Jump to content

Μακρύς δρόμος σε κόκκινο δάσος - για το write off με Dino-Tiessa


Recommended Posts

Μακρύς δρόμος σε κόκκινο δάσος

του nikosal

 

post-394-0-94738300-1401018744.jpeg

 

 

Η Χριστίνα, από ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, παρατηρούσε σιωπηλή τα τρία παιδιά που κάθονταν σε κύκλο στην απέναντι γωνιά. Σήμερα δεν είχε διάθεση να πάει κοντά τους. Προτιμούσε να μείνει μόνη για να σκεφτεί αυτά που της είχε αποκαλύψει η μητέρα της το μεσημέρι: Μια μεγάλη καταστροφή είχε συμβεί και ο πατέρας της, αν και ήταν καλά (αυτό το ρώτησε τρεις φορές για να βεβαιωθεί), δεν θα γύριζε σπίτι το βράδυ. Είχε χτυπήσει κανείς άλλος τότε; Όχι, κανείς. Όμως... Δεν είναι μικρό κορίτσι να της κρατήσουν κάτι τέτοιο κρυφό: Ο δρόμος της επιστροφής είναι πια κλειστός. Σε αυτόν τον ξένο, τρομακτικό πλανήτη με τον κόκκινο ουρανό και τα αλλόκοτα ζώα, θα περάσουν όλη τους τη ζωή! Το μόνο παρήγορο είναι ότι ίσως, κάποτε, φτάσουν και άλλοι άποικοι να ζήσουν μαζί τους. Ανάμεσά τους, περισσότερα παιδιά. Αλλά τη Γη δεν θα την αντικρίσουν ποτέ πια. Ποτέ - ποτέ; Ποτέ, και ας το έπαιρνε σιγά σιγά απόφαση.

Τα παιδιά φαίνεται ότι είχαν τελειώσει με το παιχνίδι και συζητούσαν τι θα πιάσουν μετά, κοιτώντας λοξά προς το μέρος της. Κάποιες φορές χρειαζόντουσαν έναν τέταρτο για να κάνουν ζευγάρια, και άλλοτε τους είχε κάνει τη χάρη παρά τη διαφορά ηλικίας. Σήμερα βέβαια, ούτε να το σκέπτονται. Πώς μπορούσαν να παίζουν, με αυτό που συνέβη; Μήπως δεν ήξεραν...; Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο.

Δεν διάλεξε την καλύτερη ώρα. Ο ουρανός στη μια του πλευρά έπαιρνε το βαθύ κόκκινο χρώμα που τη φόβιζε, αφού ερχόταν με τη νύχτα και της θύμιζε αίμα. Τα σύννεφα πολλά και μικρά, ολοστρόγγυλα, τον διέσχιζαν γοργά. Ο δάσκαλος εξηγούσε ότι έφταιγε ο κόκκινος ήλιος που όλα ήταν διαφορετικά από τη Γη. Δεν την ένοιαζαν όμως τα χρώματα και οι μυρωδιές (τόσο παράξενες τις πρώτες μέρες), όσο οι κάτοικοι του πλανήτη. Τα μικρά έντομα που από την πρώτη στιγμή εμφανίστηκαν στα παράθυρά τους, τα αηδιαστικά ερπετά που τρύπωναν στα δωμάτια ακόμα και όταν πρόσεχαν να κρατάνε τις πόρτες κλειστές, τα πουλιά που αντί να κελαηδούν όπως περίμενες, έβγαζαν φρικτούς ήχους και -βέβαια- περισσότερο από όλα, τα τετράποδα με τις τρομαχτικές φάτσες, τα στραβά, μυτερά δόντια, το κόκκινο τρίχωμα... Για την ώρα τα είχε δει μόνο στην οθόνη του υπολογιστή, στη διάρκεια του μαθήματος εξοικείωσης και -ίσως- από μακριά, τελείως φευγαλέα, αφού φρόντιζαν να κρύβονται στους θάμνους και να παρατηρούν τους ανθρώπους από εκεί.

«Δεν υπάρχει λόγος να τα φοβάστε», έλεγαν διαρκώς οι μεγάλοι, αλλά είναι εύκολο να το λες -σκεφτόταν η Χριστίνα- όταν είσαι ψηλός, δυνατός και κρατάς όπλο, έτσι δεν είναι; Εκείνη δεν τα πήγαινε καλά με τα ζώα ούτε στη Γη. Τη φόβιζε ο σκύλος του κοντού, διαρκώς αμίλητου γείτονα, οι γάτες της γειτονιάς (ιδίως όταν μάλωναν μεταξύ τους) και στο ζωολογικό κήπο είχε κρατήσει απόσταση από τα κάγκελα -η μόνη από όλη την τάξη που δεν είχε φωτογραφηθεί με τις μαϊμούδες. Και όμως τώρα τις μαϊμούδες της Γης και το σκυλί του γείτονα, σχεδόν τα νοσταλγούσε. Όπως νοσταλγούσε τα μεγάλα, μπαμπακερά σύννεφα που έφερναν τη γλυκιά, δροσερή βροχή, τον ήχο που κάνουν οι σταγόνες της στο τζάμι, το σπίτι τους στην πόλη κοντά στο πάρκο, τον κινηματογράφο με τις πολλές αίθουσες -οι μεγάλοι είχαν βέβαια στήσει και εδώ έναν, αυτοσχέδιο, και οι ταινίες ήταν τόσες που δεν θα τέλειωναν ποτέ, πώς όμως θα μάθαινε τι γίνονταν οι ήρωες στις συνέχειες; Νοσταλγούσε τους συμμαθητές της, όλους, ακόμα και εκείνους που δεν έκανε παρέα, τη βιβλιοθήκη, όχι τόσο για τα βιβλία, όσο για τα μακριά τραπέζια με-

Ξάφνου ένα έντομο έπεσε στο τζάμι με τόση ορμή που την έκανε να αναπηδήσει! Συνέβαινε αυτό, να πέφτουν τα έντομα με φόρα στα τζάμια του καταυλισμού όταν σκοτείνιαζε. Το ήξερε, το περίμενε, όμως ακόμα δεν το είχε συνηθίσει και τρόμαζε. Οι μεγάλοι τους είχαν πει ότι είναι φυσιολογικό (και αυτό;) τα έντομα, καμιά φορά και κάποια πουλιά, να μπερδεύονται με το νυχτερινό φωτισμό, ανεξοικείωτα καθώς ήταν με τους καινούργιους νοικάρηδες του πλανήτη και τις συνήθειές τους. Ακολούθησε ένα δεύτερο (αυτό δεν την τρόμαξε) και αμέσως πολλά μαζί, πρώτα με τη μούρη στο παράθυρο (και ένα δυνατό «τακ!» το καθένα) και ύστερα κάτω, στο πεζούλι, ζαλισμένα. Όλα, εκτός από ένα, που (μαθαίνουν;) ήρθε πιο μαλακά, γαντζώθηκε με τις πατούσες στο τζάμι και την κοιτούσε διαπεραστικά -ή τουλάχιστον έτσι υπέθεσε από τη στάση του σώματος, καθώς για τη θέση των ματιών του δεν ήταν καθόλου σίγουρη.

