DinoHajiyorgi Posted May 25, 2014 Share Posted May 25, 2014 Άκουσε την καμπάνα να χτυπάει γρήγορα, σα να ξεσήκωνε συναγερμό. Ή μήπως ανάγγειλε χαρμόσυνα νέα; Στην πραγματικότητα άκουγε την καμπάνα να χτυπάει για πρώτη φορά. Στην απόλυτη ησυχία του κόσμου που ζούσε, από μόνος του εκείνος ο ήχος ξυπνούσε έναν πανικό στις αισθήσεις της. Κάτι είχε αλλάξει, κάτι πρέπει να συνέβαινε. Άφησε κάτω τα πινέλα της, γύρισε την πλάτη στις ζωγραφιές της και έτρεξε έξω στην βεράντα να δει. Οι υπόλοιποι άποικοι έτρεχαν ήδη στα σκονισμένα δρομάκια προς την πλατεία. Δεν ήταν πολλοί, μπήκε ανάμεσα τους και ακολούθησε, όλοι τους ένα υπάκουο κοπάδι που ανταποκρινόταν στο κάλεσμα. Σε ένα λεπτό είχαν φτάσει στο πάρκο που αντίκριζε την εκκλησία. Το σκηνικό πλαισιωνόταν από το Σκότσντεηλ, μια μικρή κοινότητα από πέτρινα κουκλόσπιτα. Ο παπάς και ο Δήμαρχος τους περίμεναν εκεί, χαμογελούσαν, και τα χαμόγελα τους μεταδίδονταν στον μαζεμένο κόσμο. Κάποιοι έδειχναν προς τον απογευματινό ουρανό, οι περισσότεροι όμως έστρεφαν τα βλέμματα τους πάνω της, στην Άρτεμη. «Έρχεται ο Μάντοκ» ακούστηκε από κάποιον. Ένιωσε μια ξαφνική αδυναμία στα γόνατα της. Η κυρία Μέρεντιθ, η ηλικιωμένη φουρνάρισσα, την άρπαξε από το μπράτσο και την ταρακούνησε χαρούμενη. «Έρχεται ο Βιλ» της είπε, σαν επιβεβαίωση. Η Άρτεμις γύρισε και κοίταξε το πέτρινο άγαλμα στο κέντρο της πλατείας, του αστροναύτη Βιλ Μάντοκ, λες και περίμενε ότι θα το έβλεπε ξαφνικά να απουσιάζει από το βάθρο του. Αισθάνθηκε σαν χαζή και της ξέφυγε ένα χαμόγελο. Το άγαλμα όμως ήταν στη θέση του, όρθιο και χαμογελαστό, ατενίζοντας προς το καμπαναριό της Αγίας Ελένης, με το σκάφανδρο παραμάσχαλα, και το ρομποτάκι Τικ στα πόδια του. Το έργο το είχε φιλοτεχνήσει ο κύριος… ξαφνικά δεν θυμόταν το όνομα του καλλιτέχνη, ήταν όμως σίγουρη ότι τον ήξερε κάποτε. Στη βάση του αγάλματος, με εισαγωγικά, έγραφε «Θα επιστρέψω.» Η Άρτεμις σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό, ακολούθησε τα δάχτυλα που έδειχναν, και είδε τη λάμψη από την εξάτμιση του Μορφέα στην τροχιά του πλανήτη. Εκείνη τη στιγμή φάνταζε σαν άλλο ένα αχνό αστέρι στον πρωινό ουρανό. Ο πομπός στο ταχυδρομείο όμως είχε αρχίσει να εκπέμπει αναμφισβήτητα την άφιξη του σκάφους. Ήταν σαν ψέματα. Είχαν περάσει… πόσα χρόνια άραγε; Είχε συνηθίσει να ζει με την ελπίδα και τώρα δεν μπορούσε να το πιστέψει λες και η ίδια η προσμονή της ήταν προσποιητή. Πίσω στο σπίτι της, στο μικρό στούντιο της, οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πορτρέτα του. Πλέον αντέγραφε τα πρώτα σκίτσα της για να τον απεικονίζει, κάθε καμβάς και μια λέξη που της ψιθύρισε, μια έκφραση που ίσως πήρε ή που εκείνη φαντασιωνόταν. Έτσι, με τα χρώματα της παλέτας της τον έβλεπε και στα όνειρα της, σαν ψεύτικο. Δεν θυμόταν ακριβώς το καθεαυτό πρόσωπο ή τη φωνή του. Ήξερε ότι την είχε φιλήσει τη μέρα που έφυγε, είχε χάσει όμως κάθε αίσθηση των φιλιών του. Της είχε υποσχεθεί ότι θα επέστρεφε για εκείνη. Τον είχε πιστέψει και περνούσε τον καιρό της ατενίζοντας τον ουρανό, με ένα τεράστιο κενό στην καρδιά της που περίμενε με πόνο να γεμίσει, να ολοκληρωθεί. Μετά ερχόταν εδώ, καθόταν στο παγκάκι της πλατείας και κοίταζε για ώρες το άγαλμα του, παρακαλώντας το να ζωντανέψει. Η Πλατεία Ελευθερίας είχε το άγαλμα στο κέντρο της, δίπλα σε ένα μικρό σιντριβάνι, κυκλωμένο από παρτέρια και άλλα παγκάκια. Ήταν σίγουρη ότι τον καιρό που ο Βιλ ήταν εδώ, όταν ερχόντουσαν μαζί, πιασμένοι αγκαζέ, πριν το άγαλμα, το σιντριβάνι είχε νερό από το οποίο ξεδιψούσαν πουλάκια. Και τα παρτέρια ήταν φορτωμένα με πολύχρωμα λουλούδια και δέντρα. Είχε καιρό να δει πουλιά τελευταία και τα παρτέρια είχαν πια μόνο χώμα. Ο Βιλ ήταν αγαπητός σε όλη την κοινότητα, ήταν το ορφανό αγόρι που είχαν υιοθετήσει οι κάτοικοι, το αγόρι που έγινε άντρας και που είχε εξελιχθεί σε αρχηγό και ιδρυτή της αποικίας τους. Για την Άρτεμη όμως ήταν ο παιδικός της φίλος που τελικά αποδείχτηκε ο έρωτας της ζωής της. Του είχε εξομολογηθεί τον έρωτα της πρώτη, κάτι που τον είχε ξαφνιάσει σίγουρα. Αυτό ήταν σίγουρη ότι το θυμόταν. Ευτυχώς τα συναισθήματα είχαν αποδειχτεί αμοιβαία. Έζησαν τα τρία καλύτερα χρόνια της συνύπαρξης τους και μετά εκείνος είχε φύγει για τα άστρα. Ήταν μεγάλη ανάγκη, της είχε πει. Για το καλό της κοινότητας. Δεν την ένοιαζαν οι λεπτομέρειες. Της έλειπε εκείνος. Την πονούσε η απουσία του. Όλοι στο Σκότσντεηλ περίμεναν την επιστροφή του, κανείς όμως όσο η ίδια. Όταν πλέον είδαν την άκατο ευδιάκριτη στον ουρανό, δεν έλειπε κανείς τους από την πλατεία. Είχαν προλάβει να στήσουν τα τραπέζια, τις ψησταριές και τα μουσικά όργανα. Η Άρτεμις είχε καθίσει στο «παγκάκι τους», φανερά αναστατωμένη και περίμενε. Δεν ήξερε γιατί αισθανόταν έτσι. Αυτή η ταραχή ήταν αδικαιολόγητη, έλεγε στον εαυτό της, έπρεπε να δείχνει έναν κάποιο ενθουσιασμό, σαν τους άλλους, αλλά και πάλι, πότε είχε αγαπήσει ξανά για να ξέρει; Οι κάτοικοι της μικρής πόλης ζούσαν ευδιάθετοι την μικρή τους γιορτή και ήταν λες και είχαν προβάρει την άφιξη αμέτρητες φορές. Τραγουδούσαν παλιά, ξεχασμένα τραγούδια και χόρευαν. Είχαν αφήσει την μία γωνία της πλατείας κενή γιατί ήταν σίγουροι ότι εκεί θα προσγειωνόταν η μικρή άκατος. Ο Δήμαρχος έπινε χαρούμενος κόκκινο κρασί και είχε όλο του το καλωσόρισμα δουλεμένο στο κεφάλι του. «Τι μέρα! Τι μέρα η σημερινή!» έλεγε και