MadnJim Posted June 4, 2014 Share Posted June 4, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MADnJIMΕίδος: ZombieΒία; Χμ, φαντάζομαι πως ναι..Σεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 2140 περίπουΑυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Μία εκ των έσω ιστορία με ζόμπι. Είναι της μόδας τελευταία.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΤΟ ΖΟΜΠΙ ΠΟΥ ΕΝΙΩΘΕ ΜΟΝΑΞΙΑ.. Ήξερε ακριβώς τι του είχε συμβεί. Για κάποιο παράξενο λόγο όταν πέθανε και άλλαξε σε ζόμπι η ανθρώπινη υπόστασή του δεν χάθηκε, παρά είχε πλήρη επίγνωση του τι συνέβαινε. Όχι μόνο σ' αυτόν αλλά σχεδόν σε όλους. Το ξέσπασμα ήταν ξαφνικό και πολύ γρήγορο. Με γεωμετρικούς ρυθμούς σύντομα ο αριθμός των απέθαντων ξεπέρασε αυτόν των ζωντανών. Οι αρχές προσπάθησαν για λίγες μέρες να διατηρήσουν κάποιον έλεγχο, αλλά από το απόγευμα της πέμπτης μέρας που προσβλήθηκε και ο στρατός όλα τελείωσαν. Οι λίγοι επιζώντες είχαν κρυφτεί και προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε μια πραγματική κόλαση. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από ζόμπι που κινούνταν αργά χωρίς προορισμό. Με τα σπασμωδικά τους βήματα σέρνανε τα νεκρά τους πόδια στην άσφαλτο, ανάμεσα από παρατημένα ή και τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Ησυχία επικρατούσε σε όλη την πόλη. Μια αφύσικη ησυχία που τίποτα δεν την διατάρασε, εκτός από μερικά γρυλίσματα των απέθαντων που και που. Σταμάτησε μές τη μέση της κάποτε κεντρικής πλατείας και κοίταξε γύρω του. Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες απ' όταν είχε αλλάξει, αλλά ακόμα δεν είχε καταφέρει να συνηθίσει την νέα του κατάσταση. Δυο μήνες που περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους ανάμεσα στα άλλα ζόμπι. Απέφευγε να τα κοιτάει κατευθείαν, οι γκροτέσκες φάτσες τους σαν αποκριάτικες μάσκες τον έκαναν να ανακατεύεται. Τις πρώτες μέρες πάλεψε πολύ να καθησυχάσει την φρίκη του. Προσπάθησε να αυτοκτονήσει πηδώντας από την αερογέφυρα πάνω από τον σταθμό των τρένων, αλλά ήταν ήδη νεκρός. Το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει σαν άδειο σακί πάνω στις ράγες, και να τσακίσει το αριστερό του πόδι. Δεν ένιωσε φυσικά πόνο, αλλά από τότε αναγκάζεται να σέρνει το πόδι του, κάτι που του έχει δυσκολέψει πολύ περισσότερο την ήδη λιγοστή ικανότητά του για κίνηση. Προσπάθησε να επικοινωνήσει μια φορά με ένα ζόμπι. Στάθηκε μπροστά του και άνοιξε το στόμα του σαν για να μιλήσει, αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένας βρόγχος. Το άλλο ζόμπι τον κοίταξε για λίγο με τα γυάλινα μάτια του και ξεκίνησε να τον παρακάμπτει για να συνεχίσει την άσκοπη κίνησή του. Έκανε να το σταματήσει πιάνοντάς το από το χέρι, αλλά αυτό ξεκόλλησε και βγήκε αργά από το μανίκι ενώ το ζόμπι συνέχιζε την αργή του κίνηση