georgezerv76 Posted July 13, 2014 Share Posted July 13, 2014 (edited) Συγραφεας: Γιώργος Ζερβούδης Είδος: Ερωτικό δράμα - φαντασιά Βια: υποννοειται μεσα Σεξ: υποννοειται μεσα Αριθμος λεξεων : προς το παρον 69.415 (ανολοκληρωτο εργο) Αυτοτελης: οχι, θα παρατεθουν ορισμενα κεφαλαια-αποσπασματα Σχολια: Ισως σας φανει δυσνοητο γιατι ειναι ετνελωσ ξ εμπαρκο αν δεν εχετε διαβασει το βιλβλιο (ειδικα στα επομενα που θα ανεβασω, ) αλλα το πρωτο αποσπασμα που ανεβαζω ειναι σαν παρουσιαη της μονης γυναικας ηρωιδας (υπαχουν αλλοι 2 ηρωες αντρες) που μαλιστα περνει μερος και σε κατι πολυ σημαντικο για τν ζωη της..... Αρχειο: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ.docx Πρωτα θα παραθεσω τον προλογο και μετα το κεφαλαιο 3 που παρουσιαζει την ΑΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Παραλία της Βικτώρια. Κάδιθ. 19 Αυγούστου 2004. Η νύχτα ήταν γλυκιά. Ζεστή και υγρή, όπως το καλοκαιρι της Ανδαλουσίας. Ένα δροσερό αεράκι ερχόταν από τον ωκεανό και ανακούφιζε τους λίγοστούς περαστικούς που έκαναν την βόλτα τους στο πασέο μαρίτιμο. Τον παραλιακό δρόμο της πόλης. Εκεί, στη παραλία της Βικτώρια, στο Κάδιθ, στη νότια Ισπανία, εκεί που η Ευρώπη αγγίζει την Αφρική και ο Ατλαντικός ωκεανός χαιδεύει απαλά τα ατέλειωτα χιλιόμετρα χρυσής άμμου, η γαλήνη της νύχτας δεν είχε αγγίξει δύο ανθρώπους. Εκείνη δεν ήθελε να ακούσει τίποτα και κανέναν. Ούτε καν, τον μοναδικό της έρωτα. Η πόρτα στο μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου που έμενε ήταν ερμητικά κλειστή. Όπως και η καρδιά της. Καθόταν μέσα μόνη της. Ακίνητη. Ανέκφραστη. Ήξερε ότι εκείνος δεν θα έφευγε από την πόρτα της ούτε μέχρι το επόμενο πρωί. Όχι μέχρι να την δει, να την αγκαλιάσει και να της μιλήσει. Να την ηρεμήσει. Να διώξει τα σύννεφα που είχαν πυκνώσει το τελευταίο διάστημα και ετοιμάζονταν να γίνουν καταιγίδα. Ήθελε απλά να την αγγίξει και να τη φιλήσει. Να βρεθεί μαζί με τον μοναδικό άνθρωπο που λαχτάρησε ποτέ η ψυχή του. Εκείνη όμως δεν θα άνοιγε τη πόρτα της απόψε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Άνα Σεβίλλη. 12 Ιανουαρίου 2004. «Δεν υπάρχει περίπτωση! Ούτε μία στο εκατομμύριο! Τελειωσε! Και μη ξανατολμήσει να πει τίποτα για μένα. Τέλος! Δεν πρόκειται ποτέ ξανά να ασχοληθώ μ’ αυτόν τον τύπο. Τ’ ακούς;» «Άνα… Δεν φταίω εγώ… Μου τηλεφωνεί συνεχώς. Μου στέλνει μηνύματα, είμαστε κοινοί φίλοι και… καταλαβαίνεις! Έχεις δίκιο. Αλλά μην τα βάζεις μαζί μου. Είμαι φίλη σου και σ’αγαπώ… Άνα;» Η Άνα έφυγε σχεδόν τρέχοντας χωρίς να πει άλλη κουβέντα κατευθυνόμενη προς την έξοδο από τον σταθμό των τρένων. Ο σταθμός Σάντα Χούστα της Σεβίλλης, ο μεγαλύτερος και πιο πολυσύχναστος σταθμός τρένων στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας, ήταν γεμάτος από κόσμο. Παρ’όλα αυτά, οι φωνές της Άνα κάλυπταν ακόμα και το παραμικρό θόρυβο εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό Δευτέρας. Μία από τις ημέρες – Δευτέρες κυρίως - που η Άνα επέστρεφε στη πόλη μετά από μία εβδομάδα κουραστικών ταξιδιών από άκρη σε άκρη της Ισπανίας. Το επάγγελμα του τουριστικού πράκτορα δεν ήταν εύκολο, ειδικά την περίοδο του χειμώνα. Η Άνα λάτρευε τα ταξίδια. Είχε καταφέρει να κάνει επάγγελμα κάτι που αγαπούσε και ένιωθε τυχερή γι’ αυτό. Αγαπούσε να ταξιδεύει τόσο, όσο και το να ζωγραφίζει. Η ζωγραφική ήταν το άλλο, ίσως και μεγαλύτερο πάθος της ζωής της Κρυφό της όνειρο, ήταν ν’ ανοίξει μια γκαλερί στο κέντρο της Σεβίλλης και εκεί, να εκθέτει τα δημιουργήματα της. Προς το παρόν όμως, αυτά παρέμεναν στο υπόγειο του μικρού διαμερίσματος της που νοίκιαζε λίγο έξω από το κέντρο της πόλης. Είχε σπουδάσει οικονομικά στη Μαδρίτη - επιλογή που μετάνιωνε κάθε ημέρα της ζωής της. Το πτυχίο της ήταν καλα κρυμμένο σε κάποιο συρτάρι του σπιτιού της, χωρίς να την έχει βοηθήσει καθόλου έως τώρα. Η ζωή της, μόλις στα 24 της χρόνια, δεν έδειχνε να πηγαίνει όπως ακριβώς την είχε φανταστεί και ονειρευτεί. Το ταξί σταμάτησε μπροστά της. Η Άνα δεν είχε καταλάβει πότε το κάλεσε. Ο εκνευρισμός από το τηλεφώνημα δεν είχε υποχωρήσει ακόμα. Άνοιξε την πίσω πόρτα και είπε στον οδηγό τη διεύθυνση του σπιτιού της, κοιτώντας κλεφτά το κινητό της και ηρεμώντας κάπως, βλέποντας την οθόνη κενή. Κανείς δεν την ενοχλούσε εκείνη τη στιγμή… Φτάνοντας στο σπίτι, το μέρος έδειχνε ακόμα πιο μουντό απ’ ότι συνήθως, εκείνο το πρωινό. Το διαμέρισμα θα μπορούσε άνετα να είναι ένα μικρό νεοϋορκέζικο λοφτ και όχι ένα τυπικό σεβιλιάνικο σπίτι. Η Άνα το μισούσε. Δεν τη χωρούσε ο τόπος και ύστερα από μία εβδομάδα ταξιδιών σε τόσα ενδιαφέροντα μέρη, εντός κι εκτός της χώρας, η επιστροφή ήταν πάντα μια ανώμαλη προσγείωση στην καθημερινότητα και την ρουτίνα της. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε βιαστικά στο σπίτι. Το σαλόνι ήταν όπως το είχε αφήσει… Άψογα συγυρισμένο και με μια ελαφριά μυρωδιά κλεισούρας, απόλυτα φυσιολογική μετά από μια εβδομάδα που έλειπε… Η Άνα πέταξε τα κλειδιά της στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Πριν καλά-καλά τακτοποιηθεί όμως, το κινητό της άρχισε να χτυπάει μανιωδώς. Ήταν η Μαρία που έδειχνε να επιμένει να της μιλήσει. Η Μαρία ήταν η καλύτερή της φίλη, από τα χρόνια του σχολείου και η μόνη που έδειχνε πλέον να είναι ικανή να αντέξει τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα της Άνα. Ένα χαρακτήρα που, ώρες-ώρες δεν μπορούσε να αντέξει ούτε η ίδια, πόσο μάλλον οι κοντινοί της άνθρωποι, όπως ο Νταβίδ ,ο σύντροφός της, που το προηγούμενο βράδυ είχε βρεθεί για άλλη μια φορά, χωρίς να φταίει, στο μάτι του κυκλώνα. Το… σκωτζέζικο ντους, στο οποίο η Άνα τον υπέβαλλε τους τελευταίους μήνες, τον είχε εξουθενώσει. Ο Νταβίδ είχε κουραστεί να προσπαθεί να μαντέψει, κάθε πρωί που ξυπνούσε την διάθεση της κοπέλας του, που ήταν κάθε φορά και μια καινούρια έκπληξη γι’αυτόν. Ένα τρυφερο και ρομαντικό πρωινό μπορούσε, πολύ εύκολα, να μετατραπεί σ’ ένα επικό καυγά το ίδιο απόγευμα. Οι τρομακτικά γρήγορες εναλλαγές της διάθεσής της Άνα είχαν απομακρύνει σχεδόν τους πάντες από δίπλα της, εκτός από την Μαρία, τον μόνο άνθρωπο πλέον, που την καταλάβαινε και την ηρεμούσε. Σήμερα όμως ήταν μία από τις ημέρες που ούτε εκείνη θα ήταν ικανή να την αντέξει. Ο Νταβίδ από την άλλη, έκανε τα πάντα για να σώσει αυτή την- σχεδον νεκρή - σχέση. Τηλεφωνούσε ασταμάτητα στη Μαρία καθώς η Άνα αρνούνταν πεισματικά να απαντήσει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βγάλει κάποια άκρη και να μπορέσει να επικοινωνήσει με την αγαπημένη του. Η υπομονή του ήταν αξιοθαύμαστη άλλα σήμερα δεν θα ήταν αρκετή. Σήμερα η Άνα δεν ήθελε να δει, να ακούσει ή να σκεφτεί κανέναν. Απενεργοποίησε τον ήχο του κινητού της και το ακούμπησε στο τραπεζάκι του δωματίου της, μαζί με το μισοφαγωμένο κρύο τόστ που είχε αγοράσει στο τρένο. Μπήκε στο μικρό δωματιάκι που χρησιμοποιούσε σαν εργαστήρι και έπιασε τον καμβά με το μισοτελειωμένο έργο της. Το μόνο αντικείμενο με το οποίο είχε ασχοληθεί με κάποιο ενδιαφέρον, από το καλοκαίρι και μετά. Στερέωσε τον πίνακα και άρπαξε την παλέτα με τις μπογιές και το πινέλο της. Δεν είχε ιδέα τι θα έκανε, άλλα η θέα και μόνο, του πίνακα την ηρέμησε αστραπιαία. Ο πίνακας απεικόνιζε ένα φάρο σε ένα θαλασσοδαρμένο ακρωτήρι. Λάτρευε τους φάρους και τη θάλασσα. Προσπαθούσε να αποτυπώσει μια εικόνα που είχε δει κάποτε στο Κάδιθ, μια από τις πόλεις που αγαπούσε να επισκέπτεται, όταν της δινόταν η ευκαιρία μέσω των ταξιδιών της. Τίποτα όμως δεν λειτουργούσε σήμερα. Όλα ήταν λάθος εκείνο το δευτεριάτικο πρωινό στη ζωή της. Δεν είχε την δύναμη ούτε να πιάσει το πινέλο και να ζωγραφίσει. Το κινητό της δεν σταματούσε να χτυπάει… Ήταν η Μαρία. Κάποια στιγμή – αναγκαστικά - το σήκωσε και οι λέξεις βγήκαν σαν χείμαρρος από μέσα της. «Μαρία! Καταλαβαίνω ότι σε παίρνει συνεχώς τηλέφωνο, αλλά δεν θέλω να μιλήσω. Σε παρακαλώ σταμάτα! Πές του ότι δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να με ενοχλεί! Για όνομα του Θεού…» «Άνα ηρέμησε. Μη γίνεσαι παιδάκι! Χαλάρωσε και πάρ’ τον να μιλήσετε. Μην διαλύεις τα πάντα. Έχεις μια ζωή. Μην την καταστρέφεις για το τίποτα! Άνα είναι ο φίλος σου. Το αγόρι σου! Μα τί…;» Η Άνα είχε ήδη τερματίσει την κλήση χωρίς καν να ακούσει τα τελευταία λόγια της Μαρίας. Κατά βάθος ήξερε ότι ο φίλος της δεν είχε κάνει τίποτα το σοβαρό, εκτός του να περάσει με τους φίλους του μία ημέρα μακριά από την πόλη, χωρίς να της τηλεφωνήσει τις ακριβείς ώρες που εκείνη του είχε ζητήσει. Παραδέχοταν ότι ήταν άδικη. Τη στιγμή που η ίδια έλειπε εβδομάδες ολόκληρες σε περιοδείες με την δουλειά της, ήταν το λιγότερο παράλογο να μην δέχεται να λείψει ο Νταβίδ όυτε μία ημέρα για δικούς του, προσωπικούς λόγους. Ήταν όμως πεισματάρα. Δεν θα έκανε πίσω για κανένα λόγο ακόμα κι αν αυτό σήμαινε το τέλος της σχέσης τους. Για άλλη μια φορά άφηνε τον αυτοκαταστροφικό της εαυτό να κυριαρχήσει στη ζωή της και να επιβάλλει τους δικούς του νόμους και κανόνες. Εν γνώσει της, όπως πάντα… Ξαναστερέωσε τον καμβά στην βάση του. Αυτή τη φορά έδειχνε πιο ήρεμη και είχε αποφασίσει να εκφράσει εκεί αυτά που στοίχειωναν τις σκέψεις της. Ο φάρος ήταν ψηλός, το φως του φώτιζε μέχρι το τέλος του ορίζοντα τον ταραγμένο Ατλαντικό ωκεανό. Πόσο θα ήθελε τώρα να βρεθεί στο Κάδιθ, σκέφτηκε. Να σταθεί δίπλα στον φάρο και η σκέψη της να χαθεί στο απέραντο του ωκεανού. Να μην έχει καμία έγνοια και καμία σκοτούρα στο κεφάλι. Τον τελευταίο καιρό προσπαθούσε απεγνωσμένα να βάλει σε μια τάξη τα κομμάτια της ζωής της. Δεν ήταν όμως, καθόλου εύκολο. Όταν ξεκινούσε να σπουδάσει οικονομικά στη Μαδρίτη, ήξερε ότι αυτό δεν θα ήταν επιλογή ζωής και καριέρας. Δεν ήταν δική της επιθυμία. Ήταν κάτι που το έκανε για να ικανοποιήσει τον πατέρα της που πάντα ονειρευόταν να την δεί ως μια πετυχημένη οικονομολόγο, βλέποντας την κλίση που είχε στα μαθηματικά και γενικά στους αριθμούς, από το σχολείο ακόμα. Η ίδια είχε αποφασίσει να υποκύψει σ’ αυτόν τον συμβιβασμό και παράλληλα να ασχοληθεί με το μεγάλο της πάθος, τη ζωγραφική. Η άλλη μεγάλη της αγάπη, τα ταξίδια, προέκυψε αργότερα, ύστερα από ένα ταξίδι στο Παρίσι λίγο πριν την αποφοίτησή της από το κολλέγιο. Γυρνώντας πίσω στη Σεβίλλη ήξερε ακριβώς τι θα κάνει. Η άψογη εμφάνιση της και οι τρεις γλώσσες που μιλούσε, μέτρησαν περισσότερο από οποιοδήποτε πτυχίο κι έτσι κατάφερε να βρει δουλειά ως τουριστικός πράκτορας στην πόλη της, βγάζοντας τα απαραίτητα για να ζήσει, μέσα από κάτι που αγαπούσε. Ήταν κάτι που εξισορροπούσε τον συμβιβασμό της με τις σπουδές οικονομικών. Ένιωθε σαν να είχε σταματήσει ακριβώς στην μέση την τραμπάλα της ζωής της. Η ζωγραφική, προς το παρόν, δεν μπορούσε να της… πληρώσει τους λογαριασμούς και εκτός των άλλων, τελευταία δεν είχε και έμπνευση. Δεν μπορούσε να αντλήσει έμπνευση από κανένα κομμάτι της ζωής της πλέον. Η δουλειά της είχε αρχίσει να την κουράζει. Τα ταξίδια είχαν αρχίσει να γίνονται, όλο και περισσότερο, μια ρουτίνα της καθημερινότητάς της που δεν της έδινε πια την ευχαρίστηση που ένιωθε στο παρελθόν. Εκτός των άλλων, οι πελάτες είχαν μειωθεί αρκετά και πλέον ακούγονταν όλο και περισσότερο οι φήμες για περικοπές στο προσωπικό. Το γεγονός αυτό την είχε αγχώσει. Είχε συμβάλλει στο να γίνει ακόμα περισσότερο νευρική και κυκλοθυμική. Να κλειστεί κι άλλο στον εαυτό της. Από την άλλη, η συναισθηματική της ζωή ήταν κι αυτή αρκετά παράξενη και μπερδεμένη. Μερικά χρόνια πριν είχε φτάσει στα πρόθυρα να παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα, άλλα έκανε πίσω την τελευταία στιγμή. Δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει κανείς και τίποτα. Είχε δεσμό με τον Νταβίδ σχεδόν ενάμιση χρόνο, άλλα όλα έδειχναν ότι και αυτή η ερωτική ιστορία της βάδιζε προς το τέλος της. Δεν ήταν σίγουρη ότι τον αγαπούσε, αισθανόταν σαν να μην ένιωθε πλέον τίποτα γι’αυτόν ή μάλλον, είχε αρχίσει να νιώθει μίσος. Την εκνέυριζε ό,τι και να έκανε εκείνος . Ο Νταβίδ βέβαια, την αγαπούσε και είχε δείξει μεγάλη κατανόηση στα μεγάλα σκαμπανεβάσματα της διάθεσής της, αλλά πλέον είχε εξαντληθεί και η δική του υπομονή. Ήταν τόσο ειρωνικό να ψάχνει το άλλο της μισό, έχοντας ξεχάσει να ανακαλύψει πρώτα το δικό της ήμισυ. Τον εαυτό της. Έπιασε το κινητό της. Ήταν αποφασισμένη. Δεν άντεχε άλλους συμβιβασμούς και ήξερε ότι όσο και να πλήγωνε τον φίλο της άλλα και τον εαυτό της, έπρεπε για μια φορά να κάνει το σωστό. Θα ήταν πιο τίμιο να πει την αλήθεια και να εκφράσει όλα όσα σκεφτόταν, καιρό τώρα, από το να παίξει θέατρο για μια ακόμη φορά. Έψαξε στις επαφές το όνομα του Νταβίδ και πάτησε την κλήση. Σήκωσέ το, σήκωσέ το… Άντε, σήκωσέ το τώρα, που να πάρει! Η αγωνία τής τσάκιζε τα νεύρα. «Παρακαλώ;» Η φωνή του Νταβίδ ακούγοταν γεμάτη απορία –ίσως και αγωνία. Γιατί ρωτούσε; Πως και δεν είχε δει το νούμερο της που καλούσε, αναρωτήθηκε προβληματισμένη. «Νταβίδ! Η Άνα είμαι. Πού είσαι; Θέλω να βρεθούμε. Μπορείς να έρθεις στο καφέ μας, εκεί δίπλα στο ποτάμι; Στο γνωστό, απέναντι απ’ τον Πύργο. Νταβίδ; Μ’ ακούς;» «Άνα! Ναι ακούω. Για το Θεό, επιτέλους εμφανίστηκες! Ξέρω, κατάλαβα που λες. Θα είμαι εκεί σε είκοσι λεπτά. Μπορει και σε δεκαπέντε. Φεύγω τώρα. Πρέπει να τα πούμε. Πρέπει να μιλήσουμε!» «Θα σε περιμένω εκει.» Η Άνα έκλεισε το τηλέφωνο προβληματισμένη. Τι είχε συμβεί; Τι να ήθελε να της πει εκείνος και ήταν τόσο αγχωμένος, αναρωτιώταν και πάλι, ταραγμένη. Είχε αποφασίσει να του πει να χωρίσουν. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει να δίνει ευκαιρίες σε μια νεκρή σχέση. Θεωρούσε ότι δεν ήταν και δεν θα γινόταν ποτέ αυτή που ήθελε ο Νταβίδ. Ίσως δεν του άξιζε. Θα τον άφηνε ελεύθερο να βρει κάποια που να τον αγαπήσει πραγματικά. Κάποια που να του δώσει αυτά που του αξίζουν. Κάποια στιγμή αργότερα, θα την ευχαριστούσε γι’ αυτό. Δεν ήταν η κατάλληλη για εκείνον. Δεν ήταν η κατάλληλη για κανέναν, σκέφτηκε. Έπεισε τον εαυτό της ότι ήταν αυτό που όφειλε να κάνει και ξεκίνησε να ετοιμάζεται. Σε δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά, θα έγραφε τον επίλογο άλλης μιας σχέσης που δεν κατέληξε πουθενά. Ίσως να ήταν καταραμένη. Το σκεφτόταν συνέχεια τον τελευταίο καιρό. Ίσως η κατάρα της ήταν να διώχνει μακριά οποιονδήποτε έδειχνε ενδιαφέρον γι’αυτήν. Οποιονδήποτε ‘τολμούσε’ να την αγαπήσει και να την πλησιάσει. Καταραμένη! Καταραμένη! Καταραμένη! Οι σκέψεις τρυπούσαν το μυαλό της. Ένιωσε αηδία για τον εαυτό της. Όχι οίκτο, όυτε θλίψη. Αηδία. Και μίσος. Μίσος γιατι συνειδητοποιούσε ότι δεν υπήρχε καμία μάγισσα, κανένα ξωτικό, κανένα υπερφυσικό πλάσμα που να την είχε καταραστεί να σκοτώνει ότι αγαπάει και να διώχνει μακριά κάθε άνθρωπο που έδειχνε ενδιαφέρον για το προσωπό της. Ήταν αυτή και μόνο αυτή που είχε καταδικασει τον εαυτό της με αυτό το –άλυτο - ξόρκι. Καταραμένη! Καταραμένη! Καταραμένη! Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Νταβίδ ήταν στο μικρό καφέ στις όχθες του ποταμού Γουαδαλκιβίρ, απέναντι από τον Τόρρε δελ Όρο, τον χρυσό πύργο της Σεβίλλης, περιμένοντας την Άνα. Σ’ αυτό το μέρος είχαν βγει στο πρώτο τους ραντεβού, και από τότε είχαν περάσει πολλά βράδια μαζί, εκεί στο ίδιο καφέ πάντα. Πέντε λεπτά αργότερα έφτασε και η Άνα. Ήταν πολύ αγχωμένη. Το είχε ξανακάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, να ζητήσει από κάποιον άνδρα να χωρίσουν και δεν περίμενε να νιώθει έτσι, όμως τώρα είχε ένα πολύ παράξενο συναίσθημα. Φοβόταν αυτό που θα επακολουθούσε και κυρίως μισούσε τον εαυτό της. Κυρίως όμως, ήταν φοβισμένη… Τρομοκρατημένη… Έβλεπε μπροστά της το μέλλον της. Έβλεπε το υπόλοιπο της ζωής της. Δυστυχισμένη σ’αυτή την πόλη με μία και μοναδική αποστολή που, όπως είχε αποδειχτεί, κατάφερνε να κάνει άψογα. Να πληγώνει τους άλλους. Να πληγώνει τον εαυτό της. Καταραμένη! Καταραμένη! Καταραμένη! Μπαίνοντας στο καφέ, είδε από μακριά τον Νταβίδ. Καθόταν στο αγαπημένο τους τραπέζι στο παράθυρο, ακριβώς στην γωνία, με τα θολά νερά του ποταμού σχεδόν κάτω από τα πόδια τους. Έπινε νευρικά τον καφέ του και κοιτούσε το ρολόι του. Όταν τον αντίκρισε η Άνα, το στομάχι της σφίχτηκε. Ήταν λοιπόν, μοιραίο να τελειώσουν όλα στο ίδιο ακριβώς μέρος που είχαν ξεκινήσει; Η σκέψη την παρέλυσε. Ο Νταβίδ της έκανε νεύμα με το χέρι του να έρθει στο τραπέζι. «Άνα μου! Έλα κάθισε! Κάθισε να τα πούμε. Επιτέλους σε βλέπω! Τί θα πάρεις;» Ο Νταβίδ ήταν χαμογελαστός και ασυνήθιστα ήρεμος. Είχε ήδη σηκώσει το χέρι του και έκανε νόημα στον σερβιτόρο για να παραγγείλει. Η Άνα κάθησε απέναντι του, νευρική και αγχωμένη, περισσότερο από κάθε άλλη φορα, ειδικά τους τελευταίους μήνες που ήταν μαζί του. Περισσότερο κι από το πρώτο ραντεβού τους στο ίδιο καφέ, στο ίδιο τραπέζι. Τότε που όλα έμοιαζαν μαγικά και ονειρεμένα. Έμοιαζε να έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή από τότε… «Νταβίδ, δεν θα καθίσω πολύ, ήρθα γιατί πρέπει να μιλήσουμε. Χρωστάω στον εαυτό μου και σε σένα αυτή τη συνάντηση και αυτή την κουβέντα. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα αυτήν τη στιγμή». Η Άνα έδειχνε να είχε προετοιμάσει πολύ καιρό πριν αυτά τα λόγια. Είχε πάρει φόρα και δεν σταματούσε. Έτρεμε στην ιδέα ότι, έστω και μία παύση στα λόγια της θα την έκανε να παραλύσει εντελώς και να μην ξεστομίσει άλλη λέξη. Το πρόσωπο του Νταβίδ συννέφιασε ξαφνικά. Ήταν σαν να είχε διαβάσει το μυαλό της και τις σκέψεις της με κάποιο μαγικό τρόπο. Σχεδόν έδειχνε να είχε ακούσει τα πάντα πριν ακόμα η Άνα του πει έστω και μια λέξη από αυτά που είχε ετοιμάσει στο μυαλό της να του πει. Ταυτόχρονα όμως έδειχνε και ψύχραιμος. Ήταν κάτι πολύ παράξενο. Η Άνα σάστισε για λίγο. Ο σερβιτόρος ήταν ήδη από πάνω τους περιμένοντας την παραγγελία. «Cafe con leche, παρακαλω. Και ένα μικρό μπουκάλι νερό. Χωρίς ανθρακικό». Η Άνα παρήγγειλε μηχανικά. Δεν της άρεσε καν αυτός ο καφές. Έπινε μόνο κορτάδο. Ξέχασε να ζητήσει και το συνηθισμένο της φακελάκι με μαύρη ζάχαρη. Δεν είχε νόημα. Το μυαλό της ήταν αλλού. Και το χειρότερο ήταν ότι ο Νταβίδ έδειχνε να είναι μέσα του. Να διαβάζει κάθε σκέψη της. «Κατάλαβα… Το κατάλαβα όταν μου ζήτησες την συνάντηση. Δεν ήταν στο πρόγραμμα αυτή η συνάντηση. Όχι Δευτέρα μεσημέρι. Δεν το κάνεις ποτέ αυτό τις Δευτέρες». Το πρόσωπο του Νταβίδ είχε πάρει μια θλιμμένη έκφραση. Η φωνή του έμοιαζε να σπάει. Ήταν σκληρό για την Άνα να τον βλέπει έτσι. Ήταν όμως ακόμα πιο σκληρό να σκέφτεται ότι αυτό ήταν που ήθελε να γίνει. Όσο και να την πονούσε αυτό, έπρεπε να γίνει. «Περίμενε. Κάτσε να μιλήσουμε. Μην βιάζεσαι και ηρέμησε για να κουβεντιάσουμε. Νταβίδ, είμαστε αρκετό καιρό μαζι, έτσι;» Καμία απάντηση. Ο Νταβίδ κοιτούσε αμίλητος και απλά έκανε κάποιο νεύμα με το κεφάλι του σα να συμφωνούσε. «Πόσο καιρό μιλάμε το τελευταίο διάστημα;» Τώρα η φωνή της Άνα άρχιζε να παίρνει ένα κάπως δυνατότερο και αυστηρότερο τόνο. Σιχαινόταν να ακούει τη φωνή της έτσι, άλλα ήταν μέρος του εαυτού της και δεν μπορούσε να το αλλάξει. «Εννοείς πόσο καιρό μου επιτρέπεις να σου μιλάω;» Ο Νταβίδ ακουγόταν σαρκαστικός και κυνικός. Αλλά και θλιμμένος ταυτόχρονα. «Δεν έχει νόημα η κουβέντα. Ήρθα να μιλήσουμε και όχι να τσακωθούμε, Νταβίδ! Να μιλήσουμε σαν ενήλικες. Πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση να το καταφέρουμε αυτό;» Η Άνα είχε υψώσει κι άλλο την φωνή της. Ο σερβιτόρος ήρθε και άφησε – διακριτικά - τον καφέ μπροστά της. Η Άνα δεν το πήρε καν είδηση. Δεν άντεχε να κοιτάει τον Νταβίδ. Πρόσεξε με την άκρη του ματιού της ότι τα μάτια του έλαμπαν. Αναρωτήθηκε αν ήταν δάκρυα. Δεν θα το άντεχε αυτό. Ακόμα και ένα ‘τέρας σκληρότητας’ όπως την είχε χαρακτηρίσει, ο Νταβίδ σε έναν από τους καυγάδες τους, θα έσπαγε μπροστά σ’ αυτή την εικόνα. Προς το παρόν, η φωνή του Νταβίδ ήταν αυτή που έσπαγε. «Ανα…» Ακολούθησε μια παυση κάποιον δευτερολέπτων, όπου φανέρωσαν και οι δυο τους τα αληθινά αισθήματα στα πρόσωπα τους χωρίς να χρειαστεί να υποκριθούν. Ο Νταβίδ είχε λυγίσει, η ψυχρή του μάσκα είχε διαλυθεί. Η Άνα ήταν παγωμένη. Τελικά η σιωπή έσπασε πρώτα από εκείνον. «Νομίζω… Νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσουμε… χωριστά! Όχι μαζί. Να προχωρήσουμε. Άνα δεν μπορώ άλλο. Ούτε εσύ μάλλον... Έχω δίκιο ή όχι; Απάντα μου ειλικρινά! Απλά πες κάτι». Ο Νταβίδ λύγιζε υπό το βάρος των λέξεών του. Όμως η Άνα δεν έβρισκε ούτε μια λέξη, ούτε μία φράση να ξεστομίσει εκείνη τη στιγμή. Ήταν παγωμένη σαν άγαλμα. Ήταν ακίνητη και αποσβολομένη. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Είχε έρθει στην καφετέρια με σκοπό να τον αφήσει. Να του ζητήσει να χωρίσουν. Είχε έρθει για να μιλήσει σκληρά. Να δώσει τέλος. Ήθελε να τον ακούσει να την ικετεύει, να την παρακαλάει να το ξανασκεφτεί, ίσως και να την βρίσει, έτσι ώστε να τον βρίσει κι αυτή και να γίνει ευκολότερος ο χωρισμός. Όμως αντ’αυτού τον άκουγε να της ζητάει εκείνος να σταματήσουν να βλέπονται. Ήταν εκείνος που την χώριζε. Τώρα καταλάβαινε την ψυχρή του έκφραση πίσω από τα βουρκωμένα μάτια και την θλίψη του. Το είχε ήδη αποφασίσει εκείνος από πριν… Η Άνα σοκαρίστηκε με τη σκέψη. Τώρα ήταν εκέινη που ετοιμαζόταν να κλάψει. Δεν θα το έκανε όμως. Η αρρωστημένη υπερηφάνειά της δεν της το επέτρεπε. Μάζεψε όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει και προσπάθησε σκληρά, να διατηρήσει την ψυχρή και ανέκφραστη μάσκα που φορούσε. Η φωνή της όμως την πρόδιδε... «Αν… αυτό θες… Νταβίδ, εγώ δεν… δεν έχω κανένα πρόβλημα!» «Πολύ καλά λοιπόν! Χαίρομαι που επιτέλους συμφωνούμε σε κάτι μετά από, πάρα πολύ καιρό! Επιτέλους!» Ο Νταβίδ ξέσπασε. «Ξέρεις, έπρεπε να είχε γίνει καιρό αυτή η κουβέντα. Δεν συμφωνείς;» Η Άνα δεν μιλούσε. Ο Νταβίδ συνέχισε. «Δεν μ’αρέσει και μισώ κάθε λέξη που σου λέω αυτή τη στιγμή, αλλά πιστεύω ότι αυτό ήθελες κι εσύ από την στιγμή που μου τηλεφώνησες να συναντηθούμε, εδώ. Από την στιγμή που δεν απαντούσες στα τηλεφωνήματά μου και χανόσουν». Ναι.Το ήθελα αλλά όχι από σένα. Εγώ θα το έκανα. Εσύ θα παρακαλούσες. Γιατί το κάνεις εσύ; Γιατί δεν με παρακαλάς; Η Άνα ήθελε να του τα πει δυνατά, να τον ταπεινώσει, να τον βρίσει, να τον ξεφτιλίσει μπροστά σε όλο τον κόσμο και μετά να τον κάνει να την παρακαλέσει, αλλά δεν μπορούσε. Τώρα πλήρωνε όλα όσα είχε κάνει στους άλλους στο παρελθόν. Τώρα ήταν η σειρά της να πονέσει… «Αν το θελεις… Εγώ... συμφωνώ.» Μπέρδευε τα λόγια της. Ένιωθε αξιολύπητη. «Χαίρομαι που θα γίνει πολιτισμένα. Δεν αντέχω τα δράματα. Νομίζω ότι ήταν η καλύτερη λύση και για τους δυο μας». Ο Νταβίδ έλεγε ψέματα. Ήταν ακόμα έτοιμος να δακρύσει αλλά η Άνα καταλάβαινε ότι το είχε ήδη πάρει απόφαση. Την χώριζε. Και ένιωσε να της αξίζει, γιατι αυτό ακριβώς σκεφτόταν να κάνει και εκείνη όταν μίλησαν στο τηλέφωνο. Με τη διαφορά ότι εκείνη δεν θα τολμούσε. Ο Νταβίδ όμως τόλμησε. Ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν η Άνα καταρρέυσει και τον ικετεύσει να μείνει, ο Νταβίδ έκανε σήμα στον σερβιτόρο, άφησε τα λεφτά στο τραπέζι και σηκώθηκε να φύγει. «Δεν θέλω να αποχαιρετιστούμε. Μισώ τους αποχαιρετισμούς και τα δάκρυα. Θα σε πάρω τηλέφωνο να τα ξαναπούμε κάποια στιγμή σύντομα. Να προσέχεις. Θα σε σκέφτομαι». Και ύστερα έφυγε. Εκείνη παρέμεινε ακίνητη. Κοίταξε τον καφέ της. Δεν τον είχε αγγίξει. Ήταν πια κρύος. Κοίταξε τον Νταβίδ που πλέον ξεμάκρενε με γρήγορο βήμα. Έπειτα κόιταξε τον ποταμό. Πόσο διαφορετικός ήταν τώρα, από εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. Αμφέβαλλε αν ήταν ο ίδιος ποταμός και η ίδια πόλη. Αν ήταν καν, η ίδια η Άνα που είχε ξελογιάσει τον όμορφο νεαρό εκείνο το ονειρεμένο βράδυ που τώρα, έμοιαζε να έχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε. Πνιγόταν στις σκέψεις της. Θα ήθελε πολύ να μπορούσε να πνιγεί και στα νερά του Γουαδαλκιβίρ. Θα ήταν τόσο έυκολο εκείνη τη στιγμή. Η ζωή είχε αδειάσει από πάνω της. Ήταν ένα φάντασμα καθισμένο σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο ποτάμι. Γύρισε να δει αν την κοιτούσε κανείς. Δεν υπήρχε άνθρωπος, παρά μόνο ο σερβιτόρος που μάζευε τους καφέδες και τα λεφτά από το τραπέζι της. Δεν τον είχε προσέξει και ευχόταν να μην είχε προσέξει ούτε αυτός τα μουσκεμένα της μάγουλα. Η λέξη ξανάρθε στο μυαλό της και την τρυπούσε με μανία. Την σούβλιζε ολόκληρη. Καταραμένη! Καταραμένη! Καταραμένη! υποψην θ ακολουθησων κι αλλα (ανολοκληρωτα ) κεφαλαια................ Edited January 5, 2016 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted July 13, 2014 Author Share Posted July 13, 2014 πάρτε κι ενα ακομα κεφαλαιακι που -για μενα -ειναι ολοκληρη η ραχοκοκαλια του βιβλιου, ο λογος που (μαλλον) θα ονομαστει "Ενα ταξιδι..." η στιγμη της γνωριμιας του γερμανου Καρλ με την ισπανιδα Ανα, στν Μαρμπεγια , στην Ανδαλουσια... ο Ερωτας που θα κανει τον καρλ να παρει την μεγαλη αποφαςη (η οχι) που θα τον οδηγησει στο παραλληλο συμπαν 1 η στο 2.............. υπομονη και θα δειτε.......... ;) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Πρώτη φορά. Μαρμπέγια. 5-6 Απριλίου 2004. Η πτήση της easyJet από το αεροδρόμιο του Γκάτγουικ για τη Μάλαγα τους φάνηκε σαν να κράτησε λίγα μόνο λεπτά, παρ’όλο που οι αναταράξεις είχαν τρομοκρατήσει τον Καρλ και κάπως τον Κόλιν, αν και εκείνος δεν ήθελε να το δείξει, κρατώντας την γνώριμη ψύχραιμη εικόνα του καθ’ όλη την διάρκεια της πτήσης. Ήταν τόση η λαχτάρα του για να κάνει αυτό το ταξίδι που δεν τον σταματούσε τίποτα. Ούτε καν τα κενά αέρος που είχαν την τιμητική τους, σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος της πτήσης. Ο Καρλ πάντως, έμοιαζε να είχε χάσει το χρώμα του, αν και έκανε φιλότιμες προσπάθειες να κρατήσει σε λογικά επίπεδα τον φόβο που ένιωθε και να χαλαρώσει, αναζητώντας καταφύγιο στις σελίδες του βιβλίου του. Η, σχεδόν τριών ωρών, πτήση έφτασε επιτέλους, στο τέλος της αν και η προσγείωση ήταν εξίσου δύσκολη. Ο Καρλ ηρέμησε οριστικά μόλις το αεροπλάνο τροχοδρόμησε στον αεροδιάδρομο και οι αεροσυνοδοί ανέλαβαν να καλωσορίσουν τους επιβάτες στην Μάλαγα και να τους ενημερώσουν ότι σε λίγα λεπτά θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς την έξοδο. Η ώρα ήταν λίγο πριν τις 11 το πρωί και ο ζεστός ισπανικός ήλιος έλαμπε ήδη, μέσα από τα τζάμια του αεροδρομίου της ανδαλουσιανής πόλης. Ο Καρλ και ο Κόλιν έψαξαν βιαστικά την έξοδο, χωρίς να χάνουν χρόνο μιας και δεν είχαν παραδώσει αποσκευές, ώστε να χρειαστεί να περιμένουν για να τις παραλάβουν. Είχαν κανονίσει να πάρουν αμέσως το λεωφορείο που θα τους πήγαινε στην Μαρμπέγια, το τουριστικό θέρετρο της Μεσογείου, που ο Κόλιν είχε την έμπνευση να επισκεφθούν, εκείνο το βροχερό βράδυ στο Λονδίνο. Ακολουθώντας τις ταμπέλες, κοιτώντας τις ενδείξεις που ήταν γραμμένες στα ισπανικά και τα αγγλικά, βγήκαν από τον χώρο των αφίξεων και λίγα μέτρα μετά, αντίκρισαν την στάση των λεωφορείων που πήγαιναν στην Μαρμπέγια. Είχε ήδη αρχίζει να μαζεύεται ένας μεγάλος αριθμός από τουρίστες που περίμεναν υπομονετικά. Στους δυο φίλους δεν άρεσε ο συνωστισμός και έτσι αποφάσισαν να αφήσουν πρώτα τους περισσότερους να μπουν και μετά να επιβιβαστούν κι αυτοί. Γύρω στις δώδεκα παρά, έφτασε το λεωφορείο και ο Καρλ, με τον Κόλιν έπιασαν θέση στην ουρά, ψάχνοντας παράλληλα, κέρματα για το εισιτήριο. Ανεβαίνοντας, ο Κόλιν ρώτησε τον οδηγό – στα ισπανικά – για την τιμή του εισιτηρίου. Ήταν επτά ευρώ μέχρι τον προορισμό τους. Η σκέψη τους να μετατρέψουν ένα σεβαστό ποσό από λίρες, σε ευρώ στο αεροδρόμιο του Γκάτγουικ είχε αποδειχτεί σοφή κι έτσι, ο Κόλιν έδωσε ακριβώς το ποσό των δεκατεσσάρων ευρώ, στον οδηγό, παραλαμβάνοντας τα… μαγικά χαρτάκια που θα τους πήγαιναν στην ‘γη της επαγγελίας’ τους, την Μαρμπέγια. Ο Καρλ έδειχνε συνεπαρμένος με την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν να γνωρίσει την Ισπανία, την πρώτη χώρα που επισκέπτονταν, μετά το ταξίδι του στην Αγγλία για τις σπουδές. Και ειδικά σαν τουρίστας. Ο Κόλιν από την άλλη, είχε αρχίσει ήδη να ονειρεύεται την ώρα που θα έρχονταν για μόνιμη εγκατάσταση στην χώρα και ήδη δεν κρατιώταν. Στριμώχτηκαν σε μια γωνία του κατάμεστου λεωφορείου και κοιτούσαν αχόρταγα το τοπίο που περνούσε φευγαλέα μέσα από τα τζάμια. Αν και ήταν Απρίλης, ο καιρός ήταν αρκετά ψυχρός και ήδη είχε αρχίσει να ψιχαλίζει από τη στιγμή που βγήκαν από την αίθουσα αφίξεων. Ο λονδρέζικος καιρός φαινόταν να τους είχε ακολουθήσει και στην Ισπανία, αλλά αυτό δεν ένοιαζε καθόλου τον Κόλιν, ούτε και τον Καρλ. Απολάμβαναν ακόμα και τις σταγόνες της βροχής που μαστίγωναν τα παράθυρα. Και οι δύο ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με αυτό το αυθόρμητο ταξίδι τους, και ακόμα και ο τόσο επιφυλακτικός Καρλ, που εξ’αρχής ήταν διστακτικός, έδειχνε να έχει αφήσει όλες τις αναστολές του πίσω στο νησί και να απολαμβάνει κάθε στιγμή των διακοπών που μόλις ξεκινούσαν. Ευγνωμονούσε την στιγμή που ο φίλος του, είχε την ξαφνική έμπνευση γι’ αυτό το απρόβλεπτο ταξίδι-αστραπή στην Ισπανία και χαιρόταν που ο ίδιος δεν είχε φέρει εμπόδια σ’ αυτό. Για τον Καρλ, ο Κόλιν ώρες-ώρες έμοιαζε με το alter ego του. Ο μετρημένος και συνετός χαρακτήρας του είχε έρθει και είχε βρει το άλλο του μισό στον αυθόρμητο και εκρηκτικό χαρακτήρα του καλύτερού του φίλου. Όλα λοιπόν πήγαιναν κατ’ ευχήν. Ένιωθαν και οι δύο, πως τώρα ζούσαν πραγματικά τις ανεκτίμητες εμπειρίες των φοιτητικών τους χρόνων. Αυτές που οι μεγαλύτεροι αναπολούν για πάντα και οι μικρότεροι λαχταρούν να ζήσουν. Όλα τα προβλήματα της καθημερινότητας τους, μικρά και μεγάλα, σημαντικά ή ασήμαντα, φαίνονταν τώρα τόσο μακρινα, καθώς το λεωφορείο διέσχιζε τον αυτοκινητόδρομο, πλησιάζοντας στο μέρος που θα αποτελούσε τον προσωπικό τους παράδεισο, τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβάνονταν ο Κόλιν. Έναν παράδεισο ξεσαλώματος, ατέλειωτων πάρτυ, άφθονου αλκοόλ, ερωτικών περιπετειών και απόλυτης ξεγνοιασιάς. Ο Καρλ δεν έδειχνε να αντιστέκεται πλέον και δεν είχε λόγο, άλλωστε. Ήταν η ευκαιρία του να ζήσει και να γλεντήσει τώρα που ήταν νέος, φοιτητής και πάρα πολύ μακριά από την πατρίδα του. Το λεωφορείο έφτασε σχετικά γρήγορα στο σταθμό της Μαρμπέγια και οι δύο φίλοι κατέβηκαν βιαστικά, για να πάρουν τις βαλίτσες τους και να αρχίσουν να ψάχνουν για το ξενοδοχείο που θα τους φιλοξενούσε. Αυτό όμως, δεν ήταν και τόσο εύκολο. Ο Κόλιν είχε κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο στο πιο οικονομικό χόστελ που είχε βρει ψάχνοντας στο ίντερνετ άλλα φτάνοντας, τώρα, στη πόλη του φαινόταν πολύ δύσκολο να βρει την ακριβή τοποθεσία του. Το χόστελ Μπερλίν, ήταν αρκετά κοντά στην παλιά πόλη και στην παραλία της Μαρμπέγια, τουλάχιστον έτσι έλεγε ο χάρτης, άλλα ο Κόλιν είχε μπερδευτεί. Ευτυχώς τα ισπανικά του ήταν αρκετά ικανοποιητικά ώστε να καταφέρει να αποσπάσει τις πληροφορίες που χρειαζόταν, από τους ντόπιους – οι οποίοι αρνούνταν πεισματικά να αρθρώσουν οποιαδήποτε αγγλική λέξη - κι έτσι μετά από λίγο είχαν βρει τον σωστό δρόμο για να ακολουθήσουν. Ύστερα από μερικά λεπτά περιπλάνησης, έφτασαν στο χόστελ, που έμοιαζε περισσότερο με πανσιόν, εν αντιθέση με όσα είχαν διαβάσει στην ιστοσελίδα του και ο Κόλιν μπήκε με αποφασιστικότητα, ψάχνοντας κάποιον υπεύθυνο στη ρεσεψιόν. Μια ντόπια, μεσήλικη κυρία που στέκοταν πίσω άπο ένα γραφείο, το οποίο έπαιζε τον ρόλο της ρεσεψιόν, τους καλωσόρισε και ο Κόλιν εξασκώντας και πάλι τα ισπανικά του, κατάφερε να διευθετήσει όλες τις τυπικές λεπτομέρειες της παραμονής τους εκεί, χωρίς να χάσουν πολύ χρόνο. Έτσι, λίγο μετά, ανέβαιναν τα σκαλιά – καθώς δεν υπήρχε ανελκυστήρας - για τον όροφο που ήταν το δωμάτιό τους, εξαντλημένοι από το ταξίδι άλλα και απίστευτα ανυπόμονοι να γευτούν την περιπέτεια και το άγνωστο που τους περίμενε, σε μια χώρα σαν την Ισπανία, τόσο πολύ μακριά από τα σπίτια, τους συγγενείς και τους φίλους τους. «Λοιπόν, πως σου φαίνεται;» Ο Κόλιν έδειχνε σαν να εκλιπαρούσε για την θετική απάντηση του φίλου του. «Πολύ ωραίο! Πολύ καλό! Πολύ… γραφικό και παραδοσιακό μπορώ να πω… εε… για να είμαι ειλικρινής, κάπως έτσι φανταζόμουν την Ισπανία…» Ο Καρλ είχε ενθουσιαστεί ειλικρινά και δεν το έκρυβε καθόλου. «Ε, είδες που στα έλεγα; Το ήξερα ότι θα σου άρεσε. Για να πω την αλήθεια, κι εγώ έτσι την φανταζόμουν αν και ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα! Θέλω να ξέρεις ότι χαίρομαι πάρα πολύ που κάναμε αυτό το ταξίδι, μαζί φίλε!» Ο Κόλιν ήταν πολύ χαρούμενος και ο Καρλ χαμογέλασε, ακούγοντας πόσο πολύ υπολόγιζε στην παρέα του ο κολλητός του. «Τι λές να κάνουμε τώρα Καρλ; Πάμε καμιά βόλτά; Πάμε να δούμε το μέρος;» «Εννοείται! Μισό λεπτό να τακτοποιήσουμε λίγο τα πράγματα και φύγαμε! Κι εγώ ανυπομονώ φίλε. Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, εδώ. Τις κοπέλες, ειδικά!Τέλεια θα περάσουμε! Πωπω φίλε μου, πόσο cool είναι αυτό που κάναμε! Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει…» «Ούτε εγώ φίλε… Ούτε εγώ…» Δεν έλεγε ψέματα. Ο Καρλ ήταν μαγεμένος. Ο Κόλιν το ίδιο. Η εντελώς αυθόρμητη ιδέα του για ένα ταξίδι στην Ισπανία, που γεννήθηκε στο μυαλό του εκείνο το βράδυ στο Λονδίνο, ήταν τελικά ότι καλύτερο θα μπορούσε να σκεφτεί για να περάσουν το διάστημα των διακοπών του Πάσχα, οι δυο τους. Είχαν κάνει το καλύτερο δώρο στον εαυτό τους. Αφού τακτοποίησαν τα απαραίτητα στο δωμάτιο, άρχισαν να ετοιμάζονται για την πρώτη τους γνωριμία με την περιβόητη Μαρμπέγια, αυτό το διαχρονικό κοσμοπολίτικο θέρετρο της Ανδαλουσίας που, αν και είχε χάσει την αίγλη του παρελθόντος, εντούτοις παρέμενε ένας βασικός προορισμος για κάθε βορειοευρωπαίο - και όχι μόνο - τουρίστα που αναζητούσε μερικές ημέρες ξέγνοιαστων διακοπών σε μια ηλιόλουστη μεσογειακή χώρα. Είχαν πλέον ετοιμαστεί. Ο Κόλιν φόρεσε το αγαπημένο του σπορ καρώ πουκάμισο πάνω από το λευκό φανελάκι του, σε συνδιασμό με το, επίσης αγαπημένο του, ξεβαμμένο τζιν παντελόνι και τα adidas αθλητικά παπούτσια του, ενώ ο Καρλ προτίμησε τα πιο κλασσικά του καφέ μποτάκια και το συνηθισμένο του γκρι φούτερ και το κλασσικό τζιν που συνήθιζε να φοράει πολύ συχνά. Το κρύο ήταν αρκετό, παρά την εποχή και η απειλή της βροχής παραμόνευε, έτσι φόρεσαν τα μπουφάν τους και κατέβηκαν στη ρεσεψιόν για να παραδώσουν το κλειδί και να αρχίσουν την εξερεύνηση. «Που πάμε, αφεντικο;» Ο Καρλ έδειχνε ανυπόμονος… «Όπου μας βγάλει ο δρόμος φίλε μου! Πάμε προς τη παραλία, να πιούμε σανγκρία! Να φάμε τάπας! Να γνωρίσουμε την Ισπανία!» Ο Κόλιν έδειχνε ακόμα πιο χαρούμενος. Έλαμπε ολόκληρος. Ήταν ασυγκράτητος. Οι δυο τους είχαν ξεκινήσει ένα τρελό ταξίδι, για όπου τους βγάλει. Έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από βιβλίο του Κέρουακ. «Πάμε! Βάμος! Σωστά δεν το είπα;» «Σωστά. Πολύ σωστά! Βάμος αμίγο! Βάμος φίλε μου! Πάμε να γλεντήσουμε!» Το πρόσωπό του Κόλιν έλαμπε. Ο Καρλ συνειδητοποίησε ότι πράγματι ο καλός του φίλος δεν έλεγε ψέματα όταν μιλούσε με τοσο πάθος για την Ισπανία. Όταν περιέγραφε αυτή την χώρα σαν ένα, πραγματικό παράδεισο. Ο τρόπους που μιλούσε γι’ αυτήν έμοιαζε με τον τρόπο που μιλάει ένας φυλακισμένος για το σπίτι του… Με λαχτάρα και νοσταλγία. Λες και είχε ζήσει εκεί και τώρα επέστρεφε ξανά μετά από χρόνια. Ο Καρλ ένιωσε, ξανά, βαθιά ικανοποίηση που συμφώνησε στο να πραγματοποιήσουν αυτό το ταξίδι. Τώρα συνηδειτοποιούσε ότι δεν μπορούσε να το στερήσει στον φίλο του, αυτό. Δεν είχε το δικάιωμα. Είχε, μάλλον είχαν, κάνει τη σωστή επιλογή. Το πρώτο μπαρ που συνάντησαν ήταν ένα μικρό, τυπικό ανδαλουσιανό μπαρ με ξύλινα βαρέλια που χρησίμευαν ως τραπεζάκια και την μικρή μπάρα του γεμάτη με τα παραδοσιακά ισπανικά μεζεδάκια, τα περίφημα τάπας. Μπήκαν μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη και παρήγγειλαν δύο μπύρες και διάφορα πιατάκια από τις λιχουδιές που υπήρχαν στη βιτρίνα. Οι διακοπές τους, μόλις ξεκινούσαν… Ο Κόλιν παρατηρούσε γοητευμένος τις νεαρές Ισπανίδες που πηγαινοέρχονταν στην παραλιακή οδό, το πασέο μαρίτιμο, άλλα και μέσα στο μπαρ και το κέφι του είχε εκτοξευτεί στα ύψη. Ο Καρλ έδειχνε, κι αυτός, να το απολαμβάνει όλο και πιο πολύ. Η διάθεσή του ανέβαζε στροφές, όλο και περισσότερο... Διψούσε για ζωή και για γλέντι. Διψούσε και κυριολεκτικά όμως. Όπως και ο Κόλιν… Είχαν ήδη φτάσει στην τέταρτη- ή και πέμπτη - μπύρα, συνοδευόμενες από διάφορα σφηνάκια, κυρίως τεκίλας, που ο Κόλιν είχε καταφέρει να πείσει τον μπαρμαν ότι έπρεπε να τους κεράσει, γιατί είναι έθιμο να κερνάς έναν… Άγγλο κι έναν Γερμανό που έρχονται τον Απρίλιο στην Ισπανία, όπως ανακοίνωσε γεμάτος περηφάνια, στον εμβρόντητο μπαρμαν που φυσικά έβαλε αμέσως τα γέλια και την τεκίλα στα ποτήρια τους. Το γλεντούσαν και οι δύο χωρίς καμία έγνοια στα κεφάλια τους. Ο Κόλιν έλαμπε από χαρά ή ίσως και να ήταν το αλκοόλ, όπως σκεφτόνταν ο Καρλ κοιτάζοντάς τον. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπυρα του και γύρισε προς το μέρος του νεαρού Γερμανού για άλλη μια… σπουδαία ανακοίνωση. «Ξέρεις φίλε, έχω ακούσει ότι λίγο πιο μακριά από εδώ, υπάρχει ένα μέρος, Πουέρτο Μπανούς λέγεται, που είναι ότι πρέπει για ξενύχτι, διασκέδαση, μεθύσι… γκόμενες… ξέρεις τώρα! Αν μάθουμε πως θα πάμε, θα είναι τέλεια! Εννοείται μιλάω για αργότερα… Ακόμα είναι νωρίς. Τώρα θα γνωρίσουμε την Μαρμπέγια και μετά βλέπουμε…» «Ναι, γιατί όχι ρε φίλε… Πάμε όπου θες. Είμαι μέσα σε όλα!» Ο Καρλ πλέον δεν αντιστέκοταν στις ορέξεις του φίλου του. Είχε αποφασίσει να γευτεί τα πάντα. Από τη στιγμή που είχε ενδώσει σ’αυτό το ταξίδι, δεν υπήρχε λόγος να βάλει περιορισμούς στο γλέντι και το ξεσάλωμα που ο Κόλιν σχεδίαζε και για τους δυο τους. «Πουέρτο Μπανούς… Πουέρτο Μπανούς… Λένε ότι είναι γεμάτο Αγγλίδες… Μπορεί να βρούμε και Γερμανίδες για σένα! Χαχα…» Ο Κόλιν ξεκαρδίστηκε μόνος του στα γέλια, φτύνοντας λίγη μπύρα. «Δεν είναι ανάγκη. Βολεύομαι και με Ισπανίδες.» Ο Καρλ χαμογέλασε πονηρά κλείνοντας του το μάτι. «Μπα…! Ο… μεγαλειότατος κύριος Καρλ απαρνείται τις ιδέες του; Ισπανίδες; Αυτό πρέπει να σημειωθεί!» Ο Κόλιν έμοιαζε ζαλισμένος. Μεθυσμένος και πολύ ευτυχισμένος. «Ας σημειωθεί όπου…» ο Καρλ έχασε για λίγο τα λόγια του και γύρισε το κεφάλι του απότομα δεξιά. Μια πανέμορφη μελαχρινή κοπέλα πλησίασε την μπάρα όπου κάθονταν οι δυο φίλοι και παρήγγειλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ο Κόλιν σταμάτησε μονομιάς να πίνει τη μπύρα του και κάρφωσε το βλέμμα του στην εκρηκτική Ισπανίδα που περίμενε υπομονετικά το ποτό της. Έδειχνε σαν τον τυφλό που μόλις, είχε βρει το φως του… Η κοπέλα γύρισε και κοίταξε φευγαλέα και τους δύο, ενώ στον Καρλ φάνηκε σαν να επικέντρωσε το βλέμμα της στον Κόλιν. Ο Καρλ μούτρωσε κάπως. Μόλις συνειδητοποιούσε ποιος από τους δύο ξεχώριζε εδώ και αυτό το βράδυ. Ακόμα κι αν εκείνος ήταν πιωμένος. Το συναίσθημα αυτό του φάνηκε οικείο. Το είχε ξαναζήσει αλλά τώρα δεν θα τον πείραζε και τόσο. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτήρι του, και έστρεψε το κεφάλι του προς την άλλη πλευρά παρατηρώντας το πλήθος που έπινε, συζητούσε, γελούσε και μπαινόβγαινε στο μικρό μπαράκι. Ήταν όμορφα. Διαφορετικά από όλα τα μπαρ που είχε, ποτέ βρεθεί στη Γερμανία και την Αγγλία. Τότε ένιωσε τον φίλο του να τον σπρώχνει δυνατά φωνάζοντάς τον με μια διαφορετική βέρσιον του ονόματός του. «Κάρλο! Ε, Κάρλο!» Ο Κόλιν τον αγκάλιαζε και τον αποκαλούσε ‘Κάρλο.’ Ήταν φανερό ότι είχε κάνει ‘κεφάλι’ απ’ το ποτό. Ο Καρλ δεν τολμούσε να δεχτεί ότι ο φίλος του είχε μεθύσει από το πρώτο βράδυ και μάλιστα, μόλις στο πρώτο μέρος που είχαν επισκευθεί ξεκινώντας τη νύχτα τους. Τα σφηνάκια από τον μπάρμαν έδιναν κι έπαιρναν και ο Κόλιν είχε ήδη καταναλώσει τουλάχιστον πέντε, ή έξι μεγάλα ποτήρια μπύρας, όπως είχε υπολογίσει ο Καρλ, άλλα και πάλι του φαινόταν δύσκολο να είχε ήδη ξεφύγει ο φίλος του τόσο πολύ και τόσο νωρίς… «Φίλε, είσαι ο Κάρλο, ο Ισπανός φίλος μου! Ο ιδιοκτήτης του μισού μπαρ! Αυτό είπα στην Έλενα. Μη με κάψεις! Μη πεις τίποτα!» Ο Κόλιν παραληρούσε ενθουσιασμένος. «Ποια Ελενα;» Στον Καρλ πήρε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσεί ότι η Έλενα, προφανώς ήταν η όμορφη μελαχρινή που είχε κλέψει, λίγα λεπτά πριν, την καρδιά του καλύτερού του φίλου. Πότε είχε προλάβει να μάθει το όνομά της; Αναστέναξε. Το μυαλό του προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτό που συνέβαινε τώρα. Ο Κόλιν έδειχνε να είχε βρει το… νόημα του ταξιδιού. Γύρισε απότομα και τον είδε να λέει κάτι στο αυτί της κοπέλας. Ή μπορεί και να την φιλούσε. Δεν τον απασχολούσε και τόσο αυτό. Το πρόβλημά του ήταν τι θα έκανε αυτός τώρα, καθώς η απρόσμενη εξέλιξη της βραδιάς άλλαζε τελείως τα σχέδιά τους. Η ιδέα για συνέχεια της βραδιάς στο κοντινό, πολυσύχναστο μέρος, που ο Καρλ δεν θυμόταν το όνομά του, μάλλον αποτελούσε παρελθόν πριν καλά-καλά το οργανώσουν. Ο φίλος του ταξίδευε ήδη… χιλιόμετρα μακριά, παρέα με το αλκοόλ και την Έλενά του. Και τώρα τι; σκέφτηκε, προβληματισμένος. Να μείνει εκεί στο μπαρ μόνος, ή να πάει στο ξενοδοχείο από τις δέκα το βράδυ, ήταν δύο επιλογές που ούτε καν συζητούσε. Κάρλο… Γέλασε και μόνο με την σκέψη της ισπανικής εκδοχής του ονόματός του που είχε εφεύρει ο Κόλιν για να τον συστήσει στην καινούρια του φίλη. Και ιδιοκτήτης του μισού μπαρ… Αυτό τον έκανε να γελάσει φωναχτά, τώρα. Ο Κόλιν δεν πήρε είδηση τίποτα, ήδη ετοιμαζόταν να πληρώσει και μάλλον να φύγει με την νέα του κατάκτηση για την… ντόλτσε βίτα που υποσχόταν η νυχτερινή Μαρμπέγια, ζαλισμένος από το ποτό και την σαγηνευτική ντόπια καλλονή που τον περίμενε, έξω από το μπαρ. Ο Καρλ ήπιε μονορούφι την μπυρα του και άφησε τα λεφτά στο μπαρ. Ο Κόλιν τον πλησίασε και ψιθύρισε στο αυτί του μερικά μεθυσμένα λόγια. «Φίλε… φεύγω με την γκόμενα… Συγνώμη, ΟΚ; Αύριο θα κάνουμε τα πάντα! Θα το κάψουμε. Θα σε δω μετά στο δωμάτιο. Αν δεν έρθω κοιμήσου και τα λέμε αύριο. ΚΑΡΛΟ!» Ο Κόλιν φώναξε δυνατά το… ισπανοποιημένο όνομα του φίλου του, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη και τρέχοντας προς τη κοπέλα που τον περίμενε έξω από το μπαρ για να φύγουν. Η σκηνή, έκανε αρκετούς να γυρίσουν και να κοιτάξουν, με περιέργεια, προς τον Καρλ. Εκείνος τον παρατηρούσε αμίλητος, να φεύγει αγκαλιασμένος με την κοπέλα και να στρίβει προς την παραλία. Τον πείραξε κάτι. Συνειδητοποίησε ότι ο Κόλιν τον θεωρούσε βαρετό. Άνθρωπο που δεν ήξερε από διασκέδαση. Αν δεν έρθω κοιμήσου; Τι λες ρε μεγάλε… Ένιωσε θυμομένος μόνο και μόνο με τη σκέψη αυτή. Ώστε, έτσι θα πήγαιναν τα πράγματα, αναλογιζόταν, ενώ στεκόταν ακόμα στην μπαρα. Ο Κόλιν θεωρούσε ότι ο Καρλ θα πήγαινε στο δωμάτιο, να κοιμηθεί σαν… καλό και υπάκουο παιδάκι, ενώ εκείνος θα γλεντούσε τις διακοπές του παρέα με μια πανέμορφη κοπέλα που μόλις είχε γνωρίσει στο μπαρ. Αυτό ήταν το σχέδιο των διακοπών λοιπον; Ο Καρλ ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Δεν θα επέτρεπε τίποτα και κανέναν να του χαλάσουν τις διακοπές. Από τη στιγμή που είχε συνεναίσει σ’αυτό το ταξίδι δικαιούταν να περάσει το ίδιο καλά όσο και ο φίλος του. Ήταν αποφασισμένος να πάρει τη δική του ρεβάνς. Βγαίνοντας από το μπαρ, η νυχτερινή ψύχρα τον χτύπησε αμέσως στο κεφάλι. Ψάχνοντας φευγαλέα στις τσέπες του κατάλαβε ότι τον χάρτη της πόλης τον είχε πάρει ο Κόλιν κι έτσι θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τις στενές οδούς και τα σοκάκια της παλιάς πόλης, μη γνωρίζοντας ούτε καν τα βασικά ισπανικά. Η βραδιά εξελίσσεται όλο και… καλύτερη, σκέφτηκε ο Καρλ με σαρκαστικό ύφος. Προχώρησε κατευθυνόμενος προς την παραλιακή οδό αγναντεύοντας την Μεσόγειο λουσμένη από το αμυδρό φως του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε δειλά πίσω από τα σύννεφα, κάνοντας την παραλία να μοιάζει – κάποιες στιγμές - σαν τις λευκές τροπικές παραλίες της Καραιβικής που είχε δει μόνο σε φωτογραφίες. Τουλάχιστον είναι ωραίο μέρος, σκέφτηκε… Άξιζε τον κόπο το ταξίδι. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 10.30 περίπου στην τοπική ώρα. Αρκετά νωρίς για να γυρίσει στο δωμάτιό του και να κοιμηθεί, αρκετά αργά για να κάνει κάτι οτιδήποτε διαφορετικό από το να μπει σε όποιο μπαρ έβρισκε ανοιχτό και να συνεχίσει να πίνει. Εκείνη τη στιγμή, του απόλυτου εκνευρισμού του, μια φωτεινή επιγραφή σε κάποιο στενό της παλιάς πόλης του τράβηξε το ενδιαφέρον. Libreria πρόλαβε να διαβάσει, κάτι που βάση της λογικής, θα σήμαινε βιβλιοπωλείο. Αλλά ποιο βιβλιοπωλείο θα ήταν ανοιχτό τόσο αργά, απόρησε. Θα μπορούσε να λύσει το μυστήριο, πηγαίνοντας αμέσως εκεί, άλλωστε δεν είχε και πολλές επιλογές. Η βραδιά του είχε πια χαλάσει… Πλησίασε για να κοιτάξει μέσα από την βιτρίνα, υποκύπτοντας στην περιέργειά του. Παρατήρησε ότι κάποιος συγγραφέας, πιθανότατα, παρουσίαζε το βιβλίο του. Υπήρχε αρκετός κόσμος και ένας μπουφές γεμάτος ποτά και γλυκίσματα, όπως πρόλαβε να διακρίνει. Να λοιπόν μια καλή λύση για το υπόλοιπο της βραδιάς, σκέφτηκε και αμέσως η διάθεσή του άλλαξε προς το καλύτερο. Αποφάσισε να μπει, μιας και δεν είδε κάποιον στην πόρτα που να κρατούσε λίστα καλεσμένων ή κάτι ανάλογο, που θα του απαγόρευε την είσοδο. Η βιβλιοθήκη ήταν απλή, σε κλασσικό στυλ με ράφια γεμάτα βιβλία στα ισπανικά – κυρίως – χωρισμένα σε κατηγορίες, σαν οποιαδήποτε άλλη βιβλιοθήκη του κόσμου. Πλησίασε στον μπουφέ, γέμισε ένα πιατάκι με διάφορα σνακ και γλυκά και ζήτησε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί από τον σερβιτόρο στο αυτοσχέδιο μπαρ που είχε στηθεί για τις ανάγκες της εκδήλωσης. Η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια, έτσι δε δυσκολεύτηκε να βρει θέση και να βολευτεί, απολαμβάνοντας το κρασί του και κοιτώντας με περιέργεια τον πάγκο που είχε στηθεί, όπου ένας μεσήλικας συγγραφέας – μάλλον ντόπιος - υπέγραφε τα βιβλία του σε λίγους θαυμαστές του που περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Ο Καρλ δεν καταλάβαινε σχεδόν ούτε λέξη από αυτά που ακούγονταν από τους λιγοστούς Ισπανούς που συζητούσαν και κατευθύνθηκε προς το μπαρ για να γεμίσει ξανά το ποτήρι του και να τσιμπήσει μερικά γλυκάκια ακόμα. Η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη και ήδη το διασκέδαζε αρκετά. Αναρωτήθηκε τι να έκανε άραγε ο φίλος του με την όμορφη ισπανίδα του. Αν είχε πάει στο μέρος που του είχε προτείνει να πάνε, το απόγευμα ή αν, τελικά, είχε καταλήξει στο σπίτι της. Ίσως η βραδιά να μην του πήγε όπως το είχε σχεδιάσει, σκέφτηκε πάλι με μια… κρυφή ελπίδα, και να γύρισε στο δωμάτιο. Ή θα κάνει… εμετό σε κάποιο δρομάκι της πόλης… Η τελευταία σκέψη και η εικόνα στο μυαλό του, τον έκανε να γελάσει. Η ιδέα ότι δεν θα τον έβρισκε στο χόστελ, παρά το ο,τι νόμιζε ο Κόλιν, τον έκανε να αισθανθεί μια γλυκιά ικανοποίηση για την απόφασή του να περιπλανηθεί στην πόλη. Ακούμπησε στον μπουφέ, ψάχνοντας για το κρασί. Ήθελε να ξαναγεμίσει το ποτήρι του πριν εγκαταλείψει την βιβλιοθήκη για μια τελευταία βόλτα στην παραλιακή οδό της πόλης, πριν καταλήξει στο δωμάτιο, κουρασμένος και αρκετά χορτασμένος από την πρώτη του ημέρα στην Ισπανία. Κοιτούσε, απαθής, τον κόσμο τριγύρω του. Ένιωσε κάποιον να πλησιάζει και γύρισε, μηχανικά, το κεφάλι του προς τ’ αριστερά για να δει ποιος στεκόταν πλάι του. Και ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Ο χρόνος σταμάτησε. Όλα γύρω του πάγωσαν. Τα πάντα. Δύο πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Η καρδιά του Καρλ άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα, σαν να πάθαινε καρδιακή προσβολή και ένα ζευγάρι γαλαζοπράσινα μάτια κάρφωσαν το βλέμμα ακριβώς στα μάτια του. Τα πάντα είχαν ακινητοποιηθεί γύρω του. Τίποτα άλλο πια δεν έμοιαζε σημαντικό. Τίποτα άλλο δεν είχε νόημα γι’ αυτόν. Η Ισπανία, η Μαρμπέγια, το κολλέγιο, το Κόβεντρι, ο Κόλιν, οι εξετάσεις, το ταξίδι, η οικογένειά του, οτιδήποτε τον απασχολούσε και το θεωρούσε σημαντικό στη ζωή του, εξαφανίστηκε. Όλα έκαναν πίσω για να αφήσουν χώρο σ’αυτό το νέο συναίσθημα που πλημμύρισε την ύπαρξη του λες και ολόκληρη η Μεσόγειος άδειασε και χώρεσε όλη μέσα του. Πλημμύριζε από αυτό το νέο συναίσθημα. Πνιγόταν, αλλά του άρεσε. Το απολάμβανε. Το επιζητούσε. Το είχε ανάγκη. Το μούδιασμα ξεκινούσε από το κεφάλι του, έφτανε στα χέρια του και το στομάχι του και κατέληγε στα πόδια του. Ένιωθε σαν να είχε καταπιεί ένα ολόκληρο λειβάδι γεμάτο λουλούδια και ταυτόχρονα, του άρεσε. Δεν ήθελε να τα βγάλει. Ήθελε να καταπιεί και άλλα λουλούδια. Μέχρι να παραδοθεί εντελώς. Να πνιγεί μέσα σε αυτά. Ήταν όμορφη. Πανέμορφη. Εντυπωσιακή και αγέρωχη. Κινήθηκε, ντελικάτα, προς το μπαρ και ζήτησε ένα ποτήρι λευκό κρασί. Κοίταξε κλεφτά προς την πλευρά του μέχρι να σερβιριστεί. Τα δευτερόλεπτα αυτά έμοιαζαν αιώνες. Ήταν αιώνες. Όλοι μαζί οι αιώνες που θα ήταν πρόθυμος να περιμένει μέχρι να την συναντήσει. Την κοίταξε δειλά. Εκείνη σερβιρίστηκε και πήγε προς την πλευρά που είχε κόσμο. Τον λιγοστό κόσμο που συνομιλούσε στο τέλος της εκδήλωσης. Κάποιοι είχαν πλευρίσει τον συγγραφέα, κάποιοι άλλοι σκάλιζαν διάφορα βιβλία. Εκείνη ήταν λίγα μέτρα μπροστά μιλώντας με δύο άνδρες που έμοιαζαν ντόπιοι. Ήταν σίγουρα Ισπανοί. Ο Καρλ βρήκε τη δύναμη να γεμίσει ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί και πλησίασε λίγο περισσότερο προς την πλευρά της. Έτρεμε. Η καρδιά του χτύπαγε ξανά ακανόνιστα. Νόμιζε ότι θα ξεκολλήσει από το σώμα του. Νόμιζε ότι θα σταματούσε από λεπτό σε λεπτό. Ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, εντελώς διαφορετικό από όλα μαζί τα συναισθήματα που είχε ποτέ νιώσει στα, σχεδόν, 22 χρόνια που ζούσε. Δεν ήξερε ότι αυτό το συναίσθημα μπορούσε να υπάρχει στην Γη, στον άνθρωπο, στο ίδιο του το σώμα και την ψυχή του. Χιλιάδες λέξεις, σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου δεν θα μπορούσαν να το αποτυπώσουν. Να το εξηγήσουν απόλυτα. Εκείνη, τώρα στεκόταν λίγο πιο μπροστά του, συνομιλόντας με κάποιους ανθρώπους που κρατούσαν βιβλία. Από τα λίγα λόγια που πρόλαβε να ακούσει, συμπέρανε ότι ήταν κι αυτή Ισπανίδα. Ήλπιζε ότι το πρόβλημα της γλώσσας δεν θα ήταν τόσο σημαντικό. Ίσως λυνόταν. Ίσως μιλούσε αγγλικά, σκέφτηκε με αγωνία. Δεν είχε καθόλου χρόνο για να εξετάσει όλες αυτές τις προοπτικές που ανοίγοταν μπροστά του. Το μόνο που τον ενδιέφερε τώρα ήταν να την γνωρίσει. Να την πλησιάσει. Να της μιλήσει. Αυτό, όμως κι αν ήταν δύσκολο για τον Καρλ. Δεν είχε ιδέα πως θα ξεκινούσε μια κουβέντα αν εκείνη, όντως, δεν μιλούσε αγγλικά και σίγουρα ο Καρλ δεν μπορούσε να πει τίποτα πέρα από τα απολύτως βασικά ισπανικα. Ήταν αποφασισμένος όμως, να βρει τη λύση. Αυτό που ένιωθε τώρα ήταν κάτι παραπάνω από όλα όσα ποτέ είχε αισθανθεί, σκεφτεί ή φοβηθεί ποτέ στη ζωή του. Δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω. Έκανε κάποια βήματα προς το μέρος της και κάθησε ακριβώς πίσω της, κρατώντας δειλά το ποτήρι του. Εκείνη έπινε το κρασί της χωρίς να ασχολείται με όσα συνέβαιναν γύρω της. Εκείνος έλιωνε από την αγωνία και την προσμονή… Δεν ήξερε πώς να την προσεγγίσει. Πως να της μιλήσει. Είχε αγχωθεί. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να ξεκινήσει μια κουβέντα χωρίς να είναι σίγουρος ότι δεν θα γελοιοποιηθεί στα μάτια της, σε περίπτωση που δεν μπορούσε να τον καταλάβει καθόλου. Η σκέψη τον γονάτισε. Ένας ωκεανός θλίψης τον πλυμμήρισε άλλα δεν το έβαλε κάτω. Γέμισε γρήγορα το ποτήρι του για άλλη μια φορά και περίμενε. Απλά περίμενε. Σύντομα θα γίνοταν η κίνηση που τόσο λαχταρούσε. Τότε η κοπέλα γύρισε πίσω και είπε κάτι που ο Καρλ δεν κατάλαβε άλλα βλέποντας την κίνηση του χεριού της κατάλαβε ότι του ζητούσε φωτιά. Αυτόματα έβγαλε τον αναπτήρα του και της άναψε το τσιγάρο. Η κοπέλα χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε. Το χαμόγελό της φώτισε τα πάντα γύρω του. Ο Καρλ πρόλαβε απλά να γνέψει στο ‘gracias’ της όμορφης κοπέλας, απαντώντας με ένα χαμόγελο. Το πρόσωπό της πραγματικά έλαμπε και ήταν σαν να φώτιζε ολόκληρη την αίθουσα. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έλαμπαν κι αυτά. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της που δύσκολα μπορούσε κανείς να καταλάβει ακριβώς, αν ήταν γαλάζια ή πράσινα, τον είχαν μαγέψει ολότελα. Ήταν γραφτό άραγε να γνωρίσει τον έρωτα τόσα χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του, σκεφτόταν συνεπαρμένος εντελώς. Και μάλιστα, σε μια χώρα που βρέθηκε, κυριολεκτικά κατά τύχη. Ήταν έρωτας λοιπόν, ήταν απόλυτα σίγουρος πλέον. Έτσι λοιπόν είναι ο έρωτας; Πάντα είχε αυτή την απορία. Την αμφιβολία της ύπαρξής του. Αυτό το μαγικό συναίσθημα που είχε χιλιοτραγουδιστεί και μνημονευτεί σε κάθε γενιά, ήταν λοιπόν πραγματικότητα και συνέβαινε στον Καρλ στην πλέον απρόβλεπτη και παράξενη στιγμή της ζωής του. Είναι άραγε όλα θέμα τύχης σ’ αυτή τη ζωή; Ο Καρλ ποτέ του δεν πίστευε στη μοίρα, ούτε και στην τύχη. Κι όμως τώρα ήταν έτοιμος να αναθεωρήσει τα πάντα. Όλες τις ιδέες του, όλα τα πιστεύω του και όλα τα ταμπού του. Τα πάντα κατέρρεαν μπροστά του με την ταχύτητα που κατέβαζε το γλυκό κόκκινο κρασί και χάνονταν στα μάτια της μυστηριώδης γοητευτικής κοπέλας. Πήρε την απόφαση να της μιλήσει. Το χρωστούσε στον εαυτό του. Ήταν η στιγμή του τώρα. Αν και μισούσε τα κλισέ, παρατήρησε ότι η κοπέλα δεν του είχε επιστρέψει τον αναπτήρα του κι έτσι είχε την τέλεια ευκαιρία για να ξεκινήσει την πολυπόθητη κουβέντα που ήθελε. Σίγουρα ήταν προτιμότερο από το να προσπαθήσει να της ρίξει λίγο κρασί πάνω της, όπως είχε δει σε κάποια ταινία - δεν θυμόταν ποια - κάτι το οποίο μπορεί και να κατέληγε να διαλύσει τα πάντα πριν καλά-καλά αρχίσουν. Αυτό κι αν θα ήταν κλισέ, σκέφτηκε, μισοχαμογελώντας… Έσκυψε λίγο μπροστά, πήρε μια βαθιά ανάσα και με όσο πιο απλοικά και κατανοητά αγγλικά μπορούσε να χρησιμοποιήσει της ζήτησε ευγενικά φωτιά για το τσιγάρο του. Η πανέμορφη κοπέλα σάστισε και του χαμογέλασε λέγοντας του κάτι στα ισπανικά που ο Καρλ δεν κατάλαβε. Είχε ήδη χαθεί για άλλη μια φορά στα μάτια της. «Ω, συγνώμη, δεν σου έδωσα πίσω τον αναπτήρα. Πόσο ανόητη είμαι. Με συγχωρείς πολύ! Περίμενε να σου δώσω φωτιά!» Μιλούσε αρκετά ικανοποιητικά αγγλικά, άλλα ο Καρλ δεν πρόσεχε αυτό. «Σ’ ευχαριστώ πολύ. Κράτα τον δεν πειράζει. Έχω κι άλλον» απάντησε ο Καρλ. Της χαμογέλασε με σιγουριά. Ένιωθε ότι εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Θα μπορούσε να μετακινήσει ένα ολόκληρο βουνό απλά και μόνο αν του το ζητούσε. Εκείνη έσκυψε και του άναψε το τσιγάρο που είχε στο στόμα του. Μετά του έδωσε τον αναπτήρα και του χαμογέλασε ξανά. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και του συστήθηκε. «Άνα» «Καρλ», χάρηκα πολύ! «Κι εγώ, Καρλ». Και τότε σηκώθηκε και τον φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. Ο Καρλ συγκλονίστηκε. Έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες. Η αναπνοή του είχε σταματήσει. Η Άνα το παρατήρησε και γέλασε. «Είναι συνηθισμένο εδώ στην Ισπανία να φιλάμε στο μάγουλο αυτόν που μόλις γνωρίζουμε. Δεν είσαι Ισπανός. Είναι φανερό. Από πού είσαι, αν επιτρέπεται;» Ο Καρλ ξεροκατάπιε. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κρασί του και ανέσυρέ όλη του την δύναμη για να καταφέρει να βρει το κουράγιο να της ψελίσει ‘Γερμανία.’ Η σιγουριά του είχε πάει περίπατο… Ξερόβηξε και συνέχισε. «Είμαι Γερμανός, άλλα σπουδάζω στην Αγγλία και είμαι εδώ για διακοπές με τον φίλο μου.» Θυμήθηκε στιγμιαία τον Κόλιν. Τον ξέχασε το επόμενο δευτερόλεπτο. «Γερμανία!» Η Άνα εντυπωσιάστηκε. «Ξέρεις, δουλεύω σε τουριστικό γραφείο και κάνω πολλά ταξίδια. Κυρίως εδώ, στην Ισπανία άλλα έχω κάνει και κάποια στο εξωτερικό. Στην Γαλλία και το Μαρόκο. Αλλά στην Γερμανία δεν έχω πάει ποτέ. Ούτε στην Αγγλία. Θα πρέπει να είναι ωραία. Διαφορετικά…» «Είναι… διαφορετικά. Ωραία. Η Αγγλία είναι ωραία. Το Λονδίνο πολύ ενδιαφέρον. Το Κόβεντρι βαρετό. Το Αμβούργο που γεννήθηκα, ακόμα… πιο βαρετό. Από πού… Πού μένεις; Εδώ;» Ο Καρλ διψούσε να μάθει τα πάντα για την Άνα. Διψούσε να την κάνει δικιά του. Εκείνη χαμογέλασε. Το πρόσωπό της φώτισε και πάλι. Ο Καρλ την έβλεπε αποσβολωμένος. «Όχι, όχι, δεν είμαι από εδώ. Είμαι από την Σεβίλλη. Ίσως την έχεις ακουστά… Είναι σχετικά κοντά. Εδώ ήρθα για διακοπές κι εγώ. Να ξεφύγω λίγο από την ρουτίνα. Μιλάς πολύ καλά αγγλικά πάντως.» «Κι εσύ.» «Φταίει το τουριστικό γραφείο. Σε δυσκολεύουν τα ισπανικά; Μιλάς καθόλου;» «Μιλάω. Ξέρω μερικές λέξεις. Gracias. Vamos. Cerveza, Vino». Ξέσπασαν και οι δύο στα γέλια. Ο Καρλ έλαμπε κι αυτός τώρα. Είχε αρχίσει να ανακτά το χαμένο του θάρρος. Την ίδια στιγμή που χανόταν στο βλέμμα της Άνα και κρεμόταν από τα χείλη της, την επόμενη αισθανόταν ότι ήταν ήδη δικιά του. Η Άνα είχε μαγευτεί κι αυτή από τον παράξενο ταξιδιώτη που βρέθηκε, εντελώς τυχαία, εκείνο το βράδυ σε μια βιβλιοθήκη μιας τουριστικής ισπανικής πόλης. Σκέφτηκε πόσο παράξενη είναι τελικά η ζωή… «Θέλεις να…» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του ο Καρλ, η Άνα τον διέκοψε. «Θα σου φέρω κρασί. Τι πίνεις; Κόκκινο νομίζω. Vino tinto. Μισό λεπτό. Έπιστρέφω». Του έριξε ένα… δολοφονικό βλέμμα και του χαμογέλασε με το πιο ζεστό της χαμόγελο. Ο Καρλ ανταπέδωσε. Η καρδιά του δούλευε… υπερωρίες εκείνο το βράδυ. Ετοιμαζόταν να απογειωθεί. Δεν τον ένοιαζε τίποτα τώρα. Λίγες στιγμές μετά, η Άνα επέστρεψε κρατώντας δύο ποτήρια με κρασί στα χέρια της. Ένα λευκό για εκείνη και ένα κόκκινο για τον Καρλ. Του το πρόσφερε χαμογελώντας. Το χαμόγελό της ήταν σαν τον ήλιο. Ο Καρλ ήξερε από εκείνη τη στιγμή ήδη, ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή για εκείνον. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ήταν μονόδρομος και το ήξερε. Ήταν η μία και μοναδική. Έπρεπε απλά να βρει το θάρρος που του έλειπε για να της εκφράσει τα χιλιάδες συναισθήματα που τον κατέκλυζαν τώρα. Τα χιλιάδες που, στην ουσία ήταν ένα. Ήταν το ένα και μοναδικό συναίσθημα που γνώριζε η ανθρωπότητα από την εποχή της δημιουργίας της. Ο έρωτας. Ο Καρλ, πήρε το κρασί από τα χέρια της Άνα και έκανε μια μικρή πρόποση. «Στην Ισπανία, στο βιβλιοπωλείο που είμαστε τώρα και στην γνωριμία μας». «Στην γνωριμία μας λοιπόν, ξένε από την Γερμανία». Η Άνα του έκλεισε πονηρά το ένα της μάτι και σήκωσε ψηλά το ποτήρι της. Ο Καρλ τσούγκρισε μαζί της. Ήταν ήδη πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον. Περισσότερο κοντά από κάθε άλλη στιγμή εκείνη τη βραδιά. Τότε έγινε αυτό που ο Καρλ λαχταρούσε και ζούσε γι’ αυτή τη στιγμή. Ίσως και οι δυο τους να ζούσαν γι’ αυτή την στιγμή και μόνο. Ο Καρλ την αγκάλιασε σφιχτά. Το ποτήρι με το κρασί έπεσε κάτω και έγινε χίλια κομμάτια. Όπως χίλια κομμάτια ένιωθε να γίνεται και ο ίδιος την στιγμή που την φιλούσε παθιασμένα κρατώντας την σφιχτά, φυλακισμένη στην αγκαλιά του. Τα πάντα στροβιλίζονταν εκείνη τη στιγμή. Το σύμπαν κινούνταν και οι δυο τους ακολουθούσαν στην ίδια τροχιά. Το ποτήρι της Άνα έφυγε κι αυτό από τα χέρια της και διαλύθηκε στο πάτωμα. Οι δυο τους τώρα ήταν ένα. Αγκαλιασμένοι σφιχτά, βυθισμένοι ο ένας στον άλλον, τίποτα άλλο δεν υπήρχε γύρω τους παρά μόνο οι δύο τους, σ’αυτόν τον τρελό χορό τους πάθους που τους παρέσερνε. Τόσο ο Καρλ, όσο και η Άνα, ένιωθαν για πρώτη φορά αυτό το συναίσθημα. Ένιωθαν για πρώτη φορά ερωτευμένοι. Ήταν γραφτό να γίνει. Όλα ήταν στην θέση τους εκείνη τη στιγμή. Το σύμπαν ήταν σε αρμονία. Οι ζωές τους το ίδιο. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθαν ολοκληρωμένοι σαν άνθρωποι. Η πρώτη φορά που οι ζωές τους ήταν πλήρεις. Που ήξεραν ακριβώς την θέση τους σ’αυτόν τον κόσμο. Τον προορισμό τους και τον σκοπό που ζούσαν. Ήταν η πρώτη φορά που ζούσαν πραγματικά. Και οι δυο τους. Κανείς τους δεν πίστευε στον παράδεισο και την κόλαση. Κανείς τους δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, όμως εκείνη τη στιγμή, ο παράδεισος ήταν εκεί. Όλα όσα είχαν ποτέ τους ονειρευτεί. Όλα όσα είχαν φανταστεί ότι ζούσαν και ήθελαν να γευτούν πριν πεθάνουν, όλα όσα είχαν ακούσει, άλλα ποτέ ως τώρα δεν είχα ζήσει, όλα αυτά ήταν εκεί. Τα ζούσαν αυτή την – ευλογημένη και για τους δυο - στιγμή. Ζούσαν το θαύμα. Ζούσαν το απίστευτο, που όμως ήταν αληθινό. Και αυτή ακριβώς, ήταν η μαγεία της ζωής. Να κάνει πραγματικότητα το όνειρο. Η μαγεία ήταν εκεί, στην κάθε στιγμή που τα σώματά τους ήταν ενωμένα, που τα χείλη τους ήταν ένα, που οι καρδιές τους χτυπούσαν ακανόνιστα άλλα και τόσο συντονισμένα, συνάμα. Τώρα ήξεραν και οι δύο ότι τίποτα δεν ήταν απίθανο σε αυτή τη ζωή. Ακόμα και τα όνειρα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Για πρώτη φορά το πίστευαν απόλυτα και χωρίς καμία αμφιβολία. Έφυγαν αγκαλιασμένοι από την βιβλιοθήκη, περπατώντας σιγά-σιγά και κάνοντας συνεχώς στάσεις για να φιληθούν παθιασμένα. Δεν ήξεραν που πηγαίνουν. Είχαν βρει τον προορισμό που έψαχναν σε όλη τους τη ζωή και αυτό από μόνο του ήταν αρκετό. Όλα τα υπόλοιπα ήταν ασήμαντα πια… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted July 13, 2014 Author Share Posted July 13, 2014 θα βαλω 2-3 κεφαλαιακια ακομα καποια στιγμη... ελπιζω να μη κουρασω... παρακατω δε ξερω γιατι θελω να δω πρωτα και αν ..αρεσει η οχι και γιατι ...σε λιγο θα παρτε ολο το...βιβλιο στο πιατο πριν καν το καταχωρησω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted July 19, 2014 Author Share Posted July 19, 2014 UPDATE ΔΥΟ ΑΚΟΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΙΑ................ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Αποδράσεις. Λονδίνο και Κάδιθ. 3 Απριλίου 2004. Ο Κόλιν ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Ακροβατούσε μεταξύ της πραγματοποίησης του ονείρου ζωής του και της πλήρης αποτυχίας, που θα σήμαινε ότι τέσσερα χρόνια θα πήγαιναν – ουσιαστικά - στον βρόντο. Το σαββατοκύριακο αυτό ήταν το τελευταίο πριν τη διακοπή του Πάσχα και πριν αρχίσει να μετράει αντίστροφα για τις εξετάσεις που θα έκριναν την αποφοίτηση του και το πολυπόθητο πτυχίο. Η σκέψη τον κρατούσε σε διαρκή υπερένταση, αν και ακόμα υπήρχε αρκετός καιρός μπροστά του. Όπως, φυσικά, και δύο ολόκληρες ημέρες - και νύχτες - στο Λονδίνο. Ήταν η τέλεια πρόκληση και δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από τα δίχτια της ούτε τον Καρλ, τον κολλητό φίλο του. Η προοπτική αυτή τον χαλάρωνε και άλλωστε, η πρόκληση ενός τελευταίου ξεσαλώματος σε μια από τις πιο συναρπαστικές πόλεις του κόσμου, θα έβαζε σε πειρασμό ακόμα και έναν άγιο. Έτσι, είχε καταλήξει στο ότι ένα σαββατοκύριακο στο Λονδίνο δε θα ενοχλούσε κανέναν και άλλωστε το όφειλαν στον εαυτό τους, για όλη αυτή την προσπάθεια που είχαν κάνει, τόσα χρόνια για να φτάσουν εδώ. Θα ήταν ένα μικρό – πρώιμο - δώρο αποφοίτησης. Η υπόλοιπη παρέα βέβαια, δεν έδειχνε και τόσο ενθουσιασμένη. Ο Ματ δεν είχε όρεξη και ήδη όλη την εβδομάδα είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα έπεφτε με τα μούτρα στο διάβασμα. Να το δω και να μη το πιστέψω, είχε σκεφτει ο Κόλιν όταν του το εκμυστηρεύτηκε για πρώτη φορά στο μάθημα του ΜακΝτέρμοντ. Οι υπόλοιποι είχαν από νωρίς αποσυρθεί από την ιδέα και έτσι είχε μείνει η Ντέμπορα, πάντα πρόθυμη να ακολουθήσει τον Κόλιν σε οτιδήποτε έκανε ή οπουδήποτε πήγαινε. Ο Κόλιν είχε αρχίσει να χάνει το αρχικό του κέφι, αλλά η – παράξενα - εύθυμη διάθεση του Καρλ για «ό,τι ήθελε προκύψει» εκείνο το σαββατοκύριακο, όπως χαρακτηριστικά του είχε πει, τον ανέβασε ξανά και τον έκανε να ανυπομονεί τελικά, για την τελευταία εξόρμηση στη πρωτεύουσα πριν από τις διακοπές, αλλά και τις εξετάσεις. Έτσι λοιπόν ο Κόλιν, ο Καρλ και η Ντέμπορα βρίσκονταν πρωί Σαββάτου στον σταθμό τρένων του Κόβεντρι να αγοράζουν τα εισιτήρια με προορισμό το σταθμό Γιούστον του Λονδίνου. Το σχέδιο έλεγε, με το που φτάσουν στο Λονδίνο, να πάνε κατευθείαν στο σπίτι του Μαρκ, του πιο πρόσφατου φίλου που είχε κάνει ο Κόλιν σε μια από τις τελευταίες του επισκέψεις εκει και έπειτα να περάσουν όλο το πρωινό του Σαββάτου στο Κάμντεν χαζεύοντας το παζάρι και πίνοντας μερικές μπύρες στις παμπ, μέχρι τις πέντε ή έξι το απόγευμα. Αργότερα θα πήγαιναν γραμμή για το Σόχο, σ’ ένα μπαράκι που μόλις είχε ανακαλύψει ο Μαρκ. Για το τέλος της βραδιάς δεν είχαν σκεφτεί κάτι. Μάλλον θα κατέληγαν, για πολλοστή φορά, στο σπίτι κάποιου γνωστού τους που θα ήταν πρόθυμος να κάνει πάρτυ έως το πρωί. Ένα τυπικό Σάββατο του Κόλιν στην πρωτεύουσα, δηλαδή. Μόνο που λογάριαζε χωρίς την Ντέμπορα, η οποία είχε ακολουθήσει τη παρέα για πρώτη φορά στις καθιερωμένες σαββατιάτικες εξορμήσεις, και δεν φαίνοταν και τόσο ενθουσιασμένη από το αυτοσχέδιο πρόγραμμα που είχαν καταστρώσει ο Κόλιν κι ο Μαρκ. Τα προβλήματα άρχισαν από το πρωί κι όλας, αφού η Ντέμπορα δεν καλόβλεπε την προοπτική να περάσει σχεδόν ολόκληρη την ημέρα στις παμπ του Κάμντεν. Από την άλλη, ο Κόλιν δεν είχε ασχοληθεί σχεδόν καθόλου μαζί της, ενώ ο Καρλ έδειχνε απορροφημένος με το πλήθος κάθε εθνικότητας που κατέκλυζε το Κάμντεν εκείνο το ανοιξιάτικο αν και ιδιαίτερα ψυχρό, λονδρέζικο πρωινό. Ο Κόλιν είχε μετανιώσει από την πρώτη στιγμή που είχε συμφωνήσει να πάρει μαζί του την Ντέμπορα άλλα ταυτόχρονα τον πλημμύριζε μια γλυκειά ηδονή μόνο και μόνο με την σκέψη να του δοθεί η ευκαιρία που έψαχνε μήνες τώρα, ώστε να την απομακρύνει μια και καλή από τη ζωή του. Είχε κουραστεί από τους ατέλειωτους καυγάδες και διαφωνίες μαζί της, άλλα ποτέ δεν έκανε το βήμα για να τελειώσει αυτή την αρρωστημένη σχέση. Ίσως δεν το είχε σκεφτεί σοβαρά ποτέ μέχρι τώρα. Ίσως απλά δεν τολμούσε. Η ευκαιρία που παρουσιαζόταν μπροστά του όμως, τον είχε κάνει να ανυπομονεί για την κατάλληλη στιγμή που θα έδινε το οριστικό τέλος. Τον είχε συναρπάσει περισσότερο κι από την προοπτική του τελευταίου του ξεφαντώματος στο Λονδίνο. Ίσως τελικά δεν ήταν γραφτό μου να γνωρίσω αυτή την μία και μοναδική στο κολλέγιο, σκεφτόταν όσο ήταν στο τρένο. Αν ήταν γραφτό θα είχε γίνει ήδη. Η σκέψη αυτή προς στιγμή τον βύθισε στα τάρταρα της θλίψης, άλλα όταν αναλογίστηκε τους δρόμους που ανοίγονταν μπροστά του στο μέλλον και την προοπτική της Ισπανίας, τα μαύρα σύννεφα της απόγνωσης διαλύθηκαν μονομιάς. Έβλεπε ήδη μπροστα του τον καταγάλανο ουράνο και τον ζεστό ήλιο της μεσογειακής χώρας. Χαμογέλασε μόνο με την σκέψη, αλλά προς το παρόν είχε μπροστά του ένα… συνεφιασμένο διήμερο στο Λονδίνο για να γλεντήσει, άλλα και να αλλάξει κάποια πράγματα στη ζωή του. Και αυτό και μόνο αρκούσε για να τον ‘φτιάξει.’ «Βρε καλώς τους!» Ο Μαρκ άνοιξε την πόρτα του μικρού του διαμερίσματος, φορώντας ένα γκρι φούτερ και μία επίσης γκρι, φόρμα και δείχνοντας σαν να είχε μόλις ξυπνήσει ή μάλλον μόλις να έχει κοιμηθεί μετά από ξενύχτι. Χρησιμοποιώντας το καλύτερο χαμόγελό του, ενώ τους καλωσόριζε με βραχνή φωνή, από το ξενύχτι. Ο Κόλιν αναρωτήθηκε αν αυτό το χαμόγελο χρησιμοποιούσε και στις κοπέλες που γνώριζε, ενώ τον αγκάλιαζε χτυπώντας του την πλάτη φιλικά, καθώς ο Μαρκ προσκαλούσε τους τρεις φοιτητές μέσα. Ο Καρλ έδειχνε ενθουσιασμένος. Κατά κάποιο, περίεργο, λόγο φαινόταν σαν να είχε ανάγκη αυτό το ταξίδι στο Λονδίνο. Σαν να ήθελε να αναπληρώσει όλα όσα είχε χάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο κολλέγιο, χαμένος μεταξύ των βιβλίων του, των ερευνών του και της πλήρης αφοσίωσης του στις μεγάλες του αγάπες, την ψυχολογία και την Αρχαία Ελλάδα. Η Ντέμπορα ήταν στον δικό της – φουρτουνιασμένο - κόσμο. Ο Κόλιν χαίροταν κρυφά γι’ αυτό. Ένιωθε ότι για πρώτη φορά το σύμπαν συνωμοτούσε στο να γίνει αυτό που ήθελε, άλλα δεν τολμούσε να κάνει ως τώρα. Το σίγουρο ήταν ότι αυτό το σαββατοκύριακο υπόσχοταν να είναι πολύ ενδιαφέρον και σίγουρα όχι συνηθισμένο. «Είμαστε έτοιμοι για να ξεκινήσει το παρτυ;» γρύλισε ο Κόλιν. «Πανέτοιμοι! Λοιπόν τι λέει το πρόγραμμα;» ρώτησε ο Μαρκ. Αν και εκείνος χαμογελούσε συνεχώς, στον Κόλιν φαινόταν κάπως διαφορετικός από την τελευταία φορά που τον είχε δει. Δεν έδειχνε και τόσο ‘έτοιμος’ για το γλέντι. Προς στιγμήν σκέφτηκε ότι ίσως και να μην ήταν καλή ιδέα αυτό το ταξίδι, άλλα γρήγορα επανήλθε στο αρχικό του κέφι. Το σχέδιο του για την Ντέμπορα και η καλή διάθεση του Καρλ, του έφτιαχναν τη διάθεση. «Μμμ… Λέμε να πάμε στο Κάμντεν να περάσουμε το πρωί εκεί, να πιούμε και καμιά μπύρα και το απόγευμα ερχόμαστε εδώ ή πάμε σ’ εκείνο το μπαρ στο Σόχο που είχαμε πάει την τελευταία φορά. Καλή ανακάλυψη, έτσι; Μετά θα δούμε… Η βραδιά θα είναι μεγάλη», είπε κλείνοντας πονηρά το ένα του μάτι στην Ντέμπορα. Εκείνη αναστέναξε. «Υπέροχα. Συμφωνώ σε όλα». Συμπλήρωσε, ενθουσιασμένος, ο Καρλ. «Γιάτι δεν ξεκινάμε λοιπόν;» «Εε... χμμ… Ξεκινήστε εσείς και εγώ θα έρθω σε λιγάκι. Έχω να τελειώσω κάτι μικροδουλειές εδώ. Θα έρθω να σας βρω. Θα σου τηλεφωνήσω, Κόλιν όταν ξεκινήσω για το Κάμντεν!» απάντησε ο Μαρκ. Έδειχνε σαν να ψάχνει ευκαιρία να αποφύγει το όλο πρόγραμμα που είχε κανονιστεί με ευλάβεια από πριν. Τον Κόλιν όμως δεν τον ένοιαζε τόσο. Θα έκανε αυτό που είχε κανονίσει, με ή χωρίς τον Μαρκ. Η Ντέμπορα, από την άλλη πλευρά, ήταν αμίλητη. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε να βιάζεται να φύγει, ενώ ακόμα δεν είχε έρθει καλά-καλά, σκέφτηκε ο Κόλιν πικρόχολα. Η φωνή του Καρλ διέκοψε τη σκέψη του. «Φύγαμε! Ντέμπορα, Κόλιν, ελάτε! Ανυπομονώ να δω το περιβόητο Κάμντεν. Και διψάω επίσης». Τελικά, οι τρεις νεαροί έφυγαν από το διαμέρισμα, αφήνοντας τον Μαρκ να τελειώσει τις υποχρεώσεις του. Η Ντέμπορα γύρισε και τον κοίταξε λίγο πριν απομακρυνθεί, με ένα βλέμμα σαν να ζητούσε, επειγόντως, τον από μηχανής Θεό που θα την λύτρωνε… Το Κάδιθ ήταν μαγευτικό την άνοιξη. Ο ήλιος που, δειλά-δειλά, άρχιζε να ξυπνάει από την χειμερία νάρκη του χάριζε απλόχερα το φως του, στην – ούτως ή άλλως – εύηλια ισπανική πόλη. Εκείνο το Σάββατο, η λιακάδα πλημμύριζε την πόλη και προμήνυε ένα μακρύ, ζεστό καλοκαίρι. Ακριβώς ό,τι χρειαζόταν η Άνα λίγους μήνες μετά το δραματικό τέλος της σχέσης της με τον Νταβίδ. Ένα τέλος που την είχε αφήσει με τις πληγές, ακόμα ανοιχτές κι έναν ολόκληρο Φεβρουάριο κλεισμένη στο σπίτι, βγαίνοντας μόνο για την αναγκαστική της παρουσία στη δουλειά της. Ακόμα και η ζωγραφική, η μεγάλη της αγάπη, δεν είχε πλέον κανένα νόημα και η έμπνευση την είχε εγκαταλείψει καιρό τώρα. Όπως και η φίλη της η Μαρία που είχε, σχεδόν, ένα μήνα να επικοινωνήσει μαζί της. Η Άνα ήξερε ότι δεν έφταιγε κανείς, παρά μόνο αυτή, για ότι συνέβαινε στη ζωή της. Είχε δεχτεί τις συνέπειες της συμπεριφοράς της και δεν μετάνιωνε για τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί. Να φύγει. Να αποδράσει από την ρουτίνα της, και τις μίζερες βραδιές της που το μόνο που έκανε ήταν να κηδεύει καθημερινά, ξανά και ξανά, την ‘νεκρή’ της ζωή με θαμώνες ένα μπουκάλι κρασί – ή δύο - και πολλά δάκρυα. Εκείνη η εβδομάδα στο αγαπημένο της Κάδιθ την είχε βοηθήσει να ξεχαστεί και να φτιάξει κάπως το κέφι της άλλα και πάλι, λες και ήταν η κατάρα που την κυνηγούσε αδιάκοπα, φλέρταρε με την ανία και την μελαγχολία. Οι βόλτες της στον καθεδρικό ναό, στα μεσαιωνικά τείχη, στο λιμάνι και τις ατέλειωτες παραλίες της αρχαίας φοινικικής αποικίας και παλαιότερης κατοικημένης περιοχής ολόκληρης, ίσως, της δυτικής Ευρώπης, είχαν αρχίσει να γίνονται μια προκαθορισμένη συνήθεια. Μια ρουτίνα. Και οτιδήποτε γινόταν μέρος ενός προγράμματος, κούραζε αφόρητα την Άνα. Το περασμένο βράδυ, ενώ έκανε τη καθιερωμένη της βόλτα κατά μήκος της παραλίας της Βικτώρια με τα ατέλειωτα χιλιόμετρα άμμου να φωτίζονται από τον νυχτερινό φωτισμό της πόλης και το φεγγάρι να αντανακλά στον ωκεανό, πήρε την απόφαση. Θα έφευγε για να περάσει τις ημέρες του Πάσχα κάπου αλλού. Αποφάσισε ότι θα ζητούσε επιπλέον άδεια από την δουλειά της. Δύο ή ακόμα και τρεις εβδομάδες για να ταξιδέψει και να καθαρίσει το μυαλό της από τις βασανιστικές της σκέψεις, που δεν είχε αποχωριστεί ούτε ένα λεπτό, τους τελευταίους δύο μήνες μετά τον χωρισμό της. Ήταν αποφασισμένη ακόμα και να παραιτηθεί αν δεν κατάφερνε να πάρει αυτή την άδεια. Την είχε μεγάλη ανάγκη. Στο μυαλό της, εντελώς ξαφνικά και αυθόρμητα, γεννήθηκε η ιδέα να ταξιδέψει ανατολικά, προς την Μάλαγα. Ή μάλλον, την Μαρμπέγια που πάντα ήθελε να δει, ειδικά την άνοιξη. Η Μαρμπέγια, τουριστικό θέρετρο που είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες κυρίως τις δεκαετίες του 60 και του 70, προσέλκυε πάντα ορδές τουριστών από την Αγγλία, την Γερμανία και γενικά την Βόρεια Ευρώπη. Στο μυαλό της Άνα, φάνταζε σαν μια ιδανική ευκαιρία απόδρασης, σε μέρος με διαφορετικό κόσμο, χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό και επίσης, ήταν σχετικά κοντινός προορισμός. Εξ’ άλλου, στην εύθραυστη συναισθηματική κατάσταση που βρισκόταν το τελευταίο διάστημα η Άνα δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο θα της έκανε καλό ένα μακρινό ταξίδι. Μια μικρή λοιπόν, απόδραση κάπου κοντά φάνταζε ως ιδανικό σενάριο στην άσχημη τροπή που έδειχνε να παίρνει η ζωή της. Θα ξεκινούσε το συντομότερο. Δεν ήθελε να το αναβάλλει ούτε μία ημέρα παραπάνω. Ένιωθε ότι ύστερα άπό δύο μήνες που… φυτοζωούσε, δεν είχε άλλο περιθώριο σπατάλης χρόνου. Όφειλε να προχωρήσει, να ζήσει και να αφήσει πίσω της όλα όσα την κρατούσαν αιχμάλωτη. Ήταν πλέον, απόλυτα αποφασισμένη. Επέστρεψε βιαστικά από την βόλτα της για ξεκουραστεί. Δεν είχε κέφι να βγει έξω το βράδυ, ούτε να διασκεδάσει εκείνο το σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα θα ξυπνούσε νωρίς και θα πήγαινε στον σταθμό των λεωφορείων για να αγοράσει το εισιτήριο και να φύγει κατευθείαν, με το επόμενο τρένο για το Κάδιθ. Πρώτα όμως, εκείνο το απόγευμα, κι όλας, θα έκανε δύο σημαντικά τηλεφωνήματα. Ένα στο αφεντικό της κι ένα στην Μαρία. Το Λονδίνο ήταν ψυχρό και συννεφιασμένο εκείνο το Σάββατο του Απρίλη. Όπως ακριβώς το είχε προβλέψει το δελτίο καιρού. Πέφτουν, άραγε ποτέ έξω αυτοί που λένε τον καιρό, σκεφτόταν ο Κόλιν καθώς έπινε την δεύτερη Γκίνες του, παρέα με τον Καρλ στην παμπ World’s End, ακριβώς απέναντι από τον σταθμό του μετρό του Κάμντεν. Η παμπ ήταν μισοάδεια, κάτι παράξενο για απόγευμα Σαββάτου σε μία από τις πλέον πολυσύχναστες περιοχές της βρετανικής πρωτεύουσας. Ο Καρλ έπινε μια ΜακΦάρλαντ, αργά, χαζεύοντας το μέρος. Ήταν η δεύτερη μόλις φορά που κατέβαινε στο Λονδίνο, και η πρώτη που αφιέρωνε αποκλειστικά και μόνο για διασκέδαση με τον φίλο του, αφού η προηγούμενη φορά ήταν για ορισμένες διεκπεραιρώσεις σχετικά με κάποια χαρτιά για το πανεπιστήμιο. «Γραφειοκρατία», όπως είχε απαντήσει ο Καρλ όταν ο Κόλιν τον ρώτησε για λεπτομέρειες, σε μια συζήτησή τους το πρωί. Τα πάντα στο Λονδίνο, έδειχναν πολύ συναρπαστικά στα μάτια του Καρλ. Η υπαίθρια αγορά του Κάμντεν, με το πλήθος νέων κάθε εθνικότητας, να συρρέουν σε κάθε σημείο της περιοχής, το Camden Lock Market δίπλα ακριβώς στο παλιό κανάλι, άλλα και η Stables Market, χτισμένη στους στάβλους ενός παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, όπου ο Καρλ αγόρασε ένα vintage σακάκι, τον είχαν ξετρελάνει πραγματικά. Ο Κόλιν από την πλευρά του, συνηθισμένος στο μέρος δεν έδειχνε να συμμερίζεται απόλυτα τον ενθουσιασμό του φίλου του. Απεναντίας τον είχαν ζώσει – πάλι - τα φίδια ότι ήταν πολύ πιθανό να πέσει πάνω στον πατέρα του, που εκείνο το Σάββατο θα ήταν σίγουρα στην πόλη για τις δουλειές του. Η τύχη της Ντέμπορα αγνοούταν από τη στιγμή που έφυγαν από το διαμέρισμα του Μαρκ. Είχε πει ότι θα πήγαινε να δει κάτι ρούχα σε μια μπουτίκ, άλλα δεν έδωσε ξανά σημεία ζωής. Ίσως είχε καθήσει σε κάποιο καφέ, ή να είχε πάει να δει κάποια από τις φίλες της που έμεναν στην πόλη. Η αλήθεια είναι ότι τον Κόλιν δεν τον απασχολούσε και ιδιαίτερα το θέμα. Το μυαλό του έτρεχε αλλού. Ήταν αγχωμένος, παρόλο που δεν ήθελε να το δείξει. Ειδικά στον Καρλ. Και σίγουρα όχι αυτό το σαββατοκύριακο που θα το περνούσαν μαζί και είχε σκοπό να του δείξει τι έχανε τόσο καιρό που δεν ακολουθούσε αυτές τις εξορμήσεις για «αχαλίνωτο γλέντι στην καλύτερη πόλη του κόσμου», όπως του έλεγε συνεχώς. Όμως δεν μπορούσε να κρυφτεί παραπάνω. Ήταν φανερό ότι τον απασχολούσε κάτι. Κάτι περισσότερο από τις εξετάσεις, τον πατέρα του, την προοπτική του… ξεφορτώματος της Ντέμπορα ή το γλέντι του σαββατόβραδου. Κάτι τον ζόριζε πολύ. Ξαφνικά, γύρισε προς τον Καρλ και άρχισε να μονολογεί. «Γιατί δεν πάμε κάπου; Κάπου μακριά! Όχι εδώ στην Αγγλία, έξω στην Ευρώπη. Πάμε ένα ταξίδι το Πάσχα. Στις διακοπές μας. Τί λες;» Η, σχεδόν τρεμάμενη, φωνή του Κόλιν διέκοψε την ησυχία της παμπ. Ο Καρλ τον κοίταξε έκπληκτος. Δεν απάντησε. Ο Κόλιν συνέχισε απτόητος. «Μπορούμε να κάνουμε ένα ταξίδι. Οι δυο μας! Άσε την Ντέμπορα! Πάμε κάπου να διασκεδάσουμε. Πάμε… στην Ισπανία! Ναι, ναι! Γιατί όχι;» Ο Κόλιν τώρα έδειχνε πολύ ενθουσιασμένος, μόνο με την ιδέα του ταξιδιού στην Ισπανία. «Στο κάτω-κάτω, αν τελικά πάω εκεί, εννοώ αν με δεχτούν στην Ισπανία για το μεταπτυχιακό, θα ήταν καλό να ξέρω λίγα πράγματα πριν πάω για τις σπουδές. Είχα πάει πολύ μικρός ένα ταξίδι στη Μαδρίτη άλλα δεν θυμάμαι τίποτα. Πάμε κάπου με θάλασσα! Πάμε στη Μαγιόρκα… Ή μάλλον, στην Ανδαλουσία! Πώς σου φαίνεται η ιδέα;» Ο Κόλιν έλαμπε. Ο Καρλ δεν τον είχε ξαναδεί τόσο χαρούμενο. Μία και μόνο ιδέα τον είχε κάνει να δείχνει τόσο ενθουσιασμένος όσο δεν τον είχε δει ποτέ ξανά στα χρόνια που τον γνώριζε στο πανεπιστήμιο. Αναστέναξε. Τέλειωσε την υπόλοιπη μπύρα του και άρχισε να μιλάει χαμογελώντας με τον γνωστό, ήρεμο τρόπο του. «Μου λες δηλαδή να πάμε ταξίδι στην Ισπανία σε μία βδομάδα από τώρα, δηλαδή σε λιγότερο, γιατί την Παρασκευή θα είναι η τελευταία μέρα των μαθημάτων, έτσι απλά χωρίς να το έχουμε κανονίσει από πριν; Φίλε μήπως σε βάρεσαν οι μπύρες;» Ο Καρλ γέλασε με την ιδέα και αυτό ενόχλησε τον Κόλιν. Τον εξόργιζε όταν δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, ειδικά ο καλύτερός του φίλος. Και τον ενοχλούσε ακόμα περισσότερο, ο οργανωτικός και απόλυτα ισορροπημένος τρόπος ζωής του Καρλ. Τι διάολο, δεν κάνει ποτέ στη ζωή του κάτι αυθόρμητο, σκέφτηκε σε μια στιγμή απόλυτης απογοήτευσης, που όμως έφυγε όσο γρήγορα ήρθε. Άρχισε ξανά να μιλάει. «Πάμε στην Μαρμπέγια! Έχω ακούσει ότι είναι το τέλειο μέρος για Άγγλους και Γερμανούς τουρίστες, από πολύ παλιά. Από το 60! Και είναι ιδανική εποχή, χωρίς το χαμό που θα γίνεται το καλοκαίρι και… ω! σκέψου τις ισπανίδες που θα γνωρίσουμε εκεί!» «Μαρ... Πως το είπες; Που είναι αυτό; Είναι κοντά σε θάλασσα; Εκεί δεν είναι η Μεσόγειος ή ο Ατλαντικός; Έχουμε κάποιο χάρτη;» Ο Καρλ, έδειχνε κάπως προβληματισμένος, και κοιτούσε δεξιά-αριστερά, σαν να έψαχνε πράγματι, κάποιον χάρτη μέσα στην παμπ. Ο Κόλιν μπερδεύτηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο φίλος του έκανε πλάκα ή μιλούσε σοβαρά. Έδειχνε σαστισμένος, άλλα ο ενθουσιασμός του δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Πήγε στο μπαρ να πάρει άλλη μια Γκινες γι’αυτόν και μια ΜακΦάρλαντ για τον Καρλ. Ήλπιζε να μιλούσε σοβαρά ο φίλος του. Αυτή την στιγμή το μόνο που τον ένοιαζε, το μόνο που μπορούσε να δει μπροστά του, ήταν να πηγαίνει στην Μαρμπέγια με τον Καρλ για πραγματικό γλέντι, εντελώς διαφορετικό από ότι είχε ζήσει στο Λονδίνο ή το Κόβεντρι. Για μια στιγμή, δεν τον ένοιαζε τίποτα απ’ όλα αυτά που στριφογύριζαν στο κεφάλι του και τον άγχωναν όλο το πρωί. Τώρα, στο μυαλό του ήταν μόνο το ταξίδι στην Ισπανία. Παρήγγειλε στην σερβιτόρα και η λάμψη στο πρόσωπο και τα μάτια του δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η Άνα έψαχνε εκνευρισμένη την βαλίτσα της σε όλο το σπίτι. Έξω είχε αρχίσει σιγά-σιγά να σουρουπώνει, άλλα εκείνη είχε ‘σκοτεινιάσει’ πολύ νωρίτερα… Λίγη ώρα πριν, είχε καταφέρει να τσακωθεί με την καλύτερή της φίλη, άλλα και το αφεντικό της, με αφορμή αυτό το ταξίδι που τόσο ήθελε να κάνει. Η Μαρία δεν μπορούσε να χωνέψει ότι θα πήγαινε στη Μαρμπέγια για το Πάσχα χωρίς να την προσκαλέσει να έρθει μαζί της. Είσαι τόσο εγωίστρια τελικά, της είπε, κλείνοντας το τηλέφωνο πριν καν προλάβει να την χαιρετήσει. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβει ότι κάποια πράγματα οι άνθρωποι θέλουν να τα κάνουν μόνοι τους, αναρωτήθηκε θλιμμένη. Πράγματα, όπως αυτό το ταξίδι που το χρωστούσε στον εαυτό της και το είχε τόσο ανάγκη, σ’ εκείνη τη φάση της ζωής της. Και στην τελική, η Μαρία είχε εξαφανιστεί για πάνω από ένα μήνα. Τώρα με θυμήθηκε; Ήταν πολύ αναστατωμένη. Από την άλλη, το αφεντικό της δεν είδε με καλό μάτι την απουσία της, σε μια τόσο φορτωμένη περίοδο όπως οι διακοπές του Πάσχα. Καταλαβαίνεις ότι μας κρεμάς με αυτό που κάνεις, άλλα είναι δικαίωμά σου. Ο καθένας είναι υπεύθυνος των πράξεών του και των συνεπειών τους, ήταν τα λόγια του διευθυντή της, που η Άνα κατάπιε χωρίς καμία αντίδραση. Ένιωθε τόσο κουρασμένη με την προοπτική μιας ακόμα διένεξης. Ήθελε τόσο πολύ να ξεφύγει από την ζωή της, έστω και για λίγο καιρό, που δεν άντεχε να ξεκινήσει μία ακόμα ανούσια διαμάχη και ειδικά, εκείνη την στιγμή. Γυρνώντας στο δωμάτιο, άρχισε να ετοιμάζει σιγά-σιγά τα πράγματα της. Ήταν Σάββατο και θα έφευγε τη Δευτέρα άλλα δεν κρατιόταν με τίποτα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν οι βόλτες της στην παραλία, η χαλάρωση της πίνωντας καφέ και αγναντεύωντας τη Μεσόγειο και - αν της έκανε κέφι - δεν θα έλεγε όχι σε μερικές βραδιές διασκέδασης στο, κοντινό Πουέρτο Μπανούς, ανάμεσα σε πλήθος βορειοευρωπαίους τουρίστες που θα έκαναν τις διακοπές τους, στο φημισμένο θέρετρο της Μεσογείου. Είχε ανάγκη αυτή την αλλαγή, από τον μίζερο τρόπο που περνούσε, τελευταία, τον καιρό της. Είχε αποφασίσει να μην πει τίποτα στους γονείς της. Ήξερε ότι θα την περίμεναν στο σπίτι, στην Σεβίλλη, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, άλλα αυτή τη φορά θα έπρεπε να συμβιβαστούν με την απουσία της. Ήταν καιρός να συνειδητοποιήσουν ότι η κόρη τους δεν ήταν πια το μικρό κοριτσάκι που περνούσε όλο τον χρόνο της και όλα τα καλοκαίρια της, μαζί τους. Έπρεπε να δεχτούν ότι ήταν πλέον, μια ενήλικη γυναίκα που όριζε η ίδια την ζωή της. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να μην υποχωρήσει και να σταματήσει να θυσιάζει τα πάντα, προκειμένου να τους έχει ικανοποιημένους όλους. Οι σκέψεις έγδερναν το μυαλό της. Ένιωθε μια πρωτοφανή έξαψη μόνο και μόνο στην σκέψη ότι μετά από τόσο καιρό έκανε επιτέλους για πρώτη φορά κάτι αυθόρμητο. Κάτι που είχε αποφασίσει η ίδια χωρίς την προτροπή ή την παρέμβαση κανενός. Αυτό και μόνο αξίζει όσο τίποτα, σκέφτηκε. Ακόμα και αν οι μέρες των διακοπων της στην Μαρμπέγια κατέληγαν ένα φιάσκο - όπως είχε κάπου στην άκρη του μυαλού της - μόνο αυτό που έκανε, ήταν αρκετό για να την γεμίσει αυτοπεποίθηση και να την κάνει να νιώσει επιτέλους σαν ανεξάρτητη γυναίκα. Δεν είμαι πια το μικρό κοριτσάκι σας. Καταλάβετε το. Δεχτείτε το επιτέλους, μονολογούσε μέσα της καθώς έφτιαχνε την βαλίτσα της. Η Άνα ένιωθε πάντα την Ανδαλουσία να την πνίγει. Να την περιορίζει στα στενά όρια της, και να της ‘κόβει τα φτερά της.’ Ήθελε να φύγει, να ζήσει αλλού, σε μια μεγάλη πόλη, ώπου θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα της, πολύ πιο εύκολα. Μετά την περιπέτεια της Μαδρίτης όμως, και αφού γνώρισε για τα καλά πως είναι να ζεις σε μια μεγάλη και αχανή πόλη, περιτρυγιρισμένη από αγνώστους, δεν ξανασκέφτηκε ποτέ ξανά έτσι για τον τόπο της. Συνειδητοποίησε ότι ένιωθε οικεία εκεί, στον νότο. Στη περιοχή που μεγάλωσε. Έτσι σκέφτηκε ότι δεν θα άλλαζε ποτέ μέρος για να ζει, όσο απόλυτο και να ακουγόταν στο μυαλό της. Ετοίμασε τελικα, την βαλίτσα της και άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Γέμισε μέχρι τη μέση το ποτήρι της και βολεύτηκε στον καναπέ, κοιτώντας μια το ταβάνι και μια τον σκούρο ουρανό από το παράθυρο. Ευχήθηκε να την έπαιρνε γρήγορα ο ύπνος και η αυριανή ημέρα, η Κυριακή να μπορούσε να… παραληφθεί από το ημερολόγιο. Πλησίαζε σχεδόν 8 το βράδυ και ήδη, τα περισσότερα μαγαζιά στο Κάμντεν είχαν κατεβάσει ρολά, ενώ και τα τελευταία από αυτά, έκλειναν σιγα-σιγα. Ο κόσμος έκοβε ακόμα βόλτες, ρίχνοντας τις τελευταίες ματιές σε καταστήματα ήταν ακόμα ανοιχτά, τρώγοντας κάτι στο χέρι ή έμπαιναν σε κάποια παμπ για να περάσουν το βράδυ τους. Τα μπαρ και οι παμπ είχαν αρχίσει να γεμίζουν από τα πλήθη των λονδρέζων που ξεκινούσαν για μια νύχτα διασκέδασης. Το Λονδίνο έβαζε τα καλά του για να υποδεχτεί τους ‘προσκεκλημένους’ του. Τους απλούς ανθρώπους που πάσχιζαν στη δουλειά τους πεντέμιση ημέρες την εβδομάδα και το σαββατόβραδο αφιέρωναν χρόνο στον εαυτό τους να χαλαρώσει και να διασκεδάσει, πριν την ξεκούραση της Κυριακής. Επίσης είχε αρχίσει να βρέχει, κάτι που εκνεύριζε τον Καρλ, όχι όμως και τον Κόλιν που δεν είχε άλλη σκέψη στο μυαλό του πέρα από τις διακοπές στην Ισπανία. Το ταξίδι στη Μαρμπέγια τον είχε συνεπάρει και το μόνο που σκέφτοταν πλέον ήταν να έρθει η Δευτέρα. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν μια επίσκεψη, νωρίς το πρωί, σε κάποιο κοντινό ταξιδιωτικό γραφείο, για να μάθει τα πάντα σχετικά με τις τιμές, τις ώρες πτήσεων και τα διαθέσιμα δωμάτια ξενοδοχείων, με προορισμό τον ‘παράδεισο’ της Μεσογείου που - εδώ και λίγες ώρες - του είχε πάρει τα μυαλά. Είχαν ξεχαστεί στην παμπ και η ώρα είχε περάσει, έτσι αποφάσισαν να παρακάμψουν την επίσκεψη στο μπαρ στο Σόχο και να πάνε κατευθείαν στο διαμέρισμα του Μαρκ, να αλλάξουν και να ετοιμαστούν για το βράδυ. Φτάνοντας στο σπίτι του Μαρκ, και καθώς σε όλη τη διαδρομή ο Κόλιν δεν είχε βγάλει λέξη, ο Καρλ έδειχνε περισσότερο συννεφιασμένος και από τον βαρύ ουρανό του Λονδίνου που ήταν έτοιμος να πέσει και να πλακώσει ολόκληρη την πόλη. Η τόσο εύθυμη διάθεση του το πρωί είχε εξαφανιστεί για τα καλά πλέον, χωρίς να υπάρχει κάποια εξήγηση. Ο Καρλ ήταν εκνευρισμένος και κάπως απογοητευμένος με την τροπή που έδειχνε να παίρνει το –πολλά υποσχόμενο - σαββατοκύριακο ξεσαλώματος που, μία ημέρα πριν, έδειχνε τόσο υπέροχη ιδέα. Ο δε Κόλιν, ήταν πια εντελώς χαμένος στην ονειροπόλησή του και τα σχέδια για το ταξίδι. Μια βροντή ακούστηκε, κάνοντας τον Κόλιν να ξυπνήσει από την ονειροπόληση. Ο Καρλ δεν ήταν σίγουρος αν έφταιγε η βροντή ή το χτύπημα του στη πλάτη του Κόλιν, μήπως και του δώσει τελικά σημασία. Δεν έδειχνε να είχε ακούσει τι του είχε πει λίγο πριν. Τώρα έβρεχε δυνατά. «Ει, φίλε! Ξύπνα! Επικοινωνείς καθόλου με το περιβάλλον;» «Ουπς! Συγνώμη φιλε, σκεφτόμουν… Χάθηκα εντελώς, μάλλον. Φτασαμε. Πάμε να ετοιμαστούμε, έχουμε πολλά να κάνουμε το βράδυ». Ο Κόλιν δεν μπορούσε να πείσει όυτε τον εαυτό του όμως. Ο ενθουσιασμός ήταν ψεύτικος. Ο φίλος του μπορούσε να το καταλάβει. Είχε το ταλέντο να καταλαβαίνει και να ψυχολογεί τους άλλους ακόμα και από μια έκφραση του προσώπου τους. Αναστέναξε. «Ναι, το κατάλαβα φίλε. Σκέφτεσαι το ταξίδι, έτσι; Σε πειράζει να το σκεφτείς από την… Δευτέρα που θα είμαστε στο Κόβεντρι; Σου υπόσχομαι ότι θα το σκεφτώ κι εγώ σοβαρά. Τώρα όμως έχουμε γίνει μούσκεμα απ’ τη βροχή. Πως σου φαίνεται η ιδέα να μπούμε μέσα;» Μια αστραπή έσχισε τον κόκκινο ουρανό. Ο Κόλιν δεν μίλησε. Εκνευριζόταν όταν ο Καρλ γινόταν σαρκαστικός. Αντιπαθούσε την ειρωνία στους άλλους, άλλα μπορούσε να βρει παραπάνω από έναν, λόγους που ο φίλος του είχε απόλυτο δίκιο. Ενας από αυτούς ήταν η ασταμάτητη βροχή που τους είχε λούσει κυριολεκτικά. Ένας άλλος ήταν το πάρτυ. Το πρώτο πάρτυ που θα εγκαινίαζε το σαββατιάτικο βράδυ διασκέδασης που ήταν ο σκοπός του ταξιδιού τους στο Λονδίνο. Ξεκλείδωσε τη πόρτα και μπήκαν, σχεδόν τρέχοντας και οι δύο στο διαμέρισμα. Ο Μαρκ έλειπε. Η Ντέμπορα το ίδιο. Την είχε ξεχάσει εντελώς τη Ντέμπορα. Δεν είχε εμφανιστεί καθόλου από το πρωί… Το βλέμμα του Κόλιν έπεσε σ’ένα κομμάτι χαρτί στερεωμένο με ένα μαγνητάκι, πάνω στο ψυγείο. Πλησίασε για να διαβάσει τις κακογραμμένες λέξεις που υπήρχαν πάνω του. Παιδιά, μπείτε και κάντε ό,τι θέλετε σπίτι. Η Ντέμπορα είναι μαζί μου. Ήθελε να δει τον Ζωολογικό Κήπο και πήγαμε μαζί. Μάλλον θα τα πούμε στο πάρτυ του Τομ, θα σας δούμε εκεί. Αλλιώς πάρε με να μου πεις σε ποιο σπίτι ή κλαμπ θα είστε μετά. Τα λέμε αργα! Μαρκ. Όλη μέρα μαζι; Στον ζωολογικό κήπο; Ποιόν δουλεύει; Ο Κόλιν σκοτείνιασε. Στη σκέψη του εμφανίστηκε αμέσως η εικόνα του Μαρκ και της Ντέμπορα αγκαλιασμένοι να φιλιούνται σε κάποιο από τα δρομάκια του κήπου. Ή σε κάποιο μπαρ στο Σόχο. Ή πιασμένοι χέρι-χέρι, βολτάροντας στο Χάιντ Παρκ. Τρελάθηκε. Η αρχική του σκέψη να ξεφορτωθεί την Ντέμπορα εκείνο το σαββατοκύριακο τον είχε συνεπάρει, άλλα δεν είχε φανταστεί αυτή την κατάληξη. Δεν είχε σκοπό να γίνει έτσι. Προσφέροντάς την κοπέλα του στο… πιάτο, στον Μαρκ. Όχι μ’αυτόν ρε γαμώτο! Όχι έτσι! Ο Κόλιν έβραζε από τα νεύρα. Είχε υποψιαστεί ότι κάτι παιζοταν μεταξύ τους, από τις τελευταίες φορές που είχαν συναντηθεί στο Λονδίνο. Ο Μαρκ την κοιτούσε πάντα με το, ‘σε-θέλω-εδώ-και-τώρα’, βλέμμα του, αυτό που έριχνε πάντα στις κοπέλες που του έκαναν κέφι. Και η Ντέμπορα κάθε άλλο παρά αμυντική έδειχνε στις επιθέσεις του. Έστω και αθώες, όπως ένα πειραγματάκι ή ένα τυχαίο άγγιγμα. Άλλα ποτέ του δεν είχε φανταστεί αυτή την προοπτική. Άλλωστε ο Μαρκ δεν θα έκλεβε ποτέ το κορίτσι του φίλου του. Ή μήπως, τελικά, δεν ήταν ποτέ φίλοι, ρωτούσε τον εαυτό του. Ο Καρλ κατάλαβε αμέσως ότι κάθε ελπίδα για ένα καλό σαββατόβραδο είχε σβήσει την στιγμή που ο Κόλιν διάβασε το σημείωμα. Τώρα δεν είχε κέφι να ειρωνευτεί, ούτε να κατηγορήσει κανέναν, ούτε και να διασκεδάσει.