ξανάλεγε. Οι τυπικότητες είχαν μικρή σημασία, ο Βιλ ήταν δικό τους παιδί, και όλοι ανεξαιρέτως ήξεραν ότι ερχόταν για την Άρτεμη του. Σε λίγο άκουσαν ξεκάθαρα τον βόμβο της μηχανής και η μεταλλική σφαίρα πέρασε ξυστά από τη μύτη του καμπαναριού. Άφησαν χαρούμενα επιφωνήματα και κραύγασαν τον ενθουσιασμό τους. Η άκατος αιωρήθηκε για λίγο πάνω από την πλατεία. Η Άρτεμις πετάχτηκε όρθια σφίγγοντας τις γροθιές πάνω στο στήθος της. Ξαναζούσε τη μέρα που η ίδια αυτή ασημένια σφαίρα είχε πάρει τον Βιλ της και είχε ανηψωθεί στον ουρανό, προς τον Μορφέα που περίμενε στα όρια της ατμόσφαιρας τους. Με δάκρυα στα μάτια του είχε ζητήσει να την πάρει μαζί του. Το είχε σκεφτεί αρκετές φορές, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα έσπαγε, δεν θα του έκανε δύσκολη την αποχώρηση, αλλά εκείνη την τελευταία στιγμή δεν είχε αντέξει. Φλεγόταν το είναι της. Και το μετάνιωσε αμέσως γιατί το είδε στο βλέμμα του. Τον είχε φέρει σε δυσάρεστη θέση. Μαζεύτηκαν γύρω από το σημείο προσγείωσης ενθουσιασμένοι και περίμεναν. Φώναζαν το όνομα του. Η άκατος χαμήλωσε απαλά, χωρίς καν να σηκώσει την παραμικρή σκόνη και πάτησε τα τρίποδα του στο λευκό σαν κιμωλία έδαφος. Έπεσε μια ξαφνική σιωπή από τον κόσμο και με ένα σφυριχτό ξεφύσημα ανασηκώθηκε η μικρή πορτούλα της ακάτου. Το άνοιγμα ήταν χαμηλά στη σφαίρα, και με μια δρασκελιά βγήκε πρώτο το ρομποτάκι Τικ και από πίσω ακολούθησε εκείνος. Το δίποδο τι-άι-κέι είχε μια πρασινωπή θωράκιση που το έκανε να λάμπει σαν σκαραβαίος κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Κάτω από τις διόπτρες του προσώπου είχε μόνο μια σχισμή για στόμα, μια άκαμπτη γραμμή, από όπου του ξέφευγαν κάποια ακανόνιστα τιτιβίσματα. Από πίσω, η στολή του αστροναύτη στεκόταν αμήχανα μπροστά στη μάζωξη, τα χαρακτηριστικά του φορέα της καλυμμένα από το σκάφανδρο. Και όλοι συνέχισαν να αναμένουν σιωπηλά και ανυπόμονα. Ήταν η στιγμή που ένιωθαν ότι ερχόταν. Η Άρτεμις κράτησε τον εαυτό της κρυμμένη πίσω από τους άλλους, με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Ξαφνικά δεν ένιωθε έτοιμη να πάρει τον ρόλο της στη σκηνή. Περίμενε εκείνον να κάνει πρώτος την κίνηση του. Ο αστροναύτης έπιασε το κολάρο του και το γύρισε δύο φορές. Απελευθέρωσε την κάσκα από τους ώμους του, τη σήκωσε και την άφησε να πέσει στο έδαφος. Ένα ελαφρό αεράκι έσπρωξε το ξανθό τσουλούφι στο μέτωπο του. Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο κουρασμένο πρόσωπο του Βιλ Μάντοκ. «Πόσοι λίγοι μείνατε» πρόλαβε να μουρμουρίσει πριν ξεσπάσει το πλήθος σε επευφημίες και τρέξει να τον αγκαλιάσει. Ήταν ο Βιλ Μάντοκ και είχε επιστρέψει ανάμεσα τους. Δεν ήταν άγνωστοι θαυμαστές όλοι αυτοί. Ήξερε τον καθένα τους χωριστά, και τους πενήντα έξι που αντίκριζε τώρα, είχαν παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του. Το βλέμμα του όμως έψαχνε για εκείνη, ειδικά εκείνη, και δεν άργησε να την ανακαλύψει. Κλείδωσε η ματιά της Άρτεμις στη δική του και έμειναν να κοιτάζονται, υπομένοντας αυτές τις λίγες στιγμές που μετρούσαν αντίστροφα, μέχρι να τελειώσει με τους υπόλοιπους. Το γνώριζαν όμως και οι συμπολίτες της που ξαφνικά έκαναν στην άκρη και άνοιξαν έναν διάδρομο ανάμεσα σε εκείνον κι εκείνη. Το περίμεναν το αγκάλιασμα που ξεσήκωσε τις ενθουσιώδεις κραυγές τους. Πρόσεξε τις αλλαγές. Υπήρχε εξάντληση στο βλέμμα του. Λευκόξανθες τούφες στους κροτάφους του, νέες ρυτίδες στο μέτωπο του. Ένας αδιόρατος, βαθύς πόνος. Και ο τρόπος που την κοίταζε, ποτέ δεν την είχε κοιτάξει με τόση τρυφερότητα. «Ήρθες» του ψέλλισε. «Ήρθα και δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά» της απάντησε. Μοιράστηκε ένα μπουκάλι κρασί με τη μάζωξη πριν πάρει την Άρτεμη από το χέρι για να πάνε στο σπιτάκι τους. Όπως παλιά, τον καιρό που ζούσε ανάμεσα τους. Και ξαφνικά ήταν σαν να μην είχε φύγει ποτέ του. Τα χρόνια που έλειπε ξεχάστηκαν, έσβησαν από την συνείδηση όλων. Του τραγούδησαν, του χόρεψαν, η κυρία Μέρεντιθ του έφερε τα μάφινς που του άρεσαν τόσο. Ο κύριος Δήμαρχος του έκανε νόημα να περάσει όποτε μπορέσει από το γραφείο του να τα πούνε και ο παπάς τους υπενθύμισε ότι θα περιμένει να τους δει την Κυριακή στην εκκλησία. Φεύγοντας από την πλατεία ο Βιλ πρόσεξε το άγαλμα του. «Αυτό δεν το ξανάδα» είπε. Η Άρτεμις βρήκε την δήλωση του περίεργη, αλλά δεν το έκανε θέμα. Βιάζονταν και οι δύο. Πόσο ασύγκριτα βαθιά είναι η πείνα της καρδιάς, πόσο λαίμαργη η σάρκα, αχόρταγη στα χάδια, στην ανατριχίλα που χαρίζουν τα υγρά φιλιά, τα σκόρπια δαγκώματα, στις ζεστές ανάσες και τα σφιχτά αγκαλιάσματα. Αναστέναζε με το όνομα του, της απαντούσε με το δικό της, και όταν πια είχαν κλειδώσει τα κορμιά τους, εκεί έμειναν, ακίνητοι, μη χαθεί σαν οπτασία ή ψευδαίσθηση η στιγμή. Βρίσκονταν και οι δύο στο ευτυχισμένο τους σημείο και πεισμωμένοι δεν ήθελαν να το χάσουν με τίποτα. «Κι αν χρειαστεί να φύγεις πάλι;» τον ρωτούσε. «Όχι, δεν θα σε αφήσω ποτέ πια» της υποσχόταν. Ξύπνησε και για λίγο νόμισε ότι τα είχε ονειρευτεί όλα. Δεν ήταν ξαπλωμένος δίπλα της, αλλά στεκόταν στο γωνιακό παράθυρο και στόχευε ένα μηχάνημα προς τον νυχτερινό ορίζοντα. Η χαμηλή σελήνη χρωμάτιζε γαλάζιο το δέρμα του, τον έκανε να μοιάζει με φάντασμα. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε. «Μια καταγραφή της τοξικότητας της ερήμου, τίποτα το σημαντικό. Φυσάει νοτιάς σήμερα και οι ενδείξεις είναι πεσμένες» της απάντησε. «Μην ανησυχείς.» Θυμήθηκε τον παλιό καιρό, τις πρώτες μέρες της αποικίας. Ήταν συνέχεια απασχολημένος με την κατάσταση του πλανήτη. Καμιά φορά την έπαιρνε μαζί του σε μακρινές εκδρομές, στα «πικ-νικ» όπως τα αποκαλούσε. Έβρισκε σπηλιές ή πηγάδια, κάποια ρυάκια ή θάμνους και επεξεργαζόταν με τα μηχανήματα του τα πάντα. Αργά το βράδυ έστηνε την κεραία για να μεταδώσει τα ευρήματα του «σε αυτούς που πρέπει.» Δεν της έλεγε πολλά για την δουλειά του, αλλά κι εκείνη δεν ενδιαφερόταν. Μόνο εκείνος είχε σημασία. Όταν τέλειωνε με τις συσκευές του, είχε επιτέλους την προσοχή του. Του άρεσε να θυμάται τα παλιά, να συζητά τα παιδικά τους χρόνια στο άλλο «Σκότσντεηλ», εκείνο στη Γη. Εκείνη θυμόταν καλά τη μέρα που έχασε τον παιδικό της φίλο. Είχε την εικόνα του τότε, ένα αγόρι φουρκισμένο, που είχε σταθεί όρθιο μπροστά της και δείχνοντας τη τον ουρανό είχε πει «Εγώ μια μέρα θα φύγω για τα άστρα!» Και εκεί και τότε είχε συμβεί, κοιτάζοντας το πεισμωμένο κάτω χείλος του να καλύπτει το πάνω, που ήξερε ότι τον αγαπούσε και δεν ήθελε να τον χάσει. «Δεν ανησυχώ» του απάντησε τώρα. Έσυρε το χέρι της πάνω στο σεντόνι δίπλα της. «Έλα κοντά μου» του είπε. Εκείνος έκλεισε το παράθυρο, άφησε το μηχάνημα δίπλα στη στολή του και σύρθηκε κάτω από τα σεντόνια προς το μέρος της. Η αγκαλιά του ήταν σκληρή και τρυφερή ταυτόχρονα, το πάθος του θερμό και οι αναστεναγμοί του απελπισμένοι. «Συγχώρεσε με» του ξέφυγε μέσα από τις βιαστικές του ανάσες. Κι όταν τον ρώτησε τι εννοούσε, «τίποτα» της αποκρίθηκε. Δεν μίλησαν άλλο. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται, μέχρι να τους πάρει ξανά ο ύπνος. Τα ντουλάπια στην κουζίνα της και το ψυγείο ήταν άδεια. Στη διάρκεια της νύχτας είχε στείλει την άκατο με τον Τικ στο μητρικό σκάφος. Όταν σηκώθηκαν το πρωί είχαν προμήθειες για να πάρουν μαζί ένα συνηθισμένο πρωινό, ένα καθημερινό απλό γεύμα, με αβγά, μπέικον και καφέ, όπως το φαντάζονταν στα όνειρα που έκαναν πριν, όταν συζητούσαν πως θα ήταν ο γάμος τους. Με τα χέρια τους απλωμένα πάνω στο τραπέζι κρατούσαν τώρα ο ένας τον άλλον. «Θέλω να μαγειρεύω για σένα» του είπε. «Θα γίνει και αυτό.» «Γιατί δείχνεις λυπημένος; Πες μου. Σε μένα μπορείς να πεις τα πάντα.» Κοίταξε τα δάχτυλα της. Σήκωσε τα χέρια της στα χείλη του και τα φίλησε με λατρεία. Της έδειξε τα σημάδια που είχε στα νύχια της. «Πόσο καιρό τα έχεις αυτά;» Ανασήκωσε τους ώμους της. Δεν ήξερε. Δεν τα είχε προσέξει πριν. «Γιατί;» τον ρώτησε. «Δεν έχει σημασία» της είπε. Μετά την κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να σου πω κάτι και θέλω να με πιστέψεις. Όταν μπήκα στο διαστημικό πρόγραμμα και δέχτηκα αυτή την αποστολή, δεν πίστευα ότι υπήρχε κάποιος που με αγαπούσε. Αν το ήξερα, δεν θα το είχα δεχτεί ποτέ μου. Δεν θα έφευγα. Ήταν και το όλο κλίμα, θυμάσαι πως ήταν τότε στη Γη;» Η Άρτεμις κατσούφιασε προσπαθώντας να θυμηθεί. Της έρχονταν εικόνες σαν από κάποιο όνειρο. Θυμόταν φοβισμένα πρόσωπα και μια γυναίκα που έκλαιγε. Ίσως ήταν η μητέρα της. «Έλαβα σήμα από τη Γη» της είπε ο Βιλ. «Επιθανάτιο ρόγχο θα το έλεγα. Δεν υπάρχει πια Γη για να επιστρέψουμε. Τέλειωσαν εκεί όλα.» «Εμείς όμως; Εμείς θα είμαστε εντάξει;» Του ξέφυγε ένα πικρό χαμόγελο. Κούνησε το κεφάλι του. «Εμείς θα είμαστε εντάξει» της είπε. Κατέβασε τα πορτρέτα του από τους τοίχους στο στούντιο της. Δεν τα χρειαζόταν πια. Το δωμάτιο θα ήταν τώρα του παιδιού που σχεδίαζαν να αποκτήσουν. Θέλανε να το βάψουν αλλά δεν έλεγαν να αποφασίσουν στο χρώμα. Άρχισαν πάλι να κάνουν τις βόλτες τους, αλλά τα γύρω τοπία είχαν χάσει κάτι από την παλιά τους αίγλη. Ήταν γυμνά και στεγνά, χαμένο και το ξέφωτο που έστηναν τα πικ-νικ τους. Δεν την ένοιαζε. Το γεγονός ότι ήταν μαζί ήταν το πιο σημαντικό. Πιο συχνά έμεναν μέσα και εκείνη ένιωθε πλήρης, ευτυχισμένη. Κοιμόταν στην αγκαλιά του κι εκείνος έμενε συνέχεια στο πλευρό της να την κοιτάζει. Ο δυνατός άνεμος έξυσε τους απόμακρους λόφους σηκώνοντας το λευκό κουρνιαχτό που σάρωσε τα δρομάκια του Σκότσντεηλ. Τα μαύρα τζάμια στα παράθυρα δέχτηκαν μια μικρή ομοβροντία από χαλικάκια αλλά άντεξαν τη σάρωση. Βγήκε στην πλατεία και τη διέσχισε διαγώνια, προς την άκατο. Το βήμα του ήταν αργό, κουρασμένο. Ίσως θα’πρεπε να βιαστεί, αλλά δεν το ήθελε. Κοντοστάθηκε δίπλα στο άγαλμα. Η κυρία Μέρεντιθ καθόταν στο παγκάκι εκεί, με ένα μικρό πακέτο στα γόνατα της. Το πρόσωπο της ήταν απροστάτευτο στον στρόβιλο, τα μαλλιά της ξέπλεκα κυμάτιζαν ατημέλητα προς κάθε κατεύθυνση. Κάπου μακριά στο φόντο, το ψάθινο της καπέλο δερνόταν πέρα-δώθε στο έδαφος. Τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να χαμογελάει, επιδεικνύοντας την ολόλευκη οδοντοστοιχία της προς τον Βιλ. Ίχνος από άλλο κάτοικο δεν υπήρχε στο σκηνικό. Ανασήκωσε με το χέρι του το κασκόλ που προστάτευε το στόμα και την μύτη του. «Καλή σας μέρα κυρία Μέρεντιθ» είπε. «Καλημέρα Βιλ. Σου έφερα μερικά από τα αγαπημένα σου μάφιν». «Με κομμάτια σοκολάτας;» «Αμ τι άλλο» είπε εκείνη και γέλασε χαρούμενη. «Ήσασταν πάντα τόσο καλή μαζί μου…» είπε και ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Τρεμόπαιξε η φωνή του ενώ πάσχισε να συνεχίσει. «Ζητώ συγνώμη που σας κουβάλησα εδώ… Δεν το εκτίμησα σωστά…» «Μα τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Ούτε να το σκέφτεσαι. Ξέρεις ότι σε αγαπάμε σαν δικό μας.» Το ήξερε. Ήξερε