Jump to content

Το μυστικό του δρόμου


MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MadnJim
Είδος: Αστυνομικό υπερφυσικού μυστηρίου θα το έλεγα..
Βία; Ελάχιστη
Σεξ; Πολύ λίγο
Αριθμός Λέξεων: ~6100
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Ο αστυνόμος Γεωργίου με έχει εξυπηρετήσει αρκετές φορές όποτε χρειάστηκα έναν αστυνομικό στις ιστορίες μου. Φανταστείτε τον σαν τον αστυνόμο Μπέκα, ή τελοσπάντων σαν έναν μεσήλικα αστυνόμο παλιάς κοπής, που λύνει τις υποθέσεις του με το μυαλό του κι όχι με το πιστόλι του. Λίγο καλοκαίρι, λίγο πάθος, λίγο μυστήριο, λίγο υπερφυσικό.. Ελπίζω να σας αρέσει..

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ..
     

          ....-1-....

 

02 Ιουλίου 1953..

          Όλοι είχαν να το λένε γι' αυτό το καλοκαίρι. Η ζέστη είχε αρχίσει να φαίνεται από τον Μάιο ότι θα είναι δυνατή, αλλά τελικά αρχές Ιουλίου είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η λίμνη θαρρείς και έβραζε, η ατμόσφαιρα αναδευόταν από πάνω της σαν ατμός που βγαίνει από το τσουκάλι πάνω από τη φωτιά. Όλοι περιμένανε να πέσει ο ήλιος και να απλωθεί η νύχτα μήπως και δροσίσει λιγάκι και καταφέρουνε τελικά να κοιμηθούνε μερικές ώρες σαν άνθρωποι.
          Λίγο έξω από την πόλη, οι εργασίες ασφαλτόστρωσης του παλιού αγροτικού δρόμου προχωρούσαν, και αργά αλλά σταθερά κατέβαιναν το βουνό και πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια, αγροτόσπιτα και απομονωμένες φάρμες ως επί το πλείστον. Τα συνεργεία είχαν ήδη περάσει με τις μπουλντόζες και είχαν ανοίξει τον παλιό χωματόδρομο πιο πολύ, και πίσω τους ερχόταν τα φορτηγά και άδειαζαν το άσπρο χαλίκι που άπλωναν μετά οι μαυρισμένοι από τον ήλιο εργάτες με τα φτυάρια και τις τσουγκράνες τους, για να γίνει το υπόστρωμα που πάνω του θα καθόταν οι καυτή πίσσα.
          Στο αγρόκτημα του Γιάννη Μπέζα η γυναίκα του η Αλίκη καθόταν έξω στη σκιά της βεράντας και κεντούσε ένα καινούριο σεμεδάκι, προσπαθώντας να βρει λίγη δροσιά στο αεράκι που ερχόταν που και που από το βουνό. Ο άντρας της έλειπε όπως κάθε μέρα από το πρωί στα χωράφια, τα καλαμπόκια τους χρειαζόταν νερό για να γεμίσουν τους καρπούς τους, και η δουλειά του ποτίσματος ήταν σκληρή. Τόσο σκληρή, που όταν γυρνούσε σπίτι μόλις νύχτωνε, άφηνε το τσαπί του, έβγαζε τις μπότες του και τα λασπωμένα ρούχα του που μύριζαν ιδρώτα, και ίσα που πλενόταν και έτρωγε λίγο φαί πριν πέσει ξερός από την κούραση στο κρεβάτι τους μέχρι το επόμενο πρωί.
          Δεν είχε παράπονο από τον άντρα της η Αλίκη, ήταν δουλευτής από τους λίγους, και τρία χρόνια που ήταν παντρεμένοι είχε φροντίσει να μην της λείψει ποτέ της τίποτα. Μόνος του είχε χτίσει το σπίτι τους, είχε ανοίξει το πηγάδι στην αυλή, είχε υψώσει τον αχυρώνα και τον μικρό σταύλο που στέγαζε τα λίγα ζωντανά τους, και πάντα ολομόναχος έφερνε βόλτα τα εκατό στρέμματα που έσπερνε καλαμπόκι πέρα στον κάμπο. Άξιος άντρας. Όλοι την καλοτύχιζαν που τον παντρεύτηκε, και της έλεγαν πόσο τυχερή είναι που πήρε έναν τόσο προκομένο σύζυγο. Κανείς δεν ήξερε όμως ότι αυτό που έλειπε περισσότερο στην εικοσιπεντάχρονη γυναίκα δεν ήταν τα λούσα και τα αγαθά, αλλά η επικοινωνία. Εδώ έξω στην ερημιά κόντευε να αρχίσει να μιλάει με τα ζώα της αφού άνθρωπος δεν φαινόταν παρά σπάνια σε καμιά γιορτή, ή τα Χριστούγεννα που ερχόταν από την πόλη οι γονείς της. Και της έλειπε η αγκαλιά, το αντρικό κορμί. Ήταν μια όμορφη νέα γυναίκα, που όπως ήταν φυσικό είχε ανάγκες, αλλά ο Γιάννης γυρνούσε πάντα πολύ κουρασμένος από τις δουλειές του και δεν έβρισκε ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση για να ασχοληθεί μαζί της και να της δώσει την τρυφερότητα που τόσο αποζητούσε.
          Ο δρόμος πέρναγε έξω ακριβώς από τον φράχτη του αγροκτήματός τους, ούτε τριάντα  μέτρα από τη βεράντα που καθόταν κάθε απόγευμα η Αλίκη όταν ο ήλιος έπεφτε από την πίσω πλευρά, κι έκανε μια στροφή αμέσως μετά πριν πιάσει την μεγάλη ευθεία μέχρι την πόλη. Τις τελευταίες εβδομάδες οι εργάτες πηγαινοέρχονταν όλο και πιο συχνά καθώς το εργοτάξιο πλησίαζε όλο και περισσότερο, και απ' όταν πέρασαν οι μπουλντόζες άρχισαν να εμφανίζονται οι ηλιοκαμένοι νεαροί σκαφτιάδες με τα ψημένα και γεροδεμένα κορμιά τους να γυαλίζουν ιδρωμένα κάτω από τον ήλιο καθώς ανεβοκατέβαζαν τα φτυάρια τους μέσα στη ζέστη.
          Ένας της άρεσε πολύ! Ήταν στην ηλικία της, και τα καστανά μαλλιά του έπεφταν ανέμελλα πάνω στους ώμους του καθώς εργαζόταν ακούραστα πάντα χωρίς πουκάμισο να σκεπάζει το γραμμωμένο σώμα του. Όποτε τον κοίταζε ένιωθε τη φωτιά μέσα της να φουντώνει, και τα μάγουλά της κοκκίνιζαν επειδή χωρίς να το θέλει άφηνε το μυαλό της να τρέξει σε φαντασίες που δεν θα τόλμαγε ποτέ να παραδεχτεί φωναχτά. Την προηγούμενη μέρα τη χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι του, και πριν προλάβει να το καλοσκεφτεί σήκωσε κι αυτή το δικό της κι ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Αμέσως μετά πετάχτηκε από την καρέκλα της και μπήκε τρέχοντας στο σπίτι βροντώντας πίσω της την εξώπορτα, με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή κι ένα σμάρι πεταλούδες να βουίζουν χαμηλά στην κοιλιά της που της θόλωναν τη σκέψη. Όταν το βράδυ γύρισε ο άντρας της προσπάθησε να του πάρει λίγα χάδια, αλλά όπως κάθε φορά μόλις ακούμπησε στο κρεβάτι τους έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε κουρασμένος.
          Σήμερα βγήκε στη βεράντα πιο νωρίς, κι ένιωθε σαν κοριτσόπουλο που πρόκειται να συναντήσει τον καλό της στα κρυφά. Σκεφτόταν μέσα της πως θα ήταν αν ερχόταν και της μιλούσε, αν της έπιανε το χέρι, αν.. αν τη φιλούσε και την έσφιγγε στην αγκαλιά του με τα δυνατά του χέρια που όλη μέρα δουλεύανε το φτυάρι με την άνεση που αυτή γυρνούσε το βελονάκι της στις θηλιές του κεντήματός της. Κάθισε στην καρέκλα της και χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της κοίταξε με τρόπο προς το δρόμο. Οι εργάτες ήταν εκεί, και στρώνανε το χαλίκι ακριβώς μπροστά στην δικιά τους είσοδο. Ο νεαρός την είδε και ακούμπησε κάτω το φτυάρι του για να την χαιρετήσει όπως και την προηγούμενη. Τον είδε και ανταπέδωσε πάλι, μόνο που αυτή τη φορά δεν έτρεξε να κρυφτεί, παρά άπλωσε το χέρι της στην κανάτα που είχε επίτηδες βάλει δίπλα της στο τραπεζάκι, και γέμισε το ποτήρι της με νερό. Τον κοίταξε με νόημα, και το έφερε στο στόμα της χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του ούτε στιγμή. Ήπιε μια δυο γουλιές και το άφησε πάλι πίσω στο τραπέζι. Το μήνυμα ήταν σαφέστατο, και ο νεαρός το έλαβε αμέσως. Πήρε το παγούρι του, είπε κάτι στον επιστάτη του δείχνοντας προς το μέρος της, και λίγα λεπτά αργότερα ερχόταν να της ζητήσει φρέσκο νερό.
“Γεια..” της είπε και της χαμογέλασε. “ Με συγχωρείς που σε ενοχλώ, το παγούρι μου έχει αδειάσει, και μ' αυτή τη ζέστη όλη μέρα στον ήλιο δε γίνεται χωρίς νερό. Μήπως θα ήταν εύκολο να το γεμίσω;..”
“Φυσικά..” του απάντησε η Αλίκη. “Έλα μέσα, έβγαλα νωρίτερα από το πηγάδι φρέσκο, θα'ναι ακόμα δροσερό..”
          Σηκώθηκε και του άνοιξε την πόρτα του σπιτιού να μπει. Τον οδήγησε στην κουζίνα και του έδειξε το μεγάλο ξύλινο καρδάρι που είχε φροντίσει από πριν να είναι γεμάτο.
“Ορίστε, εκεί είναι, βάλε όσο θες..” του είπε και στάθηκε στην άκρη.
          Ο νεαρός γέμισε το παγούρι του και ήπιε και μερικές γουλιές πριν σηκωθεί πάλι όρθιος και γυρίσει προς το μέρος της.
“Ευχαριστώ πολύ κυρία..”
“Αλίκη..” του είπε αμέσως και του άπλωσε το χέρι της χαμογελώντας.
“Χάρηκα Αλίκη, με λένε Κώστα..” της απάντησε. “Ο άντρας σου;..” τη ρώτησε δείχνοντας με τα μάτια του τη βέρα στο χέρι της.
“Είναι στα χωράφια, δεν θα γυρίσει πριν βραδυάσει..”
“Και όλη μέρα σε αφήνει μόνη εδώ;..”
“Ναι, ολομόναχη, δεν είναι κρίμα;..”
          Πλησίασε κοντά του ενώ της κρατούσε ακόμα το χέρι, και η μυρωδιά του ιδρώτα του της γέμισε τα ρουθούνια σαν το πιο φίνο άρωμα. Το μυαλό της έπαψε να δουλεύει, η φωτιά ήταν πιο φουντωμένη από ποτέ, κι ο Κώστας ένιωσε τη ζέστη της και την τράβηξε πάνω του.
“Μια γυναίκα σαν εσένα δεν πρέπει να μένει μόνη Αλίκη, έτσι δεν είναι;..” της είπε ψιθυριστά κοιτώντας την στο στόμα που το είχε μισάνοιχτο κι έτοιμο για το φιλί του.
“Όχι Κώστα, ποτέ..” μουρμούρισε αυτή και αφέθηκε να την αγκαλιάσει.
          Την φίλησε και οι πεταλούδες στην κοιλιά της ξεχύθηκαν όλες μαζί φτερουγίζοντας σα δαιμονισμένες. Έλιωσε στα χέρια του καθώς την έγδυνε με βιαστικές κινήσεις, και έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας τις καμπάνες να χτυπούν στ' αυτιά της όταν μπήκε μέσα της εκεί στην κουζίνα, ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι που στρώνει στον άντρα της να φάει όταν γυρνάει.
“Θα σε περιμένω κι αύριο..” του είπε όταν έβαζε πάλι το παντελόνι του αφού τελειώσανε.
          Δεν ένιωθε καθόλου άσχημα που είχε απατήσει τον Γιάννη, αντίθετα είχε επιτέλους μετά από τόσον καιρό μετριάσει κάπως την ανάγκη της, και αυτό δεν ήθελε να το χάσει.
“Οπωσδήποτε..” της απάντησε ο Κώστας και παίρνοντας το παγούρι του έφυγε και την άφησε μόνη να ηρεμεί αργά μετά από την χαρά που της πρόσφερε.

