Διγέλαδος Posted April 22, 2014 Share Posted April 22, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: AlexΕίδος: Ονειρικός τρόμος;Βία; ΨυχολογικήΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 2999Αυτοτελής; Ναι Σχόλια; Για τον 36ο διαγωνισμό τρόμουΑρχείο: Η πρώτη φορά που με λήστεψαν στα όνειρά μου ήταν πριν λίγους μήνες. Ήταν όσο τρομακτικό θα μπορούσε να ήταν και στην πραγματικότητα. Είχαν πάρει τα πάντα, ό,τι αγαπούσα. Κι αυτή δεν η τελευταία φορά που τον είδα. Και τώρα είχα τη μητέρα μου στην οθόνη του λάπτοπ να μου λέει για αυτό που με φόβιζε κάθε βράδυ. «Έγινε κι άλλη ληστεία στη διπλανή πολυκατοικία. Οι ληστές χρησιμοποίησαν υπνωτικό σπρέι στον κ. Κώστα και τη γυναίκα του ενώ κοιμόντουσαν μέρα μεσημέρι. Φαντάζεσαι να είσαι στην κρεβατοκάμαρα σου και κάποιος να ψαχουλεύει τα πράγματά σου;» «Όχι μάνα, δεν θέλω να το φανταστώ» «Αχ παιδάκι μου, τόσο καιρό σου λέω να βρεις κανένα άντρα» «Και τι είναι ρε μάνα ο άντρας, σκύλος; Άρχισες πάλι τα ίδια; Σε κλείνω» Ακόμα και από το Skype που της έμαθα, είναι ανυπόφορη. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζομαι σκύλο. «Έχω εσένα, έτσι δεν είναι Λίλη;», χάιδεψα πίσω από τα χνουδωτά αυτιά της. Η γλυκιά μου γουργούριζε από ευχαρίστηση. Αν δεν με εκνεύριζε η μητέρα μου θα της εκμυστηρευόμουν το όνειρό μου. Ένας θόρυβος πρέπει να είχε διακόψει τον χθεσινό ύπνο μου. Επαναλαμβανόταν από το σαλόνι. Το μόνο αιχμηρό αντικείμενο που είχα ήταν το μολύβι μου ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου με το δέντρο της γνώσης. Αν με έβλεπαν με αυτό θα γελούσαν. Ο ήχος έμοιαζε με το πατζούρι όταν τραβιέται. Έπρεπε να δω τι γινόταν πριν γίνει κάτι χειρότερο. Έτρεμα και ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό μου. Μπήκα στο σαλόνι στις μύτες των ποδιών μου. Κοίταξα το πατζούρι. Είχε σηκωθεί λίγο αφήνοντας το μαύρο κενό απ’ έξω να ενωθεί με το σκοτάδι του σπιτιού. Ξανά ανέβηκε μερικά εκατοστά. Αναπήδησα από τη θέση μου. Κάποιος ήταν εκεί και το σήκωνε. Ήθελα να φωνάξω. Να τον διώξω. Άνοιγα το στόμα μου και δεν έβγαινε μιλιά. Ενώ το πατζούρι σηκωνόταν ακόμα πιο ψηλά με τη χαραμάδα να γίνεται ακόμα πιο απειλητική. Η νύχτα δεν μου επέτρεπε να δω ποιος το σήκωνε. Πήρα μια μεγάλη αναπνοή και ούρλιαξα να φύγει. Πρέπει να φώναξα πολύ δυνατά γιατί ξύπνησα από την ίδια μου τη φωνή. «Δηλαδή ήταν όνειρο;» «Μα τι σου έλεγα τόση ώρα», ευτυχώς είχα βρει την Αγνή να της το αφηγηθώ. «Μου έλεγες για τις ληστείες και νόμιζα ότι σου συνέβη στα αλήθεια. Αμάν, ρε Μαρία με τρόμαξες.» «Όχι, μην ανησυχείς. Έχει κίνηση ε;» ήμασταν στην Κηφισίας για να πάμε για ποτό. Τα αμάξια έτρεχαν αφήνοντας στη θέση τους μόνο κόκκινες γραμμές όπως στις φωτογραφίες μακράς έκθεσης. Η Αγνή καθόταν στη θέση του οδηγού συγκεντρωμένη στον δρόμο. «Ε; Ναι, αλλά φτάνουμε» Καθώς περνούσαμε κάτω από την γέφυρα είδα με μαύρο γκράφιτι από πάνω γραμμένη τη φράση “Wake Up!”. Πρώτη φορά την έβλεπα. Περίεργο. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε τελικά και βρήκαμε παρκινγκ κοντά στην πλατεία Καρύτση. «Drunk Sinatra;» «Που αλλού;» Όπως πάντα ήταν γεμάτο. Ακούγαμε τον θόρυβο από τον όχλο από μακριά. Είχαν βγάλει πάγκους έξω στο πεζόδρομο αφήνοντας λίγο χώρο άδειο για να περνάει ανάμεσα ο κόσμος. Ίδια πρόσωπα. Γένια, πολύχρωμα καρέ πουκάμισα με γυρισμένα τα μανίκια πάνω σε φανέλες. Ολσταράκια με άσπρα κορδόνια. Μπύρες σε ψηλά ποτήρια. Βλέμματα που έψαχναν αντίκρισμα. «Νομίζω πως αυτοί μας κοιτούν», έδειξε η Αγνή με νόημα. Της κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Δεν είχα καμιά όρεξη. Ήταν όμως πολύ αργά. Δυο αγόρια με αυτοπεποίθηση μας πλησίασαν. «Με λένε Γιάννη», έσπρωξε τον φίλο του να μιλήσει «Γιώργος!» «Γεια, Αγνή, και αυτή είναι η Μαρία» Έκανα ένα γρήγορο χαιρετισμό και μετά κοίταξα αλλού. Η Αγνή γύρισε συνοφρυωμένη στα παιδιά. Δεν πρόσεχα τι λέγανε. Ένας ήχος είχε καλύψει όλη τη φασαρία. Λεπτές στριγκλιές έρχονταν από το δρόμο που ήταν κάθετο στο