Jump to content

Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΓΟΡΑ


Phoebe

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Φοίβη

Είδος: φαντασία, νεανική λογοτεχνία

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3.100

Αυτοτελής; Όχι (εισαγωγή μυθιστορήματος)

Σχόλια: Ένα μικρό κεφάλαιο από ένα μυθιστόρημα που ελπίζω κάποτε να τελειώσει (πριν με αποτελειώσει)! 

 

Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

 

  Το ασθενικό φως του φεγγαριού της αιώνιας νύχτας άπλωνε δειλά το καχεκτικό πέπλο του, προσπαθώντας να διεισδύσει μέχρι τις πιο άγνωστες πτυχές της περίφημης Πολιτείας. Μάταια όμως. Πέρα από τα επιβλητικά ανάκτορα, τις πλακόστρωτες οδούς, τις καταπράσινες πλατείες και όλες αυτές τις υλικές εκφάνσεις ενός κατά τα άλλα αξιέπαινου πολιτισμού, ξετυλιγόταν μια μυστηριώδης παράνομη αγορά, όπου η αγάπη, το μίσος, ο πόνος, η εκδίκηση, η λήθη, η ελπίδα και η απελπισία, η ευλογία και η κατάρα ήταν μόλις μερικά από τα συστατικά των μιγμάτων που περιείχαν καλά σφραγισμένα φιαλίδια, πολύχρωμες σκόνες αμφιβόλου προέλευσης και πανάρχαια κασελάκια θαμμένα στην πιο απρόσιτη γωνιά ενός μουχλιασμένου καταγώγιου.

  Ύψωσε το κεφάλι της λίγα εκατοστά πάνω από την κουπαστή της βάρκας και εισέπνευσε βαθιά. Η μυρωδιά που έφτασε στα ρουθούνια της και από ‘κει σε κάθε κύτταρο του κορμιού της, είχε τη γνώριμη αίσθηση της νυχτερινής πρόκλησης, του κινδύνου και της αμαρτίας. Ήταν από τις λίγες μυρωδιές που διατηρούσαν την έντασή τους στη μνήμη της. Είχε έρθει η ώρα. Έσφιξε ανυπόμονα τον τριμμένο μπλε μανδύα, που της έπεφτε λίγο μεγάλος και χάιδεψε την κοφτερή λεπίδα του μαχαιριού που κρυβόταν καλά στις πτυχές του. Έλεγξε στα γρήγορα το πεδίο γύρω της κι αφού βεβαιώθηκε πως κανένας δεν κοιτούσε προς το μέρος της, στηρίχτηκε στην κουπαστή και με έναν ανάλαφρο σάλτο προσγειώθηκε αθόρυβα στην προκυμαία, με κατεύθυνση τα πιο ύποπτα σοκάκια της πόλης.

  Δεν ήταν δύσκολο να βρει το δρόμο της. Άλλωστε, είχε ακολουθήσει την ίδια διαδρομή άπειρες φορές, χωρίς ποτέ όμως να έχουν οι μεταμεσονύχτιες αποδράσεις της κάποιο αποτέλεσμα. Ελισσόταν σαν το φίδι μέσα από τους στενόμακρους πάγκους των εξαθλιωμένων μικροπωλητών, θαυμάζοντας σιωπηλά το πώς χωρούσαν – το πώς στοιβάζονταν για την ακρίβεια – στα δαιδαλώδη στενά. Η ποικιλία της πραμάτειάς τους ήταν ένα γεγονός που τους γέμιζε με περηφάνια και ταυτόχρονα με αγωνία να την ξεφορτωθούν, γι’ αυτό και φρόντιζαν να τη διαλαλούν, χρησιμοποιώντας όλα τα θεμιτά και αθέμιτα τερτίπια του εμπορίου και της μαύρης αγοράς.

  «Πάρε βοτάνι, για όλες τις αρρώστιες…»

  «…αν το πιεις, θα ξεχάσεις τον πόνο της αγάπης…»

  «…είναι από ατόφιο χρυσάφι!»