          

              ...-2-...

 

03 Ιουλίου 2013..
          Κατέβαινε τον επαρχιακό δρόμο με ταχύτητα, ανυπομονώντας να φτάσει επιτέλους στην πόλη. Είχε ξεκινήσει αργά το απόγευμα, και τον έπιασε το βράδυ να οδηγάει το αυτοκίνητό του στο βουνό. Ο φιδογυριστός δρόμος μέχρι να το κατέβει και να πιάσει τη μεγάλη ευθεία ήταν ιδιαίτερα κουραστικός, και δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στο ξενοδοχείο του και να πέσει σαν ξερός για ύπνο μέχρι την άλλη μέρα που θα συναντούσε τους συνεργάτες του.
          Τα φώτα του έπεσαν από μακρυά πάνω στο παλιό αγροτόσπιτο που σάπιζε μισογκρεμισμένο παρατημένο για δεκαετίες στο πλάι του δρόμου. Ψηλά αγριόχορτα γέμιζαν την αυλή του, ενώ η σκεπή του είχε βουλιάξει προς τα μέσα από το βάρος του χρόνου. Αριστερά και δεξιά του δρόμου υπήρχαν ψηλές λεύκες που τον πλαισίωναν σαν φυσικές κολώνες, και του έδιναν μια ομορφιά που η μεγαλούπολη δεν θα μπορούσε ούτε να τη φανταστεί ποτέ της.
          Έψαχνε χωρίς να το σκέφτεται στο ραδιόφωνο στους τοπικούς σταθμούς τα νυχτερινά προγράμματα, με την προσοχή του μοιρασμένη ανάμεσα στο κουμπάκι στην κονσόλα και στον έρημο δρόμο μπροστά του. Πέρασε με πολλά χιλιόμετρα στο κοντέρ μπροστά από την παλιά είσοδο του αγροκτήματος, και ίσα που τράβηξε λίγο το πόδι του από το πεντάλ του γκαζιού για να πάρει τη στροφή, την τελευταία πριν την μεγάλη ευθεία μέχρι την πόλη. Είδε τον άντρα στη μέση του δρόμου μια στιγμή πριν πέσει πάνω του, κι έκοψε το τιμόνι ενστικτωδώς δεξιά για να τον αποφύγει. Έστεκε εκεί ακίνητος, με τα πόδια ελαφρώς ανοιχτά, τα χέρια να κρέμονται στα πλευρά του, και το κεφάλι σκυφτό και καλυμένο μ' ένα παλιό αγροτικό ψάθινο καπέλο, απ' αυτά που φορούσαν στα χωράφια για να προστατεύονται από τον ήλιο οι παπούδες μας. Φορούσε μια ολόσωμη φόρμα εργασίας, απ' αυτές με τις τιράντες και τη μεγάλη τσέπη στο στήθος, και στα πόδια του είχε τις μαύρες καουτσουκένιες μπότες που χρησιμοποιούν οι αγρότες όταν ποτίζουν τα χωράφια τους το καλοκαίρι, και όταν τις βγάζουν οι πατούσες τους μοιάζουν σαν ξερά σύκα από τις ζάρες που γεμίζουν καθώς μουλιάζουν εκεί μέσα χωρίς να αναπνέουν όλη μέρα.
          Το αυτοκίνητο πέρασε ξυστά δίπλα του, βγήκε από το δρόμο, και καρφώθηκε με έναν δυνατό απότομο κρότο πάνω σε μια λεύκα. Ησυχία απλώθηκε αμέσως μετά. Μόνο μερικοί τριγμοί από τις στραπατσαρισμένες λαμαρίνες που κρύωναν ακούγονταν μέσα στη νύχτα, και κάπου μακρυά ένα σκυλί που άρχισε να αλυχτάει σαν κάποιος να το κλώτσησε δυνατά.
          Ο άγνωστος άντρας πήγε κοντά στο παράθυρο του οδηγού και κοίταξε μέσα το νεκρό και διαμελισμένο κορμί του. Έβαλε το χέρι του μέσα και έπιασε το κεφάλι του από τα μαλλιά. Το τράβηξε πίσω, ήταν γεμάτο αίματα, αλλά φαινόταν καθαρά ότι επρόκειτο για έναν νεαρό όχι περισσότερο από τριάντα χρονών. Το παρατήρησε για λίγο προσεκτικά και μετά το άφησε να ξαναπέσει πάνω στο στραβωμένο τιμόνι όπου είχε χτυπήσει κατά το τρακάρισμα και έφερε τον θάνατο ακαριαία.
“Δεν είσαι εσύ..” μουρμούρισε ο άγνωστος μέσα στη νύχτα και γύρισε την πλάτη του στο διαλυμένο αυτοκίνητο και τον νεκρό οδηγό του.
          Έκανε μερικά βήματα πάνω στην άσφαλτο, και ξαφνικά χάθηκε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Απλά εξαφανίστηκε στον αέρα καθώς βημάτιζε.

          

              ...-3-...

 