στενό μας. Σκουξίματα μυριάδων πλασμάτων. «Μαρία; Ε! Μαρία», η Αγνή με τραβούσε από το μανίκι της ζακέτας. «Τα κατάφερες πάλι, έφυγαν. Πάμε», δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι ήταν θυμωμένη μαζί μου. Δεν με ένοιαζε όμως. Περισσότερο με ένοιαζε ότι θα περνούσαμε σύντομα από τον δρόμο από τον οποίο ακουγόταν αυτός ο θόρυβος. «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί ήσουν έτσι;» «Τι εννοείς;» «Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ» «Άσε με ρε Αγνή» «Είναι ο Μιχάλης, έτσι δεν είναι;» «Έπρεπε να τον αναφέρεις;» Τα σκουξίματα έγιναν ακόμα πιο δυνατά. Ενώ ακούγονταν πολλές μικρές πατημασιές ανάμεσα σε σκουπίδια και παλιατζούρες. “Μαρία το βλέπεις κι εσύ;” “Ναι”, πολύ πιο πριν. Μπροστά μας ήταν μια εγκαταλειμμένη πολυκατοικία. Οι σπασμένες πόρτες και οι τρύπες που παλιά θα βρίσκονταν τα παράθυρα μάς άφηναν να δούμε για λίγο μια κυματιστή μάζα από γκρίζους αρουραίους να ροκανίζουν τα σωθικά του κτιρίου. Τρύπωναν και ξεμύτιζαν μέσα από τα σκουπίδια σαν σκουλήκια. Αηδιασμένες τρέξαμε προς το αυτοκίνητο. Δεν είπαμε κουβέντα. Όταν με άφησε σπίτι μου της είπα ένα ξερό καληνύχτα. Ξεκλείδωσα την πόρτα και η Λίλη με καλωσόρισε με ακατάπαυστα νιαουρίσματα. Την χάιδεψα και της έβαλα λίγη τροφή. Η μαύρη γούνα της πόσο έλαμπε τώρα. Όταν την είχε βρει ο Μιχάλης ήταν μισή. Το τρίχωμα της ήταν σε κακά χάλια. Θα τη φροντίσουμε όπως τη σχέση μας, είχε πει. Η Λίλη τώρα ήταν δυνατή όσο ποτέ, αλλά αυτό που είχα με τον Μιχάλη είχε σπάσει. Ειρωνικό ε; Καθάρισα μηχανικά το makeup από το πρόσωπό μου κι έκατσα στο κρεβάτι. Δεν μπορούσα ακόμα να ηρεμήσω. Κοίταξα το βιβλίο με το χρυσό εξώφυλλο. Το σχέδιο του θύμιζε δέντρο όπου τα ίσια κλαδιά κατέληγαν σε μικρούς κύκλους με σύμβολα μέσα τους. Το άνοιξα στην πρώτη σελίδα. Με μαύρο στυλό έγραφε: Για εκείνη την κρυμμένη πλευρά σου, Μιχαήλ. Νόμιζα ότι με το να τον βγάλω από τη ζωή μου, θα τον ξεχνούσα. Ότι θα ήταν τόσο εύκολο. Όμως ποτέ δεν είναι. «Σωστά, Λίλη;» αυτή με κοιτούσε με ένα νυσταγμένο βλέμμα. Άνοιξα το βιβλίο να δω που είχα μείνει. … στις μέρες μας η λέξη γοητεία έχει χάσει την αρχική της σημασία που προσδίδεται από την ετυμολογία της. Σήμερα όταν αναφερόμαστε στην γοητεία κάποιου ατόμου εννοούμε την ιδιαίτερη ελκτική ικανότητά του. Όμως υπάρχει ένα κρυφότερο νόημα πίσω από αυτή την πρόταση. Η γοητεία στα αρχαία ελληνικά είναι “μαγική τέχνη”. Η λέξη που έχει κρατήσει αρκετό από το νόημα αυτής της σημασίας είναι η ομόρριζη γητειά. Η πρόκληση ή η αποτροπή ενός κακού, που προέρχεται συνήθως από βασκανία, με μαγικά μέσα. Όμως σε αντίθεση με τον γητευτή, ο “γοήτης” θα επικαλεστεί δαίμονες για να ικανοποιήσει κάποια απαίτησή του. Ένας από τους πιο ισχυρούς δαίμονες είναι και ο Μπελιάλ. Ήταν πρώην άγγελος του Τάγματος των Αρχών, και τον συναντάμε στις γραφές ως τον πρίγκιπα του σκότους. Η Λίλη πήδησε πάνω στο πάπλωμα τραβώντας την προσοχή μου. Είχε σηκώσει τη ράχη της τεντώνοντας τις τρίχες της. Τα μάτια της είχαν καρφωθεί λίγο πιο πάνω από το κεφάλι μου. Γύρισα πίσω μου και βρέθηκα να κοιτάζω την μπαλκονόπορτα. Υπήρχε κάτι εκεί; Το τζάμι ήταν κρυμμένο από την κουρτίνα. Πλησίασα να την τραβήξω. Δίστασα για λίγο. Όμως δεν υπήρχε κάτι και ξεφύσησα από ανακούφιση . «Είδες Λίλη, τίποτα δεν είναι εκεί», η Λίλη ηρέμησε και πήγε να κουρνιάσει στο μαξιλάρι της. Μάλλον ήρθε η ώρα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Άκουσα έναν χτύπο στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Το κρεβάτι μου ήταν πιο κοντά στην μπαλκονόπορτα από τον διακόπτη για το φως. Τα μάτια μου ευτυχώς είχαν συνηθίσει το σκοτάδι, αλλά δεν μπορούσα να δω λόγω της κουρτίνας. Δίσταζα να πλησιάζω το τζάμι, όμως δεν άκουσα άλλο θόρυβο. Ότι θα ήταν εκεί θα έπρεπε να είχε φύγει. Έκατσα στο κρεβάτι μου και πάτησα πάνω στο κρύο παρκέ κοιτώντας προς την μπαλκονόπορτα. Δεν μπορούσα να διακρίνω κάτι. Τράβηξα την κουρτίνα. Μια γαμψή μύτη του και ένα ζευγάρι μελανιασμένα χείλη