  «…θες να σου δώσω…»

  «…είναι μια σπάνια ευκαιρία…»

  «…άλλο σαν κι αυτό δε θα βρεις…»

  «…λέει πάντα την αλήθεια…»

  «…προβλέπει το μέλλον…»

  «…ξεγελά το θάνατο…»

  Οι φωνές των μικροπωλητών-μικροαπατεώνων, ήταν άλλοτε δυνατές, καθώς προσπαθούσαν να επισκιάσουν ο ένας τον άλλο, άλλοτε απαλές σαν το θρόισμα του ανέμου εξαιτίας της αδυναμίας τους από την ασιτία, άλλοτε σαγηνευτικές, γεμάτες ανείπωτες υποσχέσεις και άλλοτε αδιάφορες, υποκινούμενες από τη βαθύτερη δύναμη της συνήθειας. Στο σύνολό τους, δημιουργούσαν μια κακοφωνία, αλλά εκείνη είχε μάθει να κλείνει τα αυτιά της σε όσα δεν την αφορούσαν.

  Οι μυρωδιές ήταν πάντα ο πιστός της οδηγός, αν και σε εκείνο το μέρος ήταν τόσο έντονες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσε να τις αντέξει. Το παζάρι εκτεινόταν χιλιόμετρα μέσα στον ιστό της πυκνοδομημένης συνοικίας, ακολουθώντας τους πιο έρημους και σκοτεινούς δρόμους, τα πιο βρώμικα και κακόφημα στέκια. Οι οσμές ήταν κατά βάση δυσάρεστες, αλλά μια έμπειρη μύτη σαν τη δική της, είχε αναπτύξει την ικανότητα να ξεχωρίζει αυτές που άξιζαν ανάμεσά τους. Έτσι, ήταν στην πλεονεκτική θέση να μπορεί να διακρίνει τους μικροπωλητές που είχαν δίκιο για την σπανιότητα του εμπορεύματός τους, από εκείνους που έλεγαν ψέματα ή είχαν με τη σειρά τους ξεγελαστεί από κάποιους άλλους.

  Παρά τη δυσφορία της για τα βαριά αρώματα που αιωρούνταν στο στενό χώρο και απειλούσαν να πνίξουν τους υποψήφιους αγοραστές, εκείνη κράτησε μια σταθερή πορεία μέσα από το πλήθος προς το μέρος που την ενδιέφερε. Δεν παρέκλινε ούτε όταν άκουσε κάποιον να διαφημίζει μια σκόνη που βελτίωνε τα ταξίδια στο υποσυνείδητο – και αν έκρινε κανείς από την μυρωδιά της, κατά πάσα πιθανότητα πραγματοποιούσε αυτό που υποσχόταν. Η προσοχή της δεν αποσπάστηκε από τα χρυσά νομίσματα που άκουσε να κουδουνίζουν σε μια ζυγαριά κάπου αριστερά της – ω ναι, κάποιος είχε πληρώσει πολύ ακριβά μια σπάνια ουσία. Η κρυφή χαρά που σιγόκαιγε μέσα της, η ανάγκη να βρει επιτέλους αυτό που ήθελε όσο τίποτε άλλο στη ζωή της, η ίδια ανάγκη που την έφερνε κάθε βράδυ σε αυτήν την υποβαθμισμένη συνοικία, γεμάτη από ανθρώπους και αντικείμενα που είχαν γεννηθεί από ένα όνειρο, αλλά είχαν καταλήξει να ζουν σε έναν εφιάλτη, αυτή η ανάγκη δεν την άφηνε να ξεφύγει από το στόχο της.

