MadnJim Posted July 15, 2014 Share Posted July 15, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MADnJIMΕίδος: HorrorΒία; Ναι, έχει κάποιες έντονες στιγμέςΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 5900 περίπουΑυτοτελής; Είναι ο πρόλογος από ένα αστυνομικό τρόμου Σχόλια: Αν και δεν είναι το είδος μου, προσπάθησα να κάνω το χατήρι ενός φίλου και σκάρωσα την παρακάτω ιστορία. Στο τέλος μου άρεσε όμως, και αποφάσισα να της δώσω συνέχεια. Τώρα είμαι περίπου στα μισά ενός μυθιστορήματος που έχει λίγο από αστυνομικό, λίγο από μυστήριο, λίγο από splatter horror, λίγο από φολκλόρ, και θα δείξει στο τέλος τι θα απογίνει. Ο πρόλογος όμως στέκει άνετα και μόνος του σαν ανεξάρτητη ιστορία, και αποφάσισα να τον ποστάρω για να ακούσω απόψεις και παρατηρήσεις-συμβουλές. Ελπίζω να σας αρέσει.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ.. Τα φώτα του αυτοκινήτου χτυπούσαν πάνω στα ψηλά έλατα και τα πεύκα σε κάθε στροφή του φιδογυριστού επαρχιακού δρόμου. Είχε βραδiάσει από ώρα, και στην παλιά εθνική επικρατούσε απόλυτη ερημιά. Απ' όταν φτιάχτηκε η νέα με τις διπλές λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και τις ατέλειωτες ευθείες όλοι προτιμούσαν να ταξιδεύουν από κει, και ο παλιός δρόμος έστεκε πια αχρησιμοποίητος με την άσφαλτο να ραγίζει και να χορταριάζει στις άκρες. Μόνο τα τρακτέρ και τα αγροτικά αυτοκίνητα με την κίνηση και στους τέσσερις τροχούς των κατοίκων των ελάχιστων μικρών χωριών που βρισκόταν σκαρφαλωμένα στις πλαγιές τον χρησιμοποιούσαν πια, και οι τσοπάνηδες όταν επέστρεφαν πριν πέσει ο ήλιος το απόγευμα τα ζωντανά τους στις στάνες. Το βράδυ όμως ήταν εντελώς έρημος, και σκοτεινός. Ο Κώστας και η Μαίρη ταξίδευαν από τη Θεσσαλονίκη στα Γιάννενα. Ήταν νιόπαντροι, και αυτό ήταν το γαμήλιο ταξίδι τους, μια μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα πριν επιστρέψουν πάλι πίσω στην Αθήνα για να φτιάξουν την καθημερινότητά τους. Είχαν ξεκινήσει το απόγευμα, και είχαν επιλέξει την παλιά εθνική ακριβώς για να δούνε από κοντά την πανέμορφη ελληνική φύση, τα βουνά της Πίνδου και τα καταπράσινα χειμώνα καλοκαίρι πυκνά πευκόδασα. Και ήταν πράγματι ωραία όσο είχε φως, ταξίδευαν αργά στον στενό δρόμο και απολάμβαναν την άγρια ομορφιά, μέχρι που έδυσε ο ήλιος βάφοντας για λίγο κόκκινο σαν αίμα τον ουρανό πάνω από τις βουνοκορφές. Μετά όμως έπεσε το σκοτάδι κι ο αέρας έγινε κρύος κι ας ήταν καλοκαίρι, τόσο που κλείσανε κι οι δυο τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Δεν τον ξέρανε τον τόπο, πέρασαν τη διασταύρωση της Κοζάνης, ανέβηκαν μέχρι το Τσοτύλι, το τελευταίο μεγαλοχώρι πριν την Κόνιτσα, κι από κει κι έπειτα το GPS σίγησε εντελώς. Η απαλή γυναικεία φωνή δεν ξανακούστηκε να τους λέει κάποια οδηγία για τον δρόμο, γιατί σ' αυτή την ερημιά δεν χρειαζόταν οδηγίες, και να ήθελες να χαθείς δε γινόταν αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο για πολλά χιλιόμετρα από τον παλιό ασφαλτόδρομο και τα δάση γύρω του. “Ίσως να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα τελικά να έρθουμε από δω..” μουρμούρισε κάποια στιγμή η Μαίρη μετά από ώρα σιωπής. Κοίταζε έξω από το παράθυρο και ο Κώστας την ένιωθε που ήταν σφιγμένη. Την καταλάβαινε, κι αυτός σφιγμένος ήταν, αλλά τουλάχιστον αυτός είχε το τιμόνι κι ένιωθε πως κρατούσε τον έλεγχο. Οδηγούσε πολύ αργά, ούτε με πενήντα χιλιόμετρα δεν πήγαινε. “Υπομονή μωρό μου..” της είπε προσπαθώντας να φανεί άνετος και να χαμογελάσει. “Σε λίγη ώρα θα φτάσουμε στην Κόνιτσα κι εκεί θα κλείσουμε δωμάτιο σε κάποιο ωραίο ξενοδοχείο..”'Μμμ, ένα ντουζ θα ήταν ότι έπρεπε τώρα..” του χαμογέλασε η νεαρή γυναίκα του, και ξαναγύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Μια χαμηλή ομίχλη είχε αρχίσει να απλώνεται σα χαλί ανάμεσα στα δέντρα. Διακρινόταν μέσα στο σκοτάδι να λαμπυρίζει λευκή, και κάτω από το λιγοστό φως του φεγγαριού έμοιαζε να κινήται, να αναδεύεται. Το όμορφο τοπίο είχε γίνει σχεδόν τρομακτικό, και οι σκιές που πετάγονταν ξαφνικά όταν τα φώτα του αυτοκινήτου χτυπούσαν τα δέντρα για λίγες μόνο στιγμές ήταν σαν να όρμαγαν πάνω τους με τεράστια δαιμονικά χέρια και γαμψά δάχτυλα να τους αρπάξουν. “Ντουζ; Νόμιζα ότι θα γεμίζαμε τη μπανιέρα..” την πείραξε ο Κώστας, κι εκείνη γύρισε και του χάρισε άλλο ένα χαμόγελο.“Βλέπω σου άρεσε που έπινες τη σαμπάνια στο νερό..” του απάντησε εννοώντας το προηγούμενο βράδυ τους στο μεγάλο ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη. Είχαν περάσει πάνω από δυο ώρες μέσα στο αρωματισμένο νερό της μπανιέρας στο δωμάτιό τους, έπιναν σαμπάνια και πείραζαν ο ένας τον άλλο όπως μόνο δυο ερωτευμένοι άνθρωποι κάνουν. Και ήταν ερωτευμένοι, πολύ. Ο Κώστας χαμογέλασε στη θύμηση και άπλωσε το χέρι του στο γόνατό της. Του το έπιασε αμέσως και με τα δυο χέρια της και το κράτησε σφιχτά, αλλά γύρισε πάλι το πρόσωπό της προς το παράθυρο. “Έχει πολύ σκοτάδι έξω..” μουρμούρισε και τρεμούλιασε φευγαλέα το κορμί της.“Μμμ, ναι, ερημιά εδώ πάνω..” της απάντησε.“Έχει ένα χωριό λίγο πιο κάτω, Μόρφη το λένε,..” του είπε σκεφτική η Μαίρη εξετάζοντας έναν οδικό χάρτη από αυτούς που πουλάνε στα βενζινάδικα, “..άλλο ένα που το λένε Πεντάλοφο, κι ακόμα ένα, Επταχώρι λέει. Τίποτε άλλο, μόνο τρία χωριά σε εκατό χιλιόμετρα!..”“Βουνό αγάπη μου..” γέλασε ο Κώστας. “Έχει κι άλλα, σίγουρα θα έχει, αλλά βάζω στοίχημα ότι θα είναι ποιος ξέρει που σκαρφαλωμένα και δεν τα γράφει ούτε ο χάρτης!..” Έριξε το βλέμμα του στο καντράν του ταμπλό, μια γρήγορη ματιά ελέγχου χωρίς να το σκεφτεί. Όλα πήγαιναν καλά, ο δείκτης της βενζίνης ήταν πάνω από τη μέση, η θερμοκρασία σταθερή. “Πάμε αύριο να δούμε το Σπήλαιο στο Πέραμα;..” της πέταξε περισσότερο για να πούνε κάτι παρά για να κάνουν κάποιο σχέδιο.“Και δεν πάμε..” του απάντησε. “Έχω διαβάσει ότι είναι πολύ όμορφο, είναι λέει ένα από τα μεγαλύτερα, ένα χιλιόμετρο απ' άκρη σ' άκρη!..”“Αλήθεια;..”“Ναι, και έχει και ένα σταλαγμίτη που δεν υπάρχει πουθενά αλλού σε σχήμα σταυρού!..” Την κοίταξε και της χαμογέλασε. “Που τα ξέρεις όλα αυτά;..” τη ρώτησε πειραχτικά.“Όταν εσύ κοιμόσουν το μεσημέρι εγώ ξεφύλλιζα τον ταξιδιωτικό οδηγό χαζούλη..” του είπε και σήκωσε το χέρι του από το πόδι της για να το φέρει στα χείλη της και να το φιλήσει με αγάπη. Ξαφνικά ένας περίεργος ήχος ακούστηκε από τον κινητήρα, και το αυτοκίνητο έβηξε μια δυο φορές. “Τι.. Όχι ρε γαμώ το..” πέταξε ο Κώστας και τράβηξε απότομα το χέρι του.“Τι είναι, τι έγινε;..” τον ρώτησε η Μαίρη με την αγωνία να αντικαθιστά γρήγορα το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Ο Κώστας τέντωσε το χέρι του και χτύπησε με το δάχτυλο το όργανο της θερμοκρασίας. Έξω, πάνω στο καπό είχε αρχίσει να αναδύεται ατμός, που έμενε για λίγο να σέρνεται στη λαμαρίνα πριν διαλυθεί στον αέρα. “Ανέβασε θερμοκρασία...” μούγκρισε θυμωμένα. “Όχι τώρα ρε γαμώ το, όχι εδώ πάνω γαμώ την γκαντεμιά μου..”“Και τώρα;..” τον ρώτησε η γυναίκα του και φάνηκε σα να ζαρώνει στο κάθισμά της.“Πρέπει να σταματήσω..” της απάντησε. Την ίδια στιγμή το αυτοκίνητο έβηξε άλλη μια φορά και από το μπροστινό μέρος ξεχύθηκε ένα σύννεφο ατμού. Στο εσωτερικό ήρθε αμέσως μια γλυκερή μυρωδιά μπαγιάτικου καυτού νερού από τους αεραγωγούς. Έπιασε άκρη και το οδήγησε σε ένα μικρό πλάτωμα στρωμένο με άσπρο χαλίκι δίπλα στην παλιά άσφαλτο. Εκεί ο κινητήρας έσβησε με ένα τελευταίο βήξιμο, και έμειναν ακίνητοι με τα φώτα αναμμένα να χτυπούν τα πυκνά πεύκα στην πλαγιά. “Δεν το πιστεύω που συμβαίνει αυτό..” μουρμούρισε ο Κώστας και χτύπησε εκνευρισμένος με τις παλάμες του το τιμόνι.