ξεχώριζαν στο σκοτάδι. Δυο χέρια βγήκαν από τις σκιές και κράτησαν την άκρη της πόρτας. Οι παλάμες έτρεμαν από την προσπάθεια για να την τραβήξουν. Το στόμα του γρύλιζε. «Τι θέλεις; Φύγε!» Δεν ήθελα να κάτσω. Κι άρχισα να τρέχω. Να τρέχω στον διάδρομο. Να τρέχω στο σαλόνι. Ξύπνησα λαχανιασμένη. Έπρεπε να πάω δουλειά. Θα χρησιμοποιούσα το μετρό, αλλά όταν έφτασα ήταν πολύ αργά για να θυμηθώ ότι είχαν απεργία. Η μόνη επιλογή ήταν η πιάτσα με τα ταξί. «Καλώς την κούκλα. Πού πάμε;» Τέλεια, ότι χρειαζόμουν. «Καλλιθέα» Ήταν αρκετά μεγάλη διαδρομή και μάλλον θα πλήρωνα σχεδόν όσα θα έβγαζα σήμερα. Ο μόνος λόγος που θα πήγαινα ήταν για να ξεχαστώ από τα όνειρα. Η ρουτίνα ίσως να με επέστρεφε στη νορμάλ ζωή. Κάτι που μου είχε λείψει με τον Μιχάλη. Καθώς μπαίναμε από Καλλιρόης στη Συγγρού πάνω σε έναν τοίχο ενός κτηρίου ήταν ζωγραφισμένη πάλι με μεγάλα γράμματα η φράση “WΑΚΕ UP!”. «Περίεργο, ακριβώς την ίδια φράση είχα δει εχθές το βράδυ» «Ποια λέτε δεσποινίς; Α αυτό; Είναι παντού. Το έχω πάθει κι εγώ αυτό. Μου είχε κάνει εντύπωση ένα αμάξι μια φορά. Ήθελα να το πάρω οπωσδήποτε. Μετά το έβλεπα παντού» Ίσως και να είχε δίκιο. Το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό και είχε ξεκινήσει να μεταδίδει ειδήσεις. «Μεγάλη αύξηση στον αριθμό ληστειών σε όλη την επικράτεια της Ελλάδας. Οι ληστές φαίνονται αδίστακτοι βάζοντας ως στόχο γυναίκες και ηλικιωμένους. Τελευταίο συμβάν ήταν...» «Σας παρακαλώ μπορείτε να κλείσετε το ραδιόφωνο;» «Έχετε τρομάξει κι εσείς ε; Χαμός γίνεται. Πώς κατάντησε η χώρα» Οι αναπνοές μου είχαν αυξηθεί σε τέτοιο ρυθμό που δεν τις προλάβαινα. Δεν μπορούσα να είμαι άλλο έξω. «Σας παρακαλώ, μπορείτε να με γυρίσετε πίσω;» ~-~ Ήμουν πίσω στο σπίτι. Ακόμα και η Λίλη δεν με περίμενε. Χουζούρευε στον καναπέ. Άνοιξα το λάπτοπ και το skype ενεργοποιήθηκε. Ο Μιχάλης ήταν online. Αυτός θα με καταλάβαινε. Ίσως και να με βοηθούσε σε αυτό που μου συνέβαινε. «Μαρία; Τι έγινε;» «Δεν είμαι πολύ καλά. Νιώθω ότι τα όνειρα μου επεμβαίνουν στην πραγματικότητα ή η πραγματικότητα στα όνειρα. Δεν ξέρω τι στο διάολο συμβαίνει», σίγουρα θα γυάλιζαν τώρα τα βουρκωμένα μάτια μου. «Πρώτον ψυχραιμία. Δεύτερον, εξήγησε μου τι έγινε» Του είπα για τα όνειρα. Του είπα τα πάντα. «Πότε ξεκίνησαν;» Και του θύμισα την ημέρα που του είχα ζητήσει να μην βλεπόμαστε. Τότε που δεν άντεχα άλλο. Δεν ήθελα να του ομολογήσω όμως ότι μετά ήπια. «και διάβαζα το βιβλίο που μου είχες δώσει» «Το βιβλίο της γνώσης;» «Ναι, για τον Μπελιάλ» «Μαρία, θέλω να δώσεις προσοχή στην ερώτηση μου, μήπως ευχήθηκες κάτι καθώς το διάβαζες;» «Δεν θυμάμαι, μπορεί» «Αν του ζήτησες κάτι με αντάλλαγμα δεν μπορείς να κάνεις πίσω» «Τι εννοείς;» «Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα απ’ όσο φαντάζεσαι» «Έλα τώρα, πιστεύεις σ’ αυτά τα πράγματα;» «Το ρισκάρεις; Το θέμα είναι ότι πάντα το είχες με τα όνειρα.» Τον έκοψα απότομα «Μιχάλη νυστάζω», αισθάνθηκα άβολα. Δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Η μόνη λύση ήταν να το κλείσω. Τα μάτια μου έκλειναν. Ένας θόρυβος με ξύπνησε. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά δεν μπορούσα. Ένα ρίγος διαπέρασε το μουδιασμένο σώμα μου. Άκουσα ένα μεταλλικό ήχο. Έρχεται από την πόρτα. Θα την άνοιγαν και εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ να προστατευτώ. Φύγετε! Ένα μούγκρισμα, κατάφερα να κάνω μόνο. Φύγετε, σας παρακαλώ. Άνοιξα τα χείλη μου ίσα-ίσα να βγει μια άναρθρη κραυγή. Άκουσα κάτι σαν κλειδί. Ξεκλείδωσαν την πόρτα! Θα μπουν και θα με δουν. Θα δουν ότι είμαι ξαπλωμένη στον καναπέ. Ανίσχυρη. Και θα έρθουν. Έπρεπε να κουνηθώ. Ίσως αν ξεκινούσα από κάτι μικρό. Ένα δάχτυλο. Σε παρακαλώ. Κουνήσου. Λίγο. Όχι, όχι μην κλαις, θολώνουν έτσι τα μάτια σου. πρέπει να βλέπεις. Ένας δυνατός χτύπος ακούγεται. Σαν να βρήκε εμπόδιο η πόρτα. Ναι, είναι η αλυσίδα της πόρτας. Ευτυχώς την είχα ασφαλίσει. Κάτι σαν χέρι, δεν έβλεπα καθαρά, έβγαινε από το χώρισμα της πόρτας. Προσπαθούσε