επίσης ότι είχε φερθεί και εγωιστικά. Ήταν όμως οι καιροί τέτοιοι, προσπαθούσε να θυμηθεί, να δικαιολογήσει όλα όσα είχαν συμβεί τότε, χρόνια πριν στη Γη. Ο πλανήτης πέθαινε. Επικρατούσε το χάος. Χτίζονταν σκάφη διαφυγής. Δεν είχαν όμως προορισμό. Σκάφη μικρότερα, πιο ευέλικτα, ανιχνευτές της τάξης του Μορφέα με μοναχικούς αστροναύτες στέλνονταν προς κάθε κατεύθυνση για να εξερευνήσουν πλανήτες, να βρουν ένα νέο σπίτι για τον άνθρωπο. Ήταν πλέον επιτακτικό για τους Γήινους να εγκαταλείψουν το ηλιακό τους σύστημα. Πώς να χωρέσουν συναισθηματισμοί μέσα στον πανικό; Κάποιοι από αυτούς τους αστροναύτες μπορεί να μην προλάβαιναν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Υπήρχε μια λύση στο να αντέξουν την μοναξιά και να μελετήσουν διεξοδικά τις συνθήκες διαβίωσης στους κόσμους που θα επισκέπτονταν. Στη διαστημική ομοσπονδία τις αποκαλούσαν Φάρμες Μνήμης και ήταν ένα θαύμα γενετικής επιστήμης και νανοτεχνολογίας. Το σκάφος έριχνε στον πλανήτη από την τροχιά ένα βλήμα στο σημείο που είχε επιλεγεί ως βάση έρευνας του αστροναύτη. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, το υλικό του πλανήτη χρησίμευε σαν δομικό υλικό για να ανυψωθεί η πόλη που ήθελε ο αστροναύτης. Θα μπορούσε να είναι το ακριβές αντίγραφο ενός χωριού, ή κάτι βγαλμένο από την δική του φαντασία. Μια γνώριμη κοινότητα γεμάτη γνώριμους κατοίκους. Αποκαλούνταν βιομονάδες, κατασκευασμένοι από το γενετικό υλικό προσώπων που ήξερε ή θα ήθελε να ξέρει ο πιλότος του Μορφέα. Με την συγκατάθεση τους, δεν είχαν παρά να δώσουν λίγο από το αίμα τους. Ήξεραν ότι είναι για καλό σκοπό. Υπήρχαν και διάσημες προσωπικότητες που πουλούσαν κάθε σταγόνα του ντι-εν-έι τους για μια ολόκληρη περιουσία. Τα αντίγραφα δεν ήταν ακριβώς κλώνοι. Είχαν περιορισμένες και προγραμματισμένες μνήμες, δεν είχαν ανάγκη να τρώνε ή να πίνουν για να επιβιώσουν, ούτε καν να αναπνέουν οξυγόνο. Κι ας ήταν ικανά να διεκπεραιώσουν αυτές τις λειτουργίες. Είχαν και ημερομηνία λήξης. «Που είναι η Άρτεμη, που είναι το κορίτσι μας;» ρώτησε η φουρνάρισσα. «Ξεκουράζεται» της απάντησε βραχνά. Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το κουτί με τα μάφιν προς το μέρος του. «Δώσε και σε εκείνη, μη τα φας όλα μόνος σου» του είπε σαν να το εννοούσε σοβαρά. «Το υπόσχομαι» είπε παίρνοντας το κουτί. Ο Τικ περίμενε στην είσοδο της ακάτου, στη γωνία της πλατείας. Μόλις ο Βιλ μπήκε μέσα, το ρομποτάκι έκλεισε την πόρτα και ξεκίνησε την διαδικασία ανύψωσης. Ο Βιλ παρακολούθησε μελαγχολικά το Σκότσντεηλ να μικραίνει μέσα από το μικρό οβάλ φινιστρίνι στην κοιλιά του σκάφους. Έφταιγε, το είχε παραδεχτεί στον εαυτό του αμέτρητες φορές. Είχε αθετήσει τις οδηγίες αποχώρησης. Με έναν απλό κωδικό οι νανίτες αναλάμβαναν τα υπόλοιπα. Δεν χρειάζονταν περισσότερες από λίγες μέρες για να μην απομείνει Γήινο κατάλοιπο στον ξένο κόσμο. Όμως η Άρτεμις του είχε πει ότι τον αγαπάει, ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του. Αυτό τον είχε ξαφνιάσει. Δεν είχε προγραμματιστεί. Δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό ματαιόδοξος. Στην Γη ήταν αγρίμι, χωρίς φίλους και κοινωνικό περίγυρο. Μπορούσε να ενταχθεί άνετα στο πρόγραμμα και χωρίς τις Φάρμες Μνήμης. Ήταν όμως στη διαδικασία και δεν γινόταν αλλιώς. Το να μαζέψει όλο εκείνο το γενετικό υλικό, με τη συνδρομή δικηγόρων και συμβολαιογράφων, ήταν ό,τι πιο δύσκολο είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του. Επισκέφτηκε ανθρώπους που απλά τον ήξεραν, κυρίως μέσω της οικογένειας του. Η κυρία Μέρεντιθ ήταν όντως φουρνάρισσα στη γειτονιά του, δεν του χάρισε όμως ποτέ μάφινς, ούτε καν ήξερε ποια είναι τα αγαπημένα του. Ένας καθηγητής στο κολέγιο που είδε κάτι καλό στον Βιλ και ασχολήθηκε λίγο παραπάνω για εκείνον, πήρε τον «ρόλο» του Δημάρχου. Και η Άρτεμις… ήταν όντως συντοπίτες που κατέληξαν στο ίδιο κολέγιο. Παίζανε και τσακώνονταν ως παιδιά, στο κολέγιο όμως είχαν ξεκόψει. Μέχρι που χρειάστηκε την βοήθεια της στα μαθηματικά. Του έκανε φροντιστήριο για ένα διάστημα, κι αν είχε νιώσει ξαφνικά το πιο ανεπαίσθητο σκίρτημα για εκείνη, το κατέπνιξε πικραμένος γιατί είχε ανταγωνιστές, πολύ καλύτερους από τον ίδιο. Η Άρτεμις ήταν σε σχέση εκείνον τον καιρό, ήταν σίγουρος. Και όταν την βρήκε για να της ζητήσει την γενετική της προσφορά ήταν ευγενική μαζί του, και απόλυτα ψύχραιμη. Τι είχε συμβεί λοιπόν με την βιομονάδα της, με την Άρτεμη της αποικίας; Θα μπορούσαν να είναι τα κρυφά αισθήματα της αληθινής κοπέλας που είχε αφήσει πίσω στη Γη; Είχαν προδοθεί εδώ, από το αντίγραφο της; Ήταν κάτι αναπάντεχο, αλλά ήταν επίσης αργά. Η αληθινή Άρτεμη όχι μόνο ήταν πολύ μακριά για να την προλάβει, δεν υπήρχε πια. Μαζί της χαμένος και ο πλανήτης Γη. Και το αχανές διάστημα τον συνέτριψε, του τσάκισε τις αντιστάσεις. Του στάθηκε αδύνατο να ακολουθήσει το πρωτόκολλο. Είχε βρει αυτό που είχε ανάγκη, και ήταν γλυκό, και υπέροχο, και μοναδικό. Δεν μπορούσε να σβήσει την μόνη αγάπη που του αναλογούσε στο σύμπαν. Μήπως ήξερε και πόσο θα κρατούσε; Ο Βιλ άνοιξε τα μάτια του. Το κάλυμμα πάνω από το κεφάλι του έχασκε ανοικτό. Χρειάστηκε τουλάχιστο ένα δεκάλεπτο για να του περάσει η ζαλάδα και να αντιληφθεί ότι, για άλλη μια φορά, ήταν καιρός να σηκωθεί. Μπορούσε εύκολα να φανταστεί τον μικρό Τικ στην άκρη του θαλάμου να τον περιμένει υπομονετικά. Όσα χρόνια και να περνούσαν, η