alucardos Posted August 11, 2014 Share Posted August 11, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Νικόλαος ΚαλλίδηςΕίδος: (ηρωική φαντασία,τρόμου)Βία; (Ναι)Σεξ; (Όχι)Αριθμός Λέξεων: 1996Αυτοτελής; ΌχιΣχόλια: Αυτή είναι η πρώτη μου μικρή ιστορία. Ελπίζω να σας αρέσει και να σας δημιουργήσει εικόνες και αισθήσεις στο νου. Κάθε παρατήρηση είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη γιατί βοηθάει στη βελτίωση. Ελπίζω να υπάρξει ενδιαφέρον. Ευχαριστώ.ΥΓ. Όσο και αν προσπάθησα να διορθώσω τα ορθογραφικά και τα εκφραστικά, ενδέχεται να έχουν μείνει μερικά. Αν βρείτε κανένα ζητώ προκαταβολικά συγνώμη.ΥΓ2. Το κείμενο γράφτηκε επίτηδες απλό. Ήθελα να μοιάζει με παραμύθι. (αν και πολύ φοβάμαι πως δεν θα είναι για μικρά παιδιά). ΥΓ3. Επειδή αυτό είναι το πρώτο μου κείμενο, αν είναι υποχρεωτικό να το κάνω αρχείο και να το ανεβάζω αντί να το ποστάρω, ή αν έχω κάνει κάποια παρατυπία ελπίζω να μου το πείτε. Το νεκρό δάσος Μέρος 1ο Η αμαρτία του αίματος Ήταν ένα τεράστιο καφετί βουνό που το ονόμαζαν Εμίρ. Οι πλαγιές του ήταν τόσο απόκρημνες που κανένας δεν μπορούσε να το ανέβει, και ήταν τόσο ψηλό που η κορυφή του ήταν κατάλευκη από το χιόνι σχεδόν όλο τον χρόνο. Στους πρόποδες του βουνού φύτρωνε ένα τεράστιο δάσος που σχεδόν στεφάνωνε ολόκληρο το βουνό γύρω γύρω, και τα δέντρα του ήταν τόσο πυκνά που μέσα του με δυσκολία μπορούσες να δεις τον ήλιο και τον ουρανό, και εύκολα μπορούσες να χαθείς. Για να χαθείς όμως έπρεπε να μπεις στο δάσος, όμως κανένας δεν έμπαινε στο δάσος. Το δάσος έκρυβε πόνο. Έξω από τα όρια του δάσους υπήρχε ένα μικρό χωριό που το ονόμαζαν Ρούντ. Η ζωή στο χωριό ήταν τόσο απλή όσο και η ονομασία του. Η βασική ασχολία των κατοίκων του ήταν η γεωργία και κτηνοτροφία. Ήταν ωραία η ζωή στο χωριό, αν έψαχνες μια απλή ζωή χωρίς περιπέτειες και πολλά πολλά. Ήταν μια ζωή μόχθου και ηρεμίας μαζί. Ήσουν το αφεντικό του εαυτού σου, και το χωριό έμοιαζε με μια μεγάλη οικογένεια μιας και στο χωριό όλοι είχαν έναν βαθμό συγγένειας μεταξύ τους. Το φθινόπωρο τα χωράφια γέμιζαν με βόδια που έσερναν άροτρα οργώνοντας την γη και συγγενείς που έσπερναν το στάρι πετώντας το με περίτεχνο τρόπο. Την άνοιξη οι κάμποι καταπρασίνιζαν από το νεογέννητο στάρι και το καλοκαίρι γίνονταν κατακίτρινοι, θαρρείς και ένα μέρος του ήλιου είχε έρθει να μείνει επάνω στη γη. Σε περιοχές που είχαν ήδη μαζέψει το σιτάρι, οι κτηνοτρόφοι έφερναν τα ζώα τους να φάνε ότι έχει απομείνει, για να ξαναπάνε οι γεωργοί να οργώσουν ξανά. Όμως το στάρι δεν ήταν η μόνη παραγωγή του χωριού. Ένας ποταμός περνούσε έξω από το χωριό που τον ονόμαζαν