  Έφτασε σε μια απόμερη γωνιά του δρόμου, σε μια άθλια αποθήκη που είχε στηθεί πρόχειρα πριν από χρόνια και εξακολουθούσε όλως παραδόξως να στέκεται στο ίδιο σημείο, σαν μια κουτσή γριά-μάγισσα που δεν έλεγε να πεθάνει. Παραμερίζοντας τη μυρωδιά του μουχλιασμένου και φαγωμένου ξύλου, μπορούσε να μαντέψει την πληθώρα των αντικειμένων που ήταν παρατημένα, άτακτα πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο, στο εσωτερικό της αποθήκης: ραγισμένες μποτίλιες, παμπάλαια τσουκάλια, λερωμένα υφάσματα, άχρηστα δισκοπότηρα, σπασμένες κασέλες, υπολείμματα από έπιπλα και ανάμεσα σε αυτόν τον ανεκδιήγητο σωρό, ένα πολύτιμο αντικείμενο. Ένα αντικείμενο που έκανε την καρδιά της να χτυπάει άτακτα, θριαμβευτικά. Επιτέλους, μετά από μήνες αναζήτησης, βρισκόταν τόσο κοντά στην απόκτησή του…μόνο για να διαπιστώσει πως είχε φτάσει δεύτερη.

  Σύρθηκε προσεκτικά μέχρι τις φαγωμένες σανίδες που συνέθεταν την άθλια παράγκα, καθώς χαμηλόφωνες ομιλίες από το εσωτερικό της έφτασαν στα αυτιά της. Στηρίχτηκε ελαφρά στα γόνατά της και κοίταξε μέσα από τα φαρδιά κενά των σανίδων. Όταν η όρασή της προσαρμόστηκε στο σκοτεινό σκηνικό του «μαγαζιού», εντόπισε τον πωλητή κάπου στα δεξιά της, απέναντι από την είσοδο. Ήταν ένας βρωμερός γέρος, με κουρέλια που κρέμονταν άτονα από το σκυφτό σώμα του και μάτια που γυάλιζαν από πονηριά και απληστία. Έτρωγε ένα σάπιο – κρίνοντας από την μυρωδιά και την εμφάνιση – μήλο με μεγάλη λαιμαργία. Απέναντί του στεκόταν μια ω-τι-σύμπτωση μαυροντυμένη φιγούρα, λίγο πιο ψηλή από εκείνον. Παρόλο που το μαγαζί δεν είχε τόση προσέλευση όση τα άλλα, αφού τα φίλτρα και οι σκόνες ήταν πάντα περισσότερο στη μόδα, η απάθεια του ιδιοκτήτη φανέρωνε πως δεν τον ενδιέφερε και πολύ η εξυπηρέτηση του μοναδικού πελάτη του. Πράγμα που δεν της έκανε εντύπωση πια – όλα τα περίμενε από αυτούς τους μισότρελους απατεώνες.

  Ο πελάτης εξηγούσε υπομονετικά, χρησιμοποιώντας παραστατικά τα χέρια του, τι ακριβώς ήθελε. Κρίνοντας από τη φωνή, πίσω από τη μαύρη κουκούλα υπήρχε ένα γυναικείο πρόσωπο. Ο πωλητής δε σάλευε, παρά μόνο την κάρφωνε με τα μικροσκοπικά μάτια του. Όταν έφαγε και το τελευταίο κομμάτι από το χαλασμένο φρούτο, έτριψε μεταξύ τους τα λερωμένα χέρια του.

   «Έχω πολλά κουτάκια» απάντησε αόριστα μόλις η πελάτισσά του ολοκλήρωσε την περιγραφή της, «και αν η κυρία θέλει, μπορώ να της δείξω μερικά φτιαγμένα από χρυσό, κειμήλια του ένδοξου Άρχοντά μας και της γενιάς του…» πρόσθεσε και πλησιάζοντας στο σημείο όπου κρυβόταν η δεύτερη επίδοξη πελάτισσα, άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στο σωρό που είχε δημιουργήσει με το πέρασμα των χρόνων.