          Ο αστυνόμος Γεωργίου πήγε στο σημείο του ατυχήματος πρωί πρωί. Όλα έδειχναν ότι ήταν άλλο ένα τρακάρισμα που οφειλόταν στην υπερβολική ταχύτητα, και η εμπειρία του του έλεγε πως δεν ήταν καθόλου απίθανο οι τοξικολογικές εξετάσεις να δείξουν και αρκετό αλκοόλ στο αίμα του οδηγού. Κοίταξε το παραμορφωμένο αυτοκίνητο και κούνησε το κεφάλι του λυπημένος.  Άλλος ένας που άφηνε τη ζωή του πάνω στην άσφαλτο, σκέφτηκε. Ένας κρυφός πόλεμος με θύματα κάθε μέρα.
          Στη συγκεκριμένη στροφή όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν ατύχημα. Για έναν παράξενο λόγο, κάθε καλοκαίρι στις 3 Ιουλίου κάποιος θα έχανε τη ζωή του εκεί. Όσο το σκεφτόταν αυτό τόσο τον ενοχλούσε. Μπορούσε να θυμηθεί πριν πολλά χρόνια εκείνον τον μοναχικό κυνηγό, που ακριβώς σ' αυτό το σημείο του δρόμου κάθισε στην άκρη του και κόλλησε το δίκαννο κάτω από το σαγόνι του, για να πατήσει τη διπλή σκανδάλη και να διαλύσει όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού του με τα χοντρά σκάγια για αγριογούρουνα που είχε στα φυσίγγια του. Δεν είχε κανέναν προφανή λόγο για να αυτοκτονήσει, και το μυστήριο παρέμεινε άλυτο, αν και πολλοί είπαν ότι μάλλον θα είχε κάποια ερωτική απογοήτευση. Ή την άλλη φορά, που εκείνος ο αγρότης είχε βρεθεί το πρωί με το κεφάλι του λιωμένο κάτω από τους τεράστιους τροχούς του δικού του τρακτέρ. Το επίσημο πόρισμα έλεγε πως για κάποιον λόγο, πιθανόν για να κάνει την ανάγκη του, είχε κατέβει από το βαρύ μηχάνημα χωρίς να τραβήξει το χειρόφρενο. Αυτό τσούλησε και τον παρέσυρε κάτω από τις μεγάλες ρόδες λιώνοντάς τον σε σημείο να τον αναγνωρίσει ο ιατροδικαστής μόνο από τα δόντια του που τα ξεκόλλησε από την άσφαλτο που είχαν καρφωθεί ένα ένα με το τσιμπιδάκι του. Και φυσικά τρακαρίσματα σαν και αυτό της προηγούμενης νύχτας. Φαινομενικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Ο αστυνόμος Γεωργίου όμως δεν συνήθιζε να σκέφτεται συμβατικά, και υπήρχαν λεπτομέρειες που δεν του επέτρεπαν να αφήσει όλα αυτά τα συμβάντα χωρίς να τα σκεφτεί ξανά και ξανά από κάθε δυνατή σκοπιά. Όπως ας πούμε, ότι όλοι οι άτυχοι νεκροί ήταν νεαροί μεταξύ εικοσιπέντε και τριάντα χρονών. Ή φυσικά ότι κάθε χρόνο αυτή τη βραδυά κάποιος θα πέθαινε εκεί σ' αυτή τη στροφή με κάποιον τρόπο. Όχι ότι τον υπόλοιπο χρόνο δεν γινόταν ατυχήματα σ' αυτόν τον δρόμο, δυστυχώς ήταν το τέρμα της μεγάλης ευθείας που λάτρευαν οι πιτσιρικάδες για τις κόντρες τους, και πολλές φορές μάζευαν τα κορμιά τους μαζί με τα πειραγμένα μηχανάκια τους από τους θάμνους και τα δέντρα. Αλλά ήταν σε τυχαίες ημερομηνίες, ενώ η 3η Ιουλίου δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει χωρίς να αφήσει ένα πτώμα πίσω της. Και οι συμπτώσεις συνεχίζονταν ακόμα πιο περίεργες. Όλοι είχαν το ίδιο όνομα, Κώστας.
          Γύρισε στο περιπολικό που τον είχε φέρει και μπήκε στο πίσω μέρος σκεφτικός ακουμπώντας δίπλα του στο κάθισμα το μπλοκάκι του.
“Πάμε παιδί μου, δεν μας χρειάζονται άλλο εδώ..” είπε στον νεαρό αστυνομικό που καθόταν στο τιμόνι.
“΄Ολα εντάξυ αστυνόμε;..” του είπε αυτός κοιτώντας τον από τον καθρέφτη του ενώ έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκινούσε.
          Ο Γεωργίου γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος του και τον κοίταξε με απορία.
“Ναι, άλλο ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα από υπερβολική ταχύτητα..” είπε αργά. “Γιατί ρωτάς;..”
“Όχι, να, απλώς φαίνεστε πολύ σκεφτικός, σαν κάτι να σας προβληματίζει πολύ..”
“Φαίνομαι, ε;..”
“Από μακρυά αστυνόμε..”
          Ο Γεωργίου γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο τις λεύκες να περνούν ταχύτατα από μπροστά του, και αναστέναξε βαθιά. Αυτό που τον ενοχλούσε δεν έλεγε να τον αφήσει να ησυχάσει.
“Τίποτα παιδί μου, μην ανησυχείς, με τα χρόνια απέκτησα παραξενιές, αυτό είν' όλο..” είπε αφηρημένα, ενώ το μυαλό του έτρεχε ακόμα τις αμέτρητες πληροφορίες που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούσε στο τμήμα της πόλης.
          Όταν έφτασαν έξω από το αστυνομικό μέγαρο και κατέβηκε έτυχε να περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο μια υπερήλικη γιαγιά. Την κοίταξε χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον, αλλά ξαφνικά κοντοστάθηκε καθώς γυρνούσε προς την είσοδο του κτιρίου, με την λάμψη στα μάτια του ίδια μ' αυτήν που αστράφτει μέσα τους όταν στο μυαλό του εμφανίζεται κάποια ιδέα που ίσως τον βοηθήσει να βρει κάποια άκρη στις υποθέσεις που τον απασχολούν. Θυμήθηκε την κυρία Αλίκη Μπέζα, την εννενηντάχρονη γριούλα που κατοικούσε σε κείνο το αγρόκτημα όταν ήταν νέα και νιόπαντρη, μέχρι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς ο άντρας της και επέστρεψε στην πόλη για να μην μένει μόνη της έξω στην ερημιά. Η γυναίκα του πήγαινε συχνά στα ΚΑΠΗ και βοηθούσε τα γεροντάκια αφιλοκερδώς, και του είχε μιλήσει αρκετές φορές για την συγκεκριμένη γιαγιά που δεν είχε κανέναν ποτέ να την επισκέπτεται, γιατί δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά με τον άντρα της πριν χαθεί ανεξήγητα κάθε του ίχνος.