Τώρα κρύωνε, ήταν μουσκεμένος, βαριεστημένος και επιπλέον θα έπρεπε να προσπαθήσει σκληρά να φτιάξει και το κέφι του φίλου του που έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει. Έδειχνε ασορτί με τον καιρό έξω. Ίσως και λίγο χειρότερα… «Ξέρεις κάτι…;» Η δυνατή και, σχεδόν τρεμάμενη, φωνή του Κόλιν έσπασε την σιωπή. «Παράτα το Λονδίνο. Παράτα το Κόβεντρι! Δευτέρα πρωί, πετάμε για Μαρμπέγια! Αύριο, μάλλον… σήμερα, κλείνουμε εισιτήρια και ξενοδοχέιο μέσω ίντερνετ. Ξέχνα και τα πάρτυ και τα μαθήματα. Ποιος νοιάζεται; Κοίτα πως είναι έξω.Τί κάνουμε εδώ; Δευτέρα μεσημέρι θα κολυμπάμε στην Μεσόγειο. Έχω την πιστωτική κάρτα μου μαζί. Πάμε σ’ένα ίντερνετ καφέ και θα τα κανονίσω όλα!». Ο Κόλιν έτρεμε από συγκίνηση, θυμό, έκσταση και αποφασιστικότητα. Ο Καρλ τον κοιτούσε αμίλητος. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Για μερικά δευτερόλεπτα προσπάθησε να επεξεργαστεί στο μυαλό του τι ακριβώς εννοούσε ο φίλος του. Όπως το εννοούσε, μεθαύριο, Δευτέρα πρωί, θα πετούσαν για Ισπανία. Απόψε το βράδυ θα έκλειναν τα πάντα μέσω ίντερνετ και σε δύο μέρες θα ήταν σε μια άλλη χώρα για διακοπές. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ αυτό στη ζωή του… Και το κολλέγιο; Αναρωτήθηκε αγχωμένος. Μέχρι την Παρασκευή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι στα μαθήματα. Υποτίθεται ότι θα ταξίδευαν το επόμενο Σάββατο. Μία εβδομάδα μετά. Ο Κόλιν ήταν αυθόρμητος, άλλα τώρα το είχε παρακάνει. «Εε… δεν ξέρω φίλε. Και τα μαθήματα; Τα λεφτά; Δεν ξέρω αν μπορώ να σου δώσω τα λεφτά τώρα. Και πώς θα λείψουμε όλη την εβδομάδα;» Ο οργανωμένος και προγραμματισμένος σε όλα, Καρλ είχε μπλοκάρει. Ο Κόλιν τον είχε αποδιοργανώσει πλήρως. «Ξέχνα τα λεφτά! Τα βάζω εγώ και μου τα δίνεις όταν τα έχεις. Μη σκέφτεσαι τα μαθήματα! Θα βρούμε λύση. Πέντε μέρες είναι μόνο… Μετά είναι οι διακοπές. Δεν θα λείψουμε σε κανέναν εκεί. Δεν έχουμε δα, και κανένα σημαντικό μάθημα. Λοιπόν, πάμε να κλείσουμε τα πάντα! Μετά παίρνουμε το τρένο πίσω για Κόβεντρι, ετοιμάζουμε τα πράγματά μας και Δευτέρα πρωί είμαστε στο αεροδρόμιο. Τέλος!» Ο Κόλιν δεν δεχόνταν κουβέντα. Ο Καρλ ένευσε, με μια κίνηση του κεφαλιού του ότι συμφωνούσε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν θα άφηνε τον φίλο του να πάει αυτό το ταξίδι μόνος. Τον χρειαζόταν μαζί του και στη τελική, ήταν νέοι, τώρα ήταν η ευκαιρία να ρισκάρουν και να κάνουν τρέλες, σκέφτηκε, δίνοντας… άφεση αμαρτιών στον εαυτό του και διώχνοντας τις ενοχές της συμμετοχής σ’ αυτήν την… τρέλα. Ο Καρλ έσκυψε το κεφάλι του και ακολούθησε τον φίλο του μέσα στη βροχή και το κρύο της απριλιάτικης νύχτας. Και οι δύο ήλπιζαν, ότι κάπου εκεί κοντά θα υπήρχε ένα ίντερνετ καφέ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Ξέσπασμα. Μαρμπέγια. 6-7 Απριλίου 2004. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ο ήλιος βυθιζόταν στα νερά της Μεσογείου, που πλέον είχαν αρχίσει να παίρνουν το σκούρο χρώμα του ουρανού. Το πασέο Μαρίτιμο, η οδός κατά μήκος της παραλίας, είχε ήδη ζωντανέψει. Ο Κόλιν με μια μπύρα στο χέρι βόλταρε, μισοθλιμμένος, μισομεθυσμένος – καθώς το μίνι μάρκετ του στενού είχε αποδειχτεί… πολύ χρήσιμο - με μια κάποια όρεξη να γλεντήσει, άλλα και ταυτόχρονα να πάει να κρυφτεί στο δωμάτιο, συνεχίζοντας το προσωπικό του πάρτυ με αλκοόλ που είχε στήσει από νωρίς. Του φάνηκε ότι είδε εκείνη την κοπέλα, κάπου στην παραλία με κάποιους άλλους μαζί. Την Έλενα, την πόρνη. Δεν ήταν σίγουρος, οπότε προτίμησε να συνεχίσει τον δρόμο του, προσέχοντας παράλληλα να μην τον δει εκείνη, αν όντως ήταν αυτή που υποψιαζόταν. Τελείωσε μονορούφι την υπόλοιπη μπύρα του και του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Σκέφτηκε να πάει πάλι στο Πουέρτο Μπανούς, αυτή τη φορά με το λεωφορείο, για να συνεχίσει μέχρι τελικής πτώσεως, το γλέντι. Ε, και τι έγινε; σκέφτηκε. Το πολύ πολύ να με μαζέψουν και να με κουβαλήσουν πίσω στο ξενοδοχείο. Δε θα πληρώσω και ταξί... Η ιδέα του τον χαροποίησε ιδιαίτερα και έτσι αποφάσισε να την πραγματοποιήσει. Πρώτα θα πήγαινε να πιει μια-δυο ή και τρεις μπύρες σ’ένα από τα μπαράκια με τάπας που υπήρχαν άφθονα στην παραλία και μετά, βουρ για την κόλαση! Έκλεισε το κινητό. Δεν είχε καμία όρεξη να τον πάρει ο Καρλ, πιθανότατα ευτυχισμένος με την κοπέλα του και να τον καλούσε να πάει μαζί τους, σε περίπτωση που οι δυο τους πήγαιναν κάπου τη νύχτα. Με τίποτα! Εννέα παρά τέταρτο, και ο Καρλ αγχωμένος και ιδρωμένος έβαζε τις τελευταίες πινελιές στην εμφάνισή του. Είχε φορέσει ένα υφασμάτινο μπεζ παντελόνι, ένα άσπρο πουκάμισο και τα μαύρα αθλητικά που είχε φέρει μαζί του. Κοιταζόταν με δυσπιστία στον καθρέφτη. Κάτι πάνω του δεν του άρεσε. Θα ήθελε να είχε φέρει κάτι καλύτερο να φορέσει, άλλα δεν περίμενε ότι θα του χρειαστεί πραγματικά. Κοίταξε ξανά το ρολόι. Αναστέναξε. Έξω είχε σουρουπώσει, μα και πάλι δεν ήταν ακόμα αρκετά σκοτεινά. Μα δε νυχτώνει ποτέ εδώ, σκέφτηκε. Στην Αγγλία θα ήταν ήδη νύχτα τώρα… Άνοιξε το κινητό του και έστειλε ένα μήνυμα στον Κόλιν. Του έγραψε ότι φεύγει κι αν τον χρειαστεί κάτι, μπορεί να του στείλει μήνυμα. Σκέφτηκε ότι μπορεί να του έστελνε κι εκείνος, για να του προτείνει έρθει μαζί τους, αν η βραδιά συνεχιζόταν κάπου αλλού. Δεν τον ενθουσίαζε και πολύ η ιδέα και στην πραγματικότητα, δεν φανταζόταν οτιδήποτε διαφορετικό από μια βραδιά με την κοπέλα των ονείρων του, μόνο οι δυο τους. Για λόγους ευγενείας και μόνο, όμως, όφειλε να ενημερώσει τον φίλο του. Εξάλλου, για να μην έχει εμφανιστεί καθόλου, ως τώρα, στο δωμάτιο μάλλον έχει τα δικά του σχέδια γι’ απόψε, αναλογιζόταν ο Καρλ. Κατέβηκε, σχεδόν τρέχοντας, τις σκάλες και άφησε το κλειδί στη ρεσεψιόν, βγάζοντας τον χάρτη του για να τσεκάρει για άλλη μια φορά την διαδρομή μέχρι την μικρή πλατεία που φιλοξενούσε το Δημαρχείο. Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει. Δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, παρά να βρεθεί με την Άνα. Η προοπτική της επανάληψης της ονειρεμένης βραδιάς που είχε ζήσει, τον τρέλαινε. Σιγά-σιγά έσβηνε εντελώς από το μυαλό του η ιδέα του να σκεφτεί την περίπτωση να γυρίσει πίσω στην Αγγλία. Δεν μπορούσε να φύγει πλέον. Εδώ με την Άνα. Πουθενά αλλού. Για πάντα. Το μυαλό του δούλευε… υπερωρίες, με μοναδικό θέμα, εκείνη… Ήπιε τρεις μεγάλες μπύρες. Τρεις jarras. Τρεις ή τέσσερις; Του φάνηκε ότι πλήρωσε πολλά. Tα τάπας ήταν πεντανόστιμα, άλλα δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς ήταν και πόσα έφαγε. Τον ενοχλούσε ο κόσμος που τον στρίμωχνε στο μικρό μπαράκι. Ένιωθε σαν σαρδέλα σε κονσέρβα. Τι διάολο ρε; Πάρτυ έχει σήμερα; Κοιτούσε τις κοπέλες. Δεν τις πλησίαζε, απλά τις κοιτούσε. Ακόμα κι αυτές που συνοδεύονταν. Αυτό ήταν επικίνδυνο. Φλέρταρε επικίνδυνα, με τους μπελάδες. Στην Αγγλία συνέβαιναν πολλά και διάφορα στις παμπ. Μεγάλοι τσακωμοί ξεκινούσαν από ασήμαντη αφορμή και ήταν κάτι συνηθισμένο. Εκεί όμως, ήταν μια άλλη χώρα. Δεν ήξερε πως αντιδρούν οι ντόπιοι σε ανάλογα περιστατικά. Μια ξανθιά κοπέλα τον κοίταζε. Δεν ήξερε αν της άρεσε ή τον κοιτούσε αυθόρμητα, καθώς ένιωθε το πρόσωπό του κόκκινο από το ποτό. Το συνήθιζε να κοκκινίζει, όταν έπινε πολύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν μεθυσμένη ή τον φλέρταρε με το βλέμμα της. Της χαμογέλασε και άρπαξε ένα πιατάκι με μεζεδάκια που προορίζοταν για άλλους. Ο μπαρμαν του έφτυσε κάτι μισόλογα σε έντονο ύφος, που ο Κόλιν ούτε κατάλαβε τι σήμαιναν. Δεν είχε ακόμα εξοικιωθεί με την ανδαλουσιανή προφορά των ντόπιων… Είχε πληρώσει ήδη τον λογαριασμό και η σκέψη ότι τώρα θα τον θεωρούσαν ‘κλέφτη’ τον εξόργισε. Πέταξε στην μπάρα ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Ίσως να ήταν και λίρες γιατι, για έναν περίεργο λόγο, κουβαλούσε ακόμα στις τσέπες του τις λίρες που εκεί, του ήταν άχρηστες. «Κράτα τα ρέστα, βλάκα…» μονολόγησε στα αγγλικά γυρνώντας τη πλάτη του. Έφυγε βιαστικά σπρώχνοντας έναν-δυο άντρες που ήταν στη μεριά του και κάποιους μπροστά στην πόρτα. Εκείνοι τον έβρισαν. Κάποιος κινήθηκε για να του ζητήσει τον λόγο, άλλα τον τράβηξε πίσω η παρέα του. «Άσ’τον, είναι μεθυσμένος!», έλεγαν στη γλώσσα τους. Ο Κόλιν ήταν πράγματι, μεθυσμένος… Στεκόταν μπροστά από το μικρό συντριβάνι. Έλαμπε. Φορούσε ένα στενό τζιν, ψηλές γόβες κι ένα λευκό - πολύ λεπτό - μπλουζάκι, το οποίο συνδύαζε με ένα επίσης λεπτό και κοντό ζακετάκι κι ένα πολύ μοδάτο κολιέ. Τα μακριά καστανόξανθα μαλλία της έλαμπαν με το φως των παλιών φαναριών της πλατείας. Ο Καρλ την είδε από μακριά και έχασε… αρκετούς χτύπους από την καρδιά του. Πριν ξεχάσει εντελώς να αναπνεύσει, την χαιρέτησε. Η Άνα του ανταπέδωσε. Μόλις πλησίασε αρκετά την αγκάλιασε και την φίλησε σαν να μην υπήρχε αύριο. Σαν να ήταν το τελευταίο φιλί τους. «Είσαι… Είσαι… μια κούκλα! Πανέμορφη!» Το είπε σχεδόν κοκκινίζοντας. Δεν είχε συνηθίσει να δίνει κομπλιμέντα, άλλα τώρα οι λέξεις έμοιαζαν φτωχές… «Σ’ευχαριστώ μωρό μου. Είσαι πολύ γλυκός» κατάφερε να ψελλίσει η Άνα, μόλις απελευθερώθηκε από την αγκαλιά του. «Είσαι υπέροχη μωρό μου. Ειλικρινά, νιώθω τόσο ευτυχισμένος που είμαστε εδώ μαζί. Που είσαι μαζί μου». Τα λόγια του Καρλ συγκίνησαν την Άνα. Δεν είχε συναντήσει ξανά άντρα να την λατρεύει τόσο. Ένιωθε τόσο χαρούμενη και ολοκληρωμένη. Εκείνη την στιγμή, όλα ήταν στη θέση τους. Όπως έπρεπε να είναι στη ζωή της. Ίσως και να ήταν πολύ τυχερή τελικά. «Αγάπη μου, έχω μια πρόταση», του είπε γεμάτη λαχτάρα και πρόκληση. «Ό,τι θέλεις. Σ’ ακούω. Απόψε θα κάνουμε ό,τι θέλεις εσύ.» «Πάμε σπίτι μου πρώτα… Εκεί θα σου πω την πρόταση μου. Όχι εδώ». Του έκλεισε το μάτι χαμογελόντας. Ο Καρλ ενθουσιάστηκε. Ήταν ήδη στα ουράνια. Δεν χρειαζόταν να ακούσει καμία απολύτως πρόταση. Χαμογέλασε με ένα πλατύ και αληθινό χαμόγελο ευτυχίας και της άρπαξε σφιχτά το χέρι, τυλίγοντας τα δάχτυλά του στα δικά της. «Vamos mi amor!» ψιθύρισε στο αυτί της. Ούτε κατάλαβε πως έφτασε εκεί. Δεν θυμόταν καν, που ήταν η σωστή στάση του λεωφορείου για το Πουέρτο Μπανούς κι έτσι κάλεσε το πρώτο ταξί που αντίκρυσε και έκατσε αποκαμωμμένος στη θέση του συνοδηγού. Ανέφερε τον προορισμό του με βρετανική προφορά και δεν έβγαλε μιλιά μέχρι το τέλος. Ο οδηγός δεν είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα μ’ έναν τύπο που έδειχνε από μακριά πόσο μεθυσμένος ήταν. Πόσα πλήρωσα; Πολλά ήταν. Απατεώνες! Η σκέψη του είχε κολλήσει… Τρέκλιζε κατευθυνόμενος από την λεωφόρο, προς το μέρος που θυμόταν ότι είχε τις πολλές παμπ και τα κλαμπ. Τον σταμάτησαν δύο κοπέλες που ψώνιζαν πελάτες, κάτι συνηθισμένο για το μέρος εκεί. Ο Κόλιν νευρίασε. Τις απώθησε βίαια και η μία τον έβρισε. «Hijo de puta.» Ήξερε τι σημαίνει. Σκέφτηκε να την βρίσει κι αυτός, να την χτυπήσει. Προς στιγμήν έβραζε από μίσος γι’ αυτήν. Έλενα παλιοπόρνη, με βρίζεις; Γιατί; Επειδή δε σου κάθησα; Θα δεις… Με το μίσος να σουβλίζει το μυαλό του, γύρισε πίσω για να την βρει. Οι κοπέλες είχαν φύγει όμως. Κοίταξε γύρω… Δεν υπήρχαν πουθενά. Μια άλλη, μεγαλύτερη γυναίκα, πήγε να τον πλησιάσει. Όταν τον είδε, όμως, έκανε αμέσως πίσω. Δεν πάνε με μεθυσμέν; Ούτε οι πόρνες; Η σκέψη τον διασκέδαζε και τον πονούσε ταυτόχρονα. Είδε μια παμπ. Δεν θυμόταν αν ήταν η ίδια που είχε πάει το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα ήταν κάτι σαν ντισκοτέκ. Τέλειο μέρος, σκέφτηκε. Όλα είναι εδώ. Μπήκε σχεδόν παραπατώντας και κατευθύνθηκε στη μπαρα. Η μπαργούμαν του φάνηκε Αγγλίδα. Παρήγγειλε μια Γκίνες στα αγγλικά. Ζήτησε ξηρούς καρπούς, ξανά στα αγγλικά. Η μπαργούμαν, του απάντησε στην ίδια γλώσσα, ότι δεν είχε. Άρα ήταν Αγγλίδα. Της χαμογέλασε, σχεδόν προκλητικά, άλλα η κοπέλα ούτε τον κοίταξε. Στράφηκε σε μια παρέα που είχε ήδη σταθεί στη μπάρα για να παραγγείλει. Δεν σας αρέσει κάποιος που έχει πιει; Φοβάστε τους μεθυσμένους; Εσείς είστε καλύτεροι; Δεν πίνετε ποτέ; Σας μισώ όλους! Στην δεύτερη ή τρίτη γουλιά, ο Κόλιν άρχισε να θολώνει. Ένιωθε τον μικρό εσωτερικό ‘ανεμοστρόβιλο’ που ξεκινάει από τα πόδια και ανεβαίνει προς τα πάνω. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχε υπερβεί τα όρια αντοχής του στο αλκοόλ. Η αίσθηση του φάνηκε γνώριμη, άλλά πάντα ήταν δυσάρεστη. Και κάπως… ευχάριστη ταυτόχρονα. Γέλασε μόνος του και ξανασηκωσε το ποτήρι του για να πιει την υπόλοιπη μπύρα. Παρήγγειλε άλλη μία. Ζήτησε κι ένα Τζέιμσον. Η σερβιτόρα τον κοίταξε απορρημένη και άρπαξε απότομα το άδειο ποτήρι του για να το γεμίσει. Ο Κόλιν ζήτησε και κοκα κόλα στο ουίσκι του. Απέναντι χόρευαν μερικές ξανθιές κοπέλες. Σίγουρα Αγγλίδες. Τις κοιτούσε χαμογελώντας και πίνοντας, μια από την μπύρα και μια από το ουίσκι. Ο ανεμοστρόβιλος δυνάμωνε… Έκλεισε το ένα μάτι για να τις δει κάπως πιο καθαρά μέσα στην θολούρα και την δίνη που τον έπνιγε. Δεν γύρισε καμία να τον κοιτάξει. Πήρε το ποτήρι με τη μπύρα και πλησίασε την πρώτη που στεκόταν μόνη της, χωρίς να χορεύει. Εκείνη τον κοίταξε κάπως ενοχλημένη. Κι εσύ με φοβάσαι, έτσι; Δεν της το είπε δυνατά, απλά την κοίταζε και της χαμογελούσε. Καμία ανταπόκριση. Συνέχισε στην άλλη που χόρευε, κάνοντας την ίδια κίνηση και προσπαθώντας να χορέψει μαζί της. Της έχυσε λίγη από τη μπύρα του στη μπλούζα της. Η νεαρή κοπέλα του είπε κάτι απότομα, και έφυγε μακριά του, κοιτάζοντάς τον με αποστροφή. Σκύλα! Πήγε στο μπαρ, άφησε την μισοτελειωμένη μπύρα και ήπιε σαν σφηνάκι το υπόλοιπο ουίσκι. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Του έπεσε κάτω. Με δυσκολία το μάζεψε, βρίζοντας. Ήταν κλειστό. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον κωδικό του. Εγκατέλειψε γρήγορα τη προσπάθεια και το ξανάβαλε στη τσέπη του. Πλήρωσε και έφυγε παραπατώντας. Πολλά έδωσα. Με έκλεψε η σκύλα. Πόσα ήπια; Δεν μου έδωσε ρέστα; Οι σκέψεις τον τρέλαιναν… Μπήκε στην ντισκοτέκ που ήταν δίπλα. Η μουσική ήταν εκκωφαντική. Ο κουστουμαρισμένος , μυώδης άνδρας στην πόρτα τον αγριοκοίταξε, άλλα δεν τον εμπόδισε να μπει. Σπρώχνοντας και ακούγοντας βρισιές, κατευθύνθηκε στην πιο κοντινή μπάρα που είδε. Ζήτησε ένα Τζέιμσον και κόκα κόλα. Ο ανεμοστρόβιλος είχε γίνει τυφώνας… Ζούσε το όνειρό του. Το όνειρό τους. Την είχε στην αγκαλιά του και την ένιωθε τόσο ζεστή. Μύριζε υπέροχα. Λεβάντα και μέλι. Ήλιο και θάλασσα. Ο Θεός Ήλιος στην αγκαλιά μου, σκεφτόταν… Η Άνα τον κοιτούσε στα μάτια. Κάνοντας μια απότομη κίνηση, τον φίλησε γλυκά στα χείλη, ύστερα γύρισε από την άλλη, σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Ήταν πολύ καλύτερα από την πρώτη τους φορά. Το είχε απολαύσει όσο και ο Καρλ. Ή χημεία τους πια ήταν κάτι παραπάνο από τέλεια, κι ας γνωρίζονταν τόσο λίγο. Θα μπορούσαν να μείνουν εκεί, να κάνουν έρωτα όλη τη νύχτα, και το επόμενο πρωί, άλλα η πρόταση της, περιλάμβανε και έξοδο στην πόλη. Περιλάμβανε και τον φίλο του Καρλ, τον Κόλιν. Η Άνα επέμενε ότι δεν ήταν σωστό να γίνει η αιτία, να χωρίσουν οι δύο κολλητοί φίλοι στο ταξίδι που έκαναν για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους. Δεν θα ήταν εντάξει με τον εαυτό της, αν το άφηνε να συμβεί. Ο Καρλ συμφώνησε με βαριά καρδιά. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να περάσουν αυτό το βράδυ μαζί, άλλα μπορούσε να κατανοήσει αυτό που του ζητούσε η Άνα και - εν μέρε ι- ένιωθε και άσχημα από την εικόνα του Κόλιν, που είχε δει νωρίτερα στο καφέ. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο και αυτό το βράδυ. Άλλωστε μαζί είχαν έρθει, μαζί θα περνούσαν τις διακοπές και μαζί θα έφευγαν. Αν και για το τελευταίο, δεν ήταν και τόσο σίγουρος… «Αγάπη μου πάρ’τον τηλέφωνο και πες του που θα είμαστε». Η Άνα σχεδόν το απαίτησε. «Εντάξει γλυκιά μου, ανοίγω το κινητό και τον παίρνω». Ο Καρλ υπάκουσε. Δεν ήθελε να τους ενοχλήσει κανείς όσο θα ήταν μαζί, και έτσι είχε κλείσει το κινητό του. Απογοητεύτηκε λίγο που άλλαζαν τα σχέδιά του, άλλα εκείνο το βράδυ θα έκανε τα πάντα για να μην χαλάσει το χατίρι της Άνα. Της το είχε υποσχεθεί αυτό, άλλωστε. Άνοιξε και πήγε κατευθείαν στις πρόσφατες κλήσεις. Άρχιε να τον καλεί, άλλα στην άλλη άκρη μια φωνή τον ενημέρωνε, στα αγγλικά, ότι το τηλέφωνο ήταν απενεργοποιημένο. «Μωρό μου δεν το σηκώνει, θα του στείλω μήνυμα, μήπως το δει. Μπορεί να το έχει κλειστό. Θα του πω που ακριβώς θα είμαστε και αν το δει… ελπίζω να έρθει». Μέσα του ήλπιζε να μην το δει ποτέ ο Κόλιν. Να μην άνοιγε το κινητό καθόλου αυτή την βραδιά. Πάντως, με τον εαυτό του τα είχε καλά τώρα. Έκπλήρωσε την υποχρέωσή του σαν φίλος και του έστειλε μήνυμα. Έκανε και το χατήρι της Άνα. Έστειλε ένα σύντομο μήνυμα και κινήθηκε προς το μέρος της. Την αγκάλιασε σφιχτά και την παρέσυρε μαζί του στο κρεβάτι. Η Άνα γέλασε δυνατά και τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά. Πονούσε ολόκληρος. Από τα νύχια του ποδιού του, μέχρι την τελευταία τρίχα στη κορυφή του κεφαλιού του. Το στομάχι του ανακατεύοταν και το ποτό γύριζε μέσα του, παρόλο που - αν θυμόταν καλά - πριν λίγο είχε κάνει εμετό. Ο ‘τυφώνας’ τον είχε γονατίσει, άλλα αυτό που πονούσε περισσότερο ήταν το κεφάλι του από τα χτυπήματα. Κλωτσιές ή μπουνιές ήταν αυτά όλα; Προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί… Παρατήρησε ότι είχε αίματα στο μπλουζάκι του και στις παλάμες του, στα σημεία που είχε αγγίξει το κεφάλι του, ενώ το ένα μανίκι ήταν σχισμένο από τον ώμο. Είχε φάει ξύλο. Δεν θυμόταν όμως, την αιτία. Έβρισα κανέναν; Μήπως πείραξα κάποια πόρνη; Την Έλενα; Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ήταν ακουμπισμένος σε ένα παγκάκι, λίγο πιο μακριά από την ντισκοτέκ που είχε πάει, το τελευταίο μέρος που θυμόταν τουλάχιστον, λίγο πιο καθαρά, πριν σβήσουν τα πάντα… Σκέφτηκε ότι μάλλον θα είχε λιποθυμήσει. Πόσα πλήρωσα; Άφησα λεφτά ή όχι; Έβαλε το χέρι στην τσέπη του. Έβγαλε 2 κέρματα μόνο. Με έκλεψαν. Με έκλεψε αυτός στο μπαρ. Μου πήρε ό,τι είχα! Δεν ήπια τόσο πολύ… Ή με έκλεψαν μετα; Όταν με… χτυπούσαν; Άρχισε να κλαίει. Οι περαστικοί απλά τον κοιτούσαν με αποστροφή και συνέχιζαν τον δρόμο τους. Κανείς δεν τον πλησίαζε για να τον βοηθήσει. Το φανελάκι του ήταν γεμάτο εμετό. Το σακάκι του έλειπε. Μπάσταρδοι! Μου το πήραν! Το σακάκι μου.. Για καλή του τύχη, είχε ακόμα πάνω του, το κινητό του. Το έβγαλε από την τσέπη του. Κλειστό. Το άνοιξε, άλλα δεν θυμόταν τον κωδικό. Τον είχε αλλάξει πρόσφατα όταν νόμιζε ότι τον είχε δει κάποιος στο κολλέγιο. Δεν είχε χρειαστεί να το κλείσει από τότε και τώρα δεν τον θυμόταν. Δεν τον θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα. Η σκέψη τον έκανε να δακρύσει ξανά… Σηκώθηκε καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια. Δεν είχε ιδέα πως θα γυρνούσε πίσω, στο δωμάτιο χωρίς λεφτά. Σκουπίστηκε όσο μπορούσε ώστε να μην φαίνονται τα αίματα, σήκωσε τα μανίκια, για να μην ξεχωρίζει το σκισμένο και άρχισε να ψάχνει την στάση των λεωφορείων. Είχε 2 ευρώ πάνω του. Ήλπιζε ότι το εισιτήριο δεν θα κόστιζε παραπάνω. Θα περίμενε όσο χρειαζόταν για να έρθει το πρώτο πρωινό λεωφορείο και θα πήγαινε γραμμή για το δωμάτιο να πλυθεί και να κοιμηθεί. Να κοιμηθώ και να συνέλθω. Δεν θέλω να με δει έτσι αυτός. Μακάρι να κοιμήθηκε στο σπίτι της γκόμενας. Μακάρι! Έκατσε κάτω από την στάση, ευχόμενος να είναι η σωστή και περίμενε υπομονετικά. Τι διάβολο μου συμβαίνε; Σιχάθηκε τον εαυτό του και δάκρυα κύλησαν ξανά στα μάτια του. Σιχάθηκε τα πάντα. Συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν αυτή η ζωή που ήθελε να κάνει. Δεν ήταν αυτό, το όνειρό του. Δεν ήταν καν ο εαυτός του πια… Το λεωφορείο ήρθε λίγη ώρα μετά. Ήταν άδειο και έτοιμο να υποδεχτεί τον κόσμο που επέστρεφε στη Μαρμπέγια. Είχαν μαζευτεί αρκετοί. Οι περισσότεροι μεθυσμένοι. Μερικοί έδειχναν να κοιτάνε τον Κόλιν. Στην κατάσταση που ήτανε άλλωστε, προκαλούσε τα βλέμματα, χωρίς όμως κάποιος να τον πλησιάζει. Ήταν κι αυτός μεθυσμένος, άλλα δεν ήταν χαρούμενος, ούτε τραγουδούσε όπως οι περισσότεροι αναψοκοκκινισμένοι τουρίστες, που φώναζαν και πείραζαν τις κοπέλες, όση ώρα περίμεναν το λεωφορείο. Εκείνος πονούσε. Ήταν χτυπημένος. Τον είχαν δείρει και τον είχαν κλέψει στο τελευταίο μέρος που είχε βρεθεί. Του είχαν πάρει τα λεφτά και το σακάκι του. Ίσως και να είχε ξοδέψει όλα τα λεφτά του, δεν θυμόταν άλλωστε καθαρά, άλλα το σακάκι σίγουρα δεν το είχε ξεχάσει. Σίγουρα του το είχαν πάρει, μετά… Δεν θυμόταν τίποτα. Τον τρομοκρατούσε το μεγάλο μπλακ-αουτ που είχε συμβεί στο μυαλό του. Θα μπορούσαν να τον είχαν σκοτώσει. Θα μπορούσε ο ίδιος να είχε σκοτώσει κάποιον. Η σκέψη αυτή τον παρέλυσε… Εδωσε τα δύο ευρώ στον οδηγό, χωρίς να δει αν είχε ρέστα ή μήπως δεν έφταναν και κινήθηκε βιαστικά προς μια από τις τελευταίες θέσεις του λεωφορείου, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, προσπαθώντας να κρύψει τα λεκιασμένα από τον εμετό και σχισμένα ρούχα του. Η διαδρομή ήταν μαρτύριο. Το στομάχι του ήταν έτοιμο σε κάθε στροφή να βγει από το στόμα του. Λίγη ώρα μετά, έφτασε στην Μαρμπέγια και κατέβηκε μία στάση περίπου πριν απ’ αυτήν που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο του. Ήθελε να περπατήσει λίγο στην παραλιακή οδό, να νιώσει την ψύχρα της θάλασσας και το δροσερό πρωινό αεράκι που θα ανακούφιζε λίγο τους πόνους του και το μεθυσμένο του κεφάλι. Ήταν 6 το πρωί. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε ώστε να μην ξυπνήσει τον Καρλ, η απογοήτευση ήταν μεγάλη. Ήταν μόνος. Ο Καρλ προφανώς είχε μείνει στην κοπέλα. Είχαν κοιμηθεί μαζί αναλογίστηκε με πίκρα… Αντί να νιώσει ανακούφιση που ο καλύτερος φίλος του δεν θα τον έβλεπε σ’αυτήν την κατάσταση, ο Κόλιν ένιωσε θλίψη. Έκαναν σεξ το βράδυ. Κοιμήθηκαν μαζί. Ήθελε σχεδόν, να κλάψει με τη σκέψη. Τα πάντα ήταν χάλια εκείνη τη στιγμή. Ήθελε όσο τίποτα, να φύγει τώρα κι όλας και να γυρίσει πίσω στο Κόβεντρι. Δεν θα άντεχε να περάσει ένα ακόμα βράδυ εδώ, σ’ αυτό το καταραμένο μέρος. Απογοητευμένος και ταλαιπωρημένος, μπήκε στο μπάνιο για να πλυθεί. Το ξεραμένο αίμα έφυγε δύσκολα, ενώ το χλιαρό νερό που κυλούσε έδιωχνε σιγά-σιγά την θολούρα και την ζαλάδα από το μεθύσι. Βγαίνοντας για να σκουπιστεί, έψαξε στο δωμάτιο, μήπως είχε μείνει κάτι για να φάει από τα σνακ που είχε αγοράσει το βράδυ από το μίνι μάρκετ με τις μπύρες. Δεν βρήκε τίποτα. Στη σκέψη της μπύρας ένιωσε το στομάχι του να γυρίζει. Ήπιε όσο νερό είχε απομείνει από ένα πλαστικό μπουκαλάκι και έψαξε στην βαλίτσα του. Ψάχνοντας σε κάθε τσέπη για πιθανό απομεινάρι τροφής, βρήκε ένα χαρτί. Το άνοιξε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Είχε γράψει τον νέο κωδικό για το κινητό του. Έτρεξε να το πάρει από την τσέπη του παντελονιού του και να το ανοίξει. Είχε τρεις εισερχόμενες κλήσεις. Καρλ. Δύο μηνύματα. Πάλι από τον Καρλ. Ένα στις 11.20 το βράδυ που τον προσκαλούσε σ’ένα μπαράκι όπου ήταν με την Άνα και τον περίμεναν να έρθει να πιούμε κάμια μπύρα και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε. Το άλλο ήταν στις 3:12. Ρε φίλε μας έχεις τρομάξει. Άνοιξε το κινητό και στείλε μου τουλάχιστον, ότι είσαι καλά. Είμαι στην Άνα. Θα μείνω εκεί το βράδυ. Το πρωί θα ‘ρθω να πάμε για καφέ. Στείλε μου ότι είσαι καλά. Ανησυχούμε. Καληνύχτα. Πέταξε το κινητό στο κομοδίνο και ξάπλωσε με κόπο στο κρεβάτι. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι, τώρα που χαλάρωνε. Το κεφάλι του ήταν σαν να ζύγιζε χίλια κιλά. Γύρισε πλευρό, ώστε να μην ζαλίζεται τόσο, σκέπασε το κεφάλι του με την κουβέρτα και ξέσπασε σε κλάματα. Όλα έχουν γαμηθεί, σκέφτηκε, ενώ τα δάκρυα μούλιαζαν το μαξιλάρι και το πνιχτό, βουβό κλάμα του έκανε την τέλεια αντίθεση με τον καταγάλανο πρωινό ουρανό και τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, που έμπαιναν από τις γρύλιες του παραθύρου, κατευθείαν πάνω του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted August 10, 2014 Author Share Posted August 10, 2014 (edited) ενα ακομα κεφαλαιο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 Το Καλοκαίρι. Κάδιθ. Αύγουστος 2004. Κόλιν και Καρλ. Ζέστη. Πολύ ζέστη… O Κόλιν ανάσανε βαριά, σκουπίζοντας με το πίσω μέρος της παλάμης του το ιδρωμένο του μέτωπο. Ένιωθε να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Θα μπορούσε να το ονομάσει, ένα… μικρό πολιτιστικό σόκ, αν μπορούσε να το περιγράψει. Είχε βρεθεί από τους είκοσι, περίπου, βαθμούς του Κόβεντρι, στους 35 – ή και 40 – της Ανδαλουσίας. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να βουτήξει στη θάλασσα, αμέσως με το που θα έφτανε στην πόλη. Με το κεφάλι. Έτσι όπως είμαι, μαζί με… τη βαλίτσα μου. Ο Κόλιν πλησίαζε στο Κάδιθ, με το λεωφορείο που είχε πάρει, έξω από το αεροδρόμιο του Χερέθ, του πιο κοντινού αεροδρομίου προς τον προορισμό του. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ανησυχούσε για το πώς θα έβρισκε τον Καρλ. Στο τηλέφωνο, άλλα και στα μηνύματα που είχαν ανταλλάξει, ο φίλος του ακουγόταν σαν… ζωντανός - νεκρός. Σαν ζόμπι… σκεφτόταν μελαγχολικά… Του φάνηκε δικαιολογημένο να είναι σ’ αυτή την κατάσταση ο φίλος του. Αναλογίστηκε ότι κάπως έτσι θα περίμενε να είναι, κάποιος που έχασε την μοναδική αγάπη της ζωής του, λίγο καιρό μετά αφού την είχε βρει. Σκέφτηκε, ότι δεν θα θελε να του συμβεί ποτέ αυτό. Η σκέψη αυτή τον μελαγχόλησε ακόμα περισσότερο. Δεν ήξερε πώς να του φερθεί και σίγουρα, δεν μπορούσε να ξέρει αν ο Καρλ θα είχε κέφι για διακοπές, χαλάρωση και διασκέδαση. Δεν είχε καταλάβει καλά όλα όσα του είχε πει από το τηλέφωνο, όταν επιτέλους κατάφερε να τον βρει και να μιλήσουν. Του είχε εκφράσει κάτι που έμοιαζε με παράπονο, ότι εκείνη τον άφησε ή την είχε αφήσει ο ίδιος, καθώς ο Κόλιν δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τα ακριβή λόγια του φίλου του. Επίσης του είχε μιλήσει για έναν μεγάλο τσακωμό. Είχε αναφέρει για τα απρόσμενα σκαμπανεβάσματα της ψυχολογίας της Άνα, που έδειχναν ένα κυκλοθυμικό άτομο, που την μία μέρα μπορούσε να είναι μεσα στη καλή χαρά και την άλλη δεν μιλιόταν από την κακή διάθεση. Αυτό όμως, που είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στον Κόλιν, ήταν η αναφορά του Καρλ σε έναν άντρα που εμφανίστηκε από το παρελθόν της Άνα και μάλλον, είχε παίξει ρόλο στο να φτάσουν στο διαφαινόμενο τέλος… Κάποιος Ντέιβιντ ή Νταβίντε. Ο Κόλιν δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς το όνομα του. Κι ο ίδιος, άλλωστε, δεν είχε και τις καλύτερες αναμνήσεις από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στην Ισπανία... Είχε γυρίσει στην Αγγλία μόνος του και με πολύ άσχημη ψυχολογία. Οι διακοπές τους στην Μαρμπέγια, είχαν πάει εντελώς στραβά. Δεν είχε περάσει καθόλου καλά, σε αντίθεση με τον φίλο του, βέβαια. Ο Καρλ είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Άνα και αυτός ήταν ο λόγος να πάρει την μεγαλύτερη απόφαση στην ζωή του. Να παρατήσει το κολλέγιο, να μείνει στην Ισπανία μαζί της και έτσι, να μην πάρει ποτέ το πτυχίο του. Πόσο λάθος… σκεφτόταν τώρα ο Κόλιν… Παραδεχόταν ότι ίσως να έκανε το ίδιο κι εκείνος ,άλλα τώρα με το πτυχίο στο γραφείο του και την προοπτική των περαιτέρω σπουδών, εκεί στην Ισπανία, άλλα και μιας, πολλά υποσχόμενης καριέρας, ένιωσε αρκετά ικανοποιημένος που, τελικά, διάλεξε αυτό τον δρόμο. Αυτό βέβαια, δεν σήμαινε ότι ο Καρλ είχε πράξει λάθος. Μπορεί εκ των υστέρων να αποδείχτηκε άτυχη η επιλογή του, άλλα ο Κόλιν πίστευε ότι αν βρισκόταν στο ίδιο δίλημμα με τον καλό του φίλο, μάλλον κι εκείνος θα είχε διαλέξει τον ίδιο δρόμο. Τον δρόμο της καρδιάς. Σε κάποιο μήνυμα, ο Καρλ του είχε αναφέρει ότι ζούσε σε έναν… φάρο. Αυτό, είχε φανεί στον Κόλιν, πολύ περίεργο και αλλόκοτο. Συνάμα όμως, τον έκαιγε η περιέργεια να δει αν αυτό ήταν όντως, αλήθεια. Σε κάποιο άλλο μήνυμα, ο Κόλιν του είχε προτείνει να πάνε στη Σαλαμάνκα, ‘έστω για μια ημέρα’ ώστε να δούνε την πόλη, της οποίας το πανεπιστήμιο είχε επιλέξει ο ίδιος για τις σπουδές στο μεταπτυχιακό του. Τώρα όμως του φαινόταν κακή ιδέα. Αφενός η Σαλαμάνκα ήταν αρκετά μακριά από το Κάδιθ - όπως διαπίστωνε και στον χάρτη – αφ’ετέρου δεν ήταν σίγουρος κατά πόσο ο Καρλ θα είχε την όρεξη και την ψυχολογική αντοχή για ένα ταξίδι. Αποφάσισε ότι θα έκανε την προσπάθεια να του το προτείνει, αρκεί να τον έβλεπε με κάπως καλύτερο κέφι, απ’ ότι τον είχε ακούσει στο τηλέφωνο. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει, όταν έφτασε ο Κόλιν στην πόλη και ο ήλιος έκαιγε πάνω από το κεφάλι το. Σε μια πόλη όπως το Κάδιθ, με τόσες πολλές ώρες ηλιοφάνειας , ο καυτός ήλιος του Αυγούστου φάνταζε ανυπόφορος. Ο Κόλιν κοίταξε γύρω του, άλλα ο Καρλ δεν είχε φανεί ακόμα. Το κινητό του είχε αποφορτιστεί εδώ και ώρα και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να βρει εκείνη τη στιγμή κάποια διαθέσιμη πρίζα για να το φορτίσει. Έτσι ήταν αναγκασμένος να περιμένει. Το ραντεβού ήταν δίπλα στον σταθμό των λεωφορείων κι έτσι ο Κόλιν δεν θα μπορούσε να το κουνίσει από εκεί, καθώς χωρίς κινητό θα ήταν αδύνατο να εντοπίσει ο ένας τον άλλον. Η αναμονή θα παρέτεινε κι άλλο το μαρτύριο της ζέστης, άλλα ο Κόλιν ήταν αποφασισμένος να περιμένει όσο χρειαστεί. Η ώρα περνούσε και ο Καρλ δεν είχε εμφανιστεί. Ο Κόλιν κοίταξε το ρολόι του. Ήταν σχεδόν μία. Αναστέναξε. Δεν θα μπορούσε να περιμένει για πολύ ακόμα. Έψαξε να βρει ένα μπαρ για να πιει ένα καφέ και να γλυτώσει λίγο από τον καυτό ήλιο. Μπαίνοντας μέσα στο κοντινότερο μπαρ που βρήκε, ώστε να μην απομακρυνθεί τελείως από το σημείο συνάντησης, η μυρωδιά της φρέσκιας μπύρας τον δελέασε ώστε να παραγγείλει ένα ποτήρι Κρουθκάμπο μαζί με μερικά τάπας για συνοδεία. Επέλεξε τα μεζεδάκια της αρεσκείας του και κάθισε στο τραπεζάκι με θέα τον δρόμο από τον οποίο, πιθανότατα, θα εμφανιζόταν ο Καρλ. Αν ποτέ το αποφάσιζε… Είκοσι περίπου λεπτά μετά, ο Καρλ εμφανίστηκε κατευθυνόμενος προς τα τείχη. Το θέαμα από μακριά ήταν θλιβερό. Ο Καρλ έμοιαζε με ζητιάνο. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμμένα και τα ρούχα του έδειχναν ρούχα τουλάχιστον τριών ημερών πάνω του. Άραγε να είχε τόσο καιρό να κάνει μπάνιο, σκέφτηκε ο Κόλιν… Η εικόνα αυτή τον σόκαρε και τον στεναχώρησε. Του κόπηκε κάθε διάθεση να συνεχίσει να πίνει την μπύρα του. Βγήκε, αμέσως έξω από το μπαρ και του φώναξε δυνατά. Ο Καρλ γύρισε βαριεστημένα και τον είδε. Τον χαιρέτησε και έκανε να έρθει προς το μέρος του. Ένα μηχανάκι παραλίγο να πέσει πάνω του. Ο οδηγός τον έβρισε στα ισπανικά και έφυγε πατώντας το γκάζι. Ο Καρλ ούτε που ενδιαφέρθηκε. Λίγα δευτερόλεπτα πριν παραλίγο να είχε τραυματιστεί άσχημα άλλα αυτό δεν έδειχνε να τον είχε προβληματίσει ούτε στο ελάχιστο. Ο Κόλιν τον κοιτούσε έκπληκτος με την ψυχραιμία που έδειχνε. Μάλλον, την αδιαφορία για τα πάντα που κινούνταν γύρω του. «Γεια σου ρε φιλαράκι…» Ο Καρλ μασούσε σχεδόν, τις λέξεις. Ένα αχνό χαμόγελο φαινόταν στο πρόσωπό του. Πάσχισε να δείξει ότι ήταν χαρούμενος. Δεν τα κατάφερε. «Γεία σου φίλε μου! Πως είσαι;» Ο Κόλιν προσπάθησε να δείξει λίγο παραπάνω ενθουσιασμό, άλλα η εμφάνιση του φίλου του τον είχε επηρρεάσει πολύ. «Καλά… Εε, συγνώμη που άργησα… Ξεχάστηκα…» «Κανένα πρόβλημα ρε φίλε. Δε πειράζει, εδώ αραχτός ήμουνα. Θες να κάτσουμε ή όχι;» «Όχι πάμε να φύγουμε. Πάμε στην παραλία…» «ΟΚ φίλε, πάμε…» Ο Κόλιν έβγαλε τα λεφτά, τα άφησε στο τραπέζι, δίπλα στο μισόαδειο ποτήρι με την μπύρα του και το πιατάκι με τις δύο κροκέτες, που είχε διαλέξει ο ίδιος και ακολούθησε, σχεδόν τρέχοντας, τον Καρλ. Σε όλη τη διαδρομή προς την παραλία ο Καρλ δεν έβγαλε λέξη. Κοιτούσε γαλήνια τον ωκεανό και έδειχνε να χάνεται… Ο Κολιν προσπαθούσε να του αποσπά την προσοχή με διάφορα θέματα, από τον καιρό, μέχρι τα ποδοσφαιρικά νέα στηνΑγγλία. Τον ενημέρωσε για την μεγάλη έκπληξη που είχε πετύχει η εθνική Ελλάδος στο Ευρωπαικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου περίπου ένα μήνα πριν, κατακτώντας το τρόπαιο, κάτι που έκανε τον Καρλ να δείξει ένα ελάχιστο, έστω ενδιαφέρον πριν ‘ξαναχαθεί’ με το βλέμμα στον ωκεανό. Ο Κόλιν συνέχισε, λέγοντας στον Καρλ ιστορίες και αστεία γεγονότα από την αποφοίτηση στο Κολλέγιο. Φάνηκε σαν να είχε χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο του Καρλ. Το βλέμμα του τσάκιζε σε κάθε αναφορά της αποφοίτησης. Έδειχνε σαν να είχε μετανιώσει για την απόφαση που πήρε. Παρ’όλα αυτά δεν έβγαζε κουβέντα από το στόμα του πέρα από κάποια τυπικά νεύματα με το κεφάλι του για να δείξει στον Κόλιν ότι πρόσεχε αυτά που του έλεγε. Όταν πια έφτασαν στην παραλία, μετά από πολύ περπάτημα και με τον καυτό ήλιο να τους έχει εξουθενώσει, ο Καρλ διάλεξε ένα σκιερό μπαράκι, πάνω σχεδόν στην άμμο και κάθησε δείχνοντας πολύ κουρασμένος και άυπνος. Ο Κόλιν ακολούθησε κι αυτός. Φώναξε τον σερβιτόρο στα ισπανικά, και παράγγειλε δυο μπύρες. Ο Καρλ πάντα πείραζε τον Κόλιν όταν αυτός μιλούσε ισπανικά, αλλά αυτή τη φορά έδειχνε να βρίσκεται κάπου αλλού. Κοιτούσε ατάραχα την θάλασσα μπροστά του. Ο Κόλιν ήθελε τόσο να σπάσει τον πάγο μεταξύ τους, άλλα δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο για να κάνει τον φίλο του να συμμετέχει στην κουβέντα και να ξεχαστεί από αυτά που τον βασάνιζαν. Κάποια στιγμή ο Καρλ άρχισε να μιλάει για τους μήνες που πέρασε στην Ισπανία, όταν ο Κόλιν έφυγε για το Κολλέγιο. Η κουβέντα ήρθε στην Άνα. Ο Καρλ τσάκιζε. Η φωνή του έσπαγε. Ο Κόλιν το κατάλαβε και προσπάθησε να αλλάξει θέμα συζήτησης, όσο μπορούσε πιο έξυπνα χωρίς να προσβάλλει τον φίλο του. «Έπρεπε να δεις τι έγινε στην Αθήνα φίλε, όταν πήρε το Ευρωπαικό η Ελλάδα. Θα ‘θελα πολύ να είμαστε εκεί! Θα γούσταρες πολύ! Πω πω αν το πέρναμε εμείς, έτσι θα γίνοταν άραγε στην Αγγλία; Ή αν το πέρνατε εσείς…» Ο Κόλιν προσπαθούσε να παρασύρει τον Καρλ στην κουβέντα του, άλλα εκείνος τον διέκοψε απότομα. «Έπρεπε να το είχα φανταστεί όσο ήταν νωρίς…» Ο Καρλ δεν είχε ακούσει καν τα λόγια του Κόλιν… Μονολογούσε ατάραχος και θλιμμένος. Ο Κόλιν αναστέναξε. Δεν υπήρχε περίπτωση να αποφύγει αυτή την πικρή συζήτηση, σήμερα… «Ρε φίλε… μακάρι να μπορούσα, ξέρεις…» Δεν έβρισκε τα σωστά λόγια. Τα λόγια που λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. «Όλα καλά φίλε… Δε τρέχει τίποτα… Δικά μου θέματα… Δική μου ευθύνη…» Ο Καρλ πλωσε το χέρι να πιάσει τη μπύρα του άλλα ο Κόλιν πρόλαβε να δει ότι έτρεμε. Τα μάτια του ήταν κατακκόκινα, δείγμα ότι δεν πρέπει να κοιμήθηκε ούτε λεπτό το προηγούμενο βράδυ. Μύριζε ιδρώτα. Η εικόνα του, πίκρανε τον Κόλιν. «Έλα, στην υγειά μας φίλε. Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω!» ο Κόλιν προέτεινε το ποτήρι του κάνοντας μια μίνι πρόποση. Ο Καρλ σήκωσε ελαφρά τη μπύρα του κάνωντας ένα νεύμα με το μάτι του και ήπιε μια μικρή γουλιά. «Κολιν…φίλε… ευχαριστώ που ήρθες». «Ούτε να το συζητάς φιλαράκο. Χαίρομαι που ήρθα εδώ ξανά και σε βλέπω». «Με άφησε…» «Τί… τί εννοείς; Η Άνα;» Στο άκουσμα του ονόματος της Άνα ο Καρλ μούδιασε. Εδειχνε πιο κουρασμένος από ποτέ. «Ναι. Έγιναν πολλά...» Ο Καρλ άρχισε να του εξιστορεί τα πάντα… Το διάστημα του ονειρεμένου έρωτά τους στο Κάδιθ, την άτυχη επιλογή του ταξιδιού στην Ταρίφα, την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της Άνα όταν γύρισαν πίσω, άλλα και τα πολλά ψέματα που του έλεγε, ακόμα και για τον απλούστερο λόγο. Του ανέφερε για την επιμονή της να πάνε στη Σεβίλλη και τον παράξενο άνδρα που εμφανίστηκε από το πουθενά, τον Νταβίδ, κάνωντας τα πάντα να διαλυθούν στα καλά καθούμενα, αλλά και για τους ομηρικούς καυγάδες τους, μέχρι την μέρα που τέλειωσαν όλα. Την ημέρα που αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο Καρλ κρατιώνταν για να μην κλάψει μπροστά στον φίλο του και τώρα είχε αρχίσει να πίνει την μία μπύρα μετά την άλλη. Ο Κόλιν θυμήθηκε τον εαυτό του λίγους μήνες πριν, όταν είχε ζήσει εκείνο το τραγικό βράδυ στο Πουέρτο Μπανούς και η καρδιά του σφίχτηκε. «Και δεν την ξαναείδες;» «Όχι» «Εδώ μένει;» «Έτσι νομίζω… Είχα περάσει προχθές από το ξενοδοχείο που μένει… που μέναμε… Ήθελα να της μιλήσω! Μου χρωστάει μια εξήγηση. Της χτυπούσα την πόρτα. Της φώναζα. Παραλίγο να έρθει η αστυνομία. Δεν βγήκε να με δει. Ούτε καν, άνοιξε το παράθυρό της…» «Λυπάμαι πολύ φίλε… Δεν ξέρω τι να πώ». «Μην πεις… Πιες! Πες να μας φέρουν άλλες δυο μπύρες… Μίλα τους ισπανικά… ή φωνάζω εγώ αυτόν τον βλάκα και τα’ ακούει καλά, γιατί φέρνει ζεστές μπύρες ο ηλίθιος… Έιι ηλίθιε! Αμίγκο! Μπύρα! Σερβέζα!» Ο Καρλ φώναζε, κάνωντας τους δυο-τρεις ανθρώπους στο μπαρ να τον κοιτάνε. Ήταν μισομεθυσμένος. «Ηρέμησε Καρλ. Πάω εγώ να φέρω τις μπύρες. Ηρέμησε φιλαράκο, μην κάνεις τίποτα. Όλα ΟΚ!» Ο Κόλιν προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Πηγαίνοντας προς το μπαρ, ο Κόλιν ένιωσε απέραντη λύπη και συμπόνοια για τον κολλητό φίλο του. Στην ίδια θέση είχε βρεθεί τον Απρίλη όταν μέθυσε για χάρη μιας άγνωστης πόρνης. Πόσο μάλλον να σε έχει αφήσει ο έρωτας σου, σκεφτόταν. Δεν ήξερε αν θα είχε την αντοχή του Καρλ. Κακόμοιρε φιλαράκο… Του φάνηκε κάπως κακή ιδέα να πιουν κι άλλες μπύρες, έτσι όπως είχε αρχίσει να ξεφεύγει η κατάσταση με τον Καρλ, άλλα δεν τολμούσε να του πει να φύγουν. Δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε ο φίλος του. Φυσικά η ιδέα για να πάνε Σαλαμάνκα άρχιζε να φαίνεται εντελώς τρελή, τώρα. Όμως, θα του το πρότεινε κάποια στιγμή. Ίσως αύριο. Μπορεί ένα ταξίδι, να τον βοηθούσε τελικά να ξεχαστεί και να τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Επιστρέφοντας στο τραπεζάκι που κάθονταν, ο Κόλιν παρατήρησε ότι η καρέκλα του Καρλ ήταν άδεια. Εκείνος έλειπε. Είχε φύγει. Άφησε τις μπύρες πάνω στο τραπέζι και άρχισε να τον ψάχνει. Ένιωθε χάλια. Ο φίλος του είχε ξεφύγει. Ήταν σε άσχημη κατάσταση και λογικά, μεθυσμένος. Ήταν οργισμένος και ανεξέλεγκτος. Θυμήθηκε πως είχε καταλήξει εκείνος τότε, χτυπημένος και παρατημένος στον δρόμο και τρομοκρατήθηκε. Δεν μπορούσε να αφήσει να συμβεί κάτι ανάλογο στον Καρλ. Είχε την ευθύνη του στην κατάσταση που ήταν εκείνος, τώρα. Αισθάνθηκε ευγνώμων που δεν είχε πιει πολύ, τόσο ώστε να τον έκανε κι αυτόν να ζαλιστεί και να μην έιχε έλεγχο της κατάστασης και άρχισε να ψάχνει κατά μήκος της παραλίας. Σκέφτηκε ότι το πιθανότερο ήταν να έιχε πάει σε κάποιο άλλο παραλιακό μπαρ για να πιει κι άλλο. Έτσι ο Κόλιν έψαχνε τώρα σπιθαμή προς σπιθαμή την παραλία της Σάντα Μαρία δελ Μαρ. Περπατούσε με βαριά βήματα πάνω στην χρυσαφένια άμμο που έμοιαζε να φλέγεται από τη ζέστη, ψάχνοντας κάθε πιθανό σημείο που θα μπορούσε να ήταν ο Καρλ. Στην σκέψη να κοιτάξει και προς την θάλασσα ανατρίχιασε… Όχι ρε φίλε μου… Μη μου το κάνεις αυτό. Δεν το έχεις κάνει, δεν γίνεται! Όχι! Η σκέψη να είχε κάνει ο Καρλ αυτό που φάνταζε σαν το χειρότερο σενάριο είχε τσακίσει τον Κόλιν. Ένιωθε δύσπνοια. Η ζέστη και η απόγνωση τον έκαναν να ζαλίζεται και να προσπαθεί να πάρει βαθειές ανάσες με μεγάλη δυσκολία Λίγα δευτερόλεπτα μετά, που φάνηκαν αιώνες, παρατήρησε έναν άνδρα, γυμνό από τη μέση και πάνω ξαπλωμένο στην άμμο. Πλησίασε. Ήταν ο Καρλ. Η καρδιά του ξαναμπήκε στην θέση της. Το χρώμα του επανήλθε. Η αναπνοή του πήρε πάλι τον κανονικό της ρυθμό. Ο Καρλ ήταν σε άθλια κατάσταση. Είχε βγάλει το μπλουζάκι του και κρατούσε το κεφάλι του για να προφυλαχτεί από τον ήλιο. Επίσης έκλαιγε… Ο Κόλιν τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του. Προσπάθησε να τον σηκώσει και του έβαλε την μπλούζα με πολύ δυσκολία. Ο Καρλ είχε καταρρεύσει. «Συγνώμη φίλε… Συγνώμη που έφυγα… Συγνώμη γι’αυτό!» Ο Καρλ μιλούσε κλαίγοντας, με τα αναφιλητά να μπερδεύονται με τις λέξεις. Τα κατακόκκινα, δακρυσμένα του μάτια, τρυπούσαν την καρδιά του Κόλιν. «Μην λες τίποτα. Όλα είναι καλά φίλε. Έλα σήκω να πάμε στο… πού μένεις; Σε ξενοδοχέιο;» «Στον φάρο» «Στον φάρο; Ποιον φάρο; Αυτόν… εκεί πέρα;» Ο Κόλιν έδειξε με το χέρι του, έκπληκτος, έναν φάρο που αχνοφαινόταν από μακρία. Σίγουρα δεν μπορούσες να πας με τα ποδια εκεί. «Ναι αυτόν…» Ο Κόλιν ξεροκατάπιε… «Εντάξει φίλε. Πάμε στον φάρο. Θα καλέσω ταξί.» Ο Καρλ έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του ότι συμφωνούσε και περπάτησε ως το σημείο που ο ωκεανός έγλυφε τη παραλία. Ο Κόλιν τρομοκρατήθηκε βλέποντάς τον, αλλά ηρέμησε όταν τον είδε να ρίχνει, απλά, νερό στο κεφάλι του και να τινάζει πίσω τα ακατάστατα μαλλιά του. Ο φάρος ήταν πιο κοντά από ότι είχε φανεί, του Κόλιν, άλλα η απόσταση χρειαζόταν πολύ περπάτημα για να καλυφθεί. Με το ταξί, σε πέντε λεπτά περίπου ήταν εκεί. Φτάνοντας στον φάρο, ο Κόλιν βοήθησε τον Καρλ να ανέβει τις σκάλες. Στο τέρμα της σκάλας, υπήρχε ένας όροφος με μια πόρτα. Ανοίγοντάς την ο Καρλ, αντίκρισε ένα μικρό δωματιάκι. Ήταν πολύ λιτά επιπλωμένο, μόνο με ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, μια καρέκλα και μία μικρή τουαλέτα. Το ένα και μοναδικό παραθυράκι του κοίταζε προς τη θάλασσα. «Αυτό είναι το σπίτι μου. Πως σου φαίνεται;» Ο Καρλ έδειχνε περήφανος. «Καλό… Πολύ…» «Μικρό; Δεν χρειάζομαι κάτι μεγαλύτερο… Είναι μια χαρά… Μου το έχει αφήσει ο φύλακας, με τον όρο να του ανοίγω το φως κάθε βράδυ. Φυσικά, κάνω τη δουλειά του και μου δίνει λεφτά. Δεν είναι πολλά, άλλα δεν έχω άλλα έξοδα και βγάζω το φαγητό και το ποτό μου άνετα… Δεν τρώω και πολύ.» «Όντως φίλε φάινεται… Πόσα κιλά έχεις χάσει;» «Δε ξέρω… Αρκετά μάλλον. Δεν τα μετράω…» «Το βράδυ θα πάμε να φάμε μεζεδάκια. Θα κεράσω εγώ». «Ευχαριστώ. Θα δούμε…» «Ω, έλα τώρα φίλε. Αφού ήρθα εδώ θα περάσουμε καλά. Θα σου κάνει καλό λιγη χαλάρωση.» «Θα δούμε…» Ο Κόλιν ήδη ένιωθε ότι είχε πιέσει παραπάνω από ότι έπρεπε τον φίλο του. Καταλάβαινε ότι δεν είχε όρεξη για τίποτα παραπάνω από τα βασικά της καθημερινής επιβίωσης του. Δεν ήταν ο Καρλ αυτός, όμως. Ήταν ένα φάντασμα του εαυτού του. Αισθάνθηκε τόσο μίσος για την Άνα. Πως μπόρεσε να του φερθεί τόσο σκληρά. Την αγάπησε. Θυσίασε το μέλλον του γι’αυτήν. Αν ήταν εδώ τώρα… Θα έπρεπε να περνάει τα ίδια… Ο Καρλ ήταν οργισμένος, άλλα κράτησε για τον εαυτό του την οργή αυτή. Δεν χρειαζόταν να φορτώσει τύψεις στον φίλο του. Συνειδητοποίησε ότι θα ήταν μάταιο να επιμείνει για κάτι παραπάνω, για το βράδυ. Θα τον άφηνε να ξεκουραστεί και ίσως αργότερα αν ένιωθε καλύτερα να μπορούσε να τον πείσει να πάνε μια βόλτα, να τον κεράσει κάτι να φάει και ίσως να έπινε ένα-δύο μπύρες, με πολλή προσοχή βέβαια. Και γιατί να μην… «Λοιπόν Καρλ έχω καλή ιδέα! Τι θα λεγες αύριο ή μεθάυριο, όταν έχεις κέφι να πάμε ένα ταξιδάκι στη Σαλαμάνκα. Με το τρένο δεν είναι πολύ μακριά. Ξέρεις αποφάσισα να κάνω εκεί ένα χρόνο σπουδών για το μάστερ μου και θα ήταν τέλεια να περάσουμε μια μέρα εκεί. Να ξεσκάσεις κι εσύ λιγάκι…» Ο Καρλ τον κοιτούσε με άδειο βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή ο Κόλιν ευχήθηκε να μην είχε κάνει ποτέ αυτή την πρόταση. Ο Καρλ, ξεροκατάπιε και κοίταξε έξω από το παραθυράκι. «Πάμε…» Η απάντηση του έκανε τον Κόλιν να μην πιστεύει στα αυτιά του. Ενθουσιάστηκε. Ίσως κατάφερνε να κάνει τον φίλο του να περάσει λίγο καλά. Να ξεχαστεί από τις μαρτυρικές του σκέψεις. Και θα ήταν και μια καλή ευκαιρία να απομακρυνθεί και από την πιθανότητα μιας συνάντησής του με την Άνα. Θα ήταν ό,τι χειρότερο να συμβεί αυτό, στην κατάσταση που ήταν. «Έτσι μπράβο φιλαράκι! Θα την γουστάρεις πολύ αυτή την εκδρομή! Πίστεψέ με…» Ο Κόλιν του έδωσε το χέρι για ένα χάι-φαιβ. Ο Καρλ ανταποκρίθηκε στον φίλο του και για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχανε συναντηθεί, ένα μικρό χαμόγελο έσκαγε στα χείλη του. Ο Κόλιν κατευθύνθηκε προς το παράθυρο του φάρου. Η θέα προς τον απέραντο ωκεανό, εκεί που η άκρη του έβρισκε την άκρη του ουρανού ήταν μαγική. Σκέφτηκε πως το μέρος αυτό θα ήταν το ιδανικό για έναν διαλυμμένο και πληγωμένο άνθρωπο για να ξεχαστεί και να επανέλθει. Από την άλλη όμως ήταν και το ιδανικό μέρος για να χαθεί τελείως και να κλειστεί για πάντα στον εαυτό του. Γύρισε και κοίταξε πάλι τον Καρλ που είχε ξαπλώσει στο μικρό κρεβάτι του και προσπαθούσε να ηρεμήσει. Μάλλον τον είχε πάρει ο ύπνος. Ό,τι καλύτερο, σκέφτηκε ο Κόλιν, μετά από τόσο αλκοόλ. Τουλάχιστον θα ξυπνούσε νηφάλιος και σε καλύτερη διάθεση. Πλησίασε και του έβγαλε τα παπούτσια σιγά-σιγά χωρίς να τον ενοχλήσει. Η θέα του τσακισμένου φίλου του τον λύγισε. Ένιωσε χάλια. Προσπαθούσε να φανταστεί τον πόνο και την απέραντη θλίψη που έζησε - και ζει - ο καλύτερος του φίλος, από τη στιγμή που έχασε την γυναίκα που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του. Το συναίσθημα του ήταν άγνωστο. Δεν είχε αγαπήσει ποτέ καμιά έτσι. Δεν ήξερε πως ήταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως είναι να χάνεις το άλλο σου μισό. Προσπάθησε να πλησιάσει έστω λίγο την ψυχολογία του φίλου του και τρόμαξε. Η ιδέα και μόνο τον τρομοκράτησε. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τι θα μπορούσε να νιώθει, ζώντας αυτόν τον εφιάλτη. Ξαναπλησίασε στο παράθυρο. Η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη. Ο ωκεανός ήταν σαν χαλί που απλώνονταν μπροστά στα πόδια τους. Αποφάσισε να αφήσει τον φίλο του να ξεκουραστεί και να κάνει μια βόλτα στην παραλία και την πόλη, να ξεχαστεί κι αυτός λίγο και να εξερευνήσει το μέρος. Θα επέστρεφε αργότερα, που πιθανον θα είχε ξυπνήσει ο Καρλ και θα αισθάνοταν καλύτερα και θα το έπαιρνε για μια βραδινή βόλτα. Θα έπεφταν νωρίς για ύπνο, γιατί το πρωί θα έπρεπε να σηκωθούν και να πάνε στον σταθμό τον τρένων για να κλείσουν εισιτήρια για την Σαλαμάνκα. Δεν ήταν σίγουρος ότι υπήρχε απ’ευθείας τρένο, οπότε ίσως να χρειάζονταν να πάνε πρώτα στη Μαδρίτη και μετά να πάρουν άλλο από εκεί, έτσι σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ξεκινήσουν νωρίς το ταξίδι. Ήταν σίγουρος ότι η Σαλαμάνκα θα έκανε καλό και στους δυο. Κυρίως στον Καρλ, που είχε απεγνωσμένα ανάγκη αλλαγής περιβάλλωντος, έστω και για μια ημέρα… Edited August 10, 2014 by georgezerv76 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted August 16, 2014 Author Share Posted August 16, 2014 (edited) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Αποφοίτηση. (Μόνος) Κόβεντρι. 16 Ιουλίου 2004. Πολύ ζέστη ρε γαμώτο… Λιγότερη ζέστη έκανε στην Ισπανία… Άντε να τελειώνουμε…σκεφτόταν εκνευρισμένος, ο Κόλιν βγάζοντας κάθε λίγο το καπέλο που φορούσε για να ανασάνει. «Τζων! Έι Τζώννυ! Αν το βγάλω αυτό το πράγμα που φοράω θα με τιμωρήσουν; Λες να μη μου δώσουν το χαρτί; Ο Κόλιν με χειρονομίες προσπαθούσε να αποσπάσει τη προσοχή του φίλου του. «Ω, έλα ρε Κόλιν, μην είσαι ηλίθιος. Όλη η τάξη φοράει αυτή τη στολή. Είναι παράδοση. Έχεις δει ποτέ καμιά αποφοίτηση χωρίς την τήβεννο; Θα πετάξουμε και τα καπέλα μας μετά. Όπως στις ταινίες. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει φίλε» απάντησε ο Τζων κλείνοντας παιχνιδιάρικα το ένα του μάτι «Τα λέμε αργότερα, Τζώννυ…» Ο Κόλιν αναστέναξε. Η ημέρα της αποφοίτησης, μία από τις σημαντικότερες στη ζωή ενός ανθρώπου, δεν είχε κανένα νόημα απολύτως, γι’ αυτόν. Το μυαλό του έτρεχε αλλού. Την καλύτερη δουλειά έκανε ο φιλαράκος… Κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Ευτυχώς, θα τον ξαναδώ γρήγορα… Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του Πρύτανη από τα μικρόφωνα. Η τελετή ξεκινούσε. Μετά από έναν βαρετό λόγο, όπως ορίζει το πρωτόκολλο της ημέρας, οι απόφοιτοι θα ξεκινούσαν ένας-ένας να παραλαμβάνουν τα πτυχία τους. Υπολόγιζε ότι, σε λιγότερο από τρία τέταρτα ή μία ώρα το πολύ, θα ξεμπέρδευε. Θα πέταγε το καπέλο του και θα έφευγε από εκεί. Κοίταξε γύρω. Η Ντέμπορα απέφυγε το βλέμμα του με μια απότομη κίνηση. Ο Κόλιν ήταν σίγουρος ότι τον κοιτούσε για ώρα. Το πρόσωπό του συννέφιασε. Δεν είχαν καμία επαφή ξανά, μετά από το ό,τι έγινε στο Λονδίνο και το ταξίδι του στην Μαρμπέγια. Δεν συζήτησαν ποτέ για το συμβάν και ο χωρισμός ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο, παρ’ όλο που αυτό, τον είχε πικράνει περισσότερο απ’ ότι περίμενε. Κοίταξε ξανά τριγύρω του. Παντού γνώριμα πρόσωπα. Έλαμπαν. Το όνειρό τους είχε γίνει πραγματικότητα. Είχαν αποφοιτήσει και τώρα ξεκινούσε η πραγματική τους ζωή. Δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό ήταν το δικό του όνειρο, όμως… Του άρεσε που θα συνέχιζε για σπουδές στο μεταπτυχιακό στην Ισπανία. Ήταν αυτό που ήθελε πάντα. Τώρα όμως, ένιωθε περισσότερο λυπημένος παρά χαρούμενος. Του έλειπε ο Καρλ. Την καλύτερη δουλειά έκανε…ξανασκέφτηκε και μελαγχόλησε ακόμα παραπάνω… Κοίταξε απέναντι αυτή τη φορά. Οι γονείς του, όλο καμάρι, προσπαθούσαν να αποσπάσουν το βλέμμα του. Τους χαμογέλασε με ένα - κάπως ψυχρό - χαμόγελο. Σκέφτηκε πόσο ευτυχισμένους τους είχε κάνει. Τουλάχιστον έχω ταλέντο στο να κάνω τους άλλους ευτυχισμένους. Για τον εαυτό μου πρέπει να το δουλέψω λιγάκι…αναλογίστηκε σαρκαστικά… «… Σήμερα είναι το πρώτο βήμα της ενήλικης ζωής σας. Σήμερα ξεκινάει το ταξίδι σας. Ζήστε τη ζωή σας όπως επιλέξτε εσείς. Καλή επιτυχία σε όλους σας!» Με τα απαραίτητα κλισέ, ο λόγος του Πρύτανη έφτασε στο τέλος του. Στον Κόλιν φάνηκε ότι κράτησε μόνο πέντε λεπτά. Σχεδόν δεν είχε ακούσει τίποτα. Ήταν φανερό, ότι βρισκόταν μόνο σωματικά εκεί… Η παρέλαση των αποφοίτων για την παραλαβή του πτυχίου τους άρχιζε… Όταν ήρθε η σειρά του, κινήθηκε νωχελικά προς το μέρος που ο Πρύτανης περίμενε με το πτυχίο στο χέρι, τον χαιρέτησε μηχανικά και το παρέλαβε. Γύρισε προς το μέρος των γονιών του και τους έκανε ένα νεύμα, σηκώνοντας ψηλά το πτυχίο και χαμογελόντας. Τον χειροκροτούσαν συγκινημένοι. Η μητέρα του σκούπιζε τα δάκρυα της και χειροκροτούσε με ένταση. Επέστρεψε στη θέση του και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η διαδικασία. Λίγοι ακόμα φοιτητές είχαν μείνει για να περάσουν από το βάθρο. Βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του. Τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην Ισπανία περνούσαν σαν φλασμπακ από το μυαλό του. Σαν να βλέπει μια ταινία στο fast forward. Δεκάδες καπέλα εμφανίστηκαν στον ουρανό του Κόβεντρι ξαφνικά, σαν να ήταν μπαλόνια από κάποιο πάρτυ. Έβγαλε το δικό του, άλλα δεν το πέταξε. Η τελετή είχε τελειώσει και επίσημα. «Μεγάλε, αποφοιτήσαμε! Τα καταφέραμε! Το βράδυ όλοι είμαστε καλεσμένοι στο πάρτυ της Σούζαν. Στην έπαυλη της, στο Γουόρικ. Η γκόμενα είναι πολύ πλούσια. Δηλαδή οι γονείς της. Θα μεθύσουμε μέχρι το πρωί. Ναιιι!» Ο Ματ, ο –πρώην πλέον- συγκάτοικός του τον είχε αγκαλιάσει, για την ακρίβεια είχε καβαλήσει πάνω του, ενώ ο Κόλιν προσπαθούσε να δείξει ενθουσιασμένος. «Ναι, τέλεια. Τέλεια. Θα γίνει χαμός.» Ο Κόλιν απαγκιστρώθηκε με προσπάθεια από την αγκαλιά του Ματ και πήγε προς τους γονείς του, που τώρα ήταν και οι δύο δακρυσμένοι. Δυσκολεύοταν να σκεφτεί αν είχε δει ξανά στη ζωή του τον πατέρα του τόσο συγκινημένο και συναισθηματικό. Ο Άλαν Μέινορ, ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στον Λονδίνο, ήταν δακρυσμένος και περήφανος για τον γιο του. Αυτό του προκάλεσε ένα μούδιασμα στο στομάχι. Πλησίασε και τους αγκάλιασε, ενώ η μητέρα του δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη συγκινησή της με τίποτα πλέον. Έκλαιγε με λυγμούς. Ο Κόλιν ένιωσε πολύ αμήχανα. «Αγόρι μου σε αγαπώ! Είμαι τόσο ευτυχισμένη σήμερα. Άλαν, κοίτα το παιδί μας. Αποφοίτησε και πήρε το πτυχίο του. Θα γίνει ένας επιστήμονας… Ένας καθηγητής…» Η μητέρα του τον είχε αγκαλιάσει και τον φιλούσε, ενώ ο πατέρας του του έσφιγγε τον ώμο ευτυχυσμένος. «Κόλιν, γιε μου… Μας έκανες πολύ περήφανους σήμερα. Συγχαρητήρια αγόρι μου…» «Ευχαριστώ… Πατέρα… Μητέρα… Σας ευχαριστώ…πολύ!» ο Κόλιν ξεχείλιζε από αμηχανία. Ξάφνου, όμως, ένιωσε χαρά και περηφάνια που έκανε τόσο ευτυχισμένους τους γονείς του. Ένιωσε περηφάνια και για εκείνον. Αισθανόταν ότι το άξιζε να νιώσει έτσι. Είχε καταφέρει κάτι πολύ σημαντικό και τώρα άρχιζε να το συνειδητοποιεί σιγά-σιγά. Ήταν απόφοιτος της Ισπανικής Φιλολογίας και θα πήγαινε στην Σαλαμάνκα για να κάνει το μεταπτυχιακό του και ίσως να δουλέψει και εκεί πάνω σ’αυτό, στο οποίο ήταν ήδη πτυχιούχος. Δεν θα μπορούσε να ζητήσει κάτι καλύτερο, μόλις στα 22 του χρόνια. Τελικά είναι όντως σημαντική ημέρα σήμερα…σκέφτηκε, για πρώτη φορά ικανοποιημένος εκείνο το πρωί.Τώρα, άρχιζε να νιώθει κάπως καλύτερα και σκέφτηκε ότι, ίσως, πήγαινε τελικά και στο πάρτυ της Σούζαν το βράδυ. Αχ ρε φιλαράκι, έπρεπε να ‘σαι εδώ σήμερα… η σκέψη του Καρλ, μετρίασε πάλι την ικανοποίησή του. Αφού απαλλάχτηκε από την ενοχλητική τήβεννο, έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του και έψαξε στις επαφές τον Καρλ. Αποφάσισε να μην περιμένει άλλο, αν θα τον πάρει εκείνος πρώτα και τον κάλεσε αμέσως. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μια γυναικεία φωνή απάντησε στην κλήση. Ο Κόλιν ξαφνιάστηκε για λίγο και του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει ότι η φωνή, μάλλον, ήταν της Άνα. «Ε… Άνα; Τι κάνεις; Είναι ο Καρλ εκεί;» Ακουγόταν κάπως νευρικός. Η Άνα δίστασε λίγο να απαντήσει. «Καλά είμαι. Εσύ; Όχι… Δεν είναι εδώ. Πήγε… κάπου. Δεν γύρισε ακόμα. Θα του πω να σε πάρει.» «Ναι… ΟΚ… Πές του… Ευχαριστώ. Θα τα πούμε». «Θα τα πούμε.» Η Άνα, του έκλεισε κάπως απότομα το τηλέφωνο. Η ίδια φάνηκε απότομη. Ο Κόλιν ενοχλήθηκε, άλλα δεν τον ένοιαζε και τόσο. Ούτε και το γεγονός ότι δεν του ανέφερε κάτι για την αποφοίτησή του. Δεν πρέπει να γνώριζε καν, ότι ήταν σήμερα. Αυτό που παραξένεψε τον Κόλιν ήταν ότι η Άνα δεν ήξερε που είναι ο Καρλ. Πήγε κάπου; Και δεν ξέρει καν που είναι; Φίλε Καρλ, δε πιστεύω να τα σκάτωσες εκεί κάτω… Το πρόσωπό του σκοτείνιασε πάλι. Προσπάθησε να απομακρυνθεί κάπως από τους γονείς του για να μην αρχίσουν τις ερωτήσεις και τους χαλάσει την ημέρα με την περίεργη διάθεσή του. Σήμερα ήταν μία από αυτές τις ημέρες που κάθε γονιός λαχταρά να ζήσει και ο Κόλιν ήξερε ότι τους άξιζε να την απολαύσουν. Αποφάσισε ότι δεν θα ξανατηλεφωνούσε μέχρι να δει αν θα τον έπαιρνε εκείνος πίσω. Δεν ήθελε με τίποτα να ξαναβρεθεί στην αμήχανη θέση να του απαντήσει η Άνα με τον ψυχρό τρόπο που το έκανε νωρίτερα. Την ίδια στιγμή, ένιωσε μια μεγάλη απογοήτευση να τον κυριεύει. Του φαινόταν τόσο παράξενο να μην είναι εκεί, στο πλάι του, ο καλύτερός του φίλος, ο Καρλ. Να μην έχουν αποφοιτήσει μαζί. Μια στιγμή που την περίμεναν και οι δύο τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μπορεί να μην τον ήξερε πολύ καιρό, για την ακρίβεια άρχισαν να κάνουν παρέα από τον δεύτερο χρόνο στο κολλέγιο, άλλα ένιωθε ότι ήταν από πάντα φίλοι. Τον ένιωθε σαν αδελφό του. Τον χρειαζόταν εκεί σήμερα, δίπλα του. Και τώρα δεν ήταν εκεί. Είχε αποφασίσει να ακολουθήσει άλλο δρόμο. Αισθάνθηκε προδομένος. Σαν παιδί που του υποσχέθηκαν κάτι, άλλα αθέτησαν την υπόσχεσή τους. Τον πλημμύρισε το αίσθημα της αδικίας. Θεώρησε ότι ο Καρλ του είχε φερθεί άδικα. Πρώτα στον εαυτό του και μετά σ’ εκείνον. Δεν τον είχε πάρει καν τηλέφωνο. Του φάνηκε απίστευτο να είχε ξεχάσει αυτή την ημερομηνία. Αυτή την ημέρα για την οποία αγωνίζονταν και οι δύο, από την πρώτη ημέρα που πέρασαν τις πύλες του Πανεπιστημίου του Κόβεντρι. Έμοιαζε αδιανόητο. Από το μυαλό του πέρασαν πολλά. Αν είχε πάθει κάτι; Φοβόταν μήπως η Άνα του έκρυβε κάτι για να μην τον στεναχωρήσει. Αν… Αν δεν ήταν σε θέση να έχει μαζί του το κινητό του και η Άνα το είχε βρει… εκεί… Όχι! Σταμάτησε απότομα την κάθε συνέχεια του συλλογισμού του. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την απόγνωση, στη σκέψη και μόνο. Ήταν μίλια μακριά και δεν υπήρχε τρόπος να μάθει τι μπορεί να είχε συμβεί. Ευχήθηκε να ήταν απλά ένας τσακωμός μεταξύ του ζευγαριού και όντως ο Καρλ να είχε φύγει βιαστικά από το σπίτι για να πάει κάπου μόνος του να ηρεμήσει. Ναι, αυτό είναι. Τσακώθηκαν. Ίσως χωρίσουν. Σκατά τα έκανε ο άτιμος, άλλα… καλύτερα. Μπορεί, έτσι να γυρίσει πίσω και… ίσως τον αφήσουν να αποφοιτήσει… Αν προσπαθήσει όλο το καλοκαίρι, ναι! Ίσως αποφοιτήσει! Το μυαλό του έτρεχε πολύ μπροστά. Άρχισε να πλέκει διάφορες ιστορίες, προσπαθώντας να δει την θετική πλευρά. Δεν τολμούσε να σκεφτεί κάτι αρνητικό. Η σκέψη που είχε κάνει πριν του είχε κόψει την ανάσα. Τελικά το πήρε απόφαση. Θα σταματούσε να σκέφτεται οτιδήποτε γύρω από τον Καρλ, το βράδυ θα πήγαινε στο πάρτυ στην έπαυλη της Σούζαν, να ξεχαστει, να χαλαρώσει και να διασκεδάσει, μετά από πάρα πολύ καιρό και αύριο θα έκανε άλλη μια προσπάθεια να τηλεφωνήσει. Ίσως αύριο να ήταν καλύτερα τα πράγματα. Λογικά αύριο θα έχει πάρει το κινητό πίσω. Αποκλείεται να το αφήσει εκεί δύο μέρες. Μάλλον τσακώθηκαν άσχημα. Μπορεί να μη μιλάνε, άλλα αυτός θα πάει στο σπίτι και θα πάρει το κινητό και σίγουρα θα με πάρει να μου ευχηθεί. Είναι αδύνατο να μη θυμάται την ημέρα… Αφού… τόσο καιρό την περίμενε… Α,ρε φίλε… Ο Κόλιν τριγύριζε απορροφημένος στις σκέψεις του. Ξαφνικά μέσα στο πλήθος διέκρινε μια λεπτή, γυναικεία σιλουέτα να έρχεται προς το μέρος του. Ήταν η Ντέμπορα. Τον πλησίασε διστακτικά… Ήταν μόνη της. Έδειχνε έτοιμη να του πει κάτι. Ο Κόλιν χλώμιασε. «Κόλιν… Γεια σου… Τα καταφέραμε, έτσι; Το πετύχαμε…» «Γεια. Ναι τα καταφέραμε… Μπράβο μας…» «Ξέρεις , να… δεν είπαμε ποτέ…» «Ναι ξέρω… όλα ΟΚ… Άστο Ντέμπυ… ΟΚ, πέρασε…» «Ναι, ΟΚ… Συγνώμη για το θάρρος… Θα πας το βράδυ;» «Ναι, μάλλον θα πάω… Εσύ;» «Ναι! Κι εγώ! Οπότε...» «Τα λέμε εκεί λοιπόν… Θα σε δω μετά.» «Τα λέμε Κόλιν… Γεια…» Η Ντέμπορα απομακρύνθηκε βιαστικά, κάπως ντροπιασμένη, κάπως ένοχη και έχοντας μετανιώσει για την απόφασή της να του μιλήσει. Το σίγουρο ήταν ότι το βράδυ δεν θα πήγαινε στο πάρτυ της Σούζαν. Αποφάσισε ότι θα ήταν φριχτή ιδέα να βρεθεί εκεί. Μαζί του. Ο Κόλιν γύρισε γρήγορα τη πλάτη του πηγαίνοντας προς τους γονείς του για να τους αποχαιρετήσει πριν πάει στην εστία να μαζέψει όλα του τα πράγματα και να τα μεταφέρει στο προσωρινό του διαμέρισμα. Θα έμενε σε ένα μικρό στούντιο, στο Λονδίνο, που θα νοίκιαζε μέχρι να φύγει για την Ισπανία. Ευχήθηκε να μπορούσε να αποφύγει το βραδινό πάρτυ. Χρειάζοταν μια καλή δικαιολογία και ίσως λίγο… θέατρο, ότι δεν ένιωθε και τόσο καλά. Μια μικρή δηλητηρίαση από ένα κεμπάπ συμβαίνει στον καθένα, έτσι δεν είναι; Χαμογέλασε με την σκέψη. Χαιρέτησε τους γονείς του που ακόμα έδειχναν υπερβολικά ευτυχισμένοι και κατευθύνθηκε προς την εστία του Πανεπιστημίου. Τότε αισθάνθηκε την δόνηση του κινητού στην τσέπη του.