχετικά με τη φύση της καινούριας της συντρόφου, όμως ήθελε τόσο πολύ να ξεφύγει από τη ζωή της και τον προκαθορισμένο γάμο και τις πριγκιπικές της υποχρεώσεις που δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όμως, είχε πιάσει τον εαυτό της να αναρωτιέται. Τα ζωντανά, ζαφειρένια μαλλιά, τα έντονα, μπλε μάτια δίχως κόρη, καθώς και το γεγονός ότι επέμενε η Σαχριβάρ να μένει πίσω όσο η ίδια κυνηγούσε, την έκαναν να κλωθογυρίζει διαρκώς στο μυαλό της εκείνες τις φήμες. Η νεαρή πριγκίπισσα δεν είχε δει ποτέ της λάμια και τα μόνα πράγματα που είχε ακούσει γι’ αυτήν την παράξενη κι επικίνδυνη φυλή προέρχονταν από τη μαγείρισσα του παλατιού, ένα από τα μεγαλύτερα σε ηλικία τ’χαρ του Αυτοκράτορα, του οποίου, όμως, η ανταλλακτική αξία ήταν ανεκτίμητη. «Είναι αλήθεια»; ρώτησε ξαφνικά. Η Αμβροσία της έριξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της, χαμογελώντας. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα έβρισκες ποτέ το κουράγιο να με ρωτήσεις», είπε μονάχα. «Λοιπόν; Είναι αλήθεια»; επανέλαβε η Σαχριβάρ. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τι θα σήμαινε μια καταφατική απάντηση. «Πως είμαι λάμια; Ναι». Παραδόξως, η επιβεβαίωση δεν την τρόμαξε όσο περίμενε. Η Αμβροσία ένευσε επιδοκιμαστικά. «Δεν ήμουν πάντοτε έτσι, ξέρεις», συνέχισε ύστερα από λίγο κι η βαθιά, κελαρυστή φωνή της είχε μια νότα νοσταλγίας. «Κάποτε ήμουν σαν κι εσένα, νέα και γεμάτη φωτιά και όνειρα. Είχα έναν άντρα που αγαπούσα κι ένα γιο που ήταν ο ήλιος της ζωής μου. Ζούσαμε σ’ένα μικρό χωριό στο Οπάλ και, παρόλο που δεν είχαμε πολλά, ήμασταν ευτυχισμένοι. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος και, μετά τον πόλεμο, τα έξι βασίλεια έγιναν Αυτοκρατορία και το Οσιντιάν επέβαλε τους νόμους του σε όλους μας. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ήταν, τότε. Γεννήθηκες και μεγάλωσες σ’αυτόν τον κόσμο που για μένα είναι καινούριος και δεν θυμάσαι το παρελθόν κι ο νους σου δεν μπορεί καν να χωρέσει ότι θα μπορούσαν κάποτε να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Το Οπάλ αντιστάθηκε όσο μπορούσε αλλά, στο τέλος, ακόμη κι αυτό έπεσε. Όπου κι αν γύρναγες το κεφάλι σου, έβλεπες πτώματα να κρέμονται απ’τα δέντρα, θαρρείς και στα κλαριά τους φύτρωνε θάνατος αντί για φρούτα. Ήταν οι άντρες κι οι πατεράδες κι οι αδερφοί μας. Και σε κάθε γωνιά και κάθε σπίτι, στρατιώτες έσερναν έξω τις αδερφές και τις μητέρες και τις κόρες μας με αλυσίδες στο λαιμό και στα πόδια, γιατί πλέον δεν ήμασταν ελεύθερες. Ήμασταν τ’χαρ. Τ’χαρ! Ξέρεις πόσα τ’χαρ χρειάζονται για να αγοράσεις ένα καλό άλογο, μικρή πριγκίπισσα; Δέκα! Δεν αξίζαμε το ένα δέκατο ενός αλόγου»! είπε οργισμένα. «Οι γυναίκες του χωριού μου καταφύγαμε στη μόνη λύση που μας είχε μείνει», ψιθύρισε, στρέφοντας το βλέμμα της αλλού. «Θυσιαστήκαμε στην Απρόσωπη Θεά, ζητώντας της να μας δώσει τη δύναμη να πολεμήσουμε τους εχθρούς μας. Εισάκουσε την προσευχή μας και δέχτηκε τη θυσία μας. Πήρε το αίμα