-Έι, φύγε! φώναξε χτυπώντας στο σημείο εκείνο το τζάμι και αμέσως μετάνιωσε, γιατί τα τρία παιδιά γύρισαν να την κοιτάξουν (ίσως μάλιστα κρυφογέλασαν κιόλας).

Αμήχανα, σήκωσε ξανά το κεφάλι προς τα σύννεφα, παριστάνοντας την αδιάφορη για το έντομο μπροστά της. Ώσπου και αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα που σιγά σιγά ανακτούσαν τις δυνάμεις τους, πέταξε μακριά. Μέχρι το επόμενο απόγευμα, που -τυφλά ή κουτά; ποιος ξέρει;- θα ρίχνονταν ξανά στα τζάμια τους.

Απορροφημένη, δεν κατάλαβε τη μητέρα της που την πλησίασε στο παράθυρο, μέχρι που στάθηκε πλάι της.

-Χριστίνα, θα πας στον πατέρα σου το φαγητό;

Την κοίταξε με έκπληξη.

-Εγώ; Τώρα;

Εννοούσε «μες τη νύχτα;» Η μητέρα της χαμογέλασε.

-Είσαι δώδεκα χρονών, Χριστίνα! Αρκετά μεγάλη για να αρχίσεις να βγαίνεις έξω το βράδυ. Ξέρεις... Θα χρειαστεί σιγά σιγά εσείς, τα μεγαλύτερα παιδιά, να κάνετε δουλειές... Να βοηθήσετε την αποικία. Και σίγουρα ο πατέρας σου θα πεινάει. Λοιπόν, τι λες; Θα του πας το φαγητό;

Φυσικά είχε πάει στο εργαστήριο πολλές φορές, πάντοτε όμως μέρα. Και, ακόμα και τότε, φρόντιζε να έχει κόσμο γύρω της, αν και ήλπιζε αυτό να περνά απαρατήρητο. Να πάει όμως τώρα, πρώτη φορά μόνη και μάλιστα νύχτα, όταν οι θάμνοι πλημμυρίζουν με μάτια ζώων;

Γύρισε το βλέμμα της έξω. Σκοτείνιαζε απότομα εδώ, κάτι που είχε επίσης να κάνει με τον κόκκινο ήλιο ή την περιστροφή του πλανήτη, δεν ήταν σίγουρη. Λίγο ακόμα και το σκοτάδι θα απλωνόταν παντού.

Συμφώνησε κουνώντας διστακτικά το κεφάλι της, μην προλάβει η γλώσσα να φανερώσει το φόβο της.

-Ωραία! είπε η μητέρα της. Μισό λεπτό να στο φέρω.

-Μαμά!

Την έπιασε από το χέρι, αναποφάσιστη. Να το πει;

-Θα με κοιτάς στο δρόμο;

-Θα σε κοιτώ! χαμογέλασε ξανά εκείνη. Στο υπόσχομαι.

Φόρεσε το σακάκι της ρίχνοντας μια ματιά προς τα παιδιά. Αν είχε πάει κοντά τους πριν, ίσως να μη της ζητούσε η μητέρα της να βγει έξω... Αλλά εκείνη κατέφτανε ήδη με το πακέτο στα χέρια και ήταν αργά για τέτοιες σκέψεις.

Τη συνόδεψε στην πόρτα και την ξεπροβόδησε με ένα άγγιγμα στον ώμο.

-Έλα, μη φοβάσαι. Πήγαινε.

-Μα δεν φοβάμαι, απάντησε με φωνή όσο μπορούσε πιο θαρραλέα. Απλά... Δεν έχω ξαναπάει βράδυ και...

-Ξεκίνα λοιπόν τώρα, πριν νυχτώσει τελείως!

-Θα με περιμένει ο μπαμπάς στην πόρτα;

Η μητέρα της έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα μαλλιά.

-Θα τον ειδοποιήσω. Έλα, πήγαινε.

Η Χριστίνα κοντοστάθηκε στο σκαλοπάτι και κοίταξε το εργαστήριο. Στην κορυφή ενός μικρού υψώματος, στο τέλος του δρόμου που περνούσε μέσα από ψηλούς θάμνους και λιγοστά δένδρα, της φάνηκε τούτη την ώρα να βρίσκεται πιο μακριά από ό,τι συνήθως. Από την άλλη, δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Όχι, όταν ο πατέρας της μάθαινε ότι του πηγαίνει το φαγητό. Με μια τελευταία ματιά προς τη μητέρα της και την ελπίδα ότι θα τη συνόδευε να σβήνει, ξεκίνησε.

Οι θάμνοι -τουλάχιστον στην περιοχή- δεν ήταν τόσο διαφορετικοί από εκείνους στα πάρκα της Γης. Το χρώμα τους ήταν πιο σκούρο, σίγουρα, και της φαίνονταν περισσότερο φουντωτοί, με μεγάλη βάση, πιο στενοί ψηλά και με λιγότερα κλαδιά ή αγκάθια να εξέχουν. Αλλά τώρα που το σκεφτόταν, μέσα στον πλούσιο όγκο τους μπορεί να κρύβονταν ευκολότερα τα ζώα... Μήπως μάλιστα τους χρησιμοποιούσαν για σπίτι το βράδυ, ή κοιμόντουσαν σε σπηλιές; Δεν θυμόταν να είχε ακούσει κάτι σχετικό στα μαθήματα. «Πρέπει να μη σκέφτομαι τα ζώα», είπε μέσα της, «και να πάω ίσια στο εργαστήριο».

Ούτε όμως ο μεγάλος, κόκκινος ήλιος ήταν με το μέρος της. Καθώς χανόταν στις χαμηλές οροσειρές στο βάθος του ορίζοντα, έδινε στα φύλλα των θάμνων βαθύτερο χρώμα και τα γέμιζε σκιές. Την ίδια στιγμή ένιωσε στο πρόσωπο και τα χέρια ένα δροσερό, ελαφρύ αεράκι που έκανε τα φύλλα να κουνάνε ψιθυριστά και την ίδια να ανατριχιάσει. Έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να βγάλει τους θάμνους από το οπτικό της πεδίο -αλλά αυτό αποδείχτηκε αμέσως κακή ιδέα: Εκεί, μισό μέτρο μπροστά της, ένα μεγάλο ερπετό στεκόταν, σαν να την περίμενε, ακίνητο.