“Τ-τι θα κάνουμε τώρα;..” είπε η Μαίρη διστακτικά. Κοίταζε ολοφάνερα φοβισμένη έξω από το αυτοκίνητο την ερημιά. Ο Κώστας την είδε και προσπάθησε να την καθησυχάσει πιέζοντας τον εαυτό του να συγκρατηθεί. “Δεν ξέρω..” της απάντησε. “Είδα νομίζω ένα χωριό δυο τρία χιλιόμετρα πιο πάνω, ίσως εκεί βρούμε βοήθεια..”“Πάρε τηλέφωνο σε οδική βοήθεια..” του πρότεινε με ελπίδα.“Τρελή είσαι; Ποια οδική θα φτάσει εδώ τέτοια ώρα; Και ξέρεις τι θα κοστίσει; Καλύτερα να το κλειδώσουμε εδώ και να πάμε μέχρι το χωριό που είδα, ίσως εκεί βρούμε κάπου να μείνουμε, ίσως έχει κανέναν ξενώνα ή κάτι τέτοιο, κι αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε..”“Στον χάρτη δεν δείχνει χωριό εδώ..” του είπε σιγανά.“Σου είπα, τα περισσότερα είναι τόσο μικρά που δεν τα αναφέρουν..” της απάντησε. Τον κοίταξε με τα μάτια της να γεμίζουν φόβο. “Έχει πολύ σκοτάδι έξω..” του είπε σχεδόν ψιθυριστά.“Μπορείς να με περιμένεις εδώ αν θες..” Αυτό την έκανε να τρομάξει ακόμα περισσότερο. “Όχι!..” του απάντησε αμέσως. “Όχι μόνη μου, δεν μπορώ. Ας μείνουμε κι οι δυο να περιμένουμε να ξημερώσει..”“Τι λες τώρα..” την αποπήρε αμέσως, “..ούτε μεσάνυχτα δεν είναι ακόμα, σιγά μη καθίσουμε εδώ μέσα τόσες ώρες. Μη φοβάσαι καθόλου, πάμε στο χωριό κι εκεί θα δεις ότι θα είναι όμορφα. Είναι πολύ φιλόξενοι οι άνθρωποι εδώ, θα δεις..” Ελπίζω, είπε από μέσα του αλλά δεν το άφησε να φανεί. Έπρεπε να της δώσει λίγη σιγουριά γιατί στο κάτω κάτω ήταν δική του η ιδέα να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. Στην Εγνατία έχει σταθμούς κάθε λίγα χιλιόμετρα, σκέφτηκε ξανά, τι στο καλό μ' έπιασε και ήρθαμε από δω. Έδιωξε τις σκέψεις κι έσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου. Το σκοτάδι ξεχύθηκε αμέσως να πάρει τη θέση του και τους τύλιξε σαν μαύρο πέπλο. Μόνο το φεγγάρι έριχνε τώρα λίγο φως, κι αυτό ήταν σχεδόν στη χάση του, σα μια μικρή φέτα από πεπόνι κίτρινο και μαραμένο. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Η ομίχλη σκέπασε αμέσως τα πόδια του μέχρι τον αστράγαλο, τόσο πηχτή που δεν έβλεπε καν τα παπούτσια του. Έκανε το γύρο και άνοιξε την πόρτα της Μαίρης. Εκείνη τον κοίταξε και έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα, αλλά τελικά αναστέναξε μόνο και βγήκε από το αυτοκίνητο. “Κάνει κρύο..” παραπονέθηκε σιγανά.“Βουνό είναι..” της απάντησε ο Κώστας και ακούστηκε λίγο πιο απότομος απ' ότι θα ήθελε. Κλείδωσε το αυτοκίνητο και της έπιασε το χέρι στο δικό του. “Μη φοβάσαι..” της είπε, “..σε λίγο θα είμαστε με κόσμο και όλα θα πάνε μια χαρά..” Δεν του απάντησε, μόνο τον ακολούθησε, και άρχισαν να περπατούν αμίλητοι στην άσφαλτο. Κατάλαβαν ότι κάτι δεν ήταν σωστό από τα πρώτα κιόλας βήματα στα στενά σοκάκια ανάμεσα στα παλιά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια. Όλα τα παράθυρα ήταν σφαλιστά, και πολλά μάλιστα είχαν καρφωμένες σανίδες πάνω από τα παντζούρια. Οι βαριές ξύλινες πόρτες ήταν αμπαρωμένες, και πολλές στέγες με την κλασική μαύρη πλάκα αντί για κεραμίδια είχαν βουλιάξει προς τα μέσα. Στις αυλές τα αγριόχορτα ήταν ψηλά, και στους φράχτες οι αγκαθωτοί θάμνοι θέριευαν ανεξέλεγκτοι, μια γενικότερη εικόνα αφροντισιάς και εγκατάλειψης λες και οι κάτοικοι αποφάσισαν να φύγουν κάποια στιγμή και τα άφησαν όλα στην τύχη τους. Είχαν φτάσει στη μικρή πλατεία του χωριού όταν αντιλήφθηκαν κάτι που σαν άνθρωποι της πόλης δεν πρόσεξαν από την αρχή. Αν και παρατημένο το χωριό, στις κολώνες τα φώτα ήταν αναμμένα. Στον κεντρικό δρόμο του έστεκαν όρθιες στη σειρά κάθε τριάντα μέτρα, ψηλές και ξύλινες, πασαλειμμένες πριν ποιος ξέρει από πόσα χρόνια με πίσσα για να μην σαπίζουν. Στην κορυφή τους εξείχε ένας μεταλλικός βραχίονας, που στην άκρη του είχε ένα μικρό καβούκι που προφύλασε τη λάμπα. Γύρω από κάθε κολόνα το φως έφτιαχνε έναν φωτεινό κύκλο, αλλά ήταν πολύ αδύναμο για να φτάνει στον κύκλο της επόμενης κολόνας. Σκοτάδι, φως, σκοτάδι, φως, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που περισσότερο εμπόδιζε παρά βοηθούσε. Στη μικρή πλατεία στο κέντρο ορθωνόταν ένας χοντρός πλάτανος και άπλωνε τα κλαδιά του σαν σκέπαστρο από πάνω. Στον κορμό του έχασκε μια μεγάλη κουφάλα σαν ανοιχτό στόμα. Ένα παλιό καφενείο υπήρχε λίγο πιο κει, με την επιγραφή του να διακρίνεται ξεθωριασμένη στο φεγγαρόφωτο βαμμένη με το χέρι πάνω στον τοίχο. Δυο τρία τραπέζια ήταν σωριασμένα σε μια γωνία όπου τα είχε σπρώξει εκεί κάποιος δυνατός άνεμος. Ήταν το πρώτο οίκημα που είδαν την πόρτα του να μην είναι εντελώς κλειστή, παρά κουνιόταν αργά στο ρυθμό που της έδινε ο αέρας. Στάθηκαν κάτω από το φως μιας κολόνας και το κοίταξαν για λίγο νιώθοντας μέσα τους μια αδιόρατη αίσθηση απελπισίας. “Είναι έρημο, δεν υπάρχει κανείς εδώ..” μουρμούρισε η Μαίρη και σφίχτηκε πάνω στον Κώστα.“Το βλέπω..” της απάντησε αυτός σκεφτικός. Το βραδινό αεράκι ακουγόταν να σφυρίζει απαλά ανάμεσα στις χαραμάδες στις παλιές σκεπές από σκουριασμένο τσίγκο. Τα πόδια τους είχαν μουλιάσει μέσα στην ομίχλη, και ο Κώστας συνειδητοποίησε ότι ανέβαινε αργά, τώρα έφτανε μέχρι τις γάμπες τους μουσκεύοντας τα μπατζάκια τους. Ξαφνικά το φως της κολόνας τρεμούλιασε δυο τρεις φορές κι έσβησε αφήνοντάς τους στο σκοτάδι. Η Μαίρη άφησε ένα σιγανό επιφώνημα έκπληξης και κόλλησε πιο σφιχτά πάνω στον άντρα της. Αυτός ταράχτηκε αλλά προσπάθησε να μην το δείξει, παρά γύρισε και κοίταξε τον επόμενο φωτεινό κύκλο. “Πάμε εκεί..” της είπε και την τράβηξε από το χέρι. Μόλις έφτασαν όμως το φως πάλι τρεμούλιασε κι έσβησε. Το ίδιο έκανε και στην επόμενη κολόνα, και στην πιο κάτω, μέχρι που με τη σειρά έσβησαν όλες και στις δυο κατευθύνσεις. Έμειναν ακίνητοι και σαστισμένοι μέσα στο σκοτάδι. Ο Κώστας έβγαλε τα τσιγάρα του και έβαλε ένα στο στόμα του. Το άναψε, και κράτησε λίγο περισσότερο αναμμένο τον αναπτήρα του σε μια υποσυνείδητη παρόρμηση να σπάσει κάπως τη σκοτεινιά. Τότε είδε τη σκιά για πρώτη φορά να στέκει απέναντί τους, να διαγράφεται λεπτή και ψηλή πάνω σε έναν πέτρινο τοίχο. Για μια στιγμή μόνο όμως γιατί μια ελαφριά ριπή αέρα έσβησε τη φλογίτσα του αναπτήρα και το σκοτάδι την εξαφάνισε. Κούνησε το κεφάλι του και σκέφτηκε ότι μάλλον τα μάτια του τον γελούσαν έτσι που άλλαζε το φως με το σκοτάδι. Δεν προσαρμόστηκαν ακόμα είπε μέσα του και ξανάναψε τον αναπτήρα. Η σκιά δεν ήταν πια εκεί. Γέλασε σιγανά με τον εαυτό του κι έβαλε τον αναπτήρα στην τσέπη του. “Τι είναι, τι γελάς;..” τον ρώτησε η Μαίρη με απορία.“Τίποτα αγάπη μου,..” της απάντησε εύθυμα, “..απλώς αυτό το μέρος άρχισε να με επηρεάζει κι ένιωσα ανόητος..”“Εγώ πάντως φοβάμαι Κώστα..” Την έπιασε από τους ώμους και την κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας. “Το ξέρω μωράκι μου..” της είπε, “..αλλά δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ και δεν πρόκειται να σε αφήσω για τίποτα στον κόσμο..” Εκείνη τη στιγμή ένιωσε παρά άκουσε κάτι να υπάρχει πίσω του και αφήνοντας τη γυναίκα του γύρισε απότομα για να δει. Και είδε, η σκιά αυτή τη φορά ήταν πάνω σε έναν φράχτη στην άλλη μεριά του στενού δρόμου γεμάτο αγκάθια και πυκνές φυλλωσιές πάνω από δυο μέτρα ύψος, και τώρα ήταν σίγουρος ότι δεν τον γελούσαν τα μάτια του. “Μαίρη το βλέπεις κι εσύ;..” ψιθύρισε στη γυναίκα του. Μόνο ησυχία πήρε σαν απάντηση. “Μαίρη;..” είπε πάλι και γύρισε προς το μέρος της. Έμεινε ακίνητος ξαφνιασμένος με γουρλωμένα τα μάτια και το στόμα ανοιχτό. Η γυναίκα του δεν ήταν εκεί! Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος προσπαθώντας να σκίσει το σκοτάδι με τα μάτια του, αλλά η μικρή πλατεία και ο δρόμος ήταν εντελώς έρημα. Μόνο αυτός υπήρχε, αυτός και η σκιά που έστεκε ακόμα στον φράχτη λες και τον περιγελούσε έτσι που στριφογυρνούσε σαν τρελός. “Μαίρηηηηη..” φώναξε με όλη του τη δύναμη, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Διέσχισε τρέχοντας την πλατεία και ξανακοίταξε γύρω του. Δεν μπορεί, σκέφτηκε, εδώ ήταν, μόνο για μια στιγμή πήρα τα μάτια μου.. “Μαίρηηηηηηηηη..” ξαναφώναξε μάταια. Του φάνηκε πως άκουσε έναν ήχο σαν σύρσιμο και έτρεξε αμέσως προς τα εκεί. Χώθηκε σ' ένα στενό σοκάκι και το ακολούθησε σκουντουφλώντας στα σκοτεινά μέχρι που βγήκε μπροστά σε ένα μεγάλο δίπατο σπίτι με αυλή και μια σιδερένια καγκελόπορτα να χάσκει μισάνοιχτη στον εξωτερικό φράχτη. Ξανάκουσε το σύρσιμο από εκεί μέσα και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου όρμησε σαν τρελός. “Μαίρηηηη..” ούρλιαξε απελπισμένα. Είδε ξανά τη σκιά στον τοίχο του σπιτιού μπροστά του, και την ίδια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε τη φωνή της γυναίκας του από το εσωτερικό του. Μια κραυγή ήταν μόνο, αλλά αρκετή για να τον κάνει πάλι να πεταχτεί και να τρέξει. Έπεσε πάνω στη βαριά ξύλινη πόρτα με τον ώμο του, κι εκείνη έτριξε και μ' ένα κρότο σκίστηκε και έσπασε σε κομμάτια και σκλήθρες. Χώθηκε μέσα και βρέθηκε σ' ένα χωλ που βρομούσε μούχλα. “Μαίρηηη..” φώναξε πάλι, αλλά αυτή τη φορά μόνο ησυχία του απάντησε. Έβγαλε τον αναπτήρα του και τον άναψε προσπαθώντας να δει γύρω του, αλλά η φλόγα δεν έβγαζε καθόλου φως, λες και το σκοτάδι της ρούφαγε όλη την ενέργεια και τη ζωντάνια της. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η ομίχλη έφτανε τώρα στα γόνατά του, και για μια στιγμή αναρωτήθηκε πως είναι δυνατόν να υπάρχει ομίχλη σε εσωτερικό χώρο. Τότε όμως από το πάνω πάτωμα ακούστηκε ένας ήχος σαν κάτι υγρό να στάζει και του τράβηξε την προσοχή. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια βιαστικά αδιαφορώντας που έτριζαν κάτω από το βάρος του, κι όταν βγήκε στον διάδρομο του πάνω ορόφου στάθηκε κι αφουγκράστηκε προσεκτικά. Ο ήχος ερχόταν από ένα συγκεκριμένο δωμάτιο. Πήγε προς τα εκεί και έσπρωξε απαλά την πόρτα. Κοίταξε μέσα κι ένιωσε για πρώτη φορά τον τρόμο να τον σφίγγει τόσο δυνατά που του έκοβε την ανάσα. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα σιδερένιο κρεβάτι με ένα σάπιο στρώμα πάνω του. Στον ένα τοίχο ήταν ένα παράθυρο, αλλά είχε σανίδες καρφωμένες τη μία δίπλα στην άλλη, που αν και είχαν σκεβρώσει από το χρόνο το σφράγιζαν ακόμα πολύ καλά. Στον άλλο τοίχο ήταν ένα σκρίνιο, μια παλιά δίφυλλη ντουλάπα που το ένα φύλλο της ήταν κλειστό και το άλλο κρεμόταν στραβά από τον ξεχαρβαλωμένο μεντεσέ του. Δίπλα ένα χαμηλό κομοδίνο με ένα σπασμένο πορτατίφ. Ο θόρυβος ερχόταν από το σαπισμένο πτώμα που κρεμόταν από το λαιμό από μια θηλιά στερεωμένη στο πολύφωτο. Έσταζε κάτι που στην αρχή δεν κατάλαβε τι ήταν, αλλά με φρίκη είδε ότι ήταν η σάρκα του που έλιωνε και έπεφτε λίγο λίγο στο τσιμεντένιο πάτωμα. Ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος και πριν προλάβει να κρατηθεί έβγαλε ότι είχε φάει νωρίτερα σε εκείνο το εστιατόριο που είχαν σταματήσει λίγο μετά τη Βέροια. Όταν ξανασήκωσε τα μάτια του το πτώμα είχε γυρίσει το κεφάλι του και τον κοιτούσε με τo θολό άσπρο βλέμμα του. “Όχι εδώ..” είπε αργά ανοιγοκλείνοντας ένα στόμα που το μισό είχε λιώσει και φαινόταν τα δόντια του. Ο Κώστας πισωπάτησε έντρομος μέχρι που η πλάτη του ακούμπησε στον τοίχο του διαδρόμου, τότε μόνο στράφηκε και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, και δεν σταμάτησε ούτε όταν βγήκε έξω από το σπίτι στον δρόμο, παρά μόνο όταν έφτασε ξανά στην πλατεία μπροστά στον γέρικο πλάτανο. Εκεί είδε ξανά τη σκιά. Ήταν στον τοίχο του καφενείου, και αυτή τη φορά του έκανε νόημα να πάει κοντά. Ο Κώστας ετοιμάστηκε να την ακολουθήσει όταν άκουσε κάπου μακρυά πίσω του πάλι την κραυγή. Γύρισε και κοίταξε προς την κατεύθυνση που είχε έρθει ο σύντομος ήχος, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει σχεδόν τίποτα. Σκέφτηκε το κινητό του, ήταν από αυτά που παίρνουν μαζί τους αυτοί που κάνουν εξορμήσεις στη φύση, αδιάβροχο και ανθεκτικό μέσα στο λαστιχένιο του περίβλημα. Το σημαντικότερο ήταν ότι διέθετε φακό, κι απόρησε με τον εαυτό του πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Τον άναψε κι έστρεψε τη φωτεινή δέσμη προς το μέρος που άκουσε τελευταία φορά την κραυγή. Δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν η Μαίρη που φώναξε, ούτε τώρα όπως και ούτε πριν, μόνο που τώρα το πρόσεξε γιατί είχε δει εκείνο το.., εκείνον τον κρεμασμένο που του μίλησε και ήταν πολύ τρομοκρατημένος για να αντιδρά άμεσα. Η φωτεινή δέσμη έσκισε για λίγα μέτρα το σκοτάδι και μετά σταμάτησε, όχι όπως αν θα χτύπαγε πάνω σε έναν τοίχο, αλλά απλά χάθηκε σαν να τη νίκησε η μαυρίλα. Η ομίχλη είχε σκαρφαλώσει στον καβάλο του, και την ένιωθε να τον αγγίζει κρύα και παγωμένη σαν χέρι νεκρού. Στο μυαλό του ήρθε πάλι η εικόνα του κρεμασμένου στο υπνοδωμάτιο κι ένιωσε το κορμί του να τρέμει. Ήξερε πως δεν ήταν από το κρύο. Προχώρησε διστακτικά κι έφτασε σε ένα χαμηλό οίκημα, ένα ορθογώνιο κτίσμα χωρίς αυλή. Στα παράθυρα τα παντζούρια ήταν κλειστά, και σε μερικά κρέμονταν φαγωμένες από το χρόνο σανίδες που κάποτε είχαν καρφωθεί για να είναι σίγουρο πως δεν θα άνοιγαν. Η πόρτα ήταν κλειστή, αλλά μόλις έφτασε μπροστά της κι ετοιμάστηκε να τη σπρώξει άνοιξε μόνη της πριν προλάβει να την αγγίξει. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος με το χέρι του μετέωρο να την κοιτάει αποσβωλομένος. Μπήκε μέσα χωρίς να το σκεφτεί. Δεν είχε διάδρομο, μπήκε κατευθείαν σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο που κάποτε χρησίμευε για σάλα και τραπεζαρία εκείνων που το κατοικούσαν. Ένας φαρδύς χαμηλός καναπές έπιανε όλη τη μία πλευρά, κι ένα μακρύ τραπέζι με στρογγυλεμένες τις γωνίες του έστεκε στο κέντρο. Κι εδώ η ομίχλη σερνόταν στο πάτωμα, αλλά δεν της έδωσε καμιά σημασία. Αυτό που του τράβηξε την προσοχή ήταν πως μέσα σ' αυτό το δωμάτιο έβρεχε! Μια σταθερή ψιλή βροχή που τον μούσκεψε γρήγορα μέχρι το μεδούλι. Κοίταξε ψηλά και είδε το ταβάνι, δεν δικαιολογούνταν με τίποτα να υπάρχει βροχή εκεί μέσα. Όμως υπήρχε, την ένιωθε πάνω του, ένιωθε τις σταγόνες στο πρόσωπό του, το νερό να κυλάει στα μάγουλά του και στο λαιμό του και να χώνεται παγωμένο κάτω από το γιακά του μέχρι το στήθος του μπροστά και την πλάτη του πίσω. Έριξε το φως από το φακό του κινητού του γύρω του, αλλά το σκοτάδι ήταν κι εδώ πολύ πιο δυνατό, και η μικρή δέσμη φωτός δεν κατάφερνε να το σπάσει. Αμίλητος γύρισε και βγήκε πάλι έξω στάζοντας ολόκληρος. Η σκιά τον περίμενε ακόμα στον τοίχο του παλιού καφενείου. Του έκανε πάλι νόημα να πάει κοντά της, κι αυτή τη φορά χωρίς καμία δική του θέληση πήγε. Την είδε που πέρασε μέσα από την πόρτα και την ακολούθησε. Έσπρωξε και η πόρτα άνοιξε σκούζοντας στριγκά πάνω στους σκουριασμένους της μεντεσέδες. Μια μπόχα κλεισούρας μούχλας και σαπίλας ξεχύθηκε και τον τύλιξε, αλλά δεν της έδωσε καμία σημασία. Μπήκε μέσα και στάθηκε ανάμεσα στα παλιά τραπέζια που ακόμα έστεκαν διάσπαρτα στο χώρο με τις καρέκλες γύρω τους θλιβερά απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Σε ένα τραπέζι υπήρχε ακόμα πάνω του ένα ανοιχτό τάβλι που είχε σκεβρώσει από πολύ καιρό και έστεκε στραβά και παράξενα. Στη μια άκρη υπήρχε ένας μακρύς πάγκος που χώριζε το χώρο των πελατών από το χώρο του καφετζή, και στον τοίχο πίσω του μια πόρτα που πιθανότατα οδηγούσε σε κάποια αποθήκη. Στον απέναντι τοίχο ήταν ένα φαρδύ χτιστό τζάκι που κάποτε μέσα του θα τριζοβολούσαν ολόκληρα κούτσουρα πετώντας σπίθες και απλώνοντας τη ζέστη τους σ' όλο το καφενείο. Υπήρχε όμως και μια όρθια ξυλόσομπα