διαδικασία αφύπνισης από την υποθερμική ύπνωση δεν γινόταν ευκολότερη. Ένιωθε σαν να είχαν περάσει αιώνες από τα χρόνια της εκπαίδευσης του, διαπίστωση που δεν απείχε από την πραγματικότητα. Θυμήθηκε ξανά το τελευταίο μήνυμα που είχε λάβει από τη Γη. Τον γέμισε η πίκρα, ήταν σαν να ξυπνούσε μετά από έναν από τους εφιάλτες του. Δεν έβλεπε ποτέ τρομακτικά όνειρα, από εκείνα που οι συγγραφείς περιέγραφαν τους ήρωες τους να πετάγονται από το κρεβάτι λουσμένοι στον κρύο ιδρώτα. Οι εφιάλτες του ήταν στάσιμες εικόνες φορτωμένες μελαγχολικά συναισθήματα. Μοναξιά, απόρριψη, αποτυχία, αυτοί ήταν οι εφιάλτες του. Και τώρα είχαν γίνει το μόνιμο σάβανο του, εδώ στο εξώτερο σύμπαν, μακριά από μια πατρίδα που δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά. Είχαν αποτύχει όλες τους οι ελπίδες, χρόνια εξερεύνησης και συλλογής ήταν άνευ σημασίας. Από τους τόσους κόσμους που είχε ανιχνεύσει, ζήτημα ήταν αν είχε βρει τρεις ημι-συμβατούς. Δεν υπήρχε πλέον αποδέκτης. Δεν θα ακολουθούσε άλλο μήνυμα από τη Γη. Το σκάφος του, ο Μορφέας, ήταν τώρα το Μαυσωλείο του αστροναύτη Βιλ Μάντοκ. Φόρεσε το καλύτερο του χαμόγελο για να ανασηκωθεί και να αντικρίσει τον μικρό Τικ, υπεύθυνο του όλου συστήματος όσο εκείνος βρισκόταν σε ύπνωση. Χωρίς καμία έκπληξη, ήταν όντως εκεί, οι οπτικοί του φακοί εστιασμένοι στο ακριβές σημείο που θα εμφανιζόταν το κεφάλι του. «Καλημέρα Τικ» είπε. «Καλημέρα Βιλ. Κοιμήθηκες καλά;» τιτίβισε όπως ακριβώς το είχε προγραμματίσει. Η σχισμή που είχε για στόμα, ήταν μια άκαμπτη γραμμή. Ο Βιλ επιστράτευε την φαντασία του για να πιστέψει ότι το ρομπότ του ανταπέδιδε ένα χαμόγελο. Με τον καιρό, μετά και από την πιο άρτια εκπαίδευση, ένας αστροναύτης αποκτάει τέτοιες παρόμοιες αντιλήψεις, συσωρεύονται σιγά-σιγά σαν παραξενιές. Μέχρι που ένας αστροναύτης αντιλαμβάνεται την απόλυτη μοναξιά του και ξέρει ότι δεν έχει να λογοδοτήσει πλέον σε κανέναν για την όποια παραξενιά, σε καμία κυβέρνηση, οργανισμό ή αξιωματούχο. Οπότε δεν είχε καμία σημασία, ή είχε όλη την σημασία του κόσμου. Του δικού του κόσμου. Το σώμα του χρειαζόταν τροφή, ήταν η διαδικασία, αλλά δεν βιαζόταν να φάει, δεν πεινούσε. Ένιωθε ακόμα εκείνη την αναγούλα από τη νάρκωση. Έτριψε τα μπράτσα του για να τα ζεστάνει, κι ας ήταν η θερμοκρασία στον θάλαμο εστιασμένη στις ακριβής του άνετες συνθήκες. Έμεινε ξυπόλητος, πήγε πρώτα στο μεγάλο κυκλικό φινιστρίνι του παρατηρητήριου για να δει τον πλανήτη από κάτω. Οι μετρητές στις οθόνες πληροφορούσαν ότι ο Μορφέας είχε φτάσει στον προορισμό του σε ικανοποιητικό χρόνο. «Είχαμε κάποιο πρόβλημα Τικ;» «Περάσαμε ξυστά την ουρά ενός κομήτη με μικρές ζημιές στο εξωτερικό κέλυφος, άνευ όμως σημασίας.» Κοίταξε τον πλανήτη, έντονα πορτοκαλί με τις ισχνές κόκκινες χαρακώσεις σαν φλέβες πάνω σε λέμφωμα. Προσπάθησε να θυμηθεί. «Αυτός είναι…» ξεκίνησε να λέει και μετά τον πρόδωσε η μνήμη. «Ο Μέκον 22» συμπλήρωσε ο Τικ. «Πόσος καιρός πέρασε;» «Ο Μορφέας αποχώρησε από τον Μέκον 22 την αστρο-ημερομηνία έντεκα παύλα μηδέν πέντε παύλα τριάντα οχτώ σαράντα έξι. Δεκαοχτώ έτη Γης πριν.» «Δεκαοχτώ χρόνια» επανέλαβε ο Βιλ σαν να βογκούσε. «Και είναι η βάση στη θέση της;» «Ναι είναι. Στις ακριβείς συντεταγμένες.» «Και εκείνοι; Είναι όλοι τους εκεί;» «Ο ανιχνευτής επιβεβαίωσε εβδομήντα οχτώ βιομονάδες.» «Εβδομήντα οχτώ;» «Υπολείπονται έξι.» «Εκείνη θα είναι εκεί. Η Άρτεμις πάντα με περιμένει εκεί κάτω.» Γύρισε και κοίταξε τον Τικ. Σταγονίδια υγρασίας είχαν θολώσει τον αριστερό οπτικό φακό του μικρού ρομπότ. Ο Βιλ έψαξε στο τσεπάκι του στήθους του και τράβηξε ένα μικρό μαντιλάκι. Έσκυψε και σκούπισε απαλά το μάτι του Τικ. Μετά γύρισε προς τον φοριαμό στον οποίο ήταν πακεταρισμένη η στολή του. Τον ενόχλησε μια δυσκαμψία στο γόνατο και στήριξε το βάρος του στη μεταλλική θυρίδα. «Θύμισε μου Τικ, πόσες έμειναν ακόμα;» «Δεκατρείς.» Κοίταξε το ρομποτάκι σαν να είχε κάνει λάθος. Γνώριζε όμως ότι αυτό θα ήταν αδύνατο. Όταν είχε ξεκινήσει, το μυαλό εστιασμένο στο ύψιστο καθήκον, ένιωθε ασταμάτητος. Πήρε θαρρείς το σύμπαν σβάρνα για να το κατακτήσει, ο ένας πλανήτης μετά τον άλλον, ο χρόνος τότε ταξίδευε με την ταχύτητα του φωτός. Αντίστροφα, η ταχύτητα του φωτός αποτύγχανε να κατακτήσει τον χρόνο. «Ήταν όντως μεγάλη η λίστα. Επισκεφτήκαμε πολλούς κόσμους μέχρι να χαθεί το νόημα. Θα τα καταφέρω όμως. Θα τις προλάβω όλες. Τι λες;» Ο Τικ έμεινε να τον κοιτά σιωπηλά. Δεν ήταν ευέλικτο στις ανθρώπινες αναμοχλεύσεις. Τι θα γινόταν μετά; Τι θα γινόταν όταν θα προλάβαινε και την τελευταία; Ο Βιλ πίστευε ότι θα ξάπλωνε δίπλα της και θα έκλεινε και τα δικά του μάτια μια και καλή. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να πει κάτι σημαντικό στο ρομποτάκι, μια έσχατη οδηγία που την πάλευε εδώ και καιρό στο μυαλό του. Μια εγγύηση για να καλύψει τον στόχο του. Ο Μορφέας διέθετε το λογισμικό για να προγραμματίζει τους νανίτες με νέες οδηγίες, και αυτό μπορούσε να αποδειχτεί ωφέλιμο. Ξαφνικά όμως έσκασε μέσα του μια άλλη διαπίστωση. Σήκωσε τα χέρια του και κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ήδη αργά. Είχε τα σημάδια στα νύχια. Η εγγύηση είχε τεθεί ήδη σε ισχύ. Και δεν θυμόταν τίποτα. Η μετάβαση είχε συντελεστεί άψογα, και ήταν πιθανόν να μην ήταν η πρώτη φορά που το ανακάλυπτε. Τον διαπέρασε ένα σύγκρυο. «Υπάρχει πλέον νόημα;», αναρωτήθηκε. Η απάντηση ήταν «ναι». Όσο νοιαζόταν για εκείνη, ναι, απάντησε στον εαυτό του. Το παρήγορο ήταν ότι τώρα ήξερε ότι θα είχε χρόνο να τις προλάβει όλες πριν το τέλος. Χαμογέλασε. Κοίταξε πάλι τον Τικ. Το ρομποτάκι ήξερε τι είχε να κάνει, είχε λάβει τις οδηγίες του. Ο ίδιος είχε να πλυθεί, να ντυθεί και να ξεκινήσει για την επιφάνεια. Η Άρτεμις τον περίμενε. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Natasha Posted May 25, 2014 Share Posted May 25, 2014 Πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία Τα σχόλια μου είναι αυτά: Το κομμάτι "Το σκηνικό πλαισιωνόταν... πέτρινα κουκλόσπιτα" μοιάζει λίγο με σκηνοθετική οδηγία. Μπορείς να το πεις πιο απλά αν το θές πχ "Γύρω τους υπήρχαν τα πέτρινα κουκλόσπιτα της κοινότητας". Το ότι η Άρτεμις δε θυμάται ακριβώς το πρόσωπο του, τη φωνή του κλπ μου άρεσε, είναι αληθοφανές. Επίσης, μου άρεσε που η Άρτεμη θυμάται να κάνει την πρώτη κίνηση και να τον ξαφνιάζει, μας προϊδεάζει ωραία για τον λόγο που ξαφνιάστηκε ο Βιλ. Η φράση "Η Άρτεμις πετάχτηκε όρθια σφίγγοντας τις γροθιές πάνω στο στήθος της" μου φαίνεται λίγο άβολη, δεν καταλαβαίνω ακριβώς την κίνηση που θες να δείξεις. Πολύ όμορφη η πρόταση "Πόσο ασύγκριτα βαθιά... αγκαλιάσματα". Το κομμάτι που λες ότι ο Βιλ δεν είχε ποτέ τους εφιάλτες που περιγράφουν οι συγγραφείς δεν μου αρέσει, αλλά είναι μάλλον δική μου παραξενιά: γενικά προτιμώ να μην λένε στις ταινίες "εδώ είμαστε στην πραγματικότητα, όχι σε ταινία!", και στα βιβλία το αντίστοιχο. Η αναφορά σε συγγραφικές τεχνικές σε ένα γραπτό κείμενο μου φαίνεται ότι "προδίδει" το μέσο, και σε βγάζει από την ιστορία. Γενικά, είχε όντως ενδιαφέρον. Η αλλαγή της οπτικής γωνίας, (παρότι μιλάμε για διήγημα και από ότι έχω διαβάσει είναι καλό να αποφεύγεται σε τόσο μικρά κείμενα) δε με πείραξε καθόλου. Μου άρεσε που ξεκίνησες με την Άρτεμη και τελείωσες με τον Βιλ. Πέραν τούτου, είναι πετυχημένη η ιδέα σου, η εγκατάσταση μιας μικρής πόλης από τις μνήμες ή τη φαντασία του αστροναύτη όσο ψάχνει να βρει έναν κόσμο στον οποίο γίνεται να ζήσουν οι Γήινοι. Τη στηρίζεις καλά με το ότι όλη η κοινότητα κινείται γύρω από τον Βιλ. Η κοπέλα ζωγραφίζει, αλλά κάνει μόνο αυτόν, η Μέρεντιθ φουρνίζει αλλά κάνει μόνο τα δικά του μάφινς, παπάς και δήμαρχος τον έχουν σαν παιδί τους κλπ Μια απορία: στο τέλος η κοινότητα έχει 78 κατοίκους. Στην αρχή είχε 56 νομίζω, γιατί τόσους αντικρίζει ο Βιλ όταν βγαίνει από το σκάφος. Ή μήπως είναι παραπάνω και απλά τόσους βλέπει εκείνη την ώρα (αν και δεν νομίζω να τους μετράει). Μήπως δεν κατάλαβα κάτι και το τελευταίο κομμάτι είναι πριν κατέβει ο Βιλ στο χωριό; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 25, 2014 Author Share Posted May 25, 2014 Μια απορία: στο τέλος η κοινότητα έχει 78 κατοίκους. Στην αρχή είχε 56 νομίζω, γιατί τόσους αντικρίζει ο Βιλ όταν βγαίνει από το σκάφος. Ή μήπως είναι παραπάνω και απλά τόσους βλέπει εκείνη την ώρα (αν και δεν νομίζω να τους μετράει). Μήπως δεν κατάλαβα κάτι και το τελευταίο κομμάτι είναι πριν κατέβει ο Βιλ στο χωριό; Οι 78 είναι σε διαφορετικό πλανήτη, είναι δηλαδή άλλοι (άλλα αντίγραφα). 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted May 25, 2014 Share Posted May 25, 2014 Δύσκολος σχολιασμός. Δύσκολος γιατί το διήγημα στην πρώτη ανάγνωση με είχε ενθουσιάσει. Έχει όλα αυτά που περίμενα να διαβάσω με το θέμα κι όλα τα διαχειρίστηκες νομίζω με πολύ ωραίο τρόπο. Και τώρα που ξανακοίταξα κάποια σημεία για να βεβαιωθώ ότι τα κατάλαβα όλα καλά, είμαι κάπως μπερδεμένος. Σα να μη δένουν οι εξηγήσεις όπως έδεναν νωρίτερα στο κεφάλι μου. Τι μου άρεσε: + Η ιστορία, ο μυθολογικός σχεδόν χαρακτήρας της Αρτέμιδος, που περιμένει καρτερικά τον Οδυσσέα της. Είναι η Οδύσσεια του Διαστήματος από την πλευρά της Πηνελόπης. + Η ροή της ιστορίας, η αρμονική σχέση γλώσσας-πλοκής. Δεν μπορούσα να σταματήσω να το διαβάσω, μου κράτησε την προσοχή, το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Με πήρε από την αρχή, από τις πρώτες φράσεις, το οποίο δεν είναι και τόσο εύκολο ή συχνό θεωρώ. + Οι ιδέες. Οι βιομονάδες, ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούνται, μου φάνηκαν πρωτότυπα αλλά και με νόημα (δεν ήταν δηλαδή απλώς επιλογές για εντυπωσιασμό, αλλά εξηγούνταν) Τι με μπέρδεψε: –Κατάλαβα ότι ήταν διαφορετικός πλανήτης στο τέλος. Ή ότι υπήρχαν πολλές Αρτέμιδες. Αυτό που δε μου είναι ξεκάθαρο είναι αν ήταν ποτέ ο Βιλ μέλος της βιομονάδας. Δηλαδή η Άρτεμις περίμενε κάποιον που πρακτικά δεν είχε γνωρίσει ποτέ της; Ποιον: 1. Κάποιον που είχε προγραμματιστεί να θεωρεί δικό της άνθρωπο, ενώ δεν είχε γνωρίσει ποτέ της; 2. Κάποιον που είχε γεννηθεί μαζί της στη βιομονάδα – σ’ αυτή την περίπτωση ο Βιλ είχε "κλωνοποιήσει" και τον εαυτό του δηλαδή (ότι δηλαδή είχε βάλει και τον εαυτό του, τον είχε προγραμματίσει να ζει μια ζωή με την Αρτέμιδα αλλά και μόλις ωρίμαζαν τα πράγματα να έφευγε και να μη γυρνούσε ξανά. Έτσι όταν έφτανε ο κανονικός θα είχε στρωμένο το κρεβάτι του και θα ζούσε τον έρωτα της ζωής του, όσες φορές χρειαζόταν. Βέβαια αυτό είναι αντίθετο με την έκπληξή του.) –Συγκρατώ το πρώτο το οποίο με βάση τα παραπάνω είναι και το λογικό. Εδώ όμως προκύπτει το ακόλουθο: Οι αναμνήσεις πώς προγραμματίζονταν; Και από ποιον, αν όχι από τον ίδιο το Βιλ; Η εξήγηση που δίνει(;) για τις κρυφές επιθυμίες της Αρτέμιδος δε δένει νομίζω (δηλαδή από μια στάλα αίμα μεταφέρθηκαν οι αναμνήσεις; Εγώ κατάλαβα από το κείμενο ότι κάποιος τις προγραμμάτισε). Παραδόξως το κείμενο μου αρέσει πολύ, ακόμα και με τα παραπάνω αμφιλεγόμενα κατ' εμέ κομμάτια. Το διήγημα ήταν πολύ δυνατό, αναμφίβολα! Ίσως με λίγο περισσότερες εξηγήσεις, να ήταν για μένα άψογο. Μπράβο!