μας και τις ζωές μας και μας έκανε αυτό που είμαστε σήμερα. Λάμιες. Ατέρμονα πλάσματα που τρέφονται με ψυχές και αναμνήσεις, που καραδοκούν στις σκιές μέχρι να φτάσει ο καιρός να πάρουν πίσω όλα όσα χάθηκαν και ξεχάστηκαν με τα χρόνια». Η Σαχριβάρ συνειδητοποίησε πως τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα όση ώρα άκουγε την Αμβροσία να μιλάει. Τα σκούπισε βιαστικά γιατί δεν ήθελε να φανεί αδύναμη μπροστά στην Κυνηγό. «Και μέχρι τότε»; ρώτησε. «Τι κάνετε πέρα από το να περιμένετε»; Η Αμβροσία δίστασε πριν απαντήσει, σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να εμπιστευτεί την κοπέλα ή όχι. «Κυνηγάμε επικηρυγμένους˙ σκοτώνουμε τέρατα και ανθρώπους που είναι χειρότεροι από τα περισσότερα τέρατα. Κάποιες φορές πληρωνόμαστε σε πετράδια, άλλες σε τρόφιμα. Συχνά, πληρωνόμαστε και σε τ’χαρ. Υπάρχει ένα μέρος, βαθιά μέσα στα δάση του Οπάλ, όπου ένας ναός της Απρόσωπης Θεάς στέκεται ακόμη. Εκεί πηγαίνουμε τα τ’χαρ και τους διδάσκουμε πώς να είναι άτομα και όχι αντικείμενα. Τις βοηθάμε να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Ειρωνικό δεν είναι»; κάγχασε. «Ποιο πράγμα»; απόρησε η Σαχριβάρ. «Ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ξεχάσει πώς να είναι άνθρωποι και περιμένουν απ’ τα τέρατα να τους το θυμίσουν». «Δεν είσαι τέρας»! διαμαρτυρήθηκε η πριγκίπισσα. Η Αμβροσία χαμογέλασε και ξάπλωσε πίσω, στα στρωσίδια της. «Ό,τι κι αν είμαι», είπε, τόσο σιγανά που η Σαχριβάρ μετά βίας την άκουσε, «άνθρωπος δεν είμαι σίγουρα». # «Σαχριβάρ», ψιθύρισε επιτακτικά η Αμβροσία στο αφτί της. Όταν είδε πως η κοπέλα δεν ξυπνούσε, την ταρακούνησε. Τα σκούρα μάτια της μισάνοιξαν και κοίταξε γύρω της μπερδεμένη. Με κάποια καθυστέρηση, φάνηκε να αναγνωρίζει τη σπηλιά κι ανακάθισε. Δυο χρόνια ταξίδευαν μαζί και, κάθε πρωί, έμοιαζε σαν να ήταν το πρώτο της στο δρόμο. Μια πριγκίπισσα ποτέ δεν έπαυε να είναι πριγκίπισσα, όπως ένα τέρας ποτέ δεν έπαυε να είναι τέρας, σκέφτηκε η Αμβροσία. «Τι συνέβη»; ρώτησε η Σαχριβάρ. «Η Ροσανάκ. Έφυγε». Δεν κατάφερε να κρύψει την απογοήτευση από τη φωνή της. «Έφυγε»; «Ναι. Πήρε το άλογό σου. Σαχριβάρ…» Η Αμβροσία είδε στα μάτια της ότι ήξερε τι θα της έλεγε αλλά αυτό δεν το έκανε πιο εύκολο. «Άκουσε το όνομά σου». «Όχι»!, είπε η Σαχριβάρ και τινάχτηκε όρθια, πετώντας τις κουβέρτες από πάνω της. «Τη σώσαμε, Αμβροσία! Τη σώσαμε! Δεν θα μας το έκανε αυτό»! Αλλά η Αμβροσία απλά κούνησε το κεφάλι της. Η Ροσανάκ δεν ήταν η πρώτη από τις κοπέλες που είχε προσπαθήσει να βοηθήσει η οποία το είχε σκάσει στη μέση της νύχτας. Η ιστορία κατέληγε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Επέστρεφαν πίσω, όπου οι φρουροί τις εκτελούσαν γιατί αυτό όριζε ο νόμος του Αυτοκράτορα για όσα τ’χαρ δεν είχαν αφέντη. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως η Ροσανάκ είχε την ίδια τύχη. Το πρόβλημα ήταν ότι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές, τώρα η Αμβροσία δεν ανησυχούσε μόνο για τον εαυτό της. Έπιασε τη Σαχριβάρ από τους ώμους και την ανάγκασε να την κοιτάξει. «Άκουσέ με. Σαχριβάρ, άκουσέ με. Μας το έκανε. Ήδη ακούω τους άντρες του πατέρα σου να καλπάζουν προς τα εδώ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αν είναι να πολεμήσουμε…» Αλλά η Σαχριβάρ αποτραβήχτηκε. «Όχι», είπε αποφασιστικά. «Δεν πρόκειται να πολεμήσουμε. Εμένα θέλουν και, αν είσαι ακόμη εδώ όταν έρθουν, θα σε σκοτώσουν. Πρέπει να φύγεις». Η Αμβροσία ανοιγόκλεισε το στόμα της σαν χαμένη. «Δεν μπορώ να σε αφήσω», είπε, τελικά. «Δεν κινδυνεύω», επέμεινε η Σαχριβάρ. «Είμαι η κόρη του Αυτοκράτορα και, για τον πατέρα μου, είμαι ένα ακόμη τ’χαρ. Ίσως το πολυτιμότερο τ’χαρ που έχει, διότι μπορεί να με ανταλλάξει με γαίες και συμμαχίες, αλλά δεν παύω να είμαι τ’χαρ». Με τον ήχο από τις οπλές των αλόγων τόσο κοντά τους, η Αμβροσία κατάλαβε, για πρώτη φορά, πως η κοπέλα είχε δίκιο και πως η λέξη πριγκίπισσα και η λέξη τ’χαρ, σήμαιναν το ίδιο πράγμα: σκλάβα. Και πήρε την απόφασή της. «Ακριβώς», είπε και τράβηξε το σπαθί και το στιλέτο της. Έτεινε το δεύτερο στη Σαχριβάρ. «Γι’αυτό θα πολεμήσουμε. Μετράω δώδεκα άλογα. Αυτό σημαίνει δώδεκα στρατιώτες. Όταν αρχίσει η μάχη, μείνε κοντά μου και προσπάθησε να κρατήσεις τα νώτα μου ασφαλή. Τα υπόλοιπα άφησέ τα επάνω μου». Η Σαχριβάρ την κοιτούσε σαστισμένη. «Μα…» Αλλά η Αμβροσία απλά την έσπρωξε έξω από τη σπηλιά και τη βοήθησε να σκαρφαλώσει σ’ένα δέντρο. Προτού την ακολουθήσει, κοίταξε ψηλά, τις ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν από τις πυκνές φυλλωσιές. Και σκέφτηκε πως, ίσως κάποια τ’χαρ να έμεναν για πάντα τ’χαρ. Κι ίσως να μην μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό. Αλλά ίσως, τελικά, όλες οι πριγκίπισσες να μην έμεναν για πάντα πριγκίπισσες. Κι ίσως αυτό να σήμαινε πως ούτε όλα τα τέρατα έμεναν για πάντα τέρατα. Edited March 1, 2014 by elgalla 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
AlienBill Posted March 2, 2014 Share Posted March 2, 2014 Μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία. Μέσα σε λίγο περισσότερες από 4000 λέξεις έστησες δεξιοτεχνικά ένα ολόκληρο setting. Ελπίζω στο συγκεκριμένο setting να γράφεις και άλλες ιστορίες και να μην είναι "μιας χρήσεως". Είχε και φεμινισμό. Αλλά επειδή δεν είμαι φανταζάς, ό,τι κι αν διαβάσω από fantasy μου φαίνεται από συμπαθές μέχρι αριστούργημα, επομένως δίνω το λόγο σε περισσότερο ειδικούς από μένα. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 2, 2014 Share Posted March 2, 2014 (edited) Είναι πολύ ωραίο, το ευχαριστήθηκα όσο δεν παίρνει, έχει καλή κλιμάκωση, ενδιαφέρον, στο τέλος απογειώθηκε... τα έχει όλα. Αλλά και μερικά προβληματάκια. Στην πλοκή μου έλειψε ένα κεντρικό θέμα, ή μεγαλύτερη ανάπτυξη του θέματος της ελευθερίας. Επίσης, η Ροσανάκ φέρθηκε τελείως αψυχολόγητα. Την ελευθέρωσαν και έκανε αυτό που έκανε; Με τι σκοπό; Γιατί πίστεψε ότι θα είχε καλύτερη τύχη εκεί που πήγε να τη ζητήσει; Στο σπόιλερ οι λεπτομέρεις, κάποιες λιγότερο σημαντικές, αλλά μια που τις είδα... Αλλά εκείνη ήξερε καλύτεραΤι ήξερε; (Αυτή η φράση, συγνώμη, είναι γραμμένη σε άλλη γλώσσα, όχι στα ελληνικά).