Jump to content

Η ΠΟΛΗ *Final Update* (19/7/15)


georgezerv76

Recommended Posts

Λοιπον αυτο ειναι ενα μικρο δειγμα ου πως θα παει η ιστορια μαλλον... καπως ετσι θα ειναι το πρωτο κεφαλαιο. η πρωτη ημερα απο τις επτα που θα διαρκεσει αυτη η μικρη ιστοριουλα...

 

Όνομα Συγγραφέα: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΥΔΗΣ
Είδος: ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Βία; ΙΣΩΣ
Σεξ; ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ (ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ...)
Αριθμός Λέξεων: ΑΚΟΜΑ ΑΓΝΩΣΤΟΣ
Αυτοτελής; ΝΑΙ
Σχόλια: εΙΝΑΙ ΕΝΑ μικρο δειγμα αυτο του πρωτου κεφαλαιου, δεν εχω ιδεα πως θα εξελιχθει ακομα, λιγα πραγματα μονο, θα εχει πολλες διορθωσεις αλλαγες κλπ...

 

η υποθεση ειναι  με θεμα καποιον που ξυπναει σε ενα διαφορετικο μερος απο αυτο που θα πηγαινε, σε ενα ταξιδι του,  χωρις να θυμαται κατι... ουτε του πως βρεθηκε, εκει ουτε που ειναι...θα προσπαθησει να ερθει σε επαφη με τους δικους του και να γυρισει πισω σπιτι του, αλλα δε ξερω πως θα καταληξει..........

 

ελπιζω ν αρεσει και να βρω εμπνευση να το γραψω!

 

Αρχείο

Edited by Mesmer
Αφαίρεση αρχείου λόγω έκδοσης
Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα ιδέα. Μου κίνησε την περιέργεια, θα'θελα να διαβάσω παρακάτω τι συμβαίνει τελικά. Σαν κείμενο έχει κάποια θέματα, αλλά ένα "χτένισμα" θα τα εξαφάνιζε αμέσως. Σου εύχομαι να βρεις την έμπνευση που θες και να το συνεχίσεις..:)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σ ευχαριστω παρα πολυ! το κειμενο το ξεκινησα χτες βραδυ, δεν του εχω κανει ουτε περασμα καν... σκεψου οτι στο αλλο που γραφω εχω κανει πανω απο 50 περασματα σε καθε κεφαλαιο... ακομα δεν εχω ιδεα πως θα εξελιχθει, αλλα επειδη δε θελω να κανω προσχεδια, σκελετους κλπ, θα το αφησω να εξελιχθει βαση εμπνευσης....ουτως η αλλως σε μια εβδομαδα εξελισσεται και δε θα το κανω πανω απο 100 σελιδες... Εμπνευση να υπαρχει... :)

Link to comment
Share on other sites

Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα, αρκεί να μην καταλήξει στο ότι όλα ήταν στο μυαλό του πρωταγωνιστή/όνειρο. Μέχρι στιγμής, πιο πολύ τρόμου μου δίνει την εντύπωση ότι είναι, παρά φαντασίας, πάντως. Ασχέτως χτενίσματος, η δική μου πρόταση θα ήταν να δείχνεις περισσότερα και να λες λιγότερα. Δηλαδή, μην λες όλη την ώρα πόσο αγχωμένος είναι ο ήρωάς σου και πώς τον λούζει ο ιδρώτας. Παίξε και με άλλες εκδηλώσεις του άγχους, π.χ. δυσκολία αναπνοής, σφίξιμο στο στήθος, σκοτοδίνη, θόλωμα της όρασης. Επίσης, μας λες παρακάτω ότι οι άνθρωποι δεν μοιάζουν να ανήκουν σε κάποια γνωστή φυλή. Οκ, και πώς μοιάζουν; Τι τους κάνει τόσο εμφανώς διαφορετικούς; Έχουν τρία μάτια; Δύο στόματα; Περιέγραψέ τους. Γενικά, νομίζω πως αναλώνεσαι πάρα πολύ στον πρωταγωνιστή - περισσότερο από όσο χρειάζεται, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεσαι αρκετά- και την κατάσταση και καθόλου στο περιβάλλον. Θέλει δουλίτσα, αλλά υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πρώτη ύλη. 

Link to comment
Share on other sites

οχι σιγουρα δεν ειναι ονειρο και δεν ειναι στο μυαλο του...και δε ξερω αν θα εχει και καλο τελος...ακομα το σκεφτομαι... τετοια κλισε τα αποφευγω αλλωστε...

θα του αλλαξω πολλα... αυτο ειναι σα προσχεδιο...και θελω να επικεντρωθω στον πρωταγωνιστη..θελω να φανουν οι σκεψεις του και το αγχος του σαν να το ζω εγω που το γραφω η εσυ που το διαβαζεις..... επιτηδες αναλωνομαι σ αυτον πιο πολυ...στη πορεια θα περιγραφουν πραγματα... και εννοειται θελει δουλιτσα...δε το συζηταω...

προς το παρον σκεφτομαι να αναλωθω παραπανω στον ηρωα και τα συναισθηματα του παρα τοσο, στις περιγραφες... ισως στις υπολοιπες ημερες - κεφαλαια....υπαρξουν περισσοτερες λεπτομερειες και περιγραφες... αλλωστε στο αλλο μυθιστορημα που γραφω η εξαντλητικη περιγραφη των παντων με κουρασε...

 

εδω, θελω να δημιουργησω περισσοτερο μια ατμοσφαιρα σα να βλεπεις μεσα απο τα ματια του ηρωα.... οχι ομως με πρωτο προσωπο... στη πορεια θα υπαρχει και π ιο λεπτομερεια.... δε νομιζω παντως να τη κανω τρομου... δηλαδη τρομακτικη θα ειναι σε σημεια, και ισως σε καταληξη, αλλα...τερατα, δρακοι και ιπταμενα οντα ΔΕΝ θα υπαρξουν.... προτιμω να κινηθω στο ψυχολογικο τομεα...

 

ευχαριστω για τις παρατηρησεις, θα λαβω πολυ σοβαρα και θα κανω διορθωσεις ειδικα στα συναισθηματα του ηρωα...

 

ΥΓ> οι ανθρωποι που λεω, δε μοιαζουν τερατα..δεν εχουν τρια ματια κλπ κλπ...κανονικοι ανθρωποι, απλα δεν του θυμιζουν ουτε ισπανους (αφου εκει θα πηγαινε..)ουτε καποιο λαο που με τη μια καταλαβαινεις ποιος εινα (πχ κινεζοι, αφρικανοι, κορεατες, σκανδιναβοι κλπ... ουτε ο..ιδιος ακομα δεν μπορει να καταλαβει, γι αυτο και δε περιγραφεται κατι ;)

 

ΥΓ2, ας ελπισω να μην το παρατησω κι αυ το στη μεση....

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

ENA MIKΡΟ UPDATE ΜΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟ ΛΙΓΟ ΤΟ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ 2ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.

ΘΑ ΧΑΡΩ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ :)

 

 

Όνομα Συγγραφέα: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΥΔΗΣ
Είδος: ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Βία; ΙΣΩΣ
Σεξ; ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ (ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ...)
Αριθμός Λέξεων: ΑΚΟΜΑ ΑΓΝΩΣΤΟΣ
Αυτοτελής; ΝΑΙ
Σχόλια: εΙΝΑΙ ΕΝΑ μικρο δειγμα του εργου το οποιο θα ανανεωνω συνεχως..., δεν εχω ιδεα πως θα εξελιχθει ακομα, η προζα ειναι αυθορμητη χωρις σκελετους και προσχεδια, με την κλασσικη τους εννοια... , θα εχει πολλες διορθωσεις αλλαγες κλπ...ομως γραφεται αυθορμητα, οποτε υπαρχει εμπνευση, γι αυτο ζηταω την επιοικεια σας σε ορθογραφικα, συντακτικα η νοηματικα λαθη, παραλληψεις, επαναληψεις και λαθακια....

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Η περιεργη περιπτωση του Τζων που ξυπναει ενα πρωι σε ενα εντελως διαφορετικο μερος απο αυτο που ειχε σχεδιασει να ταξιδεψει.

Η μικρη αυτη νουβελα , εξελισσεται μεσα σε λιγες μονο ημερες, και δειχνει την απελπισμενη προσπαθεια του ηρωα να βρει τροπο να κατανοησει τι ειναι αυτο που εχει συμβει, που βρισκεται και πως θα καταφερει να ξεφυγει και να γυρισει πισω στο σπιτι του. Ολα αυτα σε μια καπως αγχωτικη και κλειστοφοβικη ατμοσφαιρα που επικεντρωνεται περισσοτερο στα συναισθηματα του ηρωα παρα στην υποθεση και στο γυρω περιβαλλον του. Το αγχος και το αδιεξοδο του Τζων μοιάζει με το αγχος που ζουμε ολοι μπροστα σε κατι που δεν παει οπως το εχουμε υπολογισει στη ζωη μας.....

Η ΠΟΛΗ.docx

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

"Η ΠΟΛΗ"

 

 

 

 

ΤΕΤΑΡΤΗ

 

Ο Τζων ξύπνησε απότομα, ιδρωμένος και κατατρομαγμένος. Ήταν απόλυτο σκοτάδι χωρίς να υπάρχει έστω ένα φωτάκι στο μέρος που βρισκόταν. Ο ιδρώτας έτρεχε από το πρόσωπό του και τα σεντόνια στο κρεβάτι του ήταν μουσκεμένα. Βρήκε το ρολόι του στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι και προσπάθησε να πατήσει το κουμπάκι με το φωτάκι για να δει την ώρα. Πλησίαζε τέσσερις. Κρίνοντας από το σκοτάδι έξω από το παράθυρο, δεν είχε ξημερώσει ακόμα.

Του συνέβαινε συχνά αυτό, να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει που ακριβώς ήταν, όταν ταξίδευε και κοιμόταν το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο του. Είχε πάντα την αίσθηση δεν ήταν σπίτι του, άλλα κάπου αλλού. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, αφού ξυπνούσε, αυτή η αίσθηση του περνούσε και συνειδητοποιούσε που ήταν. Τώρα όμως, δεν του είχε φύγει ακόμα αυτός ο μικρός πανικός που ένιωσε ξυπνώντας. Ακόμα δεν είχε καταλάβει που ήταν. Δεν θυμόταν τίποτα.

Πάτησε τον διακόπτη από την λάμπα που είχε δίπλα και ένα αμυδρό κιτρινωπό φως, έλαμψε ξαφνικά στο δωμάτιο. Πράγματι ήταν σε ξενοδοχείο. Το συνειδητοποίησε αμέσως μόλις άναψε το φως. Ήταν στο ξενοδοχείο του στη Μαδρίτη. Εκεί, όπου θα περνούσε την πρώτη του βραδιά και την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε για μια μικρή περιοδεία στην περιοχή της Καστίλλης. Είχε σχεδιάσει να επισκευθεί την Σεγόβια και την Άβιλα. Είχε κανονίσει από μία διανυκτέρευση στην κάθε πόλη και μετά, θα επέστρεφε πίσω στην Μαδρίτη για άλλη μια ημέρα, πριν πάρει το αεροπλάνο για να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του. Θα περνούσε συνολικά, τέσσερα βράδια στην Ισπανία. Ήταν ένα ταξίδι που σχεδίαζε καιρό και το ήθελε πάρα πολύ να το κάνει.

Τώρα όμως, ένιωθε πολύ μπερδεμένος και είχε ένα μεγάλο κενό στο μυαλό του. Σκεφτόταν ότι, σύμφωνα με την λογική, θα έιχε φτάσει στην Μαδρίτη νωρίς το πρωί της Τρίτης. Κοίταξε ξανά το ρολόι του για να βεβαιωθεί. Στο φωτινό καντράν όμως, έλεγε Τετάρτη, 1η Μαίου 2013. Δεν γινόταν αυτό, σκέφτηκε. Είναι δυνατόν να μην θυμόταν καν τι έκανε μια ολόκληρη μέρα, από τη στιγμή που έφτασε στην πόλη; Αν τώρα ξημέρωνε Τετάρτη, αυτό σήμαινε ότι είχε ξοδέψει μία ολόκληρη μέρα και νύχτα, χωρίς να θυμάται πως. Να είχε κοιμηθεί όλες αυτές τις ώρες; Του φάνηκε αδύνατον.

Ο Τζων κυριεύτηκε από άγχος και αγωνία. Στο μυαλό του πέρασαν διάφορες σκέψεις. Ίσως να είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ και το αλκοόλ να του είχε σβήσει κάθε ανάμνηση. Αυτό του είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν, όταν έπινε πολύ και ξέφευγε η κατάσταση από τον έλεγχό της, με αποτέλεσμα να μην θυμάται καν, τι είχε κάνει για ώρες ή και μια ολόκληρη βραδιά. Μπορούσε να έχει κάποιες φευγαλέες, θολές εικόνες του τι είχε συμβεί, άλλα συνήθως δεν μπορούσε να εξηγήσει τίποτα, ούτε να θυμηθεί λεπτομέριες. Όμως τώρα, του φαινόταν πολύ δύσκολο να είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ποτέ σε ταξίδι δεν είχε μεθύσει τόσο, από το πρώτο κι όλας βράδυ, ώστε να έχει διαγράψει εντελώς από την μνήμη του, σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα.

Ήταν πολύ αναστατωμένος και αγχωμένος. Σηκώθηκε, άτσαλα, από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο, για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να κάνει ένα γρήγορο ντους, ελπίζοντας να συνέλθει και να καταφέρει να θυμηθεί κάποια γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Πριν μπει στο ντους, όμως, του ήρθε μια ιδέα. Έτρεξε πίσω στο κρεβάτι και πήρε το κινητό προσπαθώντας να συνδεθεί στο ίντερνετ. Αν είχε κάνει κάτι τρελό το προηγούμενο βράδυ, σκέφτηκε, σίγουρα θα είχε ανεβάσει φωτογραφίες ή θα είχε δεχτεί μηνύματα στην ιστοσελίδα που διατηρούσε. Είχε ένα μπλογκ που κατέγραφε εμπειρίες και ανέβαζε φωτογραφίες από τα ταξίδια του και γενικά από κάθε σημαντική στιγμή της ζωής του.

Προσπαθούσε να συνδεθεί, άλλα δεν υπήρχε αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε σύνδεση στο ίντερνετ. Ο Τζων τσατίστηκε πολύ και άρχισε να μονολογεί, βρίζωντας. Ξανακοίταξε τα μηνύματα στο κινητό του. Ήλπιζε να είχε στείλει κάτι, είτε στον φίλο του, είτε στην αδελφή του. Κοπέλα δεν είχε. Είχε χωρίσει αρκετούς μήνες πριν. Προς στιγμήν, τρομοκρατήθηκε με την ιδέα να της είχε στείλει κάποιο μήνυμα πάνω στο μεθύσι και την τρέλα της βραδιάς, είτε βρίζοντάς την, είτε παρακαλώντας την να γυρίσει πίσω.

Τίποτα όμως, δεν υπήρχε. Η οθόνη ήταν κενή από μηνύματα, είτε εισερχόμενα, είτε εξερχόμενα και από κλήσεις. Γενικά δεν υπήρχε κάτι που να δείχνει δραστηριότητα από την Τρίτη το πρωί που είχε ξεκινήσει για την πτήση του, έως τώρα. Το μόνο μήνυμα που είχε απομείνει ήταν το ‘Καλό ταξίδι’ που του είχε στείλει η Ντόρα, η αδελφή του και το ‘Ευχαριστώ’ του Τζων, σαν απάντηση.

Η αμέσως επόμενη κίνηση που του ήρθε στο μυαλό, ήταν να ψάξει το πορτοφόλι του. Θα μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει, βλέποντας πόσα λεφτά είχε ξοδέψει. Παρακαλούσε μέσα του να μην έβρισκε το πορτοφόλι άδειο, να μην έλειπαν οι πιστωτικές κάρτες του, η ταυτότητά του ή τα εισιτήρια για τα λεωφορεία που θα χρησιμοποιούσε στο ταξίδι, άλλα και για το αεροπλάνο της επιστροφής. Τα δευτερόλεπτα του φάνηκαν αιώνες. Έτρεμε με την ιδέα του τι θα αντίκριζε μέχρι να διανύσει την απόσταση των δύο περίπου, μέτρων που χώριζαν το κρεβάτι από το τραπέζι που είχε την βαλίτσα του με το πορτοφόλι μέσα. Προς μεγάλη ανακούφιση του Τζων, το πορτοφόλι ήταν εκεί. Ανάσανε βαθειά και άρχισε να ψαχουλεύει μέσα του. Κάρτες, εισιτήρια και ταυτότητα ήταν όλα εκεί. Τα λεφτά επίσης. Όλα. Και τα 750 ευρώ που είχε κάνει συνάλλαγμα, ανταλλάσοντας τις λίρες του, πριν ακόμα ξεκινήσει από το σπίτι του για το αεροδρόμιο. Δεν είχε ξοδέψει ούτε ένα ευρώ. Ήταν απίστευτο. Παράλογο.

Φυσικά, δεν θυμόταν καθόλου τι είχε κάνει από τη στιγμή που έφτασε στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, για να πάρει την πτήση του για Μαδρίτη. Βέβαια, ήταν πολύ πιθανόν να μην είχε ξοδέψει τίποτα, γιατί ο Τζων συνήθιζε να αποφεύγει να αγοράζει οτιδήποτε από το αεροδρόμιο, ούτε καν καφέ, καθώς θεωρούσε πολύ ακριβές τις τιμές και ένιωθε ότι ήταν σπατάλη χρημάτων. Συνήθως, έπερνε μαζί του από το σπίτι ένα σάντουιτς, που έτρωγε λίγο πριν περάσει τον έλεγχο των εισιτηρίων και μετά απολάμβανε τις ανέσεις που του πρόσφεραν οι αεροπορικές εταιρίες. Έτρωγε το λιτό γεύμα που σερβίριζαν εν ώρα πτήσης, έπινε ένα καφέ ή ένα τσάι και έτσι έφτανε στον προορισμό του χωρίς να ξοδέψει ούτε σεντ.

Αυτό όμως τώρα, δεν του φαινόταν σαν λογική εξήγηση. Αν ήταν στην Μαδρίτη σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα, ήταν αδύνατο να μην είχε ξοδέψει απολύτως τίποτα. Πώς έφαγε; Πώς ήπιε; Οι σκέψεις κόντευαν να τον τρελάνουν. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τίποτα. Είχε ξυπνήσει μέσα στα χαράματα, στο ξενοδοχείο, χωρίς να θυμάται το παραμικρό από την στιγμή που έφτασε στο αεροδρόμιο μέχρι τώρα που βρισκόταν πανικοβλημένος, στο δωμάτιό του.

Τίποτα δεν του κολλούσε στο μυαλό του. Σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο στο σπίτι, δηλαδή στην αδελφή του, αφού δεν ήθελε με τίποτα να ξυπνήσει και να ανησυχήσει τους γονείς του. Στην Αγγλία τώρα θα ήταν περίπου δύο το πρωί, άρα υπήρχε μια πιθανότητα να μην είχε κοιμηθεί ακόμα η Ντόρα και έτσι θα μπορούσαν να μιλήσουν λίγο, μέχρι να ηρεμήσει και μετά να περιμένει να ξημερώσει, ώστε να πάει στον σταθμό των λεωφορείων, για να πάρει το λεωφορείο των 8 για την Σεγόβια.

Ο Τζων κατάλαβε ότι είχε χάσει άδικα μια ημέρα, χωρίς να δει καθόλου την Μαδρίτη, αν και είχε πάει πολλές φορές εκεί, στο παρελθόν. Δεν μπορούσε, όμως να εξηγήσει πως βρέθηκε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο, ύστερα από τόσες ώρες. Ακόμα κι αν ήταν κουρασμένος τόσο – που σίγουρα δεν ήταν – και να τον είχε πάρει ο ύπνος στο αεροπλάνο, θα θυμόταν ότι ξύπνησε και ήρθε στην πόλη. Θα θυμόταν σίγουρα κάτι από την διάρκεια της ημέρας, πριν έρθει το βράδυ και το μεθύσι, που του διέγραψε τα πάντα από την μνήμη του.

Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ, από τον ύπνο και τις τόσες πολλές σκέψεις… Δεν τον έπιανε καθόλου ύπνος και δοκίμασε να ανοίξει λίγο την τηλεόραση. Ξανακοίταξε  λίγο το κινητό του, με την ελπίδα να είχε συνδεθεί στο ίντερνετ, άλλα δεν είδε κάτι τέτόιο. Είχε μεν, καλό σήμα, άλλα δεν είχε καθόλου σύνδεση στο ίντερνετ. Αναστέναξε απογοητευμένος και άρχισε να ψάχνει τα κανάλια της τηλεόρασης βιαστικά, θέλοντας να αποσπάσει λίγο το μυαλό του από τις σκέψεις και τον πανικό που, ένιωθε να τον πιάνει.

Ψάχνοντας στην τηλεόραση, παρατήρησε ότι τα κανάλια δεν ήταν ισπανικά. Δεν είναι σίγουρα ισπανικά αυτά εδώ, σκέφτηκε αγχωμένος. Ήξερε αρκετά καλά ισπανικά, για να καταλάβει ότι αυτή η γλώσσα που άκουγε, δεν ήταν σίγουρα ντόπια. Δεν του φαινόταν καν, σαν κάποια διάλεκτο που μιλούν σε μερικές περιοχές της Ισπανίας. Δυνάμωσε λίγο τη φωνή , μήπως καταφέρει να αναγνωρίσει τη γλώσσα και να πιάσει κάτι. Πιθανότατα το ξενοδοχείο, είχε τηλεοράσεις που έπιαναν μόνο διεθνή κανάλια. Αγγλικά, ιταλικά ή γαλλικά. Αν και του φάνηκε παράξενο, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να συμβεί. Η γλώσσα όμως, που άκουγε τώρα από την νεαρή παρουσιάστρια μιας ειδησιογραφικής εκπομπής, δεν είχε τίποτα γνώριμο και δεν μπορούσε να καταλάβει την προέλευσή της. Τσέχικα; Σέρβικα; Τι διάολο είναι αυτό; Η κατάσταση άρχιζε να του φαίνεται τελείως παράλλογη. Ακόμα και το πρόσωπο της κοπέλας μόνο Ισπανίδα δεν θύμιζε. Για την ακρίβεια, δε καταλάβαινε καθόλου από πού θα μπορούσε να κατάγεται.

Σηκώθηκε απότομα και πλησίασε στο παράθυρο. Άνοιξε την κουρτίνα, μήπως μέσα στη νύχτα μπορούσε να διακρίνει κάτι για να προσανατολιστεί κάπως. Ήταν άτυχος όμως. Το παράθυρο είχε θέα προς έναν ακάλυπτο χώρο και το μόνο που έβλεπε ήταν σκαλωσιές και τοίχους. Ψηλούς βρώμικους τοίχους. Άρα δεν υπήρχε πιθανότητα να δει κάτι που θα τον βοηθούσε, τουλάχιστον μέχρι να ξημερώσει και να βγει έξω ο ίδιος, πηγαίνοντας για τον σταθμό και βλέποντας με τα μάτια του το μέρος.

Για μερικά δευτερόλεπτα του πέρασε από το μυαλό μια ανατριχιαστική σκέψη. Κι αν είχε τελικά κοιμηθεί στο αεροπλάνο και είχε προσγειωθεί σε άλλο μέρος; Σε άλλη χώρα; Αν και ιδιαίτερα αγχωμένος με την ιδέα αυτή, χαμογέλασε. Ούτε στις ταινίες δεν γίνονται αυτά, σκέφτηκε και τελικά αποφάσισε να ξαπλώσει ξανά και να προσπαθήσει, έστω και με το ζόρι, να κοιμηθεί για λίγο, τουλάχιστον δύο ώρες ακόμα, πριν ξυπνήσει κατά τις έξι περίπου και αρχίσει να ετοιμάζεται για να πάει στον σταθμό.

Δεν πειράζει, θα έχω άλλη μια μέρα στην Μαδρίτη στην επιστροφή, σκέφτηκε, προσπαθόντας να καθησυχάσει τον εαυτό του. Μέσα στην ταραχή του, είχε ξεχάσει να κάνει ντους. Αποφάσισε να το αναβάλλει για αργότερα, όταν θα σηκωνόταν να ετοιμαστεί. Επίσης σκέφτηκε και να στείλει κάποιο μήνυμα στην αδελφή του ξυπνώντας. Προτίμησε να μην την ενοχλήσει τώρα. Θα τις έστελνε από τον σταθμό, για να την ρωτήσει πως είναι και αν τυχόν είχε λάβει κάποιο παράξενο μήνυμά του, κατά τη διάρκεια της περασμένης βραδιάς, που ίσως εκείνος να το είχε διαγράψει πάνω στο μεθύσι του. Αν φυσικά, είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, σύμφωνα με την εκδοχή που τους είχε δώσει ο Τζων.

Προσπάθησε να χαλαρώσει λίγο και βολεύτηκε ξανά στο κρεβάτι. Ψάχνοντας πάλι τα κανάλια, έπεσε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με δελτίο πρόγνωσης καιρού. Τινάχτηκε πάνω και σχεδόν, κόλλησε το πρόσωπό του στην οθόνη της τηλεόρασης. Αυτός ο χάρτης ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τον Τζων. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο μέρος. Ήξερα αρκετά καλά τη γεωγραφία της Ευρώπης και των πιο σημαντικών χωρών του πλανήτη. Αλλά αυτό το, σχεδόν, οβάλ σχήμα της χώρας δεν το είχε ξαναδεί. Ε, αυτό δεν είναι η Ισπανία σίγουρα, σκέφτηκε και μούδιασε ολόκληρος, προς στιγμήν… Εκτός των άλλων ο παρουσιαστής του δελτίου έμοιαζε πιο πολύ σε Ασιάτη ή κάτοικο κάποιας χώρας της Λατινικής Αμερικής, παρά σε Ισπανό. Και το πιο παράξενο ήταν ότι , αν και 1η Μαίου, οι θερμοκρασίες που παρουσιάζονταν στον χάρτη, ήταν όλες κοντά στο μηδέν! Όλα έμοιαζαν αλλόκοτα. Προφανώς, ξανασκέφτηκε ο Τζων, το ξενοδοχείο είχε μόνο διεθνή κανάλια και μάλλον κανένα ευρωπαικό, προσπαθώντας και πάλι να διώξει τον πανικό που, πλέον τον είχε κυριέυσει, κι ας μην το παραδεχόταν.

Με πολύ άγχος και χωρίς τελικά να καταφέρει να χαλαρώσει ούτε στιγμή, σκεπάστηκε ως το κεφάλι με το – μουσκεμένο ακόμα – σεντόνι και έκλεισε τα μάτια του, κρυφοκοιτάζωντας μια το ταβάνι και μια τις γρύλιες από το παράθυρο. Περίμενε, αγωνιωδώς, να ξημερώσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί άλλο εκείνη τη νύχτα.

Κατά τις έξι και δέκα χτύπησε το ξυπνητήρι, στο ρολόι του. Ο Τζων σηκώθηκε με πονοκέφαλο και έχοντας την αίσθηση ότι είχε δει ένα κακό όνειρο. Έναν πολύ αγχωτικό και παράλογο εφιάλτη. Από το παράθυρο έμπαινε λίγο φως. Ξημέρωνε επιτέλους.

 Τί όνειρο… Τι μπέρδεμα… Τί τρέλα! Σκεφτόταν, ενώ ξαναπερνούσε από το μυαλό του, αμυδρά όλα όσα είχε ονειρευτεί. Σκεφτόταν την ημέρα που πέρασε χωρίς να θυμάται τίποτα, τα παράξενα κανάλια στη τηλεόραση, με τους περίεργους χάρτες και την αλλόκοτη γλώσσα, τα πράγματά του, που ήταν ανέγγιχτα… Έπιασε ξανά το κινητό του για να μπει στο μπλογκ του και να δει αν κάποιος του είχε στείλει κάτι. Εξακολουθούσε πάντως, να μη θυμάται τίποτα για την Μαδρίτη. Ίσως τελικά να είχε μεθύσει τόσο πολύ, που να είχε αυτό το τεράστιο κενό. Τώρα όμως ήταν ώρα να ετοιμαστεί για την Σεγόβια. Έπρεπε να βιαστεί.

Το κινητό του ακόμα δεν είχε σύνδεση στο ίντερνετ. Ο Τζων εξοργίστηκε. Καταραμένο χόστελ! Κοίταξε το ημερολόγιο για να σιγουρευτεί ξανά. Τετάρτη 1η Μαίου 2013. Άρα όντως τελικά, είχε φάει μια μέρα στη Μαδρίτη που είχε καταφέρει να σβήσει εντελώς από τη μνήμη του. Χαμογέλασε λίγο, καθώς του φάνηκε τόσο αλλόκοτο και… συναρπαστικό αυτό που του είχε συμβεί και, σίγουρα, θα είχε κάτι για να διηγείται, για την υπόλοιπη ζωή του. Το άγχος είχε υποχωρήσει κάπως, τώρα. Σηκώθηκε αργά-αργά για να πάει στο μπανιο, να πλυθεί, να κάνει ντους και να ετοιμαστεί γρήγορα για να φύγει για τον σταθμό.

Λίγο μετά, βγαίνοντας από το ντους και αφού του είχε κάνει εντύπωση ότι στο μπάνιο δεν υπήρχε το παραμικρό σαπούνι ή σαμπουάν για τα μαλλιά ή έστω κάποιος αφρός για ντους, κάτι απ’ αυτά που έχουν όλα τα ξενοδοχεία ή χόστελ στο μπάνιο τους. Αισθάνθηκε ικανοποίηση, που είχε σκεφτεί να φέρει τα δικά του πράγματα και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι που είχε την βαλίτσα του για να πάρει καθαρά ρούχα και να ετοιμαστεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ξαναέπιασε το πορτοφόλι του και το άνοιξε για να μετρήσει τα χρήματα. Ίδια και πάλι. 750 ευρώ. Ούτε ένα πάνω, ούτε ένα κάτω. Κούνησε το κεφάλι του και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μια υποψία άγχους και ανησυχίας τον επισκεύθηκε ξανά. Δεν κρατήθηκε και άρπαξε το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Το πρώτο κανάλι που άνοιξε, έπαιζε μια ταινία. Άνοιξε την φωνή, καθώς δεν υπήρχαν υπότιτλοι. Καλό σημάδι σκέφτηκε, καθώς οι Ισπανοί συνηθίζουν να μεταγλωτίζουν τις ταινίες τους. Αυτό που άκουσε όμως δεν ήταν ισπανικά. Ήταν η ίδια, αλλόκοτη γλώσσα που είχε ακούσει και πριν λίγες ώρες όταν πρωτοξύπνησε. Άρχισε ξανά να αγχώνεται και να νιώθει ένα ρίγος. Κοίταξε την ώρα. Πήγαινε επτά παρά τέταρτο πια και υπήρχε κίνδυνος να καθυστερήσει πολύ και να χάσει το λεωφορείο, αν επέμενε να ξοδεύει το χρόνο του προσπαθώντας να εξηγήσει όλα αυτά τα παράλογα πράγματα που συνέβαιναν.

Δεν μπορούσε να ησυχάσει, όμως. Γύρισε στο επόμενο κανάλι. Έδειχνε κάτι σαν πρωινή εκπομπή. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας και μια νεαρή κοπέλα,  που μάλλον του έπαιρνε συνέντευξη. Αλλόκοτα πρόσωπα, αλλόκοτη γλώσσα και το όλο σκηνικό, δεν είχε καμία σχέση με κάποιο από τα γνωστά κανάλια της Ευρώπης. Εκτός αυτού, ψάχνοντας, διαπίστωσε ότι στη μνήμη της τηλεόρασης, δεν υπήρχε ούτε το CNN, ούτε το BBC, ούτε κανένα κανάλι που να γνώριζε. Κανένας από τους γνωστούς, μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, που τα περισσότερα ξενοδοχεία του κόσμου έχουν αποθηκευμένους στις τηλεοράσεις τους. Υπήρχαν μόνο, διάφορα παράξενα κανάλια που έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του.

Τότε, κάτι τράβηξε την προσοχή του. Ήταν η ώρα που εμφανιζόταν στην πάνω δεξιά άκρη της οθόνης. Έγραφε 12:02. Τι σόι ώρα ήταν αυτή; Αναρωτήθηκε. Ο Τζων τώρα είχε αγχωθεί για τα καλά. Τα χέρια του είχαν παγώσει και ένιωθε κάποιους μικρούς σπασμούς, στο στομάχι από το άγχος. Παρατήρησε επίσης ότι σε όλα τα κανάλια που είχε δει, όλοι οι άνθρωποι φορούσαν ζεστά ρούχα. Πουλόβερ και παλτά. Λες και ήταν στη μέση του χειμώνα και όχι στην πρώτη ημέρα του Μαίου.

Σαν να είναι ο καιρός στο όνειρο! Μηδέν βαθμοί… Τρομοκρατήθηκε με τη σκέψη που πλέον άρχιζε να του καρφώνεται στο μυαλό, ότι πιθανόν είχε κάνει λάθος. Πιθανόν να μην ήταν εφιάλτης αυτό που είχε δει. Ίσως τον είχε πάρει ο ύπνος στο αεροπλάνο, ίσως… τον είχαν ναρκώσει ή απαγάγει και τώρα είχε ξυπνήσει, κάπου εντελώς διαφορετικά από εκεί που περίμενε να είναι. Μπορεί να ήταν σε κάποια χώρα της Ασίας ή της Αφρικής ή σε κάποια άγνωστη ευρωπαική πόλη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, από αυτές που φτάνουν ως την Κίνα. Όλα πλέον περνούσαν από το μυαλό του. Αγχωνόταν πολύ.

Άρχισε να ντύνεται σχεδόν τρέχοντας, φορώντας ότι έβρισκε μπροστά του. Φυσικά, αν όλα αυτά ίσχυαν και είχε βρεθεί κάπου που τώρα ήταν χειμώνας, θα είχε μεγάλο πρόβλημα καθώς όλα του τα ρούχα που είχε φέρει μαζί, ήταν ανοιξιάτικα. Έπρεπε να πάει κατευθείαν σε κάποιο μαγαζί με ρούχα, να αγοράσει κάτι ζεστό. Όμως δεν ήξερε αν αυτό ίσχυε. Δεν είχε ορατότητα από το παράθυρο για να καταλάβει που, πραγματικά ήταν. Κι αν τελικά ήταν όντως ακόμα στη Μαδρίτη; Γιατί να έχανε το λεωφορείο για την Σεγόβια και να κατέστρεφε και τις υπόλοιπες τρεις ημέρες που του απέμεναν, αναλογιζόταν καθώς έδινε μάχη με το χρόνο για να προλάβει να ετοιμαστεί. Δε μπορούσε να το ρισκάρει και να χάσει και την επόμενη ημέρα του ταξιδιού του – αν είχε όντως, χάσει την πρώτη – μόνο και μόνο, επείδη το μυαλό του έπλαθε διάφορες ιστορίες.

Αν τελικά, είχε βγει το προηγούμενο βράδυ και είχε μεθύσει, λογικά είχε περάσει καλά, σκεφτόταν, οπότε τώρα ήταν κάπως λογικό να είναι ακόμα σε μια κατάσταση ευθυμίας και να μη σκέφτεται καθαρά. Προφανώς είχε καταλήξει σε ένα χόστελ που είχε μόνο ξένα, άγνωστα κανάλια. Άλλωστε είχε διαλέξει ένα από τα φθηνότερα ξενοδοχεία που είχε βρει, στο κέντρο της Μαδρίτης και δεν μπορούσε να περιμένει να έχει παράθυρο με θέα στην πόλη, ούτε ανέσεις και πολυτέλειες. Για ασύρματο δίκτυο φυσικά, ούτε λόγος. Ο Τζον προσπαθούσε απεγνωσμένα, να δώσει πειστικές εξηγήσεις στον εαυτό του και να παραμείνει ψύχραιμος.

Είχε σχεδόν ετοιμαστεί, καταφέρνοντας να διώξει για λίγο από το μυαλό του το άγχος και την αγωνία που του είχε προξενήσει όλο αυτό το περίεργο σκηνικό. Κλείδωσε τη βαλίτσα, έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ξεχάσει κάποιο πολύτιμο αντικείμενο και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Είχε πάντα, στο μυαλό του να στείλει μήνυμα στην αδελφή του άλλα όχι ακόμα. Θα το έκανε από τον σταθμό των λεωφορείων, με την άνεση του.

Με όλα αυτά στο μυαλό του, δεν θυμόταν αν είχε πληρώσει για το βράδυ που έμεινε εκεί. Βλέποντας το πορτοφόλι του ανέγγιχτο, συμπέρανε ότι δεν το είχε κάνει και θα ‘πρεπε τώρα, να αναζητήσει κάποιον στη ρεσεψιόν– ούτε που θυμόταν με ποιον είχε μιλήσει όταν ήρθε στο ξενοδοχείο– ώστε να τον πληρώσει και να φύγει, μη χάνοντας άλλο χρόνο.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, παρατήρησε ότι στο χόστελ υπήρχε απόλυτη ησυχία. Αχ, ας υπάρχει κάποιος ξύπνιος να του μιλήσω, να βεβαιωθώ ότι είμαι στη Μαδρίτη, να τελείωνει το παραμύθι, σκέφτηκε ο Τζων και τον κυρίευσε ξανά η αγωνία. Φτάνοντας στο ισόγειο, καθώς το δωμάτιό του ήταν στον δεύτερο όροφο - όπως μέτρησε κατεβαίνοντας τα σκαλιά - συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κανείς στη ρεσεψιόν. Άγχος και πάλι. Και τώρα; Πόσο θα ‘πρεπε να περιμένει και να καθυστερήσει; Θα έχανε το λεωφορείο σίγουρα. Και φυσικά δεν γινόταν να φύγει έτσι, σαν τον κλέφτη. Σκεφτόταν ότι αρκετά γενναιόδοροι είχαν φανεί όλοι, ως τώρα, μην τον αφήνοντας να πληρώσει τίποτα,ώστε να σηκωθεί να φύγει και από το δωμάτιό του, χωρίς να πληρώσει και πάλι.

Χτύπησε λίγο το ξύλινο γραφείο, με τη γροθειά του, μήπως και τον άκουγε κανείς. Φώναξε και κάτι στα ισπανικά. ‘Hola!’ ώστε κάποιος να τον ακούσει. Τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήθελε να το ρισκάρει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ίσως έβρισκε μπελάδες. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το χαρτί που είχε τυπώσει, όταν είχε κάνει την κράτηση στο δωμάτιο, μέσω ίντερνετ. Αν και το χόστελ δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που είχε δει στις φωτογραφίες, όταν έκανε την κράτηση, το προσπέρασε γρήγορα, χωρίς να σταθεί παραπάνω σ’ αυτό το γεγονός. Αρκετά παλαβά και αλλόκοτα πράγματα, συνέβαιναν ως τώρα, για να αγχωθεί και γι’ αυτό.

Στο χαρτί έλεγε ότι η τιμή ήταν 25 ευρώ για μία διανυκτέρευση. Δεν είχε ακριβώς το ποσό, έτσι άφησε 30 ευρώ στο γραφείο και το χαρτί με την κράτηση από κάτω τους και κινήθηκε προς την πόρτα της εξόδου με πολύ γρήγορο βήμα. Η ώρα κόντευε επτά και είκοσι. Στις οκτώ ακριβώς θα έφευγε το λεοφωρείο για την Σεγόβια. Ο Τζων θα έπρεπε να κάνει αγώνα δρόμου για να είναι εγκαίρως στον σταθμό. Αποφάσισε να μη ρισκάρει χάνοντας χρόνο με το μετρό και να καλέσει ένα ταξί, ώστε να φτάσει σίγουρα στην ώρα του. Άνοιξε την πόρτα του χόστελ και κινήθηκε μηχανικά προς την Γκραν Βία, την κεντρική οδό της Μαδρίτης που εκεί, ήταν βέβαιο ότι θα έβρισκε κάποιο ταξί.

