Jump to content

Νυχτερίδες


Akis

Recommended Posts

Είδος: τρόμος
Βία: Ναι
Σεξ: Όχι
Αριθμός Λέξεων:3684
Αυτοτελής: Ναι

 

 

 

 

 

 

 

Το φεγγάρι είχε κάνει την εμφάνιση του ψηλά στον ουρανό, ενώ εγώ προετοιμαζόμουν για την επιστροφή μου στο σπίτι. Αχ, πόσο γλυκό μού φαινόταν το κρεβάτι μου τέτοιες στιγμές. Σκεφτόμουν την κρύα υφή των σεντονιών στο ζεστό μου δέρμα και ήδη ένιωθα ξεκούραστος. Η γκαντεμιά μου όμως, που με ακολουθεί από την ημέρα που γεννήθηκα, έκανε την εμφάνιση της.

«Καλησπέρα, φεύγετε;» ρώτησε η ψηλόλιγνη γυναίκα που στεκόταν στην είσοδο του γραφείου μου.

«Ναι, ετοιμαζόμουν σιγά-σιγά. Έπρεπε να έχω φύγει από ώρα» είπα προσπαθώντας να τη διώξω ευγενικά. Άλλωστε πελάτισσα ήταν. Ίσως να ερχόταν αύριο.

«Α, μην σας κρατάω τότε. Συγγνώμη για την ενόχληση» είπε και έκανε να φύγει.

«Μισό λεπτό. Να σας περιμένω αύριο;»

«Ναι, τι ώρα θα σας βόλευε;» είπε με ένα σχεδόν ναζιάρικο τρόπο που δεν προσπαθούσε και πολύ, για να το καταφέρει. Έκανε ένα βήμα μπρος και στάθηκε κάτω από τη μοναδική πηγή φωτός και έτσι είδα το πρόσωπό της καλύτερα. Ήταν μια εικοσάχρονη θεά. Γκομενάρα, πώς το λένε. Είχε πράσινα καλοσχηματισμένα μάτια και σαρκώδη χείλη, που ήταν τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι πριν λίγο πιπίλησαν μια φρέσκια πληγή. Τα μάτια μου, όπως ήταν φυσικό, κατέβηκαν για μία γρήγορη και κοφτή ματιά στο στήθος της όπου επιβεβαίωσαν την τελειότητα του πλάσματος που είχα μπροστά μου. Θα κοιτούσα και τα γυμνά της πόδια, αλλά έτσι που στεκόταν μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής θα καρφωνόμουν. Μην με περάσει για λιγούρη η κοπέλα.

«Κατά τις 12 είναι καλά;» ρώτησα και αμέσως μετάνιωσα που δεν την εξυπηρέτησα εκείνη τη στιγμή. Θα απολάμβανα τη θέα για περισσότερο χρόνο.

«Οκ, αύριο στις 12» είπε και αμέσως γύρισε την πλάτη να φύγει. Το χτύπημα των τακουνιών της στο πάτωμα ήταν μουσική στα αυτιά μου. Ήταν τόσο καλό κορίτσι που μου επέτρεψε να δω τον τέλειο ποπό της και τα καλλίγραμμα πόδια της. Αφού εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο, αμέσως σκέφτηκα πως πρέπει οπωσδήποτε να την πηδήξω. Μια τέτοια γυναίκα είναι το χρυσό μετάλλιο που κάθε άνδρας θέλει να κερδίσει. Θα έβγαζα ασπροπρόσωπο τον πατέρα μου και τα αδικοχαμένα σπερματοζωάριά του.

Ξεκίνησα για το σπίτι με βαριά πόδια. Ήμουν κουρασμένος. Ψυχικά και σωματικά. Κάθε μέρα που πέρναγε ήταν ίδια και απαράλλακτη. Αφού ευχαρίστησα την καλή μου τύχη που βρήκα χώρο να παρκάρω το σαράβαλό μου, μπήκα σπίτι φουριόζος και άρπαξα την πρώτη μπουκάλα που βρήκα. Δεν με ένοιαζε το περιεχόμενο, αρκεί που είχε αλκοόλ. Κάθισα στον καναπέ και έπιασα ένα ποτήρι που βρισκόταν στο τραπεζάκι από την χτεσινή κραιπάλη. Το σκούπισα με το μανίκι μου και μετά το έβρεξα με το περιεχόμενο του μπουκαλιού.
Ουίσκι ήταν. Στην υγεία της τύχης μου.

Σκεφτόμουν την θεά που είδα. Αυτή ήταν γυναίκα. Την ήθελα σαν τρελός, αλλά το γεγονός ότι ήμουν εκτός παιχνιδιού τρία χρόνια δεν ήταν υπέρ μου. Είχα ξεχάσει να φλερτάρω. Για να είμαι ακριβής είχα ξεχάσει πως να έχω αυτοπεποίθηση. Ίσως αν έφερνα εις πέρας την υπόθεσή της, γρήγορα και αφιλοκερδώς, να της ήταν πιο εύκολο να μου κάτσει.
Κάποια στιγμή ανάμεσα στις σεξουαλικές φαντασιώσεις και τα σχέδια μου για την ξανθούλα με πείρε ο ύπνος.