Και όχι οποιοδήποτε ερπετό -πάγωσε μόλις το αναγνώρισε. Ήταν αυτό που οι μεγάλοι ονόμαζαν «κόκκινος σκορπιός», αν και εξηγούσαν ότι αντίθετα από τους σκορπιούς της Γης, με ένα κεντρί μαλακό σαν βλαστό από λουλούδι, δεν ήταν σε θέση να τσιμπήσει τους ανθρώπους. Αυτό όμως δεν την ανακούφιζε, ούτε τα προηγούμενα βράδια, όταν έψαχνε κάτω από το κρεβάτι της ή μέσα στα στρωσίδια πριν κοιμηθεί, ούτε πολύ περισσότερο τώρα, μόνη της στο δρόμο.

Έπρεπε να τον σκοτώσει; Ο κανόνας που αποστήθισαν από την πρώτη εβδομάδα, ήταν «σκοτώνουμε τα έντομα και ερπετά που βρίσκονται στα όρια του καταυλισμού, εφόσον μας ενοχλούν, αλλά δεν πειράζουμε τίποτα πέρα από αυτόν». Πιανόταν καταυλισμός εδώ, ή όχι; Σίγουρα οι κοιτώνες και το εργαστήριο απέναντι, αλλά ο δρόμος ανάμεσά τους; Έμεινε ακίνητη προσπαθώντας -δήθεν- να αποφασίσει. Και έπειτα παραδέχτηκε μέσα της αλήθεια: Ούτως ή άλλως, δεν θα τολμούσε ποτέ να πατήσει σκορπιό, νύχτα, στο δάσος. Και μόνο η ιδέα να ακούσει τον ήχο από το κέλυφος που έσπαζε την τρομοκρατούσε.

Όσο μπορούσε αθόρυβα, έκανε ένα βήμα προς τα δεξιά χωρίς να τον χάσει από τα μάτια της. Ο σκορπιός δεν κουνήθηκε καθόλου. Πήρε μια ανάσα και έκανε ένα ακόμα βήμα δεξιά, σχεδόν σέρνοντας το πόδι στο έδαφος. Ξάφνου, κάτι τη χτύπησε με δύναμη στο στήθος, κάνοντάς την να κραυγάσει από τον πόνο και να πετάξει -σχεδόν!- το πακέτο στον αέρα.

Πόνος; Δεν είχε στα αλήθεια πονέσει, συνειδητοποίησε. Όλο και όλο ήταν ένα από τα έντομα που λίγο πριν έπεφταν στο φωτισμένο παράθυρο του κοιτώνα. Φαίνεται ότι το είχε τραβήξει το κίτρινο σακάκι της αλλά -μαμά μου!- γιατί έμενε κολλημένο πάνω της; Με μια απότομη κίνηση της παλάμης δοκίμασε το σπρώξει, αλλά αυτό αντί να πετάξει, περπάτησε -περπάτησε!- λίγο παραπέρα στο στήθος της. Ξανά με ένα «αααα! φύγε!» και αυτή τη φορά το έντομο πέταξε με βουητό, αγγίζοντάς την σχεδόν στο πρόσωπο -ένιωσε ως και τον αέρα που έκαναν τα φτερά του.

Ουφ! άφησε την ανάσα της να βγει με ανακούφιση. Έμεινε για λίγο ακίνητη να ηρεμήσει και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει ξανά, όταν το βλέμμα της γύρισε εκεί που μια στιγμή πριν βρισκόταν ο σκορπιός –είχε εξαφανιστεί! Με τρόμο τον φαντάστηκε να ανεβαίνει στα μπατζάκια της και αναπήδησε ψάχνοντας παπούτσια και παντελόνι με τα μάτια: Ευτυχώς δεν ήταν εκεί. Έπειτα έψαξε γύρω της, μπροστά πίσω, δεξιά αρισ- να τος! Αδιάφορος για την αναταραχή που είχε προκαλέσει, έφτανε ήδη στην άκρη του δρόμου και ετοιμαζόταν να χωθεί στους θάμνους. Ακίνητη, δεν τον άφησε από τα μάτια της μέχρι που χάθηκε -μόνο τότε κοίταξε ξανά μπροστά της. Αν και είχε βαδίσει κάμποσο, το εργαστήριο της φαινόταν τόσο μακριά, όσο όταν ξεκινούσε. Η πόρτα ακόμα κλειστή, τα παράθυρα φωτισμένα, χωρίς καμία κίνηση πίσω τους: τίποτα που να δείχνει ότι ο πατέρας της είχε ειδοποιηθεί και την περίμενε.

Σαν πλημμυρίδα, ένιωσε αργά αργά την αμφιβολία να την κυριεύει. Λίγο πριν της είχε φανεί ότι προχωρώντας με βήμα σταθερό, στη μέση του δρόμου, θα έφτανε στον προορισμό της χωρίς απρόοπτα. Η συνάντηση με το σκορπιό όμως, και αμέσως μετά η σύγκρουση με το έντομο, την είχαν κάνει λιγότερο σίγουρη. Κοίταξε τους θάμνους και στις δυο πλευρές του δρόμου. Κανείς δεν φαινόταν να κρύβει κάποιο ζώο, αλλά ο δρόμος ήταν μακρύς. Να συνέχιζε; Όχι; Μπορούσε άραγε να γυρίσει πίσω; «Βρήκα ένα σκορπιό στη μέση του δρόμου», δοκίμασε να πει... «Μπορείς να έρθεις μαζί, μαμά»; Πώς θα ακουγόταν; Για μια στιγμή της φάνηκε η μοναδική επιλογή.

Έπειτα όμως το ξανασκέφτηκε: Τα άλλα παιδιά κυκλοφορούσαν έξω ξυπόλητα, έπιαναν με τα χέρια τους σκορπιούς, τους αιχμαλώτιζαν για παιχνίδι, σε μια περίπτωση -θυμήθηκε- κάποιο πέταξε έναν στα υπόλοιπα και αυτά αντί να τρομάξουν, γελούσαν! Όχι, δεν μπορούσε να πάει πίσω για ένα σκορπιό. «Είσαι δώδεκα χρονών πια», θυμήθηκε τη μητέρα της. Μάλλον αυτό ήθελε να προλάβει, να μη τη δει να γυρίζει πίσω τρομαγμένη.

Το μόνο σχέδιο, συνεπώς, ήταν εκείνο που εξαρχής είχε στο μυαλό της: Να συνεχίσει με το κεφάλι σκυφτό, ελπίζοντας να μην ακούσει και να μη δει τίποτα ως την πόρτα του εργαστηρίου. Αποφασισμένη, άρχισε ξανά να βαδίζει.