Όμως δεν υπήρχε καμία Γκραν Βία. Αυτό το μέρος δεν ήταν η Μαδρίτη…

Ο Τζων το κατάλαβε αμέσως και ο τρόμος τον κυρίευσε. Δεν ήταν λοιπόν εφιάλτης, ήταν πραγματικότητα. Μάλλον, ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης και τον έβλεπε μπροστά του, κατάμουτρα. Ήταν όντως, κάπου αλλού. Δεν είχε ιδέα που, όμως. Αυτή η πόλη σίγουρα δεν ήταν η Μαδρίτη.  Ο Τζων δεν ήταν στην Ισπανία. Και, εκτός των άλλων, έκανε απίστευτο κρύο. Ένιωθε να έχει μουδιάσει όλο του το σώμα. Το ανοιξιάτικο πουκάμισο που φορούσε, τον έκανε να αισθάνεται σαν να είναι γυμνός έξω, στην καρδιά του χειμώνα. Ήταν φανερό, ότι το δελτίο καιρού που είχε δει στην τηλεόραση, ήταν το δελτίο πρόγνωσης για το μέρος που ήταν τώρα. Κρύο. Χειμώνας. Μηδέν βαθμοί. Ανατρίχιασε μόλις το συνειδητοποίησε.

Ο Τζων είχε σχεδόν, βουρκώσει. Είχε τρομάξει πολύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει με τίποτα ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό το μέρος. Ίσως κάποια χώρα, κοντά στην Ρωσία ή την… Αλάσκα, που τώρα θα είχαν ακόμα χειμώνα, και μάλιστα βαρύ; Κάποια πόλη της Ασίας, ώστε να είχε τόση μεγάλη διαφορά ώρας και τέτοιο βαρύ κλίμα; Είχε απελπιστεί εντελώς. Παράτησε κάτω την βαλίτσα. Δε σκεφτόταν πια ούτε τον σταθμό των λεωφορείων, ούτε τη Σεγόβια, ούτε τη Μαδρίτη. Εδώ που ήταν, όλα αυτά δεν είχαν καμιά σημασία πλέον…

Δεν μπορούσε να φανταστεί πως μπορεί να βρέθηκε εκεί. Αν τον είχαν απαγάγει, γιατί να τον έχουν τώρα ελεύθερο και με τα λεφτά του όλα απείραχτα; Επίσης, δεν είχε τη παραμικρή γρατζουνιά. Κανένα σημάδι ότι κάποιος μπορεί να του είχε κάνει κακό. Και δεν ήξερε κανέναν απαγωγέα που θα φερόταν τόσο άψογα και… διακριτικά στο θύμα του.

Να είχε μπερδέψει τις πτήσεις; Ήταν αδύνατον. Η πτήση του ήταν απευθείας από το Λονδίνο για την Μαδρίτη. Δεν υπήρχε ενδιάμεσος σταθμός και θα ήταν απίθανο να βρεθεί αλλού, από λάθος, ακόμα κι αν τον είχε πάρει ο ύπνος στο αεροπλάνο. Τον είχε παραλύσει το γεγονός ότι δεν θυμόταν τίποτα από τη στιγμή που έφτασε στο αεροδρόμιο του Χίθροου. Δεν μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες της επιβίβασής του, άρα όντως, ήταν πιθανο να είχε ναρκωθεί και απαχθεί από κάποιους, άλλα πού ήταν αυτοί τώρα; Σε ποια δοκιμασία ήθελαν να τον υποβάλλουν; Τα ερωτήματα του σούβλιζαν το μυαλό.

Όλα ήταν απίστευτα μπερδεμένα και παράλογα. Ο Τζων κάθησε σε ένα σκαλάκι έξω από ένα στενό δρομάκι που ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο που είχε περάσει το βράδυ του και έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του. Δεν έκλαιγε. Ήταν σοκαρισμένος. Αγχωμένος και απελπισμένος. Προσπαθούσε να συνέλθει, να ηρεμήσει και να σκεφτεί καθαρά τις κινήσεις του από εδώ και πέρα.

Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του. Ευτυχώς, είχε την πρόνοια να το φορτίσει και έτσι είχε μπαταρία, τουλάχιστον για όλη την υπόλοιπη ημέρα. Μέχρι να βρει ένα μέρος να μείνει τουλάχιστον. Κοίταξε τη σύνδεση. Φυσικά δεν υπήρχε ίντερνετ καθόλου. Το πρόσωπό του πήρε μια ακόμα πιο θλιμμένη έκφραση, από πριν. Τώρα πραγματικά ήθελε να κλάψει. Δοκίμασε να πάρει τηλέφωνο την αδελφή του, καθώς είχε ακόμα καλό σήμα. Δεν έπιανε όμως καθόλου. Πολύ παράξενο, σκέφτηκε, ίσως να το έχει κλειστό. Αποφάσισε να δοκιμάσει αργότερα και ξαναέκρυψε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του.

Δεν μπορεί να είμαι πάντα τόσο άτυχος! Δεν μπορεί να μου πηγαίνουν όλα στραβα, συνέχεια! Ο Τζων σχεδόν μιλούσε φωναχτά. Ένιωθε ότι πάντα στη ζωή του ήταν άτυχος. Ότι ίσως να τον είχαν καταραστεί να βρίσκει πάντα αναποδιές σε οτιδήποτε ήθελε στη ζωή του. Ότιδήποτε επιθυμούσε πάντα στράβωνε την τελευταία στιγμή. Λες και του απαγορευόταν να είναι χαρούμενος. Και τώρα αυτό φαινόταν ξεκάθαρα. Του συνέβαινε ότι χειρότερο είχε φανταστεί στους πιο τρομακτικούς και σκοτεινούς του εφιάλτες.

Έστειλε, γρήγορα, ένα μήνυμα στην αδελφή του, γράφοντας της να τον πάρει επειγόντως τηλέφωνο, αφού ‘είχε μια αναποδιά στο ταξίδι.’ Δεν ήθελε να την τρομάξει. Θα της το έφερνε σιγά-σιγά και θα ζητούσε βοήθεια. Ίσως από την πατρίδα του να υπήρχε τρόπος να εντοπιστεί το μέρος που ήταν και να σταλθεί κάποια βοήθεια ώστε να γυρίσει σπίτι του σώος και αβλαβής. Το συντομότερο. Την ίδια εκείνη ημέρα, αν γινόταν. Παρακαλούσε μέσα του, με δάκρυα στα μάτια να γινόταν αυτό αμέσως.

Τρέμοντας από το κρύο ο Τζων, περιδιάβηκε τις άδειες οδούς της άγνωστης πόλης,ψάχνοντας για ένα κατάστημα που να πουλάει χειμωνιάτικα ρούχα. Ήλπιζε σ’ αυτή την χώρα, να δέχονταν τα ευρώ που κουβαλούσε μαζί του. Τριγυρνούσε, βλέποντας κάποιους περαστικούς, που δεν έμοιαζαν σίγουρα με ευρωπαίους, άλλα ούτε και με κάποιες από τις γνωστές φυλές ανθρώπων που ήξερε. Ήταν αρκετά λευκοι, πράγμα που δεν τον παραξένεψε, αν είχαν τόσο βαρύ χειμώνα, ακόμα και την άνοιξη. Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν ότι, σχεδόν όλοι, έμοιαζαν θλιμμένοι. Όπως και ότι δεν είχε παρατηρήσει καμία όμορφη κοπέλα ως τώρα. Μόνο χλωμά και αδυνατισμένα πρόσωπα, που έμοιαζαν κουρασμένα και αδιάφορα.

Δεν τολμούσε να σταματήσει και να ρωτήσει κανέναν. Εκείνοι τον κοιτούσαν φευγαλέα με περιέργεια, αλλά δεν έδειχναν, επίσης, καμία διάθεση να τον προσεγγίσουν.Τους έκανε εντύπωση η όψη του, κάπως ασυνήθιστη για τους κατοίκους αυτής της πόλης, όπως και το ελαφρύ του ντύσιμο εκείνο το παγωμένο χειμωνιάτικο πρωί. Ο ήλιος που είχε βγει για λίγο, δειλά στον ουρανό, τώρα πλέον είχε κρυφτεί για τα καλά πίσω από σκούρα γκρι σύννεφα. Ήταν 8 το πρωί και έμοιαζε σα να ήταν ήδη σούρουπο.

Ο Τζων είδε, επιτέλους, ένα κατάστημα που πουλούσε μπουφάν και παλτά. Ήταν χωμένο σε μια πολύ στενή οδό κατά μήκος της λεοφώρου που περπατούσε. Η επιγραφή του ήταν σε μια γλώσσα που τού ήταν άγνωστη. Το αλφάβητο δεν ήταν ούτε λατινικό, ούτε κινέζικο, ούτε αραβικό. Δεν ήξερε καν τι ήταν. Γραμμές, κύκλοι, κάτι σαν σημεία στίξης, ένα περίεργο μείγμα συμβόλων. Το μόνο που ήταν γνώριμο ήταν οι αριθμοί. Τουλάχιστον υπήρχε κάτι κοινό εδώ, σκέφτηκε.

Μπήκε στο κατάστημα. Στο βάθος του, πίσω άπο ένα μακρύ πάγκο από σκούρο καφέ ξύλο, ήταν ένας ψηλός μεσήλικας άνδρας, με χλωμό πρόσωπο. Έμοιαζε σα να του είχαν στραγγίξει όλο το αίμα από μέσα του. Είχε το ίδιο θλιμμένο πρόσωπο με τους ανθρώπους που είχε συναντήσει πριν, ο Τζων. Ο πωλητής δεν μιλούσε. Δεν χαιρέτησε καν, τον Τζων από ευγένεια, όπως κάνουν οι πωλητές όταν μπει κάποιος πελάτης στο χώρο τους. Ο Τζων δεν προβληματίστηκε από αυτό και του έδειξε ένα μακρύ καφέ παλτό, που φαινόταν αρκετά ζεστό, ένα μάλλινο μαύρο σκούφο και ένα ζευγάρι μαύρα γάντια με κομμένα τα δάχτυλά τους, όπως βόλευε τον Τζων να φοράει. Υπολόγισε γρήγορα ότι το σύνολο τους έβγαινε 212. Δεν ήξερε όμως σε ποιο νόμισμα να πληρώσει και αυτό τον ανησυχούσε. Αν τα ευρώ δεν περνούσαν εκεί, τότε την είχε πατήσει για τα καλά.

Δοκίμασε να πιάσει το πορτοφόλι του, άλλα ο άντρας του άπλωσε το χέρι. Στην άκρη του χεριού του είχε μια μικρή συσκευή, που ο Τζων θα ορκιζόταν ότι έμοιαζε με μηχάνημα που ανίχνευε δακτυλικά αποτυπώματα. Ο πωλητής, μιλώντας γρήγορα – σε μια γλώσσα που δεν κατάλαβαινε καθόλου ο Τζων - και με μία κίνηση του κεφαλιού του, του ζήτησε να ακουμπήσει το δάχτυλό του πάνω. Τι σόι σύστημα είναι αυτό; σκέφτηκε ο Τζων. Έτσι λειτουργούν; Γι’ αυτό κανείς δεν άγγιξε τα λεφτά μου; Πληρώνεις με…αποτυπώματα; Ήταν φοβερα μπερδεμένος. Ο άντρας του έκανε νόημα να βγάλει το δάχτυλο και στην οθόνη γράφτηκε ο αριθμός 212. Ο Τζων δεν μπορούσε να καταλάβει με τίποτα τον τρόπο που πλήρωνε αυτή τη στιγμή, άλλα δεν μίλησε καθόλου. Άλλωστε δεν υπήρχε περίπτωση να συννενοηθεί, όσο και να προσπαθούσε. Ο πωλητής του έδωσε τα πράγματα, βάζοντάς τα όλα μαζί σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα και ο Τζων τα φόρεσε επιτόπου, βγάζοντάς τα και  επιστρέφοντάς του τη σακούλα και έφυγε κοιτάζωντας με δέος πίσω του. Ο πωλητής δεν κουνήθηκε καθόλου.

Ο Τζων είχε συνεχώς το κινητό του στο χέρι του. Η αδελφή του δεν είχε απαντήσει ακόμα. Τώρα δεν κρύωνε τόσο, άλλα η απελπισία του τον είχε παγώσει περισσότερο και από το τη θερμοκρασία που ήταν λίγο πάνω ή κάτω από το μηδέν. Φοβόταν πολύ. Η πόλη ήταν τρομακτική. Μεγάλοι άδειοι δρόμοι, ατέλειωτες σειρές από τεράστια, ψηλά και γκρίζα κτήρια, με σκοτεινά παράθυρα, δέντρα όλα στοιχισμένα τέλεια μεταξύ τους και ελάχιστοι αμίλητοι άνθρωποι, αλλόκοτοι και τόσο απρόσωποι, τους οποίους συναντούσε που και που, μην αντέχοντας ούτε να στρέψει το βλέμμα του προς το μέρος τους.

Η σκέψη ότι τώρα θα ήταν στον δρόμο για την Σεγόβια για να χαρεί το ταξίδι του και να διασκεδάσει τέσσερις μέρες ξέγνοιαστος, μακριά από τα βάσανα, την μοναξιά του και την μίζερη ζωή του, τον είχε κάνει σμπαράλια. Ήθελε να κρυφτεί κάπου. Να μη τον δει, ποτέ ξανά άνθρωπος. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να επιστρέψει ποτέ σπίτι του. Δεν ήξερε που ήταν. Σε ποιο σημείο του πλανήτη βρισκόταν. Χωρίς ίντερνετ, χωρίς χάρτη, χωρίς καμία γλώσσα που να μπορεί να συννενοηθεί. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι δεν θα ξέμενε από χρήματα, γιατι φαινόταν ότι σ’ αυτήν την πόλη, οι κάτοικοί της είχαν άλλους τρόπους να συναλλάσονται, χωρίς χρήματα.

Αλλά τι νόημα είχε αυτό; Θα έμενε για πάντα εκεί… Αν δεν υπήρχε τρόπος να βρει κάποιον που να καταλαβαίνει αγγλικά ή ισπανικά έστω, για να συννενοηθει και να ζητήσει βοήθεια ήταν τελειωμένος. Κάποια στιγμή το κινητό θα έκλεινε από μπαταρία και αν ως τότε δεν είχε επικοινωνήσει με το σπίτι του, ήταν καταδικασμένος. Το άγχος τον έπνιγε… Σχεδόν έκλαιγε πια, περπατώντας… Σκούπιζε τα δάκρυα με τα γάντια του και κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με το παγωμένο του πρόσωπο ένιωθε ανακούφιση. Το κρύο ήταν τσουχτερό.

Κάνωντας με το χέρι του την κίνηση να βάλει το κινητό πίσω στην τσέπη του παλτού του, κατάλαβε ότι είχε αφήσει την βαλίτσα του πίσω στο κατάστημα με τα ρούχα. Δεν τον ένοιαζε όμως πια, καθόλου. Δεν τον πείραξε στο ελάχιστο. Τουλάχιστον είχε το πορτοφόλι με την ταυτότητα του πάνω του, ακόμα.

Έβγαλε ξανά το κινητό, μηχανικά και δοκίμασε να ξανακαλέσει και τους γονείς και την αδελφή του, άλλα δε το σήκωνε κανείς. Δοκίμασε να πάρει και τον φίλο του, άλλα και αυτός είχε κλειστό το κινητό, ή το δίκτυο του απλά δεν υποστήριζε τα δίκτυα αυτής της χώρας. Αυτή η σκέψη τον λύγισε. Αν έχανε και την τελευταία του ελπίδα επικοινωνίας, ήταν από τώρα νεκρός.

Ο Τζων άρχισε να κλαίει βουβά, με λυγμούς. Το άγχος και η αγωνία του τον έκαναν να ξεσπάσει. Προχωρούσε χωρίς να ξέρει που πάει. Σε λίγο, μπορεί και να σκοτείνιαζε, σκεφτόταν, αφου παρ’όλο που ήταν ακόμα πρωί, τα σύννεφα είχαν γίνει τόσο μαύρα, που έμοιαζε με νύχτα. Ακόμα και η ώρα που κοιτούσε σε διάφορα ρολόγια σε κάποια ψηλά κτήρια ήταν περασμένη, παρόλο που στο δικό του ρολόι ακόμα έδειχνε νωρίς το πρωί. Ανακουφίστηκε εν μέρει, που δεν είχε πιάσει βροχή, ούτε είχε χιονίσει, τουλάχιστον προς το παρόν. Ο Τζων, όμως, πεινούσε φοβερα. Διψούσε και ήθελε ένα μέρος να ξεκουραστεί. Να περάσει την υπόλοιπη μέρα και το βράδυ και μετά να κατάστρωνε ένα σχέδιο, την επόμενη ημέρα πια, ξεκούραστος και με καθαρότερο μυαλό, για το πώς θα κατάφερνε να ενημερώσει τους δικούς του ανθρώπους για αυτό που τον βρήκε και να σκεφτεί πιθανούς τρόπους να ξεφύγει από αυτή την περίεργη πόλη που είχε εγκλωβιστεί και να γυρίσει σπίτι του.

Συνέχισε να προχωράει, καθώς ένα νέο συναίσθημα είχε κάνει την εμφάνισή του τώρα. Ήταν περίεργος. Ήθελε να δει που θα τον βγάλει ο δρόμος, αν καταφέρει να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο της πόλης ανακαλύπτοντας έστω, κάποιο στοιχείο που θα του έδινε την δυνατότητα να αναγνωρίσει το μέρος που βρισκοταν. Σκέφτηκε να ψάξει για κάποια βρετανική ή αμερικάνικη πρεσβεία, ή έστω οποιαδήποτε πρεσβεία κάποιας γνωστής χώρας που θα μπορούσε να συννενοηθεί και να ζητήσει βοήθεια. Δεν είχε αντοχές. Η πείνα και η δίψα τον κατέβαλλαν, αλλά δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει. Περπατώντας κατά μήκος μιας διαφορετικής λεωφόρου τώρα, του έκανε εντύπωση η άψογη ρυμοτομία στην πόλη, με τις τόσο φαρδιές λεωφόρους και τα άνετα, μεγάλα πεζοδρόμια. Σκέφτηκε ότι, λογικά, ήταν στην πρωτεύουσα της παράξενης χώρας που είχε βρεθεί, άλλα του φάνηκε εντυπωσιακά αραιοκατοικημένη για μεγαλούπολη.

Ο ουρανος σκοτείνιαζε πολύ γρήγορα. Αισθανόταν, σαν οι ώρες σ’ αυτή την πόλη να κρατούσαν όσο τα λεπτά. Υπολόγιζε, ότι με το ρυθμό αυτό σε ένα-δυο ώρες το πολύ, θα ήταν νύχτα. Εκτός αν εκείνος είχε πλέον, χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου.

Ζαλισμένος από τη προσπάθεια να κοιτάει δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας κάποια πρεσβεία, ή ένα μέρος να αγοράσει κάτι να φάει και να πιει, κάθησε πάλι σε ένα παγκάκι από τα πολλά που υπήρχαν σε ένα κοντινό πάρκο. Δεν ήξερε προς τα πού είχε κατευθυνθεί και του φαινόταν πια ανέφικτο να βρει το δρόμο του γυρισμού για το χόστελ που είχε περάσει την προηγούμενη ημέρα, ώστε να προσπαθούσε να μείνει και το βράδυ που ερχόταν, εκεί.

Υπήρχαν αρκετά αυτοκίνητα που κινούνταν με χαμηλή ταχύτητα. Ήταν παλιά. Στον Τζων, σίγουρα δεν θύμιζε το Λονδίνο με τα πανάκριβα και μοντέρνα αμάξια. Του έμοιαζε όλο και περισσότερο με κάποια μεγάλη πόλη της Άπω Ανατολής. Μόνο που οι κάτοικοι της, ήταν διαφορετικοί. Ήταν τόσο παράξενοι.

Καθισμένος στο παγκάκι, αποκαμωμένος και εξαντλημένος, έκανε ένα τελευταίο τηλεφώνημα στο σπίτι του. Τώρα το τηλέφωνο του ακουγόνταν εντελώς νεκρό. Δεν άκουγε πια όυτε τον παραμικρό τόνο, στο ακουστικό του. Δεν είχε λάβει ακόμα μήνυμα και η μπαταρία είχε αρχίσει να εξασθενεί. Έπρεπε, επειγόντως να βρει μέρος να περάσει την υπόλοιπη μέρα του, ώστε αύριο να κάνει τα πάντα για να βρει μια άκρη και να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του. Σηκώθηκε και προσπάθησε να περπατήσει όσο άντεχε μέχρι να βρει κάποιο ξενοδοχείο.

Είχε αρχίσει να ζεσταίνεται, παρά τον άσχημο καιρό. Το άγχος και η απόγνωση του τον έκαιγαν. Το κεφάλι του πονούσε πολύ και είχε αρχίσει να έχει δύσπνοια. Λίγο πριν καταρρεύσει, ζαλισμένος από μια κυκλική πλάτεία που την γύρισε, τρεις τουλάχιστον φορές, μπερδεμένος και αποπροσανατολισμένος, είδε επιτέλους την πρώτη αγγλική πινακίδα σ’ αυτή την αχανή πόλη. Η μαγική λέξη ‘Hotel’ του φάνηκε σαν η πιο γλυκειά λέξη που είχε ποτέ διαβάσει στην ζωή του. Ήταν ένα κλασσικό ψηλό και παλιό κτήριο με τρεις ορόφους από δωμάτια.

Ο Τζων, μπήκε τρέχοντας, μέσα και βλέποντας μια κοντόσωμη νεαρή κοπέλα με ξανθά μαλλιά, πιασμένα σ’ ένα σφιχτό και αυστηρό κώτσο, χλωμό και θλιμμένο πρόσωπο και ολόλευκη στολή που στεκόταν πίσω από ένα γραφείο, έκανε ασυναίσθητα την κίνηση να βγάλει το πορτοφόλι του. Την ίδια στιγμή όμως, θυμήθηκε τον πωλητή και το κατάστημα ρούχων και άπλωσε το χέρι του προς την κοπέλα. Εκείνη, ψύχραιμα του έδωσε το μικρό μηχάνημα με το σκάνερ και ο Τζων ακούμπησε πάνω το δάχτυλό του. Πριν εμφανιστεί η τιμή στην μικρή οθόνη, η κοπέλα τον ρώτησε πόσες νύχτες θα έμενε στο ξενοδοχείο. Μιλούσε άθλια αγγλικά, αλλά ήταν ο πρώτος άνθρωπος που το έκανε, και στον Τζων, η φωνή της του φάνηκε σαν μελωδία στα αυτιά του.

Ήθελε να είναι αισιόδοξος και να της πει μόνο μία, άλλα είχε χάσει πια το θάρρος του και προτίμησε για σιγουριά να της δείξει δύο δάχτυλα. Τουλάχιστον να είχε εξασφαλισμένη μια ακόμα διανυκτεύρευση αν… κάτι πήγαινε στραβά, σκέφτηκε. Η κοπέλα τράβηξε το μηχάνημα που έδειξε τον αριθμό 85, το κόστος για δύο διανυκτερεύσεις δηλαδή, και του έδωσε μία κάρτα που χρησίμευε για να ανοίξει τη πόρτα του δωμάτιου. Ο Τζων την πήρε βιαστικά, άλλα κατευθύνθηκε προς το εστιατόριο του ξενοδοχείου, για να γεμίσει το άδειο του στομάχι με οτιδήποτε έβρισκε. Αργότερα θα είχε ένα ολόκληρο απόγευμα και μια ολόκληρη νύχτα για να σκεφτεί, στο δωμάτιό του, τι θα κάνει για να βγει από τον λαβύρινθο στον οποίο είχε χαθεί.

 

 

 

 

 

 

ΠΕΜΠΤΗ

 

Ο ύπνος του Τζων, ήταν βαθύς και ταραγμένος. Αυτή την φορά, σε αντίθεση με το προηγούμενο βράδυ, ξύπνησε έχοντας πλήρη συνείδηση του που βρισκόταν. Αυτό τον έκανε να αναστενάξει θλιμμένα. Βαθειά μέσα του, ήλπιζε και εκείνο το βράδυ πριν πέσει για ύπνο, ότι θα ξυπνούσε από τον εφιάλτη. Δεν υπήρχε όμως, κανένας εφιάλτης. Το συνειδητοποιούσε οριστικά πια, ανοίγοντας τα μάτια του και κοιτάζοντας την ημερομηνία στο μικρό καντράν από το ηλεκτρονικό του ρολόι. Πέμπτη 2 Μαίου 2013.

Το δωμάτιο σ’ αυτό το ξενοδοχείο, ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε περάσει την πρώτη του νύχτα σ’ αυτήν την άγνωστη πόλη. Η διακόσμηση ήταν το ίδιο λιτή. Αυτή τη φορά δεν τόλμησε να ανοίξει την τηλεόραση. Δεν του χρειαζόταν πλέον. Σηκώθηκε για να κάνει το καθιερωμένο του πρωινό ντους, σκεφτόμενος ότι η μέρα που ξημέρωσε, ήταν η πλέον σημαντική. Σήμερα θα έβρισκε τρόπο να φύγει, πάση θυσία. Έριξε μια γρήγορη ματία στο κινητό του, άλλα ήταν πάλι άδειο από μηνύματα ή κλήσεις. Κατάλαβε ότι δεν υπήρχε σύνδεση στο ίντερνετ πουθενά στην πόλη και έτσι φαινόταν να χάνει το μεγαλύτερο όπλο του στη μάχη με το κακό που τον είχε βρει.

Ψυχραιμιά… Ψυχραιμία.. Σήμερα θα λυθούν όλα. Σήμερα θα τελειώνουμε μια και καλή μ’ αυτό το παραμύθι, μονολογούσε στον εαυτό του προσπαθώντας να τον καλμάρει και να του δώσει την απαιτούμενη δύναμη για να παλέψει. Τουλάχιστον, είχε χορτάσει, μετά το απλό, άλλα γευστικό γεύμα που είχε φάει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Πρέπει να ήταν κάτι σαν ζυμαρικά, αν και δεν τον ενδιέφερε και τόσο. Έφαγε πολύ, ήπιε... λίτρα νερό, για να ικανοποιήσει την δίψα του και τώρα ένιωθε πολύ πιο δυνατός σωματικά. Ψυχικά δεν μπορούσε να πει το ίδιο. Τον έτρωγε το άγχος και η αγωνία να βρει ένα τρόπο να ξεμπερδέψει από αυτό το χάος.

Τη ώρα που έκανε μπάνιο, προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη το σχέδιο στο μυαλό του. Το νερό που έπεφτε ζεστό, στο πρόσωπό του καθάριζε τις σκέψεις του. Πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει σήμερα, ήταν χωρίς αμφιβολία να βρει μια πρεσβεία. Εφόσον δεν υπήρχε ίντερνετ, ούτε δυνατότητα επικοινωνίας με τηλέφωνο, ώστε να ζητήσει βοήθεια, η μόνη εφικτή λύση φάνταζε αυτή.

Προσπαθώντας και πάλι να βρει κάποια ελάχιστα θετικά στοιχεία στο δράμα που βίωνε, σκέφτηκε ότι όπως και να είχε το πράγμα, αν όλα είχαν πάει κανονικά, όπως τα σχεδίαζε,  Σάββατο βράδυ θα έπρεπε να πετάει από την Μαδρίτη για το Λονδίνο. Άρα αν την Κυριακή δεν είχε εμφανίσει κανένα σημάδι ζωής, θα άρχιζαν να τον αναζητούν οι γονείς του και η αδελφή του. Κατόπιν ο κολλητός του φίλος και μετά, την Δευτέρα, το αφεντικό και οι συνάδελφοί του στη δουλειά. Ο Τζων δούλευε σε μία τράπεζα στα προάστια του Λονδίνου, όπου και η παραμικρή απουσία από τη δουλειά, έπρεπε να αναφερθεί αμέσως στον διευθυντή. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν, να μην καταλάβει κανείς ότι κάτι κακό του είχε συμβεί και δεν είχε εμφανιστεί στο γραφείο.

Η , κάπως, ανακουφιστική αυτή σκέψη τον χαλάρωσε για λίγα δευτερόλεπτα. Ό,τι και να πήγαινε στραβά, ακόμα παραπάνω απ’ ότι του είχαν πάει όλα ως τώρα, σε τρεις - το πολύ -ημέρες από σήμερα, θα άρχιζαν να τον αναζητούν. Όμως τρεις ημέρες ακόμα στην πόλη, έμοιαζαν με μία ολόκληρη ζωή για τον Τζων.

Άρχιζε να προσαρμόζεται με την τοπική ώρα, γυρνώντας το ρολόι του για να δείχνει τώρα 2 το μεσημέρι. Αν μετράνε έτσι τον χρόνο εδώ, σκέφτηκε… Ντύθηκε με τα ίδια ρούχα πάλι, μιας και πλέον δεν υπήρχε βαλίτσα, αν και το μόνο που δεν απασχολούσε τον Τζων αυτή τη στιγμή, ήταν η εμφάνισή του. Ετοιμάστηκε πολύ γρήγορα και κατέβηκε τα σκαλιά για να πάει στο εστιατόριο ξανά, να φάει ότι είχε μείνει από το πρωινό και αρχίσει αμέσως την αναζήτηση πρεσβείας. Προς μεγάλη του απογοήτευση, η σάλα του εστιατορίου είχε κλείσει. Αποφάσισε να ψάξει να βρει κάτι έξω, κατά τη διάρκεια της αναζήτησής του. Το μόνο που ήθελε, ήταν απλά να βρει έναν χάρτη αυτής της πόλης.

Στο άκουσμα της λέξης ‘map’ η κοπέλα στο γραφείο της ρεσεψιόν, αδιαφόρησε, κουνώντας απρόθυμα το κεφάλι της. Ο Τζων της έκανε με μια κίνηση των χεριών του το σχήμα ενός χάρτη, μήπως και δεν καταλάβαινε τη λέξη, άλλα η κοπέλα επέμεινε να κουνάει απρόθυμα το κεφάλι της δεξιά-αριστερά. Απογοητευμένος και πάλι, ο Τζων βγήκε από το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχε έρθει την προηγούμενη ημέρα,ανακαλύπτωντας την πινακίδα του ξενοδοχείου. Αποφάσισε να κατευθύνεται μόνο σε μεγάλες οδούς και λεωφόρους για να αποφύγει να χαθεί σε μικρά δρομάκια, άλλα και γιατί φανταζόταν ότι, τόσο σημαντικά κτήρια, όπως μια πρεσβεία κράτους, λογικά, θα ήταν σε κεντρικό σημείο μιας μεγάλης πόλης.

Δύο ώρες μετά, η κούραση και το άγχος τον είχαν πνίξει. Δεν είχε βρει τίποτα. Παντού μια επανάληψη όσων είχε δει την προηγούμενη ημέρα. Τεράστια κτήρια, αχανείς δρόμοι, άνθρωποι που περπατούσαν αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω τους, αμάξια που κινούνταν σιγά, ξενοδοχεία, κάποια εστιατόρια, καταστήματα που πουλούσαν ρούχα ή τρόφιμα, ενώ του φάνηκε ότι είδε και κάποιο σχολείο. Πουθενά όμως δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη, κάποιου κτηρίου που θα μπορούσε είναι πρεσβεία. Δεν υπήρχαν πουθενά σημαίες χωρών, προφανώς δεν υπήρχε σημαία ουτέ της χώρας που βρισκόταν.

Άρχισε να σαστίζει. Νόμιζε ότι θα τρελαθεί. Ήθελε να εγκαταλείψει τα πάντα και να γυρίσει στο ξενοδοχείο να πέσει στο κρεβάτι και να μην ξανασηκωθεί ποτέ. Να περιμένει την τελευταία του ελπιδα. Την Κυριακή.

Είχε σημαδέψει με το μάτι, κάποια σημεία, κατά τη διάρκεια της διαδρομής του, άλλα τώρα δεν του έμοιαζαν όπως πριν. Άρχισε να φοβάται την ιδέα, ότι δεν θα έβρισκε, ξανά, τον δρόμο για το ξενοδοχείο και μάλλον θα έπρεπε να αναζητήσει ένα άλλο. Το μυαλό του στέρευε από σχέδια και αφού, η ιδέα της πρεσβείας είχε αποδειχτεί φρούδα ελπίδα, θα έπρεπε να βρει μια άλλη εναλλακτική λύση άμεσα. Όσο και να ήθελε, όμως, να παραδωθεί στη μοίρα του και να περιμένει να τον αναζητήσουν, δεν ήταν δυνατόν να καθίσει άπραγος τρεις ημέρες. Κατευθύνθηκε λοιπόν στην αναζήτηση άλλου ξενοδοχείου, υπήρχαν αρκετά άλλωστε, όπως είχε καταλάβει. Όσο για τα λεφτά, δηλαδή τους κωδικούς που ‘πλήρωνε’ με τα δακτυλικά του απότυπώματα, σκέφτηκε ότι δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα στο να ξεμείνει. Αυτό το σύστημα του φαινόταν το μόνο καλό σ’ αυτό το αλλόκοτο μέρος.

Στρίβοντας ο Τζων, από μια οδό με περισσότερο κόσμο από τις άλλες, το βλέμμα του έπεσε σε μια γυάλινη βιτρίνα που έγραφε κάποια ακατανόητα σύμβολα και είχε την εικόνα ενός φλιτζανιού με καφέ. Μάλλον θα ήταν κάποιο καφέ σκέφτηκε και αποφάσισε να ξεκουραστεί λίγο πίνωντας κάτι και βρίσκοντας και κάτι να φάει. Καθώς μπήκε και κατευθύνθηκε προς το μεγάλο μπαρ για να παραγγείλει τον καφέ του, ένιωσε να τον ακουμπάει κάτι στον ώμο του.

Τινάχτηκε και γύρισε απότομα να δεί ποιος τον άγγιζε πίσω από την πλάτη του. Ήταν ένας άνδρας.

«Σσσς! Μην πεις τίποτα, απλά άκου με…» του είπε σε άψογα αγγλικά ο μεσήλικας, φαλακρός άνδρας που στεκόταν τώρα μπροστά του και του μισόκλεινε συνομωτικά το μάτι.

«Να… πω τι; Ποιος είσαι;» Ρώτησε ο Τζων με ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη.

«Σου είπα, μη μιλάς. Έλα. Έλα μαζί μου απέναντι που είναι το δωμάτιό μου. Έλα, πάμε!»

Ο άντρας ακουγόταν ανένδοτος. Ο Τζων δεν είχε άλλη επίλογή. Είχε συναντήσει τον πρώτο άνθρωπο που σίγουρα δεν ήταν ντόπιος, μιλούσε αγγλικά και, για πρώτη φορά μετά από δύο ημέρες εκεί, μια μικρή αχτίδα ελπίδας άστραψε μέσα του.

Ακολούθησε τον άνδρα, περνώντας μαζί του από την διάβαση και μπαίνοντας στο κτήριο απέναντι από το καφέ, που παρατήρησε, ότι ήταν ξενοδοχείο. Μπαίνοντας στην ρεσεψιόν, ο μεσήλικας, ψιθύρισε κάτι στον υπάλληλο, προφανώς στην αλλόκοτη γλώσσα του και του προέτεινε το χέρι του. Ο υπάλληλος ακούμπησε το μηχάνημα κάτω από το δάχτυλό του και τον ευχαρίστησε δίνοντάς του μια κάρτα. Ο Τζων κατάλαβε ότι ο άγνωστος άνδρας πλήρωνε για εκείνον. Μόλις του είχε κλείσει δωμάτιο, μάλλον για εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο του. Οι προθέσεις του φαινόταν πολύ σοβαρές. Ο Τζων ευχήθηκε μέσα του, να είχε βρει τον άνθρωπο που ζητούσε. Την ευκαιρία που έψαχνε για να βρει μια λύση σ’ αυτό το χάος.

«Σου νοίκιασα δωμάτιο γι’ απόψε το βράδυ, είναι δίπλα ακριβώς από το δικό μου. Θα πας αργότερα, τώρα θα ήθελα να έρθεις στο δωμάτιό μου να μιλήσουμε», του είπε ο άνδρας και ο Τζων απλά έγνεφε ότι συμφωνούσε.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο, του άνδρα, στον Τζων φάνηκε σαν να έμενε εκεί για πολύ καιρό. Σαν να ήταν το μόνιμο σπίτι του. Δεν τόλμησε να τον ρωτήσει λεπτομέρειες, απλά κάθησε στην μια πολυθρόνα από τις δύο που υπήρχαν και περίμενε με ανυπομονησία να δει που θα καταλήξει όλο αυτό το παράλογο σκηνικό.

«Είμαι ο Γκρεγκ. Είμαι Καναδός. Δηλαδή για την ακρίβεια, ήμουν ο Γκρεγκ και ήμουν Καναδός», είπε ο άνδρας δίνοντας στον Τζων ένα ποτήρι με ουίσκι, και κρατώντας ένα δεύτερο στο άλλο του χέρι για εκείνον.

«Τζων…» ψέλλισε εκείνος μουδιασμένα.

«Από πού είσαι Τζων;» ρώτησε ο Γκρεγκ με ειλικρινή περιέργεια. «Από Αγγλία…» απάντησε φοβισμένα ο Τζων… «Γιατί είπες ότι... ήσουν Καναδός; Τι έννοεις;» ο Τζων είχε μπερδευτει και ήταν, ξανά, πολύ αγχωμένος.

«Την πάτησες κι εσύ, έτσι; Για πες μου Τζων, ήρθες τώρα εδώ, στην Πόλη, ε; Ταξίδευες;» ρώτησε ήρεμα ο Γκρεγκ. «Ναι, ταξίδευα… Πώς το ξέρεις; Έπαθες κι εσύ το ίδιο; Μπέρδεψες την πτήση,σε πήρε ο ύπνος, σε… απήγαγαν και σε έφεραν εδώ, σ’ αυτό το ελεεινό μέρος; Πες μου σε παρακαλώ! Πες μου!» ο Τζων ήταν σε παραλήρημα και ο Γκρεγκ έσκυψε κοντά του και του άγγιξε τον ώμο απαλά για να τον ηρεμήσει.

«Ακου Τζων…  Όχι δεν έγινε τίποτα από αυτά. Ήσουν κι εσύ άτυχος…»

«Άτυχος; Δηλαδή; Πες μου. Πες μου Γκρεγκ, ακριβώς ό,τι ξέρεις. Τα πάντα. Βοήθα με να φύγω. Θα σε πάρω μαζί μου. Μπορούμε να φύγουμε μαζί, άλλωστε σε λιγες μέρες θα με αναζητούν…» ο Τζων ακούμπησε τον Γκρεγκ και παρόλο που φορούσε γάντια, οι γυμνές άκρες των δάχτυλων των χεριών του ήταν παγωμένες σαν κρύσταλλο. Ο Τζων ήταν παγωμένος και σοκαρισμένος. Ο Γκρεγκ ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τον ηρεμήσει, κάνωντάς του νεύμα, με το δάχτυλο του, να μην μιλάει δυνατά.

«Τζων… Ας μην φωνάζουμε, ίσως μας ακούνε. Για μένα δεν έχει και πολύ νόημα πια, άλλα για σένα… Λοιπόν, ηρέμησε να σου πω ότι ακριβώς ξέρω, γιατί πρέπει να τα γνωρίζεις. Τώρα που θα είσαι εδώ…» ο Γκρεγκ ήταν ήρεμος. «Θα είμαι; Όχι, δεν θα είμαι! Γκρεγκ…» ο Τζων έτρεμε… ήπιε το ουίσκι του με μια μόνο ρουφηξιά και ζήτησε άλλο ένα από τον Γκρεγκ. Εκείνος σηκώθηκε να τον σερβίρει και άρχισε να μιλαέι σιγά, σχεδόν ψιθυριστά…

«Τζων φίλε μου… Άκου με… Τώρα θέλω να με ακούσεις, γιατί αυτά που θα σου πω θα σου λύσουν όποια απορία έχεις για την κατάσταση που βιώνεις εδώ. Δεν θέλω να με διακόψεις. Δεν θέλω να φωνάζεις και πρέπει να είσαι ήρεμος και να δώσεις προσοχή.»

Ο Τζων άκουγε ανέκφραστος, παιζοντας νευρικά με το ποτήρι του. Ο Γκρεγκ συνέχισε με τον ίδιο τόνο στη φωνή του.

«Δεν έγινε κανένα λάθος στο ταξίδι σου. Θα σου εξηγήσω ακριβώς τι έγινε… Πες μου πρώτα, η ζωή σου πως ήταν στην Αγγλία; Ήσουν ευτυχισμένος; Είχες οικογένεια, παιδια; Φίλη;»

Ο Τζων προσπάθησε να αρθρώσει κάποιες λέξεις για να απαντήσει στον Γκρεγκ. «Η ζωή μου; Η ζωή μου ήταν βαρετή. Μίζερη μάλλον. Δεν έχω οικογένεια, ούτε φίλη. Με την φίλη μου έχουμε χωρίσει μήνες τώρα. Είμαι μόνος μου από τότε. Μένω μόνος μου στο Λονδίνο. Καμιά φορά έρχεται να με επισκευθεί η αδελφή μου και έχω κι έναν πολύ καλό φίλο που βλεπόμαστε σπάνια, γιατί πριν λίγο καιρό παντρεύτηκε και έχει υποχρεώσεις…»

«Συνέχισε…» ο Γκρεγκ έβαλε κι άλλο ποτήρι με ουίσκι για τον εαυτό του και κάθησε στην πολυθρόνα ακούγοντας τον Τζων με πολλή προσοχή.