          Δεν μπήκε στο μέγαρο, παρά γύρισε και άρχισε να περπατάει πάντα σκεφτικός με προορισμό τα ΚΑΠΗ. Ίσως η κυρία Μπέζα να είχε να του πει κάτι περισσότερο για το δρόμο μπροστά από το παλιό της σπίτι.

 

              ...-4-...

 

          Η μεγάλη αίθουσα των ΚΑΠΗ ήταν γεμάτη όπως κάθε μέρα πριν το μεσημέρι. Άνθρωποι της τρίτης ηλικίας κάθονταν σε διάφορες παρέες και περνούσαν την ώρα τους με διάφορες ασχολίες, όπως πλέξιμο και κους κους για τις γιαγιάδες στους άνετους καναπέδες, και τάβλι για τους παπούδες στα τραπεζάκια.
          Ο αστυνόμος Γεωργίου στάθηκε στην είσοδο και κοίταξε ένα γύρο ανέκφραστος. Η εθελόντρια υπάλληλος τον περίμενε υπομονετικά, δεν ήξερε γιατί της είχε ζητήσει να του δείξει την κυρία Αλίκη, αλλά από τη μια χαιρόταν που επιτέλους κάποιος ερχόταν να την δει, κι από την άλλη την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι την ήθελε.
“Η γιαγιά εκεί στο βάθος που κάθεται μόνη..” του είπε και του έδειξε στην άλλη άκρη της αίθουσας.
          Ξεκίνησε προς το μέρος της ενώ σκεφτόταν αν και κατά πόσο η υπερήλικη κυρία θα μπορούσε να δώσει έστω και την παραμικρή βοήθεια στους προβληματισμούς του.
“Κυρία Μπέζα με συγχωρείτε, αστυνόμος Κώστας Γεωργίου..” της είπε ευγενικά μόλις έφτασε μπροστά της.
          Η κυρία Αλίκη σήκωσε το κεφάλι της και στα μάτια της φάνηκε αμέσως μια μικρή λάμψη ζωντάνιας.
“Παρακαλώ αστυνόμε..” του απάντησε με την τρεμάμενη γέρικη φωνή της.
“Δεν θέλω να σας ενοχλήσω κυρία Μπέζα, αλλά πρέπει να σας ρωτήσω μερικά πράγματα που ίσως μπορείτε να με διαφωτίσετε..”
          Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί της.
“Θέλετε να με ρωτήσετε για το παλιό μου σπίτι αστυνόμε, και για τον δρόμο που περνάει ακριβώς μπροστά του..”
“Πώς το ξέρατε;” τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
“Αργήσατε αστυνόμε, εξήντα χρόνια σας περιμένω!..”
          Έγειρε πίσω στην καρέκλα του έχοντας χάσει προς στιγμήν τη ροή της σκέψης του από την αμεσότητα της γιαγιάς. Απορίες γέμισαν το μυαλό του, ερωτήσεις που ζητούσαν απαντήσεις, και δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν η κυρία Αλίκη θα ήταν σε θέση να του δώσει. Είχε ρωτήσει την υπάλληλο νωρίτερα για την διανοητική της κατάσταση, και του είχε πει πως επικοινωνούσε άψογα με το περιβάλλον της, απλά επέλεγε να κάθεται μόνη, σαν να μην ήθελε άλλους ανθρώπους γύρω της.
“Τι εννοείται κυρία Μπέζα;..”
“Ω τίποτα το ιδιαίτερο, παλαβομάρες μιας γριας που έπρεπε να έχει φύγει από καιρό. Τι θέλατε να με ρωτήσετε αστυνόμε, είμαι στη διάθεσή σας..”
“Μάλιστα..” είπε σκεφτικός. “Για το παλιό σας σπίτι ήθελα πράγματι να σας μιλήσω. Θα'θελα να μάθω κάποια πράγματα από πρώτο χέρι..”
“Όπως;..”
“Να, συγχωρέστε με που θα σας ξυπνήσω παλιές ίσως δυσάρεστες αναμνήσεις, αλλά πείτε μου αν θυμάστε λίγα πράγματα από τότε. Πότε φύγατε ας πούμε, ή ίσως γιατί φύγατε, αν προσέξατε οτιδήποτε παράξενο στην περιοχή..”
“Και συγκεκριμένα στη στροφή του δρόμου!..” τον διέκοψε ξαφνιάζοντάς τον πάλι.
          Τώρα πια ο αστυνόμος ήταν σίγουρος πως η γηραιά κυρία είχε πολλά να του πει, και το βασικότερο ήθελε να του μιλήσει για όλα αυτά που ήξερε. Έβγαλε το μπλοκάκι του και ετοιμάστηκε να κρατήσει σημειώσεις για ότι του φαινόταν σχετικό με την υπόθεσή του.
“Πείτε μου, σας ακούω..” της είπε και περίμενε να αρχίσει την ιστορία της.
“Έφυγα το '56, τέτοια εποχή όπως τώρα. Το γιατί θα το αφήσω λίγο ακόμη. Είχα χάσει όπως θα ξέρετε φαντάζομαι τον άντρα μου, είχε εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος τρία χρόνια νωρίτερα, το '53. Εκείνη την εποχή φτιαχνόταν ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας, μηχανήματα και εργάτες δούλευαν όλη μέρα σαν μελίσσια μέσα στο κατακαλόκαιρο για να τον φτάσουν στην πόλη πριν πιάσει το Φθινόπωρο και αναγκαστούν να σταματήσουν από τις βροχές. Και τα κατάφεραν, ο δρόμος παραδόθηκε στα τέλη του Αυγούστου. Θυμάμαι είχε γίνει μεγάλη γιορτή τότε από τον Δήμο για να τον εγκαινιάσουν, όλη η πόλη είχε παραβρεθεί, και η μπάντα έπαιζε μέχρι που βασίλεψε ο ήλιος. Μετά άρχισαν τα κλαρίνα, και το πανηγύρι κράτησε μέχρι το πρωί. Έφυγα γιατί δεν άντεχα άλλο εκεί μόνη μου, στην ερημιά. Θα σας πω κάτι αστυνόμε και μη με περάσετε για ξεμωραμένη, ο δρόμος είναι στοιχιωμένος, το ξέρω καλά. Γι' αυτό έφυγα, φοβόμουν. Στον κόσμο είπα ότι δεν είχα λόγο να μένω εκεί χωρίς τον Γιάννη, αλλά η πραγματική αιτία ήταν αυτή. Φοβόμουν!..”