να απομακρυνθεί. Εκνευρισμένος του πέταξε το χέρι στην πλάτη. Το ζόμπι κοντοστάθηκε, γύρισε, κοίταξε μία αυτόν και μία το χέρι του κάτω στον δρόμο, και μετά εντελώς αδιάφορα του ξαναγύρισε την πλάτη και συνέχισε να βαδίζει. Θυμόταν ακόμη πολύ καθαρά την ζωή του. Ήταν ένας καθηγητής όταν ζούσε. Δίδασκε στο πανεπιστήμιο της πόλης βιολογία, και γι' αυτό μπορούσε να αντιληφθεί πολύ περισσότερο όλο αυτό που συνέβηκε. Ήταν παντρεμένος, αλλά ευτυχώς δεν είχανε ακόμα παιδιά με τη γυναίκα του. Θέλανε να κάνουν και για πολλά χρόνια προσπαθούσαν πολύ, αλλά δεν τα είχανε καταφέρει ως τώρα. Ζούσαν όμως ευτυχισμένοι τις απλές ζωές τους μαζί. Την βρήκε τυχαία πολλές μέρες μετά να περιφέρεται σε μια λεωφόρο κοντά στο σπίτι τους. Την είχαν δαγκώσει στην πλάτη και στο ένα χέρι, οι δαγκωνιές διακρίνονταν πεντακάθαρα έτσι μολυσμένες και κακοφορμισμένες που ήταν. Κούτσαινε καθώς περπατούσε γιατί στο ένα της πόδι φόραγε μια γόβα, ενώ το άλλο εκτός του ότι ήταν γυμνό ήταν και σπασμένο στον αστράγαλο. Γυρνούσε σε μια αφύσικη γωνία κάθε φορά που το πατούσε, και λύγιζε μέχρι που γύριζε τελείως στο πλάι και ακουμπούσε τελικά το κότσι στο δρόμο. Πήγε κοντά της αλλά φυσικά δεν τον αναγνώρισε. Ήθελε να της πει πόσο λυπάται που δεν ήταν εκεί, αλλά δεν μπορεί πια να μιλήσει. Έκλαιγε μέσα του, ούρλιαζε στο μυαλό του το όνομά της ξανά και ξανά, αλλά μάταια. Απλώς έκανε λίγο στο πλάι και τον προσπέρασε με το αργό της βήμα. Αυτόν τον είχε δαγκώσει ένας μαθητής του μέσα στην τάξη. Έγραφε στον πίνακα μια πολύπλοκη ένωση και είχε απορροφηθεί, όταν ξαφνικά άρχισαν τα ουρλιαχτά πίσω του. Γυρίζοντας είδε τους μαθητές του, αγόρια και κορίτσια σχεδόν στο τέλος της εφηβείας τους, να πηδάνε ό ένας στον άλλο και να γεμίζουν με αίματα και κομμένες σάρκες τους διαδρόμους ανάμεσα στα θρανία. Ένας από τους αριστούχους μαθητές του γύρισε προς το μέρος του και άφησε ένα δυνατό γρύλισμα σα ζώο πριν ορμήσει και ταχύτατα τον πετάξει στο πάτωμα δίπλα στην έδρα. Τον δάγκωσε κατευθείαν στο λαιμό, τον άκουγε καθώς πέθαινε που έγλυφε και ρούφαγε το αίμα του με λαιμαργία. Στιγμές αργότερα σηκωνόταν, και το μόνο που ήθελε ήταν να φάει. Η πείνα του ήταν τέτοια που δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Βγήκε στο διάδρομο και είδε μια ομάδα τριων τεσσάρων μαθητών-ζόμπι να είναι γονατισμένα γύρω από ένα σώμα. Ξεκολλάγανε κομμάτια και τρώγανε με βουλιμία. Πλησίασε και γονάτισε δίπλα τους. Το κεφάλι ήταν ακόμα σχετικά ολόκληρο και αναγνώρισε την συνάδελφό του των Φιλολογικών, μια νεαρή καθηγήτρια που τραβούσε πάνω της όλη την προσοχή με την φρεσκάδα της και την ομορφιά της. Της κοπάνησε μερικές φορές το κρανίο στο πάτωμα μέχρι που έσπασε, και βουτώντας το χέρι του στα χυμένα μυαλά άρχισε να τρώει κι αυτός σαν να ήταν νηστικός βδομάδες. Συνειδητοποίησε ξαφνικά τι κάνει και σοκαρίστηκε τόσο που έπεσε πίσω στο πάτωμα. Αμέσως το ζόμπι δίπλα του πήρε τη θέση του, και σκύβοντας πάνω από το άψυχο κατακρεουργημένο κορμί άρχισε να τραβάει με τα δόντια του τις σάρκες από τα μάγουλα. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σαν μεθυσμένος κινούνταν ανάμεσα σε άλλα ζόμπι που ορμούσαν στους επιζώντες που τρέχανε ουρλιάζοντας. Στο μυαλό του είχε μόνο το να πάει σπίτι του, να βρει τη γυναίκα του, να την προστατεύσει. Στρίβοντας σε μια γωνία τράκαρε με μια κυρία που έτρεχε να γλυτώσει από τα ζόμπι που την κυνηγούσαν. Πέσανε μαζί στο πεζοδρόμιο. Μύρισε το αίμα της και το μυαλό του θόλωσε. Χωρίς καν να το σκεφτεί γύρισε και κάρφωσε τα δόντια του με δύναμη στον ώμο της κυρίας. Την άκουσε που έσκουξε δυνατά, αλλά τότε πέσανε πάνω της και τα άλλα ζόμπι και την αποτελειώσανε. Έφαγε μέχρι που δεν μπορούσε άλλο. Τότε μόνο ξεθόλωσε το μυαλό του και είδε ότι ροκάναγε ένα μακρύ κόκκαλο που το αναγνώρισε ως το ένα από τα δύο του πήχη του χεριού. Θυμήθηκε το σπίτι του και τη γυναίκα του και πετάχτηκε αμέσως όρθιος αλαφιασμένος. Όταν έφτασε ήταν αργά. Η εξώπορτα ήταν ορθάνοιχτη, και το σαλόνι ήταν λες και πέρασε τυφώνας. Το αίμα στο πάτωμα του έδειξε όσα χρειαζόταν. Έψαξε κάθε δωμάτιο αλλά η γυναίκα του ήταν άφαντη. Αν έβρισκε κάποια κομμάτια της θα ήξερε πως ήταν τελειωτικά νεκρή, αλλά τώρα η απουσία της του έλεγε ότι είχε αλλάξει και περιφερόταν κάπου έξω χωρίς σκοπό. Την έψαχνε για μέρες. Κάθε λίγο οι ορμές που είχε αποκτήσει μετά την αλλαγή έπαιρναν τον έλεγχο, και τότε κάποιος δύστυχος επιζώντας γινόταν το γεύμα του. Κάθε φορά έκλαιγε σιωπηλά μέσα του και ορκιζόταν ότι την επόμενη φορά θα συγκρατιούνταν. Όμως την επόμενη φορά η πείνα του υπερίσχυε πάλι και κάθε όρκος του καταπατούνταν. Δεν σταμάτησε όμως να την ψάχνει, μέχρι που την βρήκε. Είχε την κρυφή ελπίδα ότι θα μπορούσε κι αυτή να νιώθει όπως αυτός, και ίσως να μπορούσαν να επικοινωνήσουν έστω κι έτσι όπως είναι, αλλά τελικά το πήρε απόφαση πως ότι κι αν του συνέβαινε δεν ίσχυε για τα άλλα ζόμπι. Ήταν όλα άμυαλα και άβουλα, κινούμενα μόνο από το ένστικτο της πείνας, συμπεριλαμβανομένου και της γυναίκας του. Ένιωθε απαίσια. Ήθελε πολύ να μπορούσε να πεθάνει, να γλυτώσει από αυτό το φρικτό μαρτύριο. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει γύρω του όλο αυτόν τον θάνατο. Δεν άντεχε την επίγνωση ότι ένα από αυτά τα μισοσάπια τέρατα που κινούνταν γύρω του ήταν κι αυτός. Είχε σταθεί μια φορά μπροστά σε μια βιτρίνα και είχε δει την αντανάκλασή του. Ήταν ισχνός, με τα μάγουλα ρουφηγμένα. Τα γυαλιά του λείπανε, και τα μάτια του ήταν λευκά σαν κάποιος να τα είχε βάψει με διορθωτικό. Ο λαιμός του έχασκε ανοιχτός και οι σάρκες κρέμονταν εκεί που είχαν κοπεί από τη βίαιη δαγκωνιά που τον είχε σκοτώσει. Κοίταξε το