«Ζω μια βαρετή ζωή… Το μόνο που θα άλλαζε την ρουτίνα μου, ήταν ένα ταξίδι στην Ισπανία που είχα προγραμματίσει. Έχω πάει κι άλλες φορές στην Ισπανία, μ’ αρέσει να μιλάω ισπανικά. Την Τρίτη, δηλαδή χτές, πέταγα από Λονδίνο για την Μαδρίτη. Όμως…»

«Όμως δεν θυμάσαι τίποτα, έτσι; Ξύπνησες εδώ…» ο Γκρεγκ κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, σαν να είχε ακούσει την ίδια ιστορία κι άλλες φορές στο παρελθόν.

«Ναι… Πώς; Πώς… το ξέρεις;» ο Τζων ένιωθε να τα έχει χαμένα εντελώς. Ο Γκρεγκ σοβάρεψε πολύ και άρχισε να μιλάει κάπως δυνατότερα.

«Λοιπόν άκου… Αυτό εδώ το μέρος δεν είναι κάποια χώρα. Είναι μια μεγάλη πόλη, δεν ξέρω πως λέγεται, και εμείς απλά την λέμε ‘Πόλη’. Δεν ανήκει σε κάποια χώρα, δεν έχει καν σημαία, ούτε ξέρω ποιος κυβερνάει. Ξέρω όμως πως…αναπτύσσεται ο πληθυσμός της.» ο Τζων τον άκουγε αμίλητος…ο Γκρεγκ συνέχισε. «Αυτό που συνέβη στο ταξίδι σου, στο αεροπλάνο, συνέβη και σε εμένα πριν πέντε χρόνια, σχεδόν»

«Πε… Πέντε;» η φωνή του Τζων έβγαινε με το ζόρι. «Ναι, πέντε χρόνια. Είμαι εδώ πέντε χρόνια, αν δεν έχω υπολογίσει λάθος. Ήμουν κι εγώ μόνος μου, πίσω στη πατρίδα. Ήμουν περίπου 40 χρονών, εργένης και απογοητευμένος από την ζωή μου. Δούλευα σε μια μάντρα που πουλούσε αγροτικά αυτοκίνητα στο Βανκούβερ. Είχα χωρίσει από την γυναίκα μου δύο χρόνια πριν μου συμβεί το περιστατικό αυτό. Ζούσα μόνος μου και η μόνη μου απασχόληση ήταν η δουλειά μου. Ένα πρωί, έλαβα μια κάρτα από την πρώην μου γυναίκα που με καλούσε στον γάμο της… Κατάλαβες; Στον γάμο της.» ο Γκρεγκ είχε ταραχτεί κι αυτός τώρα. Σηκώθηκε να βάλει κι άλλο ποτό και ο Τζων του έκανε νόημα να βάλει και σ’ εκείνον.

«Έλεγα λοιπόν, ότι παρόλο που μισούσα κάθε τι που αφορούσε την πρώην μου γυναίκα και τον ηλίθιο άντρα που θα παντρευόταν, αγαπούσα όσο τίποτα στον κόσμο την κορούλα μου. Ήταν πέντε. Τώρα θα έιναι δέκα, ποιος ξέρει που… Τέλος πάντων, η μόνη μου ευκαιρία να την δω ήταν να αποδεχτώ τη πρόσκληση και να ταξιδέψω, ως το Λος Άντζελες, γιατι έκεί έμενε πλέον η Τζουντ, στην βίλα του πλούσιου καθηκιού που παντρεύτηκε…» Ο Γκρεγκ, έδωσε το ποτήρι στον Τζων, είπιε μια γουλιά από το ουίσκι του και συνέχισε. Ο Τζων άκουγε χωρίς να μιλάει…

«Έκλεισα λοιπόν εισιτήρια, πήρα το αεροπλάνο από το Βανκούβερ, ένα Σάββατο πρωί ήταν, γύρω στο 2008. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να ξυπνάω, μετά από πολύ ύπνο σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο.»

«Όπως...»

«Ναι, όπως εσύ! Ήμουν χαμένος… Για δύο ολόκληρες μέρες προσπαθούσα να βρω που είμαι. Τα είχα χαμένα. Όπως εσύ. Έψαχνα, άλλα δεν έβρισκα κανέναν να μιλάει αγγλικά. Ούτε καν μια άλλη γνωστή μου, γλώσσα. Ήταν όλοι ξένοι. Το μέρος ήταν άγνωστο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο σε όλη μου τη ζωή. Απογοητευμένος προσπαθούσα κάθε μέρα να επικοινωνήσω με κάποιον δικό μου άνθρωπο στον Καναδά, άλλα δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ, ούτε λειτουργούσε το κινητό μου. Την τρίτη ή τέταρτη ημέρα, αν θυμάμαι καλά, άνοιξαν την πόρτα του δωματίου μου και μπήκαν μέσα τρεις μεγαλόσωμοι άνδρες που έμοιαζαν με στρατιώτες. Με πήραν με την βία και με οδήγησαν σε ένα γραφείο, σε ένα κτήριο, στον 9ο όροφό του, όπου έμοιαζε με έδρα κάποιου πολιτικού. Ίσως είναι ο ηγέτης της Πόλης, ο κυβερνήτης της, αυτό δεν το έμαθα ποτέ. Αυτός ο άνδρας, μιλούσε άψογα αγγλικά και τότε, μου εξήγησε ότι ήμουν φυλακισμένος! Ήμουν κρατούμενος της κυβέρνησης και από εκείνη την στιγμή στερούμουν κάθε δικαιώματός μου. Θα ζούσα στο ξενοδοχείο, μη έχοντας δυνατότητα να φύγω από την Πόλη, θα δούλευα για το κράτος, κάνοντας ότι μου ανέθεταν αυτοί, και το κράτος θα φρόντιζε να μου βρει κάποια σύζυγο, μετά από πέντε χρόνια, ώστε να μπορέσω να κάνω οικογένεια. Αυτή θα ήταν η ζωή μου, μέχρι να θεωρηθώ, αρκετά ηλικιωμένος και άχρηστος πλέον για το κράτος, και να εκτελεστώ, για να μην είμαι βάρος…»

«Τι ειπες;» ο Τζων που άκουγε τόση ώρα αποσβολωμένος, κατέρρευσε. Το ποτήρι με το ουίσκι, έπεσε από τα χέρια του και λέρωσε την μοκέτα του δωματίου. ‘Εκανε μια απότομη κίνηση να σηκωθεί και να πάει στην τουαλέτα, άλλα δεν πρόλαβε και έκανε εμετό πάνω του. Ο Γκρεγκ σηκώθηκε και τον κράτησε πριν λιποθυμήσει. Τον πήγε στην τουαλέτα και τον έβρεξε μέχρι να συνέλθει, μετά του έδωσε μια πετσέτα και προσπαθησε να καθαρίσει ότι μπορούσε από το χαλί.

«Τζων… Σε παρακαλώ ηρέμησε. Σου είπα ότι πρέπει να τα μάθεις όλα. Τζων θα φυλακιστείς κι εσύ. Ίσως αύριο ή μεθάυριο. Δεν υπάρχει γυρισμός, από την Πόλη. Κάθησε κάτω και άσε με να σου πω ότι ξέρω. Είναι υποχρέωση μου να σε ενημερώσω...»

Ο Τζων ακούμπησε το κεφάλι του στην πλάτη της πολυθρόνας, παραδωμένος και κοιτούσε τον Γκρεγκ με δέος. Ο Γκρεγκ συνέχισε.

«Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι ή ότι τελος πάντων είναι, παρακολουθούν τον κόσμο. Προφανώς μέσω ίντερνετ ή με κάποια άλλη τεχνολογία. Μία ή δύο φορές τον χρόνο επιλέγουν κάποια άτομα. Δύο ή τρία το πολύ, τα οποία έχουν ελέγξει προσεκτικά για πολύ καιρό – ίσως και για χρόνια - και όταν διαπιστώσουν ότι δεν έχουν οικογένεια, δεσμό ή πολλούς φίλους και η ζωή τους είναι κενή και βαρετή ή οι ίδιοι, είναι απογοητευμένοι και πικραμένοι, τότε τους προσελκύουν με ένα ταξίδι και έτσι γίνεται η δουλειά τους.»

«Τι έννοεις…;»

«Πες μου Τζων, το ταξίδι για την Ισπανία, σίγουρα ήταν κάποια διαφημιστική προσφορα, έτσι;» «Ναι..» ο Τζων πάγωσε. «Ναι, για να είμαι ειλικρινής δεν θα πήγαινα τώρα ταξίδι, άλλα τον Αυγουστο. Όμως ψάχνοντας, έλαβα ένα διαφημιστικό email, που μου χάριζε κάποιο κουπόνι προσφοράς, μειωμένης τιμής έως και 40% αν ταξίδευα σε κάποιον προορισμό στην Ευρώπη, έως τις 15 Μαίου… Θεε μου…» ο Τζων ένιωθε τα πόδια του να έχουν κοπεί. «Αυτό ακριβώς σου λέω φιλαράκο… Και σε μένα στάλθηκε η κάρτα που με προσκαλούσε στον γάμο της πρώην συζύγου μου. Ήξερα ότι έβγαινε με αυτόν τον βλάκα, άλλα δεν είχα ακούσει τίποτα για γάμο. Σκέφτηκα ότι το έκαναν αυθόρμητα…»

«Ώστε…»

«Ναι, είναι κόλπο, ώστε να σε ανεβάσουν στο αεροπλάνο. Εκεί προφανώς, σου ρίχνουν κάποια ουσία στο γεύμα και σε κοιμίζουν για ώρες. Στους υπόλοιπους επιβάτες φάινεται σαν να πήρες εσύ υπνωτικό για την πτήση, κι έτσι αυτοί, αφού προσγειωθεί το αεροπλάνο στον κανονικό του προορισμό, με την πρόφαση ότι θα σε πάνε για εξετάσεις στο νοσοκομείο, σε βάζουν στο δικό τους αεροπλάνο και προσγειώνεσαι εδώ. Στην Πόλη. Σε βάζουν σε ένα ξενοδοχείο, σε κρατάνε τρεις ή τέσσερις μέρες, μέχρι να τα χάσεις και να απελπιστείς τελείως και μετά σε συλλαμβάνουν.

Ο σκοπός τους είναι να κατοικείται αυτή η πόλη, από ανθρώπους που στη ζωή τους δεν είχαν, ουτε δική τους οικογένεια, ούτε παιδιά, ήταν μόνοι τους και τώρα μένουν εδώ, δουλεύουν για το κράτος, ζούνε σε ξενοδοχείο, πέντε χρόνια μετά τους κάνουν ένα γάμο και τους αναγκάζουν να αποκτήσουν παιδιά και ζουν έτσι, μέχρι να γεράσουν ή να είναι ανήμποροι να δουλέψουν. Τότε κάνουν το πιο φρικτό πράγμα…»

«Σε… σκοτώνουν;» ο Τζων έτρεμε. Το πρόσωπό του, συσπώταν.

 «Ναι, σε εκτελούν με κάποιο φάρμακο που σου περνάνε ενδοφλέβια στον ύπνο σου. Δεν θέλουν ανθρώπους που δεν μπορούν να τους είναι πια χρήσιμοι…» ο Γκρεγκ είχε ένα εντελώς κενό και απαθές βλέμμα, λέγοντάς τις τελευταίες λέξεις.

«Πρέπει να φύγουμε από εδώ! Πρέπει να φύγουμε τώρα Γκρεγκ! Σε παρακαλώ μ’ ακους τι σου λέω;» Ο Τζων φώναζε, είχε πάθει υστερία. Ο Γκρεγκ με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε και του έκλεισε σφιχτά το στόμα με το χέρι του, ένω με το άλλο του χέρι έκανε μια λαβή στο χέρι του Τζων που τον πόνεσε πολύ. Ο Τζων μούγκρισε από πόνο.

«Σσςς… να σε πάρει. Μη ξαναφωνάξεις! Δε θέλω να εκτελεστώ από τώρα, πριν καν παντρευτώ τη γυναίκα μου. Διάολε… Τζων, σύνελθε και άκουσε με… Θα συλληφθείς Τζων. Δέξου το ψύχραιμα και δες πως θα καταφέρεις να ζήσεις την ζωή σου καλά, εδώ. Κάθησε κάτω αναθεματισμένε και άφησέ με να τελειώσω. Μετά φύγε και κάνε ό,τι θέλεις!»

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

UPDATE

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΟΛΥ ΘΑ ΜΟΥ ΚΑΝΑΤΕ ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΜΗ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗΝ -ΕΩΣ ΤΩΡΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ- ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΑΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΣΧΟΛΙΑ... ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ...ΜΠΙΝΕΛΙΚΩΣΕΤΕ ΘΑ ΤΟ ΕΚΛΑΒΩ ΩΣ ΧΡΗΣΙΜΗ ΚΡΙΤΙΚΗ!

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ :)

 

(δυστυχως δε ξερω πως μπορω να αντικαταστησω το word που εχω ανεβασει με το νεο ανανεωμενο που εχω προσθεσει και αλλα...)

 

 

 

 

ΠΕΜΠΤΗ

 

Ο ύπνος του Τζων, ήταν βαθύς και ταραγμένος. Αυτή την φορά, σε αντίθεση με το προηγούμενο βράδυ, ξύπνησε έχοντας πλήρη συνείδηση του που βρισκόταν. Αυτό τον έκανε να αναστενάξει θλιμμένα. Βαθειά μέσα του, ήλπιζε και εκείνο το βράδυ πριν πέσει για ύπνο, ότι θα ξυπνούσε από τον εφιάλτη. Δεν υπήρχε όμως, κανένας εφιάλτης. Το συνειδητοποιούσε οριστικά πια, ανοίγοντας τα μάτια του και κοιτάζοντας την ημερομηνία στο μικρό καντράν από το ηλεκτρονικό του ρολόι. Πέμπτη 2 Μαίου 2013.

Το δωμάτιο σ’ αυτό το ξενοδοχείο, ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε περάσει την πρώτη του νύχτα σ’ αυτήν την άγνωστη πόλη. Η διακόσμηση ήταν το ίδιο λιτή. Αυτή τη φορά δεν τόλμησε να ανοίξει την τηλεόραση. Δεν του χρειαζόταν πλέον. Σηκώθηκε για να κάνει το καθιερωμένο του πρωινό ντους, σκεφτόμενος ότι η μέρα που ξημέρωσε, ήταν η πλέον σημαντική. Σήμερα θα έβρισκε τρόπο να φύγει, πάση θυσία. Έριξε μια γρήγορη ματία στο κινητό του, άλλα ήταν πάλι άδειο από μηνύματα ή κλήσεις. Κατάλαβε πλέον, ότι δεν υπήρχε σύνδεση στο ίντερνετ πουθενά στην πόλη και έτσι φαινόταν να χάνει το μεγαλύτερο όπλο του στη μάχη με το κακό που τον είχε βρει.

Ψυχραιμιά… Ψυχραιμία.. Σήμερα θα λυθούν όλα. Σήμερα θα τελειώνουμε μια και καλή μ’ αυτό το παραμύθι, μονολογούσε στον εαυτό του προσπαθώντας να τον καλμάρει και να του δώσει την απαιτούμενη δύναμη για να παλέψει. Τουλάχιστον, είχε χορτάσει, μετά το απλό, άλλα γευστικό γεύμα που είχε φάει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Πρέπει να ήταν κάτι σαν ζυμαρικά, αν και δεν τον ενδιέφερε και τόσο. Έφαγε πολύ, ήπιε... λίτρα νερό, για να ικανοποιήσει την δίψα του και τώρα ένιωθε πολύ πιο δυνατός σωματικά. Ψυχικά δεν μπορούσε να πει το ίδιο. Τον έτρωγε το άγχος και η αγωνία να βρει ένα τρόπο να ξεμπερδέψει από αυτό το χάος.

Τη ώρα που έκανε μπάνιο, προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη το σχέδιο στο μυαλό του. Το νερό που έπεφτε ζεστό, στο πρόσωπό του, τον χαλάρωνε και, κάπως, καθάριζε τις σκέψεις του. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει σήμερα, ήταν χωρίς αμφιβολία να βρει μια πρεσβεία. Εφόσον δεν υπήρχε ίντερνετ, ούτε δυνατότητα επικοινωνίας με τηλέφωνο, ώστε να ζητήσει βοήθεια, η μόνη εφικτή λύση, στο αδιέξοδό του, φάνταζε αυτή.

Προσπαθώντας και πάλι να βρει κάποια ελάχιστα θετικά στοιχεία στο δράμα που βίωνε, σκέφτηκε ότι όπως και να είχε το πράγμα, αν όλα είχαν πάει κανονικά, όπως τα σχεδίαζε,  Σάββατο βράδυ θα έπρεπε να πετάει από την Μαδρίτη για το Λονδίνο. Άρα αν την Κυριακή δεν είχε εμφανίσει κανένα σημάδι ζωής, θα άρχιζαν να τον αναζητούν οι γονείς του και η αδελφή του. Κατόπιν ο κολλητός του φίλος και μετά, την Δευτέρα, το αφεντικό και οι συνάδελφοί του στη δουλειά. Ο Τζων δούλευε σε μία τράπεζα στα προάστια του Λονδίνου, όπου και η παραμικρή απουσία από τη δουλειά, έπρεπε να αναφερθεί αμέσως στον διευθυντή. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν, να μην καταλάβει κανείς ότι κάτι κακό του είχε συμβεί και δεν είχε εμφανιστεί στο γραφείο.

Η , κάπως, ανακουφιστική αυτή σκέψη τον χαλάρωσε για λίγα δευτερόλεπτα. Ό,τι και να πήγαινε στραβά, ακόμα παραπάνω απ’ ότι του είχαν πάει όλα ως τώρα, σε τρεις - το πολύ -ημέρες από σήμερα, θα άρχιζαν να τον αναζητούν. Όμως τρεις ημέρες ακόμα σ’ αυτό το μέρος, έμοιαζαν με μία ολόκληρη ζωή για τον Τζων.

Άρχιζε να προσαρμόζεται με την τοπική ώρα, γυρνώντας το ρολόι του για να δείχνει τώρα 2 το μεσημέρι. Αν μετράνε έτσι τον χρόνο εδώ, σκέφτηκε… Ντύθηκε με τα ίδια ρούχα πάλι, μιας και πλέον δεν υπήρχε βαλίτσα, αν και το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Τζων αυτή τη στιγμή, ήταν η εμφάνισή του. Ετοιμάστηκε πολύ γρήγορα και κατέβηκε τα σκαλιά για να πάει στο εστιατόριο ξανά, να φάει ότι είχε μείνει από το πρωινό και ν’ αρχίσει αμέσως την αναζήτηση πρεσβείας. Προς μεγάλη του απογοήτευση, η σάλα του εστιατορίου είχε κλείσει. Αποφάσισε να ψάξει να βρει κάτι έξω, κατά τη διάρκεια της αναζήτησής του. Το μόνο που ήθελε, ήταν απλά να βρει έναν χάρτη αυτής της πόλης.

Στο άκουσμα της λέξης ‘map’ η κοπέλα στο γραφείο της ρεσεψιόν, αδιαφόρησε, κουνώντας απρόθυμα το κεφάλι της. Ο Τζων της έκανε με μια κίνηση των χεριών του το σχήμα ενός χάρτη, μήπως και δεν καταλάβαινε τη λέξη, άλλα η κοπέλα επέμεινε να κουνάει απρόθυμα το κεφάλι της δεξιά-αριστερά. Απογοητευμένος και πάλι, ο Τζων βγήκε από το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχε έρθει την προηγούμενη ημέρα,ανακαλύπτωντας την πινακίδα του ξενοδοχείου.  Εφ’εξής, αποφάσισε να κατευθύνεται μόνο σε μεγάλες οδούς και λεωφόρους για να αποφύγει να χαθεί σε μικρά δρομάκια, άλλα και γιατί φανταζόταν ότι, τόσο σημαντικά κτήρια, όπως μια πρεσβεία κράτους, λογικά, θα ήταν σε κεντρικό σημείο μιας μεγάλης πόλης.

Δύο ώρες μετά, η κούραση και το άγχος τον είχαν πνίξει. Δεν είχε βρει τίποτα. Παντού μια επανάληψη όσων είχε δει την προηγούμενη ημέρα. Τεράστια κτήρια, αχανείς δρόμοι, άνθρωποι που περπατούσαν αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω τους, αμάξια που κινούνταν σιγά, ξενοδοχεία, κάποια εστιατόρια, καταστήματα που πουλούσαν ρούχα ή τρόφιμα, ενώ του φάνηκε ότι είδε και κάποιο σχολείο. Πουθενά όμως δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη, κάποιου κτηρίου που θα μπορούσε είναι πρεσβεία. Δεν υπήρχαν πουθενά σημαίες χωρών, προφανώς δεν υπήρχε σημαία ουτέ της χώρας που βρισκόταν.

Άρχισε να σαστίζει. Νόμιζε ότι θα τρελαθεί. Ήθελε να εγκαταλείψει τα πάντα και να γυρίσει στο ξενοδοχείο να πέσει στο κρεβάτι και να μην ξανασηκωθεί ποτέ. Να περιμένει την τελευταία του ελπιδα. Την Κυριακή.

Είχε σημαδέψει με το μάτι, κάποια σημεία, κατά τη διάρκεια της διαδρομής του, άλλα τώρα δεν του έμοιαζαν όπως πριν. Άρχισε να φοβάται την ιδέα, ότι δεν θα έβρισκε, ξανά, τον δρόμο για το ξενοδοχείο και μάλλον θα έπρεπε να αναζητήσει έναν άλλο. Το μυαλό του στέρευε από σχέδια και αφού, η ιδέα της πρεσβείας είχε αποδειχτεί φρούδα ελπίδα, θα έπρεπε να βρει μια άλλη εναλλακτική λύση άμεσα. Όσο και να ήθελε, όμως, να παραδωθεί στη μοίρα του και να περιμένει να τον αναζητήσουν, δεν ήταν δυνατόν να καθίσει άπραγος τρεις ημέρες. Κατευθύνθηκε λοιπόν στην αναζήτηση άλλου ξενοδοχείου, υπήρχαν αρκετά άλλωστε, όπως είχε καταλάβει. Όσο για τα λεφτά, δηλαδή τους κωδικούς που ‘πλήρωνε’ με τα δακτυλικά του απότυπώματα, σκέφτηκε ότι δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα στο να ξεμείνει. Αυτό το σύστημα του φαινόταν το μόνο καλό σ’ αυτό το αλλόκοτο μέρος.

Στρίβοντας ο Τζων, από μια οδό με περισσότερο κόσμο από τις άλλες, το βλέμμα του έπεσε σε μια γυάλινη βιτρίνα που έγραφε κάποια ακατανόητα σύμβολα και είχε την εικόνα ενός φλιτζανιού με καφέ. Σίγουρα, θα ήταν κάποιο καφέ σκέφτηκε και αποφάσισε να ξεκουραστεί λίγο πίνωντας κάτι και βρίσκοντας και κάτι να φάει. Καθώς μπήκε και κατευθύνθηκε προς το μεγάλο μπαρ για να παραγγείλει τον καφέ του, ένιωσε να τον ακουμπάει κάτι στον ώμο του.

Τινάχτηκε και γύρισε απότομα να δεί ποιος τον άγγιζε πίσω από την πλάτη του. Ήταν ένας άνδρας.

«Σσσς! Μην πεις τίποτα, απλά άκου με…» του είπε σε άψογα αγγλικά ο μεσήλικας, φαλακρός άνδρας που στεκόταν τώρα μπροστά του και του μισόκλεινε συνομωτικά το μάτι.

«Να… πω τι; Ποιος είσαι;» Ρώτησε ο Τζων με ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη.

«Σου είπα, μη μιλάς. Έλα. Έλα μαζί μου απέναντι που είναι το δωμάτιό μου. Έλα, πάμε!»

Ο άντρας ακουγόταν ανένδοτος. Ο Τζων δεν είχε άλλη επίλογή. Είχε συναντήσει τον πρώτο άνθρωπο που σίγουρα δεν ήταν ντόπιος, μιλούσε αγγλικά και, για πρώτη φορά μετά από δύο ημέρες εκεί, μια μικρή αχτίδα ελπίδας άστραψε μέσα του.

Ακολούθησε τον άνδρα, περνώντας μαζί του από την διάβαση και μπαίνοντας στο κτήριο απέναντι από το καφέ, που παρατήρησε, ότι ήταν ξενοδοχείο. Μπαίνοντας στην ρεσεψιόν, ο μεσήλικας, ψιθύρισε κάτι στον υπάλληλο, προφανώς στην αλλόκοτη γλώσσα του και του προέτεινε το χέρι του. Ο υπάλληλος ακούμπησε το μηχάνημα κάτω από το δάχτυλό του και τον ευχαρίστησε δίνοντάς του μια κάρτα. Ο Τζων κατάλαβε ότι ο άγνωστος άνδρας πλήρωνε για εκείνον. Μόλις του είχε κλείσει δωμάτιο, μάλλον για εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο του. Οι προθέσεις του, φαινόταν πολύ σοβαρές. Ο Τζων ευχήθηκε μέσα του, να είχε βρει τον άνθρωπο που ζητούσε. Την ευκαιρία που έψαχνε για να βρει μια λύση σ’ αυτό το χάος.

«Σου νοίκιασα δωμάτιο γι’ απόψε το βράδυ, είναι δίπλα ακριβώς από το δικό μου. Θα πας αργότερα, τώρα θα ήθελα να έρθεις στο δωμάτιό μου να μιλήσουμε», του είπε ο άνδρας και ο Τζων απλά έγνεφε ότι συμφωνούσε.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο, του άνδρα, στον Τζων φάνηκε σαν να έμενε εκεί για πολύ καιρό. Σαν να ήταν το μόνιμο σπίτι του. Δεν τόλμησε να τον ρωτήσει λεπτομέρειες, απλά κάθησε στην μια πολυθρόνα από τις δύο που υπήρχαν και περίμενε με ανυπομονησία να δει που θα καταλήξει όλο αυτό το παράλογο σκηνικό.

«Είμαι ο Γκρεγκ. Είμαι Καναδός. Δηλαδή για την ακρίβεια, ήμουν ο Γκρεγκ και ήμουν Καναδός», είπε ο άνδρας δίνοντας στον Τζων ένα ποτήρι με ουίσκι, και κρατώντας ένα δεύτερο στο άλλο του χέρι για εκείνον.

«Τζων…» ψέλλισε εκείνος μουδιασμένα.

«Από πού είσαι Τζων;» ρώτησε ο Γκρεγκ με ειλικρινή περιέργεια. «Από Αγγλία…» απάντησε φοβισμένα ο Τζων… «Γιατί είπες ότι... ήσουν Καναδός; Τι έννοεις;» ο Τζων είχε μπερδευτει και ήταν, ξανά, πολύ αγχωμένος.

«Την πάτησες κι εσύ, έτσι; Για πες μου Τζων, ήρθες τώρα εδώ, στην Πόλη, ε; Ταξίδευες;» ρώτησε ήρεμα ο Γκρεγκ. «Ναι, ταξίδευα… Πώς το ξέρεις; Έπαθες κι εσύ το ίδιο; Μπέρδεψες την πτήση,σε πήρε ο ύπνος, σε… απήγαγαν και σε έφεραν εδώ, σ’ αυτό το ελεεινό μέρος; Πες μου σε παρακαλώ! Πες μου!» ο Τζων ήταν σε παραλήρημα και ο Γκρεγκ έσκυψε κοντά του και του άγγιξε τον ώμο απαλά για να τον ηρεμήσει.

«Ακου Τζων…  Όχι δεν έγινε τίποτα από αυτά. Ήσουν κι εσύ άτυχος…»

«Άτυχος; Δηλαδή; Πες μου. Πες μου Γκρεγκ, ακριβώς ό,τι ξέρεις. Τα πάντα. Βοήθα με να φύγω. Θα σε πάρω μαζί μου. Μπορούμε να φύγουμε μαζί, άλλωστε σε λιγες μέρες θα με αναζητούν…» ο Τζων ακούμπησε τον Γκρεγκ και παρόλο που φορούσε γάντια, οι γυμνές άκρες των δάχτυλων των χεριών του ήταν παγωμένες σαν κρύσταλλο. Ο Τζων ήταν παγωμένος και σοκαρισμένος. Ο Γκρεγκ ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τον ηρεμήσει, κάνωντάς του νεύμα, με το δάχτυλο του, να μην μιλάει δυνατά.

«Τζων… Ας μην φωνάζουμε, ίσως μας ακούνε. Για μένα δεν έχει και πολύ νόημα πια, άλλα για σένα… Λοιπόν, ηρέμησε να σου πω ότι ακριβώς ξέρω, γιατί πρέπει να τα γνωρίζεις, αυτά. Τώρα που θα είσαι εδώ…» ο Γκρεγκ ήταν ήρεμος. «Θα είμαι; Όχι, δεν θα είμαι! Γκρεγκ…» ο Τζων έτρεμε… ήπιε το ουίσκι του με μια μόνο ρουφηξιά και ζήτησε άλλο ένα από τον Γκρεγκ. Εκείνος σηκώθηκε να τον σερβίρει και άρχισε να μιλαέι σιγά, σχεδόν ψιθυριστά…

«Τζων, φίλε μου… Άκου με… Τώρα θέλω να με ακούσεις, γιατί αυτά που θα σου πω θα σου λύσουν όποια απορία έχεις για την κατάσταση που βιώνεις εδώ. Δεν θέλω να με διακόψεις. Δεν θέλω να φωνάζεις και πρέπει να είσαι ήρεμος και να δώσεις προσοχή.»

Ο Τζων άκουγε ανέκφραστος, παιζοντας νευρικά με το ποτήρι του. Ο Γκρεγκ συνέχισε με τον ίδιο τόνο στη φωνή του.

«Δεν έγινε κανένα λάθος στο ταξίδι σου. Θα σου εξηγήσω ακριβώς τι έγινε… Πες μου πρώτα, η ζωή σου πως ήταν στην Αγγλία; Ήσουν ευτυχισμένος; Είχες οικογένεια, παιδια; Φίλενάδα;»

Ο Τζων προσπάθησε να αρθρώσει κάποιες λέξεις για να απαντήσει στον Γκρεγκ. «Η ζωή μου; Η ζωή μου ήταν βαρετή. Μίζερη μάλλον. Δεν έχω οικογένεια, ούτε φίλενάδα. Με την φίλη μου έχουμε χωρίσει μήνες τώρα. Είμαι μόνος μου από τότε. Μένω μόνος μου στο Λονδίνο. Καμιά φορά έρχεται να με επισκευθεί η αδελφή μου και έχω κι έναν πολύ καλό φίλο που βλεπόμαστε σπάνια, γιατί πριν λίγο καιρό παντρεύτηκε και πλέον, έχει υποχρεώσεις…»

«Συνέχισε…» ο Γκρεγκ έβαλε κι άλλο ποτήρι με ουίσκι για τον εαυτό του και κάθησε στην πολυθρόνα ακούγοντας τον Τζων με πολλή προσοχή. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε. Ο Τζων συνέχισε να μονολογεί.

«Ζω μια βαρετή ζωή… Το μόνο που θα άλλαζε την ρουτίνα μου, ήταν ένα ταξίδι στην Ισπανία που είχα προγραμματίσει. Έχω πάει κι άλλες φορές στην Ισπανία, μ’ αρέσει να μιλάω ισπανικά. Την Τρίτη, δηλαδή χτές, πέταγα από Λονδίνο για την Μαδρίτη. Όμως…»

«Όμως δεν θυμάσαι τίποτα, έτσι; Ξύπνησες εδώ…» ο Γκρεγκ κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, σαν να είχε ακούσει την ίδια ιστορία κι άλλες φορές στο παρελθόν.

«Ναι… Πώς; Πώς… το ξέρεις;» ο Τζων ένιωθε να τα έχει χαμένα εντελώς. Ο Γκρεγκ σοβάρεψε πολύ και άρχισε να μιλάει κάπως δυνατότερα.

«Λοιπόν άκου… Αυτό εδώ το μέρος δεν είναι κάποια χώρα. Είναι μια μεγάλη πόλη, δεν ξέρω πως λέγεται, και εμείς απλά την λέμε ‘Πόλη’. Δεν ανήκει σε κάποια χώρα, δεν έχει καν σημαία, ούτε ξέρω ποιος κυβερνάει. Ξέρω όμως πως…αναπτύσσεται ο πληθυσμός της.» ο Τζων τον άκουγε αμίλητος…ο Γκρεγκ συνέχισε. «Αυτό που συνέβη στο ταξίδι σου, στο αεροπλάνο, συνέβη και σε εμένα πριν πέντε χρόνια, σχεδόν»

«Πέντε;» η φωνή του Τζων έβγαινε με το ζόρι. «Ναι, πέντε χρόνια. Είμαι εδώ πέντε χρόνια, αν δεν έχω υπολογίσει λάθος. Ήμουν κι εγώ μόνος μου, πίσω στη πατρίδα. Ήμουν περίπου 40 χρονών, εργένης και απογοητευμένος από την ζωή μου. Δούλευα σε μια μάντρα που πουλούσε αγροτικά αυτοκίνητα στο Βανκούβερ. Είχα χωρίσει από την γυναίκα μου δύο χρόνια πριν μου συμβεί το περιστατικό αυτό. Ζούσα μόνος μου και η μόνη μου απασχόληση ήταν η δουλειά μου. Ένα πρωί, έλαβα μια κάρτα από την πρώην μου γυναίκα που με καλούσε στον γάμο της… Κατάλαβες; Στον γάμο της.»

Ο Γκρεγκ είχε ταραχτεί κι αυτός τώρα. Σηκώθηκε να βάλει κι άλλο ποτό και ο Τζων του έκανε νόημα να βάλει και σ’ εκείνον.

«Έλεγα λοιπόν, ότι παρόλο που μισούσα κάθε τι που αφορούσε την πρώην μου γυναίκα και τον ηλίθιο άντρα που θα παντρευόταν, αγαπούσα όσο τίποτα στον κόσμο την κορούλα μου. Ήταν πέντε. Τώρα θα έιναι δέκα, ποιος ξέρει που… Τέλος πάντων, η μόνη μου ευκαιρία να την δω ήταν να αποδεχτώ τη πρόσκληση και να ταξιδέψω, ως το Λος Άντζελες, γιατι έκεί έμενε πλέον η Τζουντ, στην βίλα του πλούσιου καθηκιού που παντρεύτηκε…» Ο Γκρεγκ, έδωσε το ποτήρι στον Τζων, είπιε μια γουλιά από το ουίσκι του και συνέχισε. Ο Τζων άκουγε χωρίς να μιλάει…

«Έκλεισα λοιπόν εισιτήρια, πήρα το αεροπλάνο από το Βανκούβερ, ένα Σάββατο πρωί ήταν, γύρω στο 2008. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να ξυπνάω, μετά από πολύ ύπνο σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο.»

«Όπως...»

«Ναι, όπως εσύ! Ήμουν χαμένος… Για δύο ολόκληρες μέρες προσπαθούσα να βρω που είμαι. Τα είχα χαμένα. Όπως εσύ. Έψαχνα, άλλα δεν έβρισκα κανέναν να μιλάει αγγλικά. Ούτε καν μια άλλη γνωστή μου, γλώσσα. Ήταν όλοι ξένοι. Το μέρος ήταν άγνωστο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο σε όλη μου τη ζωή. Απογοητευμένος προσπαθούσα κάθε μέρα να επικοινωνήσω με κάποιον δικό μου άνθρωπο στον Καναδά, άλλα δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ, ούτε λειτουργούσε το κινητό μου.

Την τρίτη ή τέταρτη ημέρα, αν θυμάμαι καλά, άνοιξαν την πόρτα του δωματίου μου και μπήκαν μέσα τρεις μεγαλόσωμοι άνδρες που έμοιαζαν με στρατιώτες. Με πήραν με την βία και με οδήγησαν σε ένα γραφείο, σε ένα κτήριο, στον 9ο όροφό του, όπου έμοιαζε με έδρα κάποιου πολιτικού. Ίσως είναι ο ηγέτης της Πόλης, ο κυβερνήτης της, αυτό δεν το έμαθα ποτέ. Αυτός ο άνδρας, μιλούσε άψογα αγγλικά και τότε, μου εξήγησε ότι ήμουν φυλακισμένος! Ήμουν κρατούμενος της κυβέρνησης και από εκείνη την στιγμή στερούμουν κάθε δικαιώματός μου. Θα ζούσα στο ξενοδοχείο, μη έχοντας δυνατότητα να φύγω από την Πόλη, θα δούλευα για το κράτος, κάνοντας ότι μου ανέθεταν αυτοί, και το κράτος θα φρόντιζε να μου βρει κάποια σύζυγο, μετά από πέντε χρόνια, ώστε να μπορέσω να κάνω οικογένεια. Αυτή θα ήταν η ζωή μου, μέχρι να θεωρηθώ, αρκετά ηλικιωμένος και άχρηστος πλέον για το κράτος, και να εκτελεστώ, για να μην είμαι βάρος…»

«Τι ειπες;» ο Τζων που άκουγε τόση ώρα αποσβολωμένος, κατέρρευσε. Το ποτήρι με το ουίσκι, έπεσε από τα χέρια του και λέρωσε την μοκέτα του δωματίου. ‘Εκανε μια απότομη κίνηση να σηκωθεί και να πάει στην τουαλέτα, άλλα δεν πρόλαβε και έκανε εμετό πάνω του. Ο Γκρεγκ σηκώθηκε και τον κράτησε πριν λιποθυμήσει. Τον πήγε στην τουαλέτα και τον έβρεξε μέχρι να συνέλθει, μετά του έδωσε μια πετσέτα και προσπαθησε να καθαρίσει ότι μπορούσε από το χαλί.

«Τζων… Σε παρακαλώ ηρέμησε. Σου είπα ότι πρέπει να τα μάθεις όλα. Τζων θα φυλακιστείς κι εσύ. Ίσως αύριο ή μεθάυριο. Δεν υπάρχει γυρισμός, από την Πόλη. Κάθησε κάτω και άσε με να σου πω ότι ξέρω. Είναι υποχρέωση μου να σε ενημερώσω...»

Ο Τζων ακούμπησε το κεφάλι του στην πλάτη της πολυθρόνας, παραδωμένος και κοιτούσε τον Γκρεγκ με δέος. Ο Γκρεγκ συνέχισε.

«Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι ή ότι τελος πάντων είναι, παρακολουθούν τον κόσμο. Προφανώς μέσω ίντερνετ ή με κάποια άλλη τεχνολογία. Μία ή δύο φορές τον χρόνο επιλέγουν κάποια άτομα. Δύο ή τρία το πολύ, τα οποία έχουν ελέγξει προσεκτικά για πολύ καιρό – ίσως και για χρόνια - και όταν διαπιστώσουν ότι δεν έχουν οικογένεια, δεσμό ή πολλούς φίλους και η ζωή τους είναι κενή και βαρετή ή οι ίδιοι, είναι απογοητευμένοι και πικραμένοι, τότε τους προσελκύουν με ένα ταξίδι και έτσι γίνεται η δουλειά τους.»

