Βελόρεν Posted September 8, 2014 Share Posted September 8, 2014 Όνομα Συγγραφέα: ΒελόρενΕίδος: ΤρόμουΒία: ΌχιΣεξ: ΌχιΑριθμός Λέξεων:1189Αυτοτελής: ΝαιΣχόλια: Είναι μέρος ενός μεγαλύτερου διηγήματος ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ~ Το Κελάρι ~ «Αγαπητό μου ημερολόγιο… Φαντάζομαι πως έτσι ξεκινούν όλοι, αν κι εγώ… έτσι μάλλον θα τελειώσω. Όχι… δεν εννοώ την γραφή αυτού του άψυχου φύλλου χαρτιού, μα την ίδια μου την ζωή. Χμ… Τί ειρωνεία! Η πρώτη μου εξομολόγηση να είναι και η τελευταία. Όχι, δεν θα αυτοκτονήσω. Δεν έχω τέτοιο σκοπό. Τουλάχιστον, όχι ακόμη. Πάντα κορόιδευα αυτούς που κρατούσαν ημερολόγιο. Ήταν η έλλειψη πραγματικών φίλων; Η ανάγκη για ψυχική εκτόνωση; Ποιός ξέρει… Τώρα αναγκάζομαι να το κάνω κι εγώ, γιατί δεν έχω πλέον κάποιον να μιλήσω. Είμαι μόνη μου. Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι. Τα πράγματα κάποτε ήταν διαφορετικά. Είχα δύο γονείς που με λάτρευαν και μία μικρότερη αδελφή. Αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι κουλουριασμένη κάτω από το κρεβάτι μου έχοντας κρεμάσει μπροστά μου τα σεντόνια από το στρώμα. Ανάμεσά τους έχω αφήσει μόνο μερικές χαραμάδες για να μπορώ να βλέπω. Η πόρτα του δωματίου μου είναι κλειστή, μα μπορώ να ακούσω όλα εκείνα που με ανάγκασαν να φτιάξω την κρυψώνα μου. Δεν ξέρω αν είμαι ασφαλής, αλλά αυτή είναι η τρίτη μέρα που παραμένω κρυμμένη. Οπότε, μάλλον είμαι, αν και δεν ξέρω για πόσο ακόμη. Θα δείξει… Σήμερα είναι Κυριακή, 22 Αυγούστου 1999, κι εγώ έχω τα γενέθλιά μου. Κλείνω τα δεκαπέντε κι αυτή υποτίθεται πως θα ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Ο πατέρας μου, αγόρασε αυτό το σπίτι πριν πολλά χρόνια σε τιμή ευκαιρίας από ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που πέθαναν λίγο καιρό αργότερα. Το σπίτι, όταν πέρασε στα χέρια της δικής μου οικογένειας, ήταν ένα αχούρι με γκρεμισμένους τοίχους και ξηλωμένες πόρτες. Επενδύθηκαν αρκετά χρήματα για την ανακαίνισή του. Ξύλινα πατώματα, κλασική επίπλωση, ηλεκτρολογικά και κήπος ήταν μόνο μερικά από αυτά που έφτιαξε ο πατέρας μου για να μας ευχαριστήσει. Για να έχουμε ένα εξοχικό να περνάμε τον χρόνο μας στις διακοπές. Στην αρχή τα πάντα ήταν τόσο τέλεια! Περάσαμε αρκετές γιορτές –Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και τόσα άλλα– με φίλους και συγγενείς. Γελούσαμε… διασκεδάζαμε… Κάθε νόμισμα, όμως, έχει δύο πλευρές. Την φωτεινή, αυτήν που βλέπει ο ήλιος και την σκοτεινή. Αυτήν που δεν βλέπει. Αυτήν που είναι από κάτω… θαμμένη στο υπόγειο αυτού του σπιτιού. Σ’ αυτόν τον χώρο που κανείς δεν είχε ακόμη ανακαλύψει μέχρι εκείνη την καταραμένη μέρα. Ένας σεισμός εμφάνισε μία ρωγμή στον πλαϊνό