 

                     ...-5-...

 

03 Ιουλίου 1953..
          Δεν περίμενε να περάσει το μεσημέρι και να γυρίσει ο ήλιος για να βγει στη βεράντα της η Αλίκη. Ανυπομονούσε να δει ξανά τον Κώστα, ανυπομονούσε να τον νιώσει πάλι να της δίνει τη χαρά που τόσο της έλειπε. Ήταν εκεί, ανάμεσα στους υπόλοιπους εργάτες που δούλευαν στο δρόμο. Τον ξεχώρισε αμέσως, λες και έλαμπε!
          Δεν μπορούσε να καθισει έξω από τόσο νωρίς, έτσι έβρισκε διάφορες προφάσεις για να περιφέρεται στην αυλή και να τον βλέπει να δουλεύει κάτω από τον ήλιο. Να βλέπει το μαυρισμένο του κορμί να λαμποκοπά ιδρωμένο καθώς ανεβοκατεβάζει το φτυάρι, να φαντάζεται τη στιγμή που θα την έσφιγγε ξανά στα δυνατά του χέρια. Έβγαλε τις κότες της, τους έριξε καλαμπόκι να βοσκήσουν, μετά ξεχορτάριασε το μονοπάτι μέχρι την είσοδο, σκάλισε τον κήπο, έκανε ότι μπορούσε να σκεφτεί για να μείνει έξω.
          Φυσικά αυτός είχε καταλάβει. Την έβλεπε να κάνει όλες αυτές τις τάχα δουλειές της και ήξερε πως τον περίμενε. Αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει εύκολα χωρίς να κινήσει υποψίες στους υπόλοιπους. Μπορεί να του άρεσε αυτή η παντρεμένη και στερημένη γυναίκα, αλλά δεν σκόπευε να βρει και τον μπελά του γι' αυτήν. Την κοίταζε με τρόπο και χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν τον άντρα της, που θα έσκαβε στα χωράφια για να τη ζήσει, κι αυτή.. Αν ήξερε! Αλλά αυτός έφταιγε, αν την φρόντιζε τακτικά δεν θα του άνοιγε τόσο εύκολα τα πόδια της σα πεινασμένη.
          Η ευκαιρία ήρθε μόνη της, όταν έκαναν διάλειμμα για κολατσιό το μεσημέρι. Ο επιστάτης ήρθε και του είπε να πάει πάλι να ζητήσει νερό όπως και την προηγούμενη μέρα, κι ο Κώστας μόνο που δεν πέταξε από τη χαρά του για την τύχη του. Πήρε αμέσως δυο τρία παγούρια και κίνησε για το αγρόκτημα, και την Αλίκη που τον περίμενε. Αυτή τον είδε να έρχεται και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Παράτησε το σκαλιστήρι της και πήγε στη βεράντα να τον υποδεχτεί.
“Άργησες..” του είπε σιγανά μόλις ήρθε κοντά της.
“Δεν μπορούσα να ξεφύγω νωρίτερα, αλλά τώρα είναι η ώρα..” της απάντησε και την ακολούθησε στο εσωτερικό του σπιτιού.
          Αμέσως μόλις έκλεισε η πόρτα έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Το πάθος τους ήταν τόσο μεγάλο που σχεδόν της έσκισε τα ρούχα στη βιασύνη του να τη γδύσει. Την πήρε εκεί στο χωλ, όρθια να στηρίζεται στις παλάμες της στον τοίχο, ενώ αυτός πίσω της με το παντελόνι του στους αστραγάλους κόλλαγε πάνω της και της έδινε τη χαρά που λαχταρούσε.
          Η μοίρα όμως είναι πολύ στρίγγλα όταν θέλει. Φρόντισε να σπάσει το στυλιάρι από το τσαπί του Γιάννη στο χωράφι, και αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι για να το φτιάξει. Μπήκε από την πίσω πόρτα, και αμέσως πάγωσε ακούγοντας τα βογγητά από το χωλ. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι κάτι έπαθε η Αλίκη του, και τρομαγμένος έτρεξε για να δει τι συμβαίνει. Στο χέρι του είχε ακόμη το σπασμένο ξύλινο κομμάτι, που του έπεσε στο πάτωμα μόλις αντίκρυσε τη γυναίκα του γυμνή να την χαίρεται ο άγνωστος σ' αυτόν άντρας. Ο ήχος που έκανε όταν χτύπησε στο τσιμέντο του πατώματος ήταν αυτός που έκανε το παράνομο ζευγάρι να γυρίσει και να τον δει να στέκει εκεί αποσβολωμένος και να τους κοιτά σα χαμένος. Ο Κώστας τραβήχτηκε αμέσως, ενώ η Αλίκη θολωμένη ακόμα έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς να συνειδητοποιεί τι ακριβώς γινόταν. Τα δευτερόλεπτα σα να στάθηκαν.
“Αλίκη..” ψιθύρισε ο Γιάννης.
“Γιάννη τι κάνεις εδώ;..” τον ρώτησε αυτή ξαφνιασμένη.
“Φίλε περίμενε,..” είπε ταυτόχρονα ο Κώστας σηκώνοντας το παντελόνι του.
          Τότε ο Γιάννης όρμησε. Όχι στον Κώστα, αλλά στην Αλίκη του, στη γυμνή και μαγαρισμένη γυναίκα του. Την άρπαξε από το λαιμό και μουγκρίζοντας ακατάληπτα άρχισε να τη σφίγγει με όλη του τη δύναμη.