«Τι έννοεις…;»

«Πες μου Τζων, το ταξίδι για την Ισπανία, σίγουρα ήταν κάποια διαφημιστική προσφορα, έτσι;» «Ναι..» ο Τζων πάγωσε. «Ναι, για να είμαι ειλικρινής δεν θα πήγαινα τώρα ταξίδι, άλλα τον Αυγουστο. Όμως ψάχνοντας, έλαβα ένα διαφημιστικό email, που μου χάριζε κάποιο κουπόνι προσφοράς, μειωμένης τιμής έως και 40% αν ταξίδευα σε κάποιον προορισμό στην Ευρώπη, έως τις 15 Μαίου… Θεε μου…» ο Τζων ένιωθε τα πόδια του να έχουν κοπεί. «Αυτό ακριβώς σου λέω φιλαράκο… Και σε μένα στάλθηκε η κάρτα που με προσκαλούσε στον γάμο της πρώην συζύγου μου. Ήξερα ότι έβγαινε με αυτόν τον βλάκα, άλλα δεν είχα ακούσει τίποτα για γάμο. Σκέφτηκα ότι το έκαναν αυθόρμητα…»

«Ώστε…»

«Ναι, είναι κόλπο, ώστε να σε ανεβάσουν στο αεροπλάνο. Εκεί προφανώς, σου ρίχνουν κάποια ουσία στο γεύμα και σε κοιμίζουν για ώρες. Στους υπόλοιπους επιβάτες φάινεται σαν να πήρες εσύ υπνωτικό για την πτήση, κι έτσι αυτοί, αφού προσγειωθεί το αεροπλάνο στον κανονικό του προορισμό, με την πρόφαση ότι θα σε πάνε για εξετάσεις στο νοσοκομείο, σε βάζουν στο δικό τους αεροπλάνο και προσγειώνεσαι εδώ. Στην Πόλη. Σε βάζουν σε ένα ξενοδοχείο, σε κρατάνε τρεις ή τέσσερις μέρες, μέχρι να τα χάσεις και να απελπιστείς τελείως και μετά σε συλλαμβάνουν.

Ο σκοπός τους είναι να κατοικείται αυτή η πόλη, από ανθρώπους που στη ζωή τους δεν είχαν δική τους οικογένεια, ούτε παιδιά, ήταν μόνοι τους και, έτσι τώρα μένουν εδώ, δουλεύουν για το κράτος, ζούνε σε ξενοδοχείο, πέντε χρόνια μετά τους κάνουν ένα γάμο και τους αναγκάζουν να αποκτήσουν παιδιά και ζουν έτσι, μέχρι να γεράσουν ή να είναι ανήμποροι να δουλέψουν. Τότε κάνουν το πιο φρικτό πράγμα…»

«Σε… σκοτώνουν;» ο Τζων έτρεμε. Το πρόσωπό του, συσπώταν.

 «Ναι, σε εκτελούν με κάποιο φάρμακο που σου περνάνε ενδοφλέβια στον ύπνο σου. Δεν θέλουν ανθρώπους που δεν μπορούν να τους είναι πια χρήσιμοι…» ο Γκρεγκ είχε ένα εντελώς κενό και απαθές βλέμμα, λέγοντάς τις τελευταίες λέξεις.

«Πρέπει να φύγουμε από εδώ! Πρέπει να φύγουμε τώρα Γκρεγκ! Σε παρακαλώ μ’ ακους τι σου λέω;» Ο Τζων φώναζε, είχε πάθει υστερία. Ο Γκρεγκ με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε και του έκλεισε σφιχτά το στόμα με το χέρι του, ένω με το άλλο του χέρι έκανε μια λαβή στο χέρι του Τζων που τον πόνεσε πολύ. Ο Τζων μούγκρισε από πόνο.

«Σσςς… να σε πάρει. Μη ξαναφωνάξεις! Δε θέλω να εκτελεστώ από τώρα, πριν καν παντρευτώ τη γυναίκα μου. Διάολε… Τζων, σύνελθε και άκουσε με… Θα συλληφθείς Τζων. Δέξου το ψύχραιμα και δες πως θα καταφέρεις να ζήσεις την ζωή σου καλά, εδώ. Κάθησε κάτω αναθεματισμένε και άφησέ με να τελειώσω. Μετά φύγε και κάνε ό,τι θέλεις!»

Ο Τζων, κάθησε στην πολυθρόνα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Γκρεγκ, πήγε στην μικροσκοπική κουζίνα του διαμερίσματός και του έβαλε ένα ποτήρι νερό. Του το έδωσε και ο ίδιος γέμισε με ουίσκι, ξανά το ποτήρι του και συνέχισε να μιλάει, φανερά άκεφος και εκνευρισμένος.

«Νομίζεις, ότι μου αρέσει αυτό που συμβαίνει; Νομίζεις ότι το διάλεξα εγώ; Ότι ονειρευόμουν πάντα να ζήσω σ’ αυτό το άθλιο μέρος, μέχρι να γεράσω και να με σκοτώσουν; Ε, λοιπόν όχι! Στο κάτω, κάτω δεν μου αρέσει καν, η γυναίκα που θα παντρευτώ! Η γυναίκα που με υποχρεώνουν να περάσω μαζί της την υπόλοιπή ζωή μου. Να κοίτα…»

Ο Γκρεγκ έβγαλε το πορτοφόλι του από την τσέπη του και τράβηξε από μέσα μια φωτογραφία, δίνοντάς την στον Τζων. Ο Τζων, που πλέον είχε σταματήσει να κλαίει, την κοίταξε, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Πράγματι, η γυναίκα που απεικονιζόταν στην φωτογραφία δεν ήταν όμορφη. Είχε στρογγυλό πρόσωπο, μαλλιά πιασμένα σε έναν αυστηρό κώτσο και απαθή, μαύρα μάτια. Έδειχνε σαν να είχε στερέψει από ζωή. Έμοιαζε με όλους αυτούς τους ντόπιους που είχε δει στον δρόμο, έως τώρα, ο Τζων. Μελαγχολική και θλιμμένη.

Ο Τζων έδωσε πίσω την φωτογραφία στον Γκρεγκ, μη μπορώντας να πει την παραμικρή λέξη. Ο Γκρεγκ, άδειασε το ποτήρι του και συνέχισε να μιλάει.

«Καταλαβαίνεις τι σου λέω. Δεν έχω καν όνομα πια! Το Γκρεγκ δεν είναι πια το όνομά μου, εδώ περα. Μου έχουν δώσει έναν κωδίκο, όπως θα δώσουν και σε σένα, όταν… Όταν έρθουν να σε συλλάβουν. Είμαι ο Α2779… Δε ξέρω τι διάολο σημαίνει, άλλα έτσι με αναφέρουν παντού, όσο ζω εδώ…» Ο Γκρεγκ είχε κοκκινήσει. Ήταν πολύ εκνευρισμένος. Με μια απότομη κίνηση, πέταξε με δύναμη το άδειο του ποτήρι στην γωνία του τοίχου. Αυτό έσπασε και ο θόρυβος από τα θρύψαλλα τάραξε τον Τζων. Τινάχτηκε ξαφνικά και ένιωσε σαν να ξυπνάει.

«Συγνώμη… ξέφυγα λίγο…» δικαιολογήθηκε ο Γκρεγκ και σηκώθηκε άμεσα να μαζέψει τα θρύψαλλα από το ποτήρι.

«Δεν πειράζει…» Ο Τζων ήταν εντελώς απαθής. Έδειχνε να μην τον νοιάζει πια τίποτα… Μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνει και στράφηκε στον Γκρεγκ.

«Πες μου κάτι… Το τηλέφωνο… Γιατί είναι νεκρό; Γιατί δεν έχει σήμα; Σίγουρα κάποια στιγμή θα ανησυχήσουν οι δικοί μου. Η αδελφή μου. Οι γονείς μου… Αν την Κυριακή δεν επιστρέψω… Τότε… Τότε θα πρέπει να με ψάξουν…»

Ο Γκρεγκ κούνησε λυπημένα το κεφάλι του, και πέταξε τα τελευταία απομεινάρια του ποτηριού στο καλάθι των σκουπιδιών. Κάθησε, φανερά κουρασμένος, στην πολυθρόνα και έπιασε το μέτωπό του. Το χαίδευε, προσπαθώντας να κάνει ένα είδος μασάζ, για να διώξει τον έντονο πονοκέφαλο που του είχε προκαλέσει το αλκοόλ και η ένταση.

«Τζων… κανείς δεν θα ενδιαφερθει… Τα έχουν κανονίσει όλα.»

«Τί εννοείς; Τι έχουν κανονίσει. Πες μου… Απάντησέ μου!» Η δυνατή φωνή του Τζων, βύθισε και άλλο στην θλίψη τον Γκρεγκ. Πλέον, είχε παραδοθεί από το να προσπαθεί να τον καλμάρει και να τον κρατάει σε κάποιο έλεγχο.

«Άκου, από τη στιγμή που σε παραλαμβάνουν από το αεροπλάνο, έχουν ήδη πάρει το κινητό σου και το έχουν αντικαταστήσει με κάποιο παρόμοιο. Χωρίς όμως σήμα και πρόσβαση στο ίντερνετ. Αυτή τη στιγμή, συνομιλούν με τους ανθρώπους που μιλάς, λέγοντας τους ότι όλα είναι καλά, ότι είσαι καλά, περνάς καλά στο ταξίδι σου και κανείς, μα κανείς δεν πρόκειται αν υποψιαστεί το παραμικρό από ότι μας έχει συμβεί.

Μία ή δύο ημέρες μετά από την ημέρα που κανονικά θα πρέπει να επιστρέψεις σπίτι σου, οι αγαπημένοι σου άνθρωποι θα λάβουν ένα μήνυμα από το κινητό σου, όπου κάποιος θα τους εξηγεί, ότι υπήρξε κάποιο ατύχημα, συνήθως λένε ότι ήταν τροχαίο ατύχημα ή πνιγμός, αν υπάρχει θάλασσα εκεί που πηγαίνεις, και ότι δυστυχώς, είσαι νεκρός. Επίσης ανακοινώνουν, ότι η σωρός σου δεν μπορεί να σταλθεί στην χώρα σου και ότι θα πρέπει να μείνει στην χώρα που σου συνέβη το ‘ατύχημα’ για περαιτέρω εξετάσεις. Στη συνέχεια, λίγο καιρό μετά θα σταλθεί σε ένα σφραγισμένο κουτί η ‘στάχτη’ σου με την εξήγηση ότι αυτή ήταν η επιθυμία σου πριν πεθάνεις και όλα θα τελειώσουν εκεί.

Ποτέ κανείς δεν θα ξαναψάξει, ούτε θα ενδιαφερθεί για σένα. Λυπάμαι φιλαράκο… Αυτή είναι η φριχτή αλήθεια. Το ίδιο συνέβη και σε μένα…»

Τα λόγια του Γκρεγκ ήταν μαχαιριά στην καρδιά του Τζων. Προσπαθώντας να ταιριάξει τα κομμάτια των λεγόμενων του Καναδού, η απελπισία τον κυρίευε. Ζαλιζόταν και ανέπνεε βαριά. Είχε περιλουστεί στον ιδρώτα. Δεν μπορούσε να ψελλίσει λέξη. Τον κοιτούσε σαν χαμένος και τα μάτια του έδειχναν να είχαν στερέψει εντελώς από ζωή.

«Τζων. Σε παρακαλώ, άκου με. Μην κάνεις κάποια τρέλα, όταν αύριο ή… μεθάυριο έρθουν για σένα. Σε παρακαλώ αγόρι μου, πρέπει να συμβιβαστείς με την μοίρα σου και να παλέψεις για τη ζωή σου εδώ. Προσπάθησε να ξεχάσεις εντελώς το παρελθόν σου, τους ανθρώπους που αγαπάς, την οικογενειά σου, ό,τι κι αν είχες ζήσει μέχρι να έρθεις εδώ. Συμβιβάσου με το παρόν. Άκου αυτούς τους ανθρώπους και προσπάθησε να ζήσεις τη ζωή σου, κάνοντας ό,τι σου πουν. Δεν χωράει ηρωισμούς και παράτολμα πράγματα, η κατάστασή μας. Άκουσέ με, σε ικετεύω.»

Ο Τζων συνέχιζε να τον κοιτάει απαθής. Ο Γκρεγκ δεν είχε ιδέα, αν είχε ακούσει έστω μια λέξη από όσα του είχε πει, πριν λίγο. Ίσως να τα επεξεργαζόταν στο μυαλό του, άλλωστε ήταν πάρα πολλα αυτά που είχε ακούσει και τόσο λίγος ο χρόνος για να προλάβει να τα χωνέψει. Αποφάσισε να του δώσει όσο χρόνο χρειαζόταν και να μην τον φορτώσει με παραπάνω πληροφορίες. Αυτές ήταν αρκετές προς το παρόν. Εκτός αν ο Τζων τον ρωτούσε. Τότε είχε την υποχρέωση να τον ενημερώσει για όλα.

«Γιατί…» Ο Τζων άρχισε να μιλάει διστακτικά. Η φωνή του μόλις που έβγαινε. Έμοιαζε με φωνή ενός βαριά αρρώστου που αργοπέθαινε στο κρεβάτι του πόνου. «Γιατί… όλοι είναι τόσο στεναχωρημένοι;»

«Εννοείς οι κάτοικοι, εδώ;» ρώτησε ο Γκρεγκ, λίγο ξαφνιασμένος με αυτή την ερώτηση. «Ναι, όλοι εδώ… Είναι τόσο…» «Θλιμένοι;» ρώτησε ο Γκρεγκ προλαβαίνοντας τον Τζων. «Είναι θλιμένοι, γιατί… δεν ξέρω ακριβώς, άλλα πάντα θυμάμαι να είναι έτσι, τόσα χρόνια που τους συναντώ εδώ. Έχω μάθει και μερικές λέξεις από την διάλεκτό τους άλλα αποφευγώ να μιλάω μαζί τους εκτός αν είναι ανάγκη. Υποθέτω ότι τώρα που θα παντρευτώ αυτή την γυναίκα θα μάθω καλύτερα την γλώσσα τους. Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, δεν βρίσκω λόγο γιατί δεν θα έπρεπε να είναι θλιμμένοι. Ζουνε μια ζωή άχαρη χωρίς συγκινήσεις. Είναι υποταγμένοι στις διαταγές του κυβερνήτη – όποιος και να είναι αυτός- οπότε φαντάζομαι δεν έχουν και ιδιαίτερες χαρές στην ζωή τους.»

Αυτή η εξήγηση φάνηκε κάπως πειστική στον Τζων, ωστόσο ήθελε να μάθει κι άλλα σχετικά με τον κόσμο που πλέον ήταν κομμάτι του.

«Με τα λεφτα… Εξήγησέ μου κάτι άλλο… Τι είναι όλο αυτό το σύστημα με τα αποτυπώματα και τα σκάνερ;»

 Ο Γκρεγκ κούνησε το κεφάλι του… «Αυτό, Τζων φίλε μου, είναι από τα πιο παράξενα πράγματα που έχω συναντήσει εδώ. Δεν υπάρχουν χρήματα για τις συναλλαγές. Το είδες κι εσύ, αυτό… Όταν σε κοιμίσουν και σε φέρουν εδώ, σου εμφυτεύουν ένα πολύ μικρό τσιπ στο χέρι σου που χρησιμεύει σαν… πορτοφόλι!» Ο Τζων τον κοίταξε παράξενα. Τα μάτια του άστραφταν. «Ναι, όπως στο λέω. Πορτοφόλι. Σου φορτώνουν αρχικά ένα ποσό κάποιον πόντων, τους οποίους εξαργυρώνεις, με το δακτυλικό σου αποτύπωμα, στα ειδικά αυτά μηχανήματα. Τα σκάνερ. Μετά, όταν πλέον προσληφθείς και δουλεύεις για το κράτος, σου φορτώνουν τον μισθό σου, σαν… πόντους στο τσιπάκι αυτό και έτσι πληρώνεις για ότι χρειαστείς, ξοδεύοντας αυτούς τους πόντους μέσω του δακτυλικού σου αποτυπώματος.

Αν μη τι άλλο, αυτό είναι πολύ έξυπνο. Να και κάτι που αξίζει, σ’ αυτό το τρισάθλιο μέρος.»

Ο Γκρεγκ έσφιγγε και πάλι το μέτωπό του. Ο πονοκέφαλος δυνάμωνε. Ο Τζων αρκέστηκε να τον κοιτάει απαθής. Δεν χωρούσε το μυαλό του όλα αυτά που λίγα μόνο λεπτά πριν είχε πληροφορηθεί. Η απόγνωση του ήταν πια τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να τον τρελάνει στην στιγμή. Το άγχος είχε δώσει τη θέση του στον φόβο. Άλλα πιο πολύ ένιωθε μουδιασμένος. Είχε επεξεργαστεί, ένα μέρος των λεγόμενων του Γκρεγκ και δεν μπορούσε να υπολογίσει τίποτα για τις επόμενες κινήσεις του πια. Είχε μπλοκάρει ολοσχαιρώς. Είχε μουδιάσει όλος.

Δηλαδή η αδελφή του νόμιζε ότι ήταν στην Ισπανία και διασκέδαζε. Οι γονείς του το ίδιο. Κάποιος από εδώ πέρα, έστελνε μηνύματα σαν Τζων και μιλούσε στους δικούς του ανθρώπους σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Και την Κυριακή ή την Δευτέρα, όταν θα άρχιζαν να τον ψάχνουν, μη έχοντας δώσει ο ίδιος δείγματα ζωής, τότε θα λάμβαναν ένα μήνυμα που θα τους έλεγε ότι ο Τζων είχε πέσει θύμα ατυχήματος, είχε χάσει τη ζωή του και λίγο καιρό μετά θα ερχόταν συστημένο ένα πακέτο με την υποτιθέμενη στάχτη του, που ο ίδιος είχε εκφράσει σαν τελευταία του επιθυμία πριν τον θάνατο του;

«Όχι!» Ο Τζων ούρλιαξε. Ο Γκρεγκ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Τζων. Εκείνος λιποθύμησε και ο Γκρεγκ τον σήκωσε στα χέρια του και τον έσυρε ως το κρεβάτι για να ξεκουραστεί. Από το ένα ρουθούνι του Τζων έτρεχε λίγο αίμα. Ο Γκρεγκ έβρεξε μια πετσέτα και σκούπισε απαλά το αίμα, ακουμπώντας την βρεγμένη πετσέτα στο μέτωπο του Τζων. Ύστερα έκλεισε το φως στο δωμάτιο με το κρεβάτι και έγειρε την πόρτα μέχρι να κλείσει, αφήνοντας απλά μια μικρή χαραμάδα για να μπορεί να αφουγκραστεί οτιδήποτε ακουγόταν, σε περίπτωση που ο Τζων ξυπνούσε. Ύστερα, για να σιγουρευτεί ότι όλα θα κυλούσαν ήρεμα, όπως ήθελε,  πήγε μέχρι το μπάνιο και πήρε ένα υπνωτικό χάπι από το ντουλαπάκι με τα φάρμακα. Γέμισε ένα ποτήρι νερό και μπήκε ξανά στο δωμάτιο του Τζων. Με λίγη προσπάθεια, τον έκανε να το καταπιεί ρίχνωντας του λίγο νερό στο μισάνοιχτο στόμα του Τζων. Ο Τζων που είχε αρχίσει να βρίσκει λίγο τις αισθήσεις του έβηξε, και πριν προλάβει να μιλήσει, έγειρε απαλά και βυθίστηκε σε έναν μακρύ και βαρύ ύπνο.

 

 

 

** ερχεται κι η ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, συντομα... ;)

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

θα με ευχαριστουσαν τα σχολεια σας μπας και παρω λιγη εμπνευση παραπανω να κλεισω αυτη τη νουβελλα η να τα παρατησω δια παντως και να ασχοληθω με αλλο πραγμα ;) :)

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

μαλλον ΗΜΙΤΕΛΕΣ θα μεινει κι αυτο, οπως τα αλλα 2 που εχω ξεκινησει να γραφω τα τελευταια χρονια...... δυστυχως δεν θα γινω ποτε συγγραφεας.. η εμπνευση ειναι σπανιο πραγμα τε΄λικα... την μια στιγμη εχω 1.000.000 πραγματα στο μυαλο μου να γραψω, την επομενη,ουτε μισο! :(

 

btw, οταν ξεκολλησω και γραψω θα ανεβασω.... αυριο θα προσπαθησω να αντλησω εμπνευση πηγαινοντας στη παραλια και πινοντας μερικα... (8-9...) ποτα.... ας ελπισουμε σε κατι καλο! afου νηφαλιος δεν μπορω να γραψω ουτε λεξη...δοκιμαζουμε τον αλλο δρομο.........

 

ακομα περιμενω κριτικες σας ;)

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

Καταρχάς, μην απογοητεύεσαι. Όλοι περνάμε στιγμές που η έμπνευση μας εγκαταλείπει αλλά πίστεψε με, όταν έρχεται ξανά είναι σαν χείμαρρος. Λοιπόν, στο σχολιασμό τώρα. Χαίρομαι που άκουσες τη συμβουλή της Elgalla και βελτίωσες το να δείχνεις περισσότερα και να λες λιγότερα. Ότα λες π.χ. ότι ο Τζων κοίταξε αγχωμένος δεν μας βάζεις ως αναγνώστες στην ψυχοσύνθεση του. Όταν όμως γράφεις ότι ανάσαινε βαριά, ίδρωνε, έτρεμε και ζαλιζόταν, πίστεψε με, το νιώθει και ο αναγνώστης και συμπάσχει μαζί του. Αυτό που παρατήρησα ήταν ότι η γραφή σου είναι ανάλαφρη και γλαφυρή και ομολογώ ευχάριστη για τα δικά μου γούστα. Μου αρέσει που περιγράφεις πράγματα και συναισθήματα με τρόπο που δεν είναι κουραστικός. Οι προτάσεις σου είναι ολοκληρωμένες (τουλάχιστον στην Πέμπτη που διάβασα πιο συγκεντρωμένα και προσεκτικά), σύντομες και περιεκτικές, οι παράγραφοι σου έχουν αρχή, μέση και τέλος και γενικά το κείμενο ρέει καλά χρονικά. Έχει συνέχεια και δεν μας πετάς κομμάτια που είναι άκυρα μεταξύ τους και χαλάν τη ροή της ιστορίας. Η ένσταση μου είναι στους διαλόγους και θα σου εξηγήσω:

α) Πρέπει να μην είναι τόσο μεγάλοι. Ακόμα και στην καθημερινή μας ζωή κανείς δε μιλάει για πολύ ώρα χωρίς να τον διακόψει ο άλλος. Ο διάλογος είναι ανταλλαγή σκέψεων και απόψεων και όχι μονόλογος.

β) Πρέπει να είναι πιο αληθοφανείς και ρεαλιστικοί. Σε μερικά σημεία βλέπεις ότι απλά οι άνθρωποι δεν μιλάνε με αυτόν τον τρόπο στην καθημερινή τους ζωή.

γ) Σε ορισμένα σημεία δεν αλλάζεις σειρά στον ομιλούνται και λίγο ο αναγνώστης μπερδεύεται σχετικά με το ποιος είναι ο ομιλητής.

δ) Μη φοβάσαι να βρίσεις. Κανείς δε λέει ''αναθεματισμένε, να σε πάρει, καθίκι'' και τέτοια. Μη διστάζεις να πεις π.χ. ηλίθιε, γαμημένε και τα σχετικά. Εξάλλου, όπως προείπα, δυστυχώς ή ευτυχώς οι άνθρωποι έτσι μιλάνε

ε) Υπάρχουν πράγματα που ο Γκρεγκ ως παθών αποκλείεται να υπήρχε τρόπος να μάθει. Όπως π.χ. όλος ο τρόπος απαγωγής της κυβέρνησης. Δηλαδή πως, ενώ βρισκόταν στην Πόλη, έμαθε πως ρίχνουν υπνωτικό στο αεροπλάνο, μετά σε βάζουν σε δικό τους για να σε φέρουν στην πόλη και μετά στέλνουν μέηλ στην οικογένεια σου λέγοντας ότι καλοπερνάς ή πέθανες και τα σχετικά. Κατάλαβες; Δεν γίνεται να τα ξέρει αυτά τα πράγματα. Μπορεί να τα υποθέσει σαν σενάρια αλλά όχι να τα γνωρίζει και να είναι απόλυτος.

   Επίσης, έχω κάποιες απορίες. Γιατί ο Γκρεγκ τον βοηθάει; Γιατί είναι ο μόνος που μιλάει αγγλικά ενώ οι υπόλοιποι (που είναι κι αυτοί απαχθέντες) δεν μιλάνε, γιατί η κυβέρνηση έχει στήσει όλο αυτό; 

   Τέλος πάντων, συγνώμη αν σε κούρασα με το ποστ. Γενικά μου άρεσε η ιδέα και η εκτέλεση εκτός από αυτές τις ενστάσεις που έχω. Περιμένω τη συνέχεια με αγωνία. Καλή τύχη.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καταρχην σ ευχαριστω για την απαντηση.

Χαιρομαι πολυ οταν βλεπω κριτικες, γιατι ετσι γινομαι καλυτερος και σημαινει οτι αυτο που γραφω καπου καποιος ενδιαφερεται να το διαβασει και να ασχοληθει....

Εχω να κανω απειρες ακομα διορθωσεις, μεχρι να φτασει στο τελικο εργο, με το καλο.... οποτε θα σβηνω και θα γραφω πολλες φορες .... αφου καθε φορα κατι βρισκω που δε μου αρεσει...

Προσπαθω να περιγραφω οσο το δυνατον πιο ευκολα για να μην δυσκολευω τον αναγνωστη, γιατι ακριβως κι εγω ετσι εχω διαπιστωσει οτι γουσταρω να διαβαζω ενα βιβλιο... με γραφη που δε θα με κανει να το παρατησω απο τη κουραση! οποτε προσπαθω να εχω πιιο αναλαφρο στυλ, παρολο που θα μπορουσα να το βαρυνω, με καποια νοηματα, δε το κανω γιατι δε θα αποδωσει, και το ξερω...

 

Τωρα να απαντησω και σ αυτα που λες γιατι μιας κι εκανες τον κοπο να γραψεις οφειλω να σου λυσω αποριες

α) αυτο μαλλον ειναι το μεγαλο μου ελαττωμα στο γραψιμο... συνηθως κανω μεγαλους διαλογους και μεγαλες προτασεις αλλα προσπαθω να τα συμμαζευω οσο μπορω... οσον αφορα καποιους μονολογους, μαλλον αναφερεσαι στο Γκρεγκ, αυτο το εκανα λιγο επιτηδες, γιατι ηθελα να δειξω οτι ο Τζων ηταν καπως...σοκαρισμενος, οποτε κυριως ακουγε, επινε το ποτο  του και απλα προσπαθουσε να συμμετεχει στη συζητηση.... αυτος που πρεπει να μιλαει πολυ σ αυτο το κομματι ειναι ο Γκρεγκ, γιατι αποκαλυπτει πραγματα και εναι αυτος που ...χρειαζεται να μονοπωλησει τη κουβεντα... παντως εχω υπ οψην αυτο που λες και το δουλευω για τη συνεχεια...

β) + δ) οντως το παρατηρησα κι εγω, αλλα η αληθεια ειναι οτι ψιλοφοβηθηκα να βαλω πιο ρεαλιστικα λογια πχ "γαμημενε, μαλακα, " κλπ... μαλλον ομως θα το κανω, γιατι και μενα δε μου κατσαν πολυ αυθορμητοι οταν τους διαβασα μετα.....

γ) Αυτο ναι θα διορθωθει...

ε) Λοιπον ,εδω θα μου επιτρεψεις να κρατησω καποια πραγματα για μετα.... το ο τι ο γκρεγκ ξερει τοσες λεπτομερειες, παιζει το ρολο του... απο καπου τις ξερει, και θα φανει αργοτερα αυτο ....

Γιατι τον βοηθαει? Κατα τη γνωμη μου... τον ενημερωνει...(υπαρχει λογος βεβαια, αλλα δε θα το ελεγα και τοσο...βοηθεια... ) θα δεις αργοτερα...

Το οτι μιλαει αυτος αγγλικα, ειναι γιατι ΔΕΝ ειναι ολοι οι κατοικοι της πολης απαχθεντες! αυτη η φανταστικη πολη εχει και ντοπιους! ανθρωπους που μεγαλωσαν και εμαθαν να μιλανε αυτη την παραξενη διαλεκτο.... οι απαχθεντες που μιλανε αγγλικα, ισπανικα, ιταλικα, αραβικα κοκ, δεν ειναι απαραιτητα οι μοναδικοι κατοικοι της πολης... ο τζων συναντουσε μονο ντοπιους ως τωρα... οι οποιοι ομως θα μπορουσαν να ειναι απογονοι απαχθεντων.... δευτερες και τριτες γεννιες πχ που γεννηθηκαν και μεγαλωσαν στην πολη και θα ακολουθησουν την πορεια των απαχθεντων... δουλεια για τη κυβερνηση, γαμος κατα...παραγγελια και ..."σκοτωμα των αλογων οταν γερασουν..."

και γιατι εστησε η κυβερνηση τετοιο κολπο? ε σιγα σιγα, ολα θα φανουν... ;)

 

αλλα ας μη κανουμε αλλα σποιλερ, γιατι ναι μεν εχω μια ιδεα για τη συνεχεια, η οποια ομως μπορει να αλλαξει και κυριως πρεπει να ξεκολλησουμε κι απο το συγγραφικο αδιεξοδο..... οποτε παιζει και να παρει αλλη εντελως πορεια η συνεχεια απο αυτη που εχω τωρα στο μυαλο μου....

 

 

Δεν κουρασες καθολου! Ισα ισα τιμη μου να διαβαζουν καποιοι αυτο που γραφω και να ενδιαφερονται κριτικαροντας και βοηθοντας!

 

Σ ευχαριστω πολυ, και εδω θα μαστε.... ερχεται η συνεχεια οσονουπω!! (το... σκωτoσα λιγο ε? :Ρ)

 

 

ΥΓ. για την ιστορια, παραλια δεν πηγα τελικα... τα ποτακια τα πια στη βεραντα, παρεα με τον Πυργο, αλλα...εμπνευση... δεν ηρθε... συνεχιζουμε ομως!

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

Ε τότε η συνέχεια έχει πολύ ψωμί ακόμα. Ανυπομονώ να τη διαβάσω γιατί μου έχεις εξάψει την περιέργια. Εν τω μεταξύ, ένα σενάριο που μου ήρθε στο μυαλό και δεν ξέρω αν το 'χεις σκεφτεί. Γιατί δεν βάζεις τον Γκρεγκ να έχει απαγάγει τον Τζων κι ενώ θα φαίνεται ότι τον βοηθάει τελικά να τον παγιδεύει;

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

ναι ναι εχει ψωμι...ολα θα γινουν μεσα στις επομενες 3-4 μερες αλλωστε.... κι εγω ανυπομονω να γραψω, αλλα θα το κανω μονο αν εχω κατι καλο!

 

μμμμ.... η ιδεα σου (εχει ηδη...) θα εξεταστει! ;)

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

UPDATE με ένα ακομα κεφαλαιο! ;)

 

 

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

Μέρος Α'

 

Ο πονοκέφαλος του τρυπούσε το κεφάλι, καθώς ο Τζων κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να σηκωθεί από το κρεβάτι του.

Μισανοίγοντας τα μάτια του, κατάλαβε με την πρώτη ματιά ότι ήταν στο ξενοδοχείο. Οι τελευταίες του αναμνήσεις ήταν από το δωμάτιο του περίεργου τύπου που είχε συναντήσει στο μπαρ. Γκρεγκ, λεγόταν αν θυμόταν καλά.

Τον είχε πάει στο ξενοδοχείο του, τού είχε νοικιάσει δωμάτιο, αν και ο Τζων, ακόμα δεν είχε πάει εκει, καθώς εκείνος, τον είχε καλέσει στο δικό του. Ο Τζων θυμόταν, κάπως αμυδρά, ότι οι δυο τους κουβέντιαζαν και έπιναν ουίσκι.

 Εκείνος, ο Γκρεγκ, είχε πει ορισμένα τρομακτικά πράγματα, που ο Τζων, τώρα, αδυνατούσε να πιστέψει. Του φαίνονταν όλα ψεύτικα. Μάλλον κάποιος του είχε στήσει μία καλοδουλεμένη φάρσα, σκεφτόταν. Δεν εξηγούταν αλλιώς.

Ήταν ακόμα καθιστός στο κρεβάτι του. Δεν είχε κοιτάξει το ρολόι του ακόμα, άλλα καταλάβαινε ότι ήταν μέρα, βλέποντας το φως να μπαίνει δειλά-δειλά από τις γρύλιες. Έκανε κρύο. Ήταν φανερό, ότι όπου και να βρισκόταν, όποιο και να ήταν αυτό το καταραμένο  μέρος,  σίγουρα ήταν στην καρδιά του χειμώνα.

Την ίδια στιγμή, θυμήθηκε ότι κάποιος τον είχε χτυπήσει. Ήταν ο Γκρεγκ. Αυτός τον είχε χτυπήσει στο δωμάτιο του, εκεί που του έλεγε όλα αυτά τα παλαβά και φριχτά πράγματα. Μετά ο Τζων δεν θυμόταν τίποτα. Το χτύπημα πρέπει να τον είχε αφήσει αναίσθητο. Δεν μπορούσε να καταλάβει όμως, γιατί τον χτύπησε ο Γκρεγκ. Τι να είχε κάνει, που τον εκνεύρισε τόσο, αναρωτιώταν.

Το κεφάλι του πονούσε τρομερά τώρα. Ο Τζων μόρφασε και τα μάτια του δάκρυσαν, καθώς ο πόνος ερχόταν κατευθείαν από την μύτη του. Ξαφνιασμένος μ’ αυτό, έτρεξε προς το μπάνιο να δει στον καθρέφτη τη κατάσταση του προσώπου του.

Το θέαμα τον τρόμαξε. Τα μάτια του και η περιοχή γύρω από την μύτη του ήταν μελανιασμένα. Ο Γκρεγκ πρέπει να του είχε ρίξει γροθιά στη μύτη. Ναι, τώρα θυμόταν καλύτερα τι είχε γίνει. Ήλπιζε να μην του την είχε σπάσει, αν και όπως την περιεργάστηκε με τα δάχτυλά, τού φάνηκε να είναι εντάξει. Ήταν πάντως, αρκετά πρησμένη. Το είδωλο του Τζων στον καθρέφτη είχε μια άθλια και θλιβερή εμφάνιση.

Πλύθηκε πολύ γρήγορα και μετά κίνησε προς το σαλόνι του διαμερίσματος για να βρει τον Γκρεγκ και να του ζητήσει εξηγήσεις. Ήταν τόσο πολύ οργισμένος μαζί του, που είχε αποφασίσει να τον χτυπήσει σε περίπτωση που δεν του ζητούσε άμεσα συγγνώμη και του εξηγούσε τον λόγο που τον χτύπησε.

Ο Τζων έτρεμε από τα νεύρα. Ένιωθε να έχει δύσπνοια και το κεφάλι του χτυπούσε στον ρυθμό της καρδιάς του. Ακανόνιστα και δυνατά. Πονούσε φριχτά. Ένιωθε χιλιάδες σφυριά να τον χτυπάνε ταυτόχρονα. Τα νεύρα και η οργή, δυνάμωναν τον, ήδη, αφόρητο πονοκέφαλό του.

Παραμέρισε τα απαίσια συναισθήματα, που είχαν καλυφθεί ήδη, από την μήνη του για τον Γκρεγκ και άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Κοίταξε γύρω του άλλα δεν υπήρχε κανείς. Ο Γκρεγκ μάλλον, είχε φύγει. Αυτό τον εξόργισε. Ήθελε να του δώσει ένα μικρό μάθημα τώρα που ήταν τόσο πολύ οργισμένος. Σε λίγη ώρα ίσως, να του περνούσε αυτή η οργή και να εξασθενούσε το μίσος και η λαχτάρα του για εκδίκηση. Ένιωσε αηδία με τη σκέψη. Το στομάχι του ανακατεύτηκε και λίγο πριν κάνει εμετό, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του, σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα.

Αυτό, όμως δεν τον απασχολούσε και πολύ τώρα. Προσπάθησε να μετριάσει τα νεύρα του και την μανία του για εκδίκηση και προσπάθησε να αποσπάσει το μυαλό του σκεφτόμενος πόσο καιρό ήταν, ήδη σ’ αυτό το μέρος. Το κινητό του είχε ήδη κλείσει από την μπαταρία που είχε αποφορτιστεί εντελώς, έτσι άρχισε να ψάχνει για το ρολόι του.

Αμέσως, κατάλαβε ότι το φορούσε στο χέρι του, όπως και ότι ήταν κανονικα ντυμένος με τα ρούχα του, είχε – δηλαδή - κοιμηθεί μ’ αυτά, καθώς ο Γκρεγκ δεν είχε κάνει τον κόπο να του τα βγάλει πριν τον βάλει στο κρεβάτι. Του είχε αφαιρέσει μόνο τα παπούτσια.

Αν και ο Τζων δεν έβρισκε πια ιδιαίτερο νόημα στον χρόνο, η ώρα έδειχνε δύο και κάτι, το μεσημέρι. Η ημερομηνία έλεγε Παρασκευή 3 Μαίου. Ήταν πια τρεις, σχεδόν, ημέρες εδώ, σ’ αυτό το μέρος.

Έστυψε το μυαλό του να θυμηθεί λεπτομέρειες της κουβέντας του με τον Γκρεγκ, την προηγούμενη ημέρα και θυμήθηκε κάτι που του είχε αποτυπωθεί καλά στο μυαλό του, από την πρώτη στιγμή που το άκουσε. Θα το θυμόταν, όποια και να ήταν η κατάστασή του.

Σε κρατάνε τρεις ή τέσσερις μέρες, μέχρι να τα χάσεις και να απελπιστείς τελείως και μετά σε συλλαμβάνουν.’ Αυτά ήταν λόγια του Γκρεγκ. Αν ίσχυαν - και δεν ήταν ο Γκρεγκ, απλά ένας ικανότατος ψεύτης και φαρσέρ – από σήμερα κι όλας ο Τζων θα έπρεπε να περιμένει τα χειρότερα. Την σύλληψή του.

Η σκέψη τον μούδιασε. Ένα αίσθημα κρύου και ανατριχίλας διέσχισε την σπονδυλική του στήλη και ο πονοκέφαλος έγινε αφόρητος. Προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του και, προπάντων, να μην τα χάσει εντελώς. Έπρεπε να παραμείνει στα λογικά του, ώστε να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες για να ξεφύγει από το μέρος, αυτό.

Η αμέσως επόμενη σκέψη που του πέρασε από το μυαλό ήταν να ψάξει στο διαμέρισμα του Γκρεγκ – και τι καλύτερη ευκαιρία από τώρα που εκείνος έλειπε, σκέφτηκε – για στοιχεία που πιθανόν να τον βοηθούσαν να καταλάβει αν του έλεγε την αλήθεια ή τον κορόιδευε.

Αποφάσισε να ψάξει τα πάντα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, καθώς από στιγμή σε στιγμή, ήταν πιθανό να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ο Γκρεγκ.

Με ασυνήθιστη όρεξη και ζήλο, ξεκίνησε να ψάχνει στα συρτάρια του μεγάλου επίπλου που ήταν στο σαλόνι του διαμερίσματος. Δεν βρήκε τίποτα, πέρα από παλιόρουχα, κάλτσες, εσώρουχα και πολλά, πάρα πολλά, φανελάκια. Και τα τρία συρτάρια ήταν γεμάτα με ρούχα. Τίποτα που να μπορούσε να χρησιμεύσει στον Τζων.

Συνέχισε, πηγαίνοντας προς την κουζίνα, ελπίζοντας να έχει αποθηκεύσει κάτι ο Γκρεγκ, στα συρτάρια που έβαζε τα μαχαιροπήρουνα. Τίποτα κι εκεί όμως.

 Η απογοήτευση κατέκλυσε τον Τζων, αφού όλο και λιγόστευαν τα πιθανά σημεία που ίσως έβρισκε κάτι που να τον βοηθήσει να καταλάβει ποιος ήταν αυτός ο παράξενος άνθρωπος από τον Καναδά, που την ίδια στιγμή που τον βοηθούσε και του νοίκιαζε δωμάτιο στο ξενοδοχείο, την επόμενη, τον χτυπούσε και τον άφηνε αναίσθητο για ώρες.

Ψάχνοντας τα ντουλάπια με τα ποτήρια και τα πιάτα, το στομάχι του Τζων άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα. Αποφάσισε να διακόψει για λίγο την έρευνα και άνοιξε το μικρό ψυγείο που ήταν στριμωγμένο σε μια γωνιά της μικρής κουζίνας. Κοίταξε στα ράφια του και είδε τυρί και αυγά. Τίποτε άλλο. Τα πήρε βιαστικά, και άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια για κάποιο τηγάνι, ώστε να έφτιαχνε μια πρόχειρη ομελέτα για να γεμίσει το στομάχι του και να συνεχίσει αργότερα την αναζήτηση, με περισσότερες δυνάμεις.

Όλα αυτά βέβαια θα έπρεπε να τα κάνει ταχύτατα, πριν γυρίσει ο Γκρεγκ στο δωμάτιο και πριν… Η τελευταία σκέψη τον ανατρίχιασε πολύ. Το στομάχι του σφίχτηκε κόμπος, ο πονοκέφαλος  δυνάμωσε, τα… σφυριά άρχισαν να χτυπάνε πιο δυνατά και η ανατριχίλα διαπέρασε και πάλι το κορμί του.