Ήξερε πως, πιθανότατα, το κορίτσι αυτό θα ήταν η καταστροφή της.Αυτό είναι μια σκέψη που δύσκολα περνάει τα όρια υποσυνείδητου-συνειδητού. Δεν θα έπρεπε να το έχει καταλάβει κιόλας, και αν ναι, τότε δεν θα έπρεπε να την πάρει. Ή να το δικαιολογήσεις, το γιατί την πήρε μαζί της αφού κατάλαβε ότι θα της έβγαινε σε κακό. Ξέρω τι σκεφτόσουν, αλλά μόνοα φού διάβασα ολόκληρο το διήγημα. Εκεί, όπως το γράφεις, δεν βγάζει νόημα.Ο φρουρός άρπαξε το πουγκί στον αέρα. Καλά αντανακλαστικά, σημείωσε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Το άνοιξε με τα δόντια και κοίταξε μέσα.Εδώ υπάρχουν δύο θέματα: καταρχήν χρειάζεται μία ακόμη αναφορά στο πουγκί, "άνοιξε το πουγκί με τα δόντια", για να ξεχαστεί το "πίσω μέρος του μυαλού της". Και μετά, ίσως να διευκόλυνε την ανάγνωση ένα "αυτός".«Σαχριβάρ», είπε χαμηλόφωνα.Τι; Μα, το πρώτο που έπρεπε να κάνουν ήταν να της βρουν ένα καινούργιο όνομα!Είχε συνηθίσει, με τα χρόνια. Ένα τ’χαρ, άλλωστε, δεν ήταν πολίτης, δεν ήταν καν άνθρωπος. Ήταν απλά μια ανταλλάξιμη αξία. Ένα νόμισμα.Εδώ ένιωσα ότι τα έγραψες αυτά για 'μένα, καταλαβαίνεις; Για να καταλάβω εγώ, αν δεν είχα καταλάβει ακόμα, τι ήταν ένα τ'χαρ. Επειδή όμως γίνεται σαφές από την αρχή, δεν χρειαζόταν αυτό. Και φαίνεται άσχημο, δεν πείθει για σκέψεις της ίδιας. Το φυσικό θα ήταν ότι προσπαθούσε σε όλη της τη ζωή να πείσει τον εαυτό της ότι δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ένα αντικείμενο, αλλά δεν τα κατάφερνε, εξακολουθούσε να την πειράζει που την πασπάτευαν.Πόσο ενδιαφέρονΛέμε πολύ ενδιαφέρον. Δεν έχω ακούσει ούτε έναν Έλληνα να λέει πόσο ενδιαφέρον.μεγαλύτερα σε ηλικία τ’χαρ του Αυτοκράτορα, του οποίου, όμως, η ανταλλακτική αξία ήταν ανεκτίμητη.Αυτό δεν χρειαζόταν. Πάλι τονίζεις τι ήταν τα τ'χαρ.βαθιά, κελαρυστή φωνήΝομίζω ότι μια βαθιά φωνή δεν μπορεί να είναι και κελαρυστή.Η Σαχριβάρ συνειδητοποίησε πως τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα όση ώρα άκουγε την Αμβροσία να μιλάειΗ αφήγησή της δεν ήταν αρκετά συγκινητική. Τα γεγονότα ναι, αλλά όχι ο τρόπος που τα είπε. Θα έπρεπε να νιώσει μια συγκίνηση και ο αναγνώστης, για να πιστεψει ότι η πριγκίπισσα έκλαψε. Και, κακά τα ψέματα, ό,τι πιο σκληρό και ν' ακούσουμε, αν δεν είναι κάτι που μας αγγίζει, θα πρέπει να μας κάνει ο αφηγητής να νοιαστούμε. Η πριγκίπισσα δεν ήξερε μάλλον τίποτα από τη ζωή, πώς να νιώσει τους φτωχούς που τους κατάστρεψαν οι ισχυροί; Πώς να νιώσει τη θυσία των γυναικών αυτών, την κατάρα τους, τη λαχτάρα τους για λύτρωση; Αυτή μέχρι τότε ήξερε μόνο τον τρόμο που συνόδευε το όνομά τους.Υπάρχει ένα μέρος, βαθιά μέσα στα δάση του Οπάλ, όπου ένας ναός της Απρόσωπης Θεάς στέκεται ακόμη. Εκεί πηγαίνουμε τα τ’χαρ και τους διδάσκουμε πώς να είναι άτομα και όχι αντικείμενα.Καλά, η Ροσανάκ πολύ ηλίθια!