Σούφρωσε αηδιασμένη τη μύτη της κι έκανε μια απότομη κίνηση με την πλάτη της για να αποφύγει τη σκόνη που υψώθηκε από τον άτακτο σωρό και διέφυγε από τις χαραμάδες της παράγκας. «Ανόητε, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι κανένα αρχοντικό κειμήλιο δεν υπάρχει σε αυτό το αχούρι» σκέφτηκε, αλλά κράτησε τις σκέψεις της για τον εαυτό της.

  «Εγώ θέλω το συγκεκριμένο κουτί από σανταλόξυλο που σου περιέγραψα κι επειδή δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, πες μου μία τιμή» δήλωσε αργά, με βαριά προφορά, η γυναίκα μέσα στην παράγκα.

  Προφανώς θεωρούσε τον πωλητή χαζό ή τρελό γι’ αυτό ήταν τόσο αναλυτική. Δεν είδε όμως τα λαίμαργα μάτια του γέρου να γουρλώνουν, σα να κουνούσε κάποιος μπροστά του ένα δεύτερο χαλασμένο μήλο. Άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του, σε μια ένδειξη ψευτο-παραίτησης και βαριαναστέναξε.

  «Όπως αγαπά η κυρία» είπε δουλικά, «εγώ θέλω πάνω από όλα να αποκτήσει η κυρία αυτό που τόσο πολύ θέλει…φοβάμαι όμως, πως το συγκεκριμένο κουτάκι είναι λίγο ακριβό για τα γούστα της…» και την κοίταξε λοξά, ψάχνοντας με το βλέμμα του μια αντίδραση που έκρυβε καλά ο μανδύας της.

  «Θα σε πληρώσω όσο θέλεις, έχω χρήματα» τον έκοψε ανυπόμονα, «πρώτα όμως, θέλω να δω αν πραγματικά έχεις αυτό που σου ζητάω.»

  «Ω, μα φυσικά» ήταν η προσποιητά ευγενική απάντησή του, «αν θα μπορούσε μόνο η κυρία να μου δώσει μισό λεπτό για να το βρω…»

  Και με αυτά τα λόγια, άρχισε να ψάχνει σε ένα άλλο μέρος, ακόμα πιο δεξιά από την αόρατη μάρτυρα των διαπραγματεύσεών τους, ξεφεύγοντας από το οπτικό της πεδίο. Ωστόσο, έβλεπε καθαρά την αυξανόμενη δυσφορία της πελάτισσάς του. Της πάσαρε ένα μικρό σκεύος που δεν ήταν καν από σανταλόξυλο κι άλλο ένα που ήταν από μια απομίμηση αυτού του ξύλου. Όταν τον ενημέρωσε ότι η υπομονή της είχε αρχίσει να εξαντλείται, οπότε αν δεν είχε αυτό που ήθελε ας της το έλεγε για να φύγει, εκείνος έβγαλε από μια εσωτερική τσέπη των κουρελιών του το πολύτιμο κουτάκι.

  Η ευωδιά του αρωματικού ξύλου ήταν μια ευχάριστη πνοή σε αυτήν την βαριά ατμόσφαιρα, όμως το ίδιο το κουτί ήταν αδιάφορο στην απαιτητική πελάτισσα. Το μόνο που ήθελε ήταν αυτό που βρισκόταν στο εσωτερικό του. Το άρπαξε από τα χέρια του πωλητή και το ταρακούνησε μερικές φορές κοντά στο αυτί της. Ο πονηρός γέρος κρατούσε με δυσκολία τα γέλια που πολιορκούσαν τα φαφούτικα δόντια του. Κανένας ήχος δεν προερχόταν από το εσωτερικό του κουτιού, προδίδοντας πως ήταν άδειο. Οι περισσότεροι πωλητές που δραστηριοποιούνταν στη Νυχτερινή Αγορά, έκλεβαν ή δέχονταν κλοπιμαία σε κουτιά ή μποτίλιες που δεν άνοιγαν με τους συνηθισμένους τρόπους. Το να βρουν πώς να τα ανοίξουν ήταν κάτι σαν χόμπι για αυτούς και μετέπειτα η απόκτηση του περιεχομένου τους ήταν η αναπόφευκτη επιβράβευση της αρρωστημένης περιέργειάς τους και μια ατράνταχτη απόδειξη της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς και της αναξιοπιστίας τους. Οι πιο πολλοί μάλιστα, είχαν μια διεστραμμένη μανία να συλλέγουν παράξενα και άχρηστα για αυτούς αντικείμενα, που θα μπορούσαν κατά τα άλλα να αποτελέσουν ένα πολύτιμο εμπόρευμα. Αντί για αυτό, προτιμούσαν να πουλούν άδεια κουτιά και φρούδες ελπίδες.  