Αλλά δεν είχε κάνει ούτε πέντε βήματα όταν μια κίνηση δεξιά της, ανάμεσα στους θάμνους, της έκοψε την ανάσα. Έμεινε μαρμαρωμένη κοιτώντας εκεί που της φάνηκε ότι κάτι – κάποιος κινήθηκε. Τι όμως; Δεν έβλεπε παρά το σκοτεινό φύλλωμα των θάμνων και δεν άκουγε τίποτα έξω από το ανεπαίσθητο θρόισμα του ανέμου. Ίσως μια γάτα;

Βέβαια η «γάτα», δεν ήταν γήινη γάτα. Έμοιαζε κάπως μαζί της, έχοντας μικρό σώμα, όρθια μυτερά αυτιά και μακριά ουρά, αλλά στη συμπεριφορά ήταν πολύ διαφορετική. Με βάδισμα αργό και βαρύ, πιο κοντά σε εκείνο του λιονταριού (είχε παρακολουθήσει ένα βίντεο λίγων δευτερολέπτων) δεν είχε τίποτα από την ευελιξία των -κατά κάποιο τρόπο- συγγενών της στη Γη. Εκεί που διέφερε περισσότερο όμως ήταν στο βλέμμα της, τη μια και μοναδική στιγμή που κοίταξε προς την κάμερα: Ψυχρό και ευφυές, σαν να σκεφτόταν βαθιά, σαν να υπολόγιζε κάτι -πριν χωθεί σε μια συστάδα από θάμνους, από όπου κανείς δεν κατάλαβε πώς χάθηκε.

Ήταν ένα βλέμμα που είχε αποτυπωθεί στο μυαλό της Χριστίνας και εκείνο ακριβώς που ήλπιζε να μη συναντήσει στο δρόμο για το εργαστήριο. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που στη σκέψη ότι μια γάτα ήταν λίγα μέτρα παραπέρα και την παρατηρούσε μέσα από τα φυλλώματα, έκανε κάθε τριχούλα στο σώμα της να ανασηκωθεί.

Και τώρα τι; Φαντάστηκε τη γάτα να ορμάει καταπάνω της από τους θάμνους -αλλά αμέσως η εικόνα της φάνηκε ψεύτικη: Δεν ταίριαζε στην εξωγήινη γάτα να πηδά σαν αίλουρος. Ταίριαζε όμως να την ακολουθεί αργά, βήμα-βήμα, να καιροφυλακτεί κρυμμένη, να σχεδιάζει κάτι με το ξένο, παράξενο μυαλό της. Καθώς ο φόβος επέστρεφε, όχι μόνο ήταν πια βέβαιη ότι η γάτα είχε κάποιο σχέδιο για εκείνην, της φάνηκε ότι άκουσε μέχρι και τη φωνή της μέσα στο κεφάλι της: «Τι θέλεις εδώ μόνη, τέτοια ώρα; Γύρνα πίσω!»

Μπορούσαν να μιλάνε τα ζώα του πλανήτη στο μυαλό των ανθρώπων; Τώρα, όλα -ακόμα και αυτό!- της φαίνονταν δυνατά. Ένα κρύο κύμα ξεκίνησε από το στήθος της και απλώθηκε παντού, από το κεφάλι ως τις πατούσες, κάνοντάς την να παραλύσει. Να τρέξει, είτε μπρος, είτε πίσω, ούτε λόγος. Για λίγο δεν ανέπνεε καν -και όταν το κατάλαβε γέμισε απότομα τα πνευμόνια της. Έπειτα, καθώς τίποτα δεν εμφανιζόταν στα φυλλώματα, πρώτα η ανάσα της άρχισε να γίνεται κανονική και έπειτα να νιώθει ξανά τα πόδια της. «Περπάτα!», διέταξε τον εαυτό της και έκανε το πρώτο βήμα αργά, το δεύτερο πιο γρήγορα, το τρίτο ακόμα πιο γρήγορα μέχρι που άρχισε να τρέχει -και αμέσως, χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε στην αγκαλιά του πατέρα της, στην ανοιχτή, φωτισμένη πόρτα του εργαστηρίου.

-Μωρό μου! της είπε εκείνος και τη σήκωσε ψηλά γελώντας. Μου έφερες το φαγητό;

Δεν έβγαιναν ακόμα οι λέξεις για να του απαντήσει. Έσφιξε με τα μικρά της χέρια το λαιμό του τόσο δυνατά, που σχεδόν τον πόνεσε.

-Χριστίνα! Τι έχεις;

Έμεινε ακίνητη, με το μάγουλο κολλημένο στον αυχένα του και το πακέτο ακόμα στα χέρια της, να κρέμεται πίσω από την πλάτη του. Είχαν όλα τελειώσει;

-Χριστίνα;

-Μπαμπά...

Ήταν η πρώτη της λέξη εδώ και ώρα και καθώς την έλεγε ένιωσε το φόβο να φεύγει από μέσα της χωρίς να αφήνει ίχνη. Μια δυο στιγμές ακόμα αγκαλιά και τον είχε ολότελα ξεχάσει. Τώρα θυμήθηκε κάτι άλλο:

-Μπαμπά... Τι καταστροφή συνέβη;

Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι προσπαθώντας να δει το πρόσωπό της.

-Καταστροφή;

-Η μαμά μου είπε ότι δεν θα έρθεις το βράδυ γιατί...

-Α, αυτό Χριστίνα! Χάλασε μια γεννήτρια και θα πρέπει να μείνω λίγο αργά για να την επισκευάσω. Η μαμά εννοούσε ότι θα κοιμάσαι όταν επιστρέψω. Για αυτό σε έστειλε να μου φέρεις το φαγητό, μάλλον. Για να σου δώσω το φιλί της καληνύχτας!

-Η μαμά είπε ότι με έστειλε γιατί είμαι μεγάλη. Δώδεκα χρονών! Πρέπει να βοηθώ στις δουλειές της αποικίας.

-Δώδεκα χρονών!

Ο πατέρας της γέλασε δυνατά.

-Η μητέρα σου έχει πάρει πολύ σοβαρά την προσαρμογή μας. Είσαι δώδεκα χρονών εδώ, επειδή ο πλανήτης μας γυρίζει γύρω από τον κόκκινο ήλιο πολύ γρήγορα και το έτος κρατάει λιγότερο από ό,τι στη Γη. Έτσι όμως εκείνη είναι... για να δούμε... ογδόντα δύο! Αυτό να της πεις την επόμενη φορά, για να μη βιάζεται να μας μεγαλώσει όλους... Στη Γη Χριστίνα μου, δεν θα ήσουν ούτε πέντε!