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 26, 2014 Share Posted May 26, 2014 (edited) Όταν ξαναδιαβάζω μετά από καιρό έναν αγαπημένο συγγραφέα, το συναίσθημα είναι πάντα το ίδιο: σιγουριά. Χουζουρεύω, σχεδόν γουργουρίζω, με τα μάτια κολλημένα στο κείμενο, και τον αφήνω να με πάει γραμμή-γραμμή όπου θέλει. Πού με πήγες αυτή τη φορά; Σε μια απέραντη μοναξιά, τόσο δυσβάσταχτη που θέλω να ανοίξω την πόρτα και να σιγουρευτώ ότι υπάρχει ακόμα ο κόσμος εκεί έξω. (Το μόνο αρνητικό είναι ότι το κατάλαβα αμέσως μόλις διάβασα για το πρότζεκτ). Μου χάλασες απότομα την ως τότε ευτυχία, ευτυχία με κάτι σκοτεινό όμως, που περίμενα να αποκαλυφθεί. Όταν κατάλαβα τι ήταν, ένιωσα προδομένη. Ίσως γιατί ξεκίνησες με την αφήγηση της Αρτέμιδος, καταλαβαίνεις; Δεν κατάλαβα τι ήταν το σημάδι στα νύχια. Μπορεί να φταίει που είμαι άσχετη με διαστημικά ταξίδια και τέτοια, είναι κάποια ένδειξη ότι η υγεία του αστροναύτη έχει επιβαρυνθεί σοβαρά; Πάντως, πολύ καλό έτσι όπως το έκανες. Το διήγημα μου άρεσε πολύ, Ντίνο, αλλά σίγουρα έχω επιθυμήσει τον πιο περιπετειώδη χαρακτήρα σου. Edited May 26, 2014 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 26, 2014 Share Posted May 26, 2014 Τι όμορφη ιδέα! Όταν πια η αφήγηση γίνεται από την οπτική γωνία του Βιλ παραέρχονται πολλές πληροφορίες. Ίσως να χρειαζόταν ένα άπλωμα με κι άλλες λεξούλες εκεί. Κατά τα άλλα πολύ ωραίο και συγκινητικό αποτέλεσμα που πετυχαίνει τον στόχο να κάνει τον αναγνώστη να νιώσει τη μοναξιά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Rainboy Posted May 26, 2014 Share Posted May 26, 2014 Το Διάβασα μια φορά και σίγουρα θα το ξαναδιαβάσω. Πολύ συναισθηματικό και δυνατό. Δεν είμαι λάτρης των ερωτικών στοιχείων σε τέτοια διηγήματα αλλά εδώ ήταν τόσο όσο χρειαζόταν για να μου κρατήσει το ενδιαφέρον. Τα μικρολαθάκια ή οι αστοχίες που αναφέρουν και οι παραπάνω είναι αμελητέα ποσότητα μπροστά στην ποιότητα του κειμένου, ωστόσο πιστεύω ότι μπορείς να τα διορθώσεις εύκολα. Θα πω μπράβο. Πρέπει να ξεκινήσουμε να συνδυάζουμε πλέον τις καλές μας φανταστικές ιδέες με τα ανθρώπινα συναισθήματα και να παίρνουμε μαζί μας όχι μόνο το μυαλό αλλά και την καρδιά του αναγνώστη. Συνέχισε έτσι. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted May 26, 2014 Share Posted May 26, 2014 Ενδιαφέρουσα και συγκινητική. Καταφέρνει να σε αγγίξει από πολλές μεριές και να σου μεταδώσει ένα πλήθος συναισθημάτων. Πολύ όμορφα γραμμένη, διαβάζεται χωρίς να σ' αφήσει να κουνήσεις τα μάτια σου απ' τις αράδες της. Μ' άρεσαν οι ιδέες σου: οι βιομονάδες, οι φάρμες, η μοναχική αναζήτηση. Αρκετά πρωτότυπες και δένουν αρμονικά στην ιστορία που μας αφηγείσαι. Το κομμάτι της προσμονής της Άρτεμις, αλλά και της πραγματοποίησης των ονείρων της είναι δοσμένο με την ευαισθησία που σε χαρακτηρίζει. Ίσως είναι απότομη η αλλαγή της οπτικής γωνίας στο μέσο της ιστορίας, αν και προσωπικά δεν με πείραξε. Για να αποφύγεις κάτι τέτοιο, δεν ξέρω αν θα δούλευε εξίσου καλά η εναλλαγή κεφαλαίων μεταξύ Αρτέμιδος και Βιλ. Πχ, μετά τη συγκέντρωση του χωριού στην πλατεία, να βλέπαμε τον Βιλ μέσα στο σκάφος, να αναρωτιέται ποιοι θα το περίμεναν στο χωριό. Αν θα ήταν εκεί η κυρία Μέρεντιθ και τι θα του είχε ετοιμάσει αυτή τη φορά. Αν η Άρτεμις θα 'ταν όπως τη θυμόταν. Απλά λέω ιδέες... Κάποια τεχνικά θέματα ίσως να χρειάζονταν λίγο περισσότερη ανάλυση, όπως το πόσο το μυαλό του Βιλ μπορεί να επηρεάσει τις βιομονάδες, αν όντως κάθε Άρτεμις που θα συναντούσε θα ήταν ίδια μ' εκείνη που γνωρίσαμε κι εμείς. Απ' την άλλη, αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τη μοναξιά που νιώθει ο Βιλ και με το ότι ελπίζει να βρει κάτι ανάλογο στους υπόλοιπους πλανήτες. Χμμ, μάλλον, τελικά, θα ήταν καλύτερο να μην μπλέξουμε με αχρείαστες τεχνικότητες. Όπως έχεις πει κι εσύ άλλωστε: Δικαίωμα στο παραμύθι. Γενικά, το ευχαριστήθηκα και μακάρι να διαβάζαμε συχνότερα ιστορίες σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted May 27, 2014 Share Posted May 27, 2014 Η ενδιαφέρουσα ιδέα μού θύμισε έντονα (αλλά από την ανάποδη) το εξαιρετικό διήγημα του William Nolan "Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ". (Είναι σε κάποια από τις πρώτες Ωρόρες, νομίζω στον 5ο τόμο. Όσοι δεν το έχετε διαβάσει μην το χάσετε.) Αρκετά μικρά και μεγάλα ζητήματα στην έκφραση δεν μου επέτρεψαν να πάρω τη μέγιστη αναγνωστική ευχαρίστηση. Τέλος, κι εγώ δεν κατάλαβα τι τρέχει με τα νύχια της Άρτεμης. Γίνεται κάποια νύξη, η οποία νομίζω ότι δεν κουμπώνει σωστά στο τέλος, ή κάτι μου διαφεύγει εμένα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted May 28, 2014 Share Posted May 28, 2014 Ωωω, πολύ συγκινητικό! Βίβα λος χελωνονιντζάκια! Με αρκετή ευαισθησία γραμμένο και έχεις κάνει αρκετή προσπάθεια να απευθυνθείς στο συναίσθημα του αναγνώστη και όχι τόσο στο μυαλό. Βέβαια αυτό σημαίνει επίσης ότι τα επιστημονικά στοιχεία δε μου φαίνεται ότι στέκουν, αλλά δε θα τα ψάξω. Σου έχουν ξεφύγει μερικά συντακτικά και εκφραστικά λάθη, που όμως διορθώνονται εύκολα. Ορθογραφικό