Δυο χρόνια ταξίδευαν μαζίΠώς είπες; Από πού έσκασε αυτό; Δεν φαίνεται πουθενά νωρίτερα στο κείμενο, έρχεται πολύ απότομα, χρειάζεται οπωσδήποτε μια αναφορά πιο πριν, γιατί μέχρι εκεί φαίνεται να είμαστε λίγες μέρες μετά την αρχή. Edited March 2, 2014 by Cassandra Gotha 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted March 3, 2014 Author Share Posted March 3, 2014 (edited) Σας ευχαριστώ και τους δύο για τα καλά σας λόγια και χαίρομαι που το απολαύσατε. Ένα επιπλέον ευχαριστώ σε σένα Κασσάνδρα, για τις επισημάνσεις σου. Αν και γενικά αποφεύγω να εξηγώ αυτά που γράφω, σου απαντάω αναλυτικά μέσα στο spoiler. Η σύντομη εκδοχή, πάντως είναι ότι το concept του κόσμου είναι αυτό: εδώ και 100-200 χρόνια, οι γυναίκες στην Αυτοκρατορία είναι τ'χαρ. Τα τ'χαρ είναι νομίσματα, όχι σκλάβες (το κρατάμε αυτό). Οι λίγες απελευθερωμένες γυναίκες είναι πόρνες ή καλόγριες. Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει άλλος τρόπος, δεν ξέρουν την ουσιαστική έννοια της ελευθερίας και, σίγουρα, δεν πρόκειται να ρισκάρουν για να την αποκτήσουν. Γι'αυτές, το να τις θεωρούν αντικείμενα είναι εξίσου φυσιολογικό με τη γυναικεία περιτομή για τις γυναίκες των Κικούγιου και το να έρθει κάποιος να τις ελευθερώσει είναι εξίσου παράλογο με το να πάει ένας γιατρός από τη Δύση και να τους πει πως η γυναικεία περιτομή είναι ανθυγιεινή και επικίνδυνη (το οποίο συνέβαινε 2 αιώνες πίσω). Επειδή έχει τύχει λόγω αντικειμένου δουλειάς να κάνω τρομερά διεξοδική μελέτη πάνω στο θέμα της καταπίεσης και της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων και θα μπορούσα να μιλάω άπειρες ώρες γι'αυτό, suffice to say ότι τόσο η φιλοσοφία όσο και η σύγχρονη έρευνα συμφωνούν ότι δεν μπορείς να δώσεις σε κάποιον την ελευθερία του και τη δύναμή του, πρέπει να του δείξεις τον τρόπο να τη διεκδικήσει μόνος του. Εξ ου και, στα δικά μου μάτια, η αντίδραση της Ροσανάκ είναι απόλυτα φυσιολογική, αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Αλλά εκείνη ήξερε καλύτεραΤι ήξερε; (Αυτή η φράση, συγνώμη, είναι γραμμένη σε άλλη γλώσσα, όχι στα ελληνικά). Εδώ συμφωνώ. Αλλά cut me some slack, ζω Αγγλία τέσσερα χρόνια τώρα Ήξερε πως, πιθανότατα, το κορίτσι αυτό θα ήταν η καταστροφή της.Αυτό είναι μια σκέψη που δύσκολα περνάει τα όρια υποσυνείδητου-συνειδητού. Δεν θα έπρεπε να το έχει καταλάβει κιόλας, και αν ναι, τότε δεν θα έπρεπε να την πάρει. Ή να το δικαιολογήσεις, το γιατί την πήρε μαζί της αφού κατάλαβε ότι θα της έβγαινε σε κακό. Ξέρω τι σκεφτόσουν, αλλά μόνοα φού διάβασα ολόκληρο το διήγημα. Εκεί, όπως το γράφεις, δεν βγάζει νόημα.Είναι η κόρη του Αυτοκράτορα. Εννοείται πως είναι ριψοκίνδυνο που την παίρνει μαζί της, εννοείται πως το ξέρει γιατί έχει ζήσει κάμποσο και είναι κι έξυπνο κορίτσι. Αλλά είναι ριψοκίνδυνη και επαναστάτρια, γι'αυτό το κάνει. Το λέει κιόλας, τι αξία έχει η ζωή χωρίς λίγη περιπέτεια; Ο φρουρός άρπαξε το πουγκί στον αέρα. Καλά αντανακλαστικά, σημείωσε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Το άνοιξε με τα δόντια και κοίταξε μέσα.