Έπειτα σοβάρεψε:

-Έχει δίκιο η μαμά όμως: Είτε πέντε, είτε δώδεκα, είσαι αρκετά μεγάλη για να κάνεις δουλειές.

-Αλλά μπαμπά... Εξαιτίας της καταστροφής δεν θα γυρίσουμε στη Γη;

-Κορίτσι μου! Όλα σήμερα έπιασε να στα εξηγήσει η μαμά; Ότι δεν θα γυρίσουμε στη Γη, το ξέραμε από τη μέρα που ξεκινούσαμε. Τα σκάφη δεν είχαν χώρο για διπλά καύσιμα. Ήταν δική μας απόφαση να έρθουμε εδώ και να φτιάξουμε ένα νέο σπίτι, πιο όμορφο από το παλιό.

-Και πότε θα έρθουν άλλα παιδιά;

Της χάιδεψε την πλάτη.

-Καταλαβαίνω ότι θες και άλλες παρέες. Υπομονή. Τα επόμενα σκάφη θα φτάσουν σε εννιά... εμ... μήνες της Γης. Αν η μαμά σου πει «σε δυο χρόνια», μην την ακούς!

Αυτό κάπως την καθησύχασε. Δύο χρόνια, εννιά μήνες, τέλος πάντων, ένα διάστημα που μικρό ή μεγάλο (δεν ήταν σίγουρη), θα περνούσε. Και αυτό της αρκούσε τώρα που ήταν στην αγκαλιά του πατέρα της.

Και με όλη την κούραση της διαδρομής, την εξάντληση που φέρνει ο φόβος, ένιωσε τη νύστα να την πλημμυρίζει και τα μάτια της να κλείνουν.

Ο πατέρας της τη φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε:

-Κοιμήσου γλυκιά μου. Θα σε πάω εγώ στο κρεβάτι σου.

Της πήρε απαλά το πακέτο από το χέρι και αγκαλιά πάντα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, διέσχισε τα δέκα μέτρα αυλής που χώριζαν το εργαστήριο από τον κοιτώνα. Χτύπησε ελαφρά την πόρτα και την παρέδωσε στη γυναίκα του.

-Κοιμήθηκε; Την κατάφερα να σου φέρει το φαγητό!

-Ναι, η καλή μου, μου το είπε. Είναι τόσο γλυκιά... Το πιο γλυκό κορίτσι των δύο κόσμων!

Ευχαριστημένος, γύρισε στο εργαστήριο να δειπνίσει βιαστικά και να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα με τις επισκευές. Αύριο ξημέρωνε μια καλύτερη μέρα στο νέο τους σπίτι.

 

Τέλος

 

Η πηγή...

 

 

...έμπνευσης αυτής της ιστορίας είναι τρία μικρά παιδιά. Τα δύο πρώτα είναι τα δικά μου: Καθώς μεγαλώνουν, αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται όλο και πιο σύνθετες έννοιες, διαπιστώνω όμως πόσο δυσκολεύονται με το χρόνο και την απόσταση. Ο μικρός Αντώνης μου εξηγεί (από άρθρα που διαβάζει) τι συμβαίνει κοντά στις μαύρες τρύπες με τη βαρύτητα και το χρόνο (που κυλά διαφορετικά), όμως μπερδεύεται ακόμα με τον πραγματικό χρόνο και -επίσης- δεν είναι σίγουρος αν μόλις περπατήσαμε δύο χιλιόμετρα ή πεντακόσια μέτρα (οπότε έτσι τον καταφέρνω να περπατήσουμε περισσότερο!).

Το τρίτο παιδί είναι ο μικρός μου εαυτός, στις ηλικίες του διηγήματος. Κάθε καλοκαίρι από τότε που γεννήθηκα, το περνούσα στην Ικαρία και ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν οι σκορπιοί. Έβλεπα τα άλλα, τα γνήσια καριωτάκια να παίζουν ξυπόλυτα στην πλατεία (το «καμπί») του χωριού, να πιάνουν με τα χέρια τους σκορπιούς, κάποια ακόμα και να τους βασανίζουν, ενώ εγώ, το παιδί της πόλης (μόνο εξ' αίματος καριωτάκι), πρόσεχα πού πατώ κάθε μου βήμα. Εκεί όμως που τα πράγματα ζόριζαν, ήταν όταν έπρεπε να κάνω νύχτα το χωματόδρομο από το χωριό μου στο γειτονικό Χριστό: η διαδρομή μες το δάσος μεταμορφωνόταν, γινόταν τεράστια και επιπλέον δεν έλειπε ποτέ η συνάντηση με δυο τρεις σκορπιούς, ακίνητοι καταμεσής, με το κεντρί όρθιο, τους οποίους -όπως η Χριστίνα- απέφευγα και να πλησιάσω.

Αυτές τις νυχτερινές διαδρομές, μία προς μία, βήμα προς βήμα, τις θυμάμαι με λεπτομέρεια. Και δεν νομίζω να τις ξεχάσω ποτέ.

 

 

Edited by nikosal
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Πολύ γλυκιά ιστορία  :D  Σαν σχόλια έχω να πω τα εξής:

 

Το κομμάτι "Δεν υπάρχει λόγος να τα φοβάστε... μακριά τραπέζια με-" είναι πολύ πετυχημένο, μας δίνει πληροφορίες για τον χαρακτήρα της Χριστίνας, τη ζωή της στη Γη, τη νοσταλγία της.

Το κομμάτι με τα έντομα που κοπανάνε στο τζάμι είναι επίσης πολύ καλό, ως το τέλος του ("κρυφογέλασαν κι όλας") αν και το θαυμαστικό της πρώτης πρότασης δεν χρειάζεται, μπορείς να το αποφύγεις.

Το κομματάκι με τη μαμά της που την πλησίασε "μέχρι που στάθηκε πλάι της", μπορεί κι αυτό να βγει.

Τεχνική λεπτομέρεια: ο σκορπιός δεν είναι ερπετό, είναι αρθρόποδο.

Γέλασα εκεί που λέει ο μπαμπάς ότι ο χρόνος σε αυτόν τον πλανήτη περνάει γρηγορότερα, άρα η μαμά της θα είναι ογδόντα δύο :)

Θα ήθελα ίσως καμία πληροφορία παραπάνω για το ποια είναι τα άλλα παιδιά και το πώς έμοιαζε ο καταυλισμός.

 

Γενικά, η ιστορία με γύρισε πίσω όταν ήμουν μικρή και φοβόμουν να γυρίσω στο σπίτι αφού βράδιαζε. Βγάζει μια γλυκύτητα, και ο αναγνώστης νιώθει καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας ότι όλα θα πάνε καλά, ότι το κορίτσι δεν βρίσκεται ποτέ σε πραγματικό κίνδυνο.

