MadnJim Posted May 24, 2014 Share Posted May 24, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MADnJIMΕίδος: Διασκευή-ελεύθερη απόδοση ανέκδοτουΒία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: Περίπου 1840Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Όπως έγραψα πιο πάνω, πρόκειται για "διασκευή" παλιού ανέκδοτου που πιθανότατα να έχετε ξανακούσει. Έχω "τσαλακώσει" αρκετά ως τώρα, χωρίς σε καμία περίπτωση να "διεκδικώ" εύσημα, απλά πιστεύω πως το γέλιο μας είναι απαραίτητο και ζωτικό όσο και το σεξ, και πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να βγάζουμε από μέσα μας τις εντάσεις που μας φορτώνουν όλα όσα ζούμε. Enjoy λοιπόν.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ.. Μεγάλος πανικός επικράτησε όταν το κρουαζιερόπλοιο άρχισε να γέρνει. Ο καπετάνιος διέταξε αμέσως να πέσουν στο νερό οι σωσίβιες λέμβοι, και να επιβιβαστούν πρώτα τα γυναικόπαιδα όπως όριζε ο κανονισμός. Βέβαια το τι ξύλο έπεσε γύρω από τις βάρκες δεν περιγράφεται, γιατί καλή η θεωρία, αλλά όταν είσαι στα παγωμένα νερά του ωκεανού, νύχτα, και βουλιάζεις, το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι είναι ο κανονισμός. Πολλοί χάθηκαν στα κύματα. Οι περισσότεροι βασικά! Με το μακελειό που έγινε για μια θέση στις λέμβους πολλές αναποδογύρισαν και πήγαν να βρουν το πλοίο στον πάτο της θάλασσας μερικές εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια. Όταν ξημέρωσε και η καταιγίδα κόπασε στο σημείο υπήρχαν μόνο κάτι βαλίτσες που επέπλεαν, μερικά σωσίβια που κανείς δεν χρησιμοποίησε, κάτι μπουκάλια από το μπαρ του πλοίου, απομεινάρια δηλαδή που μαρτυρούσαν την τραγωδία. Υπήρχαν και τρεις επιζώντες, που πρόλαβαν να φορέσουν τα πορτοκαλί τζάκετ αντί να τρέξουν όπως όλοι στις βάρκες, και τώρα σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που εξερευνούσαν το σκοτεινό πυθμένα αυτοί αργοκουνιόταν ανάσκελα στην επιφάνεια επιπλέοντας σαν φελλοί. Τα ρεύματα τους έφεραν μέχρι το μεσημέρι κοντά σ' ένα καταπράσινο νησί, που δεν το ανέφερε κανένας χάρτης. Χρυσές οι παραλίες γύρω γύρω, πλούσια και εξωτική η βλάστηση, ένα βουνό εξείχε στο κέντρο και δέσποζε πάνω από τα δέντρα, και άγριοι κανίβαλοι η φυλή που το κατοικούσε. Όταν οι τρεις επιζώντες βγήκαν στη στεριά έπεσαν στα γόνατα και ευχαρίστησαν το θεό που τους έσωσε, ο καθένας στη γλώσσα του, γιατί ο ένας ήταν Άγγλος, ο δεύτερος Ιταλός, και ο τρίτος 'Ελληνας! Δεν χάρηκαν για πολύ όμως. Μπήκαν στο δάσος και προχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού προς αναζήτηση πόσιμου νερού, κι όταν τελικά έφτασαν σ' ένα ρυάκι που κυλούσε γάργαρα και κελλαρυστά τους την έπεσαν οι άγριοι αυτόχθονες και τους αιχμαλώτισαν με συνοπτικές και ιδιαίτερα φασαριόζικες αν λάβει κανείς υπ' όψην του τα ουρλιαχτά τους και τις πολεμικές τους ιαχές, διαδικασίες. Τους οδήγησαν αλαλάζοντας στο χωριό τους. Κάποιος που ασχολείται με χαμένους πολιτισμούς και λαούς θα εντυπωσιαζόταν σίγουρα. Ψάθινες καλύβες με σκελετό από ξύλο ήταν αραδιασμένες γύρω από ένα μικρό ξέφωτο, όπου μια μεγαλύτερη καλύβα δήλωνε απερίφραστα ότι εκεί έμενε ο φύλαρχος. Μπροστά σ' αυτόν τους