Πριν… Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να παραδωθεί αμαχητί! Δεν υπήρχε περίπτωση να αφεθεί, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, στις ορέξεις των στρατιωτών ή αστυνομικών ή όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι άνθρωποι, που θα έρχονταν σήμερα ή αυρίο, για να τον συλλάβουν.

Χτύπησε την γροθιά του στον πάγκο της κουζίνας με δύναμη, σφίγγοντας τόσο δυνατά τα δόντια του που έτριξαν και ο πόνος στην μύτη και το κεφάλι του έγινε μια σουβλιά από τρυπάνι. Ήταν τόσο οξύς και δυνατός ο πόνος, που τον έκανε να δακρύσει.

Τα αυγά και το τυρί στο τηγάνι κόντευαν να καούν, όταν το πήρε είδηση ο Γκρεγκ και τα έβγαλε, κλείνοντας τον διακόπτη. Τα έριξε βιαστικά σε ένα πιάτο, έκοψε κι ένα μεγάλο κομμάτι ξερό ψωμί και άρχισε να τρώει γρήγορα, με τα χέρια και με μανία.

Λίγα λεπτά μετά είχε τελειώσει, ακούμπησε το πιάτο στον νεροχύτη, ήπιε ένα ποτήρι με νερό, που παραλίγο να τον πνίξει από την βιασύνη και έτρεξε ξανά στο σαλόνι. Αναζητούσε μανιωδώς το παραμικρό στοιχείο, που θα επιβεβαίωνε τα λεγόμενα του Γκρεγκ.

Κατά βάθος δεν τον πίστευε. Δεν πίστευε ότι αυτά που του είχε διηγηθεί την προηγούμενη ημέρα, και που όλα του είχαν φανεί αρκετά υπερβολικά και απίθανα να συμβούν, ήταν αλήθεια.

Τώρα στο μυαλό του είχε σφηνωθεί η ιδέα ότι κάποιοι γνωστοί του, τού είχαν ετοιμάσει μια μεγαλοπρεπέστατη φάρσα, υπνοτίζοντάς τον και βάζοντάς τον σε άλλη πτήση, για κάποια απομακρυσμένη πόλη της Βρετανίας, κάπου προς την εξοχή, θέλοντας να τον κάνουν να τρομάξει.

Υποψιαζόταν ότι η αδελφή του και ο κολλητός του φίλος είχαν βάλει το χεράκι τους, σ’ αυτό. Θα τους κανόνιζε καλά, όταν γυρνούσε, σκέφτηκε και ένα αχνό χαμόγελο έκανε στιγμιαία, την εμφάνισή του στο πρόσωπό του.

Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο όμως, το χαμόγελο είχε ήδη σβήσει…

Στο μικροσκοπικό τραπεζάκι που είχε ο Γκρεγκ στο σαλόνι του για να ακουμπάει τον δίσκο με τα ποτά του, υπήρχε ένα συρτάρι. Ο Τζων το άνοιξε. Μέσα σ’ αυτό υπήρχε μια κάρτα και τρεις φωτογραφίες. Και μία πρόσκληση…

Η κάρτα ήταν σε μέγεθος πιστωτικής κάρτας και είχε πάνω μια φωτογραφία του Γκρεγκ, όπως ακριβώς ήταν την προηγούμενη ημέρα που τον συνάντησε και επίσης, είχε κι έναν κωδικό.

Ναι, τελικά εκείνος είχε δίκιο και η συνειδητοποίηση αυτή έκανε τον Τζων να παγώσει. Ο κωδικός  έγραφε Α2779. Το νούμερο έκανε τον Τζων να ριγήσει. Δεν θυμόταν ακριβώς το νούμερο, άλλα θα ορκιζόταν ότι του είχε αναφέρει ότι δεν είχε πια όνομα εδώ, στην πόλη αυτή και ότι του είχαν δώσει έναν κωδικό. Προφανώς, αυτόν τον κωδικό που έβλεπε τώρα.

Έπειτα, ο Τζων άρπαξε τις φωτογραφίες. Ηταν δύο ασπρόμαυρες που έδειχναν τον Γκρεγκ, σοβαρό και αγέλαστο, σαν να ποζάρει, όπως οι συλληφθέντες από την αστυνομία ή σαν να βγάζει φωτογραφία διαβατηρίου, ενώ η τρίτη φωτογραφία ήταν έγχρωμη και έδειχνε πάλι τον Γκρεγκ, σε σαφώς πιο ευτυχισμένες στιγμές, με μια γυναίκα και ένα μικρό κοριτσάκι, κάπου σε ένα λουνα παρκ ή τσίρκο, όπως φαινόταν στον Τζων.

Η γυναίκα του και η κόρη του στον Καναδά, σκέφτηκε ξαφνιασμένος. Άρα του έλεγε την αλήθεια. Άρα όλα, όσα του είχε πει την προηγούμενη μέρα ήταν αληθινά.

Ο Τζων, τώρα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τον κατέκλυζαν ταυτόχρονα συναισθήματα τρόμου, θλίψης και αγωνίας. Το μίσος και η οργή για τον Γκρεγκ, που είχε νιώσει όταν ξύπνησε είχαν πια εξαφανιστεί. Τώρα ένιωθε απόγνωση και τρόμο. Ο πόνος που υπήρχε στο κεφάλι και την μύτη του, τώρα είχε περάσει και στο στομάχι του, ενώ στον λαιμό του είχε έναν κόμπο που τον έπνιγε.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε από την πρόσκληση. Ήταν μια γαμήλια πρόσκληση που καλούσε τον Γκρεγκ Γουίλιαμσον να παρεβρεθεί στον γάμο της Τζουντ και του Ρίτσαρντ, στην έπαυλη του τελευταίου, στο Μπελ Αιρ, στα προάστεια του Λος Άντζελες, την Παρασκευή, 26 Ιουνίου του 2009!

Δεν γινόταν να ήταν όλα ψέματα, λοιπόν. Δεν θα μπορούσε να είναι φάρσα αυτό. Παραήταν αληθοφανή όλα πλέον, σκεφτόταν πικραμένος ο Τζων.

Πέταξε την πρόσκληση στο πάτωμα και έπεσε σχεδόν παραπατώντας, στην πολυθρόνα που καθόταν ο Γκρεγκ την προηγούμενη ημέρα. Έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Ο πονοκέφαλος και οι πόνοι στη μύτη δυνάμωναν με κάθε λυγμό του Τζων. Ήταν όλα αλήθεια σκεφτόταν και το κλάμα δυνάμωνε.

Όλα ήταν αλήθεια, όπως φαινόταν πλέον. Η πόλη, η σύλληψη, ο αναγκαστικός γάμος και η τελική δολοφονία του στα γεράματα. Αυτή πια, θα ήταν η ζωή του. Η μοίρα του είχε γραφτεί, με το χειρότερο και πιο διεστραμμένο σενάριο που θα μπορούσε να φανταστεί στους πιο φριχτούς του εφιάλτες.

 Έκλαιγε πολύ τώρα. Άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του με τη γροθιά του, μην αντέχοντας άλλο τον δυνατό πονοκέφαλο. Πάσχιζε να τον σταματήσει, με γροθιές και σφαλιάρες στο ίδιο του το κεφάλι.

Λίγο μετά, ο Τζων σηκώθηκε, κλώτσησε δυνατά την πολυθρόνα και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Όρμησε στο κρεβάτι, άρπαξε τα μαξιλάρια και τα πέταξε με δύναμη στο πάτωμα ουρλιάζοντας. Τράβηξε τα σεντόνια και τα έριξε κι αυτά κάτω. Μετά σηκώθηκε, πήρε φόρα και έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο κρεβάτι μετατοπίζωντάς το, πιο μακριά.

Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι και είχαν ανακατευτεί με τα σάλια του που πετάγονταν παντού, από τις βρισιές που ξεστώμιζε και τα ουρλιαχτά του. Η αλμυρή γεύση των δακρύων του τον έκανε να φτύσει στο πάτωμα. Είδε κάποιες κυλίδες αίμα, στα σανίδια και κατάλαβε ότί η μύτη του είχε ανοίξει.

Την έπιασε σφυχτά και σήκωσε το κεφάλι του κοιτάζοντας προς το ταβάνι για να σταματήσει την αιμορραγία. Πήγε προς το μπάνιο και έβαλε το κεφάλι του κάτω από την βρύση, αφήνοντας το παγωμένο νερό να κυλήσει, στο πρόσωπό και την μύτη του. Παρά το τσουχτερό κρύο που έκανε στο δωμάτιο, αυτό τον ηρέμησε προς στιγμήν.

Γυρνώντας στο κρεβάτι, με ένα κομμάτι χαρτί υγείας σφηνωμένο στα ρουθούνια του και το κεφάλι προς τα πάνω, είδε με την άκρη του ματιού του στο κομοδίνο το κινητό του. Το άρπαξε και με μια κοφτή και γεμάτη οργή, κίνηση το εκσφενδόνισε στον τόιχο, όπου χτύπησε και έπεσε στο πατωμα, χωρίς όμως να σπάσει. Μετά, τράβηξε το κρεβάτι βάζωντάς το και πάλι στην θέση του και ξάπλωσε, σε εμβρυακή στάση, κλαίγοντας και πάλι βουβά.

Η καρδιά του πονούσε. Ένιωθε ότι θα ξεκολλήσει από το στήθος του, από την ταχυκαρδία και τον πανικό που ένιωθε. Ίσως να είχε πάθει κρίση πανικού, ίσως να τρελαινόταν. Δεν τον ένοιαζε αυτό, αφού έτσι κι αλλιώς, σε λίγες ώρες θα τον συλλάμβαναν και θα τον έχωναν σε κάποιο μπουντρούμι, όπου μετά θα τον ανάγκαζαν να δουλεύει γι’ αυτούς μέχρι τον θάνατό του.

Καλύτερα λοιπόν να πέθαινε εδώ και τώρα, σκεφτόταν. Καλύτερα να πάθαινε καρδιακή προσβολή και να γλύτωνε από το ανατριχιστικό μέλλον που τον περίμενε, σ’ αυτό το μέρος που φυλακίστηκε για πάντα. Όλες αυτές οι μαύρες σκέψεις περνούσαν σαν ταινία από το μυαλό του, κάνοντάς τον προς το παρόν να ξεχάσει τους φριχτούς πόνους στο κεφάλι του, την μύτη και το στομάχι του.

Ένιωθε τόσο πολύ κουρασμένος, που προς στιγμήν, δεν τον ενδιέφερε ποια τίποτα. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να γείρει, εκεί στο κρεβάτι, να κοιμηθεί και τίποτα άλλο δεν θα τον απασχολούσε. Μπορούσε να έρθει όποιος θέλει, να τον συλλάβει, να τον βάλει φυλακή, ακόμα και να τον σκοτώσει, εκεί στο κρεβάτι επιτόπου, άλλα δεν άντεχε άλλο να παλέψει. Ήταν πολύ κουρασμένος.

 Σκέφτηκε τα λόγια του Γκρεγκ, που του έλεγε να μην φέρει αντίσταση σε ότι και να του συνέβαινε σ’ αυτό το μέρος. Σ’ αυτήν την πόλη. Να συμβιβαστεί με την νέα πραγματικότητα και να προσπαθήσει να περάσει όσο το δυνατόν καλύτερα, την υπόλοιπη ζωή του εκεί.

Τελικά, ίσως να μην είχε και άδικο ο Γκρεγκ, σκεφτόταν ο Τζων, ξαπλωμένος και σκεπασμένος ως το κεφάλι με την κουβέρτα, πάντα γερμένος στο πλάι, σε εμβριακή στάση, χωρίς όμως να κλαίει πια.

Σκεφτόταν ότι – στο κάτω-κάτω –  η ζωή του, πίσω στην χώρα του, δεν ήταν και τόσο όμορφη, ώστε να την αναπολεί και να θέλει να γυρίσει, απεγνωσμένα, πίσω. Τί ήταν αυτό που έκανε την ζωή του τόσο ιδιαίτερη, αναλογιζόταν, ώστε να θέλει τόσο πολύ να ξαναγυρίσει και να συνεχίσει να το κάνει. Η απάντηση ήταν, τίποτα!

Πράγματι, δεν έβρισκε τίποτα ξεχωριστό στην, έως τώρα, ζωή του που να τον κάνει να παλέψει, μέχρι θανάτου, για να την ξανακερδίσει. Και αυτό ήταν τόσο θλιβερό…

Τι ακριβώς έκανε, λοιπόν, ο Τζων στη ζωή του; Η καθημερινότητά του περιλάμβανε δουλειά στην τράπεζα, βραδιές στο σπίτι με τηλεόραση, μουσική ή την παρέα του κολλητού του φίλου - όποτε μπορούσε να τον δει φυσικά- και ύπνο. Τίποτα άλλο. Τίποτα ξεχωριστό. Τίποτα αξιομνημόνευτο.

Τα σαββατοκύριακα συνήθιζε να πηγαίνει στο κοντινό του παρκάκι, για τρέξιμο για μία ώρα περίπου και τα βράδια - όχι πάντα βέβαια - επισκεπτόταν την παμπ που ήταν δύο-τρία στενά μακριά από το σπίτι του για μερικές μπύρες πριν καταλήξει στο κρεβάτι του.

Αυτή ήταν η σπουδαία ζωή του Τζων Μπάρλοου, τραπεζικού υπαλλήλου, εργένη και μοναχικού ανθρώπου.

Ήταν μια ζωή που κανείς δεν θα τη ζήλευε, κανείς δεν θα τη ζητούσε, κανείς δεν θα πάλευε μέχρι θανάτου για να την ξανακερδίσει. Ίσως να έπρεπε να συμβιβαστεί, να υπακούσει αυτούς που σε λιγο θα τον συλλάμβαναν και να εκτελούσε, κατά γράμμα τις εντολές τους, ζώντας μια ήρεμη και αθόρυβη ζωή στο νέο περιβάλλον του.

Άλλωστε, σκεφτόταν έντονα πια, θα είχε και την ευκαιρία του σε πέντε, χρόνια από τώρα, γνωρίζοντας και μια γυναίκα, η οποία θα γινόταν η σύζυγός του και θα έκανε οικογένεια με αυτήν. Μπορεί να ήταν και όμορφη, σκεφτόταν με ελπίδα.

Μπορεί στον Γκρεγκ να έτυχε μια σύζυγος, σχετικά άσχημη, άλλα και ο Γκρεγκ δεν ήταν υπόδειγμα ομορφιάς. Ο Τζων ήταν εμφανίσιμος και ίσως η κυβέρνηση αυτής εδώ της πόλης, να το λάμβανε υπ’ όψην της και να του πρόσφερε μια όμορφη κοπέλα για σύζυγο.

Στην πατρίδα του δεν είχε δεσμό, είχε χωρίσει καιρό πριν και δεν υπήρχε κάτι νέο στον ορίζοντα. Ίσως να μην υπήρχε για χρόνια, ενώ εδώ ήξερε ότι θα έβρισκε κάποια γυναίκα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, ότιδήποτε και να συνέβαινε.

Μήπως λοιπόν, αναρωτιώταν ο Τζων, έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή του Γκρεγκ και να δεχτεί την μοίρα του;

Η σκέψη ήταν δελεαστική, έστω κι αν θα πρεπε να θυσιάσει μια για πάντα την οικογένειά του. Τους γονείς και την αδελφή του, όπως και τον κολλητό του φιλαράκο, που δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά. Δεν θα έβλεπε κανέναν τους ποτέ πια. Ήταν σκληρό.

Πώς θα μπορούσε λοιπόν να συμβιβαστεί με την καινούρια του ζωή και να σβήσει μονοκοντυλιά, όλα όσα είχε ζήσει ως τώρα; Δεν γινόταν εύκολα αυτό…

Προσπαθούσε να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, της κατάστασης που είχε βρεθεί, άλλα το μυαλό του ήταν τόσο πολύ θολομένο, που δεν κατάφερνε να σκεφτεί καθαρά. Στριφογύριζε στο κρεβάτι, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο και τις σκέψεις.

Για μια στιγμή, του πέρασε από το μυαλό να έφευγε από το ξενοδοχείο και να έψαχνε ξανά, έξω στην πόλη για κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει μια λύση, άλλα γρήγορα το απέρριψε. Δεν ήθελε καν, να πάει στο δωμάτιό του, που ο Γκρεγκ του είχε νοικιάσει. Θα έμενε εκεί, θα περίμενε τον Γκρεγκ και θα τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει να δραπετέυσει. Δεν ήξερε πως θα κατάφερνε να τον πείσει, άλλα θα έπρεπε να το δοκιμάσει, είτε με καλό τρόπο, είτε με την βία…

Με τη σκέψη της λέξης ‘βία’, ο Τζων τινάχτηκε από το κρεβάτι του και βρέθηκε με δύο δρασκελιές ξανά στο σαλόνι του διαμερίσματος. Αποφάσισε να ψάξει πάλι ξανά όλο το μέρος για να βρει κάποιο πιθανό όπλο που ίσως είχε φυλαγμένο ο Γκρεγκ κάπου. Άλλωστε πέντε χρόνια στην πόλη, θα ήταν πολύ πιθανό να είχε φροντίσει να προμηθευτεί ένα όπλο για την ασφάλειά του.

Αν έβρισκε κάτι τέτοιο, ίσως και να μπορούσε να πείσει τον Γκρεγκ, απειλώντας τον, να τον βοηθήσει να ξεφύγει ή έστω να κάνει κάτι προς ώφελός του.

Άρχισε να ψάχνει και πάλι μανιωδώς, κάθε τι που θα μπορούσε να αποτελεί πιθανή κρυψώνα κάποιου όπλου. Έκανε φύλλο και φτερό, συρτάρια, ντουλάπες και μικρά έπιπλα, άλλα δεν βρήκε τίποτα.

Πώς γίνεται να μη φοβάται καθόλου ο πούστης! Σκεφτόταν ο Τζων και η οργή για τον Γκρεγκ, επανερχόταν δριμύτερη μέσα του.

Δεν  μπορούσε να χωνέψει, ότι ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε ένα άγνωστο μέρος και ζούσε πέντε ολόκληρα χρόνια εκεί, δίπλα σε ανθρώπους που δεν ήξερε από πού ήταν, ούτε μπορούσε να μιλήσει μαζί τους καλά-καλά, κι όμως δεν είχε φροντίσει να προστατέψει τον εαυτό του, με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσε. Με ένα όπλο…

Λίγα λεπτά μετά, σταμάτησε το ψάξιμο, απογοητευμένος και πάλι. Όλα του πήγαιναν στραβά. Αν και ο πονοκέφαλος έδειχνε να υποχωρεί, τώρα ανέβαινε η οργή και το μίσος που σιγόβραζαν μέσα του, καθώς και η θλίψη με την απόγνωση.

Απογοητευμένος και σέρνοντας τα πόδια του, πήγε προς την κουζίνα και βρήκε το μπουκάλι με το ουίσκι που είχε ανοίξει ο Γκρεγκ την προηγούμενη ημέρα. Όταν κουβέντιαζαν και του εξηγούσε με κάθε – φρικιαστική – λεπτομέρεια, τα δεδομένα της νέας του ζωής.

Το μπουκάλι ήταν σχεδόν άδειο – ο Γκρεγκ πρέπει να είχε πιει πολύ, την υπόλοιπη βραδιά – άλλα έβγαζε, ένα με δυο ποτήρια. Ο Τζων βρήκε το ποτήρι που έπινε την προηγούμενη ημέρα, το γέμισε μέχρι πάνω και με αργό βήμα κάθησε σε μια καρέκλα στην μικρή κουζίνα και άρχισε να πίνει με μεγάλες γουλιές.

Το αλκοόλ, δρούσε σαν φάρμακο στον λαιμό του, ανακουφίζοντας τους πόνους στο κεφάλι και την μύτη, καθώς κυλούσε και τον ζέσταινε στην παγωμένη κουζίνα του ξενοδοχείου.

Πριν προλάβει να γεμίσει το ποτήρι του με το υπόλοιπο ουίσκι που είχε μείνει στο μπουκάλι άκουσε βήματα στον διάδρομο και κλειδιά στην πόρτα. Συμπέρανε ότι ήταν ο Γκρεγκ, άλλα τον παραξένεψε ότι άκουγε πολλά βήματα, λες και ήταν κι άλλοι μαζί του.

Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι και κινήθηκε σιγά και αθόρυβα προς την πόρτα για να παρατηρήσει καλύτερα. Στάθηκε λίγο πίσω από την πόρτα και περίμενε. Το κλειδί έκανε δύο στροφές και ο χαρακτηριστικός ήχος του ξεκλειδώματος, συμβάδιζε με το καρδιοχτύπι του Τζων που περίμενε, σε δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες να δει ποιοι θα ξεπρόβαλλαν στο κατώφλι της πόρτας μαζί με τον Γκρεγκ.

Η πόρτα άνοιξε, και μπήκαν βιαστικά, ο Γκρεγκ και δύο ψηλοί και εύσωμοι άντρες, ντυμένοι στα μαύρα από την κορυφή έως τα νύχια. Κρατούσαν κάτι στα χέρια τους. Τα σήκωσαν τεντώνοντάς τα ευθεία, ενώ ο Τζων έκανε βήματα προς τα πίσω, παραπατώντας και κάνωντας αγωνιώδεις γκριμάτσες προς τον Γκρεγκ.

Τότε ο Τζων ούρλιαξε, και όλα γύρω του σκοτείνιασαν απότομα.

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

UPDATE

 

 

 

 

 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

Μέρος Β’

 

 

«Τζων… Μ΄ακους; Μίλα! Ξύπνα γαμώτο! Σε περιμένουν!»

Η φωνή του Γκρεγκ ήταν βραχνή και απότομη. Ο Τζων άνοιξε τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το πρόσωπο του Γκρεγκ. Ήταν αναψοκοκκινησμένος και ιδρωμένος. Εμοιαζε να έχει φύγει όλη του η ζωή από μέσα του. Ήταν χλωμός. Κρατούσε τον Τζων από το κεφάλι με το ένα χέρι και με το άλλο έκανε κάποιο νόημα στους άντρες που στέκονταν πίσω του αμίλητοι.

Οι άντρες ψιθύριζαν κάτι, που ο Τζων αδυνατούσε να καταλάβει αν ήταν αγγλικά ή κάποια παράξενη διάλεκτος αυτής της χώρας. Πονούσε αφόρητα τώρα στο κεφάλι. Ένιωθε κι ένα δυνατό κάψιμο στον ώμο. Κοίταξε με την άκρη του ματιού του, ψάχνοντας το σημείο που είχε πυροβοληθεί. Δεν θα άντεχε να δει το αίμα να έχει καλύψει το χέρι του, άλλα έπρεπε να φανεί δυνατός και να προσπαθήσει να συνέλθει.

Προς μεγάλη του έκπληξη και ανακούφιση, δεν είχε χυθεί ούτε σταγόνα αίματος. Δεν υπήρχε καν πληγή στον ώμο που είχε πυροβοληθεί, λίγα λεπτά πριν. Πόσο παράξενο του φάνηκε αυτό.

Σαστισμένος και κατατρομαγμένος, κάρφωσε το βλέμμα του στον Γκρεγκ, ικετεύοντας για μια εξήγηση και ψέλλισε κάτι με δυσκολία.

«Τι… Τι είναι; Τι έπαθα…;»

«Σςς… Δεν έπαθες τίποτα.» Ο Γκρεγκ άγγιξε το μάγουλο του Τζων και του μίλησε με σιγανή φωνή. «Αυτό που σου έριξαν είναι ένα όπλο που προκαλεί πόνο και σε σωριάζει κάτω, χωρίς να παθαίνεις τίποτα απολύτως. Είσαι καλά…»

«Γιατί; Ποιοι; Ποιοι… είναι; Γκρεγκ;»

Η φωνή του Τζων έτρεμε. Ο Γκρεγκ δεν απάντησε. Οι δύο μεγαλόσωμοι άντρες είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν με την μικρή κουβέντα που είχαν στήσει ο Τζων με τον Γκρεγκ μπροστά τους. Ο ένας από τους δύο, που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος ήταν, καθώς ήταν πανομοιότυποι, είπε κάτι στον Γκρεγκ, σε μια άγνωστη γλώσσα. Ο Γκρεγκ απάντησε κάπως απότομα και τα λόγια του έδειχναν να καθησυχάζουν τον άντρα, αν και φάνηκε πολύ εκνευρισμένος.

 Ο Τζων δεν καταλάβαινε τίποτα. Προσπαθούσε να επεξεργαστεί στο μυαλό του, την σχέση που πιθανόν είχε ο Γκρεγκ με τους δύο αυτούς, αστυνομικούς ή οτιδήποτε άλλο ήταν αυτοί.

Σίγουρα κάποιος εδώ πέρα έλεγε ψέματα. Ο Γκρεγκ πιθανότατα δεν του είχε πει όλη την αλήθεια. Του είχε κρύψει πράγματα. Έδειχνε να έχει σχέσεις με την ντόπια κυβέρνηση. Αυτό ο Τζων, δεν χρειαζόταν να ξέρει την μυστήρια διάλεκτό τους για να το καταλάβει.

Σηκώθηκε απότομα, τρίβωντας τον ‘χτυπημένο’ ώμο του, που τον έτσουζε και τον πονούσε κάθε φορά που τον άγγιζε, ενώ είχε και μια ενοχλητική φαγούρα, παρ’ όλο που δεν υπήρχε ούτε μελανιά, ούτε γρατζουνιά που να την είχε προκαλέσει αυτό το παράξενο όπλο, με το οποίο τον είχαν πυροβολήσει.

Ο Γκρεγκ, έκανε να τον βοηθήσει άλλα ο Τζων απότομα, με μια χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του, τον απομάκρυνε σπρώχνωντάς τον πίσω.

«Μη…! Μην τολμήσεις…»

 Ο Τζων δεν ήθελε ούτε να τον πλησιάσει ο Γκρεγκ. Εκείνος το κατάλαβε και έκανε κάποια βήματα πίσω, πηγαίνοντας να σταθεί κοντά στους δύο άντρες που κοιτούσαν έτοιμοι να επέμβουν σε περίπτωση που ο Τζων προσπαθούσε να ξεφύγει ή να κάνει κινηθεί εναντίον τους.

Ο Τζων όμως, δεν είχε τέτοιες βλέψεις. Κάθησε πάλι στον καναπέ που, πλέον, φάνταζε στα μάτια του με κάποια ανακριτική καρέκλα, και στράφηκε προς τον Γκρεγκ.

«Πες μου… Μίλα! Όλα!»

Ο Γκρεγκ ξερόβηξε και πλησίασε να πει κάτι στο αυτί του ενός φρουρού. Στη συνέχεια ζύγωσε διστακτικά προς τον Τζων, κρατώντας πάντα μια απόσταση και παραμένοντας όρθιος και άρχισε να μιλάει.

«Λοιπόν… Σου χρωστάω μια συγνώμη καταρχήν…»

«Λέγε…!»

«Τζων… Τζων δεν γινόταν αλλιώς! Έπρεπε να προστατέψω τον εαυτό μου. Μας είδαν. Θα έβρισκα μεγάλο μπελά. Έπρεπε…»

«Να με καταδώσεις;» Ο Τζων φώναξε και οι δύο φρουροί τσίτωσαν τα κορμιά τους για να είναι σε ετοιμότητα.

«Δεν σε κατέδωσα… Δηλαδή… Άκου Τζων…»

«Περίμενε… Αυτοί οι δύο;» ο Τζων έδειξε προς το μέρος των αντρών.

«Δεν ξέρουν αγγλικά. Μη σε νοιάζει. Άλλωστε… Γνωρίζουν.»

«Τί; Τί γνωρίζουν; Τί τους είπες; Γιατί το έκανες αυτό; Νόμιζα ότι ήσουν μαζί μου. Γκρεγκ… Τί στο διάολο έκανες, Γκρεγκ;»

«Τζων, έπρεπε να μιλήσω. Λυπάμαι άλλα έπρεπε. Κάποιος μας είδε. Μας δώσανε Τζων. Σε δώσανε. Και μαζί και μένα. Φώναζες τόσο… Και στο ‘λεγα… Κάποιος άκουσε και μίλησε. Οπότε…»

Ο Τζων δεν ήξερε τι να πιστέψει και τι όχι, πλέον. Σε κλάσματα δευτερολέπτου γκρεμιζόταν ό,τι μπορούσε να είχε αρχίσει να πιστεύει. Εδώ, σ’ αυτή την πόλη, τίποτα δεν φαινόταν να κυλάει φυσιολογικά. Ακόμα κι οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν μεταλλαχθεί, όπως φαινόταν.

Όποιος ερχόταν εδώ έχανε τον εαυτό του. Και το ίδιο θα πάθαινε κι αυτός. Ήθελε, δεν ήθελε.

«Τζων… έχω μια ζωή εδώ. Καλώς ή κακώς, είναι η ζωή μου. Καταλαβαίνεις τι θα πάθαινα αν δεν…»

«Αν δεν με ρουφιάνευες;»

«Ναι, αν… Όχι! Δηλαδή… Δεν σε ρουφιάνεψα. Σε ανέφερα στον υπεύθυνο για τους νέους πολίτες!» Η τελευταία φράση, έκανε τον Τζων να κοιτάξει απορημένος. Ο Γκρεγκ συνέχισε.

«Έτσι κι αλλιώς, θα σε συλλάμβαναν αύριο Τζων! Ήξεραν ότι είσαι εδώ. Απλά τους ενημέρωσα για το που είσαι, από σήμερα. Σου έχουν ήδη έτοιμη την ταυτότητά σου. Σου έχουν έτοιμο τον κωδικό. Από ‘δω και πέρα…»

«Περίμενε, γαμώτο!» ο Τζων διέκοψε τον Γκρεγκ. Οι δύο φρουροί πλέον είχαν αποτραβηχτεί προς την κουζίνα, αφήνοντας τους δύο τους να λύσουν τα προσωπικά τους, πριν επέμβουν πέρνωντας τον Τζων μαζί τους.

«Πως τα ξέρεις όλα αυτά Γκρεγκ; Πόιος στο διάολο είσαι;»

«Τζων, δουλεύω στο γραφείο που καταμετρούν τους νέους κατοίκους. Είναι κάτι σαν ληξιαρχείο, ή κάτι τέτοιο…»

«Είσαι…»

«Δουλεύω για την κυβέρνηση Τζων. Σ’το είχα πεί. Όλοι μας δουλεύουμε για την κυβέρνηση. Και σύ θα το κάνεις. Την μέρα που σε βρήκα στο μπαρ, ήθελα να σε βοηθήσω…»

«Να με… βοηθήσεις;»

«Ναι! Σκέφτηκα να σε ενημερώσω για τα πάντα, πριν τα μάθεις, αφού θα είχες συλληφθεί. Όμως ήσουν πολύ…επικίνδυνος. Αντιδρούσες πολύ… Φοβήθηκα μηπως με βάλεις σε μπελά… Μετά μίλησαν και για εμάς και…»

«Χέστηκες πάνω σου και με κατέδωσες…»

«Όχι! Τζων δεν φταίω εγώ! Εσύ… Εσύ φταις…»

«Εγώ φταίω;» Ο Τζων δεν πίστευε αυτό που άκουγε. Τον θεωρούσαν υπεύθυνο για όλα αυτά τα οποία του είχαν συμβεί. Ήταν απίστευτο αυτό. Δεν ήξερε πια τι να πει. Έμεινε αμίλητος.

«Ναι Τζων, εσύ φταις. Εσύ το προκάλεσες όλο αυτό. Τώρα πρέπει να σε πάρουν αυτοί οι στρατιώτες και να σε πάνε στο κτήριο. Έχεις συλληφθεί. Έχει ήδη καταχωρηθεί η σύλληψή σου. Την καταχώρησα εγώ το πρωί… Πάρε κι αυτό…»

Ο Γκρεγκ έβγαλε από την τσέπη του μια κάρτα στο μέγεθος πιστωτικής. Ήταν η καινούρια ταυτότητα του Τζων. Του είχαν δώσει και κωδικό ήδη. C0665.

Ο Τζων την κράτησε στα χέρια του και γέλασε νευρικά. Δεν είχε φωτογραφία πάνω της ακόμα. Φαντάστηκε ότι θα του την έβγαζαν εκεί, αυτοπροσώπος, όταν θα τον κουβαλούσαν στο κτήριο με τις φυλακές, ή ότι κι αν ήταν το μέρος που θα τον πήγαιναν σε λίγο.

Πέταξε την κάρτα με δύναμη πάνω στον Γκρεγκ. Εκείνος έσκυψε και την πήρε, παραδίδωντάς την στους δύο στρατιώτες και λέγοντάς τους κάτι. Εκείνοι κούνησαν το κεφάλι, δείχνωντας να συμφωνούν και άνοιξαν την πόρτα βγαίνοντας και οι δύο έξω από το δωμάτιο.

«Πού πάνε;» ρώτησε ο Τζων με ειλικρινή απορία.

«Τους είπα να περιμένουν έξω. Τους παρακάλεσα να σου δώσουν μισή ώρα να ετοιμαστείς και μετά θα σε πάνε στο μέρος που θα μείνεις για λίγο καιρό μέχρι να σου δώσουν δουλειά και δικό σου σπίτι.»

«Μάλιστα… Χαίρομαι… Γκρεγκ χαίρομαι γι’ αυτό. Σ’ ευχαριστώ πολύ…» ο Τζων είπε τα τελευταία λόγια με ένα ειρωνικό χαμόγελο, ενώ κοιτούσε στο κενό. Ο Γκρεγκ τον πλησίασε και του χάιδεψε απαλά την πλάτη. Ο Τζων τραβήχτηκε απότομα. Ο Γκρεγκ τσατίστηκε.

«Τζων. Σταμάτα πια. Κάνεις σαν παιδάκι. Γίνε άντρας! Δέξου το και ζήσε σαν άντρας εδώ πέρα. Κανείς δεν φταίει. Με την τύχη σου βάλ’τα, που μπήκες στο αεροπλάνο. Αυτή ήταν η μοίρα σου…»

«Η μοίρα μου;»

«Ναι, όλοι έχουμε μοίρα. Κάτι γραφτό να γίνει. Ήταν γραφτό να ‘ρθούμε εδώ. Εσύ να πας στο ταξίδι σου κι εγώ στον γάμο. Η ζωή μας ήταν προορισμένη  για εδώ…»

«Είσαι τρελός… Είσαι τρελός, γαμώτο!» ο Τζων φώναζε δυνατά, οργισμένος.

Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα οι δύο φρουροί. Άρπαξαν τον Τζων και τον πήγαν μέχρι την πόρτα, σχεδόν σηκωτό. Εκείνος κούναγε τα πόδια του προσπαθώντας να τους χτυπήσει και να τους σταματήσει, άλλα οι δύο στρατιώτες ήταν πολύ δυνατοί γι’ αυτόν.

Ο ένας του κρατούσε σφιχτά το στόμα για να μην φωνάζει. Ο δεύτερος του έριχνε ορισμένες μπουνιές στα πλευρά, που έκαναν τον Τζων να λυγίσει από τον πόνο και δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια του. Δεν ξαναφώναξε, ενώ οι δύο άντρες κατέβαιναν τις σκάλες βιαστικά, κρατώντας τον σχεδόν στον αέρα.

Πέρασαν από την ρεσεψιόν, όπου στεκόταν ένας γέρος, ντόπιος μάλλον, που τους κοίταζε αμίλητος με μισάνοιχτο το στόμα. Κατευθύνθηκαν προς την πόρτα και μπήκαν σε ένα ογκώδες μαύρο τζιπ, που ήταν παρκαρισμένο, ακριβώς έξω από την κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου.

Έριξαν τον Τζων στο πίσω κάθισμα, όπως ρίχνει ένα παιδί το λούτρινο αρκουδάκι του στο κρεβάτι και μετά στριμώχτηκαν μαζί του. Ο οδηγός που περίμενε όλη αυτή την ώρα υπομονετικά, έβαλε μπρος και ξεκίνησε τρέχοντας. Ο Τζων κοιτούσε θλιμένα έξω από το τζάμι και στο μυαλό του επεξεργαζόταν όλα τα πιθανα και απίθανα σενάρια της δραματικής συνέχειας που τον περίμενε.

Πέντε λεπτά μετά που έφυγε το αμάξι, κατέβηκε στην ρεσεψιόν ο Γκρεγκ. Σκάναρε το χέρι του στο μηχάνημα, που κρατούσε ο γέρος. Εκείνος τον ευχαρίστησε και ο Γκρεγκ ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο και βγήκε κι αυτός έξω.

Κοίταξε με το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και κατάλαβε ότι το τζιπ είχε φύγει. Πέρασε απέναντι και μπήκε στο καφέ με την μεγάλη βιτρίνα που την στόλιζε το σχήμα ενός φλιτζανιού με καφέ.

Κάθησε σε ένα από τα τραπεζάκια που έβλεπαν στον δρόμο και παράγγειλε ένα καφέ φίλτρου. Παρατηρούσε μια έξω και μια το ρολόι του.

Λίγη ώρα μετά κι ενώ μόλις είχε τελειώσει τον καφέ του, μια νεαρή κοπέλα μπήκε αναστατωμένη στο καφέ και κατευθύνθηκε στην μπάρα για να παραγγείλει.

Ο Γκρεγκ, εβγαλε το κινητό του, που έμοιαζε πολύ με μπλάκμπερι και πληκτρολόγησε βιαστικά, ένα μήνυμα στέλνοντάς το αμέσως και βάζοντας ξανά το κινητό στην τσέπη του. Έπειτα σηκώθηκε και πλησίασε την κοπέλα που περίμενε νευρικά την παραγγελία της.

Της άγγιξε την πλάτη απαλά και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί.  

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ...) ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΝΟΥΒΕΛΑΣ, ΜΕ ΤΟ Γ' ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ.

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ ΣΤΟ ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΑΡΧΕΙΟ ΓΟΥΟΡΝΤ.

ΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ, (ΚΥΡΙΑΚΗ-ΔΕΥΤΕΡΑ-ΤΡΙΤΗ) ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΦΙΝΑΛΕ...

 

ΘΑ ΧΑΡΩ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΑΣ: :hi:

 

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

 

Μέρος Γ’

 

 

Το μαύρο τζιπ έστριψε από ένα στενό δρομάκι και βγήκε από την πόλη. Ακολούθησε ένα ανηφορικό χωματόδρομο που περνούσε  μέσα από εκτάσεις άγονης γης, με κάποια διάσπαρτα δέντρα και αραιά βλάστηση να σπάνε το μονότονο τοπίο. Περίπου μισή ώρα μετά, προσέγγισαν ένα ψηλό κτήριο όπου δέσποζε μια τεράστια πύλη από μεταλλικές ψηλές πόρτες και έναν φρουρό με στρατιωτική στολή και όπλο να περιμένει ακίνητος στο φυλάκιό του.

 

Η καρδιά του Τζων σφίχτηκε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ήταν αμίλητος και, κάπου-κάπου, ξεσπούσε σε βουβούς λυγμούς κοιτάζοντας έξω την αχανή πόλη, καθώς το τζιπ με τους δύο άνδρες διέσχιζε τις φαρδιές, άδειες λεωφόρους της. Τώρα όμως, μπαίνοντας στην πύλη του θεόρατου κτηρίου, ο τρόμος εισέβαλλε για τα καλά μέσα του. Καταλάβαινε ότι εκεί ήταν το αρχηγείο της κυβέρνησης και ότι – ίσως - θα οδηγούταν στις φυλακές ή και… Αυτό δεν τόλμησε να το σκεφτεί, η ιδέα και μόνο του χειρότερου σεναρίου που τον περίμενε του ανακάτευε το στομάχι και τον τρέλαινε.

 

Το τζιπ έκοψε ταχύτητα και ο φρουρός με το όπλο πλησίασε τον οδηγό. Εκείνος του έδειξε κάτι σαν ταυτότητα και ο φρουρός έδωσε εντολή με κάποιον ασύρματο που είχε περασμένο στη ζώνη του να ανοίξουν την πύλη. Το τζιπ πέρασε με χαμηλή ταχύτητα και διασχίζοντας το προαύλιο του κτηρίου, πάρκαρε σε έναν όρχο δίπλα σε μικρά τεθωρακισμένα και διάφορα στρατιωτικά τζιπ και φορτηγά.