τοίχο της τραπεζαρίας. Ο πατέρας μου επεξεργάστηκε τον ετοιμόρροπο τοίχο χτυπώντας τον στην αρχή με το χέρι. Γνώριζε από κάτι τέτοια. Ακουγόταν κούφιος. Σα να βρισκόταν κι άλλο δωμάτιο από πίσω. Η μητέρα πρότεινε να καλέσουμε κάποιον τεχνικό να τον ελέγξει, να τον επισκευάσει. Ο πατέρας μου δεν την άκουσε. Αμέσως πήρε την βαριά γκρεμίζοντας ότι είχε μείνει όρθιο. Ένα κρυφό δωμάτιο αποκαλύφθηκε εμπρός στα έκπληκτα μάτια όλων μας. Ένα ακόμη δωμάτιο που έμοιαζε με προθάλαμο ενός μεγαλύτερου, αλλά υπόγειου δωματίου. Ο πατέρας μου πήρε τον φακό και μπήκε μέσα. Μας μιλούσε κι εμείς τον ακούγαμε. Μας περιέγραφε αυτά που έβλεπε. Αυτά που αργότερα είδαμε κι εμείς με τα ίδια μας τα μάτια. Ο προθάλαμος ήταν ντυμένος με ξύλινη επένδυση και ξεφτισμένο παρκέ. Άρχισε να κατεβαίνει μία σκάλα μέχρι που έφτασε σε ένα κελάρι. Τίποτα το ασυνήθιστο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αργότερα ο πατέρας μου έβαλε ανθρώπους να φτιάξουν το πέρασμα που είχε ανοίξει ο σεισμός μεγαλώνοντας, έτσι, τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού. Όλα ήταν καλά, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν οι υπόλοιποι. Εγώ, όμως, ήξερα όλη την αλήθεια. Τους είχα δει ένα βράδυ, νομίζω πως με είδαν κι αυτοί. Αργότερα βρήκα κι εκείνες τις σημειώσεις που έγραφαν όλη την αλήθεια γι’ αυτό το μέρος: πριν το αγοράσει η οικογένειά μου το είχαν στην κατοχή τους ακόμη τρεις οικογένειες, των οποίων τα μέλη πέθαναν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Τα πτώματά τους δεν βρέθηκαν ποτέ. Οι αρχές τους θεώρησαν απλά αγνοούμενους… Εγώ όμως στάθηκα τυχερή και βρήκα εκείνες τις σημειώσεις. Ο πατέρας μου τις πήρε πιστεύοντας ότι επρόκειτο για κάποια φάρσα που ήθελα να του κάνω. Με μάλωσε. Δεν με πίστεψε κανείς, όπως δεν πίστεψαν κι εκείνον που τις έγραψε όταν τους έλεγε πως κάτι παραμόνευε κρυμμένο σ’ εκείνο το κελάρι. Έσκισε τα χαρτιά που του έδωσα σε χίλια κομμάτια. Κατάφερα να πάρω μερικά από τον κάδο και να τα ενώσω σχηματίζοντας μία πρόταση. Την ουσία του δικού του μηνύματος… “Πιστεύω πως κάποιος ή κάτι κατοικεί μαζί μας τις τελευταίες μέρες…” Τότε άρχισαν όλα. Περίεργοι θόρυβοι μέσα στην νύκτα, ουρλιαχτά που πλανιόνταν στους διαδρόμους και σκιές που εμφανίζονταν στις γωνίες του δωματίου μου κοιτώντας με με τα κάτασπρά τους μάτια. Έκλαιγα και αρνιόμουν να μείνω μόνη μου στο δωμάτιο με τα φώτα σβηστά. Κουκουλωνόμουν ακούγοντας τις ανάσες τους, τους άναρθρους λαρυγγισμούς τους… Μέχρι εκείνο το βράδυ κανείς δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή που τα πάντα άλλαξαν. Τους είδα καθαρά, ή τουλάχιστον… έτσι νόμιζα. Ήταν δύναμη, φόβος ή θάρρος αυτό που με ώθησε