ακριβώς στο κέντρο, ψηλή και λιγνή, με ένα πορτάκι μπροστά χαμηλά για να βγάζουν τις στάχτες και ένα στρογγυλό καπάκι στην κορυφή για να ρίχνουν τα ξύλα μέσα. Έστεκε σκουριασμένη όπου είχε καεί το σίδερο περισσότερο, πάνω σε τέσσερα κοντά πόδια, κι ένας σωλήνας έβγαινε από το πίσω μέρος της και ανέβαινε για ένα δυο μέτρα. Το υπόλοιπο κομμάτι μέχρι την τρύπα στο ταβάνι βρισκόταν πεσμένο και στραπατσαρισμένο λίγο πιο δίπλα. Κοντά στην πόρτα υπήρχε και ένα παλιό τζουκμπόξ, ένα ηλεκτρόφωνο από εκείνα που έριχνες μια δεκάρα και διάλεγες τον κωδικό του τραγουδιού που ήθελες να ακούσεις. Πατούσες το κουμπί και ένα δισκάκι έβγαινε αυτόματα και καθόταν πάνω στον ρότορα, για να έρθει η βελόνα και από το μεγάλο ηχείο του να βγει η μουσική. Το τζάμι του ήταν ραγισμένο, και κάποια αράχνη είχε θεωρήσει πως ήταν καλό σημείο το εσωτερικό του για να πλέξει τον ιστό της. Η ομίχλη είχε φτάσει λίγο πάνω από τη ζώνη του. Τα πόδια του δεν τα ένιωθε πια, είχαν μουδιάσει από το κρύο και την υγρασία τόσες ώρες. Κοίταξε την οθόνη του κινητού του ελπίζοντας ότι κόντευε το ξημέρωμα, αλλά είδε πως δεν ήταν ακόμα ούτε καν μεσάνυχτα. Του φαινόταν ότι είχαν περάσει ώρες απ' όταν έχασε τη Μαίρη, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν περισσότερο από τρία τέταρτα. Η Μαίρη, σκέφτηκε ξαφνικά. Πως μπόρεσε να την ξεχάσει τόσο γρήγορα! Λίγο πριν την έψαχνε τρελός από την αγωνία, και τώρα το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι κρύωνε και ήθελε να ξημερώσει. Πέταξε το κινητό του θυμωμένος. Η σκιά στάθηκε δίπλα στην πόρτα πίσω από τον πάγκο και του ένευσε ξανά. Αποφάσισε να μην την ακολουθήσει και γύρισε για να βγει έξω, αλλά η πόρτα του καφενείου ήταν κλειστή. Δεν θυμόταν να την είχε κλείσει μπαίνοντας, δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει, αλλά τώρα ήταν κλειστή. Ξαφνικά τη σιωπή έσπασε το τζουκμπόξ που βούιξε σαν κάποιος να το είχε βάλει στην πρίζα. Το κοίταξε ξαφνιασμένος και με τρόμο είδε τον μικρό βραχίονα να πιάνει ένα δισκάκι και να το ακουμπάει στον ρότορα. Η βελόνα κατέβηκε κι άρχισε να γυρίζει, αλλά δεν ακούστηκε μουσική από το ηχείο. Μόνο το σιγανό τρίξιμο της βελόνας πάνω στο βινύλιο ακούγονταν, και η ακανόνιστη ανάσα του. Ένιωσε τα πόδια του να τον πηγαίνουν με δική τους θέληση κοντά στη σκιά. Μόνο του το χέρι του σηκώθηκε και έσπρωξε την πόρτα δίπλα της, και όσο κι αν προσπαθούσε να τραβηχτεί πίσω το κορμί του πέρασε στο άλλο δωμάτιο. Ήταν ένας χώρος που εκτός από αποθήκη χρησίμευε και σαν κουζινάκι. Ένας πέτρινος νεροχύτης χωρίς βρύση έπιανε ένα μεγάλο μέρος στον ένα τοίχο, από πάνω ένα ανοιχτό ντουλάπι με ράφια, και πάνω τους μερικά καπακωμένα βάζα στη σειρά σαν χοντρά στρατιωτάκια, και δίπλα ένα πετρογκάζ με τρεις εστίες, δύο μεγάλες για κατσαρόλα και μία μικρή για μπρίκι καφέ, πάνω σε ένα στενό πάγκο χωρίς φιάλη υγραερίου από κάτω. Τον περισσότερο από τον χώρο στο βάθος τον έπιαναν μερικά βαρέλια, και κάτι σακιά γεμάτα ποιος ξέρει με τι που ήταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο και ακουμπούσαν στον τοίχο. Κάτω από το μοναδικό παράθυρο, που κι αυτό όπως όλα ήταν κλειστό και σφραγισμένο με σανίδες, υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι. Στο ελάχιστο φως είδε γύρω του στις καρέκλες να κάθονται τρεις άνθρωποι, δύο άντρες και μία γυναίκα, και να τρώνε με τα χέρια από μια πιατέλα γεμάτη κρέας. Όταν τους είδε καλύτερα θέλησε να ουρλιάξει, αλλά αντί γι' αυτό το σώμα του κάθισε δίπλα τους. Η μπόχα της αποσύνθεσης πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Είναι πεθαμένοι, σκέφτηκε με φρίκη όταν είδε τα λιωμένα πρόσωπά τους με τα σαπισμένα απομεινάρια σάρκας να κρέμονται πάνω στα ξασπρισμένα κρανία τους. Η γυναίκα γύρισε και του χαμογέλασε με ένα στόμα που τα χείλη είχαν λιώσει προ πολλού, και τα δόντια της φαινόταν σκούρα και χαλασμένα στο σκοτάδι. Του έβαλε από μια κανάτα σε ένα ποτήρι για να πιει, και το χέρι του απλώθηκε μόνο του, το πήρε, και το έφερε στο στόμα του. Ότι κι αν ήταν μέσα στο ποτήρι βρωμούσε σα βούρκος, αλλά το ήπιε. Η γεύση του ήταν γλυκερή και η υφή του παχιά. Του το ξαναγέμισε με δάχτυλα χωρίς ίχνος σάρκας πάνω στα κόκαλά της, και το ακούμπησε δίπλα του. Αυτός παρακολούθησε παραδομένος τα χέρια του να απλώνονται στην πιατέλα και να παίρνουν ένα κομμάτι κρέας. Το έφεραν στο στόμα του κι αυτό άνοιξε πρόθυμα και δάγκωσε δυνατά. Ένιωσε τη γεύση του αίματος, ήταν ωμό και σκληρό. Σταμάτησε να σκέφτεται, μόνο μασούσε και άκουγε τους συνδαιτημόνες του να μασάνε κι αυτοί, και που και που να ροκανίζουν. Όταν το τελείωσε πήρε κι άλλο, κι αυτή τη φορά όταν το έφερε κοντά στο πρόσωπό του είδε καθαρά δύο δάχτυλα από ανθρώπινο πόδι να εξέχουν από το κομμάτι. Τα ροκάνισε κι άκουγε μέσα στο κεφάλι του ανήμπορος να κάνει το παραμικρό τον θόρυβο από τα κοκαλάκια που έσπαγαν τα δόντια του. Η ομίχλη ανέβαινε στο στήθος του όταν άπλωσε να πάρει τρίτο κομμάτι. Ένα δάκρυ έτρεξε στο πρόσωπό του όταν στην πιατέλα ξεσκεπάστηκε το κεφάλι και αναγνώρισε τη γυναίκα του, αλλά πήρε ένα μικρό μαχαίρι που βρισκόταν εκεί και έκοψε ένα μεγάλο μέρος από το αριστερό της μάγουλο, το έφερε στο στόμα του και το καταβρόχθισε με λίγες μεγάλες μπουκιές.Δεν σκεφτόταν τίποτα πια. Όταν στην οθόνη του κινητού του στο πάτωμα του καφενείου το ρολόι έδειξε μεσάνυχτα αυτός σκεπαζόταν ολόκληρος από την ομίχλη. Δεν τον ένοιαξε. Όπως δεν τον ένοιαξε όταν ένιωσε τη σκιά να σκύβει πάνω του και να τον δαγκώνει στο λαιμό. Μόνο μασούσε το σκληρό κρέας, και κατάπινε. Όταν ξύπνησε ήταν στο αυτοκίνητό του ολομόναχος. Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά στον ουρανό, και η μέρα ήταν ζεστή και πανέμορφη. Χιλιάδες μυρωδιές από το δάσος έφτασαν στη μύτη του, κι όταν πήρε βαθιά ανάσα ένιωσε τον καθαρό αέρα να γεμίζει τα πνευμόνια του και να τον αναζωογονεί. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε, ήταν πιασμένος ολόκληρος από τον ύπνο στο κάθισμα, και επειδή είχε γύρει λίγο όπως κοιμόταν το χειρόφρενο του είχε μελανιάσει ελαφρώς τα πλευρά. Ξαφνικά στο μυαλό του ήρθαν απότομα σαν ορμητικός χείμαρρος οι εικόνες από όσα συνέβησαν το βράδυ, και τινάχτηκε σαν να έφαγε κλωτσιά. Γύρισε στο πλάι και έσκυψε για να ξεράσει στην πίσω ρόδα του αυτοκινήτου. Τι παράξενο όνειρο, σκέφτηκε, και τι ζωντανό. Ο ήλιος τον τύφλωνε και έκανε τα μάτια του να τσούζουν, γι' αυτό έσκυψε στο αυτοκίνητο, πήρε από το ντουλαπάκι τα σκούρα γυαλιά του, και τα φόρεσε. “Πολύ καλύτερα..” μουρμούρισε. Όσο περνούσε η ώρα και το μυαλό του ξυπνούσε άρχισε να ξεκολλάει από τη φρίκη του ονείρου, και σε λίγο γέλασε κιόλας επειδή είχε ταραχτεί τόσο από έναν εφιάλτη. Ήδη οι λεπτομέρειες είχαν σβήσει, και μόνο η γενικότερη αίσθηση είχε απομείνει. Θα το πω στην Μαίρη όταν γυρίσω σπίτι να γελάσει κι αυτή, σκέφτηκε, και από το πουθενά στο μυαλό του είδε να κόβει ένα κομμάτι από το πρόσωπό της και να το τρώει. Πισωπάτησε τρομαγμένος, και κούνησε δυνατά το κεφάλι του για να διώξει την φριχτή εικόνα. “Τι μου συμβαίνει..” μονολόγησε δυνατά, κι η φωνή του ήταν βραχνή και κλεισμένη όπως κάθε Δευτέρα πρωί όταν την προηγούμενη μέρα έχει πάει στο γήπεδο κι έχει ξελαρυγγιαστεί να φωνάζει και να τραγουδάει για την ομάδα του. Θυμήθηκε ότι το αυτοκίνητο είχε πάθει ζημιά, κι αποφάσισε να καλέσει την οδική βοήθεια. Δε βαριέσαι ρε συ Μαίρη, σκέφτηκε, θα κοστίσει κάτι παραπάνω, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και το τράβηξε αμέσως βογκώντας κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου. Μια μικρή χαρακιά στο δάχτυλό του κοκκίνιζε κιόλας, και μπροστά στα μάτια του μια