 

Οι δύο άνδρες άνοιξαν τις πόρτες και κατευθύνθηκαν στο πίσω κάθισμα για να πάρουν τον Τζων. Ενστικτωδώς, εκείνος κούρνιασε στο κάθισμα του και γατζώθηκε από τα δερμάτινα καθίσματα. Ο ένας από τους δύο άνδρες άνοιξε την πόρτα και τον τράβηξε βίαια έξω, χωρίς να πει κουβέντα. Ο Τζων δεν είχε πλέον αντοχή να αντισταθεί. Ο τρόμος τον είχε παραλύσει. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο από το κλάμα και τα δάκρυα είχαν ανακατευθεί με υγρά από τη μύτη και το στόμα του.

 

Οι δύο μεγαλώσομοι άνδρες έσυραν τον Τζων μέχρι το ασανσέρ, όπου πάτησαν το κουμπί για τον 9ο όροφο. Ο Τζων θυμήθηκε αστραπιαία τα λόγια του Γκρεγκ στο ξενοδοχείο, όταν είχαν πρωτοσυναντηθεί και του εξιστορούσε την δική του περιπέτεια. Η θλίψη της παραδοχής ότι όλα αυτά ήταν τελικά αληθινά, τον κατέβαλλε. Κοιτούσε το πάτωμα του ασανσέρ με το κεφάλι κρεμασμένο κάτω αμίλητος, ενώ οι δύο άνδρες τον κρατούσαν σφιχτά από τα μπράτσα του.

 

Φτάνοντας στον 9ο όροφο, τον οδήγησαν μέσα από ένα δαιδαλώδες τοπίο γραφείων, άδειων αιθουσών και κλειδωμένων δωματίων, σε ένα μακρόστενο διάδρομο που κατέληγε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Το κυβερνητικό γραφείο, σκέφτηκε ο Τζων, φέρνοντας και πάλι στην μνήμη του τα λόγια του Γκρεγκ.

 

Μπαίνοντας στο δωμάτιο ο Τζων αντίκρυσε ένα γραφείο όπου πίσω του καθόταν ένας αυστηρός άνδρας, σχεδόν ηλικιωμένος με ξυρισμένο το κεφάλι και λευκό μούσι. Η διακόσμηση του γραφείου ήταν ανύπαρκτη. Υπήρχαν μόνο φάκελοι, ατέλειωτα ξύλινα ράφια στους τοίχους γεμάτα με βιβλία, ντοσιέδες και κουτιά, μία λάμπα έριχνε λευκό δυνατό φως από το ταβάνι, ενώ τα τεράστια παράθυρα ήταν καλυμμένα από γκρι κουρτίνες. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζων καταλάβαινε ότι είχε πλέον σουρουπώσει, από το μωβ αμυδρό χρώμα του ουρανού πίσω από τις κουρτίνες. Η τρίτη ημέρα του σ’ αυτή την κόλαση έφτανε στο τέλος της, αναλογιζόταν. Αύριο θα ήταν Σάββατο και μεθαύριο Κυριακή. Η ημέρα της επιστροφής του, σκέφτηκε. Ή μήπως όχι; Είχε αρχίσει να χάνει πια την αίσθηση του χρόνου, άλλα η ελπίδα της  αναζήτησής του από την οικογένειά του, σιγόκαιγε ακόμα μέσα του.

 

«Είσαι ο κρατούμενος πολίτης C0655; Επιβεβαίωσέ το», άκουσε να του λέει στα αγγλικά ο ηλικιωμένος  άνδρας πίσω από το γραφείο.

 

«Κρατούμενος;» ο Τζων δεν μπορούσε να χωνέψει αυτό που άκουγε… Η φωνή του έτρεμε.

 

«Είσαι ο κρατούμενος πολίτης C0655; Απάντησε!». Ο άνδρας ύψωσε τη φωνή του δείχνοντας με το χέρι του μια κάρτα με τον κωδικό και μια φωτογραφία του Τζων. Που, γαμώτο, την βρήκαν; Σκέφτηκε και έγνεψε με το κεφάλι του ότι συμφωνούσε. Ο Γκρεγκ, αυτός ο γαμημένος μπάσταρδος… σκέφτηκε.

 

«Κρατούμενε, πολίτη C0655, έχεις συλληφθεί σύμφωνα με τον νόμο της Κυβέρνησης. Από αυτή την στιγμή παύονται όλα τα προσωπικά δικαιώματα σου. Ανήκεις στην Κυβέρνηση, θα εργαστείς για την Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση υποχρεούται να σου παρέχει δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας, που είναι πρωτεύων για την διατήρηση του πολιτισμού μας.

 

»Θα περάσεις τις επόμενες 72 ώρες σε ένα από τα διαμερίσματα του κτηρίου, θα φυλάσσεσαι, καθώς είσαι κρατούμενος και έχεις συλληφθεί βάση του νόμου της Κυβέρνησής μας.

 

»Με το πέρας των 72 ωρών, θα σου ανατεθεί η υποχρεωτική εργασία που θα εκτελείς και θα οδηγηθείς στην μόνιμη κατοικία που θα σου παρέχει η Κυβέρνησή μας, στην Πόλη αυτή, έως ότου κριθείς έτοιμος για την δημιουργία οικογένειας.»

 

Τα λόγια του ηλικιωμένου άνδρα, εισχωρούσαν στο μυαλό του Τζων, αφήνοντάς τον αμίλητο. Ο χειρότερος εφιάλτης του είχε ζωντανέψει και ο ίδιος ήταν ολόσχαιρώς ξύπνιος. Δάκρυα, ιδρώτας και σάλια είχαν ανακατευτεί στο πρόσωπό του καθώς έβλεπε με ανοιχτό το στόμα τον άνδρα να τον καταδικάζει, χωρίς να έχει κάνει τίποτα απολύτως. Έσφιγγε την καρέκλα του, ώσπου οι αρθρώσεις του άσπρισαν. Βρήκε την δύναμη να ψελλίσει κάτι.

 

«Συλλαμβάνομαι; Συλλαμβά…»

 

«Πάρτε τον από εδώ!», φώναξε ο ηλικιωμένος άνδρας στους δύο μεγαλώσομους φρουρούς.

 

Εκείνοι, έκαναν την γνώριμη δουλειά τους αρπάζοντάς  τον Τζων βίαια από τα μπράτσα και χτυπώντας τον στο πρόσωπο και τα πλευρά του. Εκείνος  ούρλιαζε με κάθε ικμάδα δύναμης που του είχε απομείνει. «Γιατί; Γιατί; Συλλαμβάνομαι; Γιάτι;»

 

Τα δάκρυα κυλούσαν από το μελανιασμένο του πρόσωπό καθώς οι φρουροί τον οδηγούσαν σχεδόν σηκωτό προς το μέρος που θα έμενε. Προς το κελί του.

 

«Αθώος! Αθώος! Γιατί; Γιατί συλλαμβάνομαι; Γιατί;» Τα ουρλιαχτά του σταμάτησαν όταν ο ένας από τους δύο άνδρες του χτύπησε δυνατά το στόμα με τη γροθιά του. Ο Τζων ούρλιαξε και έφτυσε αίμα. Είχε αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις του. Πόνος, απελπισία, τρόμος και πείνα τον νίκησαν και εκείνος ηττημένος κατέρρευσε στα χέρια των δεσμοφύλακών του, λιποθυμώντας.

 

Έξω είχε πια βραδιάσει, όταν τον πέταξαν μέσα στο διαμέρισμα-κελί του, στον 10ο όροφο του κτηρίου.

 

Ήταν Παρασκευή βράδυ.

 

 

 

 

ΣΑΒΒΑΤΟ.

 

Το ξημέρωμα βρήκε τον Τζων κουλουριασμένο στο σκληρό κρεβάτι του δωματίου του, να έχει αποκοιμηθεί με τα ρούχα του, έχοντας λερώσει τα σεντόνια με αίμα, ούρα και μουσκεύοντάς τα στον ιδρώτα.

 

 Όταν άνοιξε τα μάτια του, πριν συνειδητοποιήσει καλά-καλά που βρισκόταν, περιεργάστηκε τον χώρο. Το δωμάτιο που έπαιζε τον ρόλο του διαμερίσματος άλλα και του κελιού του, ήταν μακρόστενο, βαμμένο λευκό, χωρίς την παραμικρή επίπλωση εκτός από το κρεβάτι του, ένα ξύλινο γραφείο με μια λάμπα πάνω του και μία, επίσης, ξύλινη καρέκλα. Ακόμα, υπήρχε ένας νιπτήρας με βρύση και έναν απλό μικρό καθρέφτη στερεωμένο από πάνω ακριβώς στον τοίχο, καθώς και ένα μικρό δωματιάκι στο μέγεθος μιας ντουλάπας, που ο Τζων συμπέρανε ότι θα ήταν η τουαλέτα.

 

Ένα κελί πολυτελείας, σκέφτηκε. Τηλεόραση ή ραδιόφωνο, φυσικά απουσίαζαν, άλλα παρατήρησε ότι υπήρχε μια μικρή στίβα από βιβλία στην μια γωνία του δωματίου, ενώ πάνω στο τραπέζι, καθώς κοίταζε τώρα καλύτερα, βρίσκονταν ένα γκρι παντελόνι, μια –επίσης – γκρι μπλούζα και ένα ζευγάρι χαμηλά μαύρα παπούτσια, κλεισμένα σε πλαστική συσκευασία.

 

Ο Τζων τα είχε χαμένα… Το κεφάλι του πονούσε και ο ίδιος ένιωθε πλέον παραδωμένος στην μοίρα του. Η απελπισία τον είχε κυριεύσει. Δεν ένιωθε να έχει πια δυνάμεις για τίποτα. Σηκώθηκε αργά και βαριεστημένα και μπήκε στο μικρό δωματιάκι, που όντως, ήταν η τουαλέτα. Είχε ξεχάσει πότε είχε φάει τελευταία φορά και έτσι δεν είχε την ανάγκη της τουαλέτας, παρά μόνο για να ουρήσει. Βγήκε από μέσα και πηγε προς τον νιπτήρα. Ανοιξε τη βρύση και έριξε παγωμένο νερό στο πρόσωπό του. Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Είχε τα χάλια του. Το αίμα είχε ξεραθεί και οι μώλωπες από τις γροθιές των φρουρών είχαν πλέον πάρει το γνώριμο μπλαβί χρώμα. Δεν είχε την δύναμη ούτε να σοκαριστεί από την εικόνα του.

 

Ξανακάθισε στο κρεβάτι και έχωσε το κεφάλι στα χέρια του. Μπορούσε ακόμα να υπολογίσει τον χρόνο και διαπίστωσε ότι ήταν Σάββατο. Αν άντεχε να βγει ζωντανός από αυτό το μέρος, αύριο θα άρχιζαν να τον αναζητούν οι δικοί του και μεθαύριο οι συνάδελφοί του στην τράπεζα. Μόνο αυτή η σκέψη τον κρατούσε ζωντανό. Αυτό και τίποτε άλλο.

 

Γαμημένε μπάσταρδε… Θα σε σκοτώσω… Η σκέψη του Τζων τριγυρνούσε στον Γκρεγκ. Τον θεωρούσε υπαίτιο για την φυλάκισή του. Κατά βάθος τον θεωρούσε υπαίτιο για όλα όσα τραβούσε τώρα εδώ σ’ αυτήν την ξεχασμένη από τον Θεό, μυστηριώδη πόλη.

Το ταξίδι στην Ισπανία τώρα του φαινόταν σαν να είχε γίνει σε κάποια άλλη ζωή. Η ημέρα που ξεκινούσε για το αεροδρόμιο του Χίθροου, εκείνη η συννεφιασμένη Τετάρτη, έμοιαζε να απέχει χίλια χρόνια από το σήμερα. Από το εφιαλτικό παρόν που ζούσε ο Τζων, σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο-κελί.

 

Ψάχνωντας στις τσέπες του είδε ότι δεν είχε μαζί ούτε το ρολόι του, ούτε το κινητό του. Θα του τα είχαν πάρει όταν ήταν αναίσθητος στο ξενοδοχείο, σκέφτηκε, άλλα - ούτως ή άλλως – εδώ του ήταν άχρηστα πια.

 

Σηκώθηκε και κάθισε στη καρέκλα και ακούμπησε τους αγκώνες του στο λιτό, ξύλινο γραφείο. Προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα γεγονότα, θυμούμενος τα λόγια του Γκρεγκ, όσο αυτό ήταν δυνατό, ώστε να μπορέσει να υπολογίσει και να σχεδιάσει με όσο το δυνατόν μικρότερη απόκλιση, το μέλλον που τον περίμενε από εδώ και στο εξής.

 

Θυμήθηκε, ότι ο Γκρεγκ του είχε πει, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε και ο ηλικιωμένος άνδρας που τον καταδίκασε στο γραφείο του, νωρίτερα. Θα καθόταν για μερικές μέρες, δύο-τρεις μάλλον, 72 ώρες, θυμήθηκε ξάφνου τα λόγια του άνδρα, στο κελί και μετά θα του έβρισκαν διαμέρισμα και δουλειά στην πόλη.

 

Άρα προς το παρόν δεν ελόχευε ο κίνδυνος να τον εκτελέσουν ή να τον βασανίσουν ή οτιδήποτε άλλο τρομακτικό περνούσε από το μυαλό του. Τουλάχιστον θα ήταν ζωντανός και όρθιος στα πόδια του, αν έως τότε δεν είχε καταφέρει να τον εντοπίσει κανείς από τους δικούς του ανθρώπους, φυσικά. Η σκέψη να μην τον εντοπίσουν προς στιγμήν τον ανατρίχιασε. Όμως ήταν μια πιθανότητα. Φριχτή άλλα υπαρκτή.

Προσπαθούσε να καταστρώσει ένα νέο σχέδιο στο μυαλό του. Στην απευκταία περίπτωση που κανείς δεν τον αναζητούσε από την οικογένειά του, θα έπρεπε, μετά το πέρας των 72 ωρών που θα τον οδηγούσαν στο νέο του σπίτι, να κάνει τα αδύνατα-δυνατά για να μπορέσει να βρει ένα τρόπο να το σκάσει από αυτό το μέρος. Καταλάβαινε ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να μην τον παρακολουθούν, άλλα θα κινούσε γη και ουρανό για να καταφέρει να βρει έναν τρόπο διαφυγής.

 

Η ιδέα να ψάξει και να βρει τον Γκρεγκ για να τον εκδικηθεί τον ηδόνιζε, άλλα την ίδια στιγμη την έβρισκε ανούσια και άχρηστη. Θα τον καθυστερούσε πολύ και ίσως τον έβαζε σε μεγαλύτερους μπελάδες, καθώς φαινόταν ότι αυτός ο μπάσταρδος είχε καλές σχέσεις με την κυβέρνηση αυτού του καταραμένου τόπου. Θα ήταν προτιμότερο να αφιερώσει τον χρόνο του στο να ψάχνει μέρα και νύχτα τρόπους απόδρασης από την πόλη, παρά να αναλώνεται σε ανούσιες διαμάχες.

 

Με τις σκέψεις να τριβελίζουν το μυαλό του που προσπαθούσε να προσαρμοστεί στην νέα πραγματικότητα, ο Τζων είχε σχεδόν ξεχάσει πότε είχε φάει τελευταία φορά. Το στομάχι του διαμαρτυρόταν επικύνδυνα πλέον και η δίψα είχε έρθει να προστεθεί στα προσωπικά του μαρτύρια. Απελπισμένος άρχισε να κλοτσάει τους τοίχους και να ουρλιάζει. «Πεινάω! Φαγητό! Μπάσταρδοι!»  Κατά βάθος ήξερε ότι δεν θα ασχολούνταν κανείς μαζί του και ίσως και να τον άφηναν επίτηδες χωρίς φαγητό για όσο καιρό θα έμενε σ’ αυτό το κελί, ώστε να του τσακίσουν το ηθικό εντελώς. Όμως έπρεπε να φάει και – έστω – να πιει νερό. Θα πέθαινε από την δίψα και αυτό δεν του φαινόταν και η καλύτερη εξέλιξη…

Αλλά, για τι θα μπορούσε να ήταν πλέον σίγουρος σ’ αυτόν τον τόπο που είχε ξεπέσει, σκεφτόταν.

 

Τρία τέταρτα περίπου αργότερα, άκουσε κάποιον να περιεργάζεται την πόρτα του δωματίου. Ο Τζων σκέφτηκε ότι οι φωνές του έπιασαν τόπο και ότι κάποιος θα του έφερνε να φάει και να πιει. Σκέφτηκε επίσης και τα χειρότερα. Ότι κάποιος θα έμπαινε με κακό σκοπό στο κελί, για να τον βασανίσει ή… Έδιωξε με το ζόρι τις κακές σκέψεις από το  μυαλό του και κόλλησε το πρόσωπό του στο μικροσκοπικό γυάλινο παραθυράκι που είχε οπτική επαφή με τον μακρύ διάδρομο, έξω από το δωμάτιο του.

 

Προσπαθούσε να δει ποιος σκάλιζε την πόρτα, αλλά κυρίως τι κρατούσε. Η έκπληξη που αντίκρυσε τον ξάφνιασε και τον έκανε να τραβηχτεί απότομα πίσω. Στο μικρό παραθυράκι ξεπρόβαλλε το πρόσωπο μιας κοπέλας. Ήταν χλωμή, με τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα κώτσο, φορούσε ένα πηλίκιο στο χρώμα της στολής που φορούσε και ο ηλικιωμένος διοικητής, άρα είναι στρατιωτίνα, σκέφτηκε ο Τζων και κρατούσε ένα δίσκο.

Κάτω από το μικρό παραθυράκι, κοντά στο πάτωμα, υπήρχε ένα επίσης, μικρό πορτάκι που ξεκλείδωνε για να μπορούν να περάσουν αντικείμενα στο δωμάτιο. Η κοπέλα-φύλακας άφησε έναν μεταλλικό δίσκο με 3 κλειστά κουτιά και ένα πλαστικό μπουκαλάκι με νερό και απομακρύνθηκε. Ο Τζων πλησίασε πάλι και χτύπησε την πόρτα δυνατά με τη γροθιά του.

 

«Στάσου!» Η φωνή του Τζων, ξάφνιασε την φρουρό που έκανε απότομα πίσω και κοίταξε στα μάτια τον Τζων μέσα από το μικρό τζαμάκι. Τα καστανά της μάτια έδειχναν τρόμο, άλλα και συμπόνια.

 

«Στάσου! Περίμενε!» Ο Τζων χτυπούσε την μεταλλική πόρτα με το χέρι του, άλλα όταν κατάλαβε ότι δεν θα έβρισκε ανταπόκριση, ηρέμησε και προσπάθησε να κάνει την κοπέλα να του δώσει σημασία.

 

«Σε παρακαλώ… Βοήθησέ με! Μιλάς αγγλικά; Σε παρακαλώ πές μου αν μιλάς αγγλικά… Αν μιλάς απάντησε μου. Απλά απάντησέ μου…» Ο Τζων έμοιαζε να ικετεύει με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει.

 

«Σε παρακαλώ…» Κλαψούριζε στην τελευταία του ικεσία και, προς έκπληξή του, η κοπέλα του απάντησε στα αγγλικά.

 

«Μιλάω αγγλικά. Σου έφερα να φας. Φάε. Θα σου ξαναφέρω το βράδυ.»

 

«Στάσου!» Ο Τζων κόλλησε το πρόσωπό του ξανά στο τζάμι, άλλα το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν την κοπέλα με τα μεγάλα καστανά,

τρομαγμένα της μάτια να απομακρύνεται. Περπατούσε αυστηρά, όπως αρμόζει σε έναν στρατιώτη, άλλα με την θηλυκή χάρη και ευαισθησία να μην την έχουν εγκαταλείψει. Το πρόσωπό της δεν θύμιζε ευρωπαία, ούτε ασιάτισσα… Έμοιαζε με τα πρόσωπα τον κατοίκων που είχε συναντήσει. Χλωμό και λεπτό. Λίγο θλιμμένο, αλλά και…

 

Όμορφο;

 

Ο Τζων δεν ήξερε τι είδους σκέψεις έκανε… Έγειρε στο πάτωμα και τα μάτια του βούρκωσαν. Το χέρι του πονούσε. Η απελπισία τον κυρίευε, άλλα και μια νέα ελπίδα είχε ανατείλλει τώρα στο μυαλό του. Ίσως αυτή η κοπέλα να τον βοηθούσε. Ίσως γινόταν φίλη του. Δεν έμοιαζε με τους άλλους. Φαινόταν να κατανοεί και – κυρίως - μιλούσε αγγλικά.

 

Σηκώθηκε με δυσκολία και έπιασε τον δίσκο με τα πακεταρισμένα φαγητά. Ξετύλιξε το πρώτο. Κοτόπουλο με ζυμαρικά. Μύριζε περίεργα άλλα το στομάχι του έκανε πάρτυ και μόνο στην ιδέα του φαγητού. Άρχισε να τρώει μανιασμένα σαν πεινασμένος λύκος, με τα χέρια. Ξετύλιξε και το δεύτερο πακέτο. Ένα σάντουιτς από ψωμί και τυρί. Άρχισε να το δαγκώνει με λύσσα για να ικανοποιήσει την πείνα του. Σταματούσε που και που για να πιεί κάποιες γουλιές από το νερό και μετά συνέχιζε το φαγητό. Το τελευτάιο πακέτο ήταν ένα ξερό κέικ σοκολάτα. Μισούσε την σοκολάτα, αλλά εκείνη τη στιγμή του φαινόταν υπέροχη, έτσι έχωσε ολόκληρο το κομμάτι στο στόμα του και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο.

 

Το στομάχι του πονούσε από την ξαφνική εισροή φαγητού, άλλα για πρώτη φορά μετά από πολλές ώρες ένιωθε πιο δυνατός στα πόδια του. Ήπιε το υπόλοιπο νερό του και κάθισε ξανά στο κρεβάτι σκεφτόμενος τι θα κάνει.

 

Η φρουρός του είχε πει οτί θα έρθει ξανά το βράδυ. Αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία να της πιάσει την κουβέντα και να την παρακαλέσει, να την ικετέψει, να τον βοηθήσει. Αν ήξερε αγγλικα σημαίνει ότι ίσως να ήταν κι αυτή ένα θύμα που τράβηξαν σ’ αυτήν την πόλη και την υποχρέωσαν να δουλεύει για την κυβέρνηση σαν στρατιώτης. Ίσως όμως και να ήταν απλά μια ντόπια που είχε μάθει αγγλικά γιατι το απαιτούσε η δουλειά της και η καθημερινή της τριβή με τους κρατούμενους. Με τους φυλακισμένους, εδώ.

 

Η τελευταία φράση τσάκισε τον Τζων. Δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Δεν μπορούσε να αφήσει τη μοίρα του στα χέρια ενός παρανοικού στρατηγου, πολιτικού ή δικτάτορα, ό,τι και να ήταν αυτός, που θα αποφάσιζε το πώς θα ζήσει ο Τζων το υπόλοιπο της ζωής του σε μια χώρα, κάπου…  στο πουθενά.

 

Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στο πως θα καταφέρει να πείσει την κοπέλα-φρουρό να τον βοηθήσει το βράδυ που θα ερχόταν για να του φέρει φαγητό. Φοβήθηκε ότι ίσως να την είχε τρομάξει τόσο, όσο να είχε ζητήσει ήδη να αντικατασταθεί και να έρθει κάποιος άντρας για να τον επιβλέπει, άλλα προτίμησε να ελπίζει ότι δεν θα συνέβαινε αυτό και ότι, εκείνη, θα μπορούσε να κατανοήσει την κατάστασή του.

 

Ίσως αν την κατάφερνε να τον λυπηθεί ή, ακόμα καλύτερα να…την γοητεύσει, αν και αυτό του φάνηκε αδύνατο στην κατάσταση που βρισκόταν ο ίδιος. Ήταν εξαντλημένος, χτυπημένος και σε άθλια κατάσταση… Δεν είχε καν την απαραίτητη διαύγεια για να προσπαθήσει να κάνει την νεαρή γυναίκα να ενδιαφερθεί για την περίπτωσή του. Εκτός των άλλων, είχε σχεδόν… ξεχάσει πως είναι να φλερτάρεις μια γυναίκα, πόσο μάλλον τώρα στην φριχτή κατάσταση που βρισκόταν.

 

Έδιωξε αμέσως τις παράξενες σκέψεις από το κεφάλι του και ξάπλωσε στο κρεβάτι προσπαθώντας να χαλαρώσει και να καθαρίσει το μυαλό του.

 

Μη έχοντας κινητό ή ρολόι μαζί του, ο μόνος τρόπος για να υπολογίσει την ώρα, αφού δεν υπήρχε παράθυρο που να μπορεί να δει τον ουρανό, ήταν να υπολογίζει την ώρα που θα ερχόταν η φρουρός για το φαγητό. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε βραδιάσει. Σίγουρα είχε ακόμα καιρό μπροστά του. Την ίδια εκείνη στιγμή του πέρασε μια ιδέα από το μυαλό του. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και πήγε προς την στίβα με τα βιβλία στη γωνία του δωματίου. Γονάτισε και άρπαξε ένα στην τύχη, ανοίγοντάς το στη πρώτη σελίδα, που ήταν κενή.

 

Αυτό είναι, μονολόγησε, καθώς η ιδέα που τού ήρθε στο μυαλό ήταν να προσπαθήσει να γράψει στο χαρτί, όσο πιο περιεκτικά και σύντομα μπορούσε, την κατάσταση του και να ζητήσει βοήθεια από την κοπέλα, όταν θα ερχόταν το βράδυ.

 

Θα της έγραφε το όνομά του, το τηλέφωνο του σπιτιού του, και σε λίγες λέξεις, όλα όσα του συνέβησαν αυτές τις τρεις ημέρες, μέχρι να οδηγηθεί σ’αυτό εδώ το μπουντρούμι. Ήλπιζε στην κατανόηση και την καλοσύνη της φρουρού και – άλλωστε – ήταν ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσει μαζί της, αφού εκείνη δεν έδειχνε να έχει διάθεση για κουβέντα και σίγουρα θα της απαγόρευαν και οι ανώτεροί της να έχει επαφές με τους φυλακισμένους.

 

Για κάποιο λόγο, έδειχνε να την έχει συμπαθήσει και πίστευε ότι θα τον βοηθούσε. Αν μη τι άλλο, όφειλε να δοκιμάσει να της δώσει το χαρτί, την στιγμή που θα άνοιγε το πορτάκι για να του δώσει τον δίσκο με το φαγητό. Θα το έπαιρνε, σίγουρα θα το πάρει, σκεφτόταν, με ελπίδα. Ήταν τόσο καλή.

 

Και όμορφη. Αχ, ναι ήταν όμορφη…

 

Ο Τζων έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο, γράφοντας στην πρώτη κενή του σελίδα οτιδήποτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Έγραψε το όνομά του, το τηλέφωνο του σπιτιού των γωνιών του και το κινητό της αδελφής του, την διεύθυνση του στην Αγγλία, την ημερομηνία της πτήσης του, και μεσα σε λίγες απλές λέξεις τα όσα συνέβησαν από την ημέρα που ξύπνησε σ’εκείνο το ξενοδοχείο, έως την φυλάκισή του εδώ. Ανέφερε και τον Γκρεγκ. Τον γαμημένο τον Γκρεγκ.

 

Έγραψε όλα όσα του είπε, και όλα όσα έκανε από την στιγμή που συναντήθηκαν. Ίσως έτσι να του έκανε κακό, όπως βαθιά μέσα του ήθελε. Ακόμα και αν όλα πήγαιναν στον βρόντο, με αυτό τον τρόπο ίσως ενοχοποιούσε τον Γκρεγκ. Μπορεί και να του κατέστρεφε τη ζωή, προδίδοντας τις λεπτομέρειες της συζήτησής τους.

 

Αυτό του χάρισε ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη, άλλα την επόμενη κι όλας στιγμή σοβάρεψε και συνέχισε να γράφει οτιδήποτε θεωρούσε απαραίτητο να μάθει η φρουρός.

 

Λίγο μετά τελείωσε το γράψιμο. Έσκισε τη σελίδα από το βιβλίο, ένα άγνωστο βιβλίο σε μια άγνωστη γλώσσα, και άφησε το χαρτί στο τραπέζι. Ήταν η τελευταία του ελπίδα να κάνει κάποιον να τον ακούσει και να τον βοηθήσει. Ευχόταν μέσα του να έρθει η ίδια κοπέλα το βράδυ και όχι κάποιος άλλος φρουρός. Δεν θα είχε καμία ελπίδα αν έπεφτε σε κάποιον αυστηρό ντόπιο φρουρό που δεν καταλάβαινε λέξη αγγλικά. Έπρεπε να είναι αυτή. Η χλωμή μελαχρινή κοπέλα με τα μεγάλα καστανά μάτια. Ήταν η μόνη ελπίδα του.

 

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Χωρίς ρολόι η αίσθηση του χρόνου ήταν πολύ παράξενη. Δεν ήξερε αν η ώρα κυλούσε αργά ή γρήγορα. Δεν είχε καμία ένδειξη ότι ο χρόνος περνούσε. Μόνο την αναμονή και την ελπίδα.

 

Να έρθει αυτή ξανά.

 

Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια του με τα χέρια του στην προσπάθεια να τον πάρει λίγο ο ύπνος, όμως αμέσως μετά τινάχτηκε και προσπάθησε να σηκωθεί. Δεν έπρεπε να κοιμηθεί. Απαγορευόταν να κοιμηθεί, σκέφτηκε πανικόβλητος.

 

Αν κοιμόταν ίσως να μην έπαιρνε ποτέ είδηση την κοπέλα που θα ερχόταν για το φαγητό. Ήταν τόσο πολύ κουρασμένος που θα κοιμόταν βαριά και δεν θα άκουγε ούτε καν το άνοιγμα από το μεταλλικό πορτάκι. Η κοπέλα θα άφηνε τον δίσκο στο πάτωμα από το πορτάκι και θα έφευγε. Όχι, δεν έπρεπε να κοιμηθεί με κανέναν τρόπο. Όχι πριν της παραδώσει το γράμμα.

 

Σηκώθηκε και άρχισε να κάνει βόλτες στο στενό, μακρόστενο δωμάτιο. Τέντωνε τα χέρια του και τα πόδια του, σαν να κάνει ασκήσεις γυμναστικής για να ξυπνήσει τους μυς του. Έτσι ίσως να έδιωχνε τον ύπνο και την κούραση. Δοκίμασε να κάνει ένα ελαφρό τζόγκινγκ, επι τόπου, απλά και μόνο για να τον κρατάει σε εγρήγορση. Ήταν πολύ σημαντικό να είναι ξύπνιος τη στιγμή που θα ερχόταν η κοπέλα. Ήταν σίγουρος ότι θα ερχόταν αυτή και όχι άλλος. Ήταν απόλυτα σίγουρος.

 

Έλα. Έλα λοιπόν. Έλα…

 

Οι ώρες κυλούσαν άλλα στον Τζων φαινόταν σαν ο χρόνος να έχει παγώσει. Καμία ένδειξη ότι κυλούσε. Καμία ελπίδα να καταλάβει τι ώρα ήταν, εκτός αν ερχόταν αυτή.

 

Έλα επιτέλους. Έλα σε παρακαλώ…

 

Απέφευγε να ξαπλώσει, παρόλο που τα βλέφαρα του ήταν βαριά και τα μάτια του μισόκλειναν. Η όραση του σκοτείνιαζε από την νύστα αλλά ο Τζων κινούταν αδιάκοπα μέσα στο δωμάτιο. Καμιά φορά καθόταν λίγο στην καρέκλα του γραφείου περιεργάζοντας τα άγνωστα βιβλία, και άλλες φορές καθόταν στην άκρη του κρεβατιού προσέχοντας επιμελώς, να μην ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι, κάτι που θα σήμαινε ότι θα βυθιζόταν στον ύπνο που είχε τόσο ανάγκη ο οργανισμός του.

 

Νυστάζω, νυστάζω τόσο. Θέλω πολύ να κοιμηθώ. Έλα, γαμώτο. Έλα!

 

Στριφογύριζε, στο κρεβάτι και λαχταρούσε τόσο πολύ να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. Στο κάτω-κάτω, σκεφτόταν, ότι ο θόρυβος από το πορτάκι θα τον ξυπνούσε, και ο μεταλλικός ήχος του δίσκου στο πάτωμα, σίγουρα θα τον ξυπνούσε. Κι αν όχι; Δεν τον ένοιαζε πια… Θα κοιμόταν, δεν άντεχε άλλο…

 

Ξάπλωσε και βύθισε το κεφάλι του στο μαξιλάρι… Ο ύπνος ερχόνταν σαν πέπλο και τον σκέπαζε, τον τραβούσε μαζί του… Δεν είχε άλλες αντιστάσεις…

 

Έλα! Έλα, γαμώτο…

 

Η φασαρία από το μεταλλικό πορτάκι τον ξάφνιασε. Δευτερόλεπτα πριν βυθιστεί στον ύπνο πετάχτηκε και το βλέμμα του καρφώθηκε στην σιλουέτα που διαγραφόταν πίσω από το λερωμένο τζάμι του παραθύρου της πόρτας. Ήταν αυτή.

 

Ο Τζων πετάχτηκε με δύο δρασκελιές από το κρεβάτι ως την πόρτα. Κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι και είδε την χλωμή σιλουέτα της κοπέλας με τα μάυρα μαλλιά κάτω από το πηλίκιο της και τα τεράστια καστανά,θλιμμένα της μάτια να τον κοιτάνε. Η καρδιά του χτυπούσε. Αστραπιαία πήγε προς το γραφείο και άρπαξε το χαρτί. Η κοπέλα ξεκλείδωνε το πορτάκι για να του αφήσει τον δίσκο, ο Τζων έβαλε γρήγορα το χέρι του και της άρπαξε τον καρπο.

 

«Στάσου!» γρύλισε με αγωνία, ενώ το παγωμένο χέρι της κοπέλας πάσχιζε να απαγκιστρωθεί από τα δάχτυλα του Τζων.

 

«Άφησε με. C0655 άφησέ με!» Η φρουρός φώναξε δυνατά και ο Τζων τινάχτηκε πίσω αφήνοντας το χέρι της. Πέταξε κάτω τον δίσκο και της έδωσε το χαρτί πριν προλάβει να κλείσει το πορτάκι.

 

«Περίμενε… Σε παρακαλώ. Με λένε Τζων. Πάρε αυτό το χαρτί. Διάβασε το. Μ’ ακους; Διάβασέ το! Πρέπει να το διαβάσεις!»

 

Η κοπέλα κοιτούσε από το τζάμι τον Τζων. Το βλέμμα της ήταν αυστηρό άλλα και περίεργο. Έδειχνε να τον συμπονά. Άλλα δεν μπορούσε να το φανερώσει. Δεν επιτρεπόταν.

 

«Θα το διαβάσεις σε παρακαλω; Υποσχέσου μου ότι θα το διαβάσεις…»

 

«C0655…»

 

«Τζων! Με λένε Τζων.»

 

«Κοίτα… Δεν μπορώ. Μην ξαναμιλήσεις.» Η κοπέλα κράτησε το χαρτί. Δεν το πέταξε και αυτό εδωσε ελπίδα στον Τζων, άλλα ήθελε πολύ να της μιλήσει κι άλλο. Να του μιλήσει κι άλλο.

 

«Μιλάς αγγλικα… Πώς; Πώς έμαθες; Από πού είσαι;»

 

«Ξέρω αγγλικά. Έχω… Είχα γνωρίσει κάποιους ξένους.»

 

«Κάποιους σαν εμένα; Σε παρακαλώ, μίλα μου. Ξέρεις τι συμβαίνει, έτσι; Σε ανάγκασαν να πας με κάποιους που φυλακίστηκαν χωρίς λόγο; Όπως εγώ… Ναι, αυτό είναι! Άκου, δεν είμαι κακός, είμαι αθώος και πρέπει να με βοηθήσεις… Εσύ, ναι, πρέπει!»

 

Η κοπέλα άκουγε, αμίλητη, τον Τζων που προσπαθούσε με αγωνία να της εξηγήσει τη κατάσταση του. Ξεδίπλωσε το χαρτάκι και το κοίταξε για μια στιγμή φευγαλέα, ύστερα το έβαλε στην τσέπη της για να μην τύχει να το δει κάποιος ανώτερός της. Πλησίασε ξανά στο παραθυράκι.

 

«Τζων… Φάε. Θα έρθω αύριο για το πρωινό.»

 

Απομακρύνθηκε κοιτάζοντάς τον στα μάτια και ακουμπώντας το χέρι της στην τσέπη που είχε βάλει το χαρτάκι με το μήνυμα. Ο Τζων έμεινε να την κοιτάζει με το χέρι του ακουμπισμένο στο τζάμι του παραθύρου.

 

«Θα περιμένω. Ακους; Θα σε περιμένω! Σε παρακαλώ…»

 

Η κοπέλα ένευσε με το κεφάλι της και απομακρύνθηκε χωρίς το αυστηρό βάδισμα που είχε το πρωί… Είχε το κεφάλι σκυφτό και χάθηκε βιαστικά πίσω από τις πόρτες του διαδρόμου των κελιών.

 

Ο Τζων πήγε αργά-αργά ως το κρεβάτι του και κάθησε αποκαμωμένος, αλλά όχι απογοητευμένος. Είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Η κοπέλα, η χλωμή μελαχρινή με τα όμορφα μάτια, είχε πάρει το μήνυμά του. Θα το διάβαζε. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Δεν το πέταξε, δεν το έσκισε, το κράτησε. Ήθελε να τον βοηθήσει και ίσως να τον συμπαθούσε και να έκανε κάτι για να τον βγάλει από εκεί μέσα, σκεφτόταν όλο λαχτάρα και ελπίδα ο Τζων.

 

Για πρώτη φορά μετά από την ημέρα που βρέθηκε σ’ αυτό το μέρος, είχε μια ελπίδα ότι θα άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο. Ότι θα γλίτωνε, θα δραπέτευε και θα γυρνούσε σπίτι του. Ότι θα τέλειωνε αυτός ο εφιάλτης. Τουλάχιστον είχε το δικαίωμα να ελπίζει. Η μελαχρινούλα φρουρός με τα καστανά μάτια, ήταν ο από μηχανής Θεός που αναζητούσε και εμφανίστηκε από το πουθενά. Βάσιζε πάνω της όλες του τις ελπίδες αυτή την στιγμή.

 

Έγειρε το κεφάλι του στο μαξιλάρι που τόσο πολύ λαχταρούσε να κάνει εδώ και ώρα. Αυτή τη φορά δεν φοβόταν ότι δε θα ξυπνούσε. Η κοπέλα θα έκανε φασαρία και θα τον ξυπνούσε το πρωί κρατώντας τον δίσκο με το πρωινό. Δεν θα τον άφηνε έτσι.

 

Αύριο θα την ρωτούσε πως την λένε. Θα τη ρωτούσε πολλά. Εκείνη θα τον βοηθούσε. Είχε βρει ένα σύμμαχο από το πουθενά.

 

Ο Τζων βυθίστηκε σε ένα βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα.

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

UPDATE

 

 

 

ΚΥΡΙΑΚΗ.

 

 

 

Η πόρτα χτύπησε ελαφρά. Ο χτύπος της ήταν πιο κοφτός, πιο ρυθμικός από πριν, αλλά επιτακτικός. Δεν απαντούσε κανείς, όμως. Ο Τζων κοιμόταν. Η πόρτα ξαναχτύπησε πιο δυνατά τώρα. Καμία απάντηση. Η φρουρός άνοιξε το πορτάκι απότομα και άφησε τον δίσκο με τα τρία πακέτα και το πλαστικό μπουκαλάκι με το νερό. Το πορτάκι ξανάκλεισε με θόρυβο και η κοπέλα απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα. Υπήρχε ησυχία. Απόλυτη ησυχία.

 

Αρκετή ώρα μετά, ο Τζων πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι του. Του φάνηκε πως είχε δει ένα αγχωτικό όνειρο. Ένα εφιάλτη, παρόλο που δεν θυμόταν τίποτα άλλο εκτός από την τελευταία σκηνή του ονείρου που αποθήκευσε στην μνήμη του. Έναν μεγάλο, τρομακτικό άντρα να ανοίγει την πόρτα του κελιού του και να τον πυροβολεί μέχρι θανάτου.