Έξωρ. Το ποτάμι δεν ήταν ορμητικό και ήταν τόσο φαρδύ που μερικές φορές έμοιαζε με μια μεγάλη μακρόστενη λίμνη. Στις όχθες του ποταμού, όσοι γεωργοί είχαν χωράφια, είχαν φτιάξει αυτοσχέδια αρδευτικά κανάλια από ξύλο και πέτρα, έτσι λοιπόν τα αγροτεμάχια του ποταμού ήταν γεμάτα αμπελώνες, ρύζι και καλαμπόκια όσο μπορούσε το μάτι σου να χορτάσει, δηλαδή μέχρι εκεί που ξεκινούσε το δάσος. Κανείς δεν έμπαινε στο δάσος. Το δάσος ήταν σκοτάδι. Το χωριό ήταν μικρό. Ήταν δεν ήταν περίπου εβδομήντα σπίτια, που από μακριά ξεχώριζαν από τις κωνοειδείς γκρίζες σκεπές τους, φτιαγμένες από ρομβοειδές κεραμίδι που τοποθετημένο σωστά έμοιαζε με δέρμα ερπετού που έχει ξεβάψει. Ο χειμώνας ήταν η ποιο ζεστή περίοδος του χωριού, και ας έκανε κρύο. Τότε που η φύση έπεφτε σε λήθαργο, οι κτηνοτρόφοι τάιζαν τα ζώα από τις αποθήκες και οι γεωργοί αδημονούσαν, το χωριό ζεσταινόταν μεταξύ του. Οι οικογένειες συνήθιζαν να κάνουν επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι, τα παιδιά έπαιζαν με τα ξύλινα παιχνίδια τους στα δωμάτια τους και οι νέοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Σε μία τέτοια επίσκεψη ο Μπαλίρ κοίταξε την Μέλα, και την αγάπησε. Εκεί στο σαλόνι με επίκεντρο το μαγκάλι, με την μυρωδιά των ξεροψημένων κάστανων, το άγουρο αμούστακο παιδί, γύρω στα δεκατέσσερα, είδε τη Μέλα να μιλάει με την αδερφή του, και θέλησε να την κάνει δική του. Η Μέλα ήταν μια πανέμορφη κοπελίτσα με τριγωνικό λεπτεπίλεπτο πρόσωπο. Τα καστανά σπαστά μαλλιά της, τα μεγάλα εκφραστικά μάτια στο χρώμα του πικραμύγδαλού και οι αέρινες κινήσεις της, την έκαναν να μοιάζει με πλάσμα βγαλμένο από τα παραμύθια. Όμως η Μέλα δεν τον αγαπούσε. Ούτε που της περνούσε από το μυαλό. Ο Μπαλίρ ήταν άξεστος, σκάλιζε την μύτη του και έκανε συνέχεια άσεμνα σχόλια εις βάρος των άλλων κοριτσιών. Η Μέλα αγαπούσε τον Ράαλ, τον μεγάλο αδελφό του Μπαλίρ, που ήταν ευγενικός, εργατικός, και ας είχε πεταχτά αυτιά, αυτό δεν την πείραζε. Ήταν τα μπλε μάτια του και οι μεγάλες παλάμες του που την γοήτευαν. Ο Μπαλίρ όμως δεν το έβαλε κάτω. Τι λουλούδια, τι ποιήματα, τι ραβασάκια σε σημείο που όλο το χωριό γελούσε μαζί του, αλλά η Μέλα δεν υποχωρούσε. Εκείνη ήθελε τον αδελφό του. Οι επισκέψεις συνεχίστηκαν και σύντομα ο Μπαλίρ κατάλαβε πως οι επισκέψεις δεν είχαν σαν επίκεντρο αυτόν με την Μέλα, αλλά το προξενιό μεταξύ του αδελφού του, του Ρααλ με τη Μέλα. Τότε γεννήθηκε το σκοτάδι στην καρδιά του Μπαλίρ, σκοτάδι σαν την καρδιά του δάσους. Καθώς νύχτωνε, κεντρική πλατεία του χωριού με την γέρικη ιτιά, οι χωρικοί έστησαν τα ξύλινα τραπέζια. Γιόρταζαν τον αρραβώνα της Μέλας και