μόνο ένα, βελτιώνεσαι. Η άκατος χαμήλωσε απαλά, χωρίς καν να σηκώσει την παραμικρή σκόνη και πάτησε τα τρίποδα του στο λευκό σαν κιμωλία έδαφος. Αυτό λες και το έβλεπα μπροστά μου να συμβαίνει, όσο το διάβαζα. Γενικά αφήνει μια εντύπωση σαν όνειρο ή σαν μια πραγματικότητα μέσα σε μια άλλη. Το σημάδι στα νύχια, απορώ που δεν το καταλάβατε, δείχνει, προφανώς, ότι πλησιάζει η "ημερομηνία λήξης" της βιομονάδας, άρα, στο τέλος, βλέπουμε ότι και ο ίδιος ο Βιλ είναι βιομονάδα, αντίγραφο. Εκεί με μπέρδεψες, αλλά νομίζω ότι αυτή είναι η ερμηνεία. Γενικά καλό, πετυχημένο, αν και όχι ιδιαίτερα φιλόδοξο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 10, 2014 Share Posted June 10, 2014 Ένας κόμπος στο λαιμό. Στην αρχή ήταν μικρός αλλά όσο προχωρούσε η ανάγνωση, άρχισε να μαζεύεται και να με ζορίζει. Έχεις μια εξαιρετική σύλληψη, Ντίνο. Φοβερές οι βιομονάδες και ο τρόπος που αξιοποιούνται. Βλέπω τα ψήγματα της προοικονομίας αυτού που θα μου έρθει εκεί που διαβάζω την ιστορία – και μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, τα ανακαλύπτω αργότερα, που σημαίνει ότι διάβαζα με τόση ταχύτητα την πρώτη για να δω τι θα γίνει παρακάτω ώστε κάποια διέφυγαν. Παρόλο που διαβάζω κατ’ επανάληψη παράπονα για αλλαγή οπτικής γωνίας, νομίζω ότι αν ξεκινούσες να δώσεις την ιστορία από τη μεριά του Βιλ, θα χάναμε κάποιες λεπτομέρειες που έρχονται και κουμπώνουν μετά. Κάποια στιγμή όταν κατάλαβα την επανάληψη και την ύπαρξη της ημερομηνίας λήξης, αισθάνθηκα αυτή την υποδόρια, την τόσο ύπουλη τραγικότητα της ιστορίας, αυτή τη σκληρότητα που μας τη φέρνεις μ' έναν τρόπο πλάγιο και συνάμα πολύ πικρό. Θα γκρινιάξω λίγο (αλλά πολύ λίγο) για κάποια κενάκια αφήγησης που δημιουργούν απορίες. Αν έδινες μια ιδέα παραπάνω χώρο και λεπτομέρεια σε κάποια σημεία δεν θα είχαν μείνει καθόλου απορίες. Στο επιστημονικό κομμάτι δεν πρόκειται να μπω. Η ιστορία ήταν τόσο θλιβερά όμορφη ώστε να λειτουργήσει αρκετά καλά για μένα το Suspension of Disbelief. Και να πω τέλος, ότι παρόλο που χαίρομαι περισσότερο όταν διαβάζω πιο αισιόδοξες ιστορίες, αυτή εδώ σίγουρα προσφέρει στοιχεία που θα θυμάμαι για καιρό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 14, 2014 Author Share Posted June 14, 2014 Ευχαριστώ όλους όσους διάβασαν την ιστορία μου και όσους μπήκαν στον κόπο να την σχολιάσουν. Εκτίμησα κάθε άποψη. Η κατανόηση της wordsmith με κάλυψε, αλλά για να είμαι σίγουρος θα σας πω περιληπτικά την ιστορία που βάλθηκα να σας αφηγηθώ: Ο Βίλ Μάντοκ γνώριζε μια Άρτεμη στη Γη. Αν έτρεφε κρυφά συναισθήματα προς εκείνον δεν το ήξερε, δεν εκδηλώθηκε ποτέ της. Εκείνος της ζήτησε λίγο DNA για να συμπεριληφθεί στις βιομονάδες της αποστολής του. Η βιομονάδα δεν διατηρεί το φουλ μνημονικό του γνήσιου, προγραμματίζεται να είναι στον «κοινωνικό κύκλο» του αστροναύτη στην αποστολή του. Στον πρώτο πλανήτη λοιπόν που έστησε βάση ο Βιλ, η Άρτεμις του εξομολογήθηκε τον έρωτα της, ξαφνιάζοντας τον. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να φύγει από τον πλανήτη, δεν ακολούθησε τους κανονισμούς και δεν διέλυσε τις βιομονάδες. Τους υποσχέθηκε να επιστρέψει, κυρίως για την Άρτεμη, το μόνο ίχνος αγάπης προς το άτομο του που του αναλογούσε στο σύμπαν. Κι αν εξερεύνησε 50 πλανήτες, άφησε πίσω 50 χωριά, και 50 Αρτέμιδες. Μέχρι που έλαβε το τελευταίο μήνυμα από τη Γη ότι τα πάντα είχαν καταστραφεί. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει. Ξεκίνησε λοιπόν αντίστροφη πορεία. Κάθε φορά επιστρέφει σε μια Άρτεμη και μένει μαζί της μέχρι την ημερομηνία λήξης της βιομονάδας, που τελικά μπορεί να διαλύεται, ή κάτι άλλο. Καταλαβαίνει κανείς ότι μια βιομονάδα πλησιάζει στο τέλος της από κάποια σημάδια στα νύχια. Ο πλανήτης στην αρχή του διηγήματος είναι διαφορετικός από τον πλανήτη του επιλόγου. Δεν βρίσκει πάντα τις ίδιες καταστάσεις στα διάφορα Σκότσντεηλ. Όχι ίδιο αριθμό κατοίκων, και μόνο στο Σκότσντεηλ του διηγήματος του είχαν φτιάξει άγαλμα. Και καθώς ο Βιλ ανησυχεί μην και δεν προλάβει όλες τις Αρτέμιδες του, λόγω ηλικίας ή ξαφνικού θανάτου, σκέφτεται να πει στο ρομποτάκι ότι αν πάθει ο ίδιος κάτι, να φτιάξει μια βιομονάδα-Βιλ για να συνεχίσει το ταξίδι. Και μετά βλέποντας τα σημάδια στα νύχια του, αντιλαμβάνεται ότι αυτό έχει ήδη συντελεστεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted June 14, 2014 Share Posted June 14, 2014 Ανασφάλειες του κου Χατζηγιώργη, που θέλει ένα 50μελές χαρέμι από ειλικρινά ερωτευμένες Αρτέμιδες, να τις έχει για καβάτζα. 50 Shades of τουίτικες φαντασιώσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted June 15, 2014 Share Posted June 15, 2014 Ωραίο το διήγημα του Ντίνου, με τις παρατηρήσεις που (αν δεν με απατά η μνήμη μου) του έχω κάνει και σε άλλες περιπτώσεις. Ήτοι, Εξαιρετική εφ ιδέα - hard sf με συναίσθημα! Γραφή που θέλει 1-2 περάσματα ακόμα, τόσο για τη γλώσσα όσο και για κάποια σημεία που πλατειάζει. Αν είχα να το επιμεληθώ, θα το μίκραινα 10-20%, χωρίς να πάθει κάτι, πιστεύω. Κερδισμένο θα έβγαινε. Πρόσθετη παρατήρηση: Δεν με έπεισε η τεχνολογία, ούτε δέχτηκα (με όλες τις εξηγήσεις του συγγραφέα) ότι οι γήινοι πίσω είχαν μπει στον συγκεκριμένο κόπο με τα χωριά. Καλύτερο σημείο: Η υποδοχή του Βιλ, στην πλατεία με το άγαλμα και φυσικά το τέλος - τα νύχια του αστροναύτη! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.