  Για κακή τύχη του άπληστου πωλητή, η συλλεκτική μανία της «αγαπητής κυρίας» και πελάτισσάς του δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη δική του. Η καχυποψία της ξεπερνούσε την πονηριά του και η εμπειρία της σε αυτές τις καταστάσεις ήταν μεγαλύτερη από όσο υπολόγιζε. Επίσης, για κακή του τύχη, η υπομονή της είχε πράγματι εξαντληθεί.

  Η σκηνή που εκτυλίχτηκε μπροστά στα μάτια που παρακολουθούσαν άγρυπνα από τις χαραμάδες της παράγκας, άξιζε το ρίσκο της κατασκοπείας: η κουκουλοφόρος έβγαλε με ταχύτητα αστραπής ένα μαχαίρι – ήταν κοινό μυστικό πως όλοι οι τακτικοί επισκέπτες της νυχτερινής αγοράς οπλοφορούσαν – και με δυο δρασκελιές χτύπησε τον απροετοίμαστο πωλητή στα τυφλά, όπου τον έφτανε. Απτόητη από τον πίδακα αίματος που εκτοξευόταν κάθε φορά που τραβούσε πίσω το φονικό όπλο, άρχισε να ψάχνει τα κουρέλια του. Δεν έδειχνε να ανησυχεί για το σώμα που αγωνιζόταν να πάρει ανάσα, να φωνάξει για βοήθεια, σα να ήταν συνηθισμένη σε αυτό ή πολύ απασχολημένη για να αφήσει να την επηρεάσει. 

  Με το πηχτό αίμα να στάζει από τα λευκά δάχτυλά της, ανέσυρε ένα μικροσκοπικό ξύλινο ακανόνιστο σχήμα που κρεμόταν με ένα κορδόνι από το λαιμό του θύματός της. Τράβηξε απότομα το κορδόνι και χάιδεψε το αντικείμενο. Η μια πλευρά του ήταν τραχιά από το ξύλο, η άλλη όμως ήταν στιλπνή και λεία και φαινόταν να εγκλωβίζει όλο το φως του κόσμου στην επιφάνειά της. Ήταν ένας μικροσκοπικός καθρέπτης και παρά το σκοτάδι που βασίλευε στην παράγκα, το φως αυτό έμοιαζε να το διαπερνά, δείχνοντας τον δρόμο προς κάτι ανώτερο.

  Η κατάσκοπος πίσω από τον ετοιμόρροπο τοίχο της παράγκας, που είχε χάσει την ανάσα της μπροστά στον αποτρόπαιο φόνο, επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα, όταν συνειδητοποίησε πως το αντικείμενο, για χάρη του οποίου η ίδια κυκλοφορούσε συχνά ανάμεσα στους εγκληματίες και τους τρελούς της αγοράς, κινδύνευε να εξαφανιστεί μέσα από τα χέρια της. Κοίταξε με μια άγρια συγκίνηση την υπνωτιστική λάμψη του, διχασμένη ανάμεσα στον φόβο και στη λαχτάρα να αναμετρηθεί με τη δολοφόνο για να το αποκτήσει. Η πάλη μέσα της μπορεί να συνεχιζόταν για πολύ ώρα ακόμα, αν ο αστάθμητος παράγοντας που λεγόταν ετοιμοθάνατος γέρος, δε σερνόταν μέχρι τον συμπαγή σωρό της παραμελημένης πραμάτειάς του και δεν έπεφτε με όση δύναμη του απέμενε επάνω του. Ο επίφοβος σωρός υποχώρησε κάτω από το ισχνό βάρος του κι έπεσε με τη σειρά του πάνω στα ετοιμόρροπα σανίδια που συνέθεταν το μαγαζί του. Αυτά πάλι, σωριάστηκαν σαν ντόμινο, απειλώντας να τραυματίσουν την κατάσκοπο, που παραμέρισε στο τσακ για να τα αποφύγει.