του Ράαλ. Γυναίκες και άντρες πήγαιναν και ερχόντουσαν με φαγητά στα χέρια. Φαρδιά γανωμένα ταψιά. γεμάτα ψητό αρνί με μυρωδικά που σου έσπαζαν τη μύτη, σαλάτες με ζουμερά λαχανικά ξεχείλιζαν από πορσελάνινες γαβάθες, πιατέλες γεμάτες φρούτα, αχνιστό ψωμί που έλιωνε στο στόμα, απευθείας από τους τούβλινους φούρνους και άφθονο κρασί έρεε μέσα από ξύλινα κανάτια. Στο κέντρο της πλατείας στήθηκαν μουσικοί. Νταούλια, λαούτα, μαντολίνα και γκάιντες γέμιζαν τον κόσμο μουσική, και όλος ο κόσμος γλεντούσε κάτω από τον καλοκαιρινό έναστρο ουρανό. Όχι όμως ο Μπαλίρ. Για τον Μπαλίρ η μουσική ήταν μια παραφωνία που του έσκιζε τα σωθικά, το φαγητό ήταν δηλητήριο και όλο το γλέντι μια παρωδία. Του ερχόταν να κάνει εμετό. Ο κόσμος απαίτησε το ζευγάρι να δώσει λόγο. Και το ζευγάρι τον έδωσε. Εκεί, στο υπερυψωμένο τραπέζι ο Ράαλ με τη Μέλα φιλήθηκαν, και τότε ο Μπαλίρ έσπρωξε τα τραπέζια να φύγει χύνοντας τα ποτήρια με το κρύο κρασί κάτω. Ο κόσμος μουρμούρισε. Μα ο αδερφός του ο Ράαλ τον αγαπούσε, και είδε τον πόνο του. Ήξερε για τα συναισθήματά του, μα δεν μπορούσε και αυτός να κάνει πίσω. Άφησε τη Μέλα και έτρεξε πίσω από τον αδερφό του να τον συμπονέσει. «Στάσου!» Του φώναξε. «Μπαλίρ στάσου!» προσπαθώντας να σταματήσει τον μικρότερό του αδερφό ακουμπώντας τον στον ώμο. Απομακρύνθηκαν από το γλέντι μέσα στη σκοτεινιά, και ο Ράαλ προσπάθησε να του μιλήσει. Ούτε που είδε την γροθιά του Μπαλίρ. Μόνο τον εκρηκτικό πόνο που του έτριξε το σαγόνι, και έπεσε κάτω ποιο πολύ ξαφνιασμένος παρά πονεμένος. Δεν περίμενε τον αδερφό του να τον χτυπήσει. Ο Μπαλίρ δεν του μίλησε. Μόνο τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και έφυγε τρέχοντας μέσα στα σκοτάδια. Ο Ράαλ δεν είδε καλά το πρόσωπο του Μπαλίρ. Έκλαιγε; Του χαμογέλασε; Ο Μπαλίρ εξαφανίστηκε και ολόκληρο το χωριό βάλθηκε να τον βρει. Την ημέρα όργωναν τα σπαρτά φτιάχνοντας ανθρώπινες αλυσίδες, και το βράδυ με τους δαυλούς έγδερναν τα κρύα σκοτάδια, φωνάζοντας το όνομά του. Ο Μπαλίρ όμως δεν ήταν πουθενά. Που να πήγε ο Μπαλίρ; Μήπως να κρυβόταν; Μα είχαν ψάξει παντού. Μήπως να είχε φύγει για την πρωτεύουσα; Μα δεν είχε πάρει μαζί του προμήθειες……. Μήπως να είχε μπει στο δάσος; Μα γιατί να μπει στο δάσος; Στο δάσος δεν έμπαινε κανένας. Το δάσος έκρυβε πόνο και σκοτάδι. Έκρυβε παλιές πληγές που ούτε ο βασιλιάς της χώρας δεν μπορούσε να κλείσει. Και οι μέρες έγιναν εβδομάδες. Η μητέρα του Ράαλ έκλαιγε απαρηγόρητη και πατέρας του δεν μπορούσε να την ησυχάσει. Πόσα βράδια είχαν ξενυχτήσει με τον δαυλό στο χέρι; Πόσες φορές οι φωνές τους είχαν κλείσει φωνάζοντας το όνομά του χωρίς καμία