Εδώ υπάρχουν δύο θέματα: καταρχήν χρειάζεται μία ακόμη αναφορά στο πουγκί, "άνοιξε το πουγκί με τα δόντια", για να ξεχαστεί το "πίσω μέρος του μυαλού της". Και μετά, ίσως να διευκόλυνε την ανάγνωση ένα "αυτός". Όντως, είναι σαν να της άνοιξε το μυαλό με τα δόντια, τώρα που το λες! «Σαχριβάρ», είπε χαμηλόφωνα.Τι; Μα, το πρώτο που έπρεπε να κάνουν ήταν να της βρουν ένα καινούργιο όνομα! Λογικό. Θα το αλλάξω αυτό. Είχε συνηθίσει, με τα χρόνια. Ένα τ’χαρ, άλλωστε, δεν ήταν πολίτης, δεν ήταν καν άνθρωπος. Ήταν απλά μια ανταλλάξιμη αξία. Ένα νόμισμα.Εδώ ένιωσα ότι τα έγραψες αυτά για 'μένα, καταλαβαίνεις; Για να καταλάβω εγώ, αν δεν είχα καταλάβει ακόμα, τι ήταν ένα τ'χαρ. Επειδή όμως γίνεται σαφές από την αρχή, δεν χρειαζόταν αυτό. Και φαίνεται άσχημο, δεν πείθει για σκέψεις της ίδιας. Το φυσικό θα ήταν ότι προσπαθούσε σε όλη της τη ζωή να πείσει τον εαυτό της ότι δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ένα αντικείμενο, αλλά δεν τα κατάφερνε, εξακολουθούσε να την πειράζει που την πασπάτευαν. Εδώ διαφωνώ πολύ. Όχι στο ότι η εξήγηση είναι ενδεχομένως περιττή, αλλά στο ότι η ίδια δεν θα σκεφτόταν έτσι. Κι όμως, η ίδια σκέφτεται ακριβώς έτσι, γιατί έτσι έχει μάθει πως είναι το σωστό. Αυτή είναι η κουλτούρα της, είναι πιτσιρίκα και, όπως η πριγκίπισσα, δεν ξέρει ούτε φαντάζεται ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι αλλιώς. Είναι σαν ένα παιδί που μεγαλώνει με ζώα και φέρεται και σκέφτεται σε όλα σαν ζώο γιατί μόνο αυτό έχει διδαχτεί και δεν μπορεί να φανταστεί ότι κάπου εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που περπατάνε στα δύο πόδια και μιλάνε και γράφουν κτλ. Όσον αφορά το γιατί το ανέφερα συγκεκριμένα, ήταν γιατί ήθελα να είναι σαφές ότι τα τ'χαρ δεν είναι σκλάβες, είναι νομίσματα - το οποίο είναι αρκετά διαφορετικό πράγμα. Ίσως θα μπορούσαμε να το δούμε από τα μάτια κάποιου άλλου χαρακτήρα, αλλά πιστεύω πως η διαφοροποίηση είναι αρκετά ουσιαστική. Πόσο ενδιαφέρονΛέμε πολύ ενδιαφέρον. Δεν έχω ακούσει ούτε έναν Έλληνα να λέει πόσο ενδιαφέρον. Εγώ έχω, αλλά δεν ορκίζομαι μία ή η άλλη για τη συντακτική ορθότητα της πρότασης. Η εικασία μου είναι πως στέκεται μια χαρά με το εξής σκεπτικό: το "πόσο ενδιαφέρον είναι αυτό" με ερωτηματικό ή θαυμαστικό δεν είναι λάθος, με την ίδια λογική που λέμε "πόσο σου πάει αυτό το φόρεμα"! Όπως και στην περίπτωση του "αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον", το "αυτό" και το "είναι" παραλείπονται ως ευκόλως εννοούμενα. Εν προκειμένω, χρησιμοποιώ τελεία για το ειρωνικό του πράγματος (εκφράζει το ενδιαφέρον του με...μηδενικό ενδιαφέρον). Αλλά αυτό σε υποθετικό επίπεδο τελείως. Το "πολύ ενδιαφέρον" σίγουρα είναι πιο ασφαλές. μεγαλύτερα σε ηλικία τ’χαρ του Αυτοκράτορα, του οποίου, όμως, η ανταλλακτική αξία ήταν ανεκτίμητη.