  Θα μπορούσε κάποιος να έχει τραβήξει την κουρτίνα σε ένα θέατρο του παραλόγου, σηματοδοτώντας τη λήξη της παράστασης. Το θύμα της τραγωδίας κειτόταν ψυχορραγώντας πάνω σε αυτό που αποτελούσε μέχρι πρότινος την περιουσία του, ενώ ο θύτης και ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος που βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι, κοιτάζονταν μέσα από τις σκοτεινές κουκούλες τους, σα να είχαν ξεχάσει τα λόγια τους. Το μαχαίρι και το θραύσμα του καθρέφτη εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του μανδύα του θύτη τη στιγμή που η αυτόπτης μάρτυρας θυμήθηκε ακριβώς τι έπρεπε να πει και να κάνει.

  «Δολοφόνος, πιάστε την!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, δείχνοντας ταυτόχρονα τον φταίχτη της υπόθεσης.

  Ο θόρυβος από την κατάρρευση του ψευτο-εμπορεύματος και της ίδιας της παράγκας του γέρου είχε ήδη τραβήξει την προσοχή των κοντινότερων μικροπωλητών, αλλά και κάποιων περαστικών. Ωστόσο, η προδοτική φράση λειτούργησε καταλυτικά στο ξαφνιασμένο κοινό, που άρχισε να την επαναλαμβάνει εξαγριωμένο. Η δολοφόνος δεν έχασε καιρό, γνωρίζοντας πως από ‘δω και πέρα κάθε δευτερόλεπτο θα ήταν πολύτιμο. Με ένα άσχημο προαίσθημα, η εκτεθειμένη πλέον κατάσκοπος, διέκρινε μια απειλητική κόκκινη λάμψη μέσα από το καλά προφυλαγμένο πρόσωπο της φόνισσας, πριν ξεκινήσει το κυνηγητό της στα στενά της αγοράς.

  Δεν είχε άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσει στην ξέφρενη πορεία της διαφυγής της, μαζί με τους εξαγριωμένους εμπόρους και πελάτες που πάσχιζαν να διασφαλίσουν την ηρεμία και την τάξη στην επικράτειά τους. Το κοινό ήθελε να πιάσει τον ένοχο, όχι επειδή ενδιαφερόταν για τον άδικο φόνο του γέρου, αλλά επειδή η ασφάλεια της παράνομης αγοράς ήταν μια εύθραυστη ευθύνη που βάραινε κυρίως τους δικούς τους ώμους. Οι Φύλακες απέφευγαν να κυκλοφορούν εκεί γύρω κι όταν το έκαναν, προσποιούνταν ότι δεν έβλεπαν τις παράνομες συναλλαγές που πραγματοποιούνταν κάτω από τη μύτη τους. Αν όμως άρχιζαν οι φόνοι, η παρέμβαση της φρουράς του Άρχοντα θα ήταν αναπόφευκτη και οι πάγκοι των πωλητών θα άδειαζαν αστραπιαία, προκαλώντας τεράστια ζημιά στους ίδιους και προβλήματα προμήθειας στους τακτικούς πελάτες τους, αλλά και σε ολόκληρο τον υπόκοσμο που αλώνιζε στην Πολιτεία.