 

Ο εφιάλτης τάραξε τον Τζων που βαριανάσανε καθισμένος τώρα, στο κρεβάτι του, ιδρωμένος και πανικόβλητος. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως στον δίσκο που ήταν ακουμπισμένος στο πάτωμα. «Γαμώτο! Γαμώτο! Σκατά γαμώτο!», φώναζε μη περιμένοντας απάντηση και βράζοντας από τα νεύρα. Η κοπέλα-φρουρός είχε έρθει, του είχε αφήσει το φαγητό και είχε φύγει. Ο Τζων είχε χάσει την ευκαιρία του. Δεν ήταν ξύπνιος όταν εκείνη ήρθε και τώρα θα πρεπε να περιμένει ως το βράδυ που θα ξαναρχόταν. Ή και όχι. Μπορεί να μην ξαναρχόταν. Ο Τζων χτυπούσε τη γροθιά του στο στρώμα ασταμάτητα ουρλιάζοντας.

 

Σηκώθηκε και κλώτσησε δυνατά την καρέκλά που πετάχτηκε προς τον τοίχο, κάνωντας ένα γκελ χτυπώντας πανω του. Ο Τζων μόρφασε από τον πόνο που προκάλεσε το ξύλο στο γυμνό του πόδι αλλά δεν τον ένοιαζε.  Τον ευχαριστούσε ο πόνος. Ήταν η τιμωρία του που επέτρεψε στον ύπνο να τον καταβάλλει και να του στερήσει την ευκαιρία για να μιλήσει στην φρουρό.

 

«Γύρνα! Γύρνα! Εδώ είμαι!» Ο Τζων συνέχισε να φωνάζει χωρίς να παίρνει καμία απάντηση. Πλησίασε την πόρτα και άρχισε να την κλωτσάει, σφίγγοντας τα δόντια του από οργή και τον πόνο που προκαλούσαν στο πόδι του οι κλωτσιές πάνω στο βαρύ μέταλλο.

 

Γυρνώντας το κεφάλι και βλέποντας τον δίσκο, ακουμπισμένο κάτω, τον κλώτσησε δυνατά και τα φαγητά διασκορπίστηκαν στο πάτωμα. Το ένα κουτί άνοιξε και αποκάλυψε το περιεχόμενο του. Κοτόπουλο και ζυμαρικά. Πάλι. Τα άλλα δύο κουτιά πετάχτηκαν χωρίς να ανοίξουν. Το μπουκαλάκι με το νερό κυλούσε στο πάτωμα και ο Τζων έσκυψε και το άρπαξε για να ικανοποιήσει τη φριχτή του δίψα. Την ώρα που έσκυβε το μάτι του πήρε ένα διπλωμένο χαρτί που ήταν σφηνωμένο στα κουτιά με το φαγητό και τώρα είχε αποκαλυφθεί.

 

Αυτή. Απάντησε.

 

Η λαχτάρα που προκάλεσε η σκέψη αυτή στον Τζων, έσβησε μονομιάς τη δίψα του, πριν καν πιει μια γουλιά νερό. Ξεδίπλωσε αμέσως το χαρτί και το διάβασε. Ήταν γραμμένο σε άπταιστα αγγλικά, με γραφικό χαρακτήρα που θα ταίριαζε περισσότερο σε άντρα παρά σε μια νεαρή κοπέλα.

 

Τζων διάβασα το χαρτί. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Θα προσπαθήσω. Ξέρω ότι είσαι αθώος. Κρατήσου ζωντανός και θα κάνω κάτι. Σε παρακαλώ μη μου μιλάς όταν έρχομαι. Θα βρω μπελά.

Η φύλακάς σου.

 

Ο Τζων έσφιξε το χαρτί στο χέρι του και έκλεισε τα μάτια του. Η φύλακάς μου.

 

Για πρώτη φορά από τη στιγμή που βρέθηκε σ’αυτό το μέρος ένιωσε μια στάλα ελπίδας μέσα του. Η ομορφούλα θα τον βοηθούσε. Ένιωσε περήφανος για τον εαυτό του. Πέτυχε κάτι. Ακούστηκε.

 

Αισθάνθηκε πολύ καλύτερα τώρα. Οι τύψεις που ένιωθε από τη στιγμή που έχασε την ευκαιρία να της μιλήσει σήμερα, έφυγαν. Θα είχε την ευκαιρία του το βράδυ, όταν εκείνη ερχόταν για να του αφήσει το φαγητό ξανά. Θα της μιλούσε διακριτικά και ίσως της έγραφε και άλλα. Όχι, δεν θα της μιλούσε, θα την ικέτευε. Θα την γοήτευε. Θα την έκανε να τον…

 

Ερωτευτεί;

 

Όχι! Όχι, αυτό είναι λάθος. Δεν χρειάζονται αυτά. Όχι τώρα.

 

Ο Τζων έσκυψε και μάζεψε το σκορπισμένο φαγητό, βάζοντάς το μέσα στο κουτί και γυρνώντας το πίσω στον δίσκο. Πήρε το άλλο πακέτο και το άνοιξε, αρχίζοντας να μασουλάει το ξερό σάντουιτς με τυρί για να ηρεμήσει το στομάχι του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του. Συνειδητοποιούσε ότι ήταν Κυριακή. Η ημέρα που περίμενε αγωνιωδώς από την ημέρα που βρέθηκε στην πόλη αυτή. Η ημέρα που κανονικά θα επέστρεψε από το ταξίδι του στην Ισπανία, πίσω στην Αγγλία. Η ημέρα που θα επισκέπτονταν τους γονείς του και την αδελφή του, όταν πια θα είχε γυρίσει, για να τους δώσει τα αναμνηστικά που θα τους είχε αγοράσει και να τους διηγηθεί τις εντυπώσεις του από το ταξίδι. Η ημέρα που θα άρχιζαν να τον ψάχνουν.

 

Αλλά… Δεν ξέρουν. Όχι, δεν ξέρουν. Έπαιρναν μηνύματα ότι όλα είναι ΟΚ.

 

Ξάφνου, θυμήθηκε τα λόγια του Γκρεγκ στο ξενοδοχείο. Ότι κάποιος φρόντιζε να ενημερώνει την οικογένεια του ότι είναι καλά, υποδυόμενος τον Τζων και έτσι δεν καταλάβαιναν το παραμικρό, που θα τους φαινόταν περίεργο. Δεν είχαν την παραμικρή υποψία του τι πραγματικά συνέβαινε.

 

Και την επόμενη ημέρα, την Δευτέρα θα… θα μάθαιναν ότι είμαι νεκρός. Ότι είχα ένα ατύχημα και είμαι νεκρός. Και τέλος… Τέλος… Τέλος για πάντα!

 

Ο Τζων έτρεμε από τις σκέψεις που έκανε και από την οργή και την απογοήτευση, καθώς την ίδια στιγμή που έβρισκε ελπίδα, την επόμενη κατέρρεαν όλα δίπλα του.σαν χάρτινος πύργος. Είχε ξεχάσει αυτή την παράμετρο, που κατάστρεφε τα πάντα ξαφνικά. Έπρεπε να επικοινωνήσει με τους δικούς του πριν τη Δευτέρα. Έπρεπε να μάθουν.

 

Μόνη του ελπίδα πλέον, ήταν αυτή η κοπέλα που ανέλπιστα εμφανίστηκε από το πουθενά για να τον βοηθήσει. Δεν έπρεπε να χάσει άλλο χρόνο, έπρεπε να της ξαναγράψει αφού δεν θα μπορούσε να της μιλήσει. Δεν έπρεπε να την βάλει σε κίνδυνο. Ήταν η μοναδική του ελπίδα να σωθεί και, εκτός των άλλων, του είχε φερθεί καλά. Αν μη τι άλλο, είχε βρει ένα σύμμαχο από εκει που δεν το περίμενε.

 

Πριν προλάβει να πάει προς τα βιβλία, η πόρτα ξαναχτύπησε. Ρυθμικά και κάπως επιτακτικά και πάλι. Ο Τζων πετάχτηκε με λαχτάρα προς το παραθυράκι και είδε το θλιμμένο πρόσωπο της μελαχρινής φρουρού με το πηλίκιό της κατεβασμένο τόσο χαμηλά που σχεδόν της έκρυβε τα μάτια. Η καρδιά του Τζων σκίρτησε.

 

«Εσύ! Ευ… Ευχαριστώ. Μη φύγεις, περίμενε σε παρακαλώ…»

 

«Τζων, μη μιλάς σου είπα. Άκου βρήκα κάτι, αλλά…» Τα λόγια της κοπέλας διέκοψαν οι φωνές ενός άνδρα στην ακαταλλαβίστικη ντόπια γλώσσα. Η φρουρός έδειξε να τρομάζει και απότομα ξαναγύρισε στον Τζων και του είπε κάτι στην δικιά τους διάλλεκτο, φωνάζοντάς του εκνευρισμένη.  Έπειτα στράφηκε προς την πόρτα και μίλησε στον Τζων στα αγγλικά, με προσποιούμενη αυστηρότητα : «Κρατούμενε C0655 δεν επιτρέπεται δεύτερη μερίδα φαγητού. Θα σιτιστείς ξανά το βράδυ.»

 

Ο Τζων ήταν σαστισμένος. Ο άνδρας φρουρός ξαναφώναξε δυνατά κάτι στην κοπέλα και εκείνη του απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλι, γνέφοντας ότι συμφωνεί. Πριν φύγει γύρισε προς τον Τζων.

 

«Τζων. Κρατήσου. Σε παρακαλώ».

 

Η κοπέλα έφυγε σχεδόν τρέχοντας και ο Τζων έμεινε να κοιτάζει από το παραθυράκι τον μακρύ διάδρομο, με την φρουρό να απομακρύνεται με το κεφάλι κατεβασμένο και τον άνδρα δίπλα της να της μιλάει έντονα χειρονομώντας με τα τεράστια χέρια του.

 

Ο Τζων κατευθύνθηκε ανήσυχος προς το κρεβάτι, ελπίζοντας να μην είχε βρει η κοπέλα τον μπελά της εξαιτίας του. Μπορεί να ήθελε να την χρησιμοποιήσει για να τον βοηθήσει, άλλα τώρα, αναπάντεχα, ένιωθε και κάτι διαφορετικό. Ένιωθε να την συμπαθεί, να την έχει βάλει στην καρδιά του.

 

Η νεαρή μελαχρινή φρουρός κινδύνευε τώρα εξαιτίας του και ο Τζων δεν μπορούσε να σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του. Αν η κοπέλα έβρισκε μπελά για την συνομιλία της μαζί του ή – ακόμα χειρότερα – ανακάλυπταν το χαρτί που της είχε δώσει την προηγούμενη ημέρα, ίσως να έχανε τη δουλειά της. Ίσως να φυλακιζόταν κι αυτή, σκεφτόταν με λύπη ο Τζων. Έτσι θα έχανε την μοναδική του πλέον, ευκαιρία να ξεφύγει από αυτό το μέρος, αλλά και θα κατέστρεφε τη ζωή αυτής της κοπέλας. Της μελαχρινής ομορφούλας που τον βοηθούσε χωρίς να έχει καμία υποχρέωση να το κάνει.

 

Παρ’ όλα αυτά, όφειλε στον εαυτό του να προσπαθήσει και έτσι πήρε ξανά ένα βιβλίο, έσκισε την πρώτη λευκή σελίδα του και της έγραψε ακόμα περισσότερες πληροφορίες που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν.

 

Της έγραψε τον τρόπο που θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τους γονείς του και να τους πει, τι του είχε συμβεί και πως ήταν ακόμα ζωντανός, αλλά και το ότι δεν ήταν αυτός στα τηλεφωνήματα που τους έκαναν, παρά κάποιος που τον υποδυόταν κοροιδεύοντας τους γονείς του. Επίσης της έγραψε ότι έπρεπε να τους καθησυχάσει στην περίπτωση που την επόμενη ημέρα κάποιος τους έλεγε ότι ο Τζων είχε σκοτωθεί σε κάποιο ατύχημα. Δεν ήξερε τι άλλο να της γράψει. Σκέφτηκε να την ευχαριστήσει, αλλά αυτό το φάνηκε ανούσιο. Θα το έκανε μετά, αφού έφευγε από εδώ.

 

Τέλος, της έγραψε ότι θα έκανε υπομονή όσο χρειαζόταν για να φύγει από εδώ μέσα, αλλά την προέτρεπε να βιαστεί, πριν τον μετακινήσουν στο διαμέρισμα και του ορίσουν την εργασία του. Μετά θα ήταν αργά. Δεν θα μπορούσε να την ξαναδεί ποτέ και δεν ήταν σίγουρος ότι θα υπήρχε, έστω κι ένας άνθρωπος να τον βοηθήσει εκεί έξω.

 

Ίσως αν… Μια ιδέα πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του Τζων. Αν…

 

Αν σακατευόμουν δεν θα με χρειαζόταν κανείς. Κανείς δεν θέλει άχρηστους εδώ πέρα.

 

Ο Τζων τότε, σκέφτηκε να κάνει κακό στον εαυτό του, κάνοντας κάτι ακραίο που θα τον καθιστούσε άχρηστο για την κυβέρνηση της πόλης. Σκεφτόταν με τρόμο τι θα μπορούσε να κάνει στον εαυτό του εκεί μέσα. Να βγάλει το μάτι του με το στυλό ίσως ή να διαλύσει το χέρι και το πόδι του με το τραπέζι. Η σκέψη τον σόκαρε. Δεν άντεχε τον πόνο. Όχι τόσο πόνο. Η αμέσως επόμενη σκέψη τον σόκαρε παραπάνω. Θα τον σκότωναν.

 

Κανείς δεν θέλει άχρηστους εδώ πέρα. Τους σκοτώνουν όταν γεράσουν. Σκοτώνουν τους άχρηστους.

 

Το σχέδιο ήταν άκυρο, λοιπόν. Ο Τζων έτριψε τα μάτια του, δίπλωσε το χαρτί και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Ηπιε μια μεγάλη γουλιά νερό από το μπουκάλι και κάθησε στο κρεβάτι του περιμένοντας να βραδιάσει και να έρθει ξανά η φρουρός για να της το δώσει.

 

 Θα προσπαθούσε να μην της μιλήσει για να μη βρει τον μπελά της. Θα της έδινε απλά το χαρτί και μετά θα ετοιμαζόταν, για ότι προκύψει. Υπολόγιζε ότι είχε ακόμα μια ημέρα σ’ αυτό το κελί πριν τον μεταφέρουν έξω στην πόλη και όλα θα έπρεπε να γίνουν σ’ αυτές τις ώρες που του έμεναν. Αύριο θα ήταν Δευτέρα, η τελευταία του ημέρα στο κελί και η ημέρα που θα ανακοίνωναν στους δικούς τους ανθρώπους τον ‘θάνατό’ του. Η σκέψη τον ανατρίχιασε και η οργή διαπέρασε τις φλέβες του. Έπρεπε πάση θυσία να προλάβει την ανακοίνωση του ‘θανάτου’ του στους γονείς του.

 

Αν αυτό γινόταν η αιτία να πάθουν κάτι από την στεναχώρια τους οι γονείς του, οι υπαίτιοι θα το πλήρωναν ακριβά, σκέφτηκε. Θα προσπαθούσε να σκοτώσει όσους περισσότερους από τους ανθρώπους που ήταν στο κτήριο και μετά θα αυτοκτονούσε πριν πέσει στα χέρια τους. Η τελευταία σκέψη τον τάραξε. Μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί την αυτοκτονία. Δεν πίστευε ότι θα έφτανε σε τέτοια απόγνωση που θα την σκεφτόταν σαν πιθανή λύση… διεξόδου.

 

Προσπάθησε αμέσως να διώξει αυτές τις σκέψεις. Το σημαντικό τώρα ήταν να δώσει στην φρουρό το χαρτί με τις αναλυτικές οδηγίες, να προλάβει τους γονείς του πριν μάθουν το ψεύτικο νέο του θανάτου του και μετά να κοιτάξει να το σκάσει πριν έρθουν για να τον πάρουν από το κελί και να τον μεταφέρουν στο διαμέρισμα. Ήξερε ότι αυτό ήταν σχεδόν ακατόρθωτο, αλλά όφειλε να ελπίζει. Η ελπίδα τον κρατούσε ζωντανό.

 

Ευχόταν απλά, η κοπέλα να έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει, ενημερώνοντας με κάποιον τρόπο – το πώς δεν μπορούσε να το φανταστεί με τίποτα – τους δικούς του ανθρώπους ότι – καταρχήν – ήταν ζωντανός, ότι δεν είχε πάει ποτέ στην Ισπανία και να τους εξιστορίσει ακριβώς την κατάστασή του.

 

Αν κατάφερναν να μάθουν τον τόπο που βρισκόταν ο Τζων. Αν η κοπέλα, πρόδιδε το μέρος που τον κρατούσαν, τότε όλα μπορούσαν να γίνουν. Θα έστελναν αποστολή διάσωσης, ίσως και να συνεργάζονταν με την βρετανική κυβέρνηση και τις ειδικές δυνάμεις, οτιδήποτε θα μπορούσε να καταφέρει την απελευθέρωσή του και τον επαναπατρισμό του. Ίσως να μπορούσαν να στραφούν και στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες για να τον ελευθερώσουν, σκεφτόταν ο Τζων γεμάτος λαχτάρα και ελπίδα. Άλλωστε Βρετανοί και Αμερικανοί ήταν σύμμαχοι στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και, αν μη τι άλλο, αυτοί οι τύποι εδώ σίγουρα ήταν τρομοκράτες, αναλογιζόταν αγχωμένος.

 

Το σημαντικό όμως, αυτό που επαναλάμβανε ξανά και ξανά στον εαυτό του, ήταν να πληροφορηθούν οι γονείς του ότι ήταν ζωντανός. Αν δεν προλάβαινε να το κάνει και μάθαιναν για τον υποτιθέμενο θάνατό του, τότε θα ήταν αργά.

 

Δεν θα άντεχαν. Δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τον θάνατο του παιδιού τους. Ο Τζων το ήξερε καλά, διπλώνοντας προσεχτικά το χαρτί. Το πιο πολύτιμο αντικείμενο από το οποίο, ίσως και να εξαρτώταν η ζωή του όλη. Εξαρτώταν από αυτό και από την κοπέλα. Από την μελαχρινή φρουρό που σε λίγες ώρες θα έκανε ξανά την εμφάνισή της για να τον βοηθήσει.

 

Ναι, αυτή ήταν η ελπίδα του τώρα.

 

 

 

***

 

 

Πρέπει να είχε βραδιάσει, γιατί ο Τζων είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένος από τις σκέψεις, ενώ ένιωθε και το στομάχι του να διαμαρτύρεται. Αυτή τη φορά δεν είχε προσπαθήσει να κρατηθεί ξύπνιος, καθώς ήξερε ότι η κοπέλα θα τον ξυπνούσε, κάνοντας θόρυβο όταν θα έφτανε για να του παραδώσει τον δίσκο με το βραδινό του.

 

Άνοιξε σιγά-σιγά τα μάτια του και περιεργάστηκε το δωμάτιο. Το φως ήταν αναμένο 24 ώρες το 24ωρο και με την έλλειψη παραθύρου προς τον έξω κόσμο δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς αν ήταν μέρα ή νύχτα. Σηκώθηκε αργά και κόλλησε το πρόσωπό του στο μικρό παραθυράκι που έβλεπε προς στον διάδρομο. Παρατήρησε απόλυτη ησυχία. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν υπήρχαν άλλοι κρατούμενοι, καθώς δεν είχε ακούσει ποτέ άλλες φωνές ή κάποια συνομιλία μεταξύ φρουρών και κρατουμένων. Δεν είχε προσέξει αν κάποιος πήγαινε φαγητό στις αμέτρητες πόρτες που φαίνονταν στο βάθος του διαδρόμου. Ίσως λοιπόν, να ήταν μόνος του σε ολόκληρο τον όροφο με τα κελιά. Ίσως οι υπόλοιποι είχαν ήδη μετακινηθεί στα διαμερίσματα – φυλακές τους.

 

Αναστέναξε και παρέμεινε με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι που θόλωνε με την ανάσα του. Κοίταξε προς το τραπέζι και είδε ότι το χαρτί ήταν εκεί, ηρεμώντας.

 

Κάθε φορά που ξυπνούσε σ’ αυτό το κελί, ένιωθε σαν όλα αυτά που του συνέβαιναν να ήταν απλά ένα όνειρο. Ένας εφιάλτης. Κάθε φορά όμως ,δυστυχώς γι’ αυτόν, συνειδητοποιούσε ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινά.

 

 Επίσης αν και ήταν μόνο δύο ημέρες, - κι αυτές σκάρτες - στο κελί, είχε την αίσθηση ότι είχαν περάσει μήνες, ίσως και χρόνια, που βρισκόταν εκεί. Αναστέναξε ξανά και προσπάθησε να χαλαρώσει και να περιμένει την φρουρό. Ανακάθησε στο κρεβάτι και ψαχούλεψε στα κουτιά που ήταν ακόμα στο πάτωμα για υπολείματα τροφής. Ήταν άδεια εκτός από ένα μικρό πακέτο που μέσα του υπήρχε ένα ξεραμένο μάφιν με σοκολάτα. Ο Τζων το καταβρόχθισε με δυο μπουκιές και άρπαξε το μπουκάλι με το νερό. Για κακή του τύχη ήταν άδειο και εκνευρισμένος το εκτόξευσε προς τον απέναντι τοίχο του δωματίου.

 

Εκνευρισμένος και διψασμένος, σηκώθηκε και πλησίασε ξανά προς το μικρό παραθυράκι της πόρτας ακουμπώντας το μάγουλο του και περιεργάζοντας τον διάδρομο όσο μπορούσε να φτάσει το μάτι του.

 

Η σκέψη ότι από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιζόταν η κοπέλα με το πηλίκιο χαμηλά βαλμένο, έτσι που έκρυβε σχεδόν τα μεγάλα καστανά της μάτια, το λεπτό κορμί της και τα μαύρα μαλλιά της που μόλις φαίνονταν μέσα από το καπέλο, έσκιζε την καρδιά του.

 

Ήθελε τόσο να την δει. Όχι μόνο για να της δώσει το σημείωμα, όχι μόνο για την βοήθεια της που εκλιπαρούσε, αλλά και για την έντονη λαχτάρα να της μιλήσει.

 

Να του μιλήσει.

 

Πήγαινε τόσο πολύς καιρός που μια κοπέλα είχε ενδιαφερθεί για εκείνον, έστω και από ανάγκη, έστω και από απλό ενδιαφέρον, έστω και από οίκτο, που ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες που αυτή η κοπελα εμφανίστηκε από το πουθενά, ακόμα και σ’ αυτό το φριχτό και ελεεινό μέρος, ήταν κάτι που του έλειπε και το αποζητούσε.

 

Το λαχταρούσε. Το ζητούσε με όλες του τις αισθήσεις.

 

Το άγγιγμα του χεριού της, του ψυχρού χεριού της, τον είχε ταράξει. Η ανάγκη να έρθει κοντά της τον έκαιγε. Ήθελε να την παρακαλέσει, να εκλιπαρήσει  για την βοήθειά της.

 

Ήθελε να την… φιλήσει. Ναι, το ήθελε πολύ. Ήθελε να την αγγίξει και να την φιλήσει.

 

Η γυναίκα αυτή άναψε μια φωτιά μέσα του που τον πυράκτωνε. Τον ηδόνιζε το ότι εξαρτώταν τόσο πολύ από αυτήν τώρα, αλλά και το πόσο είχε ενδιαφερθεί για εκείνον.

 

Κανείς, καμία γυναίκα δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ, τόσο πολύ για έναν άγνωστο, έναν ξένο, όπως ήταν ο Τζων στα μάτια αυτής της κοπέλας. Ούτε η πρώην μνηστή του, ούτε θυμόταν κάποια που χωρίς να έχει το παραμικρό όφελος από εκείνον, θα του έδειχνε αυτό το ενδιαφέρον για την περίπτωσή του, διακινδυνεύοντας τη δουλειά της. Το μέλλον της.

 

Την είχε ερωτευτεί.  Δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό πια…

 

Άραγε θα την ξανάβλεπε μετά από εδώ, αναρωτιώταν. Είχε σκοπό να γυρίσει γι’ αυτήν, όταν θα δραπέτευε. Όταν θα μάθαιναν οι δικοί του την αλήθεια και θα έστελναν την βοήθεια, εκείνος δεν θα την ξεχνούσε. Θα την έπαιρνε μαζί του στην Αγγλία. Θα της το ξεπλήρωνε με κάθε τρόπο. Θα ζούσαν μαζί, αν και εκείνη το ήθελε.

 

Θα ζήσουμε μαζί…

 

Οι ονειροπολήσεις του σταμάτησαν απότομα όταν ξεπρόβαλε μια φιγούρα από τον απέναντι στενό διάδρομο κατεθυυνόμενη προς αυτόν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Παραλίγο να ξεχάσει να αναπνέυσει, όταν παρατήρησε καλύτερα την φιγούρα. Ήταν ψηλή, ογκώδης και κακοσχηματισμένη. Δεν ήταν λεπτή, κοντή και λυγερή. Δεν ήταν αυτή. Δεν είχε έρθει αυτή.

 

Με πρόδωσε. Δεν ήρθε. Εφυγε. Έπαθε κάτι; Την έδιωξαν; Την… σκότωσαν;

 

Όχι…

 

Την… σκότωσα…

 

Οι σκέψεις τον χτυπούσαν μανιασμένα στο μυαλό. Τρελαινόταν.

 

Ένας μεγαλόσωμος νεαρός φρουρός πλησίαζε κρατώντας έναν δίσκο. Ο Τζων τον κοιτούσε παγωμένος. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να θυμηθεί αν ήταν εκείνος ο άνδρας – φρουρός που είχε κάνει τις παρατηρήσεις στην κοπέλα το πρωί. Δεν θυμόταν το πρόσωπό του, αλλά δεν του έμοιαζε οικείος σαν φιγούρα. Συνέχισε να παίζει τα μάτια του αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να εντοπίσει την κοπέλα. Ίσως να της είχαν αναθέσει άλλον κρατούμενο – αν υπήρχε άλλος στο κτήριο – σκέφτηκε, προσπαθώντας να σκεφτεί θετικά, αλλά δεν έβλεπε κανέναν άλλο, πέρα από τον ψηλό σωματώδη άνδρα που ξεκλείδωνε το πορτάκι για να του αφήσει τον δίσκο.

 

Τότε, ο Τζων άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπάει με δύναμη τη γροθιά του στην σιδερένια πόρτα.

 

«Σταμάτα μπάσταρδε.Τί της έκανες; Τι της κάνατε; Πού είναι; Πού την πήγατε; Πού είναι;»

 

Ο φρουρός του είπε δυνατά κάτι στην γλώσσα του που έμοιαζε με βρισιά και διαταγή μαζί και χτύπησε δυνατά την πόρτα για να κάνει τον Τζων να σωπάσει. Εκείνος δεν σταματούσε. Σάλια έφευγαν από το στόμα του καθώς ούρλιαζε όλο και πιο δυνατά με φωνή που έμοιαζε με ξυράφι στον λαιμό του.

 

«Γαμημένοι! Γαμημένα ζώα! Τι κάνατε; Τι της κάνατε;»

 

Ο φρουρός χτύπησε ξανά δυνατά την πόρτα, πέταξε τον δίσκο με μια κίνηση σαν να ρίχνει γράμμα στο γραμματοκιβώτιο και έκλεισε με δύναμη το πορτάκι, βρίζοντας τον Τζων καθώς έφευγε.

 

Ο Τζων είχε κουρνιάσει στο πάτωμα και έκλαιγε. Έκλαιγε σαν παιδί, κουλουριασμένος σε εμβρυακή στάση. Έκλαιγε και φώναζε ένα ασταμάτητο «Γιατί» που όμως έμενε αναπάντητο.

 

Η κοπέλα δεν θα ερχόταν. Ο Τζων ένιωθε να είναι νεκρός. Αν δεν ήρθε τώρα, δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά, συνειδητοποιούσε πλέον. Ένιωθε αβοήθητος. Ένιωθε νεκρός. Ήξερε ότι έχασε την τελευταία του ελπίδα. Την τελευταία του ευκαιρία για να καταφέρει κάτι. Να ενημερώσει τους γονείς του και να προσπαθήσει να δραπετεύσει, πρωτού έρθουν για να τον πάρουν, την επόμενη ή την μεθεπόμενη ημέρα.

 

Σηκώθηκε με το ζόρι και ξαναπλησίασε στην πόρτα. Άρχισε να χτυπάει με μπουνιές και κλωτσιές την πόρτα ουρλιάζοντας και κλάιγοντας. Η φωνή του μόλις και μετα βίας έβγαινε πλέον.

 

«Τί της κάνατε; Τι της κάνατε; Πού είναι; Γαμημένοι! Τί της κάνατε;»

 

Πάνω στην παράνοια και την τρέλα του, τα πλημμυρισμένα με δάκρυα μάτια του Τζων, εντόπισαν μια γνώριμη φιγούρα να κινείται αργά κατά μήκος του διαδρόμου…

 

«Γκρεγκ…»

 

Ήταν ο Γκρεγκ, αν κατάλαβε καλά ο Τζων. Του φάνηκε ότι χαμογελούσε και ότι μιλούσε σε κάποιον, κρίνοντας από το αριστερό χέρι του που έδειχνε να κρατάει κάποιο κινητό τηλέφωνο. Ο Τζων χτύπησε πολύ δυνατά την πόρτα και φώναξε για να τον ακούσει ο άνδρας που πιθανότατα ήταν ο Γκρεγκ.

 

«Γκρεγκ! Μπάσταρδε! Θα σε σκοτώσω! Γαμημένε φονιά! Γκρεγκ!»

 

Ο άνδρας γύρισε προς το μέρος του, ενώ συνέχιζε να μιλάει στο κινητό και χαμογέλασε στον Τζων. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε ένα χαρτί, ανεμίζοντάς το προς τον Τζων και χαμογελόντας πονηρά.  Ύστερα κινήθηκε προς το τέλος του διαδρόμου, μπαίνοντας σε κάποιο από τα δωμάτια με τις πόρτες.

 

Ο Τζων κατέρευσε. Ήταν το χαρτί του. Το χαρτί της κοπέλας. Όλα είχαν τελειώσει…

 

Το μόνο που τον κρατούσε ζωντανό πλέον ήταν να βρει με κάποιο τρόπο, με ένα θαύμα, την δυνατότητα να ενημερώσει τους γονείς του ότι ήταν ζωντανός και βρισκόταν φυλακισμένος σε μια πόλη, κάπου στον κόσμο. Έπρεπε να το κάνει αύριο, και μόνο αύριο. Δεν είχε άλλο χρόνο, καθώς από στιγμή σε στιγμή, την επόμενη ημέρα θα θεωρούταν πια νεκρός για τους γονείς, την αδελφή του, τους φίλους και τους συναδέλφους του.

 

Θα έπρεπε να το κάνει μόνος του, τώρα που η κοπέλα είχε φύγει. Ήλπισε απλά να την είχαν διώξει ή να την είχαν μεταθέσει σε άλλο όροφο, ή σε άλλο κτήριο και να μην της είχαν κάνει κακό. Δεν θα άντεχε τις τύψεις. Η κοπέλα αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει τη δουλειά της κι εκείνος φρόντισε να την κάνει να τον συμπαθήσει, να θέλει να τον βοηθήσει και αυτό ίσως να κατέληξε στο να απολυθεί ή να της έκαναν κάτι κακό.

 

Ή να την…

 

…σκότωσαν…

 

Με δάκρυα στα μάτια, ο Τζων σηκώθηκε όρθιος, πήρε το χαρτί από το τραπέζι και το έσκισε σε μικρά κομματάκια σκορπίζοντάς το στο πάτωμα. Ύστερα ξάπλωσε, άρπαξε το μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει ακόμα πιο δυνατά, με λυγμούς, ενώ έδινε δυνατές γροθιές στο κεφάλι του.

 

Δεν ήθελε να ξημερώσει άλλη ημέρα γι’ αυτόν. Ήθελε να τελειώσουν όλα σήμερα, απόψε, με τον καλό ή με τον κακό τρόπο.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

UPDATE

 

 

ΔΕΥΤΕΡΑ.

 

06:55 π.μ.

 

Δεν είχε ξημερώσει καλά-καλά, όταν άνοιξε η πόρτα του κελιού του Τζων με πολύ θόρυβο και  μπήκαν μέσα τρεις μεγαλόσωμοι άντρες. Ο Τζων κοιμόταν κουλουριασμένος,  σε εμβρυακή στάση, στο στενό κρεβάτι του όταν άκουσε τη φασαρία και πετάχτηκε επάνω αμέσως, ξυπνώντας απότομα.

 

Ξαφνιάστηκε. Τα μάτια του ήταν ακόμα μισόκλειστα, παρατηρώντας τους τρεις άντρες που έστεκαν από πάνω του. Μη έχοντας συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, οι άντρες τον έπιασαν από τους ώμους και τον σήκωσαν βίαια, στα χέρια για να τον οδηγήσουν έξω από το δωμάτιο. Οι δύο από τους τρεις τον κρατούσαν σφιχτά από τους ώμους, ενώ ο τρίτος τους έδινε προσταγές στη γλώσσα τους.

 

Ο Τζων ήταν εντελώς σοκαρισμένος. Πονούσε από τις λαβές των αντρών άλλα δεν είχε τη δύναμη να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση, πέρα από μερικά κουνήματα του κορμιού του και κάποιες βρισιές που ξεστόμιζε στα αγγλικά. Οι άντρες έφυγαν από το δωμάτιο με βιαστικό βήμα, οδηγώντας τον Τζων μέσω ενός ατέλειωτου διαδρόμου προς ένα άλλο τμήμα του κτηρίου. Μια πτέρυγα που ο Τζων δεν είχε δει πριν.

 

Τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο που ήταν πολύ στενό και σκοτεινό και έμοιαζε με την απομόνωση των φυλακών. Τον έριξαν σαν το σακί μέσα και έκλεισαν την βαριά πόρτα μανταλώνοντάς την με ένα βαρύ σύρτη, ώστε να είναι σίγουροι ότι ο Τζων δεν θα μπορούσε να βγει με κανένα τρόπο από εκεί μέσα.

 

Ο Τζων έτρεμε από το σοκ. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και άδειο. Μόλις προσαρμόστηκαν τα μάτια του στο απόλυτο σκοτάδι κατάφερε να διακρίνει ότι δεν υπήρχε απολύτως τίποτα μέσα εκεί.  Ούτε κρεβάτι, ούτε παράθυρο, ούτε καν ένα στρώμα. Και ήταν στενό. Στενό και ανυπόφορο. Ήταν, όντως, η απομόνωση. Ο Τζων αγχώθηκε πολύ.

 

Τί γίνεται εδώ ρε γαμώτο; Τι έκανα; Γιατί; Γιατί με βάζουν εδώ μέσα; Τι μέρα είναι; Είναι Κυριακή; Δευτέρα; Αύριο… Σήμερα… Όχι, αύριο θα με έπαιρναν για το διαμέρισμα… Θα με έπαιρναν από δω μέσα για να με πάνε στο διαμέρισμα. Την Δευτέρα. Αλλά… Τί μέρα είναι σήμερα; Δευτέρα; Όχι.. Όχι! Είναι Κυριακή; Γιατί στην απομόνωση; Τι στο πούτσο γίνεται;

 

Δεν μπορούσε να βρει λογική σε τίποτα. Ο Τζων είχε ιδρώσει και έτρεμε… Σύγκρυο διαπερνούσε το σώμα του και τον έκανε να ριγεί σαν να ήταν γυμνός έξω μια παγωμένη ημέρα του χειμώνα.

 

Ο Γκρεγκ! Αυτός ο γαμημένος. Αυτός ο καριόλης τους είπε να με φέρουν εδώ…

 

Έβραζε από θυμό και οργή. Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά του δωματίου και έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια του. Τα πάντα ήταν σκοτεινά.  Παρόλο που είχε αρχίσει να προσαρμόζεται σχετικά στο σκοτάδι και πάλι δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ένιωθε σαν τον τυφλό. Απόλυτο σκοτάδι. Απόλυτο κενό. Τρόμος τον διαπέρασε ολόκληρο.

 

 

10:20

 

Τι ώρα είναι; Τι ώρα; Πόση ώρα είμαι εδώ; Γαμώ…

 

Ο Τζων ένιωθε την τρέλα να έχει εισβάλλει σε κάθε σπιθαμή του εγκεφάλου του. Ένιωθε πανικό. Έτρεμε και έκλαιγε… Άρχισε να ουρλιάζει…

 

«Βγάλτε με από ‘δω μέσα! Εεε! Μ’ακούτε; Βγάλτε με! Γαμημένοι δολοφόνοι! Βγάλτε με!»

 

Κανείς δεν του έδινε απάντηση. Επικρατούσε απόλυτη σιγή.

 

 

11:10

 

Τίποτα… Τίποτα… ΤΙΠΟΤΑ!

 

 

11:44

 

Ο Τζων σηκώθηκε και άρχισε να χτυπάει με μανία την βαριά σιδερένια πόρτα της απομόνωσης. Με τα χέρια του, τα πόδια του και το κορμό του σώματός του χτυπούσε με όλη του τη δύναμη την πόρτα. Κανείς δεν απαντούσε. Κανείς δεν πλησίαζε. Απελπισία τον κυρίευε καθώς έβλεπε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να ανταποκριθεί κάποιος.

 

Επίσης, δεν ήξερε τι είχε απογίνει η νεαρή μελαχρινή φρουρός. Ήλπιζε να μην είχε πάθει κακό εξαιτίας του. Θα ήταν άδικο. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό του. Αν και ήταν πλέον πρωί, στο δωμάτιο της απομόνωσης δεν έβλεπε τίποτα. Υπήρχε το απόλυτο σκοτάδι. Ούτε μια χαραμάδα φωτός. Ο Τζων τρελαινόταν. Κατέρρεε, λεπτό με λεπτό. Ούρλιαξε ξανά.

 

«Γαμημενοι… Γαμημένοι… Σας γαμώ… Σας γαμω ρε! Ακούτε! Βγάλτε με έξω ρε πούστηδες!»

 

 

12:59

 

Κράτα, κράτα, κράτα! Άντεξε! ΑΝΤΕΞΕ! Μην σπας.. Όχι τώρα… ΜΗΝ ΣΠΑΣ ΡΕ!

 

 

14:34

 

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας θόρυβος από το μέρος που ήταν η πόρτα. Μια μικρή χαραμάδα φωτός εμφανίστηκε στο κελί, αλλά χάθηκε δευτερόλεπτα μετά. Ο Τζων πετάχτηκε προς την πόρτα, άλλα αυτή είχε ήδη κλείσει κάνοντας έναν βαρύ μεταλλικό θόρυβο.

 

 Πρόλαβε να δει ότι είχαν αφήσει έναν δίσκο στο πάτωμα. Έσκυψε και περιεργάστηκε στο απόλυτο σκοτάδι το περιεχόμενο του δίσκου. Ήταν τροφή. Δεν την άγγιξε… Ο Τζων ήταν εξαντλημένος, αλλά δεν σκεφτόταν πια ούτε να φάει, ούτε να πιει. Η δίψα όμως τον τρέλαινε. Άγγιξε με το χέρι του ένα πλαστικό μπουκάλι. Το άνοιξε και ήπιε στα σκοτεινά μια μικρή γουλιά νερό και μετά το πέταξε στο πάτωμα και σωριάστηκε κι ο ίδιος κάτω.

 

Κάτι πρέπει να κάνω. Τώρα… ΤΩΡΑ! Υπομονή. Υπομονή! Τζων ψυχραιμία! Ψυχραιμία… Κάνε κάτι… Σκέψου κάτι! ΤΖΩΝ ΣΚΕΨΟΥ ΚΑΤΙ!

 

 

15:15

 

Ο Τζων τριγυρνούσε στο στενό κελί του. Τα μάτια του είχαν αρχίσει πια, να προσαρμόζονται καλύτερα στο σκοτάδι και μάλιστα είχε φάει όλα όσα του είχαν φέρει οι φρουροί στον δίσκο. Δεν άντεχε να μείνει άλλο νηστικός. Ο πανικός και η απελπισία τον είχαν γονατίσει. Το χειρότερο που θα μπορούσε να του συμβεί, σκέφτηκε, ήταν να λιποθυμίσει από πείνα και δίψα και, τουλάχιστον, αυτό δεν είχε σκοπό να το αφήσει να συμβεί.

 

 Είχε αρχίσει να χαλιναγωγεί κάπως, το άγχος του, αλλά μόλις χαλάρωνε λίγο το αμέσως επόμενο λεπτό τον κυρίευε και πάλι ο πανικός. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, παρά μόνο να προσπαθήσει να μείνει ήρεμος και να περιμένει, όσο και να χρειαστεί, την στιγμή που θα τον έβγαζαν από αυτό το μπουντρούμι για να τον οδηγήσουν στην μόνιμη κατοικία του.