σταγόνα αίμα σχηματίστηκε κι έσταξε στο χώμα. Ξανάβαλε το χέρι στη τσέπη πιο προσεκτικά κι έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι, παλιό, σκουριασμένο, αλλά με φρέσκο αίμα να στεγνώνει στη λάμα του. Οι μνήμες από το όνειρο επέστρεψαν αμέσως και τον έκαναν να παγώσει. Άρπαξε το κινητό του και κάλεσε τη γυναίκα του, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Η συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν όνειρο τον έριξε στα γόνατα, και το ουρλιαχτό του αντιλάλησε στα γύρω βουνά κι έσβησε. Θυμήθηκε τη σκιά να τον δαγκώνει και ψαχούλεψε έντρομος τον λαιμό του, για να βρει δυο μικρές τρύπες και το ξεραμένο αίμα γύρω τους τρίφτηκε αμέσως μόλις το άγγιξαν τα δάχτυλά του. Πετάχτηκε και κοίταξε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, αλλά είδε μόνο τα γυαλιά του να αιωρούνται στον αέρα εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό του. Τα έβγαλε και τα πέταξε στο κάθισμα του συνοδηγού με μια κραυγή τρόμου. Ένα αγροτικό αυτοκίνητο εμφανίστηκε πιο πάνω στο δρόμο, και μόλις ο οδηγός του, ένας μεσήλικας ηλιοψημένος άντρας, είδε το αυτοκίνητο στην άκρη έβγαλε φλας και σταμάτησε ακριβώς πίσω του. “Εσύ κάτσε μέσα..” είπε σε ένα παιδί όχι πάνω από δεκαοχτώ χρονών, και κατέβηκε. Ο Κώστας πήγε κοντά του και τον χαιρέτησε. Ο άντρας πέρασε από μέσα του και έσκυψε για να κοιτάξει το εσωτερικό του αυτοκινήτου. “Δεν είναι κανείς εδώ..” φώναξε στον νεαρό όταν σηκώθηκε ξανά. Πέρασε πάλι μέσα από τον σαστισμένο Κώστα και μπήκε στο αυτοκίνητό του. “Θα το πούμε στο χωροφύλακα στον Πεντάλοφο..” είπε στο παιδί κι έβαλε μπροστά για να φύγουν. Ο Κώστας έμεινε ολομόναχος, αμίλητος, ανήμπορος ακόμα και να σκεφτεί. Μόνα τους τα πόδια του άρχισαν να βαδίζουν, και τα άφησε γιατί ήξερε καλά που τον πήγαιναν. “Ελπίζω στο χωριό να με περιμένει η Μαίρη..” μονολόγησε κι έσκυψε το κεφάλι του. Κι αυτός ο ήλιος γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός όσο περνούσε η ώρα, αλλά όταν έφτασε στο χωριό τον δέχτηκε σκοτάδι, μια λεπτή στρώση ομίχλης, και η γυναίκα του. Ήταν μαζί πια, μια νέα σκιά στην ομίχλη για πάντα. Οι αρχές βρήκαν το αυτοκίνητο και έψαχναν για τρεις μέρες στα γύρω δάση μήπως και τους βρουν. Δυο τρία χιλιόμετρα πιο πάνω βρήκαν το κινητό του Κώστα ανάμεσα στους θάμνους μέσα στη μέση του δάσους, αλλά από το ζευγάρι ούτε ίχνος. Δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν ότι έστεκαν στη μικρή πλατεία του χωριού με τη σκιά, ακριβώς μπροστά στον γέρικο πλάτανο. Πως θα μπορούσαν άλλωστε, αυτοί δεν είχαν δει την ομίχλη, ήταν ακόμα ζωντανοί..- By MADnJIM Edited July 15, 2014 by MadnJim 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted July 15, 2014 Author Share Posted July 15, 2014 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted July 18, 2014 Share Posted July 18, 2014 Πάρα πολύ καλή η ιστορία σου. Έχεις τις κατάλληλες δόσεις τρόμου, έμεινα όμως με κάποιες απορίες. Για παράδειγμα το τέλος με άφησε λίγο με την απορία του τι τελικά είχε συμβεί το προηγούμενο βράδι. Ήταν στο γαμήλιο ταξίδι τους ή σε αγώνα ποδοσφαίρου; Και αν ήταν σε αγώνα από που ξεφύτρωσε η ανάμνηση του ταξιδιού και ανακατεύτηκε με τις αναμνήσεις από την "επίσκεψή" τους στο χωριό; Ανυπομονώ να διαβάσω το μυθηστόρημα όπου φαντάζομαι πως θα εξηγείς και την τύχη του χωριού αλλά και τα back stories για τα σπίτια που επισκέφτηκε ο ήρωας. Γενικά πάντως, αφήνει μια αίσθηση τρόμου αν και σαν ιστορία δεν στέκεται και πάρα πολύ καλά από μόνη της. Σε αναμονή της υπόλοιπης ιστορίας λοιπόν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted July 18, 2014 Author Share Posted July 18, 2014 (edited) Σ' ευχαριστώ φίλε μου για το χρόνο σου και τα καλά σου λόγια.. Ναι, πράγματι χρειάζεται κάποιες μικρές εξηγήσεις, το σκεφτόμουν κι εγώ αυτό. Όπως έγραψα είναι ο πρόλογος από κάτι πολύ μεγαλύτερο, οπότε και έπρεπε να αφήνει απορίες για να υπάρχει περιέργεια στον αναγνώστη να διαβάσει παρακάτω. Το μυθιστόρημα είναι αστυνομικό υπερφυσικού μυστηρίου, στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο εμφανίζεται ο αγαπημένος μου αστυνόμος Γεωργίου, και εξηγώ πλήρως την ιστορία του χωριού, για να ξεκινήσει από κει και πέρα η έρευνα για το ζευγάρι, μέχρι τη φρικτή αποκάλυψη της αλήθειας στο τέλος, και τη "μάχη" με το δαίμονα. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, ίσως είναι καλύτερα να ανεβάσω και το πρώτο κεφάλαιο, και να αφήσω μετά το cliffhanging για ολόκληρο το μυθιστόρημα.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ Κεφάλαιο Πρώτο.. Αυτό το καλοκαίρι ήταν από τα πιο ζεστά των τελευταίων χρόνων, αν και μάλλον με την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας αυτό θα ισχύει για κάθε χρόνο στο εξής. Η μικρή πλατεία στο Τσοτύλι πρόσφερε λίγη δροσιά, αρκεί να καθόσουν κάτω από κάποια σκιά, εκεί απολάμβανες το αεράκι που ερχόταν από το βουνό και πολλές φορές ένιωθες και την πλάτη σου να τσιτώνεται αν ήσουν ιδρωμένος. Ο αστυνόμος Γεωργίου κάθησε σε μια ξύλινη καρέκλα στο παραδοσιακό καφενείο της πλατείας και σκούπισε το μέτωπό του με το μαντήλι του. Τουλάχιστον εδώ πάνω ο αέρας είναι καθαρός, σκέφτηκε κι αναστέναξε. Απέναντί του έστεκε αγέρωχο στο χρόνο το φημισμένο Γυμνάσιο, η Τσοτύλειος Σχολή, αυτό το σχολείο που εκατόν τριάντα χρόνια τώρα έβγαλε αμέτρητους σημαντικούς ανθρώπους στην καθημερινότητα της κοινωνίας μας. Ένιωθε το κορμί του πιασμένο παντού. Είχαν ξεκινήσει από την Αθήνα χαράματα με τον Μάνο Φραγγή, τον αδερφό της Μαίρης Φραγγή που είχε εξαφανιστεί μια βδομάδα νωρίτερα με τον άντρα της πάνω στην Όντρια, στο κατάφυτο βουνό. Ευτυχώς που δεν οδηγούσα, σκέφτηκε και δοκίμασε να τεντώσει λίγο τη μέση του για να μορφάσει αμέσως από μια δυνατή σουβλιά. “Τι έγινε αστυνόμε, μη μου διαλυθείς τώρα..” άκουσε τη φωνή του νεαρού δίπλα του. Γύρισε και τον κοίταξε να κάθεται γεμάτος ζωντάνια κι ενέργεια, λες και είχε οδηγήσει μέχρι το Πασαλιμάνι κι όχι στην άλλη άκρη της χώρας. “Αν είχα την ηλικία σου νεαρέ θα ήμουν πολύ καλύτερα..” μουρμούρισε, αλλά χαμογέλασε κάτω από το μουστάκι του. Ότι είχε απολυθεί από το στρατό του είχε πει όταν ήρθε την προηγούμενη μέρα να τον βρει στο γραφείο του. Τον άκουσε με προσοχή όταν του είπε ποιος είναι, γιατί είχε διαβάσει την υπόθεση του νιόπαντρου ζευγαριού που χάθηκε και του είχε κινήσει την περιέργεια η περίπτωσή τους. Του είχε πει ότι σκόπευε να πάει ακόμα και μόνος του αν χρειαζόταν για να συνεχίσει να ψάχνει την αδερφή του και τον γαμπρό του. Δεν άντεχε λέει τη σκέψη ότι έσβησαν έτσι ξαφνικά εντελώς από προσώπου γης λες και δεν είχαν υπάρξει ποτέ, δε μπορεί, κάπου θα έπρεπε να υπάρχουν έστω τα σώματά τους. Ακόμα και οι λύκοι να τους είχανε φάει θα έπρεπε να βρεθούν λίγα ροκανισμένα κόκαλα. Του άρεσε του Γεωργίου ο νεαρός. Ήταν γεμάτος ενθουσιασμό κι αυτοπεποίθηση, του έλειπε βέβαια η πείρα στη ζωή, αλλά είχε όλα τα χρόνια μπροστά του να την αποκτήσει. Του ζήτησε να του δώσει δυο όργανα να πάνε μαζί, αλλά αυτό δε γινόταν. Πήγε όμως ο ίδιος. Ευκαιρία να βγούμε και λίγο από αυτή την πόλη, σκέφτηκε, λίγος βουνίσιος αέρας θα μου κάνει καλό σίγουρα. “Χαχα, εντάξει αστυνόμε, δεν είσαι και γέρος..” γέλασε ο Μάνος. “Λίγο ώριμος μόνο..” αποτέλειωσε και το γέλιο του ακούστηκε δυνατά στην πλατεία.