οδήγησαν με σπρωξιές και χτυπήματα. Ο φύλαρχος τους επιθεώρησε σκεφτικός για λίγο. Τους είχαν βάλει να γονατίσουν μπροστά του και αυτός περπατούσε αργά γύρω τους παριστάνοντας ότι σκέφτεται κάτι πραγματικά σημαντικό, ενώ στην πραγματικότητα φανταζόταν ένα ωραίο γεμάτο καζάνι με μπόλικα κρεμμύδια και καρότα να βράζει μια μυρωδάτη χορτόσουπα. Ήταν χορτοφάγος, απεχθανόταν το κρέας από μικρός, και σιχαινόταν που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του μια φυλή κανίβαλων να αφεντεύει, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στους άγριους με τα ρόπαλα και τα ακόντια. Ήθελε να βρει έναν τρόπο να γλυτώσει τους τρεις επιζώντες που ξέβρασε η θάλασσα στο νησί του, αλλά χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι δικοί του. Τότε το μάτι του έπεσε πάνω στον νέο σαμάνο της φυλής, και η ιδέα άστραψε στο μυαλό του. Ο παλιός σαμάνος ήταν τσαρλατάνος, όλη η φυλή το ήξερε, αλλά τον συμπαθούσαν και δεν ήθελαν να του το χαλάσουν όταν με σπουδαίο ύφος και κείνη τη γελοία μάσκα χοροπηδούσε σκούζοντας αρλούμπες κάνοντας δήθεν μάγια. Απλά περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει την παράσταση, μετά του έσφιγγαν το χέρι και του έλεγαν μπράβο, και γυρνούσαν στις καλύβες τους ή σε ότι δουλειά είχε ο καθένας να κάνει. Πέθανε όμως πριν λίγο καιρό, και ο νεαρός που ανέλαβε στη θέση του το σαμανιλίκι είχε κάτι έμφυτο που τους τρόμαζε. Είχε πραγματικές δυνάμεις από φυσικού του. Έλεγε κάτι παράξενα λόγια, τα μάτια του γυρνούσαν ανάποδα στις κόγχες τους, και ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζονταν διάφορα αντικείμενα μπροστά του! Ο φύλαρχος δεν τον χώνεψε ποτέ τον νέο σαμάνο. Τον τρόμαζε κι αυτόν όπως όλους τους υπόλοιπους. Έψαχνε μια ευκαιρία να τον ξεφορτωθεί, μια καλή δικαιολογία, και η ιδέα που του ήρθε ίσως τελικά να του έδινε τη λύση και στα δύο προβλήματα. Και πως να σώσει τους τρεις ξένους από το καζάνι, και πως να ξεμπροστιάσει τον νεαρό μάγο σ' όλη τη φυλή ώστε να τον καθαιρέσουν και να ησυχάσουν όλοι από τα δαιμονικά του. Πήγε μπροστά στους αιχμάλωτους και στάθηκε κορδώνοντας επίτηδες το κορμί του.“Αμπά οντ ρ σομ αρούτ άντα Μπούμπα..” τους είπε με ύφος αντάξιο της θέσης του. Οι τρεις αιχμάλωτοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία. Όπως είναι απολύτως φυσικό δεν κατάλαβαν γρι απ' όσα τους είπε.“Αμπά οντ ρ σομ αρούτ άντα Μπούμπα..” επέμεινε ο φύλαρχος και χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του κάνοντας τα χαϊμαλιά του να κροταλίσουν. Ολόκληρη η φυλή παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Οι τρεις ξένοι και πάλι κοιτάχτηκαν με απορία.“Συγνώμη σινιόρε,..” είπε ο Ιταλός με σπαστά αγγλικά, “.., δεν καταλαβαίνουμε τι λέτε..” Ο νεαρός σαμάνος πλησίασε τον φύλαρχο και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί που τον έκανε να αναθεματίσει πρώτα στη γλώσσα του, και μετά να συμφωνήσει μαζί του. Ο σαμάνος τότε έβγαλε μια δυνατή κραυγή που έκανε το πλήθος γύρω να ριγήσει και έπιασε το πρόσωπο του φύλαρχου μουρμουρίζοντας κάτι δικά του ακατάληπτα λόγια. Όταν τον άφησε ο φύλαρχος μπορούσε να μιλήσει άνετα αγγλικά και με προφορά Οξφόρδης μάλιστα!