απάντηση; Κανένας δεν κατηγορούσε τον Ράαλ για την εξαφάνιση του Μπαλίρ, αλλά ο ίδιος αισθανόταν το φορτίο των τύψεων βαρύ επάνω στις πλάτες του. Ο αδερφός του. Ο μικρός του αδερφός, τώρα χαμένος εξαιτίας του. Μήπως να έβρισκε άλλη γυναίκα; Μήπως ήταν κακό που αγάπησε τη Μέλα; Μα τι να έκανε ο άμοιρος! Και αυτός την αγαπούσε. Την ήθελε και αυτός για γυναίκα του, για πάντα γυναίκα του. Δεν ήθελε να πληγώσει τον αδερφό του. Δεν ήταν μια επιλογή που πήρε τυχαία γιατί ήταν η επιλογή που θα του άλλαζε ολόκληρη τη ζωή. Ήθελε ο Μπαλίρ να το καταλάβει. Έπρεπε να το καταλάβει. Μα ο Μπαλίρ ήταν άφαντος. Ήταν Οκτώβριος και η φύση νύσταζε. Τα φύλλα άρχισαν να πέφτουν κίτρινα από τα πλατάνια και οι νύχτα μεγάλωνε. Μύριζε χορτάρι. Ο ήλιος έδυε στεφανωμένος από χρώματα πίσω από το Εμίρ, και ο Ράαλ έσκυψε να πιει νερό από το ποτάμι. Το νερό κύλησε καθαρό και καλοδεχούμενο, δροσίζοντας τα σωθικά του. Άκουσε θόρυβο και έκαμε να δει αριστερά. Αναγνώρισε τις μπότες. Τις είχε φτιάξει ο ίδιος για τον αδερφό του. Μόνο που αυτές σάπιζαν. Ο Μπαλίρ στεκόταν δίπλα του όρθιος. Χλωμός σαν χαλασμένο γάλα και ανέκφραστος. Είχε τα χέρια πίσω από την πλάτη. Τα μάτια του Ράαλ γούρλωσαν και γέμισαν χαρά. Ο Αδελφός του! Ο Μπαλίρ! «Μπαλίρ!» Φώναξε και έκαμε να τον αγκαλιάσει, αλλά η ματιά του Μπαλίρ του έκοψε τη φόρα. Κάποτε οι χωρικοί με αυτοσχέδιες βάρκες και δίχτυα, προσπαθούσαν να δαμάσουν τα πλάσματα του ποταμού, και κάποτε τα κατάφερναν. Το έκαναν περισσότερο από διασκέδαση παρά από ανάγκη. Ο Ράαλ ψάρευε με τον αδερφό του τον Μπαλίρ όταν ήταν μικροί. Τι χαρά ένιωσαν όταν έβγαζαν με τα ίδια τους τα χέρια τα γριβάδια από το δροσερό νερό! Τι εντύπωση του είχε κάνει το πόσο λαμπερά ήταν τα βλέμματα από τα ψάρια, και πώς έχαναν την λάμψη τους καθώς περνούσε η ώρα. Πώς άρχιζαν να θαμπώνουν και να χάνουν το φως τους. Τα μάτια του αδερφού του είχαν αυτή την θαμπάδα. «Μπαλίρ» του είπε. «Πού ήσουν χαμένος τόσο καιρό; Νομίζαμε πως πέθανες» του είπε παραπονεμένα. Ο Μπαλίρ δεν μιλούσε. «Που κρύφτηκες;» «Δεν κρύφτηκα». «Τι κρατάς από πίσω σου;» ρώτησε ο Ρααλ. «Τα πνεύματα το απαιτούν» «Τι είναι αυτά που λές Μπαλίρ;» «Αίμα για το αίμα» Τότε ο Ράαλ αντιλήφθηκε ότι ο αδερφός του τον πλησίαζε, και αυτός πισωπατούσε. Τα χέρια του Μπαλίρ αποκάλυψαν ένα σπειροειδές μαχαίρι. Περίτεχνο και τρομακτικό στην όψη. Δεν έμοιαζε με κανένα εργαλείο από αυτά που είχε δει μπροστά του ο Ράαλ. Ήταν ειρηνικός τόπος. Δεν είχαν ζήσει πόλεμο, δεν ήξεραν από δόρατα και σπαθιά, ούτε από περικεφαλαίες και θώρακες. «Αδερφέ μου, τι πας να κάνεις;» ψιθύρισε ο Ράαλ. «Αίμα για το αίμα είπαν τα πνεύματα. Σκότωσε