“Παλιόπαιδο..” είπε ο Γεωργίου, αλλά πάλι χαμογέλασε. Ξεκίνησαν χαράματα με το αυτοκίνητο του νεαρού. Οδηγούσε σβέλτα, αλλά προσεκτικά κι υπεύθυνα, κάτι που ο Γεωργίου εκτίμησε αμέσως. Φτάσανε στα Γιάννενα νωρίς το μεσημέρι, φάγανε κάτι ελαφρύ στο πόδι σε ένα φαστφούντ στην Κεντρική Πλατεία, και με τους καφέδες στα πλαστικά κύπελλα συνέχισαν το δρόμο τους ανάμεσα από χωράφια και πλαγιές μέχρι την Κόνιτσα. Όταν πέρασαν τη γέφυρα του Αώου ο αστυνόμος που κρατούσε τον χάρτη ανοιχτό στα πόδια του ήξερε πως άρχιζε το δύσκολο μέρος, η ανάβαση μέχρι το Τσοτύλι. Υπέροχα μέρη πραγματικά, τόποι που ο θεός είχε κέφι όταν τους έφτιαχνε. Τόσο πράσινο δεν το είχαν συνηθίσει τα μάτια του, και τώρα κοίταζε έξω από το παράθυρο σα μαγεμένος. Απογευματάκι έφτασαν στην διαστάυρωση που ευθεία συνέχιζε για τη Βέροια, και δεξιά έστριβε για να ανέβει στο μεγαλοχώρι του Βοΐου. Ευτυχώς φτάσαμε, σκέφτηκε όταν ο Μάνος σταμάτησε μπροστά στο καφενείο για να κατέβει, δεν θα άντεχα κι άλλο σ' αυτό το κάθισμα. Ο νεαρός πήγε να παρκάρει το αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω, κι ο αστυνόμος έπιασε ένα τραπέζι στη σκιά. Πείναγε, αλλά ήθελε πρώτα έναν καφέ, έναν παραδοσιακό ελληνικό στη χόβολη. Όταν ήρθε ο Μάνος με το γρήγορο βήμα του το γκαρσόνι ένα παιδαρέλι ούτε δεκαπέντε χρονών είχε έρθει κιόλας για την παραγγελία. “Εγώ είπα για ελληνικό..” είπε ο αστυνόμος, “..φώναξε το παιδί αν θες κάτι..”“Ελληνικό με τέτοια ζέστη αστυνόμε;..” απόρησε ο Μάνος και γύρισε σηκώνοντας το χέρι του. “Μια παγωμένη Άμστελ φιλαράκο..” είπε στο γκαρσόνι που ήρθε αμέσως.“Μπύρα με άδειο στομάχι; Μπράβο..” μουρμούρισε ο Γεωργίου και ξαναρούφηξε από το φλυτζάνι του. Είχε δίκιο ο Μάνος, ελληνικό με τέτοια ζέστη, αλλά του άρεσε η γεύση του αστυνόμου, το άρωμα της Ελλάδας που το είχε ξεχάσει με τους εσπρέσσο του μηχανήματος στο τμήμα. Του έφερε στο μυαλό του άλλες εποχές, όταν αυτός φόραγε κοντό παντελονάκι και τα γόνατά του ήταν μόνιμα πληγιασμένα. Αυτή η μυρωδιά τον ξύπναγε κάθε πρωί όταν έφτιαχνε καφέ η μάνα του στο πατέρα του πριν φύγει για τη δουλειά. Τι θυμόταν τώρα. “Που ταξιδεύεις αστυνόμε;..” τον τράβηξε ο Μάνος από την ονειροπόλησή του. Τον κοίταξε και για μια στιγμή ήταν λες και δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ. “Πουθενά, τίποτα..” του είπε βιαστικά. “Κάτι θυμήθηκα, τίποτα σημαντικό..”“Χαχα, ξέχασες το θερμοσίφωνα αναμμένο, ή το σήμα σου στο μπατσομέγαρο;..” τον πείραξε γελώντας πάλι ο Μάνος.“Σοβαρέψου νεαρέ..” τον ψευτομάλωσε ο Γεωργίου.“Ναι, συγνώμη αστυνόμε..” του είπε αλλά γέλαγε ακόμα. Ένα τρακτέρ πέρασε μπροστά τους πιο αργά κι από χελώνα, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στα μάτια του Γεωργίου που ήταν μαθημένος στις ταχύτητες της Αθήνας. Έσερνε μια μακρυά καρότσα φορτωμένη ως τα μπούνια με δεμάτια χορτάρι. Μοσχομύρισε ο τόπος, αλλά η σκόνη που άφηνε του έφερε φαγούρα και φταρνίστηκε δυνατά.“Στην υγειά σου..” άκουσε από το διπλανό τραπέζι και γύρισε απορημένος να δει. Ένας γέροντας καθόταν εκεί, σίγουρα πάνω από τα ογδόντα αν έκρινε από τις ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό του, αν και ήταν τόσο ψημένο από τον ήλιο της υπαίθρου που δεν θα έβαζε και στοίχημα γι' αυτό. Κάπνιζε ένα στριφτό τσιγάρο, και τόσο τα δάχτυλά του όσο και το λευκό παχύ μουστάκι του είχαν πάνω τους την κιτρινίλα που έδειχνε ότι ήταν συνήθεια ολόκληρης ζωής γι' αυτόν ο καπνός. “Να'σαι καλά γέροντα..” του είπε ευγενικά και έσκυψε λίγο το κεφάλι σε δείγμα σεβασμού στην ηλικία του.“Είδες αστυνόμε; Αυτός είναι γέρος, εσύ όχι, ακόμα τουλάχιστον..” του είπε ο Μάνος και άδειασε το ποτήρι του. Ένα μουστάκι από αφρό σχηματίστηκε στο πάνω χείλος του που έκανε τον Γεωργίου να χαμογελάσει πάλι. Δεν μπορούσε να μείνει αυστηρός μ' αυτόν τον νεαρό. “Αστυνόμος, ε; Από πούθε αν επιτρέπεται;..” άκουσε πάλι τον γέροντα πίσω του. Γύρισε ξανά και τον κοίταξε πάλι. Τα μαλλιά του ήταν λευκά σαν το χιόνι, αλλά τα είχε όλα. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο πουκάμισο ξεκούμπωτο μέχρι το στήθος που ήταν κι αυτό ηλιοκαμένο σαν το πρόσωπό του. “Από την Αθήνα..” του απάντησε ευγενικά.“Από την Αθήνα! Μάλιστα..” είπε ο παπούς. “Και τι σε φέρνει στα μέρη μας, αν επιτρέπεται αστυνόμε..” Ο Γεωργίου το σκέφτηκε για λίγο, και μετά αποφάσισε ότι δεν πείραζε να του πει. “Ερευνούμε για το ζευγάρι που χάθηκε τις προάλλες. Άκουσες τίποτα γι' αυτό παπού;..” του είπε τελικά. Ο γέροντας έσμιξε τα φρύδια του για μια στιγμή, και του αστυνόμου του φάνηκε πως σκοτείνιασαν τα μάτια του ξαφνικά. “Ναι, πως δεν άκουσα..” του απάντησε σιγανά και πήρε από το τραπέζι το ποτηράκι του για να το φέρει στο στόμα του και να το αδειάσει με μιας. “Θα πιεις ένα τσίπουρο να κεράσω;..” είπε και σκούπισε το μουστάκι του με την ανάστροφη της παλάμης του. Από το κακό στο χειρότερο, σκέφτηκε ο Γεωργίου, μπύρα ο ένας τσίπουρο ο άλλος! Τι στο καλό, μόνο εγώ βράζω από τη ζέστη εδώ πάνω; “Όχι παπού, σ' ευχαριστώ, πίνω καφέ..” αρκέστηκε να απαντήσει. “Τι άκουσες όμως, δεν μου είπες..” Ο Μάνος σηκώθηκε όρθιος και έστρωσε με το χέρι του τα μαλλιά του. “Πάω να πάρω άλλη μια μπύρα..” είπε και χώθηκε στο καφενείο. Ο αστυνόμος χαμογέλασε. Είχε δει την κοπέλα πίσω από τον πάγκο, μια ομορφούλα ούτε είκοσι χρονών. Νιάτα, σκέφτηκε, και έστρεψε την προσοχή του στον γέροντα. “Χάθηκαν..” τον άκουσε να λέει ενώ ξαναγέμιζε το ποτηράκι του από ένα γυάλινο καραφάκι. “Τζάμπα κάνατε τόσο δρόμο αστυνόμε, δεν θα τους βρείτε, τους πήρε η ομίχλη..” Άδειασε πάλι το τσίπουρο λες κι ήταν νερό και σκούπισε το μουστάκι του. Σαν να ήθελε με κάτι να ασχοληθεί έβγαλε την καπνοσακούλα του κι άρχισε να σκαρώνει ένα θεόστραβο τσιγάρο με γρήγορες έμπειρες κινήσεις. “Τι εννοείς παπού, ποια ομίχλη τους πήρε;..” επέμεινε ο Γεωργίου με περιέργεια. Ήταν σίγουρος πως θα άκουγε κάποια ιστορία βασισμένη στη δεισιδαιμονία των απλοϊκών ανθρώπων της επαρχίας, αλλά του είχε κεντρίσει την περιέργεια που ο γέροντας έδειχνε να είναι ξαφνικά αμήχανος. “Δεν ξέρεις, δεν είσαι από τα μέρη μας..” του απάντησε τελικά αφού τέλειωσε το στρίψιμο και το άναψε. Φύσηξε δυνατά τον καπνό και ξαναρούφηξε σκεφτικός. “Και το παληκαράκι που έχεις μαζί σου ούτε που θα καταλάβαινε αν του έλεγα..” αποτέλειωσε την κουβέντα του αργά. “Εγώ θα καταλάβω, από χωριό είμαι, πες μου..” τον καλοπήρε ο Γεωργίου. “Θα κεράσεις εσύ τότε αστυνόμε..” είπε ο γέροντας και χαμογέλασε για να δείξει μια σειρά από επίσης κίτρινα από τη νικοτίνη δόντια.“Πολύ ευχαρίστως..” Σήκωσε το χέρι του και το παιδί ήρθε αμέσως όπως και πριν. Στο εσωτερικό ο Μάνος είχε πιάσει κουβέντα με την κοπέλα, κι αν και δεν άκουγε τι της έλεγε ήταν σίγουρος πως οι νεανικές ορμές και των δύο είχαν πιάσει δουλειά. Γέλαγαν κάθε λίγο, και μετά έσκυβε κοντά του για να ακούσει τι θα της πει, για να ξαναγελάσει αμέσως μετά τινάζοντας με χάρη πίσω τα μαλλιά της. Νέοι, σκέφτηκε ο Γεωργίου, η χαρά της ζωής. Το παιδί γύρισε με ένα νέο καραφάκι γεμάτο μέχρι επάνω με τσίπουρο, κι ένα δεύτερο ποτηράκι γι' αυτόν. “Ξέρει το παιδί..” του είπε χαμογελώντας πάλι ο παπούς όταν τον είδε έτοιμο να πει ότι δεν είχε ζητήσει ποτήρι. Του το γέμισε και μετά γέμισε και το δικό του, για να το πιει πάλι με μια απότομη κίνηση και να το ξαναγεμίσει. “Λοιπόν;..” έφερε πάλι την κουβέντα ο Γεωργίου. Ο παπούς τον κοίταξε για λίγο και μετά αναστέναξε. “Φαίνεσαι καλός άνθρωπος αστυνόμε..” είπε τελικά με τη βραχνή γέρικη φωνή του, “..άκου λοιπόν αφού θες τόσο πολύ να μάθεις, κι αν δεν με πιστέψεις δεν θα σε κακολογήσω. Πολλές φορές ούτε κι εγώ τα πιστεύω αυτά που θα σου πω, κι ας έχω δει με τα μάτια μου την ομίχλη..”“Πάλι η ομίχλη;..” τον ρώτησε ο Γεωργίου.“Όλα με την ομίχλη έχουν να κάνουν..” του απάντησε. “Πες μου αστυνόμε, ξέρεις τίποτα για τα μέρη μας, τι γινόταν τα παλιά χρόνια εδώ πάνω στα βουνά;..” Ο Γεωργίου σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. “Ξέρω ότι είναι ιστορικά τα μέρη σου..” είπε τελικά. “Έχουν γίνει μάχες με τους Ιταλούς το '40, και με τους Γερμανούς αργότερα στην Κατοχή..”