να βγάλει την αλυσίδα. Κάνε κάτι Μαρία. Τα δάχτυλά σου. Ναι, αυτό είναι. Μπράβο. Λίγο ακόμα. Η αλυσίδα. Κάτι γινόταν. "ΌΧΙ!" Μου κόπηκε η ανάσα καθώς πετάχτηκα από κρεβάτι. Ήταν ένας εφιάλτης. Μα ήταν τόσο αληθινός. Σκούπισα τα μάτια μου από τα δάκρυα. Ήθελα να σιγουρευτώ ότι η πόρτα ήταν όπως πριν. Πρέπει να είχε ξημερώσει γιατί το φως έμπαινε μέσα από τις τρύπες του πατζουριού. Πέρασα μέσα από το διάδρομο στο σαλόνι και αντίκρισα ένα χάος. Δεν ήταν δυνατόν. Όλο το ξύλινο παρκέ είχε διαλυθεί και οι σανίδες ήταν διασκορπισμένες σε όλο το σαλόνι. Τα ράφια με τα βιβλία πεταμένα. Η τηλεόραση κοιτούσε τον τοίχο. Τα κάδρα πεσμένα στον καναπέ. Όχι, όχι πρέπει να είναι όνειρο. Πρέπει! Θόρυβος από το ξυπνητήρι του κινητού. Ανάσα, άλλη μια ανάσα. Ήταν κι αυτό όνειρο. Τα δάκρυα πια είχαν στεγνώσει στα μάτια μου και είχαν αφήσει αυλάκια από αλάτι. Ήμουν πίσω στο σαλόνι. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Σχεδόν. Τα κάδρα είχαν πάρει μια κλίση όπως έχει συμβεί μερικές φορές στους σεισμούς. Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου τη συζήτηση με τον Μιχάλη. Του ζήτησα να βγούμε. Να τον δω από κοντά. Είχα ανοίξει την ντουλάπα μου για να διαλέξω τι ρούχα να φορέσω. Άνοιξα το συρτάρι και χάιδεψα τις μαύρες φούστες και μπλούζες που φορούσα όταν ήμουν μαζί του. Τις Μάρτιν μπότες που είχα αγοράσει για ταιριάζω στο Dark Sun ή στο Second Skin που με πήγαινε. Μέρη που δεν ήμουν συνηθισμένη και μου φαίνονταν πρωτόγνωρα. Γνώριζα μια άλλη πλευρά της Αθήνας και μαζί με αυτήν γνώριζα την παράξενη πλευρά του Μιχάλη. Εκείνη την πλευρά που με τρόμαζε, με την όποια ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να είχα μια νορμάλ ζωή. Έσπρωξα το συρτάρι απότομα. Απόψε δεν θα τα φορούσα. «Μαρία πρέπει να αποφασίσεις τι θέλεις. Καταλαβαίνω ότι είμαι παράξενος. Αλλά έτσι είμαι. Αν δεν είσαι εντάξει με αυτό, τότε θα καταλάβω. Αλλά αποφάσισε επιτέλους, για να μπορέσω κι εγώ να δω τι θα κάνω.» Είχαμε κατέβει με το μετρό στο κέντρο και μετά τη βόλτα μας στο Θησείο, είχαμε κάτσει σε ένα μπαράκι στην Πλάκα. Η συζήτησή μας δεν πήγαινε πουθενά. Είχε δίκιο. Έπρεπε να διαλέξω. Είχαμε ξενυχτήσει περισσότερο από όσο περιμέναμε. Η Πλάκα ήταν άδεια. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σοκάκια και τότε άκουσα κάτι. Ασυναίσθητα έφερα το δεξί χέρι μπροστά κι έσφιξα την τσάντα στην κοιλιά μου. Γύρισα πλάι μου και είδα να κατεβαίνει μια μοτοσυκλέτα. Ο οδηγός της φορούσε ένα μαύρο κράνος και την είχε σβησμένη για να μην ακούγεται. Το χέρι του ήταν τεντωμένο για να πάρει τη τσάντα. Όταν κατάλαβε ότι έπιασε αέρα πήρε το χέρι του πίσω και άφησε τη μηχανή να κατρακυλήσει μέχρι το επόμενο δρομάκι. Έβγαλε το κράνος και γύρισε το κεφάλι του σε εμάς. Η ουλή στο μάγουλο του έμοιαζε να βγάζει φωτιά καθώς μας κοιτούσε. Άναψε τη μηχανή και έστριψε πολλές φορές τους καρπούς του πάνω στις λαβές. Καπνοί βγήκαν από την εξάτμιση. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω μας. Σήκωσε τον δείκτη του και το έτεινε προς εμάς. Κοίταξε το δρομάκι και μάρσαρε. «Πρέπει να φύγουμε από εδώ», είπε ο Μιχάλης. Συμφώνησα, αλλά τα πόδια μου είχαν παγώσει. «Πάμε πίσω στο μπαρ να καλέσουμε ταξί», εγώ δεν άντεξα και άρχισα τα κλάματα. Μέσα στο ταξί μου κρατούσε το χέρι. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο. «Θέλεις να έρθω σπίτι σου;» «Όχι, όχι. Είμαι καλύτερα τώρα», το πρόσωπό μου θα ήταν πασαλειμμένο αλλά δεν με ένοιαζε. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. ~-~ Ξύπνησα στο κρεβάτι μου. Φως ερχόταν από το σαλόνι. Πήγα να δω τι γινόταν υποψιασμένη. Κι όντως τα είχαν κλέψει σχεδόν όλα. Το ποδήλατό μου, το ταξιδιωτικό μου μέσο. Η ελευθερία μου. Τις βιβλιοθήκες με τα βιβλία που είχα διαβάσει και είχα αγαπήσει, τα βιβλία που είχα να διαβάσω, αλλά πάντα άφηνα για μετά μέχρι να προστεθούν κι άλλα στη σειρά. Τα κάδρα με τις φωτογραφίες, μικρές καρφωμένες στιγμές από το παρελθόν. Το μόνο που είχαν αφήσει ήταν ο καναπές και το τραπέζι. Τώρα το σπίτι έμοιαζε γυμνό. Μόνο που κάποιος είχε μείνει πίσω. Τον ένιωθα στους πόρους του δέρματός μου. Οι τρίχες του σβέρκου μου σηκωνόντουσαν όπως σηκώνονταν τώρα στη Λίλη. Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Δεν είχαν τελειώσει. Ήθελαν κι άλλα πράγματα να αρπάξουν. Τα χτυπήματα συνέχιζαν ακατάπαυστα. «Πάρτε τα όλα. Με ακούτε; Δεν με νοιάζει», κι όντως δεν με ένοιαζε πια. Όνειρο ή όχι. Ας έκαναν ότι ήθελαν. Δεν υπήρχε κάτι που να με κρατούσε μέσα πια. Ήθελα να βγω από εκεί και να δω τι είναι εκεί έξω. Το πατζούρι ήταν ήδη σηκωμένο και το παρκέ γυάλιζε από τον ήλιο. Οι μπαλκονόπορτες ήταν μισάνοιχτες και τις έσυρα λίγο ακόμα για να βγω με άνεση. Πήδηξα από τον χαμηλό τοίχο της βεράντας στον κεντρικό διάδρομο της πολυκατοικίας κι από εκεί στην κεντρική πόρτα που έβγαζε στο δρόμο. Ακολούθησα το στενό στα δεξιά μέχρι να συναντήσω το άλλο δρομάκι που ήταν κάθετο σε αυτό. Ένας βόμβος ερχόταν από μακριά. Για λίγο έτρεμε η γη κάτω από τα πόδια μου. Πρέπει να άκουγα τούβλα και μπάζα να πέφτουν στο χώμα. Μάλλον θα έπρεπε να απομακρυνθώ από εκεί. Μπροστά μου βλέπω να ξεκινάει ένας κορμός δέντρου. Σήκωσα το κεφάλι μου για να δω τα κλαδιά που έβγαιναν από αυτόν καλύπτοντας ένα αρκετό κομμάτι του ουρανού. Αχτίδες του φωτός περνούσα μέσα από τα φυλλώματά τους σαν να με προσκαλούν να ανέβω πάνω τους. Η Λίλη σαν να άκουγε τις σκέψεις μου πρώτη δοκίμασε να μπήξει τα νύχια της στο δέντρο και να ακολουθήσει τη ράχη του. Σκαρφάλωσα στα κλαδιά και έκατσα στα πιο ψηλά βλέποντας τις στέγες των άλλων σπιτιών. Από αριστερά είδα ότι στον παράλληλο δρόμο ότι διάσχιζε τον δρόμο μια μεγάλη μπάλα που ήταν στηριγμένη σε μεγάλα πόδια. Δεν χωρούσε ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και γκρέμιζε τις μούρες τους καθώς περνούσε. Η μπάλα είχε κατευθυνθεί σε άλλους δρόμους κι από πίσω της είχε αφήσει ερείπια. Κάποιος φαινόταν να ανεβαίνει τα κλαδιά. Πρώτα φάνηκαν τα χέρια του και μετά τα μαύρα κατσαρά του μαλλιά. Ήταν ο Μιχάλης! «Το ήξερα ότι θα σε βρω εδώ», «Τι κάνεις εδώ;» «Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;» «Φυσικά» «Ωραία», η Λίλη πήγε να τον καλωσορίζει τρίβοντας το κεφάλι της πάνω στα πόδια του. «η Λίλη σε θυμάται ακόμα» «Λίλη; Μα Λίλιθ σου είχα πει να τη λέμε» «Το ξέρω, αλλά ήθελα να το αλλάξω, ακόμα και το όνομά της...» «Μα επίτηδες της έδωσα αυτό το όνομα. Το είχε και το βιβλίο που σου έδωσα, ο θηλυκός δαίμονας; Ήθελα να σε προστατεύει.» «Αλήθεια λες;» κι αμέσως τον αγκάλιασα. Πρέπει να συνεχίσαμε να μιλάμε, αλλά κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Και ξύπνησα για μια άλλη φορά στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα μου. Ήμουν πίσω. Στον πραγματικό κόσμο. Τώρα μόνο ένα πράγμα με συνέδεε με αυτόν. Πήρα το κινητό που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα μου και το άνοιξα. Το φως του με τύφλωσε για λίγο. Πήγα στα μηνύματα και δημιούργησα ένα καινούριο. Καλημέρα Μιχάλη… Edited May 12, 2014 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted April 27, 2014 Share Posted April 27, 2014 Παράξενο κείμενο. Θεωρώ ότι η ρεαλιστική προσέγγιση είναι κι η πιο ενδιαφέρουσα(κι αυτή επιλέγω να κρατήσω εν τέλει), σύμφωνα με την οποία η ηρωίδα είναι παρανοϊκή (λόγω του χωρισμού της με το Μιχάλη) και δυσκολεύεται να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τα όνειρα-φαντασία(Φοβάται ότι θα τη ληστέψουν, χρειάζεται ένα φύλακα,..). Στο τέλος, το συνειδητοποιεί κι αποφασίζει να κάνει κάτι γι’ αυτό(στέλνει μήνυμα στο Μιχάλη). Αυτή η ερμηνεία (η άλλη εντωμεταξύ είναι η μεταφυσική, την αναφέρω μόνο και μόνο λόγω των αναφορών στους δαίμονες, καθώς όλα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στην πραγματικότητα) δένει καλά και με το θέμα του διαγωνισμού “Love Story”(ακόμα κι αν μαθαίνουμε λίγα για την ιστορία τους από "αιχμές" που αφήνεις). Το κείμενο διαβάζεται εύκολα, με ενδιαφέρον. Υπάρχει κάτι δυσοίωνο