Το πρωί ξύπνησα από δυνατό πονόκοιλο. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Η λύτρωσή μου ήρθε γρήγορα και έτρεξα στο μπάνιο για το καθιερωμένο ξέρασμα. Ο λαιμός μου με έκαιγε.
Το ρολόι έδειχνε ένδεκα και σαράντα. Η ξανθούλα θα ήταν στο γραφείο μου σε 20 λεπτά. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα γινόταν και ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας μπήκα στο φιατάκι μου.

Το γραφείο βρισκόταν σε κακό χαμό. Είχα πέντε λεπτά να συμμαζέψω. Άρπαξα όλο το χαρτομάνι με τα δυο μου χέρια και το πέταξα μέσα σε μια ντουλάπα που είχα στα αριστερά μου.

Δώδεκα και ένα άκουσα το ασανσέρ. Το ένιωθα, το ήξερα ότι ήταν αυτή. Έκατσα στην καρέκλα μου και το έπαιζα άνετος.
«Καλημέρα, άργησα;» φορούσε ένα μίνι φόρεμα μέχρι το γόνατο, σκέτος θάνατος.

«Όχι, περάστε, μόλις που πρόλαβα να μπω και εγώ»
Κάθισε στην καρέκλα ακριβώς απέναντί μου. Αφού βόλεψε τη τσάντα της στο πάτωμα, σταύρωσε τα πόδια και έμεινε να με κοιτάει. Τι πόδια ήταν αυτά; Είχε κάτι μακριές και λεπτές γάμπες που θα κόλαζαν και τον πιο εγκρατή άνδρα. Άραγε υπάρχουν τέτοιοι;

«Πείτε μου, τι σας απασχολεί;»

«Θα ήθελα να εντοπίσετε κάτι για μένα».

«Και τι είναι αυτό;»

«Ένας μικρός πάσσαλος»

«Με δουλεύεται κυρία...»

«Ρέντφορντ,  Τζάκι Ρέντφορντ» είπε με ένα χαμόγελο που φανέρωνε όλα τα δόντια της.

«Λοιπόν, με δουλεύεται κυρία Ρέντφορντ;»
Άρχισα να πιστεύω ότι είχα μια τρελή απέναντί μου. Μια σέξι τρελή. Εκείνη χαλάρωσε και άφησε την πλάτη της να πέσει στην καρέκλα βγάζοντας ένα γέλιο. Να δεις που με γούσταρε.

«Όχι, κύριε Μίλερ, γιατί να το κάνω αυτό;» γέλασε ξανά και έσκυψε να βγάλει ένα τσιγάρο από τη τσάντα της. Πήρα το zippo μου και της πρόσφερα φωτιά. Το χέρι μου έτρεμε, ήλπισα να μην το παρατήρησε. Εκείνη έπιασε τον καρπό μου και αργά αργά κατεύθυνε τη φωτιά στο τσιγάρο της. Όλα πάνω της ήταν σαν χορογραφημένα. Δεν περπάταγε απλά, χόρευε. Είχαν μια πλαστικότητα όλες οι κινήσεις της.
«Αν με ακούσετε, θα καταλάβετε τι εννοώ».

«Παρακαλώ, συνεχίστε»

«Πριν από 80 περίπου χρόνια, ο προπάππους μου, ο Ρικ Ρέντφορντ, ήταν βοηθός σκηνοθέτη στο Χόλυγουντ. Συμμετείχε σε μια ταινία βουβού κινηματογράφου με θέμα ένα βρικόλακα. Σε εκείνη την ταινία, για πρώτη φορά, χρησιμοποιήθηκε πάσσαλος ως μέσο θανάτωσης των βρικολάκων. Μετά το πέρας των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης έδωσε τον πάσσαλο στον προπάππου μου ως δώρο. Πριν μήνες, εν μέσω αναστάτωσης λόγω χρεών που η οικογένειά μου είχε και προσπαθώντας να πουλήσουμε διάφορες οικογενειακές αντίκες, ανακαλύψαμε στη σοφίτα μία επιστολή γραμμένη από τον ίδιο τον Ρικ Ρέντφορντ. Εκεί έλεγε ότι ο πάσσαλος είχε σκοτεινές δυνάμεις που μπορούσαν να βλάψουν τους ανθρώπους. Έτσι τον έκρυψε σε μία εκκλησία. Όπως καταλαβαίνετε, ο συγχωρεμένος είχε τρελαθεί στα τελευταία χρόνια της ζωή του. Πέθανε σε άσυλο».

«Ωραία ιστορία. Εσείς όμως τι ακριβώς θέλετε;»

«Μα, σας είπα, τον πάσσαλο».

«Πριν λίγο δεν είπατε ότι ο άνθρωπος ήταν τρελός και άρα δεν πρέπει να δίνουμε βάση στα λεγόμενά του;»

«Ό,τι κι αν ήταν, η ταινία πράγματι γυρίστηκε με αυτόν βοηθό σκηνοθέτη.»

«Καλά, τι θα το κάνετε ένα κομμάτι ξύλο;»

«Έχουμε έρθει σε επαφή με οίκους δημοπρασιών όπου το εκτιμάνε στις πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια».

«Θα το ‘χουν φάει οι τερμίτες μετά από ογδόντα χρόνια».