και δική σου θα γίνει». Έλεγε ο Μπαλίρ σαν να έψελνε ένα σκοτεινό μάντρα. «Δεν μπορεί να είσαι ο Μπαλίρ!» Φώναξε ο Ράαλ, «ο αδερφός μου δεν ήτανε κακός! Ποιος πήρε τη θέση του;» «Τώρα πρέπει να πεθάνεις αδερφέ» του είπε χιμώντας ο Μπαλίρ, και τα αδέλφια πολέμησαν κάτω από το ψυχρό δειλινό. Ο Ράαλ ήταν ποίο δυνατός από τον Μπαλίρ και σε φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσε να τον αφοπλίσει σχετικά εύκολα, αλλά κάτι άλλο κινούταν μέσα στις φλέβες του Μπαλίρ. Κάτι σκοτεινό, πανίσχυρο, που μύριζε σαπίλα. Ο αδερφός του ήταν κρύος στην αφή και βρομούσε σαν χοιρομέρι δεκαπέντε ημερών κάτω από τον ήλιο, αλλά ήταν δυνατός σαν κριάρι. Δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει. Βρέθηκε πάνω από τον Ράαλ και πίεσε το μαχαίρι στο στήθος του. «Πρέπει να πεθάνεις» του είπε με φρικαλέα ηρεμία. «Σταμάτα! Τι πας να κάνεις;» του φώναξε ο Ρααλ, «ότι και αν σε κυβερνάει πολέμησε το! Δεν είσαι εσύ αυτός!» Σαν αναδεύτηκε στο πνεύμα του Μπαλίρ. Έμοιαζε με έναν γέροντα πού ξυπνούσε βαρύ ύπνο, αλλά ο ύπνος δεν τον άφηνε. Ο Μπαλίρ δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Έσφιξε την λαβή της μάχαιρας και πίεσε παραπάνω. Τότε ο Ράαλ σε μια ύστατη υπεράνθρωπη προσπάθεια που πήγαζε από την αγάπη για τη ζωή έστριψε τη μάχαιρα πλάγια και αγκάλιασε τον αδερφό του, και μαζί αγκαλιασμένοι κύλησαν επάνω στο δροσερό χορτάρι δίπλα από τον ποταμό. Ο Ράαλ τον άφησε λαχανιασμένος, με την καρδιά του να χοροπηδάει στο στήθος του από την προσπάθεια. Ο αδερφός του δεν τον πολεμούσε πια. Χάρηκε γιατί νόμιζε ότι ξαναβρήκε τα λογικά του. Αισθάνθηκε τις μεγάλες παλάμες του ζεστές. Όταν τις κοίταξε ήταν γεμάτες αίματα. Κοίταξε τον αδερφό του με την μάχαιρα βαθιά χωμένη στο στέρνο του. Μόνο η λαβή φαινόταν. Η νεκροκεφαλή στη βάση της φαινόταν να χαμογελάει. Οι κόχες είχαν δύο κόκκινα ρουμπίνια στο χρώμα του αίματος του αδερφού του. «Θεέ μου τι έκανα» ψέλλισε.. «Ρααλ;» Είπε ο Μπαλίρ κοιτώντας τον ουρανό που σκοτείνιαζε. «Τι μου συμβαίνει;» Τα ξανθιά του μαλλιά έλουζε ο ποταμός. «Μπαλίρ!»είπε ο Ράαλ, «μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά» του είπε καθώς τα δάκρυα του έκαναν αυλάκια στο πρόσωπο του. «Ώστε έτσι είναι όταν πεθαίνεις. Έφυγα για να σας τιμωρήσω που με κοροϊδεύατε που αγάπησα τη Μέλα, που την κυνηγούσα. Την ήθελα πολύ. Την αγάπησα. Αγάπησα τα μάτια της μα δεν ήθελα να κάνω κακό. Μπήκα στο δάσος για να σας τιμωρήσω..Μπήκα για να σας στενοχωρήσω. Και εκεί βρήκα..... Εκεί βρήκα……Συγχώρεσε με Ράαλ, Συγχώρεσε…..» «Μη μιλάς Μπαλίρ, όλα είναι εντάξει… Όλα… Σε αγαπώ!» και καθώς τα μάτια του Μπαλίρ έμειναν ακίνητα, ο Ράαλ αγκάλιασε τον νεκρό του αδερφό και έκλαψε με λυγμούς όπως δεν έκλαψε ποτέ ξανά στη ζωή του καθώς η ψύχρα του φθινοπωρινού σκοταδιού σκέπαζε και τους δύο. Σηκώθηκε αέρας.