 

               ...-6-...

 

03 Ιουλίου 2013..

          Η κυρία Αλίκη έσκυψε μπροστά και κοίταξε τον αστυνόμο Γεωργίου με διαπεραστικό βλέμμα.
“Αστυνόμε σου είπα ότι σας περίμενα εξήντα χρόνια, γιατί σκότωσα τον άντρα μου τότε!..” του είπε εντελώς ωμά.
          Την κοίταξε αμίλητος για λίγο προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό που του είπε.
“Τι λέτε κυρία Μπέζα;..” είπε μόνο τελικά.
“Αυτό που άκουσες αστυνόμε, σκότωσα τον άντρα μου..” του απάντησε και ξαναέκανε πίσω στον καναπέ. “Δηλαδή, όχι εγώ με το χέρι μου, αλλά εξαιτίας μου..”
“Μα.. Πώς;..”
“Ήμουν νέα, και όμορφη τότε. Ο Γιάννης δεν έκανε τίποτα για να σβήσει τη φωτιά που έκαιγε μέσα μου, κι όταν οι εργάτες έφτασαν μπροστά στην πόρτα μου ένας τους γέμισε το μυαλό μου και με έκανε να σκέφτομαι ανομολόγητα πράγματα. Τον απάτησα τον άντρα μου, δυο φορές. Δυο μέρες συνέχεια, η μία μετά την άλλη. Αλλά η μοίρα έφερε τον Γιάννη τη δεύτερη μέρα στο σπίτι νωρίς, ξαφνικά, και μας έπιασε. Θα με έπνιγε, και θα είχε όλα τα δίκια να το κάνει, τον πρόδωσα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αλλά ο Κώστας αντέδρασε αμέσως, πήρε το στυλιάρι από κάτω και τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι..”
          Ο Γεωργίου τινάχτηκε σαν να τον πέρασε ρεύμα.
“Κώστας είπατε;..” τη ρώτησε.
“Ναι, ο εργάτης που έβαλα μέσα στο σπίτι μου. Κώστα τον έλεγαν..”
“Μάλιστα.. Συνεχίστε..”
          Η γιαγιά πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να αφηγείται όσα έγιναν εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου του '53..

           

                 ...-7-...

 

03 Ιουλίου 1953..
          Ο Κώστας είδε να της πετάγονται τα μάτια από τις κόγχες τους, και το πρόσωπό της που άρχιζε να παίρνει ένα φρικτό μπλε χρώμα από την ασφυξία. Δεν σκέφτηκε καθόλου, παρά σήκωσε από κάτω το σπασμένο ξύλο και χτύπησε μ' αυτό τον Γιάννη στο κεφάλι για να τον κάνει να την αφήσει. Μόνο που αυτός γύρισε και του όρμησε σαν τρελός, και του κατάφερε μερικές δυνατές γροθιές που τον έριξαν με την πλάτη στον τοίχο.
“Θα σε σκοτώσω ρε..” του ούρλιαξε και τον χτύπησε ξανά.
          Ζαλισμένος ο Κώστας σήκωσε τα χέρια του να αμυνθεί, αλλά ο μανιασμένος σύζυγος είχε σκοπό να πραγματοποιήσει την απειλή του. Τίναξε ενστικτωδώς το  χέρι που κρατούσε το ξύλο. Τρύπησε τον Γιάννη στον λαιμό και το αίμα πετάχτηκε σα πίδακας στον τοίχο του χωλ και πάνω στην Αλίκη που ακόμα προσπαθούσε να βρει την ανάσα της. Γι' αυτό και δεν ούρλιαξε όταν είδε τον άντρα της να καταρρέει και να πεθαίνει πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα σφαδάζοντας στο τσιμεντένιο πάτωμα.
“Τι έκανες..” μουρμούρισε βραχνά μόνο και κοίταξε τον Κώστα.
          Έστεκε σα μαρμαρωμένος, με το ξύλο ακόμη στο χέρι του βαμμένο κόκκινο, να κοιτάζει σα αποχαυνωμένος τον άντρα που ξεψυχούσε στα πόδια του.
“Τον σκότωσες..” του είπε ξανά.
          Τραβήχτηκε πιο πέρα προσπαθώντας να σκεφτεί όσα γινόταν. Η Αλίκη έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με αναφυλλητά. Ήταν γεμάτη από τα αίματα, και όπως ακουμπούσε τις παλάμες της στο πρόσωπό της τα άπλωνε και τα ανακάτευε όλο και περισσότερο.
“Γαμώ το..” είπε ο Κώστας και συνειδητοποιώντας ότι ακόμα κρατάει το ξύλο το άφησε να πέσει στο πάτωμα λες και του έκαψε ξαφνικά το χέρι.
          Στο μυαλό του γυρνούσαν με τρομακτική ταχύτητα όλα όσα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα. Έξω οι υπόλοιποι εργάτες θα τον περίμεναν να τους πάει το νερό. Πώς έγιναν όλα τόσο χάλια! Σαν να ξύπνησε στράφηκε στην Αλίκη και την έπιασε από το μπράτσο.
“Σήκω..” της είπε και την τράβηξε.
          Σηκώθηκε υπάκουα χωρίς καμία δική της βούληση, το μυαλό της δεν άντεξε όλο αυτό το σοκ και έσβησε προσωρινά.
“Άκουσέ με. Μ' ακούς;..” την ταρακούνησε από τους ώμους με δύναμη. “Πήγαινε και πλύσου, και μετά κλείσου μέσα και μη βγεις μέχρι να γυρίσω ξανά. Κατάλαβες;..”
          Τον κοίταξε σαν να βρισκόταν κάπου μακρυά. Την ταρακούνησε ξανά, πιο δυνατά, και ζάρωσε τρομαγμένη.
“Πες μου, κατάλαβες;..” της είπε με πρωτόγνωρη σκληράδα στη φωνή του.
“Ν-ναι..” μουρμούρισε μόνο και ξανάρχισε να κλαίει.
“Ωραία, φεύγω για να μην μας καταλάβουν, και θα γυρίσω όταν τελειώσω τη δουλειά. Μην τον πειράξεις καθόλου, θα τον τακτοποιήσω εγώ τότε, εντάξει;..”
         Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Ο Κώστας έπλυνε γρήγορα τα χέρια του, γέμισε τα παγούρια νερό, και βγήκε από το σπίτι προσπαθώντας να δείχνει σα να μη συνέβη τίποτα. Είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει ένα πλάνο στο μυαλό του, ένα σχέδιο που θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση που βρέθηκε χωρίς να το περιμένει.