«Εσείς μπορείτε να κάνετε μια προσπάθεια, μήπως και το βρείτε;» τα μάτια της μίκρυναν από το θυμό. Δεν ήθελε να φέρνω αντιρρήσεις.

«Όπως θέλετε. Να σας ενημερώσω ότι η αμοιβή μου είναι δεκαπέντε δολάρια την ώρα συν μεταφορικά».

«Α, ακριβός είστε» είδα στα μάτια της ότι άρχισε να το σκέφτεται. Ίσως να σηκωνόταν και να έφευγε, αυτή τη στιγμή, μπροστά στα μάτια μου. Αμέσως αντέδρασα.

«Για σας όμως που είστε πρώτη φορά πελάτισσα... επτά δολάρια» το χαμόγελό μου άγγιξε τα αυτιά μου.

«Σας ευχαριστώ, το εκτιμώ» ανταπόδωσε και αυτή, δείχνοντάς μου τα κάτασπρα δόντια της.

«Έχετε κάποιο στοιχείο που θα με βοηθήσει να κάνω την αρχή στην έρευνά μου;»

«Ό,τι γνωρίζουμε για τον Ρικ είναι σε αυτόν το φάκελο. Νομίζω θα μείνετε ικανοποιημένος κύριε Μίλερ» αφού μου έδωσε έναν κίτρινο φάκελο έφτιαξε την φούστα της και έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα. Σηκώθηκα αμέσως κι εγώ, σαν να είχα καταπιεί ελατήριο.

«Σας παρακαλώ, να με λέτε Τζακ» καλά λένε, το μουνί σέρνει καράβι

«Αντίο, Τζακ» είπε και έκανε να φύγει. Για άλλη μια φορά φάνηκε καλή μαζί μου. Παρατηρούσα, ξανά, αυτόν το θαυμάσιο και στητό κώλο που πήγαινε πέρα δώθε, με μία έκφραση θαυμασμού. Δεν ήταν στα κυβικά μου και το ήξερα. Κατάφερα να κάτσω στην καρέκλα, όταν έκλεισε πια η πόρτα του ασανσέρ.

Άναψα τσιγάρο και πήρα μια βαθιά τζούρα να κάψω τα πνευμόνια.
Ξεκίνησα να ψαχουλεύω τα χαρτιά μέσα στο φάκελο. Γρήγορα βρήκα ότι ο γέρο Ρικ είχε έναν κολλητό φίλο, που βρισκόταν εν ζωή. Υπήρχε διεύθυνση και τηλέφωνο. Αποφάσισα να τον επισκεφτώ.
 
Την άλλη μέρα το πρωί, καβάλησα το αυτοκινητάκι μου και ξεκίνησα για το Λονγκ Μπιτς. Από το Σαν Πέντρο ήταν κανένα δεκαπεντάλεπτο μακριά. Απόλαυσα τη βόλτα. Πάντα μου άρεσε η θάλασσα, από μικρό παιδί. Η καλύτερη μου, ήταν να παίρνω την παραλιακή με το φίατ και να αφήνω τον αλμυρό αέρα να με χτυπά στο πρόσωπο. Το μόνο που μου έκανε χαλάστρα ήταν που δεν μπορούσα να καπνίσω. Ο αέρας άρπαζε την καύτρα και την εκσφενδόνιζε χιλιόμετρα πίσω μου.

Έφτασα στην Πασίφικ και είδα μια χοντρή που ετοιμαζόταν να αφήσει μια θέση για παρκάρισμα. Διπλοπάρκαρα απέναντι και περίμενα πότε θα την κάνει. Εκείνη με είδε και με χαιρέτησε χαμογελώντας. Ανταπέδωσα, αν και μου φάνηκε γελοίο.

«Ένα λεπτό θα κάνω» φώναξε. Είχε κάτι μπουτάρες σαν κολόνες της ηλεκτρικής εταιρίας. Το φόρεμά της έμοιαζε σαν μπλε κουρτίνα που τύλιξε πάνω της. Αφού έβαλε τα παιδιά της μέσα στο τζιπάκι της όσο πιο αργά γινόταν, μιας και εκείνα διαμαρτύρονταν, πήγε και άνοιξε το πορτμπαγκάζ και πήρε κάτι πέδιλα. Οι τακουνάρες που φόραγε δεν την βόλευαν στην οδήγηση, παρά μόνο στην προσέλκυση ανδρών. Κάποια στιγμή, αφού έβλεπα ότι της έπαιρνε πολλή ώρα να σηκώσει τη κάθε ποδάρα, απηύδησα και ούρλιαξα:

«Τέλειωνε μωρή σαρανταποδαρούσα, έχουμε κι άλλες δουλειές» εκείνη ντράπηκε και έκανε πιο γρήγορα. Επιτέλους, μπορούσα να παρκάρω.

Ο Τομ Μάκιντος βρισκόταν στη Σένταρ και τρίτη οδό. Ένα στενό, δηλαδή, πιο πέρα. Άναψα ένα τσιγάρο και ξεκίνησα το περπάτημα. Όμορφη μέρα ήταν. Το καλοκαίρι πάντα ήταν η αγαπημένη μου εποχή. Τα χρώματα και ο ήλιος σου φτιάχνουν τη διάθεση. Όπως επίσης και τα γυμνά πόδια των γυναικών. Τα μπικίνι που έχουν τη τιμητική τους. Αχ, πόσο λατρεύω το καλοκαίρι.