Η μάχαιρα θαρρείς και είχε παλμό σαν αυτό της καρδιάς. Τα σμαραγδένια μάτια πήραν φωτιά...Το δάσος έκρυβε θάνατο... Edited August 12, 2014 by alucardos 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
giorgos lagonas Posted August 13, 2014 Share Posted August 13, 2014 Παίζεις dungeons & dragons? Η ιστορία σου θυμίζει έντονα την ιστορία του Strahd von Zarovich στο Ι6:Ravenloft. Μου άρεσε. Δηλαδή, ειδικά για πρώτη ιστορία, σούπερ. Μικρά ασήμαντα πραγματάκια που δεν αξίζει να επισημάνω, κυρίως κάποιες επαναλήψεις λέξεων. Όμως, κάποιες από αυτές, συν το επιτηδευμένα απλό "παραμυθένιο" ύφος σε συνδυασμό με το (αταίριαστα λόγιο) "μάχαιρα" υποψιάζομαι ότι έγιναν εσκεμμένα. Πολύ καλή αρχή, συνέχισε ακάθεκτος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted August 13, 2014 Author Share Posted August 13, 2014 Παίζεις dungeons & dragons? Η ιστορία σου θυμίζει έντονα την ιστορία του Strahd von Zarovich στο Ι6:Ravenloft. Μου άρεσε. Δηλαδή, ειδικά για πρώτη ιστορία, σούπερ. Μικρά ασήμαντα πραγματάκια που δεν αξίζει να επισημάνω, κυρίως κάποιες επαναλήψεις λέξεων. Όμως, κάποιες από αυτές, συν το επιτηδευμένα απλό "παραμυθένιο" ύφος σε συνδυασμό με το (αταίριαστα λόγιο) "μάχαιρα" υποψιάζομαι ότι έγιναν εσκεμμένα. Πολύ καλή αρχή, συνέχισε ακάθεκτος. Τον ξερω τον Strahd (οχι προσωπικα ) αλλα δεν τον ειχα στον νου μου. Για την ακριβεια δεν θυμαμαι πως δημιουργηθηκε εκτος απο ενα σκηνικο με την κοπελα του που γκρεμιζεται απο τα τειχη αν δεν απατωμαι. Αυτο με την μαχαιρα το σκεφτηκα πολυ. Μαχαιρα η μαχαιρι; Τελικα το εκανα μαχαιρα γιατι ειναι σχετικα μεγαλο. Φαντάσου το οστο της ωλενης χωρις τον καρπο. Ετοιμαζω το δευτερο μερος.Αυτο με τις επαναληψεις λεξεων ααααχ... Το πολεμαω. Το παραμυθενιο υφος εγινε για να το κανω να μοιασει με την σχετικη απλοικοτητα του Τολκιν. Οκ εκακαμεν ενα λαθος, μην βαρατε Σε ευχαριστω για το reply Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted December 12, 2014 Share Posted December 12, 2014 Καλημέρα! Έχω μία αγάπη στην ηρωική φαντασία. Και επίσης μου άρεσε που ήθελες να του δώσεις αέρα παραμυθικό. Για μένα, η φάντασυ πρέπει να είναι παραμύθι για ενήλικες. Στα συν λοιπόν η απλότητα του ύφους. Τώρα, το μαχάιρι που τη μία το λες μαχαίρι και την άλλη μαχαίρα, να, με προβλημάτισε. Ούτε ξέρω πώς ακριβώς μπορεί να ήταν ένα τέτοιο όπλο, με σπειροειδές σχήμα. Εννείς κυματιστό, σαν ς; Ή σπείρες -σπέιρες; Έβαλα spiral sword