“Τώρα με καταλαβαίνετε;..” ρώτησε τους τρεις ξένους.“Μάλιστα κύριε..” απάντησαν αυτοί εν χορώ.“Ωραία λοιπόν. Όπως έλεγα και προηγουμένως, είμαι ο απόλυτος άρχων της φυλής, ο δικαιωματικά εξ αίματος βασιλιάς, ο έχων δικαίωμα ζωής και θανάτου, ο φύλαρχος Μπούμπα..” Σταμάτησε για λίγο σκεπτόμενος πόσο πιο εύκολα τα είπε όλα αυτά στη δική του γλώσσα, κι αναστέναξε.“Βρίσκεστε στο νησί μου ξένοι, ξέρω πως πιστεύετε ότι βρεθήκατε εδώ μετά από κάποιο ναυάγιο απ' όπου σωθήκατε, αλλά εμείς εδώ, ο λαός μου δηλαδή, πιστεύουμε πως σας έστειλε η θεά της θάλασσας για να σας φάμε..” συνέχισε. Οι τρεις επιζήσαντες πετάχτηκαν αμέσως να διαμαρτυρηθούν αλλά οι σωματώδεις άγριοι τους κάθησαν πάλι κάτω με μερικές ευγενικές καρπαζιές.“Ησυχάστε, ησυχάστε..” τους είπε ο φύλαρχος. “ Είστε τυχεροί! Έχουμε εδώ τον νέο μας σαμάνο που ανυπομονεί να δείξει την αξία του..” Έδειξε τον νεαρό μάγο που τον άκουγε όπως όλη η φυλή χωρίς να καταλαβαίνει λέξη απ' όσα έλεγε στα αγγλικά, και του χαμογέλασε συγκαταβατικά. Ο μάγος του ανταπέδωσε το χαμόγελο, αν και λίγο διστακτικά μην έχοντας ιδέα τι έλεγε ο φύλαρχος.“Θα σας δώσω λοιπόν μια ευκαιρία να γλυτώσετε..” συνέχισε. “Θα ζητήσετε από τον σαμάνο μας ότι θέλετε, αν δεν καταφέρει να σας το φέρει εδώ, μπροστά σας, είστε ελεύθεροι να φύγετε, κανείς δεν θα σας πειράξει, αντίθετα για να δείτε και τι καλοί που είμαστε θα σας βοηθήσουμε κιόλας να φύγετε από το νησί. Αν όμως τα καταφέρει τότε θα σας γδάρουμε, θα ψήσουμε το κορμί σας για το βραδυνό μας, και με το δέρμα σας θα φτιάξουμε πιρόγες. Σύμφωνοι;..” Οι τρεις ξένοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συμφωνήσουν. Πρώτος σηκώθηκε ο Άγγλος, μ' ένα χαμόγελο σιγουριάς να χαράζεται στα χείλη του.“Αγαπητέ σερ Μπούμπα, θα μου επιτρέψετε να είμαι ο πρώτος που θα υποβάλω τον μάγο σας στη δοκιμασία..” είπε με το λόρδικο στυλ του. “Θα ήθελα αν σας είναι εύκολο να μου φέρετε εδώ το Μπιγκ Μπεν, αν και πιστεύω πως θα ήταν φρονιμότερο να γλυτώσετε τον διασυρμό και να με οδηγήσετε στην έξοδο.” Ο φύλαρχος χαμογέλασε και γύρισε να μεταφράσει στον νεαρό σαμάνο την επιθυμία του Άγγλου. Αυτός το σκέφτηκε για λίγα λεπτά κρατώντας σε αγωνία όλους τους παρεβρισκόμενους εκτός από τον Άγγλο που ήταν σίγουρος για τη νίκη του. Ξαφνικά φεύγει τρέχοντας, πάει στην άκρη του χωριού, κι εκεί αρχίζει να χοροπηδάει σαν τρελός σκούζοντας τα μαγικά του λόγια.Μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης και καπνού εμφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα το Μπιγκ Μπεν, σε φυσικό μέγεθος!! Ο φύλαρχος έβρισε μέσα από τα δόντια του. Έλπιζε ότι θα την πάταγε ο σαμάνος, αλλά τελικά αποδείχτηκε πιο ισχυρός απ' όσο πίστευε. Μην έχοντας άλλη επιλογή διατάζει να σφάξουν και να γδάρουν τον άτυχο Άγγλο για να κρατήσει το ιδιότυπο στοίχημα. Ο Ιταλός έτρεμε από το φόβο του, σε αντίθεση με τον Έλληνα που παρακολουθούσε τα γεγονότα αμίλητος και σκεφτικός. Ο φύλαρχος τους κοίταξε καλά και έδειξε μετά από λίγο τον Ιταλό.