  Τα μαντάτα για το φονικό διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα σαν τον άνεμο. Και ο άνεμος ήταν πιο γρήγορος από τη φόνισσα. Τα κατορθώματά της έφτασαν στην έξοδο της αγοράς προς την Έβδομη Συνοικία πριν από εκείνη, με αποτέλεσμα να έχει συγκεντρωθεί και να την περιμένει ένα μικρό κοινό, φράζοντας κάθε πιθανή οδό διαφυγής της. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει ήταν να πετάξει ή να τρυπώσει σε ένα τούνελ κάτω από τη γη. Προτίμησε το πρώτο.

  Το κοινό έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης όταν η μαυροφορεμένη φιγούρα άρχισε να σκαρφαλώνει σαν αράχνη στη ράχη του κοντινότερου προς εκείνη κτιρίου, με τα χέρια και τα πόδια της να ακουμπούν με σιγουριά και ταχύτητα στο ψυχρό κέλυφός του. Αμέσως, δυο άνθρωποι με μαύρες κάπες την ακολούθησαν, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να συγκεντρώνονται με προσμονή στη βάση του κτιρίου, ενθαρρύνοντας με συνθήματα και κραυγές τους διώκτες της. Ανάμεσά τους και η μάρτυρας της υπόθεσης, ασφαλής στην ανωνυμία του πλήθους. Μάντεψε ότι αυτοί που είχαν τα κότσια να κυνηγήσουν τη δολοφόνο ακροβατώντας από πίσω της, ήταν μυστικοί Φύλακες, πληρωμένοι από εμπόρους της αγοράς ή από άτομα του υποκόσμου, για να επεμβαίνουν σε τέτοιες περιπτώσεις και να προστατεύουν τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων. Οι συγκεντρωμένοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την καταδίωξη, καθώς η μάρτυρας γλιστρούσε σαν το φίδι ανάμεσά τους, ακολουθώντας από το έδαφος την ακανόνιστη πορεία της δολοφόνου πάνω στο κτίριο, που προσπαθούσε να αποφύγει τόσο τους διώκτες της, όσο και τις ανώμαλες προεξοχές ή τα παράθυρα που συναντούσε. Είχε την αυτοπεποίθηση και την ευκινησία της γάτας, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι ανήκε στη φυλή των Καταραμένων, γνωστή για την τάση της τα τελευταία χρόνια να ασπάζεται τη σκοτεινή πλευρά του νόμου, παρέα με τα άλλα κατακάθια της κοινωνίας. Λίγο πριν φτάσει στη στέγη, ένας από τους διώκτες την πρόλαβε κι άρπαξε το πόδι της. Η Καταραμένη τον κλότσησε με άνεση, στέλνοντάς τον λίγα μέτρα πιο κάτω. Το κοινό κράτησε την ανάσα του μπροστά στην πιθανή πτώση του Φύλακα, όμως η μάρτυρας, που δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, πρόσεξε τη στιγμιαία λάμψη που ανέμισε μέσα από τον μαύρο μανδύα της δολοφόνου κι ακολούθησε τη σύντομη πορεία της προς το έδαφος.

  Ευτυχώς που τα αντικείμενα, όσο σπάνια, πολύτιμα ή εφοδιασμένα με μαγεία κι αν ήταν, δεν μπορούσαν ακόμα να αντισταθούν στο νόμο της βαρύτητας. Η μάρτυρας άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν το βλέμμα τους στραμμένο στον Φύλακα, με τα μάτια της καρφωμένα στο χώμα, προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα της το σύννεφο σκόνης που είχε σηκωθεί. Κανένας δεν της έδωσε σημασία, καθώς όλοι περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε στον Φύλακα που κρεμόταν από το περβάζι ενός παραθύρου, περιμένοντας τη βοήθεια του συναδέλφου του. Κανένας δεν πρόσεξε το αντικείμενο που έλαμπε σαν ένα μικροσκοπικό φεγγάρι λίγα χιλιοστά πιο πέρα από τη μπότα ενός νεαρού που χοροπηδούσε και το τακούνι μιας γυναίκας που γκρίνιαζε στον άντρα της. Κανένας δεν είδε τίποτα, εκτός από εκείνη που ήξερε τι έπρεπε να δει. Άλλωστε, δεν ήταν παρά ένα κομμάτι γυαλί.  