blades στην αναζήτηση και ψάχνω! Στα συν και το ελληνικό χρώμα, έκδηλο, παρά τα ξενικά ονόματα. Τα πλατάνια, το ψητό αρνί, οι μυρωδιές. Ζωντανό πολύ το στήσιμό σου. Επίσης φτιάχνεις ωραίες εικόνες και αυτό που άρεσε. Αλλά έχω μία ένσταση ως προς τις μεταβάσεις σου. Λες ας πούμε: Τότε γεννήθηκε το σκοτάδι στην καρδιά του Μπαλίρ, σκοτάδι σαν την καρδιά του δάσους. Καθώς νύχτωνε, κεντρική πλατεία του χωριού με την γέρικη ιτιά, οι χωρικοί έστησαν τα ξύλινα τραπέζια. Γιόρταζαν τον αρραβώνα της Μέλας και του Ράαλ. Προφανώς πρέπει να αλλάξεις παράγραφο, αν όχι ενότητα. Μεταξύ της καρδιάς του δάσους και της επόμενης εικόνας. Χώρια που θέλει και άρθρο, καθώς νύχτωνε, στην κεντρική πλατεία κ.ο.κ.. Άλλο σημείο, Ούτε που είδε την γροθιά του Μπαλίρ. Μόνο τον εκρηκτικό πόνο που του έτριξε το σαγόνι, και έπεσε κάτω ποιο (σωστή γραφή: πιο, γιατι είναι συγκριτικό, δεν είναι ερωτηματική αντωνυμία) πολύ ξαφνιασμένος παρά πονεμένος. Από την πρόταση Μόνο τον εκρηκτικό πόνο λείπει το ρήμα. Εννοείται το είδε, από πριν; Όμως το βλέπω δεν είναι ρήμα για πόνο -μάλλον το αισθάνομαι, το νιώθω. Έχεις τέτοια ψιλολαθάκια πρωτάρη. Νομίζω πως με απλά ξεσκονίσματα μπορείς να τα ξεπεράσεις. Έχεις όμως ωραίες εικόνες, ξαναλέω, και αυτό δημιουργει πολύ έντονη αίσθηση στον αναγνώστη. Να, εγώ θα διάβαζα ευχάριστα τη συνέχεια -κάτσε λοιπόν να τη γράψεις! Καλές περιπέτειες σου εύχομαι στο φοβερό δάσος της συγγραφής και με πολύ έμπνευση! Υ.Γ.: Άραγε, τέτοιο σπαθί; Δείχνει εντελώς παραμυθένιο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted January 9, 2015 Author Share Posted January 9, 2015 Καλημέρα! Έχω μία αγάπη στην ηρωική φαντασία. Και επίσης μου άρεσε που ήθελες να του δώσεις αέρα παραμυθικό. Για μένα, η φάντασυ πρέπει να είναι παραμύθι για ενήλικες. Στα συν λοιπόν η απλότητα του ύφους. Τώρα, το μαχάιρι που τη μία το λες μαχαίρι και την άλλη μαχαίρα, να, με προβλημάτισε. Ούτε ξέρω πώς ακριβώς μπορεί να ήταν ένα τέτοιο όπλο, με σπειροειδές σχήμα. Εννείς κυματιστό, σαν ς; Ή σπείρες -σπέιρες; Έβαλα spiral sword blades στην αναζήτηση και ψάχνω! Στα συν και το ελληνικό χρώμα, έκδηλο, παρά τα ξενικά ονόματα. Τα πλατάνια, το ψητό αρνί, οι μυρωδιές. Ζωντανό πολύ το στήσιμό σου. Επίσης φτιάχνεις ωραίες εικόνες και αυτό που άρεσε. Αλλά έχω μία ένσταση ως προς τις μεταβάσεις σου. Λες ας πούμε: Τότε γεννήθηκε το σκοτάδι στην καρδιά του Μπαλίρ, σκοτάδι σαν την καρδιά του δάσους. Καθώς νύχτωνε, κεντρική πλατεία του χωριού με την γέρικη ιτιά, οι χωρικοί έστησαν τα ξύλινα τραπέζια. Γιόρταζαν τον αρραβώνα της Μέλας και του Ράαλ. Προφανώς πρέπει να αλλάξεις παράγραφο, αν όχι ενότητα. Μεταξύ της καρδιάς του δάσους και της επόμενης εικόνας. Χώρια που θέλει και άρθρο, καθώς νύχτωνε, στην κεντρική πλατεία κ.