στην ατμόσφαιρα που σε κρατά (η αναφορά στους δαίμονες, οι κλοπές,…). Αν και δε βλέπω καθαρό τρόμο, πέραν κάποιων σκηνών στα όνειρα(που βέβαια θα μπορούσαν να είναι κι εντονότερες), υπάρχει αγωνία. Για το μεταφυσικό κομμάτι, ενώ περίμενα να συμβούν περισσότερα πράγματα(να εισβάλει κάπως στην καθημερινότητά της) δεν υπήρξαν εξελίξεις(στο κομμάτι της πραγματικότητας), μ' εξαίρεση τον μηχανόβιο με την ουλή που ούτε κι αυτός εξελίχθηκε ιδιαιτέρως(βέβαια με βάση τη ρεαλιστική προσέγγιση, δεν υπάρχει πρόβλημα σ' αυτό, αλλά ίσως να κρατούσε και περισσότερο το ενδιαφέρον, να αναρωτιόμουν μέχρι τέλους «τι είναι αλήθεια, τι όνειρο;»). Ίσως αν δεν υπήρχε ο περιορισμός των λέξεων να το ανέπτυσσες όπως θα ήθελες και να το απολάμβανα ακόμη περισσότερο! Btw, χθες περνούσα από την Καλλιρόης κι είδα τυχαία το graffiti που αναφέρεις για πρώτη φορά (η άσχετη πληροφορία της μέρας) και με έβαλε στο κλίμα. Γενικά το ευχαριστήθηκα το διήγημα. Καλή τύχη στο διαγωνισμό! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 27, 2014 Share Posted April 27, 2014 -Όχι και τόσο ικανοποιημένος. Λίγο το μπέρδεμα των ονείρων με την πραγματικότητα, λίγο οι σποραδικές ασυνέπειες στους χρόνους διαφόρων ρημάτων, δεν κατάφερα να την ευχαριστηθώ όσο θα ήθελα την ιστορία σου. ''Τα αμάξια έτρεχαν αφήνοντας στη θέση τους μόνο κόκκινες γραμμές όπως στις φωτογραφίες μακράς έκθεσης.'' -Ε, όχι δα! Σε πραγματικό χρόνο; :) ''Θα τη φροντίσουμε όπως τη σχέση μας, είχε πει. Η Λίλη τώρα ήταν δυνατή όσο ποτέ, αλλά αυτό που είχα με τον Μιχάλη είχε σπάσει.'' -Καλό. -Τελικά, αν δεν χάνω κάτι, το ζήτημα με τη ραγδαία αύξηση των ληστειών δεν πήγε πουθενά. -Δεν νομίζω ότι έπιασα τι παίζει με το βιβλίο και τον Μπελιάλ, και την πιθανή ευχή της Μαρίας προς αυτόν. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Natasha Posted April 27, 2014 Share Posted April 27, 2014 Είναι πάντα ενδιαφέρον το μπέρδεμα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας Γενικά, στις σκηνές των ονείρων έκανες καλή δουλειά, είναι τρομαχτικό πράγμα να εισβάλει κανείς στον χώρο σου και το αξιοποίησες αυτό! Μου άρεσαν μικρές πινελιές στο κείμενο του τύπου ''Θα τη φροντίσουμε όπως τη σχέση μας, είχε πει. Η Λίλη τώρα ήταν δυνατή όσο ποτέ, αλλά αυτό που είχα με τον Μιχάλη είχε σπάσει.'' και «η Λίλη σε θυμάται ακόμα» «Λίλη; Μα Λίλιθ σου είχα πει να τη λέμε». Όταν λες για τον Μπελιάλ και για το ότι μπορεί να ευχήθηκε κάτι εκεί η κοπέλα, το κείμενο παίρνει μια ωραία ένταση η οποία όμως, από ότι κατάλαβα, δεν οδηγεί κάπου. Μήπως ευχήθηκε τα όνειρά της "να γίνουν πραγματικότητα"; Αν ναι, θα ήταν πολύ δυνατή ειρωνεία! Έχω την αίσθηση ότι η ιστορία βγήκε με πίεση χρόνου. Είμαι σίγουρη ότι όταν την ξαναδουλέψεις θα ανεβεί όχι ένα μα πολλά επίπεδα 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted April 29, 2014 Share Posted April 29, 2014 (edited) Την ιστορία σου την διάβασα πολλές φορές πριν την σχολιάσω. Θεωρώ ότι είναι πολύ ξεχωριστός ο τρόπος που επικοινωνείς μέσα από την αφήγηση τα συναισθήματα της ηρωίδας σου. Είναι πολύ όμορφο να καταφέρνει ο αναγνώστης να νιώθει τις λέξεις του συγγραφέα και να γίνεται κομμάτι της αφήγησης. Έχω μία ιδιαίτερη συμπάθεια στην τελευταία παράνομη τέχνη οπότε βρήκα ένα ακόμα μεταξύ άλλων στοιχείων να ταυτιστώ. Μία επιπλέον θετική πλευρά της ιστορίας σου είναι και οι ψυχολογικές προεκτάσεις μέσα από τις οποίες μπορεί να τη δει κάποιος. Δεν θα αναφερθώ εκτενώς αφού ο σκοπός άλλωστε είναι άλλος. Αν μη τι άλλο πάντως είναι σημαντικό να καταφέρνουμε να τοποθετούμε νοήματα σε πολλαπλούς άξονες και μπράβο σου που το κατάφερες αρμονικά. Το στοιχείο του τρόμου τώρα, θα ήθελα να δω κάτι περισσότερο δαιμονικό. Ουσιαστικά, θα προτιμούσα την σκηνή στο μπαρ λιγότερο ρεαλιστική. Θα ήταν νομίζω ελκυστικό να βλέπαμε την μεταμόρφωση ενός πολυσύχναστου μέρους σε κάτι σκοτεινότερο ή ίσως μία παρουσία που θα έδινε έναν πιο ανατριχιαστικό τόνο στην πλοκή. Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπερκάλυψες το κομμάτι του τρόμου που απαιτούσε το θέμα. Πιστεύω μάλιστα ότι κατάφερες να συμπεριλάβεις πολλά φρικιαστικά μοτίβα σε μικρό χώρο. Καλή δουλειά, μου άρεσε πάρα πολύ. Λίγο η σαγήνη του ονείρου, η διαχείριση του φόβου και των υπόλοιπων συναισθημάτων και η καλή γραφή νομίζω θα της δώσουν μια πολύ καλή θέση στη δική μου λίστα. Edited April 29, 2014 by Oceanborn 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