Αυτό δεν χρειαζόταν. Πάλι τονίζεις τι ήταν τα τ'χαρ. Όχι, βασικά. Η ιδέα είναι ότι κάποια τ'χαρ, όπως μια υπερμαγείρισα ή μια πριγκίπισσα, έχουν μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία απ' ότι τα υπόλοιπα. Ξέρεις, με τη λογική του "τι; θες δέκα ασημένια για ένα άλογο; να σου δώσω ένα χρυσό καλύτερα"; βαθιά, κελαρυστή φωνήΝομίζω ότι μια βαθιά φωνή δεν μπορεί να είναι και κελαρυστή. Μάλλον εννοούσα μελωδική, όπως το κοιτάω τώρα. Η Σαχριβάρ συνειδητοποίησε πως τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα όση ώρα άκουγε την Αμβροσία να μιλάειΗ αφήγησή της δεν ήταν αρκετά συγκινητική. Τα γεγονότα ναι, αλλά όχι ο τρόπος που τα είπε. Θα έπρεπε να νιώσει μια συγκίνηση και ο αναγνώστης, για να πιστεψει ότι η πριγκίπισσα έκλαψε. Και, κακά τα ψέματα, ό,τι πιο σκληρό και ν' ακούσουμε, αν δεν είναι κάτι που μας αγγίζει, θα πρέπει να μας κάνει ο αφηγητής να νοιαστούμε. Η πριγκίπισσα δεν ήξερε μάλλον τίποτα από τη ζωή, πώς να νιώσει τους φτωχούς που τους κατάστρεψαν οι ισχυροί; Πώς να νιώσει τη θυσία των γυναικών αυτών, την κατάρα τους, τη λαχτάρα τους για λύτρωση; Αυτή μέχρι τότε ήξερε μόνο τον τρόμο που συνόδευε το όνομά τους. Είναι που είναι τα γεγονότα, άμα τα έλεγε και πιο συγκινητικά θα μιλάγαμε για purple prose μετά, χεχ! Ναι, συμφωνώ στο ότι η πριγκίπισσα δεν είχε ιδέα και γι'αυτό ακριβώς μου φαίνεται 100% λογικό να βουρκώσει με την πρώτη λυπητερή ιστορία που άκουσε. Είναι το παιδάκι που δεν έχει ιδέα από θάνατο και αρρώστια και κακοτυχία και βλέπει το σκυλάκι με το σπασμένο πόδι και κλαίει και ρωτάει τη μαμά του "γιατί δεν μπορεί να περπατήσει μαμάαααα"; Όσον αφορά τον αναγνώστη, τώρα, πιστεύω είναι καθαρά προσωπικό το πράγμα. Μιλώντας για μένα, όσο πιο στεγνά και αποστασιοποιημένα περιγράφει ο αφηγητής φρικτά γεγονότα, τόσο πιο πολύ θα με επηρεάσει ψυχολογικά γιατί λειτουργεί ελεύθερη η φαντασία μου και δεν έχω τον άλλο να μου επιβάλει πώς να αισθανθώ. Υπάρχει ένα μέρος, βαθιά μέσα στα δάση του Οπάλ, όπου ένας ναός της Απρόσωπης Θεάς στέκεται ακόμη. Εκεί πηγαίνουμε τα τ’χαρ και τους διδάσκουμε πώς να είναι άτομα και όχι αντικείμενα.Καλά, η Ροσανάκ πολύ ηλίθια! Πού να το'ξερε. Αυτή είναι και η ειρωνεία της υπόθεσης, ότι η πλύση εγκεφάλου και η προκατάληψη για τη λάμια την έσπρωξαν να χάσει την ελευθερία της ελπίζοντας πως θα την κέρδιζε. Δυο χρόνια ταξίδευαν μαζίΠώς είπες; Από πού έσκασε αυτό; Δεν φαίνεται πουθενά νωρίτερα στο κείμενο, έρχεται πολύ απότομα, χρειάζεται οπωσδήποτε μια αναφορά πιο πριν, γιατί μέχρι εκεί φαίνεται να είμαστε λίγες μέρες μετά την αρχή Ναι, ε; Στο μυαλό μου ήταν πολύ ξεκάθαρο ότι έχει περάσει καιρός, δεν μπορώ να καταλάβω αν φαίνεται ή όχι, οπότε I'll take your word for it. Edited March 3, 2014 by elgalla Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 3, 2014 Share Posted March 3, 2014 (edited) Γι' αυτό που λες ότι η πριγκίπισσα είναι σαν το παιδάκι που κλαίει για το κουτσό σκυλί, η γνώμη μου είναι ακριβώς η αντίθετη: όσο πιο παιδί, τόσο πιο εγωκεντρικός ο άνθρωπος. Το να κλαίμε για τους άλλους το κερδίζουμε με πολύ χρόνο και κόπο. Ένα