Link to comment
Share on other sites

Τι γλυκιά ιστορία!

Επιτυχημένη επιλογή αφηγητή, συναισθηματική γραφή!

Τι μου άρεσε:

+Η φωνή της Χριστίνας.

Η περιγραφή του κόσμου μέσα από τα μάτια της, η ανατροπή της ηλικίας της (και κατ’ επέκταση η ανατροπή της απόστασης), πολύ έξυπνα τοποθετημένα. Επίσης αν κατάλαβα καλά στο τέλος, οι νέοι κάτοικοι (τα παιδιά)  που περιμένουν να φτάσουν είναι ακόμα σε προγεννετικό στάδιο; (γιατί αν ναι, πολύ έξυπνο! αν είναι κυριολεκτική η έλευσή τους και το "9 μήνες" συμπτωματικό δεν πειράζει, κρατάω το πρώτο :p )

+Το κείμενο έφευγε νερό.

+Οι εικόνες. Όμορφες, σαν τη φωτογραφία στην αρχή, ίσως και περισσότερο!

+Η προσέγγισή σου, ότι επέλεξες να αφηγηθείς στον κόσμο που δημιούργησες τη συγκεκριμένη ιστορία.

+Όλα ήταν ξεκάθαρα στο τέλος. Νομίζω δηλαδή.

 

Τι δε με ενθουσίασε:

– Η χρήση παρενθέσεων σε σημεία, καθώς κι οι απότομες διακοπές της αφήγησης (π.χ. …όσο για τα μακριά τραπέζια με- (αλλαγή παραγράφου) Ξάφνου…). Δεν είναι κακή ως μέθοδος, κάνει τη γλώσσα πιο ζωντανή, αναμειγνύει εικόνες με σκέψεις. Μου άρεσε στην αρχή. Αλλά μετά μου φάνηκε ότι παραχρησιμοποιήθηκε. Βέβαια είναι πολύ ταιριαστό για την ιστορία.

 

– Ίσως να ήθελα λίγο πιο σύντομη τη διαδρομή, ή με λίγα περισσότερα απρόοπτα (εντωμεταξύ εγώ θεώρησα ότι ο κόκκινος σκορπιός ήταν κάποιο άλλο ζώο, ερπετό, που το ονόμαζαν εκεί πέρα σκορπιό, επειδή τους το θύμιζε. Δηλαδή δε νομίζω ο nikosal να μην ήξερε ότι δεν είναι ερπετά οι σκορπιοί). Κάτι για να κάνει πιο αξιομνημόνευτη τη διαδρομή.

 

Βέβαια τα παραπάνω είναι πταίσματα (εξαιτίας του υψηλού ανταγωνισμού τα αναφέρω κι εγώ).

 

Μπράβο! Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Εγώ νόμιζα ότι θα έλεγες ότι για έμπνευση είχες το δίηγημα του Ray Bradbury: All summer in a day. Ειδικά η ατμόσφαιρα  στο πρώτο μέρος μου το θύμισε αρκετά. Ο τρόπος που δίνεις τις πληροφορίες για τον κόσμο πιστεύω ότι είναι ιδανικός και κυλάει πολύ καλά η ιστορία. Πιστεύω ότι άφησες ανεκμετάλλευτη την τηλεπαθητικό γάτα. Και όπως έγραψες για την καταστροφή στην αρχή και για τον μπαμπά νόμιζα ότι ήταν κάτι πολύ πιο τραγικό. Όλα αυτά λόγω του παρακάτω quote

Μια μεγάλη καταστροφή είχε συμβεί και ο πατέρας της, αν και ήταν καλά (αυτό το ρώτησε τρεις φορές για να βεβαιωθεί), δεν θα γύριζε σπίτι το βράδυ.

Άρα τι είδους καταστροφή ήταν που δεν επηρεάσε τον πατέρα της και παρόλαυτα ήταν δίπλα του ώστε να την επισκευάσει;

Μ' άρεσε πολύ το τέλος και έδειξε κάτι για τη φαντασία των παιδιών που κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν μια ιστορία στη Γη αλλά με πολλά φανταστικά στοιχεία. Έχω ακούσει ότι οι συγγραφείς όταν αποκτούν παιδάκια κάπως μαλακώνουν στη γραφή και γίνονται πιο γλυκοί και προστατευτικοί.. Απ΄ότι φαίνεται αληθεύει εδώ!

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη και γλυκιά ιστορία.

 

Ξεκινάει κάπως αδύνατα και συνεσταλμένα, αλλά μετά παίρνει φόρα.

 

Πολύ ιδιαίτερος ο τρόπος αφήγησης, που ταιριάζει απόλυτα στη Χριστίνα.

 

Φλερτάρει λίγο με τον τρόμο. Εκείνον τον αδιευκρίνιστο/παράλογο φόβο, που, ποιος ξέρεις, μπορεί και να 'ναι αληθινός. Όπως όταν πεταγόμαστε, όταν ένα ζουζούνι πετάξει δίπλα στο αφτί μας.

 

Για τις προτάσεις στις παρενθέσεις να πω κι εγώ ότι μου φάνηκαν περισσότερες απ' όσες έπρεπε. Κάνουν τη δουλειά τους, αλλά ήθελαν λίγο περισσότερο μέτρο.

 

Και για να πω το παράπονό μου,

 

 

περίμενα να γίνει κάτι πιο ζόρικο στο τέλος. Να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες αυτού του νέου κόσμου.

 

 

 

Παρόλ' αυτά, μου άρεσαν οι εξηγήσεις που δόθηκαν στο τέλος κι είναι αυτές που δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του διηγήματος.

Link to comment
Share on other sites

Εγώ νόμιζα ότι θα έλεγες ότι για έμπνευση είχες το δίηγημα του Ray Bradbury: All summer in a day. Ειδικά η ατμόσφαιρα  στο πρώτο μέρος μου το θύμισε αρκετά. 

 

Ναι. Αυτό.