Έψαχνα το νούμερο 10. Εκεί βρισκόταν ένα γηροκομείο. Λογικό, ο Μάκιντος πρέπει να έχει φτάσει τα χρόνια του Μαθουσάλα τώρα πια.

«Έι πού πας;» φώναξε ένας ιδιωτικός φύλακας την ώρα που πήγαινα να μπω στο κτήριο. Ήταν πάνχοντρος, με μία κοιλάρα που έκρυβε τη ζώνη του. Το μπλε πουκάμισό του στη περιοχή της μασχάλης, ήταν μούσκεμα. Το ίδιο και η πλάτη του. Αναρωτιόσουν αν άφηνε μπλε στάμπες όπου ακούμπαγε.

«Ο αριθμός 10 δεν είναι εδώ;»

«Εδώ είναι ρε φίλε, αλλά που πάς με το τσιγάρο στο χέρι;»

«Αυτό θα σε σώσει; Δεν κοιτάς τα καυσαέρια που αναπνέεις εδώ στο δρόμο που κάθεσαι».

«Δεν έχεις κι άδικο» είπε και κούνησε το κεφάλι σαν να λυπάται για τον εαυτό του.

«Άρα δεν σε πειράζει να μπω με το τσιγάρο;» τον πείραξα

«Όχι, όχι σε παρακαλώ» είπε με ύφος
Πέταξα το τσιγάρο αρκετά μακριά χρησιμοποιώντας το δείκτη του χεριού μου. Ομολογώ ότι είχα γίνει αρκετά καλός σε αυτό. Καθώς πέρναγα της αυτόματες πόρτες γύρισα και του είπα:

«Μου χρωστάς 30 σεντς»

Η νοσοκόμα ήταν ιδιαίτερα εξυπηρετική. Χωρίς πολλά λόγια με κατεύθυνε στο δωμάτιο που ζητούσα. Χτύπησα την πόρτα.

«Περάστε» είπε μια βραχνή φωνή που μόλις που έβγαινε από το στόμα.

Το δωμάτιο ήταν λιτό, περιποιημένο και καθαρό. Παντού υπήρχαν φωτογραφίες με φίλους και συγγενής του υπέργηρα ενοίκου. Αν μη τι άλλο, πρέπει να ήταν πολύ κοινωνικός στα νιάτα του. Καθόταν σε μία καρέκλα αντίκα και με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Σαν σκυλί που προσπαθούσε να μυρίσει το φόβο. Πλησίασα και έκατσα στα πόδια του κρεβατιού δίπλα στην καρέκλα του.

«Καλημέρα, με λένε Τζακ Μίλερ. Η οικογένεια του φίλου σας, τού Ρικ Ρέντφορντ, ψάχνει ένα αντικείμενο του μακαρίτη». Ήταν σαν να μην είχε καμία επαφή με το περιβάλλον. Δεν έκλεινε ούτε τα μάτια του. Καταλάβαινα ότι ζει από το ανεβοκατέβασμα του στήθους του.

«Μου ανέθεσαν να το βρω. Είναι ένα δώρο που του έκαναν, ένα παλούκι» ξαφνικά κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε φόβο. Τότε, χωρίς να το περιμένω, άπλωσε τα γερασμένα χέρια του και με έπιασε από το γιακά της μπλούζας μου. Ο γέρος έκρυβε δύναμη μέσα του. Κόλλησε τη μάπα του στην δικιά μου και φώναξε:

«Μην αναφέρεις αυτό το πράγμα στο σπίτι μου, ακούς;»

«Εγώ; Γραμμένο το έχω. Η οικογένεια το ψάχνει για να ξεπληρώσει κάτι χρέη»

«Να τους πεις ότι δεν βρήκες τίποτα» είπε και άφησε τα χέρια του από πάνω μου.

«Δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο, με πληρώνουν οι άνθρωποι».

«Αν θες το καλό τους, να πάψεις να το αναζητείς» ο γέρος φαινόταν σαν να τα είχε χαμένα. Ανάθεμα κι αν καταλάβαινε τι τού έλεγα. Έκανε σαν να τού μίλαγα για ένα φιαλίδιο με κάποιο ιό, ικανό να αφανίσει την ανθρωπότητα.

«Καλά, πώς κάνετε έτσι για ένα κομμάτι ξύλο; Οι τερμίτες τώρα πια πρέπει να ξεπλένουν τα λαρύγγια τους, από αυτό, με κρασί.

«Δεν ξέρεις γιατί πράγμα μιλάμε, για αυτό αστειεύεσαι» μιλάμε για καντάρια τρέλα. Σε τρελοκομείο έπρεπε να βρίσκετε.