 

               ...-8-...

 

03 Ιουλίου 2013..
          Ο αστυνόμος άκουγε την ιστορία της γιαγιάς και δεν πίστευε στ' αυτιά του. Δεν το περίμενε με τίποτα αυτό που του έλεγε.
“Τι κάνατε μετά;..” τη ρώτησε σχεδόν σοκαρισμένος από την αμεσότητα της περιγραφής της.
“Έκανα ότι μου είπε. Πρέπει να καταλάβεις αστυνόμε, μόλις είχε σκοτωθεί ο άντρας μου μπροστά μου, εξαιτίας μου, κι όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ ούτε να κάνω οτιδήποτε. Πλύθηκα από τα αίματα σα ρομπότ, ντύθηκα, και περίμενα στην κουζίνα μέχρι που νύχτωσε και ήρθε ξανά ο Κώστας..”
“Και τι κάνατε όλες αυτές τις ώρες εκεί;..”
“Τίποτα, απλά καθόμουν! Το είχα χάσει, καθόμουν εκεί ακίνητη, ανήμπορη ακόμα και να κουνηθώ. Θυμάμαι που σκεφτόμουν ότι ο Γιάννης θα γυρνούσε το βράδυ και δεν του είχα φτιάξει φαγητό, και μετά θυμόμουν ότι κείτονταν στο χωλ πεθαμένος και με πιάνανε τα κλάμματα..”
“Απίστευτο!..”
“Πώς μπορούν όλα να γκρεμιστούν μέσα σε μια στιγμή αστυνόμε, ε;..”
“Το κακό δεν χρειάζεται πολύ ώρα για να γίνει κυρία μου. Τελικά τι έγινε;..”
          Η κυρία Αλίκη έσκυψε το κεφάλι της.
“Μόλις νύχτωσε ήρθε ο Κώστας. Μπήκε από την πίσω πόρτα και με βρήκε στην κουζίνα. Μου είπε πως έπρεπε να τον κρύψει, να τον εξαφανίσει, να μη μάθει ποτέ κανείς τι έγινε γιατί θα πηγαίναμε κι οι δυο φυλακή. Τον βοήθησα να τον τυλίξει σε μια κουβέρτα, και μετά τον κουβαλήσαμε έξω. Εγώ γύρισα μέσα και άρχισα να καθαρίζω το χωλ από τα αίματα όπως μου είχε πει να κάνω. Άκουγα απ' έξω το θόρυβο από το σκάψιμο, αλλά δεν βγήκα να δω. Ξέρω όμως, το χαλίκι του δρόμου έκανε πολύ χαρακτηριστικό ήχο στο φτυάρι του μέσα στην ησυχία της νύχτας. Τότε οι νύχτες ήταν ήσυχες αστυνόμε, όχι όπως σήμερα που πάντα έχει φασαρία. Τον έθαψε κάπου στη στροφή, δεν ξέρω ακριβώς που, αλλά πρέπει να είναι στη στροφή..”
“Είπατε πως δεν βγήκατε για να δείτε..”
“Δεν χρειαζότανε να βγω για να ξέρω! Δεν γύρισε όταν τελείωσε. Έφυγε μέσα στη νύχτα και έμεινα μόνη μου να περιμένω να ξημερώσει. Την επόμενη μέρα το πρωί τα μηχανήματα στρώσανε τη φρέσκια πίσσα μπροστά από το σπίτι. Ήταν πολύ καλό το σχέδιό του, κανείς δεν πρόκειται να τον έβρισκε πια, ποτέ..”
          Την κοίταζε και έβλεπε μπροστά του μια γριούλα, μια γιαγιά που κανείς δεν θα πίστευε ποτέ ότι έκρυβε ένα τέτοιο μυστικό ολόκληρη τη ζωή της. Όλα άρχιζαν να συνδέονται σιγά σιγά στο μυαλό του, αλλά και πάλι κάτι δεν του καθόταν σωστά.
“Πότε σκεφτήκατε να πείτε ότι ο άντρας σας εξαφανίστηκε;..” τη ρώτησε σιγανά κοιτώντας το μπλοκάκι του.
“Δεν το σκέφτηκα εγώ, ήρθε την άλλη μέρα τάχα πάλι για νερό ο Κώστας, και μου είπε να πω ότι δε γύρισε το προηγούμενο βράδυ σπίτι. Με δασκάλεψε κι εγώ τον υπάκουσα σα μαθητούδι. Μ' αυτό το κρίμα ζω όλα αυτά τα χρόνια αστυνόμε. Κι ο Θεός με άφησε για τιμωρία να ζήσω τόσο πολύ. Ο Κώστας δεν ξέρω τι απέγινε, δεν τον ξαναείδα ποτέ από τότε, ούτε και τον έψαξα. Δεν ξέρω αν ζει κι αυτός ακόμα, κι ούτε και με νοιάζει να μάθω. Μακάρι να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ μου. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μου αν δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ..”
          Ο αστυνόμος γύρισε τις σελίδες στο μπλοκάκι του και βρήκε τελικά αυτό που τον ενοχλούσε.
“Κυρία Μπέζα, μου είπατε στην αρχή πως φύγατε από κει γιατί ο δρόμος είναι.. στοιχιωμένος;..” τη ρώτησε διστακτικά.
          Η γρια σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε έντονα.
“Τρία χρόνια που έμεινα εκεί, τρεις φορές τον είδα αστυνόμε. Πάντα στις τρεις του Ιούλη, να στέκεται στη μέση του δρόμου, με τη φόρμα του και το καπέλο του και τις μπότες του. Γι' αυτό έφυγα, γιατί δεν ησύχασε ποτέ. Κι απ' ότι έμαθα κάθε χρόνο την ίδια μέρα έβγαινε ξανά. Αλλά δεν το είπα ποτέ σε κανέναν, ποιός θα με πίστευε άλλωστε αν το 'λεγα. Το ξέρω ότι έβγαινε κάθε χρόνο, γιατί πάντα, κάθε χρόνο αυτή τη μέρα, κάποιος Κώστας πέθαινε εκεί στη στροφή του δρόμου. Κάθε χρόνο..”
          Όταν έφυγε ο Γεωργίου από τα ΚΑΠΗ δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Δεν πίστευε στα φαντάσματα και στα στοιχειά, αλλά όλες αυτές οι συμπτώσεις παραήταν πολλές για να μην τον προβληματίσουν. Τελικά αποφάσισε να μην πει σε κανέναν για την Κυρία Αλίκη, στην ηλικία που ήταν δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να την οδηγήσει στη δικαιοσύνη.
          Έβαλε την υπόθεση στο αρχείο του και σιγά σιγά την έβγαλε από το μυαλό του, μέχρι που με μεγάλη προσπάθεια την ξέχασε. Όχι εντελώς μιας και δεν του άρεσε να μένουν εκκρεμότητες στις υποθέσεις του, αλλά όσο χρειαζόταν για να μπορεί να συνεχίσει τη δουλειά του φυσιολογικά.