 

Αρκετά καλή γραφή, αλλά υπερβολικά απλή ιδέα και πλοκή. Καλές οι ανατροπές σε σχέση με τον χρόνο και τον χώρο, όταν στο τέλος η κατάσταση μπαίνει στη σωστή κλίμακα, όμως δεν αρκούν για ν' απογειώσουν την ιστορία. Εγώ βλέπω εδώ κάποιον που έχει τις δυνατότητες να γράψει αξιοπρεπώς, αλλά δεν έχει καθίσει να στρωθεί και να στύψει το μυαλό του στην πλοκή, ακριβώς επειδή δεν έχει γράψει αρκετές φορές μέχρι τώρα. Ίσως επειδή είναι πολύ απασχολημένος με διάφορα αναγνωστικά και τηλεοπτικά projects κάθε φορά. :-)

Link to comment
Share on other sites

Το πιο αισιόδοξο από τα τρία διηγήματα! Στην ουσία, δεν είναι "ο πλανήτης που αφήσαμε πίσω", αλλά "ο πλανήτης που βρήκαμε, η νέα ζωή μας" και "όλα θα πάνε καλά". Η περιπέτεια της Χριστίνας πολύ πραγματική, αν και, κατά τη γνώμη μου, μιλάει σαν μεγάλο παιδί (σε γήινα χρόνια), κάτι που με μπέρδεψε λίγο. Στον καινούργιο πλανήτη αναπτύσσονται πνευματικά γρηγορότερα; Λόγω... εεε, δεν ξέρω; Είναι αληθινή απορία μου, καθώς είμαι τελείως άσχετη στα θέματα αυτά (ο γιος σου θα με δίδασκε ένα-δυο-εκατό πραγματάκια...) Αν και, μάλλον έχει λογική κάποτε οι άνθρωποι να μεγαλώνουν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τώρα, ήδη δηλαδή τα παιδιά είναι κατά πολύ εξυπνότερα από ό,τι πριν μία γενιά, και αυτό το άκουγα και όταν ήμουν κι εγώ παιδί.

 

Ευχαριστώ για το κείμενο στο σπόιλερ! Ακόμη καλύτερο και από το διήγημα.

 

 

 


Τεχνική λεπτομέρεια: ο σκορπιός δεν είναι ερπετό, είναι αρθρόποδο.

 

Μπορώ να απαντήσω στη θέση του συγγραφέα; Ε; Μπορώ, ε;

 

Αφηγήτρια είναι ένα κοριτσάκι. :)

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιδέα και αισιόδοξη (αυτά που μας φαίνονται επικίνδυνα και μεγάλες αποστάσεις είναι λόγω οπτικής γωνίας) και πρωτότυπη για μετακαταστροφικό διήγημα. Μου θύμισε διάφορα κείμενα όπου ο συγγραφέας διηγείται την παιδική του ηλικία και πώς του φαινόταν πχ ολόκληρη ζούγκλα ένας κήπος, ενώ όταν τον επισκέφτεται αργότερα, ενήλικος, απορεί με το πόσο μικρός είναι στην πραγματικότητα.

Η γλώσσα δε με έπεισε και τόσο, σαν κάπως "επιστημονικά" να μιλάει η Χριστίνα για τόσο μικρό παιδί. Η γλώσσα του πατέρα, αντίθετα, μου φάνηκε αρκετά ρεαλιστική.

Τα άλλα παιδιά, που είναι μικρότερα από τη Χριστίνα και παρ'όλα αυτά αγγίζουν και βασανίζουν σκορπιούς, πόσο μικρά είναι, δηλαδή; Αφού η Χριστίνα είναι μόνο πέντε χρονών και δεν πηγαίνει να παίξει μαζί τους λόγω "διαφοράς ηλικίας", πα να πει ότι αυτά είναι 2-3 χρονών; Και δε φοβούνται τα εξωγήινα έντομα/ερπετά/αρθρόποδα;

Επίσης, για τόσο μικρό παιδί, σαν να έχει πολλές αναμνήσεις από τη Γη και τις θυμάται πολύ ξεκάθαρα. Εγώ δε θυμάμαι τίποτα απολύτως πριν τη χρονιά που έκλεισα τα έξι.

Όμορφο και καλογραμμένο, αν και ελάχιστα φιλόδοξο.

Link to comment
Share on other sites

Ως προς τις αναφορές θα συμφωνήσω απόλυτα για το 'All Summer in a Day' καθώς και εμένα εκείνο μου θύμισε αρχικά.

 

Μία τόσο όμορφη ιστορία... Και για να δαιφωνήσω με τον mman παραπάνω: φυσικά υπάρχει πλοκή! Που είναι η απλή ιστορία ενός κοριτσιού 12 χρονών που πηγαίνει φαγητό στον πατέρα της (αλλά που τελικά είναι 5 χρονών όπως μαθαίνουμε στο τέλος.) Υπάρχει και ανατροπή σε σχέση με τα κλασικά μοτίβα της λογοτεχνίας: δεν υπάρχει κακός λύκος στην ιστορία.

 

Η ατμόσφαιρα της ιστορίας είναι εξαιρετική. Οι περιγραφές του εξωγήινου κήπου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού πολύ όμορφες. Το παιχνίδι με την ηλικία ιδιαίτερα πετυχημένο καθώς εμένα με έπεισε απολύτως ότι πρόκειται για ένα παιδί πέντε χρονών (που όμως θα μπορούσε να είναι δώδεκα αν βασιζόμασταν μόνο στην αντίληψη του.)

 

Ένα διήγημα που μ' άρεσε πολύ για την απλότητα του και για τα πολλά πράγματα που είχε να πει. :asmile:

Link to comment
Share on other sites

Γλυκιά ιστορία. Πραγματικά πολύ τρυφερή και ευαίσθητη. Ειπωμένη σαφώς από έναν άνθρωπο που έχει σκύψει πάνω από τους φόβους και τις ανησυχίες των παιδιών κι έχει μπορέσει να τους μεταφέρει με πολύ επιτυχημένο τρόπο στο κείμενο. Ωραίες οι σκέψεις της μικρής Χριστίνας, που γίνονται ακόμα καλύτερες όταν φτάνουμε στη χρονική ανατροπή του τέλους και καταλαβαίνουμε την πραγματική της ηλικία – αν και είμαι σίγουρη ότι και πολλά δωδεκάχρονα παιδιά (και κάποιοι ακόμα μεγαλύτεροι) θα είχαν ανάλογους φόβους, πόσο μάλλον σ’ ένα ξένο περιβάλλον.

Τελειώνει με μια επίγευση νοσταλγίας. Και ίσως και μια λαχτάρα για ταξίδια στο διάστημα, για άγνωστους πλανήτες, για ανεξερεύνητους κόσμους, για την αίσθηση του θαυμαστού.

Το μόνο ψεγάδι που βρίσκω σε σχέση με το θέμα ήταν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει η ιστορία και χωρίς να έχει γίνει η καταστροφή του μητρικού πλανήτη, κάτι που μάλιστα το λέει και ο ίδιος ο πατέρας όταν μιλάει για τα καύσιμα και το one-way ticket προς τον πλανήτη.

Edited by Tiessa
Link to comment
Share on other sites

Το μόνο ψεγάδι που βρίσκω σε σχέση με το θέμα ήταν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει η ιστορία και χωρίς να έχει γίνει η καταστροφή του μητρικού πλανήτη, κάτι που μάλιστα το λέει και ο ίδιος ο πατέρας όταν μιλάει για τα καύσιμα και το one-way ticket προς τον πλανήτη.