«Διαφωτίστε με»

«Ήταν καταραμένη η μέρα που δόθηκε στον Ρικ αυτό το κομμάτι ξύλου. Απίστευτα πράγματα συνέβησαν που δεν είχαν λογική. Από την ημέρα που το έβαλε σπίτι του, νυχτερίδες αλώνιζαν στην αυλή του κάθε βράδυ. Όχι μία και δύο, εκατοντάδες. Καμιά φορά έσπαγαν το τζάμι του παραθύρου του στο γραφείο του, εκεί φύλαγε το παλούκι. Ο Ρίκ μέχρι εκείνο το σημείο είχε απλά υπόνοιες ότι ίσως αυτό να είχαν βάλει ως στόχο, αλλά του φαινόταν τρελή η σκέψη του αυτή. Ήθελαν για κάποιο λόγο να του το πάρουν. Η οικογένεια του είχε αναστατωθεί. Κλειδαμπαρώνονταν κάθε μέρα με το που άρχιζε να δύει ο ήλιος. Έτσι την τέταρτη μέρα πήγε να βρει τον σκηνοθέτη που του το έδωσε. Ένας γερμανός ήταν, δεν θυμάμαι το όνομά του. Του εκμυστηρεύτηκε ότι πράγματι οι υποψίες του ήταν αληθινές. Ο εκάστοτε κάτοχος του ξύλου δέχεται επιθέσεις από νυχτερίδες, γιατί κατέχει το μοναδικό όπλο που μπορεί να σκοτώσει τον άρχοντά τους, τον δράκουλα. Κανένα αντίγραφο δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Εκείνος δεν άντεξε άλλο την ευθύνη. Έτσι με πρόσχημα την ταινία έψαχνε τον κατάλληλο υποψήφιο για να του το πασάρει. Ο Ρίκ τον πίεσε να το πάρει πίσω, αλλά αυτός δεν δεχόταν. Όπως είπε προτιμούσε να πεθάνει. Έτσι έφυγε. Την επόμενη μέρα μια τραγωδία παίχτηκε στο σπίτι των Ρέντφορντ. Τα δυο τους παιδιά βρέθηκαν νεκρά στην αυλή. Σχεδόν δεν υπήρχε ίχνος σάρκας πάνω τους. Φαίνετε είχαν μπουχτίσει να κλείνονται στο σπίτι από τις επτά και όταν βρήκαν την ευκαιρία ξεπόρτισαν. Η οικογένεια από τη μία μέρα στην άλλη ξεκληρίστηκε. Η γυναίκα του τον μίσησε και ζήτησε διαζύγιο. Ο καημένος ήθελε να το ξεφορτωθεί το παλούκι, αλλά δεν μπορούσε. Αν το έδινε σε άλλον άνθρωπο τον καταδίκαζε σε δυστυχία, ενώ αν το παρέδιδε στις νυχτερίδες η ανθρωπότητα έχανε ένα σημαντικό όπλο»

Τα από ώρα βουρκωμένα μάτια τού γέροντα, ξέσπασαν σε δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλα του. Έκλεγε με αναφιλητά χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Τον λυπήθηκα. Εντάξει δεν λέω τον θεωρούσα τρελό, ψυχοπαθή. Ο μόνος λόγος που άκουγα την εξωφρενική ιστορία του ήταν για να μάθω που βρίσκετε το πολυπόθητο αντικείμενο. Ήθελα να το παραδώσω και να πάρω τα χρήματα μου και αν ήταν δυνατόν να πλαγιάσω με την Τζάκι. Ήμουν κυνικός, το παραδέχομαι. Η εικόνα όμως του γέρου να κλαίει, με συντάραξε. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ήταν τρελός, αλλά δεν είχε κανέναν να μοιραστεί μια κουβέντα. Η γυναίκα του δεν θα υπήρχε πια και τα παιδιά του θα τον είχαν γραμμένο. Ήταν πλέον ένας ξεγραμμένος από την κοινωνία. Ξεχασμένος σε ένα δωματιάκι, σε ένα γηροκομείο που τρώει τις συντάξεις των γέρων. Τον πλησίασα και τον ακούμπησα στη πλάτη. Εκείνος είχε βάλει τα χέρια στο πρόσωπό του.

«Έλα, ηρέμισε. Θα πάθεις τίποτα».

«Έχουν περάσει τόσα χρόνια, μα ακόμα δεν μπορώ να το ξεπεράσω»

«Τι απέγινε τελικά, ο Ρικ;»

«Έκρυψε ένα πρωί το παλούκι στα χαλάσματα μιας εκκλησίας, κάπου στη Σάνσετ μπιτς. Θεώρησε ότι σαν ιερός χώρος που ήταν θα εμπόδιζε τις νυχτερίδες. Είχε δίκιο. Αργότερα βάλθηκε να λέει την ιστορία σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Για να τους προειδοποιήσει όπως έλεγε. Κανείς όμως δεν τον έπαιρνε σοβαρά, κάποια στιγμή τον έκλεισαν σε ένα άσυλο όπου και αυτοκτόνησε» ο γέρος φαινόταν να κρατά την ανάσα του. Ήταν ένας τρόπος για να σταματήσει το κλάμα. Το έχω κάνει κι εγώ στο παρελθόν. Αιώνες πριν.

«Αχ, τον καλό μου τον Ρικ» είπε και κάλυψε την μύτη του με το δεξί του χέρι.

«Αυτή η εκκλησία, που βρίσκεται;» τον πίεσα, καθώς ένιωσα ότι σε λίγο η συγκίνησή του δεν θα τον άφηνε να μιλήσει.

«Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια έγινε μπαρ. Το όνομά του είναι ιερό μεθύσι ή κάπως έτσι»

Τα μάτια του έμοιαζαν θολά, δεν ήθελα να τον ταλαιπωρήσω άλλο. Τον ευχαρίστησα. Φεύγοντας έπεισα τον εαυτό μου να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να βγω από το κτήριο. Στην είσοδο ο ίδιος φύλακας στεκόταν καρτερικά. Πρέπει να τον είχε πιάσει η μέση του από την ορθοστασία. Τα κιλά δεν βοηθάγανε. Με πλησίασε με ένα χαμόγελο και μου άφησε στο χέρι τρία νομίσματα των δέκα σεντς. Ωραίος τύπος. Αφού γελάσαμε για κανένα λεπτό άναψα τσιγάρο και ξεκίνησα για το αυτοκίνητο. Αυτή την φορά κανείς δεν θα με ανάγκαζε να το σβήσω.

Ήταν τέσσερις και υπήρχε κίνηση στους δρόμους. Σκέφτηκα να κερδίσω χρόνο και πείρα ένα φιλαράκι μου που δουλεύει στην αστυνομία.

«Έλα Μάικ, θέλω μια χάρη, ψάξε σε παρακαλώ για ένα μπαρ με όνομα ιερό μεθύσι στη Σάνσετ μπιτς, χρειάζομαι αυτή τη στιγμή την πληροφορία. Σε ευχαριστώ φιλαράκι μου, θα περιμένω». Καλό παιδί ο Τζον, αλλά για τα πάντα θέλει αντάλλαγμα.

Ένα λεπτό αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν απροσδόκητα γρήγορος.

«Έλα, τι βρήκες; Υπάρχει ακόμα; Απίστευτο. Που; Οκ, ευχαριστώ».
Στην 9η οδό ήταν αυτό που έψαχνα. Μισή ώρα θα μου έπαιρνε. Κοίτα να δεις, κατά πάσα πιθανότητα μέχρι το απόγευμα θα έχω λύσει την υπόθεση. Πάω για καινούργιο ρεκόρ. Γκάζωσα απότομα.

Στη Σάνσετ Μπιτς έκανε πιο πολλή ζέστη από τη Λόνγκ, παρόλο που ήταν σχεδόν πέντε το απόγευμα. Αυτό είχε και τα καλά του. Όπως η γκόμενα με το κάμπριο που ήταν δίπλα μου και περίμενε να πρασινίσει το φανάρι. Οδήγαγε φορώντας μόνο το μπικίνι της. Τα στήθη της σχεδόν ακουμπούσανε στο τιμόνι και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο υποσχέσεις. Λος Άντζελες δεν σε αλλάζω με τίποτε.

Εντόπισα κάποια στιγμή κατά μήκος της ενάτης το ιερό μεθύσι. Πάρκαρα εύκολα, κάτι που ήταν πρωτάκουστο για μένα.
Μέσα στο μπαρ βασίλευε το σκοτάδι και η κάπνα. Απόρησα που δεν είχαν γευτεί την οργή των Αντζελίνο ακόμα. Τσιγάρο σε κλειστό χώρο; Πήγαιναν γυρεύοντας για λιθοβολισμό. Δεν πάνε να γαμηθούνε. Άναψα κι εγώ ένα. Εντόπισα τον μπάρμαν. Ήταν ψηλός, γύρω στο ένα και ενενήντα πέντε, γεροδεμένος και φαλακρός. Στο δεξί χέρι του είχε ένα τατουάζ με μία κόμπρα.

«Φιλαράκο γιατί έχεις κλειστά τα φώτα; Δεν πλήρωσες τον λογαριασμό;»

«Δικό μου θέμα αυτό. Αν δεν μπήκες για να πιείς, κάντινα»
Καλά το πάμε

«Φέρε μου μία βότκα με σπράιτ» ε ρε και να με έβλεπε ο σπόνσορας μου τώρα. Χαρά που θα έκανε.
Ο μπάρμαν δεν τσιγκουνεύτηκε, το φούλαρε σε μεγάλο ποτήρι.

«Τίποτα άλλο;»

«Ναι, ψάχνω κάτι. Μήπως όταν έκτιζες το μπαρ, πάνω στο ερείπιο της εκκλησίας, εντόπισες κάποιο ξύλινο παλούκι;» ήξερα ότι μόλις έκανα μία ηλίθια ερώτηση.

Εκείνος έβαλε τα γέλια και είπε:
«Μαλάκας είσαι ρε; Μόνο ένα κομμάτι ξύλο νομίζεις ότι είδα όταν χτιζόταν. Εκατοντάδες είδα. Χαζός είσαι. Γιατί ανακατεύεσαι;»

«Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ και το αναζητώ για κάποιον»

«Να το αναζητήσεις αλλού και όχι στην ιδιοκτησία μου»
Το πρόσωπό του έδειχνε πλέον έναν άνδρα απειλητικό.

«Μπορείς να βγάλεις χρήματα από αυτήν την ιστορία» είπα αλλά ήξερα ότι ήταν μάταιο. Αυτός ο άνδρας είχε συνδέσει την ταυτότητα του, την ύπαρξη του την ίδια με την ιδιοκτησία του. Δεν θα δεχόταν καμία διατάραξη της ρουτίνας του.