 

                 ...-9-...

 

03 Ιουλίου 2014..
          Όσο πλησίαζαν οι μέρες τόσο εκείνη η παράξενη υπόθεση επέστρεφε στο μυαλό του αστυνόμου Γεωργίου και τον ταλαιπωρούσε. Ήταν σίγουρος πως πάλι κάτι θα συνέβαινε τη συγκεκριμένη βραδυά εκεί, στη στροφή του δρόμου. Γι' αυτό και τελικά δεν άντεξε, παρά πήγε ο ίδιος εκεί όταν νύχτωσε. Έπρεπε να κλείσει αυτή η υπόθεση μια και καλή, και δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
          Σταθηκε καμιά πενηνταριά μέτρα από τη στροφή, προφυλαγμένος πίσω από ένα δέντρο μην του έρθει κανένα αυτοκίνητο πάνω του. Είχε εφοδιαστεί με έναν ισχυρό φακό, και είχε γεμίσει το θερμός του με μπόλικο σκέτο δυνατό καφέ για να κρατήσει όλο το βράδυ. Ήταν αποφασισμένος. Περιέργως ο δρόμος που ήταν μία από τις εισόδους της πόλης και ως εκ τούτου πολυσύχναστος, τώρα ήταν ερημικός. Σπάνια πέρναγε κάποιο αυτοκίνητο, που φώτιζε με τα φώτα του για λίγες στιγμές τις λεύκες πριν στρίψει και χαθεί στην μεγάλη ευθεία. Κάθε φορά όμως πεταγόταν και παρακολουθούσε, κοίταζε επίμονα στη στροφή μήπως και δει κάτι. Δεν πίστευε βέβαια ότι θα έβλεπε τελικά αυτό το κάτι, ότι κι αν ήταν αυτό, αλλά κάθε φορά πεταγόταν όρθιος και κοίταζε με μια αγωνία που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει.
          Κόντευε το χάραμα, και είχε πάρα πολύ ώρα να περάσει αυτοκίνητο. Είχε πέσει η δροσιά της νύχτας, και αν και κατακαλόκαιρο ένιωθε το πρωινό κρύο να τον τρυπάει κι ας φόραγε μια ζακέτα πάνω από το πουκάμισό του. Απέναντι στο βουνό είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται το πρώτο φως που δειλά δειλά έσκιζε το σκοτάδι και ανακοίνωνε τη νέα μέρα που ερχόταν.
          Ξαφνικά τον είδε! Μέσα στη μέση του δρόμου, με τη φόρμα του, τις μπότες του, το καπέλο του, ακριβώς όπως τον είχε περιγράψει η γρια κυρία Αλίκη ένα χρόνο πριν στα ΚΑΠΗ, όταν του είχε πει την απίστευτη ιστορία της. Έστεκε εκεί και τον κοίταζε κάτω από το γείσο του καπέλου του, και ο αστυνόμος ένιωσε λες και τον τρυπούσαν χιλιάδες βελόνες κατευθείαν μέσα στο μυαλό του. Σηκώθηκε όρθιος και βγήκε στην άσφαλτο, ούτε είκοσι μέτρα μακρυά του. Άναψε το φακό του και έριξε την δυνατή δέσμη πάνω στην ακίνητη μορφή. Ανατρίχιασε ολόκληρος όταν είδε το φως να περνάει από μέσα του και να χτυπάει στους θάμνους πίσω του στην άκρη του δρόμου.
“Αστυνομία..” φώναξε δυνατά.
          Η μορφή σήκωσε το κεφάλι της και ο Γεωργίου είδε τη μεγάλη τρύπα στο λαιμό να διακρίνεται ολοκάθαρα. Χωρίς να το θέλει έκανε ένα βήμα πίσω, ενώ ο άντρας άρχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος του, μέχρι που έφτασε λίγα μόλις μέτρα μακρυά του.
“Α-αστυνομία..” ξαναείπε, αλλά με φανερό δισταγμό αυτή τη φορά.
          Ο άντρας τον κοίταξε προσεκτικά για λίγες στιγμές.
“ Δεν είσαι εσύ..” μουρμούρισε βραχνά κι απόκοσμα.
          Γύρισε την πλάτη του και άρχισε να περπατάει μέχρι που έφτασε σχεδόν στη στροφή. Εκεί ξαφνικά εξαφανίστηκε, έσβησε μέσα στο σκοτάδι μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Γεωργίου σα να μην υπήρξε ποτέ!
          Δυο ώρες αργότερα ο δρόμος είχε κλείσει από την αστυνομία, και η πρωινή κίνηση διοχετευόταν σε μια μικρή παρακαμπτήριο. Στη στροφή είχαν έρθει βαριά μηχανήματα και τσάπες, και ξήλωναν την άσφαλτο σκάβοντας προσεκτικά το παλιό χαλίκι από κάτω της. Δεν άργησαν να βρουν τον τυλιγμένο σε μια κουρελιασμένη και σάπια κουβέρτα σκελετό. Η εξέταση αργότερα έδειξε ότι επρόκειτο για τον εξαφανισμένο από το 1953 Γιάννη Μπέζα, ιδιοκτήτη του παρακείμενου αγροκτήματος.
          Ο αστυνόμος Γεωργίου έστεκε πιο πέρα και παρακολουθούσε την έρευνα ξέροντας σίγουρα πια ότι εκεί ήταν θαμένος ο άτυχος αγρότης. Το μυαλό του δεν χώραγε ακόμα ότι στοίχιωνε όλα αυτά τα χρόνια τον δρόμο σε κείνο το σημείο ψάχνοντας να βρει εκείνον τον Κώστα που τον σκότωσε τότε. Είχε λύσει όμως την υπόθεση και τώρα μπορούσε να την αφήσει πίσω του. Το μυστικό του δρόμου είχε αποκαλυφθεί.
          Η κυρία Αλίκη πέθανε λίγες μέρες μετά. Ξεψύχησε ήσυχα στον ύπνο της, χωρίς να προλάβει να πει σε άλλον το μυστικό της. Όλα είχαν πια τελειώσει. Το μόνο που έμενε ήταν να έρθει ο επόμενος Ιούλιος και να μην συμβεί τίποτα το αξιοπερίεργο, όπως συνέβαινε κάθε χρόνο ανελλιπώς εξήντα ολόκληρα χρόνια.-

By MadnJim

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..