 

 

Καταστροφή του μητρικού πλανήτη;

Link to comment
Share on other sites

 

Το μόνο ψεγάδι που βρίσκω σε σχέση με το θέμα ήταν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει η ιστορία και χωρίς να έχει γίνει η καταστροφή του μητρικού πλανήτη, κάτι που μάλιστα το λέει και ο ίδιος ο πατέρας όταν μιλάει για τα καύσιμα και το one-way ticket προς τον πλανήτη.

 

 

Καταστροφή του μητρικού πλανήτη;

 

 

ΟΚ. Να το θέσω πιο σωστά: όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, είχα θεωρήσει δεδομένο ότι βρίσκονταν εκεί επειδή η Γη είχε καταστραφεί. Στην πορεία κατέληξα ότι αυτό δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε και γεγονός. Είτε είχε είτε δεν είχε γίνει λοιπόν κάποια καταστροφή, για τους αποίκους ήταν το ίδιο. Αυτό εννοώ.

Link to comment
Share on other sites

Να γράψω λοιπόν δυο λόγια για τα σχόλια που κάνατε στην ιστορία. Πρώτα από όλα, φυσικά, ευχαριστώ που διαβάσατε και σχολιάσατε. Για αυτό ζει ο συγγραφέας!
 
Πάμε τώρα: σκορπιός, αρθρόποδο και όχι ερπετό. Σωστή παρατήρηση -και ναι, μου ξέφυγε! Αλλά... οκ, μη δίνετε τόση σημασία. Ας πούμε ότι ο σκορπιός είναι πράγματι ερπετό στον πλανήτη με τον κόκκινο ήλιο, μοιάζει με φίδι, έχει και κεντρί, θυμίζει γήινο σκορπιό (όπως λέει ο Μορφέας). Άλλος πλανήτης, άλλη πανίδα, άλλες οικογένειες και ομοταξίες... Δεύτερη εξήγηση: Μην περιμένετε από ένα παιδί να πει «γεμίσαμε αρθρόποδα!» χεχε
 

Εγώ νόμιζα ότι θα έλεγες ότι για έμπνευση είχες το δίηγημα του Ray Bradbury: All summer in a day. Ειδικά η ατμόσφαιρα  στο πρώτο μέρος μου το θύμισε αρκετά.


Μπορεί υποσυνείδητα. Δεν πέρασε από το μυαλό μου το διήγημα αυτό όταν έγραφα.
 

Άρα τι είδους καταστροφή ήταν που δεν επηρέασε τον πατέρα της και παρ' όλα αυτά ήταν δίπλα του ώστε να την επισκευάσει;

 
Καμία καταστροφή δεν συνέβη. Κάποιο μηχάνημα χάλασε και η μαμά είπε στη Χριστίνα «ο μπαμπάς θα μείνει αργά να το επισκευάσει». Στο μυαλό της μικρής όμως, που θυμηθείτε, έχει βρεθεί σε ένα τελείως νέο περιβάλλον (σκεφτείτε τι σημαίνει για να ένα παιδί να αλλάξει σχολείο... άντε τώρα να αλλάξει πλανήτη!) οι διαστάσεις που παίρνουν αυτού του είδους οι πληροφορίες είναι εξωπραγματικές. Και αν ήμουν εντός θέματος, αυτό το οφείλω στον κόσμο και στο μυαλό της μικρής μου ηρωίδας!
 

Πιστεύω ότι άφησες ανεκμετάλλευτη την τηλεπαθητικό γάτα.

 
Την αξιοποίησα όσο μου χρειαζόταν. Εννοείται, δεν υπήρχε καμία γάτα εκεί κοντά αλλά και αν υπήρχε, δεν είχε... τηλεπαθητικές δυνάμεις:
 

Μπορούσαν να μιλάνε τα ζώα του πλανήτη στο μυαλό των ανθρώπων; Τώρα, όλα -ακόμα και αυτό!- της φαίνονταν δυνατά.

 

Αρκετά καλή γραφή, αλλά υπερβολικά απλή ιδέα και πλοκή.

 
Μιχάλη, δεν θα αντικρούσω αυτό που λες, καθώς ο αναγνώστης έχει πάντα δίκιο (έτσι είναι!) αλλά ο καθένας έχει το ύφος και το στιλ του. Μπορώ να σου πω ότι έχω διαβάσει δεκάδες εξαιρετικά ελληνικά διηγήματα όπου λίγο πολύ... δεν γίνεται τίποτα. Πχ. αρκετά του αγαπημένου μου Δημήτρη Χατζή (μιλάω για το θέμα της πλοκής, ε; Δεν... συγκρίνω τον εαυτό μου με το Χατζή)
 

Τα άλλα παιδιά, που είναι μικρότερα από τη Χριστίνα και παρ'όλα αυτά αγγίζουν και βασανίζουν σκορπιούς, πόσο μικρά είναι, δηλαδή;

 
Δεν είναι μικρότερα, είναι μεγαλύτερα.
 

Κάποιες φορές χρειαζόντουσαν έναν τέταρτο για να κάνουν ζευγάρια, και άλλοτε τους είχε κάνει τη χάρη παρά τη διαφορά ηλικίας.


Γράφω δηλ. απλώς ότι είχαν διαφορά ηλικίας.

Και τέλος, όπως ήδη απάντησα στη Βάσω, δεν έχει γίνει καμία καταστροφή στη Γη, για αυτό εξάλλου περιμένουν σε λίγους μήνες και τη δεύτερη φουρνιά από αποίκους. Είπαμε, το post apocalyptic στοιχείο βρίσκεται μόνο στο μυαλό της μικρής μου.
 

Το μόνο ψεγάδι που βρίσκω σε σχέση με το θέμα ήταν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει η ιστορία και χωρίς να έχει γίνει η καταστροφή του μητρικού πλανήτη, κάτι που μάλιστα το λέει και ο ίδιος ο πατέρας όταν μιλάει για τα καύσιμα και το one-way ticket προς τον πλανήτη.

 

Οπότε να υποθέσω, κανένα ψεγάδι;

 

...αστειεύομαι!

Link to comment
Share on other sites

Ναι, το σκέφτηκα κι εγώ αυτό, αλλά λέει "άλλοτε τους είχε κάνει τη χάρη, παρά τη διαφορά ηλικίας", άρα πώς μπορεί να εννοεί ότι είναι μεγαλύτερα; Συνήθως ένα μεγαλύτερο "κάνει τη χάρη" σε ένα μικρότερο να παίξει μαζί του και όχι το αντίθετο. Αν και ομολογώ ότι δε μου είναι ξεκάθαρο τι εννοεί εκεί, τι χάρη τους έκανε συνήθως.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..