πόδι του να κρέμεται μέσα στο σχισμένο μπατζάκι του. Η εικόνα του ήταν η πιο αποτρόπαιη εκδοχή του εαυτού του που γνώριζε ως τότε, του ζωντανού ακόμα εαυτού του. Κάθισε για τις επόμενες δυο μέρες σε ένα στενό πίσω από κάτι κάδους, και ακίνητος τελείως έκλαιγε βουβά. Δεν καταλάβαινε γιατί αυτός είχε ακόμα την ικανότητα της σκέψης, ευχόταν όμως να μην την είχε, να μην ήξερε τι του γινόταν, να μην ήξερε τι κάνει όταν η πείνα τον κυριεύει. Το χειρότερο απ' όλα ήταν η μοναξιά. Ήθελε τόσο να μιλήσει σε κάποιον, να επικοινωνήσει με κάποιον. Του έλειπε πολύ η γυναίκα του. Την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν κουτσαίνοντας, και είχε σκεφτεί για λίγο να πάει πίσω της και να την αποτελειώσει μια και καλή, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει. Απλά έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει να απομακρύνεται μέχρι που χάθηκε σε κάποια γωνία. Τελευταία προτιμούσε να περνάει τον καιρό του λίγο έξω από την πόλη. Περπατούσε μέσα στα χωράφια, καθόταν κάτω από τα δέντρα, και καταριόταν την τύχη του. Αναρωτιόταν αν θα υπήρχε ποτέ κάποιο τέλος σ' αυτή την κατάσταση, ή αν θα έμενε για πάντα ένας ζωντανός νεκρός. Τι θα γινόταν όταν το σώμα του θα σάπιζε εντελώς; Θα συνέχιζε να κινήται μόνο ο σκελετός του; Θα έλιωνε κάπου παραπεταμένος, κάτω από τον ήλιο και τη βροχή, ενώ θα πέρναγαν τα χρόνια αργά; Κι όταν η φυσική του μορφή, το σώμα του, θα έπαυε να υπάρχει τι θα γινόταν τότε; Αναρωτιόταν γιατί το μυαλό του είχε αντέξει, γιατί δεν είχε τρελαθεί ακόμα. Ή μήπως είχε τρελαθεί αλλά δεν το γνώριζε; Σε μια από τις περιπλανήσεις του είχε εντοπίσει μερικούς επιζώντες που κρύβονταν κοντά σε ένα ποτάμι. Φρόντιζε να μην πηγαίνει κοντά, γιατί μπορεί να τους θυμόταν όσο είχε τα λογικά του, όταν όμως η πείνα ερχόταν τότε μόνο ότι ήταν μπροστά του υπήρχε. Τότε ήταν κι αυτός ένα άμυαλο ζόμπι. Όσο δεν τους είχε μπροστά του όταν πείναγε ήταν ασφαλείς. Δεν απομακρυνόταν όμως πολύ. Του άρεσε να ακούει από μακρυά τις κουβέντες τους, τους ήχους των ζωντανών. Δεν ήξερε πόσοι ήταν, ή αν ήταν οικογένεια ή απλά μια ομάδα επιζώντων. Δεν τόλμησε ποτέ του να πλησιάσει φοβούμενος μήπως θολώσει ξαφνικά και τους επιτεθεί. Ούτε μία φορά δεν του πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να γίνει το αντίθετο, να τον δουν και να του επιτεθούν αυτοί δηλαδή. Οι μέρες περνούσαν κι έφευγαν χωρίς να αλλάζει κάτι. Πλησίαζε στην πόλη για να βρει τροφή, και μετά γυρνούσε και από μακρυά κοιτούσε για ώρες την αγαπημένη του ομάδα ζωντανών. Στο μυαλό του ήταν κι αυτός μέλος τους, τους μιλούσε κιόλας μερικές φορές, πάντα από μέσα του. Μια φορά είδε ένα άλλο ζόμπι να έρχεται αργά και ανησυχώντας μήπως και πέσει πάνω στην ομάδα πήγε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το διαλυμένο πόδι του και του