  Το άρπαξε με χέρια που έτρεμαν από φόβο, ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Κάλυψε την προδοτική λάμψη του με τις παλάμες της κι έριξε μια τελευταία ματιά προς τα πάνω. Ο Φύλακας είχε ανακτήσει την ισορροπία του χάρη στον συνάδελφό του και η δολοφόνος τους ατένιζε από την κορυφή του κτιρίου. Το πλήθος νόμιζε πως κοιτούσε τους διώκτες της, περιμένοντας την επόμενη κίνησή τους, όμως η νέα κάτοχος του πολυπόθητου αντικειμένου ήξερε πως κοιτούσε εκείνη και αυτό που έκρυβε στις παλάμες της. Νόμιζε πως άκουσε το γέλιο της, ενώ μπορούσε να φανταστεί το βλέμμα της κι ας ήταν στην οροφή, τόσα μέτρα μακριά της. Ένα βλέμμα που υποσχόταν «θα τα ξαναπούμε», λίγο πριν εξαφανιστεί στο σκοτάδι. 

  Πίσω από έναν έρημο πάγκο, μακριά από τον αναβρασμό του διασκορπισμένου πλήθους που συζητούσε ακόμα τα γεγονότα της νύχτας, στάθηκε για να περιεργαστεί καλύτερα το νέο της απόκτημα. Το αίμα του άτυχου γέρου που είχε πέσει σαν αποδεικτικό στοιχείο επάνω του είχε εξαφανιστεί, δημιουργώντας την αμυδρή εντύπωση πως το γυαλί το είχε απορροφήσει. Κανείς δε θα περίμενε πως κάτι τόσο μικρό θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία για ένα φόνο – κι ας θεωρούνταν οι μικροπωλητές αναλώσιμοι. Ο καθρέφτης έλαμπε αθώα μέσα στο σκοτάδι κι εκείνη, σκύβοντας από πάνω του, είδε το είδωλό της να την κοιτά με απορία. Από όσο όμως μπορούσε να θυμηθεί, αυτό το πρόσωπο δεν ήταν το δικό της.

   

  Η Ιόλη τινάχτηκε κάθιδρη. Ήταν τέτοια η ορμή της, που σχεδόν ζαλίστηκε. Ένα αίσθημα αναγούλας και μια ανεξέλεγκτη ανατριχίλα τη διαπέρασαν, καθώς η τελευταία εικόνα του εφιάλτη τρεμόπαιζε ακόμα μπροστά στα μάτια της. Γιατί το πρόσωπο στο κομμάτι του γυαλιού που κοιτούσε η πρωταγωνίστρια του ονείρου, δεν ήταν άλλο από το δικό της.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω σχεδον τίποτα από νεανική λογοτεχνία, οπότε αγνόησε όσες παρατηρήσεις και σχόλια δεν ταιριάζουν με αυτό που είχες στο μυαλό σου.

Η νυχτερινή αγορά - παρατηρήσεις, σχόλια.doc

Link to comment
Share on other sites

Cyrano, ευχαριστώ πάρα πολύ για την άμεση ανταπόκριση! Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις σου είναι πολύτιμες! Θα τα λάβω σοβαρά υπόψη μου για τη συνέχεια! :mf_sonne:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Εχω διαβασει και αυτό το είδος που γραφεις. Προσωπικα μου φαινεται κα΄λο. Κυριως μου αρεσε η περιγραφη και η ατμοσφαιρα της πολης. Ενταξει ειναι ενα καλο τυπικο δειγμα του ειδους.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..