ο.κ.. Άλλο σημείο, Ούτε που είδε την γροθιά του Μπαλίρ. Μόνο τον εκρηκτικό πόνο που του έτριξε το σαγόνι, και έπεσε κάτω ποιο (σωστή γραφή: πιο, γιατι είναι συγκριτικό, δεν είναι ερωτηματική αντωνυμία) πολύ ξαφνιασμένος παρά πονεμένος. Από την πρόταση Μόνο τον εκρηκτικό πόνο λείπει το ρήμα. Εννοείται το είδε, από πριν; Όμως το βλέπω δεν είναι ρήμα για πόνο -μάλλον το αισθάνομαι, το νιώθω. Έχεις τέτοια ψιλολαθάκια πρωτάρη. Νομίζω πως με απλά ξεσκονίσματα μπορείς να τα ξεπεράσεις. Έχεις όμως ωραίες εικόνες, ξαναλέω, και αυτό δημιουργει πολύ έντονη αίσθηση στον αναγνώστη. Να, εγώ θα διάβαζα ευχάριστα τη συνέχεια -κάτσε λοιπόν να τη γράψεις! Καλές περιπέτειες σου εύχομαι στο φοβερό δάσος της συγγραφής και με πολύ έμπνευση! Υ.Γ.: Άραγε, τέτοιο σπαθί; Δείχνει εντελώς παραμυθένιο! Παλέυω με την έκφραση σαν τρελλός. Αποφάσισα να κάνω τον λόγο μου ποιό άμεσο με λιγότερες φανταχτερές λέξεις αλλά με έντονο χρωματισμό εκεί που χρειάζεται. "Επίσης φτιάχνεις ωραίες εικόνες και αυτό που άρεσε. Αλλά έχω μία ένσταση ως προς τις μεταβάσεις σου. Λες ας πούμε: Τότε γεννήθηκε το σκοτάδι στην καρδιά του Μπαλίρ, σκοτάδι σαν την καρδιά του δάσους. Καθώς νύχτωνε, κεντρική πλατεία του χωριού με την γέρικη ιτιά, οι χωρικοί έστησαν τα ξύλινα τραπέζια. Γιόρταζαν τον αρραβώνα της Μέλας και του Ράαλ. Προφανώς πρέπει να αλλάξεις παράγραφο, αν όχι ενότητα. " Σωστη. Αλλιώς ο αναγνώστης μπορεί να δυσκολευτεί να αλλάξει περιβάλλον. "Έχεις τέτοια ψιλολαθάκια πρωτάρη. Νομίζω πως με απλά ξεσκονίσματα μπορείς να τα ξεπεράσεις" Για να τα ξεπεράσω πρέπει να καταλάβω τι κάνω λάθος... Προς στιγμήν μελετάω τις υποδείξεις σου. Ομολογώ πως δεν είμαι και ο καλύτερος στην γραμματική. Όσον αφορά το σπειροειδές μαχαίρι, είναι κάπως έτσι. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted January 9, 2015 Share Posted January 9, 2015 "Για να τα ξεπεράσω πρέπει να καταλάβω τι κάνω λάθος... Προς στιγμήν μελετάω τις υποδείξεις σου. Ομολογώ πως δεν είμαι και ο καλύτερος στην γραμματική." Για παράδειγμα, δεν είναι ποιο φανταχτερό. Στη σύγκριση, γράφουμε πιο. Το ποιος, ποια, ποιο είναι αντωνυμίες. Μπορώ να μπω σε τέτοια διαδικασία αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλω κάποιος να αισθανθεί ότι κάνω μάθημα. Αν θες, εδώ είμαστε. Θα συμμετέχω και στο writer 2 writer, όπου πρόκειται να γίνει προσεκτική και λεπτομερής δουλειά για νέους (και όχι μόνο) συγγραφείς. να είσαι πάντα καλά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.