επιτέθηκε. Το πέταξε κάτω σπρώχνοντάς το απότομα και άρχισε να το χτυπάει με ένα ξερό κλαδί στο κεφάλι. Αργά αλλά ασταμάτητα. Μέχρι που το κεφάλι έλιωσε και το ζόμπι σταμάτησε να κουνιέται. Μετά κρύφτηκε και απέφυγε να πλησιάσει ξανά στους επιζώντες για λίγες μέρες. Ήξερε ότι θα έβρισκαν το κουφάρι και θα είχαν περισσότερο το νου τους. Σιγά σιγά όμως άρχισε να επιστρέφει, και σύντομα ξαναμπήκε στην ρουτίνα του. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχε για να αντέξει αυτό το μαρτύριο. Το κλονισμένο του αλλά καθαρό ακόμα μυαλό του έψαχνε απεγνωσμένα να κρατηθεί από κάπου, κι αφού δεν έβρισκε κάτι δημιουργούσε μόνο του φανταστικά σενάρια όπου δεν ήταν όλα τόσο άσχημα. Εκεί ήταν ακόμα ζωντανός. Εκεί έσωζε και τη γυναίκα του και επιβίωναν οι δυο τους εδώ στην εξοχή, δίπλα στο ποτάμι, κοντά στον καταυλισμό και στους άλλους ζωντανούς πιο πέρα. Εκείνη τη μέρα είχε από νωρίς κρυμμένος στην αγαπημένη του συστάδα κοντά στο σημείο που οι επιζώντες είχαν τον καταυλισμό τους. Υπήρχαν μερικά παιδιά, και τα παρακολουθούσε ακίνητος και αθέατος που παίζανε ανέμελα δίπλα στο ποτάμι. Ένιωθε αφάνταστη λύπη, μεγάλη νοσταλγία για την προηγούμενη ζωή. Για άλλη μια φορά καταράστηκε σιωπηλά την τύχη του και αφέθηκε να κλάψει μέσα του. Φαντάστηκε για λίγο ότι ήταν βάρδια να φυλάει τα παιδιά να παίζουν όσο οι μεγάλοι κάνανε τις δουλειές τους. Στη δική του σκηνή θα τον περίμενε η γυναίκα του να γυρίσει. Αλλά τώρα είχε βάρδια κι έπρεπε να έχει το νου του. Είχε βυθιστεί στην φαντασία του και δεν άκουσε τον ήχο από το κλαδάκι που έσπασε ακριβώς πίσω του. Άκουσε μόνο μια δυνατή κραυγή νίκης, και γυρνώντας ξαφνιασμένος πρόλαβε να δει την διπλή κάννη που τον σημάδευε πριν σβήσουν τα πάντα. Η ησυχία στην εξοχή έσπασε βίαια από τον διπλό πυροβολισμό που του διέλυσε το κεφάλι. Το κορμί του απλά δίπλωσε και ακούμπησε αργά στο χώμα, σαν παιχνίδι που κάποιος το έβγαλε από το ρεύμα. Τα παιδάκια τρέξανε αμέσως γεμάτα περιέργεια να δουν, και ξεφώνισαν με χαρά όταν αντίκρυσαν μέσα στα χόρτα το αποκεφαλισμένο ζόμπι. Δεν θα μπορούσαν φυσικά ποτέ να ξέρουν ότι αυτό ακριβώς ήθελε και το ζόμπι, να πεθάνει, μόνο που ξαφνιάστηκε, και πιθανότατα να μην το έμαθε ποτέ. Έτσι ίσως κάπου να τέλειωσε τη βάρδια του και να γύρισε τελικά στη σκηνή του..- By MADnJIM Edited June 4, 2014 by MadnJim 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted June 29, 2014 Share Posted June 29, 2014 Για έναν άγνωστο λόγο οι ιστορίες με ζωντανούς νεκρούς με θλιβουν απίστευτα πολύ. Ίσως μου θυμίζουν κάτι από την πραγματικότητα που βιώνουμε, άλλωστε μπορεί γι αυτό να είναι της μόδας. Μου άρεσε πολύ το διήγημα σου. Είχε μια νοσταλγία, μια πίκρα τόσο ταιριαστή... Στρωτή γραφή, παραστατική αφήγηση. Καλή συνέχεια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.