Κοίταξε στην οθόνη. Ήταν ο Καρλ. Το σήκωσε μουδιασμένος, μη ξέρωντας σίγουρα αν ήταν ο Καρλ αυτός που θα του μιλούσε ή η Άνα. «Ναι;» «Με έσβησες κι όλας από τις επαφές ρε;» Ο Καρλ ακουγόταν κεφάτος. «Καρλ! Ρε φίλε! Μα, όχι φυσικά! Όχι… Τι κάνεις; Ανησύχησα!» «Καλα! Γιατί ανησύχησες;» «Για το κινητό… Γιατί… Να, σε πήρα πριν… λίγο πριν, για να τα πούμε και… το σήκωσε η Άνα…» «Η Άνα;» Ο Καρλ έδειχνε απρόσμενα ξαφνιασμένος. Ο Κόλιν μπερδεύτηκε. Παραξενεύτηκε που ο Καρλ ξαφνιάστηκε με το άκουσμα του ονόματος της Άνα. «Ναι η Άνα. Δεν το ξέχασες στο σπίτι;» «Ναι το ξέχασα, αλλά… Η Άνα δεν είναι σπίτι σήμερα… Είναι… Είπε ότι είχε μια συνάντηση με κάποιον κριτικό ζωγραφικής στη Μαδρίτη. Έφυγε νωρίς το πρωί από το σπίτι. Μα…» «Ε… δεν… Τι να πω… Θα ορκιζόμουν ότι ήταν αυτή…» Ο Κόλιν ένιωσε απαίσια για την ακούσια αποκάλυψη που έκανε στον φίλο του. «Κόλιν, συγνώμη, να σε πάρω πιο μετά;» Ο Καρλ ακουγόταν νευρικός… Ο Κόλιν σάστισε για λίγο. «Ναι, ναι… Όποτε θέλεις παρε με.» «Α, και συγχαρητήρια για το πτυχίο…» «Ευχαριστώ φίλε…» Η κλήση διακόπηκε απότομα. Δεν ήταν σίγουρος αν ο Καρλ πρόλαβε να ακούσει το ‘ευχαριστώ’. Ο Κόλιν ήταν πολύ προβληματισμένος. Διαισθανόταν ότι κάτι εκεί, στην Ισπανία, είχε πάει πολύ στραβά. Η Άνα, μάλλον, έλεγε ψέματα. Ίσως απατούσε τον Καρλ. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμικτα. Ένιωσε άσχημα για το ότι ήταν ο υπεύθυνος που ο φίλος του έμαθε την αλήθεια και ίσως αυτό να τερμάτιζε τη σχέση του με την Άνα, άλλα ταυτόχρονα, ένιωθε καλά με την συνείδησή του. Έτσι, ίσως να τον προφύλασσε από το να πληγωθεί μελλοντικά, ανακαλύπτωντας ότι η γυναίκα που λάτρευε του έλεγε ψέματα και - πολύ πιθανό - να τον απατούσε. Το άγνωστο συναίσθημα που δεν περίμενε να νιώσει, ήταν αυτό της ευχαρίστησης. Της ικανοποίησης με την ιδέα του πιθανού χωρισμού του Καρλ με την Άνα. Ήταν ζήλεια, αν και δεν τολμούσε να το παραδεχτεί. Αντ’αυτού, έπεισε τον εαυτό του ότι αυτό που ένιωθε ήταν χαρά για το ότι ίσως ο κολλητός του να επέστρεφε στην Αγγλία και να αποφοιτούσε. Ήθελε πολύ να τον ξανασυναντήσει. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε, ότι εκείνος θα είχε χάσει για πάντα τον έρωτα της ζωής του και δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Τελικά αποφάσισε ότι αυτό που ένιωθε ήταν το σωστό συναίσθημα ενός σωστού φίλου. Ήταν λυπηρό να χαλάσει η ευτυχισμένη ζωή που είχε ο φίλος του στην Ισπανία, άλλα και ευχάριστο να τον ξανάβλεπε. Δεν έπρεπε να νιώθει ενοχές. Οι φίλοι πρέπει να είναι μαζί στα εύκολα άλλα και τα δύσκολα, σκέφτηκε. Και αυτή τη στιγμή ήθελε τον φίλο του δίπλα του. Για να τον βοηθήσει και να βοηθηθεί και ο ίδιος. Αισθάνθηκε καλύτερα. Ένα βάρος έφευγε από πάνω του. Η ελπίδα για όμορφες στιγμές στο μέλλον που ξανοίγοταν μπροστά του, τον έκανε να χαμογελάσει. Σκέφτηκε ότι ήταν καλή ιδέα, τελικά, το πάρτυ της Σούζαν. Θα το κάψουμε απόψε. Θα βρούμε και μια… ομορφούλα, τόσες θα είναι εκεί άλλωστε, και θα κάνουμε και την Ντέμπυ να τρέχει… Τέλεια! ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Αποφοίτηση. (Μαζί) Κόβεντρι. 16 Ιουλίου 2004. «Το πιστεύεις ότι είμαστε εδώ σήμερα; Ότι ήρθε αυτή η μέρα επιτέλους; Φίλε μου, νόμιζα ότι δεν θα περνούσα ποτέ τις καταραμένες εξετάσεις. Ήμουν σίγουρος ότι θα κοπώ. Τα καταφέραμε. Τα καταφέραμε ρε φίλε…» Ο Κόλιν έδειχνε ενθουσιασμένος. «Ναι, τα καταφέραμε. Πέρασαν γρήγορα τα χρόνια, έτσι;» «Πολύ γρήγορα… Πότε ήταν που είχαμε βρεθεί τυχαία στο μάθημα που είχα χάσει. Τότε που μου έδωσες τις σημειώσεις… Σαν χτες.» «Σαν χτες… Περνάει ο καιρός. Περνάει γρήγορα και φεύγει…» Ο Καρλ ακούγονταν πικραμένος. Ο ενθουσιασμός που ξεχείλιζε από όλους, όσους παραβρίσκονταν αυτή την ζεστή ημέρα στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι, δεν είχε βρει θέση στον Καρλ. Όλα του φαίνονταν ανούσια. Προσπαθούσε να δείχνει έναν ψεύτικο ενθουσιασμό για να αποφύγει τις σχετικές ερωτήσεις, για το τι έχει και φαινεται τόσο πεσμένος. Δεν είχε καμία όρεξη να απολογείται για τη διάθεσή του. Ανάμεσα στο πλήθος που περίμενε να ανέβει ο Πρύτανης στο βάθρο και να απαγγείλει τον λόγο του, πριν ξεκινήσουν οι απονομές των πτυχίων, ήταν και οι γονείς του Καρλ. Είχαν ταξιδέψει από τη Γερμανία μόνο γι’αυτό τον λόγο. Ο πατέρας του έστεκε ευθυτανής και αυστηρός. Ο Καρλ θα ορκιζόταν ότι έκανε αγγαρεία με το να βρίσκεται εκεί αυτή την ημέρα, όπως,άλλωστε, έκανε και ο ίδιος. Η μητέρα του έδειχνε συγκινημένη, βγάζοντας κάθε λίγο ένα μικρό μαντήλι από την τσάντα της και σκουπίζοντας τα δάκρυα της, όπως φάνηκε στον Καρλ. Δίπλα του έστεκε ο Κόλιν. Ήταν σχετικά χαρούμενος και σίγουρα σε πολύ καλύτερη διάθεση από τον ίδιο. Μετά την επιστροφή τους στην Αγγλία και κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, οι δύο φίλοι είχαν απομακρυνθεί κάπως. Δεν είχαν τσακωθεί, απλά ο Κόλιν ήθελε να δώσει λίγο χώρο και χρόνο στον Καρλ, ώστε να ξεχάσει την περιπέτεια της Μαρμπέγια και το κορίτσι που άφησε πίσω και να αφοσιωθεί στον μοναδικό πλέον στόχο της ζωής του, δηλαδή να αποφοιτήσει και να φτιάξει το μέλλον του. Αισθανόταν λίγο ένοχος, για το ότι δεν τον στήριξε, όσο θα έπρεπε, τις τελευταίες δύσκολες μέρες στην Ισπανία, όταν ο Καρλ βασανιζόταν για να διαλέξει το σωστό δρόμο που θα έπρεπε να πάρει. Ίσως και ο ίδιος να μην ήταν έτοιμος να πάρει θέση σε ένα τόσο κομβικό σημείο της ζωής του καλύτερού του φίλου. Πίστευε ότι έκανε το σωστό, όταν προτίμησε να κρατήσει αποστάσεις, χωρίς να επηρεάσει τον Καρλ. Δεν θα άντεχε να κουβαλάει στην υπόλοιπη ζωή του τις τύψεις ότι αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του φίλου του. Δεν θα ήθελε να είναι ο υπεύθυνος αν ο Καρλ, στην πορεία των χρόνων, ανακάλυπτε ότι η απόφαση που πήρε ήταν λάθος και ότι είχε χάσει για πάντα τον έρωτα της ζωής του και την ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένος. Η σημερινή ημέρα, δεν ήταν ακριβώς όπως την ονειρεύοταν από την στιγμή που είχε γίνει δεκτός στο Κολλέγιο. Αλλιώς περίμενε εκείνη την στιγμή. Ήταν χαρούμενος που επιτέλους, είχε αποφοιτήσει και θα ξεκινούσε η πραγματική του ζωή, άλλα ταυτόχρονα τον βασάνιζαν πολλές σκέψεις στο μυαλό του. Αυτό ήταν λοιπόν; Γι’αυτή την στιγμή περιμέναμε τέσσερα χρόνια, με τόσο άγχος και κόπο, ώστε να φτάσει η σημερινή μέρα, ντυμένοι με μια γελοία στολή και περιμένοντας τον γέρο-Πρύτανη να μας δώσει ένα τυλιγμένο ρολό χαρτί; Τελικά άξιζε τον κόπο; Μπορώ πλέον να λέω ότι είμαι απόφοιτος Ισπανικής Φιλολογίας… Ωραίο ακούγεται. Ίσως ρίξω καμιά γκόμενα έτσι… Οι γονείς πάντως, θα είναι περήφανοι… Απ’ ότι βλέπω, είναι… Για κοίτα τον γερο-Άλαν… Κλαίει; Αυτό πρέπει να το φωτογραφίσω. Αυτή είναι σπάνια στιγμή! Αν και τον νιώθω κάπως… Νομίζω κι εγώ θα το ήθελα αυτό, κάποτε, από το παιδί μου… Ο χερ Μπάντερ είναι αυτός; Βαστάει γερά. Ακλόνητος. Άραγε τι θα έκανε αν ο Καρλ δεν ήταν εδώ τώρα; Μπορεί να είχε πάει στην Ισπανία να τον φέρει πίσω με το ζόρι. Δε θα ‘θελα να το δω αυτό. Ευτυχώς όλα πήγαν ΟΚ... Αυτή άραγε του ξαναμίλησε; Δεν την αναφέρει ποτέ… Λες και θέλει ξεγράψει τελείως. από το μυαλό του όλη αυτή την ιστορία. Κρίμα… Οι αναμνήσεις είναι το παν στη ζωή, αλλά δεν έχει άδικο… Ούτε εγώ θα άντεχα στην ανάμνησή της. Ήταν ο έρωτας που συναντάς για μία φορά στη ζωή σου. Μπορεί και να μην το ζήσεις ποτέ αυτό το συναίσθημα και να ψάχνεις μια ζωή το άλλο σου μισο… Ω ναι, φίλε… αυτή ήταν το άλλο του μισό… Άραγε θα ξαναγίνει όπως πριν; Θα ξαναγελάσει ποτέ; Έχει κλειστεί εντελώς στον εαυτό του. Το βράδυ όμως, θα τον τραβήξω με το ζόρι στο πάρτυ. Θα μεθύσουμε μαζί. Θα τον κάνω να διασκεδάσει ξανά. Του το χρωστάω! Αυτή είναι η μέρα μας και πρέπει να μείνει αξέχαστη! «Κόλιν.» Ο Καρλ σκούντηξε τον φίλο του, δείχνοντάς με το κεφάλι του τη κατέυθυνση των φοιτητών που στέκονταν στην μικρή εξέδρα. «Τί;» «Αυτή δεξιά και πίσω σου, όπως κοιτάς, είναι η Ντέμπορα, έτσι; Ομόρφυνε πολύ… Γιατί δεν κάνεις κάτι, να τα ξαναβρείτε; Μην είσαι τόσο σκληρός μαζί της…» «Σκληρός; Θεωρείς ότι της φέρθηκα άσχημα; Τότε τι να πω εγώ για το φέρσιμο της ρε φίλε; Μαζί ήμασταν στο Λονδίνο. Θυμάσαι τι έγινε…» «Ναι θυμάμαι… Αλλά…» «Δεν έχει αλλά, φίλε… Δε φέρθηκε καλά. Με πρόδωσε. Εντάξει δεν θα κλάψω κι όλας που την έχασα, απλά με πείραξε ο τρόπος που έγινε. Πίσω από την πλάτη μου. Τουλάχιστον βγήκε κάτι καλό απ’αυτό. Πήγαμε και στην Ισπανία…» «Ναι… Πήγαμε…» «Μμμ… Σόρρυ φίλε. Δεν έπρεπε να αναφέρω το θέμα αυτό. Καταλαβαίνω…» «Όλα καλά…» Ο Καρλ ήξερε όμως, ότι δεν ήταν καθόλου καλά. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει αυτό που είχε ζήσει στην Ισπανία. Το κορίτσι που άφησε εκεί. Την απόφαση που πήρε. Έμοιαζε με τον σταυρό του μαρτυρίου που θα έσερνε για όλη του τη ζωή, όπως έδειχναν τα πράγματα. Ο Κόλιν μετάνιωσε που έφερε τη κουβέντα εκεί, άλλα ήταν αργά. Ορκίστηκε να μην αναφέρει ποτέ ξανά κάτι για το ταξίδι τους στην Μαρμπέγια. Τουλάχιστον μέχρι να το ξεπεράσει οριστικά ο φίλος του. Άλλωστε πάντα πίστευε ότι ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Και οι δύο το πίστευαν. Κακομοίρη Καρλ… Περνάς μεγάλο ζόρι και σε καταλαβαίνω. Δε θα ήθελα να είμαι στη θέση σου. Πως ξεχνάς άραγε μετά απ’ αυτό; Ξεχνάς ποτέ; Σιγά μη σβήσεις απ’ τη μνήμη σου αυτές τις αναμνήσεις. Αν έζησες για λίγο στον παράδεισο δεν το ξεχνάς ποτέ. Μακάρι να βρει μια καλή κοπέλα να τον αναστήσει. Είναι σαν νεκρός. Δεν είναι ο κολλητός μου αυτός… Ο Κόλιν αναστέναξε με τις σκέψεις. Για να διώξει από το μυαλό του τα σύννεφα, αποφάσισε να κοιτάξει εκεί που του είχε δείξει ο Καρλ, αν όντως ήταν η Ντέμπορα, όπως έλεγε. Κοίταξε και ήταν, όντως εκείνη. Σκέφτηκε ότι ο Καρλ είχε δίκιο. Είχε ομορφύνει πολύ… Πάντα ήταν όμορφη, άλλα σήμερα ήταν ειδική περίσταση και είχε περιποιηθεί πολύ τον εαυτό της. Ο Καρλ δεν την είχε προσέξει ποτέ ξανά, έτσι. Είναι όμορφη. Γιατί να είναι τόσο χαζή; Γιατί να το κάνει αυτό; Θα είμασταν μια χαρά τώρα. Ίσως και να μέναμε χρόνια μαζί. Μπορεί να με νευρίαζε, άλλα είχαμε χημεία μαζί. Τώρα δεν γίνεται τίποτα. Δεν θα θέλει. Δεν γίνεται να έχουμε τύχη, ξανά μαζί. Καμία τύχη… «… Σήμερα είναι το πρώτο βήμα της ενήλικης ζωής σας. Σήμερα ξεκινάει το ταξίδι σας. Ζήστε τη ζωή σας όπως επιλέξτε εσείς. Καλή επιτυχία σε όλους σας!» Η φωνή του Πρύτανη διέκοψε την ονειροπόληση του Κόλιν. Αμέσως επανήλθε στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα που έλεγε ότι σήμερα ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Κόβεντρι και πτυχιούχος της Ισπανικής Φιλολογίας. Και δίπλα του ο Καρλ. Απόφοιτος Φυσικών Επιστημών, αν θυμόταν καλά. Ο Κόλιν δεν ήταν σίγουρος για την ειδικότητα του φίλου του. Είχε πάρει και μαθήματα Ψυχολογίας. Ίσως κατέληγε και ψυχολόγος, όπως του άρεσε να λέει. Απέναντι οι γονείς τους, στέκονταν περήφανοι για τους γιους τους. Όλα έδειχναν τέλεια εκείνη την ημέρα, εκτός από τον εσωτερικό κόσμο των δύο φίλων. Εκεί μέσα τα συναισθήματα έδιναν τη δική τους μάχη. Κυρίως στον Καρλ, άλλα και ο Κόλιν δεν πήγαινε πίσω. Επαγγελματικά έδειχνε να ήξερε τι θέλει και να είναι έτοιμος να το πετύχει. Στα προσωπικά του θέματα, δεν είχε ιδέα τι να κάνει, όμως… Ήταν απόλυτα μπερδεμένος, όπως και ο φίλος του. Τον θαύμαζε για το κουράγιο και την αποφασιστικότητα που έδειξε κάνοντας την επιλογή αυτή, θυσιάζοντας μια πιθανή ευτυχία για το επαγγελματικό του μέλλον, κάτι το οποίο ο Κόλιν δεν ήταν σίγουρος ότι θα είχε τη δύναμη να το κάνει. Σταμάτησε να σκέφτεται, καθώς η διαδικασία της παραλαβής των πτυχίων είχε ξεκινήσει. Οι απόφοιτοι θα πήγαιναν αλφαβητικά να πάρουν τα πτυχία από τον Πρύτανη και ο Καρλ, ήταν από τους πρώτους. Όταν τον φώναξαν από το μικρόφωνο, κατευθύνθηκε με αργό βήμα και παρέλαβε το πτυχίο του. Το σήκωσε προς τους γονείς του που χειροκροτούσαν δυνατά. Ο Κόλιν του έκανε το σήμα της νίκης και ο Καρλ ανταπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά, σε όλη τη διάρκεια της ημέρας που ο Καρλ χαμογελούσε. Λίγο αργότερα ήρθε και η στιγμή του Κόλιν. Κατευθυνόμενος προς το βάθρο, κοίταξε τους γονείς του που χειροκροτούσαν συγκινημένοι. Τους χαμογέλασε, περήφανος που σήμερα τους είχε κάνει ευτυχισμένους. Γυρνώντας στη θέση του το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό της Ντέμπορα. Απότομα και οι δύο γύρισαν αλλού το βλέμμα, νιώθοντας νευρικότητα και πολύ αμηχανία. «Τα καταφέραμε φίλε. Αποφοιτήσαμε. Έχουμε το χαρτί στο χέρι! Μου φαίνεται απίστευτο. Τώρα καταλαβαίνω ότι πετύχαμε κάτι καλό, Καρλ…» «Ναι, πετύχαμε κάτι σπουδαίο. Είναι πράγματι σημαντικό. Αλλά… φέρνει άραγε την ευτυχία; Εννοώ, ότι τώρα έχουμε κάτι που μπορεί να φτιάξει τη ζωή μας όπως εμείς τη θέλουμε. Αρκεί όμως; Αυτό το χαρτί, ορίζει την ευτυχία; Πες μου Κόλιν, είναι έτσι;» Ο Κόλιν δεν είχε απάντηση. Δεν έβρισκε κάτι σωστό να πει εκείνη τη στιγμή. Ο φίλος του ήταν πληγωμένος. Σίγουρα θα προχωρούσε τη ζωή του, άλλα δεν ήταν σίγουρος πόσο πολύ καιρό θα του έπαιρνε για να επανέλθει. Αναστέναξε. «Έχεις δίκιο φίλε, άλλα ας μην το σκεφτόμαστε τώρα. Ας χαρούμε τη στιγμή. Την ημέρα αυτή που είναι δική μας και μόνο… Εντάξει, ίσως και λίγο των… γονιών μας!» Γέλασαν και οι δύο και κατευθύνθηκαν προς τους υπόλοιπους νεαρούς που γιόρταζαν το κατόρθωμα τους με αγκαλιές, φωνές και σχέδια για το βράδυ. Όλοι μιλούσαν για το πάρτυ της Σούζαν, της πλούσιας συμφοιτήτριας τους, που το βράδυ τους περίμενε, στην έπαυλη των γονιών της, στο Γουόρικ - όχι πολύ μακριά από το Κόβεντρι - για να γλεντήσουν την αποφοίτησή τους. Ο Κόλιν θα πήγαινε και είχε σκοπό να τραβήξει μαζί του και τον Καρλ - ακόμα και με το ζόρι - για να τον κάνει να ξεχαστεί, έστω για μία βραδιά, από τις αβάσταχτες σκέψεις του. Οι γονείς τους πλησίασαν. Όλο καμάρι και περηφάνια για τους γιους τους. Ο κύριος και η κυρία Μπάντερ αγκάλιασαν τον Καρλ. Για πρώτη φορά από όσο τον θυμόταν, ο πατέρας του ήταν τόσο συγκινημένος και εκδηλωτικός. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έδειχνε σε όλη τη διάρκεια της τελετής. Οι γονείς του Κόλιν ήταν το ίδιο περήφανοι. Η μητέρα του έκλαιγε. Ο πατέρας του, ο κύριος Μέινορ, ένας από τους πιο πετυχημένους μπίζνεσμαν στο Λονδίνο, ήταν κι αυτός συγκινημένος. Επίσης η πρώτη φορά που συνέβαινε, σκέφτηκε ο Κόλιν. Μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά, οι δύο φίλοι κατευθύνθηκαν ξανά προς τους υπόλοιπους, πρώην πλέον,συμφοιτητές τους. Ο Ματ και ο Τζων, ήταν μεσα στη τρελή χαρά. Το μόνο που τους απασχολούσε τώρα ήταν το μεγάλο πάρτυ της Σούζαν. Ο Κόλιν τους υποσχέθηκε ότι θα ήταν εκεί, κοιτώντας με ένα πονηρό βλέμμα τον Καρλ. Ο Καρλ του χαμογέλασε μηχανικά και έστρεψε το βλέμμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια κοπέλα πλησίαζε προς το μέρος τους. Κοίταξε καλύτερα. Ήταν η Ντέμπορα. Έδειχνε διστακτική. «Φίλε, έχεις επισκέψεις. Εγώ θα σε αφήσω τώρα. Θα τα πούμε μετά στο σπίτι σου. Πάρε με τηλέφωνο. Αουφίντερζεν!» Ο Καρλ τον χαιρέτησε και έφυγε με γοργό βήμα. «Περίμενε Καρλ! Μη μου το κάνεις αυτό… Μείνε εδώ!» Άλλα ο Καρλ είχε ήδη απομακρυνθεί. Ήθελε να τους αφήσει μόνους να μιλήσουν. Ο Κόλιν αισθάνθηκε άσχημα, καθώς η Ντέμπορα είχε ήδη φτάσει μπροστά του. «Γεια… Είσαι καλά;» «Γειά σου Ντεμπ. Καλά, εσύ;» «Καλά, μια χαρά. Τα καταφέραμε λοιπόν. Αποφοιτήσαμε. Το πιστευείς ότι πέρασαν κι όλας τέσσερα χρόνια;» «Ναι, τα καταφέραμε. Μπράβο μας. Περνάει ο καιρός, είδες; Δεν το παιρνεις είδηση…» «Όντως… Άκου Κόλιν. Σχετικά με το Λονδίνο… Ήταν άσχημο αυτό που συνέβη. Δεν έγινε τίποτα με τον Μαρκ. Στο ορκίζομαι. Ξέρω ότι…» «Ντέμπυ… Δε πειράζει. Ό, τι έγινε, έγινε. Δεν κρατάω κακία. Κι εγώ ήμουν κάπως περίεργα τότε…» «Ναι, μα… Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι. Ήμασταν… μαζί.» «Ναι, ήμασταν. Κοίτα Ντεμπ. Ας μην γυρνάμε πίσω στο παρελθόν. Είχαμε καλές στιγμές μαζί, το ξέρω. Ίσως να μην… ήταν γραφτό. Ίσως καλύτερα έτσι. Δε ξέρεις πως θα ήταν το μέλλον μας μαζί.» «Είχαμε… Έχουμε μέλλον Κόλιν…» «Ντεμπ… Άστο… Θα σε δω και το βράδυ στο πάρτυ της Σούζαν. Θα έρθεις;» «Ναι… Μάλλον. Δεν έχω κανονίσει τίποτα. Θα τα πούμε εκεί λοιπόν;» «Ναι, θα τα πούμε εκεί. Να περνάς καλά Ντέμπ και…θυμήσου, ο χρόνος περνάει γρήγορα...» Ο Κόλιν ευχήθηκε να μην ξεστόμιζε αυτό το απαίσιο κλισέ. Η Ντέμπορα απομακρύνθηκε απογοητευμένη, με νευρικό βήμα, μη κοιτώντας πίσω της. Είχε μετανιώσει την ώρα και την στιγμή που πλησίασε για να μιλήσει. Ο Κόλιν ένιωσε παράξενα. Η ιδέα να ξαναδεί την Ντέμπορα το βράδυ του είχε προκαλέσει ανάμικτα συναισθήματα. Θα ‘θελε πολύ να μιλήσουν, άλλα ένιωθε ένα κόμπο στο στομάχι με την ιδέα αυτή. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάει στο πάρτυ. Ήθελε να ξεσκάσει και να δει μια τελευταία φορά όλους τους φίλους του από το κολλέγιο, πριν ο καθένας πάρει τον δρόμο του. Επίσης ήθελε να πείσει τον Καρλ να τον ακολουθήσει για να του δώσει μια ευκαιρία διασκέδασης που, τόσο πολύ την είχε ανάγκη. Και οι δύο είχαν ανάγκη αυτό το πάρτυ. Ευχήθηκε μέσα του να μην συναντούσε εκεί την Ντέμπορα. Να είχε όντως κανονίσει κάτι άλλο για το βράδυ. Κατευθύνθηκε προς το κολλέγιο για να πάρει τα πράγματα του και να τα μεταφέρει στο σπίτι που θα νοίκιαζε μέχρι να πάει στην Ισπανία. Σε όλο τον δρόμο, σκέφτονταν την κουβέντα με την Ντέμπορα. Παραδεχόταν, ότι ήθελε πάρα πολύ να την δει το βράδυ στο πάρτυ. Ένιωθε ότι κάτι είχαν αφήσει στη μέση. Ο χρόνος περνάει. Οι ευκαιρίες χάνονται, άλλα ήξερε καλά ότι υπήρχε μια ευκαιρία τώρα. Απλά έπρεπε να είναι εκεί η Ντέμπορα, το βράδυ, στο πάρτυ και μετά τα υπόλοιπα, ήταν δική του δουλειά. Ήξερε πολύ καλά τι θα έκανε. Ήταν μια από εκείνες, τις μοναδικές στιγμές στην ζωή του που ήταν απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό του. Απλά να είσαι εκεί το βράδυ, Ντεμπ. Να είσαι εκεί… ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κόλιν. Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι. 19 Μαρτίου 2004. Η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Κόβεντρι ήταν μια κλασσική βιβλιοθήκη ενός τυπικού βρετανικού κολλεγίου που σέβεται τον εαυτό του. Βιβλία κάθε λογής και κάθε ειδικότητας, τεράστια στενά τραπέζια με καρέκλες, κάποιοι υπολογιστές σε συγκεκριμένο χώρο και το απαραίτητο μικρό και λιτό γραφείο, του υπεύθυνου βάρδιας, που εκέινο το απόγευμα ήταν η - μόνιμα εκνευρισμένη και αυστηρή - κυρία Ντίξον. Μια 45χρονη, ντόπια χήρα, με υπερβολικά απλό και συντηρητικό ντύσιμο, δίχως να επιτρέπει την παραμικρή ατέλεια πάνω της. Είχε αποκτήσει την φήμη της πιο σκληρής γυναίκας του κολλεγίου και φρόντιζε επιμελώς, να την διατηρεί, τις μέρες της βάρδιάς της. Ήταν Παρασκευή και η βιβλιοθήκη ήταν ασυνήθιστα γεμάτη για την ημέρα. Το γεγονός ότι ήταν Μάρτιος και οι τελικές εξετάσεις απείχαν λιγότερο από τρεις μήνες, είχε παίξει το ρόλο του στην έντονη κινητικότητα . Φοιτητές κάθε έτους και ειδικότητας, ήταν εκεί και στριμώχνοταν στα στενά τραπέζια, αναζητώντας βιβλία, κάποιοι άλλοι βυθισμένοι στα λάπτοπ τους και όλοι, ανεξαιρέτως, με μια κούπα καφέ στο χέρι. Ο Κόλιν βαριόταν. Ουσιαστικά, βαριόταν από το πρώτο έτος που των σπουδών του στο πανεπιστήμιο. Δεν μπορούσε να διώξει αυτό το συναίσθημα και δεν είχε προσπαθήσει ποτέ σοβαρα για να το κάνει. Δεν είχε βρει όυτε μία αφορμή για να αγαπήσει αυτό το μέρος. Δεν έδινε το δικαίωμα στον εαυτό του, ούτε καν να δοκιμάσει. Έμοιαζε να έχει συμβιβαστεί με αυτό που έκανε, απλά και μόνο γιατί ήταν υποχρεωμένος να τελειώσει τις σπουδες και να πάρει το πτυχίο του. Τίποτα άλλο δεν τον κρατούσε σ’ εκείνη την πόλη. Τίποτα δεν τον έδενε με το μέρος. Ο Κόλιν δεν ήταν από το Κόβεντρι. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Μπράιτον. Νότια, σχεδόν ‘αγγίζοντας’ τη Γαλλία, όπως του άρεσε να λέει, χαριτολογώντας, άλλα και με μια αίσθηση κυνικότητας. Στα δεκαέξι του μετακόμισε στο Λονδίνο, αφού - μη έχοντας άλλη επιλογή - όλη η οικογένεια ακουλούθησε τον πατέρα, στην νέα του επαγγελματική θέση που του είχε προσφερθεί από μια μεγάλη ασφαλιστική εταιρία, με έδρα στην βρετανική πρωτεύουσα. Η αποκαλούμενη και ‘ευκαιρία ζωής’ που παρουσιάζεται μία φορά, αν είναι τυχερός κάποιος. Πώς ήταν λοιπόν, δυνατόν να την απέρριπτε… Δεν υπήρχε επιλογή για τον Κόλιν και την οικογένειά του. Το μόνο θετικό στα μάτια του, ήταν ότι αυτή η ευκαιρία είχε προσφέρει τη δυνατότητα ενός αρκετά άνετου και πολυτελούς διαμερίσματος στη περιοχή του Κένσιγκτον, μια από τις πιο αξιόλογες γειτονιές του Λονδίνου, κάτι που είχε ενθουσιάσει τη μητέρα του, όχι όμως και τον ίδιο. Ο Κόλιν αγαπούσε τα όμορφα πράγματα και τη διασκέδαση, άλλα, ήταν λιγότερο ματαιόδοξος από τους γονείς του. Η Τζουντ Μέινορ, η μητέρα του, ήταν διοικητικό στέλεχος σε τουριστικό γραφείο. Η εταιρία της φυσικά, φρόντισε να της βρει θέση στο αντίστοιχο γραφείο που διατηρούσε στο Λονδίνο. Ο πατέρας, ο Άλαν Μέινορ, ήταν ένας αθεράπευτα φιλόδοξος τεχνοκράτης που κινούταν στον χώρο των ασφαλειών. Κατείχε τη θέση του υποδιευθυντή στο υποκατάστημα μεγάλης ασφαλιστικής εταιρίας στο Μπράιτον. Όταν δέχτηκε την προσφορά δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή να πει το ‘ναι’. Θα τον έκαναν διευθυντή στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας, στο Λονδίνο, ενώ ο μισθός του… εκτοξευόταν σημαντικά. Ήταν πράγματι ευκαιρία ζωής. Έτσι το μόνο που έλειπε, ήταν η μετεγγραφή του Κόλιν σε ένα καινούριο σχολείο εκεί, ώστε όλα να τακτοποιηθούν όπως έπρεπε. Το θέμα αυτό διευθετήθηκε πολύ γρήγορα και έτσι είχε πέσει και το τελευταίο ‘οχυρό’, η τελευταία ελπίδα του Κόλιν, στο να μη γίνει η μετακόμιση στην πρωτέυουσα. Ενώ οι γονείς του ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με το, πολλά υποσχόμενο, μέλλον τους στο Λονδίνο, για τον Κόλιν αυτή η απροσδόκητη τροπή που έδειχνε να παίρνει η ζωή του, πάνω στην πιο περίεργη φάση της, την εφηβεία του, κάθε άλλο παρα σαν πρόκληση έδειχνε στα μάτια του. Το αντίθετο. Ένοιωθε σαν να έπρεπε να εκτίσει μια ποινη καταναγκαστικών έργων, για την οποία είχε καταδικαστεί χωρίς να είναι ένοχος. Ερήμην του… Έτσι, δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτή την αλλαγή στη ζωή του. Μοναχοπαίδι και μεγαλωμένος σε διαφορετικούς ρυθμούς ζωής, νοσταλγούσε ακόμα το Μπράιτον. Νοσταλγούσε της βόλτες στη διάσημη προβλήτα της πόλης, τα βράδια Παρασκευής με τους φίλους του από το σχολείο, τα ατέλειωτα παιχνίδια στο μικρό λούνα παρκ που υπήρχε εκεί, το ψάρι με τις τηγανιτές πατάτες στη παραλία, τους γλάρους να πετάνε κατά μήκος της ακτής και πάνω από τα στενά δρομάκια, το Βασιλικό Παλάτι φωτισμένο τις νύχτες και τα φημισμένα ζαχαρωτά της μικρής αυτής πόλης, στο νότο. Ο Κόλιν νοσταλγούσε τη παιδική του ηλικία. Νοσταλγούσε τα πάντα που είχαν σχέση με την πόλη του. Το Λονδίνο δεν είχε καταφέρει να τον συνεπάρει, ούτε μία στιγμή. Αν και το επισκεπτόταν για πρώτη φορά στη ζωή του, δυσκολεύοταν να βρει κάτι που να τον κάνει να το αγαπήσει ή έστω να τον εντυπωσιάσει. Δεν είχε προσπαθήσει καθόλου, να κάνει φιλίες και δεν έδειχνε πρόθυμος να κοινωνικοποιηθεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Το σχολείο που γράφτηκε ήταν ένα ιδιωτικό λύκειο κοντά στο Νότινγκ Χιλ. Αρκετά χλιδάτο και ‘καθώς πρέπει.’ Ένιωθε ότι ήταν αυτό ακριβώς που δεν του χρειαζόταν και δεν ζητούσε εκείνη την στιγμή στη ζωή του. Για την ακρίβεια, το τελευταίο που είχε ανάγκη, ήταν ένα σχολείο γεμάτο κακομαθημένα πλουσιόπαιδα, και το επικριτικό βλέμμα των κοριτσιών, για το ‘αγόρι από την επαρχία που ήρθε στην πρωτεύουσα.’ Μπορούσε, άνετα, να διακρίνει το υποτιμητικό βλέμμα των πρωτευουσιάνων, των πλουσιόπαιδων του Νότινγκ Χιλ και το ‘Τι-Δουλεια-Εχεις-Εσυ-Εδώ’ ύφος τους, από χιλιόμετρα μακριά. Μισούσε τον επιτηδευμένο χλευασμό τους για την νότια προφορά του και την όλη αντιμετώπιση, που κάνουν κάποιον να αισθάνεται, όχι ακριβώς ανεπιθύμητος, άλλα τουλάχιστον, μη ευπρόσδεκτος. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που ονειρεύοταν να ζήσει ο Κόλιν, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να εκτίσει την ‘ποινή’ που του είχε επιβληθεί, μέχρι και την τελευταία μέρα της. Η πολλά υποσχόμενη καριέρα του πατέρα του, στον χώρο των ασφαλειών, ήταν αυτή τη στιγμή το σημαντικότερο θέμα στην οικογένεια Μέινορ και οι προβληματισμοί ενός δεκαεξάχρονου έφηβου δεν μπορούσαν καν να ληφθούν σοβαρά υπ’όψην, από κανέναν. Ο αθλητισμός αποδείχτηκε η μόνη του διέξοδος. Από μικρό παιδί αγαπούσε τα σπορ. Επαιζε ποδόσφαιρο και - μερικές φορές - μπάσκετ, όταν έβρισκε συμπαίκτες. Στο Λονδίνο όμως, δεν είχε καθόλου όρεξη να δοκιμάσει να μπει στην ομάδα ποδοσφαίρου του σχολείου του. Αντικειμενικά, ήταν καλύτερος από τη πλειοψηφία των μαθητών που συμμετείχαν στις αθλητικές ομάδες του λυκείου, και αυτό ήταν αποδεκτό από όλους, όμως δεν ήταν τόσο δημοφιλής, όσο χρειαζόταν για να γίνει δεκτός σ’αυτή την κλειστή κοινωνία, την ελίτ του σχολείου. Αυτό δεν τον ένοιαζε καθόλου, ούτε προσπαθούσε να το αλλάξει. Δεν είχε κανένα σκοπό, ούτε κάποιο κίνητρο, εκτός άπο ένα. Να αποφοιτήσει. Η αποφοίτηση-λύτρωση από τον ‘γολγοθά’ του, σήμαινε επιλογή κολλεγίου για τις σπουδές του. Σήμαινε επιλογή της ζωής που ήθελε να κάνει. Προσωπική απόφαση για πρώτη φορά στη ζωή του, χωρίς κάποιος άλλος να επιλέξει γι’αυτόν. Ο Κόλιν ήξερε πολύ καλά που ήθελε να περάσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια της ζωής του. Σκόπευε να επιστρέψει στο αγαπημένο του Μπράιτον και μοιραία, το Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ ήταν η μοναδική του επιλογή. Το ηξερε καλά αυτό και με την σκέψη αυτή στο μυαλό είχε αντέξει όλο το διάστημα της ζωής του στο Λονδίνο. Ήταν πλέον σίγουρος πως το δικό του ‘πράσινο μίλι’ είχε κάπου κατάληξη και μάλιστα καλή. Ο καιρός στο Λονδίνο περνούσε ήρεμα και βαρετά, μέχρι που οι πρώτοι φάκελλοι, με τις απαντήσεις από τα κολλέγια, άρχισαν να καταφθάνουν σπίτι. Η καρδιά του χτυπούσε κάθε φορά που άνοιγε έναν φάκελο στο μικρό γραφείο του, στο διαμέρισμα του. Προς μεγάλη απογοήτευση του Κόλιν, το μοναδικό πανεπιστήμιο που έκανε αποδεκτή την αίτηση του, ήταν αυτό του Κόβεντρι. Ηταν ο μοναδικός φάκελος που είχε θετική απάντηση, από τους ελάχιστους που έλαβε. Το Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ. η κρυφή του ελπίδα να επιστρέψει στον τόπο του, είχε απαντήσει αρνητικά. Τα υπόλοιπα πανεπιστήμια που είχαν μπει στον κόπο να στείλουν απάντηση τον είχαν – επίσης - απορρίψει. Μετά από αυτή την άτυχη κατάληξη, ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Δεν είχε την αντοχή να δοκιμάσει να στείλει επιστολές απαιτώντας - όπως του είχε προτείνει εμφατικά η μητέρα του - μια απάντηση για το αν είχε γίνει δεκτός ή όχι. Η απόρριψει που είχε δεχτεί από το πανεπιστήμιο του Σάσσεξ είχε δώσει τέλος στα όνειρα του. Για άλλη μια φορά έπρεπε να συμβιβαστει. Ειχε, μόλις κλείσει τα δεκαοκτώ και η ενήλικη ζωή του θα έπρεπε να ξεκινήσει με - έναν ακόμα - συμβιβασμο… Τελικά, σκεπτόμενος τις προοπτικές του, αποφάσισε ότι το Κόβεντρι και τα Μίντλαντς, η κεντρική Αγγλία δηλαδή, φάνταζε σαν η λιγότερο κακή επιλογή από τις υπόλοιπες που υπήρχαν. Η μία επιλογή βέβαια, ήταν να έμενε στο Λονδίνο, στη πόλη που ποτέ δεν αγάπησε και που είχε ξοδέψει ήδη, δύο χρόνια από τη ζωή του και να ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα του. Η εναλλακτική λύση, ήταν να δουλέψει σε κάποια παμπ τα βράδια για να βγάζει τα απαραίτητα χρήματα για τη διαβίωσή του, ενώ – παράλληλα - θα έψαχνε για δουλειά σε μια μεγαλούπολη με παραπάνω από 7 εκατομμύρια κατοίκους. Όχι και ό,τι καλύτερο, σκεφτόταν. Οι υπόλοιπες επιλογές ήταν για τον Κόλιν απαγορευτικές. Έτσι, όπως έβλεπε τώρα τα πράγματα οι επιλογές του ουσιαστικά ήταν η... εξής μία. Το πανεπιστήμιο του Κόβεντρι. Ήξερε ότι το κολλέγιο και η αποφοίτηση, μετά από τέσσερα χρόνια και με το πτυχίο στο χέρι, θα του έδινε τη δυνατότητα να φύγει από την Αγγλία. Θα του έδινε την ευκαιρία να επισκευτεί την, άλλη αγαπημένη του χώρα, την Ισπανία, που πάντα ήθελε να γνωρίσει και να ζήσει εκεί. Ήξερε καλά τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Θα σπούδαζε ισπανική φιλολογία. Αυτό απαντούσε με σιγουριά σε όποιον και να τον ρωτούσε, τι σχεδιάζει να κάνει από δω και στο εξής στη ζωή του. Η απόφαση είχε ληφθεί, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, οι οποίες όμως, κάμφθηκαν γρήγορα. Το να του κάνουν, μερικές φορές, το χατήρι ήταν ένα από τα πλεονεκτήματα που είχε ο Κόλιν, όντας μοναχοπαίδι και έτσι, το εκμεταλλέυτηκε για πρώτη φορά στη ζωή του. Άλλωστε, ήταν γεγονός ότι δεν είχε αντιδράσει ποτέ του και σε τίποτα, από όσα αποφάσιζαν οι γονείς του. Δεν είχε προλάβει ούτε να εκφράσει τη γνώμη του για τη μετακόμιση στο Λονδίνο και τώρα ένιωθε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να δρέψει τους καρπούς της πιστής υπακοής του σε ό,τι κι αν αποφάσιζαν οι γονείς του για την ζωή του, ως τότε. Όλα κύλησαν όπως τα είχε σχεδιάσει, λοιπόν. Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Ο Κόλιν αφοσιώθηκε στις σπουδές του, τουλάχιστον το πρώτο έτος της φοίτησής του εκεί. Από την δεύτερη, όμως χρονιά κι όλας, είχε αρχίσει να χαλαρώνει. Η ζωή στο κολλέγιο είχε πολλούς πειρασμούς και ο Κόλιν άρχιζε να τους ανακαλύπτει δειλά-δειλά και να πέφτει με τα μούτρα στην εξερεύνησή τους. Μπαίνοντας πλέον, στον τέταρτο και τελευταίο χρόνο, στον χρόνο της αποφοίτησής του, στο μυαλό του καρφώθηκε ένα σχέδιο. Εν μέσω σπουδών, διασκέδασης και – έξαλλης - φοιτητικής ζωής, είχε ήδη οραματιστεί τον επόμενο δρόμο που θα ακολουθούσε. Και όταν ο Κόλιν σχεδίαζε κάτι, ήξερε πολύ καλά ότι ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνει. Το σχέδιο ήταν, μετά την αποφοίτησή του, να πάει για ένα χρόνο στη Σαλαμάνκα, στο φημισμένο πανεπιστήμιό της, για πρακτική και επιπλέον σπουδές πάνω στην Ισπανική Κουλτούρα και τον Πολιτισμό. Είχε ήδη, πάρει θετική απάντηση από το εν λόγω πανεπιστήμιο και έμενε απλά να αποφοιτήσει και να πάρει το πτυχίο την τελευταία χρονιά στο Κόβεντρι. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο απλό. Αντίθετα, φάνταζε πλέον, αρκετά δύσκολο. Η προοπτική να διαλυθούν - εξ’αιτίας του και μόνο - όλα όσα είχε ονειρευτεί και ήθελε τόσο πολύ να κάνει, για πρώτη φορά στη ζωή του, τον κατέβαλλε μέρα με τη μέρα. Τα μαθήματα που έπρεπε να περάσει ήταν αρκετά και - είναι αλήθεια - ότι ο ίδιος δεν είχε βοηθήσει καθόλου την κατάσταση. Απεναντίας, είχε κάνει ό,τι μπορεί ώστε να τη δυσκολέψει ακόμα παραπάνω, βγάζοντας στην επιφάνεια, τον αυτοκαταστροφικό εαυτό του. Ο τελευταίος του χρόνος στο Κόβεντρι ήταν ένα διαρκές πάρτυ, μεταξύ σπιτιών, φοιτητικής εστίας, παμπ, κάθε λογής κλαμπ, άλλα και ταξιδιών μέχρι το κοντινό Μπέρμιγχαμ ή το Γουλβεράμπτον. Τα βράδια Παρασκευής ξεκινούσαν στο Βάρσιτι, το μπαρ που είχε γίνει το στέκι του – όπως και του μισού φοιτητικού πληθυσμού του Κόβεντρι - και κατέληγαν νωρίς το πρωί σε κάποιο αυτοσχέδιο πάρτυ, κάποιας εστίας ή στα κλαμπ που ήταν ανοιχτά ως αργά τη νύχτα - ή και νωρίς το πρωί – πάντα με την συνοδεία αλόγιστης κατανάλωσης αλκοόλ. Η έλλειψη κοινωνικότητας της εποχής του Λονδίνου, είχε δώσει τη θέση της σε ένα μεγάλο κύκλο γνωριμιών που είχε αλλάξει, εν μέρει, τη ζωή του. Ταυτόχρονα όμως, απειλούσε να αλλάξει και το μέλλον που είχε σχεδιάσει με πολύ κόπο. Η Ισπανία απομακρυνόταν… Εκτός αν ο ίδιος αποφάσιζε να δει σοβαρά το μέλλον του και να προλάβει στους - λιγότερο από τρεις - μήνες που μεσολαβούσαν μέχρι την αποφοίτηση να πάρει το πτυχίο και να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Όχι όμως όσο η Ντέμπορα - ή μήπως η Μόλι - τον φώναζε από την άλλη άκρη της βιβλιοθήκης. «Κόλιν! Ειιι! Εδώ!» Η Ντέμπορα χειρονομούσε και φώναζε προσπαθόντας να του αποσπάει την προσοχή. Η ίδια, μαζί με την Μόλι και μία-δύο ακόμα κοπέλες, αποτελούσαν τις μικρές ερωτικές ιστορίες στη φοιτητική ζωή του Κόλιν στο Κόβεντρι. Στη πραγματικότητα μόνο η Ντέμπορα ήταν αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε ‘ερωμένη’ του. Οι υπόλοιπες άνηκαν στη λίστα των απλών γνωριμιών, μέσω των πάρτυ και της ατέλειωτης διασκέδασης. Ο Κόλιν ήταν πλέον κοινωνικό άτομο, αλλά η μοναχική ζωή των προηγούμενων χρόνων, είχε αφήσει τα κατάλοιπά της. Δεν ανοιγόταν πολύ σε αγνώστους και οι γνωρίμίες του ήταν λίγες και επιλεκτικές. Παρά την – ομολογουμένη - επιτυχία του στο αντίθετο φύλλο, καμία κοπέλα δεν έμενε για πολύ δίπλα του. Η Ντέμπορα ήταν η μόνη που είχε παραμείνει μαζί του για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Έμοιαζε όμως, να παίρνει θέση στη ‘λίστα αναμονής’ για αποχώρηση από την ζωή του. Ο ίδιος αναγνώριζε ότι δυσκολευόταν να δεσμευτεί. Παρά τη μεγάλη γκάμα γνωριμιών που είχε δημιουργήσει στο πανεπιστήμιο, η μόνη αληθινή φιλία που είχε κάνει ήταν αυτή του συμφοιτητή και συγκάτοικού του από την Γερμανία, του Καρλ. Και τώρα τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ… «Ντέμπορα, τι κάνεις; Δεν σε πρόσεξα». Έλεγε ψέματα. Πλησιάζοντας κοντά του, η Ντέμπορα, έκανε τον Κόλιν να χαμογελάσει ελαφρά, ανακαλύπτοντας ότι δεν είχε μαντέψει λάθος. Ηταν όντως αυτή και όχι η Μόλι, αν και λίγο τον ένοιαζε αυτό τώρα. Ο χρόνος έτρεχε γρηγορότερα από ποτέ και η Ισπανια, η Σαλαμάνκα, οι σπουδές, ο μεσογειακός ήλιος και οι… καλομαυρισμένες ντόπιες κοπέλες, απομακρύνονταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο… Ο Κόλιν πλήρωνε τα λάθη του και το ήξερε καλά. Αυτή τη φορά δεν θα είχε να κατηγορήσει κανέναν εκτός από τον εαυτό του. «Δεν με προσέχεις και πολύ τελευταία, αυτό είναι αλήθεια Κόλιν…» Η Ντέμπορα ακουγόταν, για άλλη μια φορά, πικραμένη, θυμωμένη και… ενοχλητική και ο Κόλιν μόλις είχε μετανιώσει για την ατάκα που ξεστόμισε λίγο πριν. Ένα ακόμα επεισόδιο, στο κουραστικό σήριαλ των ατέλειωτων καυγάδων τους, το τελευταίο εξάμηνο, μόλις ξεκινούσε. Αναρρωτιόταν πότε θα έβρισκε το θάρρος να της πεί ότι όλα είχαν τελειώσει και έπρεπε να σταματήσουν να βλέπονται. Δεν τολμούσε. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Η Ντέμπορα ήταν όμορφη. Ήταν ψηλή, με λεπτό και καλοσχηματισμένο σώμα και μακριά ξανθα μαλλιά που συνήθιζε να τα κάνει μπούκλες. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και καστανά. Σαφώς του άρεσε και το παραδεχόταν, όμως το μυαλό του ήταν ήδη πολύ μακριά για να σκεφτεί πιθανούς τρόπους. Ταξίδευε πέρα από τον Ιούνιο. Η Ντέμπορα του μιλούσε, πολύ πιο έντονα τώρα. Εδειχνε εκνευρισμένη και η αδιαφορία του Κόλιν την εξόργιζε. Όλα έδειχναν ότι οι γνωστές ανοιξιάτικες καταιγίδες του Κόβεντρι είχαν ήδη ξεκινήσει, μέσα από την βιβλιοθήκη… «Ντέμπι μην το ξεκινάς πάλι. Ξέρεις πολύ καλά που θα καταλήξει και το ξέρω κι εγώ. Έχω διάβασμα. Έρχονται οι εξετάσεις! Αν δεν αποφοιτήσω, τελείωσα. Είμαι νεκρός! Δεν ξαναγυρνάω στο Λονδίνο με τίποτα! Εσύ είσαι χαλαρή. Εχεις έτοιμη δουλειά, έχεις στο τσεπάκι το πτυχίο, έχεις μια ζωή κανονισμένη από τώρα. Τί άλλο θελεις;» Το ξέσπασμά του τον ξάφνιασε προς στιγμή. Ήταν αναπόφευκτο όμως. Η Ντέμπορα τον κοιτούσε αμίλητη. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, παρά τον δυναμικό της χαρακτήρα και την επιτηδευμένη ψυχρότητα που έβγαζε προς τα έξω. Ο Κόλιν γινόταν σκληρός αλλά δεν ήθελε να σταματήσει. Του άρεσε αυτό. Είχε αρχίσει να νιώθει μια αλλόκοτη ικανοποίηση για αυτό που έκανε. Πάντα ένιωθε μια απέχθεια για τα άτομα που τα είχαν όλα έτοιμα στη ζωή τους. Ισως αυτός να ήταν και ο λόγος που μίσησε τόσο το Λονδίνο. Ο πατέρας του είχε μια εξασφαλισμένη λαμπρή καριέρα, σε μία από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρίες της χώρας. Τον μισούσε γι’αυτό. Δεν καταδεχόταν να ακούσει για έτοιμη καριέρα. Ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Η ιδέα να έχει μια έτοιμη και κανονισμένη από άλλους ζωή, τον αρρώσταινε. Ήθελε να κάνει κάτι δικό του. Μόνος του. Αγαπούσε την Ισπανία. Τη γλώσσα, τον πολιτισμό, τη κουλτούρα και τη παράδοση της. Ονειρευόταν να ζήσει εκεί. Να σπουδάσει και να δουλέψει στην χώρα που λάτρευε, ακόμα κι αν τίποτα πλέον δεν φαινόταν σίγουρο. Απεναντίας, έβλεπε σιγα-σιγα να σβήνουν όλα τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του, έχοντας βάλει το χερι του σ’αυτό. «Τότε δεν έχουμε να πούμε τίποτα παραπάνω Κόλιν! Θα σε δώ το βράδυ στο Βάρσιτι. Και μέτα στο πάρτυ του Ίαν. Το ξέχασες, ε; Ήμουν σίγουρη.» Η Ντέμπορα γρύλισε αναψοκοκκινισμένη. Η φωνή της είχε αρχίσει να ανεβάζει ένταση σκίζοντας μονομιάς τις σκέψεις του Κόλιν. Τον επανέφερε πίσω απότομα κι εκείνος δεν είχε καμία όρεξη να συνεχίσει τη διαμάχη. Παρέδιδε τα όπλα χωρίς αντίσταση, για άλλη μια φορά. Σηκώθηκαν και έφυγαν και οι δύο από τη βιβλιοθήκη, εκνευρισμένοι, κατευθυνόμενοι σε διαφορετικούς διαδρομους. Ο θόρυβος έσπασε την ησυχία και τη γαλήνη που επικρατούσε. Η κυρία Ντίξον κοίταξε ανήσυχη και ενοχλημένη πίσω από τα μικροσκοπικά σοβαρά της γυαλιά και ύστερα ξαναβυθίστηκε στο μυθιστόρημά της. Ανόητα παιδιά… σιγοψιθύρισε. Ο Κόλιν βγήκε στον δρόμο έξω από την βιβλιοθήκη, έχοντας πολλά νεύρα. Απέφυγε τελευταία στιγμή ένα ποδήλατο που ερχόταν καταπάνω του και άκουσε μπόλικες βρισιές από τον αναβάτη του, αδιαφορώντας. Το πάρτυ του Ιαν. Το είχε ξεχάσει. Μάλλον, δεν το είχε αποθηκέυσει ποτέ στο μυαλό του. Για άλλη μια φορά μίσησε τον εαυτό του, που δεν είχε το θάρρος να της πει ότι δεν ήθελε πλέον να συμμετέχει σ’αυτή τη μισοπεθαμένη σχέση που τρεμόσβηνε σαν κερι. Ευχόταν να ήταν πιο θαραλλέος και να έλεγε - για μια φορά στη ζωή του - αυτά που σκεφτόταν και ήθελε να πει και όχι αυτά που ήθελαν να ακούσουν οι γύρω του. Ευχόταν να ήταν εκεί ο Καρλ για να τον στηρίξει. Να πάρει λίγο θάρρος από τον μοναδικό φίλο του στο κολλέγιο. Θα έδινε τα πάντα για να πάρει τώρα, αυτή την στιγμή, το πτυχίο και να φύγει από την Αγγλία. Από το ψυχρό και αδιάφορο Κόβεντρι. Από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα των Μίντλαντς. Να μην αντικρίσει ποτέ ξανά τον μουντό, γκρίζο ουρανό της κεντρικής Αγγλίας. Ευχόταν να είναι στην Ισπανία. Να διαβάζει και να πίνει σανγκρία στα τοπικα μπαρ μελετώντας τον κόσμο και τη κουλτούρα της. Ευχόταν να είναι στο Μπράιτον, δώδεκα χρονων ξανα και να μαζέυει κοχύλια στην παραλία. Edited August 16, 2014 by georgezerv76 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted November 3, 2014 Author Share Posted November 3, 2014 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 Μεγάλη βραδιά. Λισαβόνα. 10 Φεβρουαρίου 2010. Άνα. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά ο ήλιος που έλαμπε ψηλά στον ουρανό, και το αεράκι που έρχονταν από την θάλασσα, έδινε μια μοναδική αίσθηση άνοιξης, έστω και στην καρδιά του χειμώνα. Η Άνα ανηφόριζε τα στενά δρομάκια από τον Καθεδρικό ναό Se Patriarcal, την παλαιότερη εκκλησία της Λισαβόνας, κατευθυνόμενη προς την πιο ρομαντική συνοικία της πόλης, την Αλφάμα, το πιο παλιό κομμάτι της πρωτεύουσας της Πορτογαλίας και ιστορική ψυχή της πόλης. Καθώς διέσχιζε την πολυσύχναστη ρούα Σάου Πέδρο, με τα μικρά μαγαζάκια και τις ταβερνούλες, που, τώρα στις νυχτερινές ώρες, αποκάλυπτε όλη την ομορφιά της, με τα γραφικά φαναράκια και τους μελαγχολικούς ήχους του Φάντου, να έρχονται από τα στενά σοκάκια, σκέφτονταν ότι τελικά ίσως και να ήταν πολύ τυχερή στην ζωή της. Ίσως και να ήταν… ευλογημένη. Λίγο πριν κλείσει τα τριάντα της, έκανε αυτό ακριβώς που ονειρεύοταν να κάνει στη ζωή της. Ζωγράφιζε και περιόδευε σε μερικές από τις πιο όμορφες πόλεις της Ευρώπης για να παρουσιάσει το έργο της. Την τέχνη της. Την ζωγραφική. Ο δρόμος της την είχε φέρει αυτή τη φορά στην Λισαβόνα. Στην Πορτογαλία. Εκείνο το βράδυ, της 10ης Φεβρουαρίου του 2010, θα είχε την τιμή να παρουσιάσει την τελευταία της δουλειά, μια σειρά από πίνακες που είχε εμπνευστει στα τελευταία της ταξίδια, σε μια έκθεση που θα λάβαινε χώρα στο Μουσείο Berardo, ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης, στο προάστειο του Μπελέμ, μια ιστορική περιοχή της πόλης, εκεί από όπου είχαν ξεκινήσει, κάποτε, οι θαλασσοπόροι για τα μεγάλα ταξίδια των ανακαλύψεών τους. Εκεί στις όχθες του ποταμού Τάγου, δίπλα στο περίφημο μνημείο των Ανακαλύψεων, τον πύργο του Μπελέμ και το Μοναστήρι των Ιερωνυμιτών, η Άνα θα διεκδικούσε το δικό της μερίδιο στην ιστορία της τέχνης, παρουσιάζοντας το έργο της δίπλα σε φημισμένους πίνακες του Γουόρχολ και του Πικάσο. Τι παραπάνω θα μπορούσε να ζητήσει από την ζωή της, στην φάση αυτή, άραγε, σκεφτόνταν. Πράγματι, η ζωή της έδειχνε να βαδίζει από το καλό στο καλύτερο. Αν και στον συναισθηματικό τομέα το κενό ήταν δυσαναπλήρωτο, τουλάχιστον σε όλους τους υπόλοιπους τομείς δεν είχε παράπονο. Η τύχη της είχε χαμογελάσει αρκετά. Της είχε προσφέρει την εύνοια της απλόχερα… Η Άνα, είχε πλέον κάνει αρκετές εκθέσεις σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας άλλα και στο εξωτερικό και είχε βγάλει αρκετά χρήματα. Αν και το οικονομικό θέμα δεν την ενδιέφερε ποτέ ουσιαστικά, ούτε την ένοιαζε το αν θα γίνει διάσημη και θα την αναγνωρίζουν στο δρόμο. Δεν ήταν ποτέ της, ματαιόδοξη και δεν είχε σκοπό να γίνει τώρα. Της αρκούσε να ζωγραφίζει, να κάνει πραγματικότητα αυτό που αγαπάει περισσότερο στη ζωή της και να το συνδιάζει με τα ταξίδια που λάτρευε τόσο, από την εποχή, ακόμα, που δούλευε σε ταξιδιωτικό γραφείο. Φυσικά και δεν θα μπορούσε να έχει παράπονο από την ζωή της. Η Άνα δεν ήταν αχάριστη. Ίσως το μόνο αγκάθι να ήταν το κενό που ένιωθε συναισθηματικά. Δεν είχε κάποιο μόνιμο δεσμό και δεν μπορούσε να πει ότι είχε βρει κάπου την αγάπη. Και αν την είχε βρει κάποτε, την είχε αφήσει να φύγει μέσα από τα χέρια της. Αυτή ήταν πραγματικά μια πονεμένη ιστορία… Ναι, η ιστορία της με τον Καρλ την πονούσε ακόμα. Δεν φοβόνταν να το παραδεχτεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσε να αποφύγει τις σκέψεις. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να το είχε σβήσει από το μυαλό της, αφού ήταν ό,τι πιο δυνατό είχε ζήσει ως τώρα; Έστω κι αν είχε κρατήσει τόσο λίγο, τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα που ακόμα και τώρα σχεδόν έξι χρόνια μετά από την εποχή που τον είχε γνωρίσει, είχαν αφήσει ανοιχτές πληγές. Πληγές, που δεν έδειχναν ότι θα μπορούσαν να κλείσουν κάποτε… Αναστέναξε με την σκέψη ότι παράδιδε πάλι τον εαυτό της βορά στις τύψεις και τις ενοχές. Σήμερα δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Απόψε δεν της άξιζε αυτή η τιμωρία που συνήθιζε να επιβάλει στον εαυτό της, έξι χρόνια τώρα… Είχε σχεδόν φτάσει στο Miradouro de Santa Luzia, ένα ύψωμα όπου μπορείς να απολαύσεις μια εντυπωσιακή θέα όλης της Λισαβόνας, μέχρι πέρα τον ποταμό Τάγο. Σταμάτησε στο μικρό καφέ που υπήρχε εκεί για να ξεκουραστεί και να απολαύσει την θέα. Παρατήρησε από μακρία το Καστέλο ντε Σάου Ζόρζε, το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, ψηλά στον λόφο και ένιωσε να σφίγγεται η καρδιά της καθώς, η εικόνα αυτή έφερε στο μυαλό της το Κάδιθ. Δεν υπήρχε λύτρωση λοιπόν… Αμέσως η σκέψη της έτρεξε τέσσερα χρόνια πίσω, σ’ εκείνην την απροσδόκητη συνάντησή της με τον Καρλ, εκει, την βραδιά της πρώτης έκθεσης που έκανε στην Ισπανία. Εκείνη η σύντομη συνάντηση ήταν και η τελευταία φορά που είχε δει τον Καρλ. Από τότε, εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ του 2006, δεν έμαθε ποτέ ξανά νέα του. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έμενε ακόμα εκεί, στο Κάδιθ, άλλα η ίδια δεν είχε επισκευθεί ξανά την πόλη από τότε. Πως θα μπορούσε άλλωστε… Αναρωτήθηκε γιατί ποτέ δεν ήρθε να την βρει στη Μαδρίτη, την εβδομάδα που εξέθετε τα έργα της στην γκαλερί. Ένιωσε απογοητευμένη. Ποτέ δεν μπορούσε να μπει στο μυαλό του Καρλ και αυτό την έκανε να υποφέρει. Κατηγορούσε τον εαυτό της για όλα. Έριχνε όλες τις ευθύνες στον κυκλοθυμικό της χαρακτήρα. Αν ήταν περισσότερο διαλλακτική και πιο ψύχραιμη στις αποφάσεις της ίσως να ήταν ακόμα μαζί. Αν… αν… Δεν άντεχε άλλο να βασανίζεται από αναπάντητα ερωτήματα και χιλιάδες τύψεις… Μια κοπέλα που, μάλλον ήταν η σερβιτόρα στο καφέ, πλησίασε κοντά της για να της πάρει παραγγελία. Η Άνα, αναδύθηκε απότομα από τον βυθό των σκέψεών της, χαμογέλασε στην σερβιτόρα και της ζήτησε ένα καφέ Bica. Τον απλό σκέτο καφέ όπως τον ζητούσαν εδώ οι ντόπιοι. Η κοπέλα την ευχαρίστησε και την άφησε να βυθιστεί ξανά στις αναπολήσεις της. Η θέα ήταν μαγευτική άλλα δεν μπορούσε να την αποσπάσει από τις αναμνήσεις. Χρόνια τώρα, κανείς δεν το είχε καταφέρει αυτό. Ούτε οι, κατά καιρούς, εραστές της είχαν κατακτήσει κάποια αξιοσημείωτη θέση στην καρδιά της Άνα. Δεν άφηνε κανέναν να μπει εκεί. Η καρδιά της ήταν κλειδωμένη από το 2004 και εκείνη αρνιούνταν πεισματικά να παραδώσει τα κλειδιά. Ήταν επιλογή της και κανείς δεν είχε λόγο πάνω σ’αυτό. Το ήξερε καλά. Η σερβιτόρα, λίγο μετά, ξαναγύρισε και ακούμπησε τον καφέ στο τραπεζάκι της. Η Άνα την ευχαρίστησε με ένα τυπικό «Obrigada» και ήπιε μια γουλιά. Η θέα την μάγευε. Παρά το κρύο χειμωνιάτικο πρωινό, είχε αρκετό κόσμο στο μέρος, πολλούς ντόπιους άλλα και μερικούς τουρίστες που απολάμβαναν την μοναδική ευκαιρία μιας πανοραμικής άποψης της Λισαβόνας. Έβγαζαν φωτογραφίες και τραβούσαν βίντεο με τις κάμερές τους. Την ονειροπόληση της Άνα διέκοψε ξαφνικά η θέα ενός ψηλού, μεσήλικα γκριζομάλη άντρα. Ήταν ο Ζόρζε, ο -κάτι σαν- μάνατζέρ της εδώ, στην Λισαβόνα. Είχε φτάσει τελικά στο καφέ και πλησίασε τραβώντας μια άδεια καρέκλα για να καθήσει στο τραπεζάκι της Άνα. «Άνα, Άνα, επιτέλους σε βρίσκω. Πώς είσαι γλυκιά μου; Όλα καλά; Πανέτοιμη για την αποψινή σου μεγάλη βραδιά;» «Όλα καλά Ζόρζε. Όλα καλά. Είμαι πανέτοιμη για το βράδυ». Ηπιε μια γουλιά από τον καφέ της. Έλεγε ψέματα. Ήταν φανερό. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε καταφέρει να τον πείσει ότι πράγματι όλα ήταν εντάξει, άλλα η ίδια κάθε άλλο παρά έτοιμη ήταν. Την έπνιγε το άγχος. «Τέλεια! Περίφημα!» Ο Ζόρζε έδειχνε ενθουσιασμένος. Το στρογγυλό του πρόσωπο έλαμπε. Έκανε ένα νεύμα στην σερβιτόρα. Εκείνη ήρθε αμέσως και στάθηκε απέναντί του έτοιμη να του πάρει παραγγελία. «Uma cerveja por favor», είπε στη μητρική του γλώσα, με τον πάντα γλυκό και κουδουνιστό τρόπο που πρόφερε τις λέξεις και στην Άνα άρεσε τόσο να ακούει. Η κοπέλα του χαμογέλασε και έφυγε προς το μπαρ για να φέρει την μπύρα που της είχε ζητήσει. Η Άνα τον κοιτούσε, αφηρημένα άλλα το μυαλό της ταξίδευε-ξανά- αλλού. Λίγο πιο νοτια και ανατολικά. Στην Ισπανία. Στο Κάδιθ. Στον Καρλ. Στο καλοκαίρι του 2004. Στα χαμένα της όνειρα. Ο Ζόρζε σηκώθηκε και πήγε προς το μπαλκόνι που σχημάτιζε το σημείο που ήταν δίπλα στη καφετέρια, για να θαυμάσει ακόμα καλύτερα την πανοραμική θέα της πόλης. «Que vista maravilhosa!» αναφώνησε. «Τι όμορφη θέα!». Ο Ζόρζε έδειχνε εκστασιασμένος με την ομορφιά που εξέπεμπε η θέα της πόλης, παρόλο που το πιθανότερο ήταν να την έχει δει αμέτρητες φορές πριν... Η Άνα αναστέναξε… «Ναι, είναι πολύ όμορφη η Λισαβόνα. Ειδικά από εδώ έχει μια θέα πραγματικά εκπληκτική», συμπλήρωσε, ενώ αναρωτήθηκε αν ακουγόνταν πολύ κυνική ή ειρωνική. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Και που να δεις και το βράδυ πως είναι. Στο Μπάιρου Άλτου, την άνω πόλη, άλλα και κάτω, στην Μπάισα. Φυσικά θα έχεις την ευκαιρία να το δεις μετά την έκθεση. Θα ξετρελαθείς με τη νυχτερινή ζωή της Λισαβόνας. Στο υπόσχομαι», αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Ζόρζε. «Είμαι σίγουρη. Ανυπομονώ για το βράδυ λοιπόν». Η Άνα ακουγόνταν, όντως πολύ κυνική. Το μισούσε αυτό άλλα της έβγαινε αυθόρμητα. Δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η σκέψη ενός ξεσαλώματος το βράδυ στην πόλη δεν την ενθουσίαζε ιδιαίτερα… «Θα δεις, θα περάσουμε τέλεια μικρή μου. Θα το γλεντήσουμε!» Ο Ζόρζε ήταν μέσα στην καλή χαρά. Έλαμπε από ενθουσιασμό. Η Άνα χαμογέλασε. Κατά βάθος της άρεσε να βλέπει τον μάνατζερ της εδώ, στην Πορτογαλία, στον τόπο του, να είναι τόσο κεφάτος και γεμάτος θετική ενέργεια. Της έδινε φτερά. Την έκανε να ξεχνάει, κάπως, τις ατέλειωτες αναμνήσεις της. Την έκανε να φεύγει έστω και προσωρινά από το χρυσο κλουβί των τύψεων της. Και αυτό το είχε ανάγκη. Το χρειαζόνταν γιατί αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγει. Το παρελθόν της την βασάνιζε, την έκανε να υποφέρει. Ο Καρλ, ο μεγάλος της έρωτας. Ο άντρας της ζωής της. Ο άνθρωπος που έμεινε βαθιά χαραγμένος στη ζωή της, ήταν πανταχού παρών σε κάθε της βήμα. Και αυτό την πονούσε, γιατί ένιωθε ένοχη που δεν ήταν τώρα εκεί μαζί του. Ένιωθε υπεύθυνη για τον χωρισμό τους. Για το γεγονός ότι εδώ και τόσα χρόνια ζούσαν χωριστά και, ποιος ξέρει για πόσο ακόμα, θα συνεχίζονταν αυτό. Η σερβιτόρα ξανάρθε-λίγο καθυστερημένα- στο τραπέζι τους και έφερε την μπύρα που είχε παραγγείλει ο Ζόρζε, αφήνοντας την προσεκτικά μπροστά του. Εκείνος έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των 10 ευρώ και της το έδωσε, ζητώντας της να κρατήσει και τον καφέ της Άνα. Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα, σαν να δυσανασχετούσε και να ήταν έτοιμη να… επιπλήξει τον μάνατζερ της για την πρωτοβουλία του να κεράσει-για άλλη μια φορά-την Άνα, όσο ήταν στην πόλη, άλλα το αφοπλιστικό του χαμόγελο, την έκανε να μαλακώσει και να του χαμογελάσει. Η Άνα έδειχνε να βρίσκει σιγά-σιγά και πάλι το χαμόγελο της, που είχε κρυφτεί πίσω από το άγχος, τη νευρικότητα της επερχόμενης βραδιάς, αλλά και τις ατέλειωτες σκέψεις και αναπολήσεις της. Τον μόνιμο σύντροφο της τα τελευταία χρόνια. Σκέφτηκε ότι, τουλάχιστον αυτή την ημέρα δικαιούταν να περάσει καλά. Να απολαύσει αυτό που κατέκτησε με την αξία της. Την αναγνώριση της τέχνης της και τον θαυμασμό του κόσμου. Την παρέα ενός ανθρώπου που πίστευε πολύ σ’εκείνη, άλλα και την ευκαιρία της διασκέδασης και της χαλάρωσης σε μια πανέμορφη πόλη. Τελικά ίσως και να της άξιζε λίγη διασκέδαση, αναλογίστηκε. «Χαίρομαι που σε βλέπω, επιτέλους να χαμογελάς σήμερα. Να ‘ξερες πόσο σου πάει το χαμόγελο. Έτσι! Έτσι σε θέλω μικρή μου. Να χαμογελάς και να απολαμβάνεις αυτό που ζεις, γιατί σου αξίζει». Ο Ζόρζε σήκωσε το ποτήρι με την μπύρα του, κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση της πρόποσης. Ο ίδιος έσφυζε από χαρά και τα λόγια του έκαναν την Άνα να αισθανθεί πολύ καλύτερα. Του χάρησε ένα ακόμα χαμόγελο και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ της. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί για τις προθέσεις του Ζόρζε. Παρόλο που τον ήξερε ελάχιστο καιρό και είχαν και μια σεβαστή διαφορά ηλικίας, θα μπορούσε να ορκιστεί ότι δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που είχε διαπιστώσει ότι την φλέρταρε, έστω και διακριτικά. Αν μη τι άλλο, η Άνα δεν θα μπορούσε ποτέ να τον κοιτάξει κατά αυτό τον τρόπο, αφού, εκτός του ότι δεν της άρεσε να μπλέκει επαγγελματικά με συναισθηματικά, δεν ήταν και στις πρώτες τις προτιμήσεις οι, κατά πολύ, μεγαλύτεροι άντρες. Άλλα το σημαντικότερο ήταν ότι η καρδιά της ήταν δοσμένη αλλού. Όσο και να ήθελε να το αποφύγει, όσο και να προσπαθούσε να το εξαφανίσει από τις σκέψεις της, ο Καρλ κατείχε ακόμα, όχι μόνο ένα σημαντικό κομμάτι, άλλα και ολόκληρη την καρδιά της. Έδιωξε με την μία όλες τις σκέψεις που έρχονταν και πάλι να την παρασύρουν στο γνωστό-χωρίς έξοδο- λαβύρινθο. Είχε αποφασίσει ότι εκείνη τη μέρα θα την αφιέρωνε στον εαυτό της και θα ζούσε κάθε λεπτό της ξεχωριστής βραδιάς που την περίμενε. Είχε καιρό για να ξανακυλήσει στις αναπολήσεις της, άλλα όχι σήμερα. Όχι απόψε. Απόψε θα περνούσε καλά. Θα διασκέδαζε και θα απολάμβανε αυτό που είχε καταφέρει να κερδίσει με κόπο και την αξία της. Έστρεψε το κεφάλι της προς την θέα του ποταμού και της συνοικίας της Αλφάμα και μετά έψαξε με το βλέμμα της το κάστρο του Αγίου Γεωργίου. Η ομορφιά που αντίκρυζε έδιωξε, όχι μόνο τις σκέψεις, άλλα και το άγχος της επικείμενης βραδιάς. Ένιωσε την μοναδική ευκαιρία του να βρίσκεσαι σε ένα τόσο όμορφο μέρος, ίσως για μία και μοναδική φορά στη ζωή σου και δεν ήθελε να την χαραμίσει. «Ζόρζε, τι λες; Πάμε να κάνουμε μια μικρή βολτούλα στην πόλη και μετά να φάμε κάτι πριν πάμε στο ξενοδοχείο. Νομίζω ότι θα χρειαστώ και λίγη ξεκούραση, λίγο ύπνο πριν τη μεγάλη βραδιά». Η τελευταία της φράση την άγχωσε πάλι για λίγο, άλλα ο τόσο άνετος και ανάλαφρος τρόπος που αντιμετώπιζε τα πάντα ο Ζόρζε, την χαλάρωσε και πάλι αμέσως. «Βεβαίως καλή μου! Τελείωσες τον καφέ σου; Τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε αμέσως για μια μικρή ξενάγηση στην πόλη. Επίτρεψέ μου να αναλάβω τον ρόλο του ξεναγού, στην πανέμορφη πόλη μας. Θα λατρέψεις κάθε γωνιά της, στο υπόσχομαι». Τελείωσε με μια μεγάλη γουλιά το υπόλοιπο της μπύρας του και σηκώθηκε, τραβώντας-σαν ένας πραγματικός τζέντλεμαν-την καρέκλα της Άνα και την ακολούθησε στις κατηφόρες και τα στενά δρομάκια της Αλφάμα, μέχρι να βρεθούν στην παραθαλάσσια λεοφώρο Ινφάντε Ντομ Ενρίκε, όπου κατευθυνόμενοι προς την Πράσα ντο Κομέρσιου, την μεγάλη πλατεία, θα ξεκινούσαν την εξερεύνηση της πρωτεύουσας της Πορτογαλίας. Είχε ήδη μεσημεριάσει και στην Άνα φάνηκε η κατάλληλη στιγμή για να γνωρίσει την πόλη πριν αποσυρθεί στο ξενοδοχείο της ξεκινώντας την μάχη με το άγχος εν όψει της μεγάλης της βραδιάς στο Μουσείο Berardo. Η Παραλία ήταν γεμάτη κόσμο. Ο ήλιος έλαμπε. Οι φοίνικες ανέμιζαν τα φύλλα τους από το δροσερό αεράκι της Μεσογείου και η Άνα ένιωθε την ζέστη να κατακλύζει το κορμί της. Ήταν ξαπλωμένη στην πετσέτα της. Μπορούσε να αγγίξει την λευκή καυτή άμμο και να μυρίσει το άρωμα καρύδας του αντιηλιακού της. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε ένα άλλο χέρι. Ζεστό όπως το δικό της. Ήταν ο Καρλ. Ξαπλωμένος δίπλα της, διαβάζοντας ένα βιβλίο. Διάβαζε συνέχεια. Σε κάθε μέρος που βρίσκονταν. Σε κάθε ευκαιρία. Έσφιξε το χέρι του άλλα πριν καν πάρει ανάσα, εκείνος έσκυψε και την φίλησε. Το φιλί ήταν πιο καυτό από ολόκληρη την άμμο και τον ήλιο μαζί. Πιο δροσερό από ολόκληρη την Μεσόγειο και τον δροσερό αέρα που φυσούσε. Κοίταξε γύρω της. Βρίσκονταν στην Μαρμπέγια. Στον παράδεισό της. Τον παράδεισό τους. Ο Καρλ σηκώθηκε, άφησε το βιβλίο του πάνω στην πετσέτα και κινήθηκε γοργά προς την παραλία για να χαθεί μέσα στα γαλάζια νερά της Μεσογείου. Η Άνα ένιωσε ευτυχισμένη. Πλήρης. Την πλυμμήρισε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα ευτυχίας και γαλήνης που λίγο έλειψε να της φέρει δάκρυα στα μάτια. Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα απολύτως από αυτή την στιγμή. Ούτε ένα δευτερόλεπτο διαφορετικό, ούτε ένα φύσημα του ανέμου σε άλλη κατεύθυνση. Ευχήθηκε να πάγωνε για πάντα αυτην την στιγμή και να την ζούσε ξανά και ξανά. Δεν θα ζητούσε τίποτα άλλο. Τίποτα περισσότερο από τη ζωή της. Άνοιξε ξανά τα μάτια της. Η παραλία ήταν έρημη. Ο ήλιος ήταν αδύναμος. Πρέπει να ήταν απόγευμα. Σε λίγο θα έδυε. Θα σκοτείνιαζε. Δεν υπήρχε κόσμος. Το κύμα πάφλαζε και έγλυφε την λευκή άμμο, άλλα κάτι φαίνοταν λάθος. Δεν ήταν η ίδια παραλία που ελάχιστες στιγμές πριν απολάμβανε. Άπλωσε ξανά το χέρι της άλλα δεν άγγιξε κανέναν. Κοίταξε και είδε ότι ήταν μόνη της. Ο Καρλ έλειπε. Οι πάντες έλειπαν από αυτή την παραλία. Ξανακοίταξε προσεκτικά. Δεν ήταν στην Μαρμπέγια. Ήταν κάπου αλλού. Δε μπορούσε όμως να καταλάβει το μέρος. Της θύμιζε έντονα ένα άλλο μέρος που επίσης αγαπούσε. Ήταν το Κάδιθ. Ναι, ήταν απόλυτα σίγουρη. Βρίσκονταν στο Κάδιθ, άλλα δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να ρωτήσει για να βεβαιωθεί. Και δεν υπήρχε πουθενά ο Καρλ. Έψαξε με το βλέμμα της μέχρι όπου έφτανε, βαθιά στον ωκεανό για ένα δείγμα του Καρλ. Δεν ήταν πουθενά. Ήξερε πως του άρεσε να κολυμπάει μέχρι πολλά μετρα μέσα άλλα δεν φαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα. Ο παγωμένος αέρας του Ατλαντικού, την πάγωσε. Δεν ήταν αυτή η στιγμή που ήθελε να έχει για πάντα. Δεν της άρεσε. Σηκώθηκε και περπάτησε κατά μήκος της ακτής. Υπήρχε ένας φάρος. Όμως ο φάρος του Κάδιθ ήταν αρκετά πιο μακριά. Δεν θα μπορούσε να είναι τόσο κοντά στην παραλία. Όλα ήταν λάθος. Κάτι δεν ταίριαζε καθόλου, εδώ. Ο φάρος είχε αρχίζει να φέγγει, να ρίχνει το φως του προς τον ωκεανό. Μια φιγούρα, σίγουρα ήταν άνθρωπος, φάνηκε να ανεβαίνει την σκάλα του. Πλησίασε. Πάγωσε. Ήταν ο Καρλ. Αυτός ανέβαινε την σκάλα. Έφτανε σχεδόν στην κορυφή. Προσπάθησε να του φωνάξει, άλλα δεν έβγαινε ούτε ήχος από τον στόμα της. Ένιωσε απέραντη απελπισία, προσπαθώντας να φωνάξει, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κουνούσε τα χέρια της σαν τρελή, μήπως και ο Καρλ την δει, αλλά μάταια. Εκείνος είχε πλέον ανέβει στο ψηλότερο σκαλί της σκάλας του φάρου και ακριβώς από κάτω του ήταν ο ωκεανός. Κοίταζε τον ήλιο κατάματα. Τον Θεό του. Την πηγή ζωής του. Η Άνα τον κοιτούσε παγωμένη, με κάθε προσπάθεια να φωνάξει, να πνίγεται στην απόλυτη ησυχία. Δεν μπορούσε ούτε να κουνήσει τα χέρια της. Ήταν ακινητοποιημένα και παράλυτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Καρλ βούτηξε στον ωκεανό. Η Άνα ούρλιαξε. Η πόρτα του δωματίου της Άνα χτυπούσε μανιασμένα. Ακούγονταν φωνές, αντρικές, αναμειγμένες στα πορτογαλικά και τα ισπανικά. Η Άνα ξύπνησε κλαίγοντας και τρέμωντας και νιώθωντας εξαντλημένη, κατάφερε να συρθεί ως την πόρτα και να ανοίξει στον τρομαγμένο άντρα που χτυπούσε μετά μανίας. Ήταν ο Ζόρζε με την έκπληξη, τον τρόμο και την αγωνία μαζί αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Το πρόσωπό του που είχε γίνει λευκό και αλλοιωμένο από το σοκ. «Άνα μου! Κορίτσι μου! Είσαι καλά γλυκιά μου; Είσαι καλά; Με τρόμαξες! Παραλίγο να πεθάνω μέχρι να μου ανοίξεις την πόρτα και να δω ότι είσαι… καλά!» «Ζόρζε! Ηρέμησε, τι έγινε; Είμαι καλά, γιατί τρόμαξες τόσο. Μάλλον έβλεπα κάποιο όνειρο. Τι συνέβη;» Η Άνα έμοιαζε να μην είχε καταλάβει απολύτως τίποτα από ότι είχε συμβεί. Έδειχνε να είναι ακόμα στο όνειρό της. «Αγάπη μου, ούρλιαζες! Φώναζες για πολλή ώρα. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έλεγες, κάποιον φώναζες μάλλον, αλλά μας κατατρόμαξες. Με τρόμαξες πολύ. Μέχρι να μου ανοίξεις και να δώ ότι είσαι καλά έχασα πολλές… δεκαετίες από τη ζωή μου». Ο Ζόρζε την αγκάλιασε και την φίλησε όπως ο πατέρας κάνει στην μικρή κόρη του που μόλις ξύπνησε από ένα τρομακτικό εφιάλτη. Η Άνα ξαφνιάστηκε. Αυτό δεν ήταν όνειρο. Ήταν κάτι πολύ πιο ζωντανό. Ήταν μια στιγμή που ίσως δεν την είχε ζήσει, ή ίσως και να την είχε ζήσει σε κάποια άλλη ζωή. Όμως ήταν εκεί. Ήταν με τον Καρλ. Πρώτα στην Μαρμπέγια και μετα στο Κάδιθ. Την ίδια στιγμή! Και τον είδε να πέφτει. Τον είδε να χάνεται στον ωκεανό. Να… Δεν τόλμησε ούτε να το σκεφτεί, και δάκρυα πλυμμήρισαν τα μάτια της, όπως ακριβώς στην παραλία, εκεί κάτω από τον φάρο. «Ζόρζε… Συγνώμη. Είδα κάποιον εφιάλτη. Κάποιος με…κυνηγούσε. Έτρεχα για να ξεφύγω και φώναζα… Ούρλιαζα… Συγνώμη αν σε τρόμαξα. Όλα καλά τώρα. Είμαι καλά. Να, δες, γελάω κι όλας.» Του χάρισε το πιο ψεύτικο και θεατρικό χαμόγελο είχε ποτέ προσπαθήσει να δείξει στη ζωή της. «Χαίρομαι που είσαι καλά γλυκιά μου. Με τρόμαξες, άλλα όλα καλά τώρα. Ήταν απλά ένα κακό όνειρο! Έτσι να μου χαμογελάς. Άντε τώρα, πήγαινε να ηρεμήσεις και να ετοιμαστείς σιγά-σιγά για την μεγάλη σου βραδιά. Εγώ θα είμαι κάτω, στη ρεσεψιόν. Όταν θα είσαι έτοιμη, έλα να με βρεις να φύγουμε. Έτσι να σε βλέπω κεφάτη και δυνατή. Καλή μου, σήμερα είναι η βραδιά σου και κανείς δεν θα στην κλέψει.» Την φίλησε ξανά στο μάγουλο και έφυγε διακριτικά. Η Άνα έσβησε αμέσως το ψεύτικο χαμόγελο, με το που ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που έκλεινε και γύρισε στο κρεβάτι της, για να κλάψει με την ησυχία της. Να θρηνήσει, για ό,τι είδε. Ό,τι πρόλαβε να δει σ’αυτό το, τόσο αλλόκοτο όνειρο. Ήταν τόσο ζωντανό. Τον είχε αγγίξει. Είχε απλώσει το χέρι της και είχε αγγίξει το δικό του. Και ήταν τόσο ζεστό. Και μετά τον έχασε. Μερικές στιγμές μετά έφυγε. Ήταν εκεί και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον φέρει πίσω. Να τον σταματήσει. Η Άνα έκλαιγε ακόμα και έτρεμε με τις σκέψεις και την ανάμνηση του ονείρου. Αν δεν είναι καλα; Αν αυτό το όνειρο ήταν ένα προμήνυμα ότι κινδυνεύει; Ότι ο Καρλ δεν είναι καλά και έχει πάθει κάτι. Έχει πάθει κάτι κακο… Δεν μπορούσε να ηρεμήσει με τίποτα. Άνοιξε αμέσως το κινητό της και άρχισε να γράφει ένα μήνυμα. Θα του έστελνε στον αριθμό που είχε κρατήσει. Δεν ήξερε αν ακόμα διατηρούσε τον ίδιο αριθμό, άλλα θα το ρίσκαρε. Ήθελε τόσο πολύ να της απαντήσει και να της πει ότι είναι καλά, ότι έχει γυρίσει στη πατρίδα του, ότι έχει παντρευτεί, έστω και αν πονούσε, ήθελε να της απαντήσει απλά. Να ξέρει ότι είναι ζωντανός. Ό,τι είναι καλά. Θα μπορούσε να δεχτεί τον Καρλ σε οποιαδήποτε κατάσταση και να της έλεγε ότι ήταν. Ακόμα και αν της απαντούσε ότι ζούσε ευτυχισμένος με την γυναίκα του και τα… τρία παιδιά του σε κάποια φάρμα στην Γερμανία και ότι την είχε ξεχάσει εντελώς. Θα άντεχε τα πάντα. Όχι όμως και έναν κόσμο χωρίς τον Καρλ. Αυτό δεν θα το άντεχε με τίποτα. Ένας κόσμος που δεν θα υπήρχε ο Καρλ, δεν θα ήταν ο κόσμος που θα μπορούσε να ζήσει η Άνα. Έγραψε στο κινητό της ένα σύντομο-τυπικό μήνυμα και του το έστειλε μαζί με τις προσευχές της για απάντηση. Άρχισε να ετοιμάζεται για την εμφάνισή της, άλλα το μυαλό της ήταν στο κινητό που δεν χτυπούσε. Στο όνειρο που είχε ζήσει τόσο έντονα λίγη ώρα πριν. Είχε βρεθεί από τον παράδεισο στην κόλαση μέσα σε λίγες στιγμές και αυτό την είχε σκοτώσει ψυχικά και σωματικά. Δεν είχε όρεξη για τίποτα πλέον. Δεν ήθελε ούτε να παρουσιαστεί στο μουσείο το βράδυ, ούτε να παρεβρεθεί στην δεξίωση μετά και φυσικά ούτε να το γλεντήσει στην πόλη μέχρι το ξημέρωμα. Θα έδινε τα πάντα για να μάθει που να βρίσκονταν τώρα ο Καρλ και, ορκίστηκε στον εαυτό της, θα έφευγε αμέσως από την Λισαβόνα για να πάει να τον βρει, όπου και να ήταν. Μόνο και μόνο να βεβαιωθεί με τα μάτια της ότι είναι καλά. Είναι ζωντανός. Θα απογοήτευε τον Ζόρζε, θα απογοήτευε όλους όσους είχαν ετοιμάσει αυτή την ξεχωριστή βραδιά προς τιμή της, για να θαυμάσουν τα έργα της, άλλα αυτό πια δεν την ένοιαζε. Έπρεπε να απαντήσει ο Καρλ στο μήνυμα. Προσευχόνταν ασταμάτητα μέσα της να απαντήσει, όσο ετοιμαζόταν μηχανικά για την βραδιά. Ένα μήνυμα, ένα μέρος και αμέσως θα έφευγε για το αεροδρόμιο. Τώρα πια ήταν σίγουρη. Δεν είχε καμία αμφιβολία. Άλλα το κινητό παρέμενε σιωπηλό. Ο Καρλ δεν θα απαντούσε απόψε. Άρχισε να ντύνεται, άλλα τα δάκρυα της και πάλι κυλούσαν καταστρέφοντας την όποια δουλειά είχε κάνει στο βάψιμο του προσώπου της. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να τα συγκρατήσει. Εκλαιγε πλέον με λυγμούς και ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κρυφτεί από κανέναν, όταν θα την ρωτούσαν τι έχει. Δεν ήθελε, άλλωστε. Δεν άντεχε να υποκρίνεται άλλο. Μπορούσε ελεύθερα να απογοητευτεί όποιος ήθελε από αυτήν, εκείνο το βράδυ. Είχε την… άδειά της και επίσημα. Ο Ζόρζε θα καταλάβαινε, και δεν θα της κρατούσε κακία, άλλα αυτό δεν την απασχολούσε καθόλου πια. Ο κόσμος της είχε καταρρεύσει, την ίδια στιγμή που κατάλαβε ότι ίσως δεν ξαναέβλεπε ποτέ πια στην ζωή της τον Καρλ. Ίσως δεν ξαναμάθαινε ποτέ πια τα νέα του. Ίσως… Ίσως… δεν κατάφερνε ποτέ να μάθει αν ήταν ζωντανός η… Δεν άντεχε ούτε να σκεφτεί την λέξη. Θυμήθηκε το όνειρο. Την σκηνή στον φάρο που τον έχασε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ρίγησε. Κατηγορούσε ξανά τον εαυτό της για όλα. Αν ο Καρλ πάθαινε κάτι, δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της αυτό. Θα ήταν για πάντα υπέυθυνη για οτιδήποτε του συνέβαινε. Αυτή την αλυσίδα θα την κουβαλούσε μόνιμα πλέον. Το είχε αποφασίσει. Το κινητό παρέμενε σιωπηλό. Ο Καρλ δεν θα τη λύτρωνε απόψε. Ίσως ποτέ πια. Συμβιβάστηκε με την σκέψη και το έκλεισε πριν καταστρέψει τα πάντα και διώξει από δίπλα της όλους όσους πίστευαν σ’αυτήν και την περίμεναν αυτό το βράδυ, εκεί, στο Μπελέμ, στη Λισαβόνα, για να της εκφράσουν την αγάπη τους, ψεύτικη ή όχι, δεν είχε σημασία. Ανυπομονούσε ήδη να έρθει η στιγμή που θα ξάπλωνε και πάλι στο κρεβάτι της. Θα περίμενε. Ήλπιζε να ονειρευτεί ξανά. Να τον ξαναδεί. Αυτή την φορά δεν θα της έφευγε, έτσι απλά, μέσα από τα χέρια της. Θα τον ακολουθούσε. Οπουδήποτε. Η ώρα πλησίαζε οκτώ και η Άνα έριχνε τις τελευταίες πινελιές στην εμφάνισή της. Το φόρεμα που είχε επιλέξει για την μεγάλη βραδιά, ήταν ένα στενό κόκκινο φόρεμα με ένα διακριτικό σκίσιμο στο πλάι, που αναδύκνειε τέλεια το όμορφο σώμα της, και ένα ζευγάρι μαύρες ψιλοτάκουνες γόβες, που της έδιναν έναν εντελώς διαφορετικό αέρα κομψότητας και θηλυκότητας. Δεν της άρεσαν οι εξεζητημένες, τολμηρές εμφανίσεις, ούτε η υπερβολική επισημότητα στο ντύσιμό της, άλλα ήταν φανερό ότι αυτό το φόρεμα, ήταν κομμένο και ραμμένο για εκείνη. Για την αποψινή βραδιά. Είχε αφήσει τα καστανόξανθα μαλλιά της, τα οποία είχε ισιώσει επιμελώς, να πέφτουν ανέμελα, και είχε προτιμήσει ένα πολύ ελαφρύ βάψιμο με ένα απαλό ανοιχτό ροζ κραγιόν. Σκέφτηκε την έκφραση στο πρόσωπο του Καρλ αν την έβλεπε τώρα. Θα την πείραζε και θα την έλεγε «ντίβα». Μία υποψία χαμόγελου σχηματίστικε ξάφνου στο πρόσωπό της, άλλα έσβησε μονομιάς από την επίπονη ανάμνηση που έσυρε έξω από τα κλειδωμένα συρτάρια της μνήμης της. Εκεί που πάσχιζε να κρατήσει αυτές τις αναμνήσεις, άλλα πάντα, για κάποιον λόγο που ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει, έβρισκαν το αντικλείδι και εμφανίζονταν μπροστά της. Απρόσκλητοι επισκέπτες. Χτύπησε απότομα η πόρτα του δωματίου της. Είδε από το ματάκι, τον Ζόρζε με ένα κουτί που έμοιαζε αγορασμένο από κάποιο ζαχαροπλαστείο. Γλυκά. Του άνοιξε. Ο Ζόρζε με πρόσωπο που έλαμπε από ευτυχία της παρέδωσε ένα κουτί με γλυκίσματα, που όπως της εξήγησε, τα αγόρασε από την φημισμένο ελβετικό ζαχαροπλαστείο που βρισκόνταν στην Πράσα ντου Ρόσιου, την πιο γνωστή πλατεία της πόλης. Η Παστελαρία Σουίσα, φημίζοταν για τα γλυκά της και τα πεντανόστιμα Παστέις ντε νάτα, πορτογαλική σπεσιαλιτέ φάνταζαν ακαταμάχητα. Η Άνα ευχαρίστησε τον Ζόρζε, δοκίμασε δύο από τα γλυκίσματα. Ήταν πράγματι εξαίσια. Ήταν ότι χρειάζοταν για να ξεφύγει λίγο από το άγχος και τις σκέψεις της. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ που της είχε φέρει ο Ζόρζε μαζί με τα γλυκά και αφού τον φίλησε σταυρωτά και τον αγκάλιασε, του έδωσε ραντεβού για τις οκτώ και μισή στο λόμπι του ξενοδοχείου, όπου θα την συνόδευε στην λιμουζίνα που θα τους περιλάμβανε για να τους πάει στο Μουσείο που θα γίνονταν η έκθεση της. Αποφάσισε να διώξει κάθε σκέψη που θα χαλούσε την διάθεσή της, εκείνο το σημαντικό βράδυ και έπεισε τον εαυτό της ότι θα έκανε τα πάντα ώστε να ευχαριστήσει τον κόσμο που είχε πιστέψει σ’αυτήν. Τον κόσμο που της έδινε απλώχερα την αγάπη του και τον θαυμασμό του για το έργο της. Που απόψε το βράδυ θα την εξύψωνε και θα έκανε πραγματικότητα ένα από τα παιδικά της όνειρα. Να εκθέτει την τέχνη της, να εκφράζεται μέσω αυτής και να μοιράζεται με τον κόσμο το πάθος της και την αγάπη της. Θα ήταν μια καλή αρχή, απόψε στη Λισαβόνα για να αρχίσει να αγαπά και τον εαυτό της. Να συμφιλιωθεί με τις επιλογές της, σωστές και λάθος και να πιστέψει σ’αυτήν. Για πρώτη φορά να πιστέψει όσο πιστεύουν όλοι γύρω της, ότι είναι ικανή για τα πάντα. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν οκτώ και μισή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted November 10, 2014 Author Share Posted November 10, 2014 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Καρλ Αμβούργο. 26 Αυγούστου 2000. Το απλό, μικρό σπίτι της οικογένειας Μπάντερ στο Αμβούργο, ακριβώς δίπλα στις όχθες του ποταμού Έλβα, ήταν φωταγωγημένο. Ήταν ένα ήσυχο αυγουστιάτικο βράδυ με υπερβολική ζέστη για τα δεδομένα του Αμβούργου. Η υγρασία ήταν ενοχλητική. Ακριβώς όσο ενοχλητική φάνταζε τώρα, στο μυαλό του Καρλ, η ιδέα της μητέρας του να διοργανώσει ένα πάρτυ – αποχαιρετιστήριο πάρτυ - όπως το ονόμασε η ίδια, για να γιορτάσει την αποχώρηση του γιου της από το σπίτι, με προορισμό την Βρετανία, όπου θα περνούσε τα τέσσερα επόμενα χρόνια της ζωής του εκεί, σαν φοιτητής. Είχε μαζευτεί από νωρίς κόσμος. Φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, γείτονες και διάφοροι προσκεκλημένοι, συνέθεταν μια βραδιά που κυριαρχούσε η μουσική, ο θόρυβος, οι δυνατές ομιλίες και φυσικά το άφθονο αλκοόλ. Ήταν μία ασυνήθιστη βραδιά στην συνηθισμένη ρουτίνα της οικογένειας, άλλα σίγουρα υπήρχε καλός λόγος γι’ αυτό. Ήταν το πρώτο ταξίδι εκτός της χώρας για τον Καρλ Μπάντερ, τον μοναχοπαίδι της οικογένειας, μιας από τις πλέον αξιοσέβαστες οικογένειες του Αμβούργου. Ο πατέρας του, συνταξιούχος οπλουργός, με πολλά χρόνια δραστηριότητας στον χώρο των όπλων, ιδιαίτερα αυστηρός και παλαιών αρχών άνθρωπος, είχε αποδεχτεί σχετικά απρόθυμα, την απόφαση του Καρλ να σπουδάσει ψυχολογία στο εξωτερικό. Ο χερ Ρολφ Μπάντερ δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα την Βρετανία. Ο Καρλ πίστευε ότι ο πατέρας του όφειλε αυτή την αντιπάθεια, εξ’ αιτίας τον παππού του που είχε πολεμήσει στον Μεγάλο Πόλεμο, χάνοντας τη ζωή του, από πυρά της RAF, της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας. Μεγαλωμένος με τις διηγήσεις της γιαγιάς του για τον πόλεμο, δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τους Βρετανούς και τώρα ο γιος του θα πήγαινε να σπουδάσει, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στο πανεπιστήμιο του Κόβεντρι, στην κεντρική Αγγλία, στη καρδιά της χώρας. Αντίθετα με τον πατέρα του ο Καρλ ήταν ανοιχτόμυαλος και ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Να τον κατανοήσει και να γίνει μέρος του. Αγαπούσε το διάβασμα και την μελέτη των πολιτισμών. Είχε μαγευτεί από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Θεωρούσε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήταν η μήτρα όλου του μετέπειτα πολιτισμού της Γης. Είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα όταν ήταν παιδί και είχε γνωρίσει την Αθήνα. Είχε περπατήσει εκεί που κάποτε οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δίδασκαν και εξάπλωναν τις ιδέες τους, εκεί που είχε γεννηθεί η πρώτη έννοια της δημοκρατίας. Το ταξίδι αυτό έμελλε να τον στιγματίσει ανεξίτηλα για το υπόλοιπο της ζωής του. Είχε βάλει σκοπό να ξαναβρεθεί εκεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Το σίγουρο ήταν ότι ο Καρλ ήξερε από την παιδική του ηλικία τι θα γινόταν όταν μεγάλωνε. Θα γινόταν επιστήμονας. Ήθελε να παρατηρεί τον κόσμο και να τον βοηθά, μέσα από νέες ιδέες και φιλοσοφίες. Του άρεσε ιδιαίτερα, να ψυχολογεί τους ανθρώπους από πολύ μικρή ηλικία. Θαύμαζε τον Νίτσε και τον Φρόιντ. Ήταν ινδάλματά του, κάτα μία έννοια και θα έδινε τα πάντα να ήταν μαθητής τους και να διδασκόταν ψυχολογία από αυτούς. Η έννοια του ‘Ψυχολόγου’ ήταν πολύ γενική. Δεν του άρεσε. Προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του φιλόσοφο, μελετητή και ψυχαναλυτή της ανθρώπινης φύσης. Πίστευε στον άνθρωπο και είχε ορκιστεί ότι θα έκανε το παν ώστε να βοηθήσει τόσο το ανθρώπινο γένος, όσο και τον πολιτισμό, την κουλτούρα και την ιστορία. Αντίθετα από τους λουθηρανούς γονείς του, ο Καρλ δεν ήταν θρήσκος με την κλασσική έννοια του όρου, ούτε θεωρούσε τον εαυτό του πιστό χριστιανό. Ήθελε να βρει το αληθινό νόημα μέσα από τη μελέτη. Τον είχε εντυπωσιάσει η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, ο δωδεκαθεισμός, αλλα δεν μπορούσε να πειστεί για τίποτα, χωρίς πρώτα να ψάξει, να μελετήσει και να εξερευνήσει τα βάθη όλων των άλυτων μυστηρίων της ανθρωπότητας. Έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον αρχαίο θεό Ήλιο, συνδιάζοντάς τον με τον πλανήτη Ήλιο, ο οποίος από την θέση που βρίσκεται, ουσιαστικά βλέπει τα πάντα. Αυτό ακριβώς που άρεσε στον Καρλ να κάνει. Να παρατηρεί τα πάντα στη ζωή. Δεν ήταν εκπληξη λοιπόν, η απόφαση του να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, στις σπουδές και τη ζωή του. Σκόπευε να πειραματιστει με τον εαυτό του και τους ανθρώπους και να ακολουθήσει το δρόμο της παρατήρησης, και της έρευνας. Λαχταρούσε να σπουδάσει μακριά από την χώρα του. Αγαπούσε την πατρίδα του και ήταν περήφανος γι’αυτήν, αλλά ήθελε να δοκιμάσει νέες εμπειρίες και η θετική απάντηση που έλαβε από το πανεπιστήμιο του Κόβεντρι ήταν το κλειδί για το ξεκίνημα μιας νέας ζωής μακριά από το ασφαλές, ήσυχο, άλλα και… βαρετό πατρικό του σπίτι στο Αμβούργο. Ένα μικρό πρόβλημα στα σχέδιά του ήταν ότι δεν μιλούσε και πολύ καλά αγγλικά, αλλά αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να το ξεπεράσει. Αν μη τι άλλο, είχε όλη τη θέληση να τα καταφέρει. Αγαπούσε το διάβασμα και τις καινούριες γνώσεις και σε ένα ή δύο μήνες το πολύ, υπολόγιζε ότι θα είχε τελειοποιήσει την γλώσσα, στο βαθμό που θα ήταν απαραίτητος για τις σπουδές του. Ο Καρλ, βέβαια, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί και υπόδειγμα κοινωνικού ατόμου, άλλα διψούσε να γνωρίσει νέους ανθρώπους, και ειδικά έξω από την χώρα του. Για τον ίδιο η Αγγλία, ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του εκείνη την χρονική στιγμή. Τον εξίταρε η ιδέα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε μία εντελώς ξένη χώρα, με αρκετά διαφορετική κουλτούρα και πολιτισμό από την πατρίδα του. Θεωρούσε έτσι, πως άνοιγε μια νέα σελίδα στη ζωή του. Το χρειαζόταν αυτό ο Καρλ. Το είχε πραγματικά ανάγκη. Πίστευε ότι τα πράγματα στη ζωή του είχαν αρχίσει να βαλτώνουν. Η στασιμότητα τον τρόμαζε. Το τελευταίο διάστημα, τίποτα δεν πήγαινε όπως θα ήθελε, στην προσωπικη, κοινωνική, αλλά και ερωτική του ζωή. Το τελευταίο ήταν κάτι που τον πλήγωνε πολύ. Είχε κάνει ελάχιστες σχέσεις, και όλες είχαν καταλήξει να τον απογοητεύσουν, αν και ο ίδιος είχε μια μοναδική ικανότητα να μην αφήνει καμία κακοτυχία στη ζωή του να τον επηρρεάσει. Είχε μάθει από μικρό παιδί να καταπνίγει τα άσχημα συναισθήματα και να ζεί πειθαρχημένα. Ο πατέρας του είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή πάνω του κι ας μην ήθελε ποτέ, να το παραδεχτεί αυτό. Πίσω όμως από την αυστηρή μάσκα που κατά καιρούς επέλεγε να φορέσει, ο Καρλ ήταν ένας πολύ ευαίσθητος νέος άνδρας που έψαχνε παντού την αλήθεια. Το ταλέντο του να ψυχολογεί τον κόσμο, δεν τον βοηθούσε πάντα βέβαια. Ίσως και να συνέβαινε το αντίθετο… Όσο καλα ψυχολογούσε τους άλλους, τόσο ανίκανος ένιωθε να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Αδυνατούσε μα βρεί αυτό που τον απασχολούσε τόσο πολύ και τον έκανε να νιώθει αδύναμος μπροστά από καταστάσεις της ζωής που απαιτούσαν θάρρος και τόλμη. Όπως το να πει σε μια κοπέλα πόσο πολύ την ήθελε. Πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της. Λίγο πριν αποφοιτήσει από το λύκειο, ο Καρλ γνώρισε μια κοπέλα που σημάδεψε αρκετά. Ήταν στην ηλικία του ή ίσως ένα-δυο χρόνια μικρότερη και οι δυο τους έδειχναν να έχουν πολλά κοινά. Την έλεγαν Σόνια και ήταν ψηλή, ξανθιά και γαλανομάτα. Ήταν μια τυπική αστή κοπέλα από μεγάλη πόλη, την Φρανκφούρτη. Ήταν κόρη ενός διακκεκριμένου γιατρού, από πλούσια οικογένεια, που μόλις είχαν μετακομίσει στο Βερολίνο και είχε ήδη αποφασίσει να σπουδάσει ιατρική μετά την αποφοίτησή της από το Λύκειο. Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι στην ίδια πόλη, την πρωτοχρονιά του 2000. Τα ταξίδια στην πρωτεύουσα ήταν έθιμο για τα παιδιά της τελευταίας τάξης του λυκείου που πηγαινε ο Καρλ, στα προάστεια του Αμβούργου. Έτσι σε ένα από τα πάρτυ που ο ίδιος και οι – λιγοστοί - φίλοι του είχαν παρεβρεθεί, στο Βερολίνο, έμελλε να συναντήσει την Σόνια. Η γνωριμία ήταν τυχαία άλλα ήταν γραφτό να στιγματίσει τον Καρλ παρ’όλο που δεν κράτησε παρά ελάχιστα. Δυστυχώς για τον Καρλ, το ίδιο μόλις βράδυ η ξανθιά κοπέλα χάθηκε, μαζί με τις ελπίδες του για κάτι καινούριο και συναρπαστικό στη ζωή του. Το επόμενο πρωί, το τρένο ξεκινούσε από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Βερολίνου, κουβαλώντας τον ίδιο και την παρέα του, αλλά αφήνοντας πίσω το κορίτσι και τις προσδοκίες του για μια νέα ζωή. Δεν είχε προλάβει καν να της πεί πόσο του άρεσε. Είχαν κουβεντιάσει, στον καναπέ του σαλονιού, όπου είχαν βρεθεί μόνοι τους, πριν το αλκοόλ σβήσει κάθε υποψία νηφάλιας συζήτησης. Την είχε ψυχολογήσει, αλλά για μία ακόμη φορά δεν είχε καταφέρει να κάνει το ίδιο στον εαυτό του. Τον εξόργιζε το ότι δεν μπορούσε να βρει τις κατάλληλες κουβέντες την κατάλληλη στιγμή που τις ήθελε. Τα λόγια που θα έκαναν δικό του ένα κορίτσι που του άρεσε και ήθελε τόσο πολύ να εκφράσει όλα αυτά που ένιωθε μέσα του. Εκείνο το βράδυ, όμως, είχε πειστεί ότι είχε κάνει τη σωστή επιλογή για αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ήθελε να βοηθήσει τους ανθρώπους. Να τους μιλήσει. Να τους δώσει λύσεις, να μπει στα βαθύτερα μυστικά τους και να τα ξεδιαλύνει. Να ανακαλύψει τον κόσμο, το σύμπαν, το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, το μυστήριο της. Μα κατά βάθος ήξερε ότι πρώτα, έπρεπε να ξεκινήσει από τον δυσκολότερο και πιο απαιτητικό ‘πελάτη’ του. Τον ίδιο του τον εαυτό… Βαθιά μέσα του ήξερε ότι όλα αυτά τα έκανε γιατι χρωστούσε κάτι στον εαυτό του. Χρωστούσε να τον ανακαλύψει. Πίστευε στη θεωρία των παράλληλων συμπαντων και πάντα αναρωτιόταν πόσο πολύ θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πάντα, το μέλλον το ίδιο, από μια μικρή και απλή επιλογή. Μία μικρή απόφαση που ίσως καθόριζε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Κάτι πολύ απλό που αν είχε συμβεί διαφορετικά, θα είχε αλλάξει όλη του την μοιρα. Το ‘φαινόμενο της πεταλούδας’ η θεωρία του Χάους δηλαδή, είχε εμπνεύσει τον Καρλ από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει κάποια πράγματα στη ζωή του. Κι εκείνο το βράδυ, ο Καρλ ήταν απόλυτα σίγουρος για το μέλλον του. Θα αφιέρωνε τη ζωή του στην επιστήμη. Δεν είχε πια καμία αμφιβολία γι’αυτό. Πίσω στο Αμβούργο η ζωή του κυλούσε με τον ίδιο και απαράλλαχτο βαρετό τρόπο που κυλούσε τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια. Όλα έμοιαζαν ίδια. Η ζωή του, οι καθημερινές του συνήθειες, η διαδρομή του από και προς το σχολείο, οι οικογενειακές στιγμές στο σπίτι, τα μαθήματα, οι φίλοι. Οι φίλοι… Το κεφάλαιο φιλία ήταν από τα πλέον περίπλοκα στο βιβλίο της ζωής του. Ο Γιούργκεν και ο δίδυμος αδελφός του Μίκαελ ήταν, ότι πιο κοντινό σε φίλους είχε ο Καρλ στο Αμβούργο. Ηταν στην ηλικία του, αλλά πήγαιναν σε διαφορετικό σχολείο από εκείνον. Οι οικογένειες τους γνωρίζοταν από παλιά και θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν παιδικοί φίλοι. Από πολύ μικρή ηλικία, ο Καρλ θυμόταν τον εαυτό του να κάνει παρέα με τα δίδυμα Χάουπτμαν, να παίζει ατέλειωτες ώρες μαζί τους, να τσακώνεται άλλες τόσες ώρες και να μοιράζεται όλα του τα προβλήματα. Όλα αυτά μέχρι και την τελευτάια τάξη του λυκείου. Το καλοκαίρι εκέινο, πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα, ο Καρλ απομακρύνθηκε από τα αδέλφια χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Ένιωθε ότι δεν χωρούσαν πλέον στη ζωή του. Τόσο ο Γιούργκεν, όσο και ο Μίκαελ ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες από τον Καρλ. Ήταν ανοιχτοί, επεδίωκαν τη προσοχή των άλλων και δεν άφηναν θηλυκή ύπαρξη χωρίς να προσπαθήσουν - με θεμιτά και αθέμιτα μέσα - να την κάνουν δικιά τους. Ο Καρλ είχε κουραστεί πλέον από την παρέα τους. Ήθελε να απομακρυνθεί, άλλα για άλλη μια φόρά δίσταζε να το κάνει. Η τελευταία χρονιά του στο λύκειο, ήταν η πλέον παράξενη και αμφιλεγόμενη. Ήξερε πλέον τι ήθελε να κάνει. Οι σπουδές του στη ψυχολογία ήταν το ένα και μοναδικό κεφάλαιο που τον απασχολούσε πλεον στη ζωή του. Δεν μπορούσε όμως, να το εξηγήσει ούτε στους γονείς του, ούτε στους φίλους του. Οι δίδυμοι είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται με την αλλαγή διάθεσης του Καρλ. Οι προτεραιότητες του έδειχναν να μην έχουν χώρο γι’αυτούς πλέον. Το σαββατοκύριακο που ο Καρλ θα πήγαινε στο Βερολίνο για το πάρτυ, ήταν η αφορμή για να ψυχρανθούν μεταξύ τους οριστικά. Δεν τον είχαν ακολουθήσει ποτέ στα σαββατιάτικα ταξίδια του στην πρωτεύουσα, αλλά αυτή τη φορά έδειχναν πρόθυμοι να δοκιμάσουν αυτή την εμπειρία. Ο Καρλ δεν είχε την παραμικρή όρεξη να τους πάρει μαζί του. Ένιωθε ήδη, εδώ και λίγο καιρό, ότι δεν συμβάδιζε πλέον μαζί τους. Η ‘φιλία’ τους - καθώς ο ίδιος την θεωρούσε πλέον κάτι σαν φιλία - έδειχνε να είναι ένα κατάλοιπο της γνωριμίας των οικογενειών τους και όχι αληθινή φιλία όπως την φανταζόταν και την είχε ανάγκη. Ο Γιούργκεν, ο κατά δέκα λεπτά μεγαλύτερος από τον Μίκαελ, και πιο δυναμικός και κτητικός από τους δύο, επέμενε να ακολουθήσει, στο Βερολίνο. Ο Καρλ ήξερε ότι εκείνο το βράδυ ήταν μπροστα σε ένα σημαντικό δίλημμα της ζωής του. Ή θα κατέπνιγε για άλλη μια φορά τα συναισθήματά του και θα υποχωρούσε μπροστα στα θέλω του πιεστικού και απόλυτου φίλου του ή θα πατούσε πόδι για πρώτη φορά στη ζωή του, απαιτώντας να γίνει αυτό που εκείνος ήθελε. Ήξερε ότι η απόφαση του δεν θα είχε γυρισμό και για πρώτη φορά έκανε αυτό που ένιωθε και ήθελε να κάνει. Αρνήθηκε τη συντροφιά τους. Ο Καρλ άφησε πίσω του το παρελθόν. Άκουσε για πρώτη φορά τη καρδιά του και έπραξε αυτό που εκείνος θεωρούσε σωστό. Θα ήταν πλέον διαφορετικός. Το είχε πάρει απόφαση και τίποτα δεν θα τον σταματούσε. Δεν θα γυρνούσε πια πίσω... Μπροστά του ήταν το πιο σημαντικό καλοκαίρι της ζωής του. Η περίοδος που θα άλλαζε τα πάντα και η ζωή, θα άρχιζε επιτέλους – όπως ήλπιζε - να του δίνει αυτά που του χρωστούσε. Πέρασε το υπόλοιπο καλοκαίρι, κάνοντας αιτήσεις στα κολλέγια που τον ενδιέφεραν, περιμένοντας της απαντήσεις και ζώντας στην αγωνία χωρίς να μπορεί να διασκεδάσει και να γλεντήσει το τελευταίο διάστημα ξενοιασιάς πριν την ενηλικίωση του. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να γίνει δεκτός σε ένα από τα πανεπιστήμια στα οποία είχε κάνει αίτηση και ήταν όλα στην Βρετανία. Έχοντας, ήδη επιλέξει το μέρος που θα περνούσε τα φοιτητικά του χρόνια, την Αγγλία, κατά βάθος ζητούσε εξιλέωση από τον εαυτό του - αλλά και για τον πατέρα του - για τα όσα άσχημα είχε ακούσει και είχε πει για αυτή την χώρα. Ήθελε να ζήσει εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, να μελετήσει την βρετανική κουλτούρα και να αποκαταστήσει την άσχημη εικόνα που είχε διδαχτεί να έχει, για την χώρα αυτή. Οι μέρες περνούσαν αργά και βασανιστικά. Ο Ιούλιος ήταν ζεστός, μοναχικός και ατελείωτος. Ο Καρλ δεν έβγαινε έξω, δεν διασκέδαζε, δεν έβλεπε φίλους, ούτε γνώριζε κοπέλες. Προτιμούσε να μένει σπίτι, να κάνει βόλτες στις όχθες του ποταμού, να διαβάζει, να ονειρέυεται την ζωή του σαν φοιτητής και να κάνει μεγάλα και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον του. Η Σόνια δεν βγήκε ούτε μία ημέρα από το μυαλό του, αλλά όταν ήρθε ο πρώτος φάκελος με την απάντηση από ένα από τα πανεπιστήμια που είχε κάνει αίτηση, ένιωσε ότι όλα στη ζωή του πλέον, έκαναν στην άκρη, αφήνοντας χώρο για το ένα και μοναδικό σκοπό του. Τις σπουδές του στην ψυχολογία και τη μετακόμιση του στο εξωτερικό. Στη Μεγάλη Βρετανία. Την στιγμή που διάβαζε την επιστολή που του ανακοίνωνε ότι το πανεπιστήμιο του Κόβεντρι, είχε κάνει δεκτή την αίτηση του, όλα όσα τον απασχολούσαν τον τελευταίο χρόνο, τα πάρτυ, οι εξετάσεις, οι φίλοι, οι έρωτες, η οικογένειά του, το Βερολίνο, η Σόνια, όλα είχαν εξανεμιστεί σα να τα είχε παρασύρει ο Έλβας, που κυλούσε λίγα μέτρα μακριά από την αυλή του σπιτιού του. Τον επόμενο μήνα θα ξεκινούσε τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Ένιωθε παράξενα. Θα άφηνε το σπίτι του για να ζήσει σε μια ξένη χώρα, τουλάχιστον για τα επόμενα τέσσερα χρόνια της ζωής του. Δεν ήξερε πώς να νιώσει. Δεν είχε ιδέα. Η χαρά και η ικανοποίηση ξεχείλιζαν στο μυαλό του και ταυτόχρονα ήταν παγωμένος. Θα άφηνε πίσω τα πάντα άλλα αυτό δεν ήταν άλλωστε, που επιθυμούσε όσο τίποτα στη ζωή του; Αυτό δεν είχε ονειρευτεί από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε ποιο θα ήταν το μέλλον του; Κι όμως, ακόμα και τώρα στην πιο σημαντική στιγμή της ζωής του δείλιαζε. Ξανά. Προς στιγμή, σκέφτηκε να κάνει πίσω, αλλά αυτή τη φορά δεν θα το επέτρεπε να συμβεί, για κανένα λόγο. Ήταν γραφτό να γίνει, όπως όλα τα σημαντικά πράγματα στη ζωή τελικά, ίσως και να είναι κάπου γραμμένα να γίνουν με ή χωρίς τη θέληση μας. Το πάρτυ είχε διαλύσει, εδώ και πολλή ώρα. Η ησυχία είχε επανέλθει, αλλά ο Καρλ δεν είχε ύπνο. Ήταν περασμένες δύο και οι γονείς του είχαν ήδη, κοιμηθεί. Εκείνος τράβηξε προς το ποτάμι, με την ελπίδα λίγης δροσιάς. Λίγης ‘παρέας’ με τον εαυτό του, κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό. Βρήκε το αγαπημένο του ύψωμα, που καθόταν πάντα και έβλεπε στο ποτάμι μέχρι όσο έφτανε το μάτι. Δροσιά δεν υπήρχε, άλλα δεν απογοητεύτηκε. Η ηρεμία του ποταμού καθάριζε το μυαλό του. Μπορούσε να διακρίνει τη γέφυρα με τα λιγοστά φώτα, πάνω από την οποία, δεν περνούσε τώρα, ούτε αμάξι. Έπιασε από μακριά τους ήχους μουσικής. Αν και περασμένες δύο, κάτω ακριβώς από το ύψωμα που καθόταν ο Καρλ, μια παρέα από εφήβους είχαν ξαπλώσει στην όχθη ακούγοντας μουσική και πίνοντας μπύρες. Έστησε ξανά το αυτί και διέκρινε μια γνώριμη και αγαπημένη μελωδία. Οι έφηβοι άκουγαν Μπητλς. Άκουγαν το Let it be. Το αγαπούσε αυτό το τραγούδι. Άρχισε να το σιγοψηθυρίζει κι εκείνος, ενώ καθόταν ξανά στο ύψωμα, ακουμπώντας την πλάτη του σε μια μεγάλη πέτρα. Παρατηρόντας μια τα αστέρια και μια το ποτάμι, αναλογιζόταν ότι πολλά χρόνια πριν, οι Μπητλς, νεαρά παιδιά τότε, άφηναν τα σπίτια και τις οικογένειές τους στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ και ξεκινούσαν για το όνειρό τους και τη μεγάλη τους καριέρα, από ένα υπόγειο κλαμπ, εκεί στο Αμβούργο. Σαράντα περίπου χρόνια μετά, ήταν η σειρά του να αφήσει τη πατρίδα του, το σπίτι του και την οικογένειά του για να βρεθεί στην Αγγλία. Για να φτιάξει τη ζωή που πάντα ήθελε να ζήσει. Να κυνηγήσει το δικό του όνειρο. Ίσως και να ήταν γραφτό τελικά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
georgezerv76 Posted January 5, 2016 Author Share Posted January 5, 2016 ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ... ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ 4 ΧΡΟΝΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!!! ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΕΚΔΟΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΝΟΥΒΕΛΑΣ ΜΟΥ :"Η ΠΟΛΗ" ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΗΝΑ ΠΡΟς ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΟ ΚΑΙ ....ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ!!! ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ Περίληψη. 15 χρόνια. 13 διαφορετικές πόλεις. 2 φίλοι. 2 επιλογές. 1 γυναίκα.1 ταξίδι. Θα εγκατέλειπες τα πάντα για έναν έρωτα; Ο Κόλιν είναι Άγγλος, αυθόρμητος και δημοφιλής στο γυναικείο φύλλο. Ο Καρλ είναι Γερμανός, μετρημένος και πολύ συνειδητοποιημένος στο τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Οι δύο νεαροί γνωρίζονται στο πανεπιστήμιο του Κόβεντρι στην Αγγλία,όπου φοιτούν, και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ένα ξαφνικό και απρόβλεπτο ταξίδι στην Ισπανία θα αλλάξει για πάντα την ζωή των δύο φίλων. Ειδικά για τον Καρλ θα είναι η πρώτη φορά στην ζωή του που θα πρέπει να αποφασίσει για κάτι τόσο σημαντικό, όσο και η ίδια η του η ζωή. Η επιλογή του, θα κρίνει την πορεία της ζωής του, είτε με την μία, είτε με την άλλη εκδοχή της. Τελικά υπάρχει παράλληλο σύμπαν στη ζωή μας; Ένα ρομαντικό και περιπετειώδες μυθιστόρημα που εξυμνεί τον έρωτα την φιλία και τις επιλογές της ζωής, μέσα σε ένα διάστημα 15 χρόνων. Από την εφηβεία έως την ενηλικίωση. ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΥΔΗΣ. ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ WORD ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΝΗΜΕΝΟ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ..... ΤΟ ΕΧΩ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΕΙ ΟΠΟΤΕ....ΞΕΧΑΣΤΕ ΟΠΟΙΕς ΙΔΕΕΣ.....ΧΙΧΙΧΙ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.