«Παιδιά» είπε και κοίταξε κάτι πελάτες στο βάθος «πετάξτε τον κύριο έξω».

Ήρθαν κοντά μου δύο νταγλαράδες και με σήκωσαν από τους ώμους. Ήταν μικρογραφίες του μπάρμαν. Μόνο τα τατουάζ ήταν αλλιώτικα. Δεν με συνέφερε να κάνω φασαρία. Έπρεπε να δράσω έξυπνα χωρίς να τους θέσω σε κατάσταση συναγερμού. Αφού με πετάξανε έξω όσο πιο ευγενικά γινόταν -πρέπει να το ομολογήσω αυτό- πήγα στον απέναντι δρόμο ελέγχοντας αν με παρατηρεί κανείς από το μπαρ. Μπήκα στο αυτοκίνητο μου. Έκατσα στη θέση του οδηγού και γλίστρησα όσο πιο χαμηλά γινόταν στο κάθισμα, ώστε να περνάω απαρατήρητος. Περίμενα να βραδιάσει, για να κάνω μία μεγαλοπρεπή εμφάνιση στο άδειο μπαρ.

Είχαν περάσει σχεδόν ένδεκα ώρες, όταν επιτέλους ο μπάρμαν βγήκε και κλείδωσε την πόρτα του μαγαζιού του. Η μέση μου πόναγε τρομερά. Τα τσιγάρα ευτυχώς είχαν φτάσει.

Άφησα μισή ώρα να περάσει για ασφάλεια και πήγα και στάθηκα στον απέναντι δρόμο. Η πόρτα ήταν αλουμινένια και στη μέση είχε ένα γυάλινο τζάμι. Κοίταξα από εκεί να δω κανένα κόκκινο φως ή κανένα κουτί που θα μου έδειχνε την ύπαρξη συναγερμού. Τίποτα απολύτως. Έβγαλα από το παντελόνι μου ένα μικρό κουτάκι με τα σύνεργα διάρρηξης. Σουσάμι άνοιξε. Ήταν πανεύκολο. Σαν να κλέβω εκκλησία. Κάτι που όντως έκανα. Κινήθηκα προς την πίσω πόρτα. Την άνοιξα και ακολούθησα την σκάλα προς τα κάτω. Έβγαλα ένα φακό, γιατί ήταν θεοσκότεινα. Βρέθηκα σε έναν υπόγειο χώρο με πετρώδεις τείχους και κούτες γεμάτες με μπουκάλια. Τι περίμενα να βρω; Κανένα τοξάκι που θα έλεγε εδώ είναι; Αν βρισκόταν χτισμένο πίσω από τους τείχους δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο να υποδείξω το μέρος μπορούσα. Βασισμένος όμως στα λόγια ενός τρελάρα. Τα πόδια μου, ξαφνικά, αισθάνθηκαν ένα διαφορετικό υλικό από κάτω τους. Φώτισα το έδαφος και είδα μια μεταλλική πλάκα που κάλυπτε μια τρύπα. Την έσπρωξα πέρα και αμέσως φανερώθηκε μια πέτρινη σκάλα. Την κατέβηκα όσο πιο προσεκτικά γινόταν και τότε βρέθηκα σε έναν άδειο χώρο, που ο αέρα μύριζε κλεισούρα. Φώτισα τους πετρώδεις τείχους μήπως και έβρισκα κάποιο στοιχείο, ώσπου ξαφνικά... Είδα μια σκισμή σε μία πέτρα και μέσα της ένα κιτρινισμένο πανί. Το τράβηξα προς το μέρος μου και διαπίστωσα ότι τύλιγε ένα αντικείμενο. Ήταν το παλούκι. Στα πλάγια του έγραφε:made in Hollywood, serial number:19549396534

Το έβαλα κάτω από τη μασκάλη και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Ήθελα να πάω όσο πιο γρήγορα γινόταν στο Φίατ μου. Βρόντηξα πίσω μου την εξώπορτα και ήμουν έτοιμος να περάσω στον απέναντι δρόμο. Ξαφνικά ένα σμήνος από νυχτερίδες έκανε την εμφάνισή του. Άρχισαν να μου επιτίθενται και να μου ξεσκίζουν την σάρκα. Ο πόνος ήταν αβάστακτος, κομμάτια μου βρίσκονταν απλωμένα στο δρόμο. Προσπάθησα πρώτα με τα ματωμένα χέρια μου να τις απωθήσω, μα ήταν χιλιάδες. Το αυτοκίνητο μου ήταν κοντά, μα ταυτόχρονα χιλιόμετρα μακριά. Χρησιμοποίησα και το ξύλο το ίδιο προκειμένου να προστατευτώ, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Μου το πήραν. Έβλεπα ότι οδηγούμουν στο θάνατο και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μου είχε απομείνει μόνο να παλέψω για τη τιμή των όπλων. Μα πώς να παλέψω; Ήμουν μπρούμυτα στο δρόμο, αιμόφυρτος. Εκείνη τη στιγμή άκουσα μια ανθρώπινη φωνή.