 

Δεν μπορούσε να βρει λογική εξήγηση του λόγου που τον έφεραν εδώ. Προφανώς, φαντάστηκε, ήταν η τιμωρία του που μίλησε στην κοπέλα. Ίσως να είχε βάλει και το χέρι του ο Γκρεγκ, αλλά όπως και να είχε θα έπρεπε να τον βγάλουν σύντομα για να τον πάνε στο διαμέρισμά του.

Υπολόγισε ότι ήταν Δευτέρα. Αν δεν είχε πέσει έξω με τον υπολογισμό, την επόμενη ημέρα θα ήταν υποχρεωμένοι να τον πάρουν από αυτό εδώ το φριχτό μέρος και να τον πάνε στο διαμέρισμα που του είχαν βρει.

 

Αν έλεγαν την αλήθεια…

 

 

17:09

 

Ο Τζων άκουσε θόρυβο από την πόρτα. Κάποιος την άνοιξε και ένα φως μπήκε στο δωμάτιο χτυπώντας τον κατευθείαν στα μάτια. Ο Τζων έκλεισε αμέσως τα μάτια του μορφάζοντας, από την ενόχληση του απότομου δυνατού φωτός. Εκείνη τη στιγμή ξεπρόβαλλαν δύο άντρες που του φάνηκαν ίδιοι με αυτούς που τον είχαν οδηγήσει, εκεί στην απομόνωση. Αυτή την φορά τον σήκωσαν προσεχτικά και με ήρεμες κινήσεις και τον οδήγησαν έξω από το κελί.

Ο Τζων δεν αντιστάθηκε καθόλου. Ήταν εξουθενωμένος. Τα νεύρα του ήταν σπασμένα και η αντοχή του τον είχε εγκαταλείψει προ πολλού.

 

 

17:20

 

Ο Τζων στεκόταν απέναντι από τον δικαστή, έτσι τουλάχιστον του είχε φανεί ότι ήταν, κάτι που του θύμησε έντονα την ημέρα που τον είχαν συλλάβει, κάνοντάς τις τρίχες του κορμιού του να σηκωθούν από το ρίγος.

 

Ο άντρας απέναντί του δεν έμοιαζε με τον άνθρωπο που τον είχε καταδικάσει την πρώτη φορά που είχε βρεθεί εκεί, κάποιους… αιώνες πριν. Ίσως να ήταν άλλος, σκέφτηκε. Αυτός ο άντρας έμοιαζε νέος, σίγουρα κάτω από τα σαράντα και είχε αυστηρό ύφος και κάτι άλλο που τρόμαζε τον Τζων. Εξέπεμπε μια έντονη αυστηρότητα, τέτοια που ήσουν σίγουρος ότι σε είχε καταδικάσει σαν ένοχο πριν ακόμα σε δικάσει. Έμοιαζε με τυπικό δικαστή που αναγγέλει την καταδίκη σου σε θάνατο στην ηλεκτρική καράκλα. Ο Τζων ξαναρίγησε σύγκορμος με τη σκέψη.

 

Το δωμάτιο που βρισκόταν τώρα του έμοιαζε οικείο, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτό που είχε βρεθεί την πρώτη ημέρα. Αυτό τον τάραξε. Πόσα, άραγε, δωμάτια υπήρχαν, αναρωτήθηκε. Δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί. Όλα τού έμοιαζαν τόσο αλλόκοτα. Το μοναδικό που δεν χώρούσε καμία αμφιβολία, ήταν ότι αυτό το μέρος θα καθόριζε την ζωή ή τον… θάνατό του.

 

Τα πάντα στο μυαλό του Τζων ήταν τόσο μπερδεμένα που δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί. Προσπάθησε να φέρει στη μνήμη του την κοπέλα που ήθελε να τον βοηθήσει. Την φρουρό που τον είχε συμπαθήσει, όπως το ίδιο είχε συμβεί και σ’ εκείνον, άλλωστε. Είχε όμως εξαφανιστεί και ο Τζων θεωρούσε τον εαυτό του υπαίτιο γι’ αυτό. Έπειτα θυμήθηκε την φιγούρα του Γκρεγκ να κρατάει το χαρτί που είχε δώσει ο Τζων στην κοπέλα και να χαμογελάει. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι αυτός είχε βάλει το χεράκι του να εξαφανιστεί η φρουρός και η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώθει παραπάνω τύψεις. Ο Τζων δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του, ούτε να σβήσει το μίσος του για τον Γκρεγκ, το οποίο φούντωνε όλο και περισσότερο. Ένιωθε πολύ οργισμένος.

 

Αποφάσισε να σκεφτεί ψύχραιμα και υπολόγισε ότι ήταν Δευτέρα. Οι γονείς του θα έπρεπε να έχουν ήδη μάθει την ψεύτικη είδηση ότι ο Τζων ήταν νεκρός. Η σκέψη του έφερε απελπισία. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το μέτωπό του. Εφόσον δεν υπήρχε η δυνατότητα να τους ενημερώσει και αν η κοπέλα είχε… Αυτό δεν άντεξε να το σκεφτεί παραπάνω… Δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στην φρουρό, εξαιτίας του και το απώθησε αμέσως από τις σκέψεις του.

 

Με τα τωρινά δεδομένα, ο Τζων δεν θα προλάβαινε σε καμία περίπτωση να ενημερώσει τους δικούς του ανθρώπους ότι ο ίδιος ήταν ζωντανός , να τους καθησυχάσει και να ζητήσει βοήθεια. Οι γονείς του τώρα θα γνώριζαν ένα μόνο πράγμα. Ότι ο Τζων ήταν νεκρός. Αυτό τον τρέλαινε… Στη σκέψη αυτή λύγισε. Άρχισε να βάζει τις φωνές, χτυπώντας τις γροθιές του στην καρέκλα του.

 

«Αφήστε με! Γαμημένοι δολοφόνοι! Αφήστε με!»

 

Ένας από τους δύο φρουρούς  που στεκόταν δίπλα του, τον χτύπησε στα πλευρά με κάτι σαν ξύλινο γκλομπ και ο Τζων μόρφασε και διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο.

 

Την ίδια στιγμή, άκουσε την φωνή του δικαστή δυνατή και καθαρή. Μιλούσε στα αγγλικά.

 

«Κρατούμενε C0655 σήκω όρθιος.»

 

Ο Τζων είχε πλέον αποστηθίσει τον κωδικό που του είχαν επιβάλλει σαν όνομα και έτσι ανταποκρίθηκε αμέσως. Σηκώθηκε απρόθυμα, μορφάζοντας από τον πόνο στα πλευρά που του είχε προκαλέσει το χτύπημα του φρουρού.

 

Ο δικαστής έσκυψε μπροστά σε κάτι χαρτιά που είχε πάνω στο έδρανο και χωρίς να σηκώσει το πρόσωπό του ανάγγειλε αυστηρά. «Κρατούμενε C0655 καταδικάστηκες σε απομόνωση λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Θα οδηγηθείς στην προσωρινή σου κατοικία μία ημέρα πριν το προβλεπόμενο όριο.»

 

Ο Τζων ξεροκατάπιε χωρίς να ψελλίσει κουβέντα. Θα τον οδηγούσαν στην κατοικία του μια μέρα πριν από ότι είχε υπολογίσει. Αυτό σήμαινε ότι δεν προλάβαινε πλέόν ούτε να ξαναδεί την κοπέλα που ίσως κατάφερνε να τον βοηθήσει, ούτε να να καταστρώσει ένα σχέδιο για να μπορέσει να ενημερώσει κάποιον γνωστό του. Ένιωθε παγωμένος και απελπισμένος. Ένιωθε αβοήθητος.

 

Ο δικαστής συνέχισε να σκαλίζει κάποια χαρτιά και σήκωσε το πρόσωπό του προς τον Τζων κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Επίσης, σου επιβάλλεται η ποινή της επ’ αορίστου αναβολής δημιουργίας οικογένειας, έως ώτου αποφασίσει η επιτροπή μας για την χορήγηση χάρης. Ως εκ τούτου, είσαι σε αναμονή.»

 

Αναμονή… Ο Τζων δεν ήξερε τι να σκεφτεί πια…

 

«Πάρτε τον!» αντήχησε η κοφτή διαταγή του δικαστή ενώ την ίδια στιγμή σηκωνόταν για να φύγει.

 

Το μόνο που δεν ενδιέφερε τον Τζων την παρούσα στιγμή, ήταν το κατά πόσο θα έκανε οικογένεια σ’αυτήν εδώ την πόλη ή το πότε θα γνώριζε την μέλλουσα σύζυγό του. Αδιαφορούσε παντελώς για όλα αυτά. Ο κόσμος του είχε καταρρεύσει ολοκληρωτικά…  

Είχε απωλέσει κάθε ελπίδα να δράσει και να προλάβει να καταστρώσει ένα σχέδιο, κάτι που λίγες ώρες πριν φαινόταν τόσο εφικτό χάρη στην νεαρή φρουρό. Οι γονείς του θα μάθαιναν – ίσως και να είχαν ήδη πληροφορηθεί – για τον ‘θάνατό’ του και όλα θα κυλούσαν σύμφωνα με το πρόγραμμα που του είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση αυτής της πόλης. Της πόλης που έμελλε να είναι η μοιραία στη ζωή του.

 

Ο Τζων ξανακάθησε στην καρέκλα του με το κεφάλι του σκυμμένο, λες και ήταν ένα άψυχο αντικείμενο που κρεμόταν από τον λαιμό του. Δεν είχε δύναμη ούτε πια να κλάψει. Είχαν στερέψει και τα δάκρυά του.

 

Δύο άντρες πλησίασαν και τον οδήγησαν προς τον μακρύ διάδρομο που τον είχαν φέρει παίρνοντας τώρα, την αντίθετη κατεύθυνση. Τον συνόδευαν έχοντας τα χέρια τους περασμένα στα μπράτσα του, αρκετά σφιχτά ώστε να τον ενοχλεί η επαφή αν και πλέον η απελπισία του Τζων είχε, σχεδόν, νεκρώσει τα κύτταρα του.

 

 

18:05

 

Το μαύρο ογκώδες τζιπ, ίδιο με αυτό που τον είχαν φέρει στο κυβερνητικό κτήριο σταμάτησε σε ένα στενό δρομάκι που οδηγούσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών. Από μακριά οι κατοικίες έμοιαζαν σαν πανομοιότυπες κυψέλες, όπου σου έδινε την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβγαιναν οι μέλισσες από μέσα τους. Έμοιαζαν με κουτιά, όλα ομοιόμορφα βαμένα μπεζ προς γκρι και με ένα μεγάλο παράθυρο και μια σκούρα μεταλλική πόρτα.

Ο Τζων δεν μπόρεσε να διακρίνει κάποια λεπτομέρεια, ίσως ένα μπαλκόνι ή κάποιο μικρό παραθυράκι επιπλέον.

 

Σε όλη την διαδρομή τού είχαν τα μάτια δεμένα με μαντήλι και έτσι δεν μπόρεσε να δει σε ποιο σημείο τον έφεραν, σίγουρα όμως δεν ήταν και τόσο μακριά από το κτήριο της κυβέρνησης αν έκρινε τον σύντομο χρόνο που έκαναν για να φτάσουν εκεί.

 

Ο ένας  από τους δύο άντρες που κάθονταν μαζί με τον τζων στο πίσω κάθισμα του τζιπ, άνοιξε την πόρτα και κατέβασε τον Τζων κάπως βίαια, ενώ την ίδια στιγμή και ο δεύτερος έβγαινε από το όχημα ακολουθώντας τους.

 

Είχε πλέον σκοτεινιάσει και έκανε δυνατό κρύο, κάτι που σήμαινε ότι ο Τζων είχε περάσει παραπάνω από την μισή ημέρα σ’εκείνη την φριχτή απομόνωση. Τώρα αναλογιζόταν ότι τα πάντα είχαν τελειώσει, οι γονείς του είχαν ενημερωθεί και κανεις δεν θα τον έψαχνε παραπάνω… Σε λίγες ημέρες θα τους έστελναν και ένα βαζάκι με τις στάχτες του για επιβεβαίωση. Το στομάχι του Τζων ανακατεύτηκε με την ιδέα.

 

Ο ένας από τους δύο άντρες που βάδιζε πίσω από τον Τζων τον έσπρωξε δυνατά με το χέρι του για να προχωρήσει και ο Τζων παραλίγο να χάσει τον βηματισμό του. Ο άντρας τον έβριζε στην δική του γλώσσα. Ο Τζων δεν έκανε καν τον κόπο να απαντήσει. Όλα έμοιαζαν μάταια πλέον.

 

Ο φρουρός που προπορευόταν άνοιξε την πόρτα χρησιμοποιόντας μία μικρή οθόνη αφής που ήταν ενσωματωμένη στην πόρτα και ήταν σχεδόν αόρατη από μακριά. Ύστερα τράβηξε βίαια την παλάμη του Τζων και πίεσε τον αντίχειρά του στην ίδια οθόνη. Στο περίβλημα της πόρτας εμφανίστηκε αμυδρά ο κωδικός του Τζων και μια μικρή φωτογραφία του και ένα πράσινο λαμπάκι άναψε. Ο φρουρός του είπε με σπαστά και ασύντακτα αγγλικά ότι έτσι θα έμπαινε και θα έβγαινε πλέον από το σπίτι-φυλακή του.

 

Ο Τζων κοιτούσε απορρημένος και ακολούθησε τον άντρα στο εσωτερικό του σπιτιού.

 

Τα πάντα στο μοναδικό δωμάτιο που είχε το διαμέρισμα, ήταν σε τάξη και απόλυτη αρμονία. Οι τοίχοι ήταν βαμένοι στο ίδιο μπεζ-γκρι χρώμα που ήταν και το εξωτερικό του κτηρίου και δεν υπήρχε τίποτα πάνω τους, εκτός από έναν μικρό καθρέφτη πάνω από έναν νιπτήρα στην μικρή τουαλέτα που αποτελούσε και το μοναδικό – εν μέρει- ξεχωριστό δωματιάκι στο διαμέρισμα. Υπήρχε ένα κρεβάτι τέλεια στρωμένο, ένα μικρό τραπεζάκι με μία καρέκλα που χρησίμευε σαν γραφείο και μια λάμπα ακουμπισμένη πάνω του και μία μικρή ντουλάπα για τα ρούχα. Το παράθυρο έβλεπε σε ένα έρημο δρόμο και είχε μια βαριά καφέ κουρτίνα που ήταν τραβηγμένη. Το φωτιστικό ήταν ενσωματωμένο στο ταβάνι και έριχνε δυνατό φως, που θύμιζε αίθουσα ανάκρισης.

 

Τέλος στην μία γωνία του δωματίου υπήρχε ένας νεροχύτης με βρύση και ένα μικρό ντουλάπι για τα πιάτα και τα ποτήρια, καθώς και ένα μικροσκοπικό ψυγείο σαν μίνι-μπαρ. Μία μικρή ηλεκτρική σόμπα ήταν τοποθετημένη απέναντι από το κρεβάτι, ενώ το σκηνικό ολοκλήρωνε μία μικρή επίπεδη οθόνη που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο και έπαιζε τον ρόλο της τηλεόρασης.

 

Ο Τζων κοιτούσε τα πάντα με μάτια ανέκφραστα και κενά. Η απελπισία και η απογοήτευση τον είχε καταβάλλει. Όσο και να προσπαθούσε να επαναλαμβάνει  μέσα του διαρκώς ότι έπρεπε να είναι δυνατός και να μην εγκαταλείψει, ήξερε ότι στην πραγματικότητα είχε ήδη αφεθεί στη μοίρα του.

 

Έσυρε το βήμα του αργά-αργά προς το κρεβάτι και ανακάθησε βαριά κοιτώντας τον απέναντι τοίχο και μη ‘βλέποντας’ ουσιαστικά τίποτα.

Οι δύο φρουροί κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους και μετά, ο άντρας που είχε μιλήσει πριν λίγο στον Τζων, του ανήγγειλε με τα ίδια, σπαστά του αγγλικά ότι την επόμενη ημέρα θα τον επισκεπτόταν ένας αρμόδιος για την ανάθεση της εργασίας που θα έπρεπε να κάνει και θα τον οδηγούσε στο μέρος που θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας δουλεύοντας.

 

«Tomorrow» έγνεψε με τα απαίσια αγγλικά του και οι δύο άντρες κατευθύνθηκαν προς την έξοδο κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω τους.

 

Ο Τζων είχε βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και κοιτόυσε με βλέμμα απλανές το πάτωμα.

 

 

20:55

 

Ο Τζων είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι. Δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του παρόλο που το μικρό ψυγείο ήταν γεμάτο με τυποποιημένα τρόφιμα, κοτόπουλο, κρέας, λαχανικά, ζυμαρικά, φρούτα και μερικές σοκολάτες. Το μόνο που κατάφερε να πιει ήταν νερό και λίγο παστεριωμένο γάλα που υπήρχε σε άφθονη ποσότητα.

 

Δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει κανένα μέσο που να μπορούσε να του χρησιμεύσει σαν βοήθεια στον εντοπισμό του. Φυσικά δεν υπήρχε υπολογιστής, σύνδεση στο ίντερνετ και τηλέφωνο, ενώ η μικρή τηλεόραση εξέπεμπε μόνο τοπικά κανάλια και κανένα διεθνές. Ακόμα και αν ξεσπούσε ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ο Τζων δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Δεν ήξερε καν σε ποιο σημείο του πλανήτη βρισκόταν αυτή η παράξενη πόλη. Ήταν κυριολεκτικά αόρατος.

 

Βρες κάτι… Κάνε κάτι… Σκέψου κάτι!

 

Βασανιζόταν από σκέψεις… Οι ώρες περνούσαν και το επόμενο πρωί θα ήταν εγκλωβισμένος στο μέρος που θα δούλευε… Δεν θα είχε πολλές ευκαιρίες πλέον. Αν ο καιρός περνούσε και όλοι τον ξεχνούσαν, ακόμα και η αδελφή του που ο Τζων ήξερε ότι δεν θα πίστευε τόσο εύκολα το παραμύθι του θανάτου του, ή και οι φίλοι του…αν όμως περνούσε ο καιρός,  εύκολα ο Τζων θα ξεχνιόταν, απ’ όλους.

 

Ένιωθε νεκρός.  Η απελπισία του είχε ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής.

 

Βρες κάτι… Βρες…

 

 

22:02

 

Ο Τζων δοκίμασε να βγει από το σπίτι και να ψάξει τριγύρω του για κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Του είχε έρθει μια ιδέα να αποδράσει. Το πώς και το γιατί δεν μπορούσε να το βρει, όσο και να έστυβε το μυαλό του, αλλά όφειλε να δοκιμάσει.

 

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα και άρχισε να περπατάει γύρω-γύρω από το σπίτι μέσα στο σκοτάδι και το κρύο. Για πρώτη φορά μετά από πολύ ώρα, ένιωθε να φουντώνει μέσα του η ελπίδα της απόδρασης. Η ελπίδα της ελευθερίας.

 

Ενώ είχε απομακρυνθεί μερικά μέτρα από το διαμέρισμα είδε κάτι που δεν είχε προσέξει πριν, όταν τον είχαν φέρει για πρώτη φορά. Θα ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε, όμως τώρα απλωνόταν πέρα ως πέρα αληθινό και απειλητικό ολόγυρά του.

 

Ένα ψηλό συρματόπλεγμα.

 

Ο Τζων ξεροκατάπιε και το στομάχι του ανακατεύτηκε. Πώς ήταν δυνατόν να εμφανίστηκε αυτός ο συρμάτινος φράχτης, έψαχνε την εξήγηση, που όμως δεν είχε καμία λογική. Τριγύρισε την αυλή και είδε ότι αυτό το συρματόπλεγμα, σχεδόν ‘έβγαινε’ μέσα από το χώμα, άρα ήταν πιθανό να ενεργοποιήθηκε από τους φρουρούς την ώρα που έφευγαν. Ήταν σαν ένα είδος… ‘ηλεκτρονικής φυλακής’ που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν κατά παραγγελία. Κοιτώντας και τα υπόλοιπα διαμερίσματα, παρατήρησε, όσο μπορούσε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, το ίδιο συρματόπλεγμα γύρω από το κάθε ένα από τα τσιμεντένια κουτιά του οικισμού.

 

Έσκυψε και σύρθηκε προσεχτικά προς ένα σημείο του συρματοπλέγματος που του φάνηκε ότι είχε φως. Πλησίασε με κομμένη την ανάσα καθώς δεν ήξερε αν ο φράχτης είχε ηλεκτρικό ρεύμα και αφού έφτασε στο φωτινό σημείο, διαπίστωσε ότι ήταν ένα μικρό κουτί που έμοιαζε με χρονοδιακόπτη, με το φωτεινό του καντράν να δείχνει τον αριθμό 9.

 

Άρα, σκέφτηκε ο Τζων, τα καθάρματα ενεργοποιούν τον φράχτη στις 9 το βράδυ. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση που να του ερχόταν στο μυαλό εκείνη τη στιγμή.

 

Υπέθεσε τότε, ότι κάθε ημέρα κατά τις εννιά θα τέλειωνε από την δουλειά και θα ήταν πίσω στο σπίτι, προφανώς υπό τη συνοδεία κάποιου φρουρού που θα του απέτρεπε την παραμικρή σκέψη για κάτι παράνομο.  Έτσι, αυτοί θα ενεργοποιούσαν τον φράχτη, έως την επόμενη ημέρα που θα έρχονταν να τον οδηγήσουν στην εργασία του και, λογικά, ο φράχτης θα απενεργοποιούταν ξανά. Ήταν ένα άψογο σχέδιο φυλάκισης…

 

«Μπάσταρδοι! Γαμημένα γουρούνια!»

 

Ο Τζων ούρλιαζε μέσα στην σιωπή της νύχτας, όταν άκουσε δυνατά γαβγίσματα από πολλά σκυλιά. Αποτραβήχτηκε πίσω στιγμιαία, άλλα αμέσως κατάλαβε ότι τα σκυλιά ήταν πίσω από τον φράχτη. Δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν δεμένα ή ελεύθερα, ή – πολύ περισσότερο – αν είχαν κάποιον άνθρωπο να τα κρατάει, αλλά κατάλαβε ότι αυτό ήταν η… δεύτερη γραμμή άμυνας που είχαν στήσει για να αποθαρρύνουν πιθανούς δραπέτες…

 

Όλα ήταν ξεκάθαρα πλέον… Δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο να σκεφτεί την πιθανότητα απόδρασης από εκεί.

 

Τέλος… Αυτό είναι το τέλος…

 

Ο Τζων κινήθηκε με αργά βήματα, εντελός παραδωμένος στην απελπισία του και μπήκε ξανά στο διαμέρισμα κλείνοντας την πόρτα με δύναμη πίσω του.

 

 

23:11

 

Τέλος… Τελειώσαμε… Δεν… Δεν έχει τίποτα…

 

Ο Τζων δεν μπορούσε να κοιμηθεί… Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με σβηστά τα φώτα και κοιτούσε το ταβάνι… Ήταν φοβερα εξαντλημένος αλλά δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Ένιωθε να πονάει όλο του το σώμα, κάθε κόκκαλό του αλλά και η ίδια του η ψυχή, από την απελπισία και την απογοήτευση. Συνειδητοποιούσε ότι όλα είχαν τελειώσει. Τα πάντα σ’ αυτή την πόλη ήταν τόσο άρτια ρυθμισμένα που δεν άφηναν καμία ελπίδα διαφυγής.

 

Τέλος…

 

 

23:50

 

Κράτα… Κράτα… Λίγο…Βάστα λίγο…

 

Τζων…

Link to comment
Share on other sites

ΤΡΙΤΗ.

 

 

 

Τζων Μπάρλοου.

 

Μία εβδομάδα κάτοικος της Πόλης.

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Eρχεται σε λιγο το δραματικο τελος της νουβελας...

 

Stay tuned....

Link to comment
Share on other sites

UPDATE

 

 

ΤΡΙΤΗ.

 

Τζων Μπάρλοου.

Μία εβδομάδα κάτοικος της Πόλης.

 

 

Η νεαρή φρουρός είχε αποσπαστεί στο κτήριο που απασχολούσε ένα ορισμένο προσωπικό, υπεύθυνο για πάσης φύσεως γραφειοκρατικά ζητήματα, υποθέσεις ρουτίνας, μεταθέσεις αξιωματικών, αναθέσεις εργασίας σε νέους πολίτες και καταμέτρηση του πληθυσμού. Υπεύθυνος στον όροφο που μετατέθηκε η κοπέλα, ήταν ο Γκρεγκ. Είχε παίξει κι αυτός τον ρόλο του στον υποβιβασμό της πρώην φρουρού, αν και της συγχωρέθηκε το… έγκλημα της προσπάθειας να βοηθήσει έναν κρατούμενο, λόγω πρότερου έντιμου και εργατικού βίου. Ο Γκρεγκ όμως δεν το είχε ξεχάσει και φρόντιζε να της κάνει τη ζωή όσο μπορούσε πιο δύσκολη στον χώρο εργασίας τους.

 

 Ήταν ήδη 5 το απόγευμα και η κοπέλα, πήρε επιτέλους την άδεια να πάει στο σπίτι της, μετά από μία ακόμα ημέρα που ξεπερνούσε το όριο των ωρών που θα έπρεπε να δουλεύει, με τον Γκρεγκ να έχει βάλει φυσικα το χέρι του σ’αυτό.

 

Φεύγοντας από το κτήριο, είχε την έντονη επιθυμία να προσπαθήσει να επισκευθεί τον Τζων. Είχε μάθει σε ποιο διαμέρισμα ζούσε πλέον και λαχταρούσε να τον δει για μια ακόμα φορά. Ένιωθε, εν μέρει, υπεύθυνη στο ότι δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει στον εαυτό της ότι δεν ήταν προσεκτική με το μήνυμα που είχε πάρει από τον Τζων και έτσι πρόδωσε την εμπιστοσύνη που της έδειξε αυτός ο δύσμοιρος άνδρας που βρέθηκε στην θέση που είχαν βρεθεί, αλλά και θα βρισκόταν στο μέλλον, πολλοί άλλοι άνθρωποι σ’ αυτήν εδώ την πόλη.

 

Την βασάνιζαν τύψεις από εκείνη την μέρα και έτσι δέχτηκε την μετάθεση της σ’ εκείνο το τμήμα με ικανοποίηση. Σκεφτόταν ότι ήταν μια μικρή τιμωρία για την απερισκεψία της, αλλά και μια μορφή λύτρωσης γιατί δεν θα χρειαζόταν ξανά να περάσει κάτι τόσο στενάχωρο, όπως το να συμπαθήσει, να αγαπήσει, να ερωτευτεί ίσως, έναν κρατούμενο.

 

Να ερωτευτεί έναν αθώο κρατούμενο.

 

Ναι, τον είχε ερωτευτεί, τον είχε βάλει στην καρδιά της τον Τζων από την στιγμή που της ζήτησε απελπισμένα τη βοήθειά της. Ήταν τόσο εύθραυστος και απροστάτευτος. Ήθελε τόσο πολύ να τον προστατέψει, να τον αγκαλιάσει και να τον ελευθερώσει.

 

Συνέχισε να περπατάει στεναχωρημένη, κατά μήκος της αχανής λεωφόρου που οδηγούσε στο σπίτι της, όταν λίγο πριν πάρει την στροφή που έπρεπε να πάρει, αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να κατευθυνθεί προς τον οικισμό που φιλοξενούσε τον Τζων.

 

Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήξερε ότι είχε λίγες ώρες μπροστά της πριν τα συρματοπλέγματα ανέβουν και ο Τζων θα ήταν σίγουρα σπίτι του, αφου ακόμα δεν του είχε ανατεθεί εργασία. Αυτή η διαδικασία ίσως να καθυστερούσε μία-δύο ημέρες ακόμα.

 

Περπατούσε με γοργό βήμα και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά στο στήθος της. Το κρύο δεν την ενοχλούσε, ένιωθε μια μεγάλη έξαψη. Προσέγγισε τον οικισμό και άρχισε να αναζητάει το διαμέρισμα του Τζων. Το βρήκε μετά από λίγη ώρα και καρδιοχτύπησε δυνατά. Κινήθηκε  προς την αυλή του για να του χτυπήσει την πόρτα.

 

 

 

 

Στο μικρό διαμέρισμα στο Ισλινγκτον του Λονδίνου, ο κόσμος είχε αρχίσει να έρχεται από νωρίς το πρωί για να συλληπηθεί την οικογένεια του Τζων. Η Ντόρα, η αδελφή του και ο καλύτερος φίλος του Τζων, όπως και η πρώτη του ξαδέλφη, η μόνη ξαδέλφη του Τζων που διατηρούσαν μια κάποια επαφή,  έτρεχαν να φροντίσουν τους επισκέπτες προσφέροντας τους τσάι και κουλουράκια. Ο πατέρας του Τζων μαζί με κάποιους δικούς του, αλλά και οικογενειακούς φίλους, καθώς και πολλούς συνάδελφους του Τζων από την τράπεζα, είχαν γεμίσει την μικρή παμπ που συνήθιζε να επισκέπτεται ο Τζων τα σαββατόβραδα και έπιναν μερικές μπίρες στην μνήμη του. Η ατμόσφαιρα ήταν θλιβερή. Ο πατέρας του έπνιγε στο αλκοόλ τη θλίψη και τα δάκρυα του, προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος αυτή την δύσκολη ώρα, την ίδια στιγμή που η μητέρα του στο σπίτι είχε σχεδόν καταρρεύσει και η αδελφή του προσπαθούσε να κάνει τα πάντα για να απαλύνει τον πόνο της και να την φροντίσει. Η ίδια υπέφερε βουβά, όπως και ο κολλητός του φίλος.

 

Το τηλεφώνημα που έγινε, από κάποιο απροσδιόριστο μέρος, ενημέρωσε την οικογένεια Μπάρλοου, ότι ο μοναχογιός τους είχε βρεθεί νεκρός στον αυτοκινητόδρομο μεταξύ Μαδρίτης και Σεγόβιας, όταν ανατράπηκε το λεωφορείο σε μια στροφή, με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά αμέσως και να απανθρακωθούν όλοι οι επιβαίνοντες… Δεν υπήρχαν καθόλου απομεινάρια του γιού τους. Τα συλληπητήρια τους ήταν το μόνο που πήραν από αυτόν τον άγνωστο που τηλεφώνησε. Η Ντόρα προσπάθησε να αντιγράψει τον αριθμό και να τηλεφωνήσει πίσω, αλλά το τηλέφωνο ήταν νεκρό.

 

Δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν δεχόταν την εξήγηση που της δόθηκε. Είχε επικοινωνία με τον Τζων και της έλεγε ότι περνάει πολύ καλά, της έλεγε για τις ομορφιές της Μαδρίτης και την ανυπομονησία του να γνωρίσει και άλλες πόλεις όπως την Σεγόβια και την Άβιλα. Της είχε κάνει όμως, μεγάλη εντύπωση που δεν είχε ανεβάσει ούτε μία φωτογραφία στο προσωπικό του μπλογκ, ούτε σε κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης από αυτά που ήταν μέλος τους ο αδελφός της. Κάτι μέσα της την έτρωγε και ήλπιζε ότι ο Τζων ίσως και να ήταν ζωντανός. Σε κάθε χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας η καρδιά της φτερούγιζε και πρόσμενε να ανοίξει την πόρτα και να δει τον αδελφό της να μπαίνει στο σπίτι, φορτωμένος με μια σακούλα από αναμνηστικά που θα τους μοίραζε, μαζί με τις εμπειρίες από το ταξίδι του.

 

Η πόρτα χτύπησε τελικά, αλλά ήταν ένας ακόμα επισκέπτης που έμπαινε για να συλληπηθεί την οικογένεια. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν είχε έρθει η πρώην κοπέλα του Τζων για να τους δει. Ίσως δεν άντεχε να αντικρίσει την οικογένεια του πρώην αγαπημένου της, ίσως απλά να αδιαφόρησε. Η Ντόρα λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό και προσπάθησε ξανά να δοκιμάσει να καλέσει στο κινητό του Τζων και κατόπιν, στο τηλέφωνο που τους είχε καλέσει στο σπίτι ο παράξενος εκείνος άνδρας, άγγελος θανάτου για την οικογένεια Μπάρλοου.

 

 

 

Ο Γκρεγκ βρισκόταν στο γραφείο του μπροστά από μια μεγάλη στίβα από φακέλους. Την προηγούμενη ημέρα πληροφορήθηκε ότι είχαν καταυθάσει τρεις νέοι πολίτες της Πόλης και η αποστολή του ήταν η ίδια βαρετή και άχαρη όπως πάντα. Να τους ‘συνοδεύσει’ στο ξενοδοχείο, όπου θα προετοίμαζε το έδαφος για την σύλληψή τους. Η κοπέλα που είχε συναντήσει στο καφέ, ήταν αρκετά ήσυχη όπως είχε αποδειχτεί και δεν το είχε κουνήσει καθόλου από το δωμάτιο. Την επόμενη ημέρα θα έστελνε τους άνδρες του για να την συλλάβουν.  Δεν πρόκειται να τους έφερνε την παραμικρή αντίσταση και αυτό χαροποιούσε τον Γκρεγκ.

 

Σκεφτόταν την υπόθεση του Τζων και πόσο τον είχε δυσκολέψει, πόσο ανυπάκουος, βίαιος και αντιδραστικός ήταν και ένα μικρό χαμόγελο διαγράφτηκε στο πρόσωπό του. Τον κανόνισε καλά και αυτόν, σκεφτόταν και έπιανε τον τελευταίο φάκελο στα χέρια του πριν ξεκινήσει για το καφέ που πιθανόν θα είχαν οδηγηθεί κάποιοι από τους νέους πολίτες, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του. Το σήκωσε για να απαντήσει και, προς στιγμή, πάγωσε.

 

 

 

Η Ντόρα έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο στο παράξενο αυτό νούμερο, αλλά δεν το σήκωνε κανείς. Επίσης δοκίμασε να τηλεφωνήσει και στον ίδιο τον Τζων. Η ελπίδα την έτρωγε. Το κινητό χτυπούσε αλλά επίσης, δεν απαντούσε κανείς. Αυτό την μπέρδεψε και της έδωσε μια αλλόκοτη και τρελή ελπίδα. Πώς ήταν δυνατόν το τηλέφωνο να είχε καεί στην φωτιά που πήρε το λεωφορείο, αλλά εντούτοις να εξακολουθούσε να λειτουργεί και να δέχεται κλήσεις;

 

Κάτι στραβό υπήρχε σε όλη αυτή την ιστορία, αναλογίστηκε. Προσπάθησε να βγάλει μια άκρη, δοκιμάζοντας να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να παρακαλέσει να μεσολαβήσει στην εταιρία κινητής τηλεφωνίας του Τζων ώστε να της δώσουν μια λίστα με τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις του αδελφού της από την στιγμή που ξεκίνησε για να πάει στην Ισπανία, μέχρι και την σημερινή μέρα. Η ελπίδα σιγόκαιγε μέσα της.

 

Δε θα στο συγχωρέσω ποτέ αυτό Τζων. Μας έχεις τρομάξει όλους. Γύρνα και όλα θα τελειώσουν. Πρέπει να γυρίσεις. Η Ντόρα έτρεμε καθώς ξεκινούσε για το πιο κοντινό κατάστημα κινητής τηλεφωνίας.

 

 

 

Η νεαρή φρουρός πλησίασε την αυλή του διαμερίσματος του Τζων. Περπατούσε με σιγανά βήματα, γιατί δεν ήξερε ποιος θα μπορούσε να ήταν εκεί – κάποιος φρουρός της κυβέρνησης ίσως – και τι μπελά θα έβρισκε αν την έπιαναν να παραβιάζει την ιδιωτική κατοικία ενός κρατούμενου της κυβέρνησης.

 

Πλησίασε στην πόρτα και χτύπησε δειλά-δειλά. Το φως στο διαμέρισμα ήταν αναμμένο και έτσι προσπάθησε να δει από ένα μικρό παραθυράκι, αλλά δεν ξεχώριζε καμία ανθρώπινη μορφή μέσα στο σπίτι. Ξαναπλησίασε την πόρτα και προσπάθησε να την σπρώξει. Τότε διαπίστωσε ότι ήταν ανοιχτη. Με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Έμεινε ακίνητη χωρίς να μπορεί να αναπνέυσει. Τρέμοντας και με λυγμούς έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη της και κάλεσε έναν αριθμό. Πριν προλάβει να τελειώσει όλη την πρότασή της, λιποθύμησε.

 

 

 

Ο Γκρεγκ είχε στείλει δύο άνδρες της φρουράς της κυβέρνησης  για να εξετάσουν το σπίτι του Τζων και να του στείλουν πίσω πληροφορίες και κάποιο πρόχειρο πόρισμα για το τι ακριβώς είχε συμβεί. Ήταν πολύ ανήσυχος. Δεν του είχε ξανασυμβεί αυτό στα χρόνια που δούλευε για την κυβέρνηση της Πόλης. Ανησυχούσε για την θέση του. Ανησυχούσε για την αντιμετώπιση που θα είχε από τους ανωτέρους του και από τον ίδιο τον Κυβερνήτη όταν μάθαιναν το περιστατικό και έριχναν πάνω του όλες τις ευθύνες, όπως φοβόταν ο Γκρεγκ.

 

Μετά από πολλά αγωνιώδη λεπτά, ίσως και μισή ώρα μετά, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου του. Σημείωσε σε ένα χαρτί πρόχειρα αυτά που άκουγε στην άλλη άκρη του ακουστικού και έκλεισε βίαια το τηλέφωνο. Ήταν ιδρωμένος και αγχωμένος. Έπρεπε να ετοιμάσει άμεσα την κατάθεσή του. Δεν ήξερε πως θα ξεμπλέξει από αυτό το απρόοπτο πρόβλημα που τον βρήκε.

 

 

 

Στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας οι υπάλληλοι ήταν πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν την Ντόρα. Η λίστα με τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις ήταν αυτή ακριβώς που φοβόταν. Τηλέφωνα σε αυτήν, στους γονείς και στον φίλο του. Ό,τι ακριβώς έτρεμε να παραδεχτεί.  Όλα έδειχναν ότι το ατύχημα είχε συμβεί στα αλήθεια. Ίσως και να είχε δίκιο ο αλλόκοτος ξένος που τους τηλεφώνησε. Ίσως να είχαν τελειώσει όλα. Έβαλε τα κλάματα και μια νεαρή κοπέλα που περίμενε να εξυπηρετήσει κάποιους πελάτες, έσπευσε να την παρηγορήσει και να της προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Η Ντόρα κατέρρευσε.

 

 

 

Ο Γκρεγκ έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι, άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή του για να συντάξει την κατάθεσή του.

 

Άρχισε να πληκτρολογεί μηχανικά.

 

 

ΟΝΟΜΑ: ΤΖΩΝ.

ΕΠΙΘΕΤΟ: ΜΠΑΡΛΟΟΥ.

ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ (ΕΥΡΩΠΗ).

ΚΩΔΙΚΟΣ: C0655.

ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ (Ο κρατούμενος έκοψε τις φλέβες του με ένα κουτί από κονσέρβα).

ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΩΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΔΕΥΤΕΡΑ, 23:55 (Κατά προσέγγιση).

 

 

 

Σαν το σκυλί στο αμπέλι, σκέφτηκε ο Γκρεγκ και σηκώθηκε να βάλει πάγο στο ουίσκι του.

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΜΙΚΡΗ ΑΥΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΩΝ 96 ΣΕΛΙΔΩΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ....

ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΥΤΟΕΚΔΟΣΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ....ΑΦΟΥ ΠΡΩΤΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΩ ΟΠΩΣ ΜΠΟΡΩ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΤΩΡΑ ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΑΤΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΑΥΤΗ ΤΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ

ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ.... ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΚΡΗ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ! ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΟΥ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ, ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΜΟΥ!

Edited by georgezerv76
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Η ΝΟΥΒΕΛΛΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ " Η ΠΟΛΗ" ΘΑ ΕΚΔΟΘΕΙ ΑΠΟ ΤΙς ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΗ!

 

εΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ ΜΟΛΙΣ ΔΙΟΡΓΑΝΩΘΕΙ

 

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΟΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΕΤΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΠΛΕΟΝ...

 

:first:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..