“Μμμμ, πιο παλιά αστυνόμε;..”“Πιο παλιά; Που θες να καταλήξεις γέροντα, μη με σκας..” Πέταξε το τσιγάρο του κάτω και το έλιωσε με το παπούτσι του. “Θα σου πω, θα σου πω..” είπε αργά και ο δισταγμός φαινόταν καθαρά. “Τα παλιά τα χρόνια αστυνόμε ο δρόμος δεν υπήρχε. Ήταν μόνο το βουνό, και μονοπάτια ένωναν τα χωριά μεταξύ τους. Μονοπάτια που τα άλογα και τα γαϊδούρια πάταγαν καθημερινά και ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του. Εδώ πιο κάτω κοντά στη Μόρφη, είναι ένα ποτάμι που το λένε Πραμόριτσα. Τότε το χειμώνα γέμιζε με τα νερά από τις κορφές και δεν περνιόταν εύκολα. Είχαν δεμένα σκοινιά πέρα για πέρα στις δυο πλευρές για να κρατιούνται μη τους πάρει το ρέμα όταν χώνονταν μέσα στο νερό για να περάσουν απέναντι, αλλά και πάλι ήταν δύσκολο κι επικίνδυνο. Αν δεν ήταν αλήθεια ανάγκη όλοι το απέφευγαν και έπαιρναν το μονοπάτι ως το Τσακνοχώρι και πέρναγαν από κει απέναντι. Το 1650 όμως μια χήρα με το γυιο της τον Πέτρο και την κόρη της τη Γαλάνω θέλησαν να περάσουν, είχαν κινήσει το μεγάλο ταξίδι για να πάνε στη Βιέννη επειδή ο άντρας της που πέθανε είχε μεγάλη περιουσία αλλά την έπαιρνε ο αγάς. Εκεί θα τη διεκδικούσαν στα δικαστήρια. Όταν έκαναν να περάσουν το ποτάμι όμως ο Πέτρος γλύστρησε κι έπεσε, και το ρέμα τον τράβηξε και τον έπνιξε..” Ο Γεωργίου τον άκουγε αμίλητος περιμένοντας να δει τι σχέση είχε η ιστορία που του έλεγε ο παπούς με τη δική του υπόθεση. “Εκεί λοιπόν η χήρα έφτιαξε γεφύρι, υπάρχει ακόμα, είναι το Πετρογέφυρο, από το όνομα του παιδιού. Και λίγο παραδίπλα έχει μια βρύση απ' όπου έπιναν νερό οι μάστορες όταν το έχτιζαν, έχει το όνομα της κόρης, τη λένε η βρύση της Γαλάνως..”“Τι σχέση έχει αυτό παπού με την ομίχλη και το ζευγάρι που ψάχνω;..” τον διέκοψε ο Γεωργίου ανυπόμονα.“Μη βιάζεσαι αστυνόμε, με τη σειρά..” του απάντησε ο γέροντας και βάλθηκε να στρίβει άλλο ένα τσιγάρο. “Πιστεύεις στα σκιώματα αστυνόμε;..” τον ρώτησε μόλις το άναψε και φύσηξε ένα σύννεφο καπνού που διαλύθηκε στο αεράκι.“Στα.. σκιώματα;..” είπε ο Γεωργίου με απορία.“Πως τα λέτε εσείς οι πρωτευουσιάνοι; Σκιώματα, πνεύματα, φαντάσματα, νεραϊδικά και ξωτικά, πιστεύεις;..”“Εε, όχι, δε θα το'λεγα παπού..” χαμογέλασε ο αστυνόμος.“Ναι, δε σε κακολογώ. Κανείς δεν τα πιστεύει πια αυτά..” έσκυψε το κεφάλι ο γέροντας. “Υπάρχουν όμως αστυνόμε, είναι αληθινά όπως εγώ κι εσύ..” είπε και ξανασήκωσε απότομα το κεφάλι του για να τον καρφώσει στα μάτια με το βλέμμα του. “Λένε πως στο Πετρογέφυρο φάνηκε ένα σκιώμα, είναι ο πατέρας του Πέτρου που μόλις είδε το παιδί του στον άλλο κόσμο στενοχωρέθηκε τόσο που γύρισε και στοίχιωσε το ποτάμι..” Ο Γεωργίου χαμογέλασε και του ξαναγέμισε το ποτήρι. Έχει πλάκα ο παπούς, σκέφτηκε. “Καλά όλα αυτά παπού, αλλά ακόμα δε μου είπες τι σχέση έχουν με την υπόθεσή μου..” του είπε με τη φωνή του χαλαρή και συγκαταβατική. Ο παπούς τον κοίταξε και κάτι στο βλέμμα του έκανε τον Γεωργίου να νιώσει μια ανατριχίλα στην πλάτη του. “Από τη μια μεριά είναι η Μόρφη, υπάρχει ακόμα, αν κατηφορίσετε το δρόμο για τον Πεντάλοφο θα τη βρείτε στα δεξιά σας πάνω από το δρόμο. Από την άλλη μεριά, πιο ψηλά στην πλαγιά ήταν ένα άλλο χωριό. Περνάει κοντά ο δρόμος τώρα, αλλά το χωριό δε φαίνεται..”“Ποιο χωριό παπού;..”“Άσε το όνομα, δεν κάνει..” είπε ο γέροντας και σαν να ζάρωσε λίγο. “Τότε ήταν μεγάλο χωριό, και πλούσιο. Οι χωριανοί είχανε μεγάλα κοπάδια με γίδια και κατσίκια, και στις πλαγιές έβγαινε γερό στάρι και κριθάρι. Αλλά δεν μπορούσαν πια να εμπορευτούν με τα άλλα χωριά, το σκιώμα στο ποτάμι τους τρόμαζε πολύ..”“Και τι έκαναν;..” τον ρώτησε ο αστυνόμος που τώρα είχε αρχίσει να τον πιάνει λίγο το τσίπουρο και απολάμβανε τη διήγηση του γέροντα.“Τι έκαναν; Χαζομάρα, να τι έκαναν! Χαζομάρα που τους πήρε όλους μια και καλή. Στο χωριό ήταν ένας μπέης, Έλληνας ήταν αλλά τον φώναζαν όλοι μπέη γιατί ήταν προύχοντας. Αυτός είχε στη δούλεψή του έναν γύφτο Τούρκο από το Τεπελένι που έλεγε πως ξέρει πως να διώξει το σκιώμα από το ποτάμι. Ο μπέης τον πίστεψε και κάλεσε συμβούλιο, κι εκεί έπεισε και τους άλλους νοικοκυραίους να δεχτούν να κάνει ο Τούρκος αυτά που ήξερε. Μόνο ο παπάς είχε πει όχι, αλλά δεν τον άκουσε κανείς. Δεν είναι πράματα του θεού αυτά τους φώναζε, οι άλλοι όμως είχαν τις αποθήκες γεμάτες στάρι να σαπίζει, και μαλλί, και αρνιά που πέρασε ο καιρός τους και μεγάλωναν, και ήθελαν οπωσδήποτε να βρεθεί τρόπος να λυθεί το πρόβλημα και να ξαναεμπορευτούν τα αγαθά τους. Δεν τον άκουσαν, όχι, αλλά έπρεπε όμως..” Άδειασε μονορούφι το ποτήρι του και τα μάτια του τώρα γυάλιζαν, τόσο που ο Γεωργίου αναρωτήθηκε αν τον είχε χτυπήσει το τσίπουρο κατακέφαλα και του αράδιαζε ότι αρλούμπα του ερχόταν. Γύρισε όμως και έκανε νόημα στο παιδί να φέρει ένα ακόμα καραφάκι. Ο Μάνος τα έλεγε ακόμα με την κοπέλα, και ο αστυνόμος για μια στιγμή σκέφτηκε πόσο ανώφελο ήταν όλο αυτό αφού την άλλη μέρα θα έφευγαν πάλι. Έστρεψε πάλι την προσοχή του στον γέροντα και μόλις το παιδί έφερε το γεμάτο καραφάκι και το άφησε στο τραπέζι το πήρε και του γέμισε πάλι το ποτήρι. “Λοιπόν, τι έκανε ο Τούρκος;..” τσίγκλησε τον παπού να συνεχίσει.“Ναι, ο Τούρκος..” είπε αργά αυτός. “Ο Τούρκος ήξερε μάγια, ήξερε να καλέσει σαϊτάνηδες και δαιμονικά. Ένα βράδυ, καλοκαίρι καλή ώρα σαν τώρα, μαζεύτηκαν μερικοί στο σπίτι του μπέη. Πέντε ήταν, οι πιο πλούσιοι του χωριού, τέσσερις άντρες και μια γυναίκα, πανέμορφη λένε και χήρα. Εκεί ο Τούρκος τους έφτιαξε το χαρτί και υπόγραψαν κι οι πέντε από κάτω, και τελευταίος ο ίδιος ο μπέης. Ήταν χαρτί συμφωνίας ότι θα έδιναν κάθε χρόνο φόρο στο σκιώμα, αρκεί να μην τους πειράζει τα αγώγια στο ποτάμι. Έτσι τους είπε. Και τον πίστεψαν, γιατί όταν μαζεύτηκαν και κλείσαν πόρτες και παράθυρα ο Τούρκος κάλεσε το σκιώμα και μια σκιά ήρθε στον οντά και φάνηκε πάνω στον τοίχο. Υπόγραψαν, και καθώς ήταν τότε συνήθεια τρύπησαν όλοι με ένα μικρό μαχαίρι το δάχτυλό τους και έσταξαν από μια σταγόνα αίμα στο χαρτί. Αλλά δεν ήταν το πνεύμα του πατέρα του Πέτρου που ήρθε, όχι. Ήταν άλλο πράμα, κακό. Ήταν ο οξαποδώ ο ίδιος, και τους ξεγέλασε..” Όσο μίλαγε ο γέροντας τόσο ζάρωνε στην καρέκλα του, και στα μάτια του ο Γεωργίου διέκρινε τρόμο όταν σταμάτησε να μιλάει και σήκωσε το βλέμμα του. Δεν πίστευε φυσικά τίποτα απ' όλα αυτά, αλλά η ιστορία τον είχε απορροφήσει, και τον άκουγε με πολύ ενδιαφέρον. Ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ πέρασε αργά μπροστά τους και σταμάτησε λίγο πιο πέρα στην πλατεία, και ανάμεσα στους επιβάτες που κατέβηκαν ήταν και μια παρέα εφήβων που φώναζαν και γέλαγαν δυνατά. “Ο διάολος;..” ρώτησε τον γέροντα όταν τα παιδιά μπήκαν σε μια καφετέρια στην άλλη μεριά της πλατείας και η ησυχία ξαναγύρισε. “Ναι! Είχε καλέσει τον σατανά τον ίδιο ο Τούρκος, κι αυτός τους γέλασε και υπόγραψαν όλοι στο χαρτί με αίμα. Άλλο που δεν ήθελε ο δαίμονας. Πήρε το χαρτί και χάθηκε, αλλά η συμφωνία κρατήθηκε. Μόνο που δεν είχαν διευκρινήσει τι φόρο θα πλήρωναν, κι όταν το κατάλαβαν ήταν αργά. Ο σατανάς γύρισε το άλλο καλοκαίρι και ζήτησε έναν άντρα και μια γυναίκα. Φυσικά οι χωριανοί αρνήθηκαν, κι αυτός τότε τους πήρε με το ζόρι. Ένα νιόπαντρο ζευγάρι, μόλις είχαν πατήσει τα είκοσι και τα δυο. Κι επειδή οι χωριανοί αρνήθηκαν έριξε κατάρα σ' όλο το χωριό κι από τότε χάθηκε εντελώς. Υπήρχε όμως, απλά δε φαίνονταν για να μη μπορεί κανείς να μπει ή να βγει στο εξής. Κι άφησε και τη σκιά του να τους προσέχει. Και τους πρόσεχε λέει! Κανένας δεν ξαναφάνηκε από τότε, ποτέ. Όταν τέλειωσαν τα τρόφιμά τους, άδειασαν οι αποθήκες τους, έφαγαν τα ζωντανά τους, έπεσε μεγάλη πείνα στο χωριό, κι αφού δεν μπορούσαν να βγουν για να φέρουν άλλα άρχισαν να σφάζονται αναμεταξύ τους και να τρώνε ο ένας τον άλλο. Η κατάρα δυνάμωσε κι άλλο τότε. Η σκιά βρήκε τρόπο να μπει στον κόσμο μας και να παίρνει κάθε καλοκαίρι το φόρο της συμφωνίας. Μια ομίχλη εμφανίστηκε στο βουνό, μια αλλόκοτη χαμηλή ομίχλη ίσαμε τον αστράγαλο, άσπρη και πηχτή σα γάλα. Κάθε χρόνο από τότε βγαίνει και σέρνεται σα φίδι μέχρι να βρει ένα νέο ζευγάρι, και το ζευγάρι χάνεται για πάντα. Τους τρώνε οι καταραμένοι στο χωριό αστυνόμε, οι πέντε κι ο μπέης έξι που δεν πεθαίνουν γιατί δε ζουν, αλλά είναι εκεί και περιμένουν τη σκιά να τους φέρει κάθε χρόνο φαΐ, γιατί είναι το δικό τους αίμα πάνω στο χαρτί της συμφωνίας, η δική τους υπογραφή..” Ο Γεωργίου τον άκουγε σαν υπνωτισμένος, και μόλις ο γέροντας σώπασε ανακάθισε νευρικά στην καρέκλα του. “Αυτή η ομίχλη λες ότι πήρε και το ζευγάρι που ψάχνω δηλαδή;..” τον ρώτησε αν και ήξερε από πριν την απάντηση.