παιδάκι κλαίει μόνο επειδή κάτι το αφορά, έστω και αν απλώς του θυμίζει μια δική του εμπειρία. Ένα άγραφο μυαλό είναι αναίσθητο. Ακόμη και αν θέλει, δεν μπορεί να νιώσει τους άλλους, κοιτάζει με άδεια μάτια και νιώθει άσχημα για τον εαυτό του (πάλι). Γι' αυτό σου είπα ότι μου φάνηκε πολύ εύκολο το κλάμα της. Αλλά ίσως να φταίνε και οι ορμόνες της εφηβείας. Edited March 3, 2014 by Cassandra Gotha 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vanessa Van Hault Posted March 3, 2014 Share Posted March 3, 2014 Παιδί μου... Δεν σχολιάζω περισσότερο.... Άλλο ενα διαμαντάκι! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nargathrod Posted March 14, 2014 Share Posted March 14, 2014 (edited) Διάβασα την ιστορία σου! Σωστά δομημένη μπράβο! Μια ερώτηση τα τ'χαρ είναι ανθρωποειδή; Εννοώ στην όψη τους μοιάζουν με ανθρώπους αλλά είναι διακριτή η διαφορά τους από αυτούς; Σε γενικές γραμμές μου άρεσε πολύ η πλοκή της ιστορίας σου. Ξετυλίγεται σιγά σιγά με σταθερά βήματα μέχρι το τέλος. Ήταν αψυχολόγητη η κίνηση του τ'χαρ να πάει στον αυτοκράτορα. Σκέφτηκα ότι για πoιο λόγο να το κάνει - μέγα λάθος. Ωστόσο μπράβο γιατί το έσωσες με την κατάληξη της. Συγχαρητήρια που την έδωσες μόνο σε 4.000 λέξεις μια τέτοια ιστορία πράγμα που δείχνει ότι είπες αυτά που είπες δίχως να πλατειάζεις. Όταν περιγράφεις χαρτογραφικά τις περιοχές της Παλμύρας σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να κάνεις κάτι μεγαλύτερο με τον κόσμο αυτό! Επίσης υπάρχουν κάποιες σκέψεις σου σαν συγγραφέας που τις περνάς ως σκέψεις του ήρωα και στην συνέχεια αυτές οι σκέψεις απορρίπτονται από πράξεις εκεί θέλει λίγο προσοχή! Μου άρεσε αρκετά αυτή η ιστορία πάντως! Keep writing! Edited March 14, 2014 by Nargathrod 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted March 14, 2014 Author Share Posted March 14, 2014 Τα τ'χαρ είναι άνθρωποι με τα όλα τους. Τ'χαρ είναι η νομισματική ορολογία ουσιαστικά, πώς το συγκεκριμένο νόμισμα είναι ένα ευρώ, άλλο νόμισμα είναι δίευρω; Αυτό ακριβώς είναι και το τ'χαρ. Θα μπορούσες να μου δώσεις κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα σχετικά με το τελευταίο σου σχόλιο; Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nargathrod Posted March 14, 2014 Share Posted March 14, 2014 Τα τ'χαρ είναι άνθρωποι με τα όλα τους. Τ'χαρ είναι η νομισματική ορολογία ουσιαστικά, πώς το συγκεκριμένο νόμισμα είναι ένα ευρώ, άλλο νόμισμα είναι δίευρω; Αυτό ακριβώς είναι και το τ'χαρ. Θα μπορούσες να μου δώσεις κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα σχετικά με το τελευταίο σου σχόλιο; Α μάλιστα τώρα είναι κατανοητό! Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι εκείνο που η Αμβροσία καταλαβαίνει ότι το κορίτσι θα φέρει την καταστροφή της και τελικά οι πράξεις δείχνουν το αντίθετο... Το θεώρησα ως μια σκέψη δικιά σου που δεν έπρεπε να την βάλεις. Βέβαια εσύ ξέρεις καλύτερα τι θέλεις να πεις! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.