να πεταχτώ από το κρεβάτι; Σηκώθηκα τρέχοντας προς το ισόγειο. Σχεδόν πηδώντας έφτασα κάτω και το μόνο που μπόρεσα να αντικρίσω καθαρά ήταν η μάνα μου που βρισκόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα να ουρλιάζει και να απομακρύνεται από εμένα που έτρεχα να την προφτάσω. Είχε τεντώσει τα χέρια της ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια, προσπαθώντας από κάπου να πιαστεί. Τα ουρλιαχτά της μου τρυπούσαν το μυαλό. Κάτι την είχε αρπάξει από το πόδι και την έσερνε χωρίς σταματημό. Κάτι που είχε μάθει να κινείται στις σκιές. Για μία στιγμή πάγωσα. Στάθηκα στην τραπεζαρία μπροστά από τη νέα είσοδο που είχε ανοίξει ο πατέρας μου. Άκουσα κι άλλες φωνές να εκλιπαρούν για βοήθεια. «Θεέ μου…» φώναξα με αναφιλητά. Η μικρή μου αδερφή και ο πατέρας μου βρίσκονταν σε εκείνο το αναθεματισμένο κελάρι και ούρλιαζαν από τρόμο εκλιπαρώντας για έλεος μέχρι που σταμάτησαν απότομα. Τότε είδα εκείνα τα άσπρα μάτια να με κοιτούν μέσα στη σκοτεινιά, πάνω ακριβώς από το λιπόθυμο κορμί της μητέρας μου. Έκανα δύο βήματα πίσω. Κάπου σκόνταψα και έπεσα με την πλάτη. Τα μάτια είχαν αρχίσει να με πλησιάζουν. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να τρέχω. Κατευθύνθηκα στην εξώπορτα προσπαθώντας να την ανοίξω. Κάποια σκοτεινή δύναμη πρόσταζε να παραμείνει κλειστή. Κατάφερα να την ανοίξω μερικούς πόντους μόνο, μα αυτή έκλεισε ξανά με δύναμη σα να μου αρνιόταν την έξοδο. Ανέβηκα πάνω. Κοίταξα πίσω και τότε τον είδα. Δεν ήταν άνθρωπος. Δεν ήταν ζώο. Δεν ήταν δαίμονας. Δεν ξέρω ποιος Θεός θα μπορούσε να έχει πλάσει ένα τέτοιο ον. Συνέχισα να τρέχω στον πάνω όροφο μέχρι που μπήκα κάτω από αυτό το κρεβάτι από το οποίο γράφω αυτό το γράμμα. Όπως είπα και πριν… βρίσκομαι εδώ τρεις ημέρες και ακόμη δεν με έχουν εντοπίσει. Ίσως κάτι να περιμένουν μα ακούω τα βήματα τους έξω από την πόρτα μου. Δεν έχω φάει, δεν έχω πιει και είμαι εξασθενημένη. Δεν ξέρω πόσο ακόμη μπορώ να αντέξω. Αν διαβάζεις τώρα εσύ το δικό μου γράμμα… σε ικετεύω… μην κάνεις το ίδιο λάθος με τους γονείς μου. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τρέξε να σωθείς πριν να είναι αργά. Και προπάντων… ΜΗΝ ΜΠΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΛΑΡΙ. Θεέ μου… σε παρακαλώ… αν υπάρχεις, βοήθησέ με… Φοβάμαι... Ακούω τα βήματά τους να πλησιάζουν… Τους βλέπω από την χαραμάδα της πόρτας. Σταμάτησαν έξω ακριβώς απ’ το δωμάτιό μου… Θεέ μου… μην με εγκαταλείπεις τώρα… εγώ πιστεύω σε Σένα… Έρχονται… μπήκαν μέσα… Πάτερ ημών, ο έν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η Βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλ______ 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.