“Ναι αστυνόμε, αυτή η ομίχλη. Δε με πιστεύεις, το βλέπω στο πρόσωπό σου, αλλά είναι αλήθεια κι ας σου φαίνεται για παραμύθι. Ξέρεις πόσα νιόπαντρα ζευγάρια έχουν χαθεί όλα αυτά τα χρόνια; Όσα και τα χρόνια που πέρασαν από τότε, τόσα είναι. Όταν βγαίνει η ομίχλη στο βουνό ανοίγει η πόρτα και μπορεί να δει το χωριό ένα ζευγάρι. Μόνο αυτοί. Κι άμα πάνε μέσα δεν ξαναβγαίνουν ποτέ. Μένουν εκεί για πάντα, με τους καταραμένους, με τη σκιά. Λένε πως η ομίχλη είναι ο ίσκιος της σκιάς, μαύρη η σκιά στο υπερπέραν, άσπρη η ομίχλη στον κόσμο μας, αλλά μη σε ξεγελάει, είναι το ίδιο πράμα, είναι το κακό που άφησε ο σατανάς εκεί για να σιγουρευτεί ότι θα κρατιέται η συμφωνία για πάντα..”“Και όλα αυτά τα χρόνια, τρεισίμισι αιώνες τώρα, δεν μπόρεσε κανείς να κάνει τίποτα; Αλήθεια κάθε χρόνο χάνονται ζευγάρια; Πως δεν έγινε θέμα, θέλω να πω, η αστυνομία εδώ τι κάνει;..” αναρωτήθηκε ο Γεωργίου παρασυρμένος πια από τη διήγηση.“Παλιά χάνονταν άνθρωποι κάθε χρόνο αστυνόμε, αλλά τότε ο κόσμος πίστευε. Τώρα δε χάνονται άνθρωποι παρά μόνο σπάνια όπως τις προάλλες αυτοί που ψάχνεις. Τώρα χάνονται ζωντανά, πάντα αρσενικό και θηλυκό, πότε άλογο και φοράδα, πότε κριάρι και προβατίνα, πότε τράγος και γίδα. Η συμφωνία κρατιέται, όλοι το ξέρουν κι ας μη το λένε. Είναι μυστικό του τόπου, και δεν αφορά τους ξένους αστυνόμε. Αλλά φέτος πήρε ανθρώπους πάλι. Τους βρήκε τη νύχτα στο δρόμο η ομίχλη σίγουρα, και τους άνοιξε την πόρτα να μπουν στο χωριό. Εκεί είναι, αλλά δεν πρόκειται να τους βρεις πια, η πόρτα έκλεισε για φέτος. Το χωριό δε φαίνεται από τους ζωντανούς αστυνόμε, είναι εκεί, αλλά και δεν είναι για μας που ανασαίνουμε ακόμα. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να φανεί, εκτός από την ομίχλη θέλω να πω..” Ο Γεωργίου τσιτώθηκε ανυπόμονα. “Ποιος γέροντα; Λέγε και μ' έσκασες..”“Το μικρό μαχαίρι που τρυπήθηκαν εκείνοι που υπόγραψαν. Αν το βρεις θα δεις και το χωριό. Κι αν δεις το χωριό χωρίς να σ' έχει πάρει η ομίχλη εκεί τότε μπορείς να ψάξεις για το χαρτί με τη συμφωνία και τις υπογραφές. Κι αν το βρεις και το κάψεις η κατάρα θα σπάσει κι η συμφωνία θα χαλάσει μια και καλή όπως φτιάχτηκε. Το χωριό θα ξανάρθει στον κόσμο μας, και οι ψυχές των καταραμένων θα βρουν τη ησυχία που τους πρέπει..” Εκείνη τη στιγμή ο Μάνος βγήκε από το καφενείο χαμογελώντας και στάθηκε δίπλα στον Γεωργίου. “Τι λέτε τόση ώρα αστυνόμε;..” είπε με τη νεανική του φωνή και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Η ανάσα του μύριζε μπύρα από μακρυά, και στο πρόσωπό του φαινόταν καθαρά ότι ήταν αρκετά μεθυσμένος. Ο Γεωργίου σηκώθηκε και τον έπιασε από το μπράτσο. “Ήπιες πολύ, και το στομάχι σου ήταν άδειο..” του είπε βλοσυρά. “Πάμε να βρούμε κάνα δωμάτιο για το βράδυ, και θα κοιτάξω να σου φέρω κάτι να φας εκεί..” Τον τράβηξε μαζί του και ξεκίνησε προς έναν ξενώνα λίγο πιο πάνω, ενώ ο νεαρός γέλασε δυνατά. “Άσε το κήρυγμα αστυνόμε, κι εσύ τα ρούφηξες τα τσιπουράκια σου..” του είπε πειρακτικά και ξεκαρδίστηκε να γελάει, αλλά σκουντούφλισε και παραπάτησε στο πλακόστρωτο. Ο Γεωργίου αναστέναξε και τον στήριξε περνώντας το χέρι του στους ώμους του και τον κράτησε γερά από τη μέση. Έκανε να ξεκινήσει όταν άκουσε ξανά τον γέροντα πίσω του να του φωνάζει βραχνά. “Το μαχαίρι αστυνόμε, άμα βρεις το μαχαίρι έχεις ελπίδα, αλλιώς φύγε τώρα και γύρνα πίσω στην Αθήνα μαζί με το παληκάρι σου..” Γύρισε και τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα συνοφρυωμένος, και μετά κίνησε για τον ξενώνα με τον Μάνο να κρέμεται πάνω του..- By MADnJIM ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο, που εξηγεί την ιστορία του χωριού. Βέβαια κάποιες λεπτομέρειες όπως πχ οι κολόνες στο χωριό και το τζουκμποξ θα γίνουν αντίστοιχα φανοστάτες λαδιού και γραμμόφωνο, γιατί εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά όλα αυτά θα "χτενιστούν" στο τέλος. Ελπίζω να σας άρεσε, θα'θελα πολύ να ακούσω γνώμες και τυχόν παρατηρήσεις γιατί όπως ήδη έγραψα έχω φτάσει περίπου στα μισά ως τώρα, και πιστεύω μέσα στο καλοκαίρι να το έχω τελειώσει.. Edited July 18, 2014 by MadnJim 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted November 29, 2015 Share Posted November 29, 2015 Έψαχνα που λες στις ιστορίες σου και έπεσα πάλι μετά από πολύ καιρό πάνω στην "Σκιά..." Την ξαναδιάβασα και μου άρεσε όσο και την πρώτη φορά που την είχα διαβάσει. Σίγουρα στέκεται και μόνη της σαν ιστορία, αλλά μου είχε αρέσει η σκέψη που είχες να την προχωρήσεις και να την μεγαλώσεις. Μου είχε αρέσει και το πρώτο κεφάλαιο, που δυστυχώς δεν είχε ποτέ συνέχεια. Ελπίζω στο μέλλον να ξαναμπεις στο τριπάκι να την συνεχίσεις φίλε μου! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted November 29, 2015 Author Share Posted November 29, 2015 Μπα, χλωμό το βλέπω να την ξαναπιάσω, δεν μου κάνει κλικ πια. Την είχα προχωρήσει ακόμη λίγο, καμιά δεκαριά χιλιάδες λέξεις, αλλά δεν το απολάμβανα καθώς έγραφα, και έτσι έμεινε στα "προσεχώς". Γέλασα πολύ όμως σήμερα που μου τη θύμισες πάλι Δημήτρη, γιατί θυμήθηκα που στην αρχική εκδοχή της ιστορίας το όνομα που είχα δώσει στον πρωταγωνιστή ήταν... "Νώντας"! :lol: 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted November 29, 2015 Share Posted November 29, 2015 Το πόσο εύκολο σου είναι να πετάξεις 10000 λέξεις δεν μπορώ να το καταλάβω φίλε μου. Αλλά εδώ έχουν πεταχτεί σελίδες και σελίδες του Ν'Γκαρα, στον "Νώντα" θα κολλαγες; Μα Νώντας; Άκου Νώντας! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted November 29, 2015 Author Share Posted November 29, 2015 (edited) Όταν κάτι που προσπαθείς να φτιάξεις φτάνει σε κάποιο σημείο όπου καταλαβαίνεις ότι δεν σε ικανοποιεί όσο-όπως θα ήθελες, έχει καμιά σημασία πόσο είναι; Δέκα χιλιάδες λέξεις είναι μόνο δύο τρίωρα δουλειά, τίποτα δηλαδή που να είναι τόσο σημαντικό ώστε να αγνοήσω το ότι δεν με ικανοποιούν πλήρως. Οπότε ναι, μου είναι πολύ εύκολο να "πετάξω" (βάζω εισαγωγικά γιατί στην πραγματικότητα τίποτα δεν πετιέται, γι' αυτό ακριβώς υπάρχει ο φάκελος "Αχρησιμοποίητα" στον σκληρό μου) και δέκα χιλιάδες, και πολύ περισσότερες ακόμα όπως έχω κάνει ήδη αρκετές φορές ως τώρα, αφού δεν μου εξυπηρετούν αυτό που θέλω όπως το θέλω. Edited November 29, 2015 by MadnJim 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 21, 2023 Author Share Posted August 21, 2023 Πολύ πολύ μεγάλη -αλλά και συνάμα ευχάριστη- έκπληξη να δω MadnJim's (δικό μου δλδ) κείμενο στα "Our picks", πραγματικά δεν το περίμενα. Εχμ, ευχαριστώ; 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.