“Εσύ..” είπε, “.., σειρά σου να προκαλέσεις τον μάγο μας.” Ο Ιταλός σηκώθηκε με το ζόρι και στάθηκε μπροστά στον φύλαρχο. Μετά το φιάσκο του Άγγλου είχε κλονιστεί η αυτοπεποίθησή του και όσο περνούσε η ώρα ήταν όλο και πιο σίγουρος ότι θα κατέληγε πιρόγα.“Ε-εγώ,..” άρχισε τραυλίζοντας άθελά του, “.., εγώ θα ήθελα αν γίνεται να μου φέρει εδώ το Κολοσσαίο, αλλά όχι ερείπιο όπως είναι τώρα, αλλά όπως ήταν όταν πρωτοχτίστηκε από τους προγόνους μου.” είπε με την ελπίδα ότι ίσως αυτό θα μπέρδευε τον άγριο αμόρφωτο μάγο. Την ίδια ελπίδα είχε κι ο φύλαρχος όταν μετέφρασε την επιθυμία του στον νεαρό σαμάνο, αλλά αυτός έτρεξε πάλι στην άκρη του χωριού, και μετά από λίγα χοροπηδητά με την ανάλογη θορυβώδη υπόκρουση ένα ολοκαίνουριο νεόχτιστο Κολοσσαίο εμφανίστηκε με καπνούς κι άλλα εφέ ανάμεσα στα δέντρα δίπλα στο Μπιγκ Μπεν!! Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ο φύλαρχος. Μουτρωμένος διέταξε να πάρουν τον Ιταλό που κυλιόταν απελπισμένος στο έδαφος κλαίγοντας, και να τον γδάρουν για να κάνουν με το δέρμα του πιρόγα όπως είχαν προσυμφωνήσει. Ήδη η τσίκνα από τον Άγγλο έφτανε στα ρουθούνια του και ένιωθε τα σωθικά του να γυρνάνε, αλλά η συμφωνία ήταν συμφωνία και έπρεπε να κρατηθεί. Μόνη του ελπίδα πλέον να ξεμπροστιάσει τον μάγο ήταν ο Έλληνας, αν και μετά απ' όσα είχε δει την τελευταία ώρα είχε αρχίσει να μην πολυελπίζει πια ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει.“Έλα κι εσύ να τελειώνουμε..” είπε αποθαρρυμένος. “Πες κι εσύ τι θες, και κοίτα να είναι κάτι πραγματικά δύσκολο αυτή τη φορά, γιατί απ' ότι είδες ο σαμάνος μας σπέρνει!!..” Ο Έλληνας έμεινε σιωπηλός για λίγο καθώς σκεφτόταν ήρεμος όλες τις πιθανότητες που είχε.“Ένα πηρούνι..” είπε τελικά.“Ε;..!” είπε ο φύλαρχος απορημένος.“Ένα πηρούνι..” ξαναείπε ο Έλληνας σοβαρός και απαθής.“Ένα πηρούνι; Είσαι τρελός άνθρωπέ μου; Εδώ έφερε τη μάνα του και τον πατέρα του, με ένα πηρούνι θα τον δυσκολέψεις;..”“Εγώ αυτό θέλω, ένα πηρούνι..”“Πηρούνι μπορώ να στείλω να σου φέρουν από τα μαγειρία, δε χρειάζεται καν να προσπαθήσει ο σαμάνος, σοβαρέψου.."“Είπα, ένα πηρούνι. Θα κρατήσεις το λόγο σου ή όχι;..” Ο φύλαρχος ξεφύσηξε απογοητευμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει το σκεπτικό του Έλληνα. Αλλά δεν είχε κι άλλη επιλογή, ένα πηρούνι ήθελε, ένα πηρούνι ήταν υποχρεωμένος βάσει συμφωνίας να του φέρει. Έστειλε ένα πιτσιρίκι εκεί που είχαν στημένα τα καζάνια, και λίγο μετά αυτό γύρισε κρατώντας ένα μεγάλο ξύλινο μυτερό πηρούνι. Ο φύλαρχος το πήρε και το κράτησε ψηλά εξηγώντας στην απορημένη φυλή του την επιθυμία του ξένου. Όλοι ξέσπασαν σε γέλια όταν σταμάτησε να μιλάει. Τους έκανε νόημα να σωπάσουν και στάθηκε μπροστά στον ακόμα απαθή Έλληνα.“Ορίστε λοιπόν, το πηρούνι που ζήτησες..” του είπε με επισημότητα και του το έδωσε. Ετοιμάστηκε να διατάξει να τον γδάρουν όταν ο Έλληνας τους ξαφνιάζει όλους σκίζοντας το πουκάμισό του, κι αρχίζει με μανία να τρυπάει το κορμί του με το πηρούνι ενώ ταυτόχρονα φώναζε σαν παλαβός.“Τώρα ρε π*ύστηδες αν μπορείτε κάντε με πιρόγα..!” - By MADnJIM Edited May 24, 2014 by MadnJim Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted July 14, 2014 Author Share Posted July 14, 2014 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.