giorgos lagonas Posted April 30, 2014 Share Posted April 30, 2014 για μένα, αυτή είναι η δυσκολότερη κριτική από τις υπόλοιπες επτά του διαγωνισμού. Επειδή δεν με ικανοποίησε η ιστορία σου, αλλά από την άλλη μεριά, είναι μέσα της ολοφάνερες οι συγγραφικές αρετές που αναμφισβήτητα κατέχεις. Αρχίζω από τα καλά : Εξαιρετική απόδοση του ονειρικού κλίματος, και εκεί που αυτό (μάλλον;) προσπαθεί να εισβάλλει στην πραγματικότητα. Είναι πάντα ωραίες και καλοδεχούμενες οι ιστορίες αυτού του είδους, αλλά (όπως λέει και η Νατάσα) μάλλον δεν τους φτάνουν 3000 λέξεις για να "ανασάνουν". Κάποιες ωραίες εικόνες, ειδικά το "...Όχι, όχι μην κλαις, θολώνουν έτσι τα μάτια σου. πρέπει να βλέπεις. ..." Καλό!!! Τελειώνω με το ξύλο, ξεκινώντας από τα "ήσσονος σημασίας" ένσταση #1 : δεν είμαι σίγουρος ότι είδα τρόμο. Αλλά αυτό από την άλλη, αυτό είναι κάτι υποκειμενικό, οπότε το προσπερνάω. ένσταση #2 : κομμάτια όπως εκεί που περιγράφεις τα σηκωμένα μανίκια των παλικαριών στο κλαμπ και τις φουστίτσες και τα μπουστάκια που νοσταλγεί από το Dark Sun δεν βοηθούν την πλοκή σου, ούτε και έχουν σχέση με αυτή. Ένσταση #3: σε αμφότερους τους διαλόγους (η πρωταγωνίστρια με τη φίλη της και μετά στον πρώτο με τον καλό της) οι ήρωές σου επιμένουν στο να αποτυγχάνουν να συνεννοηθούν, έστω στοιχειωδώς, και προσωπικά αυτό με εκνεύρισε Ένσταση #4 : (και η πλέον σπουδαιότερη) SPOILER : Εισβολή ονείρων, υπερφυσικοί ληστές, πραγματικοί μοτοσικλετιστές τσαντάκηδες, Δέντρα της ζωής, μαγικά βιβλία, Μπελιαλ-άδες, δαιμονικές γάτες, ευχές που δεν έπρεπε να γίνουν, μπάλες που γκρεμίζουν κτήρια. Το χάος. ΔΙΟΡΘΩΣΗ : το ανεξήγητο χάος. Κάνει το κείμενό σου σε σημεία όχι μυστηριώδες, ούτε γοητευτικό, αλλά ασυνάρτητο 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted April 30, 2014 Share Posted April 30, 2014 Το Abre los ojos είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες. Κι αυτό που της αναγνωρίζω περισσότερο από όλα είναι η μεγαλοφυΐα που επιδεικνύει στον τομέα του σεναρίου, όπου στο τέλος έρχονται όλα και "κουμπώνουν" και ο θεατής καταλαβαίνει τα πάντα και δεν του μένει ούτε μισή απορία. Προσθέτουμε σ'αυτό την εξαιρετική σκηνοθεσία και την παράνοια του πρωταγωνιστή και έχουμε μια πολύ ωραία ταινία ψυχολογικού τρόμου. Εικάζω πως προσπάθησες να κάνεις κάτι αντίστοιχο. Εκεί που απέτυχε η συνταγή, πιστεύω, είναι στο "κούμπωμα". Κάπου, κάπως, φαίνεται να βάζεις ένα στοιχείο μεταφυσικού με το δαίμονα και ότι μάλλον κάτι ευχήθηκε στο δαίμονα, αλλά μπλέκεται και αυτό με τις ληστείες που δεν φαίνεται να έχει κάποιο ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης και τελικά το σύνολο καταλήγει κάπως ακατανόητο. Όπως έγραψα και σε άλλη ιστορία του διαγωνισμού, ο εκτεταμένος διάλογος ούτε αναδεικνύει τα διηγήματα ούτε βοηθάει ιδιαίτερα όταν οι λέξεις είναι περιορισμένες. Το τελευταίο που θα είχα να παρατηρήσω είναι ότι η ερωτική ιστορία φαίνεται κάπως ξεκομμένη από το κομμάτι του τρόμου. Δηλαδή είναι περισσότερο σαν να ζει σε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη η πρωταγωνίστρια και κάπου παράπλευρα να γουστάρει κι έναν τύπο, παρά σαν αυτά τα δύο να είναι αλληλένδετα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted May 2, 2014 Share Posted May 2, 2014 Ονειρική ιστορία, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μου αρέσουν κάτι τέτοιες ιστορίες, ειδικά η ατμόσφαιρά τους. Μου άρεσε το λογοπαίγνιο με τη Λίλη και οι αναφορές στο βιβλίο με το χρυσό εξώφυλλο, το βιβλίο της γνώσης. Ωστόσο δεν έχω καταλάβει αρκετά πράγματα. Τι ευχήθηκε η Μαρία στον Μπελιάλ και ποιο είναι το θέμα με τα όνειρά της; Τι παίζει με τον Μιχάλη; Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο διαφορετικό; Αν είχα και όλες αυτές τις απαντήσεις, το διήγημα θα απογειωνόταν πλήρως. Ακόμα κι έτσι όμως, κρατάω τις δυνατές εικόνες του και τις ανατριχίλες που μου δημιούργησε καθώς το διάβαζα. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 4, 2014 Share Posted May 4, 2014 Η ιστορία είχε δυναμικό για σπουδαία πράγματα, κι αυτό που με εκνευρίζει είναι ότι αισθάνομαι πως κάτι έχασα. Η κυριότερή μου ένσταση δεν ήταν η δυσκολία να διακρίνω πού βρισκόμασταν στον πραγματικό κόσμο και πού είχαμε ξεφύγει στα όνειρα της Μαρίας. Αυτό ίσως είναι και το γοητευτικό της κομμάτι (όπως λέει το κείμενο γοητεία και γητειά δηλαδή μαγεία). Το πρόβλημά μου είναι ότι θεωρώ πως η ερωτική ιστορία δεν φάνηκε να παίζει τον κεντρικό ρόλο. Ίσως και να τον έπαιξε –δεν είμαι σίγουρη αν κινούνται ψυχαναλυτικά θέματα ονείρων, π.χ. η ληστείες στο όνειρο και στην πραγματικότητα να σημαίνουν το φόβο της απώλειας που να έχει σχέση με το χωρισμό του ζευγαριού– αλλά δεν έγινε αυτό τόσο σαφές όσο έπρεπε. Δεν κατάλαβα τι ευχήθηκε και ακόμα περισσότερο πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που την αγαπούσε να της είχε δώσει ένα βιβλίο που φαίνεται να είναι τόσο επικίνδυνο και να μην την είχε προειδοποιήσει δίνοντάς το. Πώς γίνεται να της το λέει εκ των υστέρων και μάλιστα αφού έχουν χωρίσει; Να πω ότι ήθελε να την εκδικηθεί, δεν φαίνεται να ήταν μέσα στις προθέσεις του. Ή αν ήταν, δε φαίνεται. Καλό το λογοπαίγνιο με τη Λίλη και τη Λίλιθ Θα έλεγα ότι αξίζει λίγος χώρος παραπάνω σ' αυτή την ιστορία. Βάλε μερικές λέξεις ακόμα μετά τον διαγωνισμό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 5, 2014 Share Posted May 5, 2014 Γενικά: Τα όνειρα είναι ο φυσικός σου χώρος και τα όνειρα είναι εξ ορισμού ακατάληπτα. Ωστόσο, κι όπως μου θύμισε τις προάλλες η αδερφή μου, η πράξη που μιμούμαστε πρέπει να είναι σπουδαία και τέλεια και να φέρνει μια κάθαρση (δεν το είπε η αδερφή μου αυτό, ο μπαρμπα-Αρίστος το είπε, τότενες). Η κάθαρση έρχεται, αλλά κατά πόσο είναι τέλεια η πράξη; Μου άρεσε: οι σκηνές των εισβολών είναι ο ορισμός του τρόμου για μένα. Οι μικρές πινελιές θυμοσοφίας εδώ κι εκεί, το έκαναν ακόμη πιο πικάντικο. Δε μου άρεσε: το φλου της εξήγησης. Γιατί μένει φλου, δε μπορείς να το αρνηθείς. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 12, 2014 Share Posted May 12, 2014 Αλέξη, θα σου πω τα ίδια. Δεν μου άρεσε, γιατί δεν το έλεγξες, σου ξέφυγε πιστεύω. Εντάξει, έβγαλες πολύ ωραία μερικά σκηνικά, είχαν τη χροιά ονείρου, αλλά μάλλον το παράκανες, συνεχίζεται σε όλο το κείμενο και είναι κουραστικό. Εκτός όμως του ότι ήταν ασυνάρτητο, (πράγμα που με έκανε να χάσω το ενδιαφέρον), έχει και αρκετά τυπογραφικά και εκφραστικά λάθη που με κούρασαν. Ειδικά στο τέλος, λες και βιαζόσουν να το τελειώσεις μέσα σε λίγα λεπτά και δεν το ξανακοίταξες. Κάνεις κάτι δυο φορές νομίζω: ξαφνικά γράφεις ένα ρήμα στον ενεστώτα, χωρίς κανένα λόγο, και μετά γυρνάς σε παρελθόντα χρόνο. Επίσης, οι κοφτές φράσεις που έχεις στη δεύτερη παράγραφο βρίσκω ότι δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Και, τέλος, το love story δεν μου φαίνεται να είναι ακριβώς το βασικό θέμα σου. Αλλά εντάξει, αυτό είναι λεπτομέρεια του διαγωνισμού, και δεν είσαι και τελείως έξω. Και κάτι ακόμα (ναι ) : δώσε λίγη παραπάνω προσοχή στους διαλόγους. Κανείς δεν λέει "όχι, μην ανησυχείς" στα σοβαρά. Συνήθως όταν ειρωνευόμαστε το λέμε. Κανείς δεν λέει "δεσποινίς", (ειδικά μετά από το "κούκλα" ). Κανείς δεν λέει "θέλω να δώσεις προσοχή στην ερώτησή μου". Λέμε άλλα πράγματα, με το ίδιο νόημα, αλλά όχι αυτό. Είναι τελείως ξερό. Και βάζε κόμματα όπου χρειάζεται. Ας πούμε, μετά (ή πριν) από κλητική. Εντάξει, Άλεξ; Δεν έχω άλλα, αλήθεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.