«Δώστε μου το ξύλο του πατέρα μου. Θα το πάω αμέσως στο άρχοντα» είπε η Τζάκι.
Η γυναίκα που τόσο ήθελα να πηδήξω, με γάμησε για τα καλά.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Να σου πω ευχαρίστως τη δική μου!:)

Ωραία ιστορία, με ροή και χωρίς ιδιαίτερα αφηγηματικά κενά. Μέχρι το τέλος, γιατί εκεί με μπέρδεψες εντελώς. Δεν κατάλαβα τελικά τι ή ποια ήταν η Τζάκι. Ήταν κι αυτή βαμπίρα; Τότε πως πήγε το μεσημέρι στο ραντεβού; Δεν ήταν; Τότε ποιος ήταν ο πατέρας της που αναφέρει στο τέλος αφού ο πάσσαλος ήταν του προπαπού της;
Μου άρεσε το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποίησες, και δικαιολογεί και κάποιες αθυροστομίες εδώ κι εκεί αφού υποτίθεται πως είναι ο ίδιος ο ντετέκτιβ που αφηγείται τι του συνέβη, οπότε και λίγα λέει.
Μου άρεσε η ιδέα, πήρες το πιο κλισέ ίσως θέμα (Δράκουλας), και έφτιαξες κάτι δικό σου. Με ελάχιστο "στρώσιμο" και λίγο πιο φανερό τέλος θα με είχε καλύψει απόλυτα. Δεν με τρόμαξε βέβαια πουθενά, αλλά μου κράτησε το ενδιαφέρον και την περιέργεια αμείωτα ως το τέλος.
Τελικά δεν ένιωσα να έχασα το χρόνο μου, αντίθετα πέρασα όμορφα διαβάζοντας κι ας αναγκάστηκα να φανταστώ μόνος μου στο τέλος τι θα μπορούσε να έχει γίνει, και πέρα από τις όποιες ενστάσεις μου το σύνολο είναι καλό. Σ' ευχαριστώ για το ταξίδι..:)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για το σχόλιο. Χρειάζομαι τα σχόλια για να βελτιώνομαι. :D
Λέει πατέρα, γιατί ήταν ένα από τα παιδιά που υποτίθεται ότι είχαν πεθάνει. Σαν μισή θνητή, μισή βαμπιρίνα μπορούσε να κυκλοφορεί την ημέρα. Ο άρχοντας τη χρησιμοποίησε για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Προσπάθησα να είναι γραμμένο μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή και έτσι γράφω για ότι ξέρει και ότι ακούει εκείνος.
 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Στα θετικά η ατμόσφαιρα νουάρ και η σωστά επιλεγμένη αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο. Η μοιραία γυναίκα και ο ντεντέκτιβ μπορεί να είναι πολυχρησιμοποιημένα, αλλά εδώ σε εξυπηρετούν καλά. Θετικό είναι ότι επειδή μας βάζεις το στοιχείο του υπερφυσικού αρκετά  νωρίς, τραβάς την υποψία από την Τζάκι κι έτσι η ανατροπή του τέλους διατηρεί ένα στοιχείο έκπληξης.

Το γράψιμο θέλει ακόμα πολλή δουλειά ώστε να αποκτήσει ο λόγος ροή και μουσικότητα και ύφος.

Καλό θα ήταν σε κείμενα τόσο μικρής έκτασης να αποφεύγεις ο,τιδήποτε δεν προωθεί άμεσα την πλοκή σου και δεν χτίζει τους χαρακτήρες σου. π.χ. το επεισόδιο με την χοντρή κυρία είναι κάτι που μπορείς με ασφάλεια να πετάξεις. Το ίδιο και το επεισόδιο με τον φύλακα, ακόμα κι αν χρωματίζει καλύτερα τον ήρωά από την προαναφερθείσα σκηνή.

Δώσε μεγαλύτερη συνέπεια στις σκηνές σου. π.χ. ο ήρωας επιστρέφει από τη δουλειά του κουρασμένος, αλλά μπαίνει στο σπίτι φουριόζος. (Αν πρέπει να μπει φουριόζος, φρόντισε να δώσεις έναν καλό λόγο ώστε να το πιστέψει ο αναγνώστης σου)

Ναι στο να δείχνεις πώς κινούνται οι χαρακτήρες σου: «έπιασε τον καρπό μου και αργά αργά κατεύθυνε τη φωτιά στο τσιγάρο της».
Όχι στο να το λες: «Είχαν μια πλαστικότητα όλες οι κινήσεις της».

Η σκηνή της δράσης στο τέλος είναι πολύ μικρή και σχετικά παθητική από την πλευρά του ήρωα. Ετσι η κορύφωση του διηγήματος είναι ασθενική. Ωστόσο το punchline του κλεισίματος, και το τέλος,  είναι καλό και συνεπές με το διήγημα.

Θα πρότεινα λίγο πιο τολμηρή γλώσσα για τον αφηγητή σου. Επίσης θα έψαχνα ένα τρόπο να εμφανίσω την Τζάκι αλλή μία φορά πριν την τελική σκηνή και θα κοίταζα να «ερεθίσω» κάπως τον ήρωα ώστε να ατσαλώσω τα κίνητρά του.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..