Yiannisp Posted September 11, 2014 Share Posted September 11, 2014 Όνομα συγγραφέα: Ιωάννης Παπαδογιάννης Είδος: Φαντάσιας Βία:όχι Σεξ:όχι Αριθμός λέξεων:743 Αυτοτελής:όχι Σχόλια:Είναι η αρχή του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου μου. Τα μάτια μου ήταν κλειστά και βρισκόμουν βυθισμένος σε ένα γλυκό και απέραντο σκοτάδι. «Γρήγορα! Παρ’ το παιδί!» άκουσα μια επιβλητική φωνή απομακρυσμένα να ηχεί μέσα στο χαμό των χιλιάδων άλλων χτύπων που βούιζαν στο κεφάλι μου. Οι σκέψεις μου δεν μπορούσαν να βρουν το δρόμο τους, εγκλωβίζονταν μέσα σε μια αποπνικτική και ταυτόχρονα γλυκιά ζέστη. Το σώμα μου έπαιρνε μια αχανή μορφή στο μυαλό μου μέσα από το γεμάτο θέρμη αέρα που το περιέβαλε και τον παράξενο τρόπο που έκανε το δέρμα μου να αντιδράει. Στην πραγματικότητα όμως δεν ένιωθα πόνο, για την ακρίβεια δεν ένιωθα τίποτα. Δεν μπορούσα να κινήσω τα χέρια μου, δεν μπορούσα να κινήσω τα πόδια μου, δεν μπορούσα ούτε καν τα μάτια μου να ανοίξω και να δω το μέρος που βρισκόμουν, να θυμηθώ το πώς βρέθηκα εκεί και γιατί η ζέστη σε αυτό το μέρος ήταν τόσο τραγικά αφόρητη. Για μια στιγμή, παγιδευμένος σε αυτή την αβυσσαλέα κατάσταση ένιωσα το σώμα μου απότομα να βαραίνει, να παίρνει μια πιο ξεκάθαρη μορφή και για μια ακόμη φορά προσπάθησα να ταξινομήσω τις σκέψεις μου. Δεν βρισκόμουν πια στο έδαφος, σίγουρα κάποιος με μετέφερε στα χέρια του. Αισθανόμουν τα ταραγμένα του βήματα, άκουγα τις λαχανιασμένες του ανάσες δίπλα στο αυτί μου και ο αέρας, αυτός ο ασυνήθιστος αέρας έχανε πια την έντασή του, δεν τσουρούφλιζε σαν λάβα το σώμα μου. Ωστόσο οι σκέψεις μου συνέχιζαν να είναι αδύναμες, σαν να βρίσκονταν κάτω από την επήρεια ενός δυνατού ναρκωτικού. Θολές, ζαλισμένες, παραπλανημένες να ηττούνται σε μια σχεδόν προκαθορισμένη μάχη. Μισάνοιξα τα μάτια μου και μέσα στα πρώτα άτονα πεταρίσματα των βλεφάρων μου αντίκρισα κόκκινες και κίτρινες λάμψεις να τρεμοπαίζουν σε ένα μαύρο πλάνο. Ο καπνός συσσωρευόταν στο ταβάνι διψασμένος να βρει διέξοδο, τοίχοι μουτζουρωμένοι στο στίγμα της φωτιά και ένα πάτωμα γεμάτο αποκαΐδια. Ένα σπίτι ολόκληρο χανόταν μπροστά στα μάτια μου, το δικό μου σπίτι και εγώ, ανήμπορος στα χέρια κάποιου άλλου να με κουβαλάει δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο από το να βλέπω τι φλόγες να εξαπλώνονται σαν χείμαρρος από το ξύλινο πάτωμα στη σκάλα και από εκεί στο δεύτερο όροφο της μονοκατοικίας. Πήρα μια βαθιά αναπνοή όταν περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού μου και καθώς απομακρυνόμασταν από το πανδαιμόνιο σήκωσα τα μάτια μου ψηλά. Βουτηγμένος στον κρύο ιδρώτα και με τον φόβο ότι οι απώλειες θα ήταν μεγαλύτερες από τοίχους και έπιπλα παρατήρησα τα δωμάτια που βρίσκονταν στον πάνω όροφο. Τα παράθυρα ήταν σπασμένα και από τις τρύπες ξεπηδούσαν φλόγες με τη συνοδεία του μαύρου καπνού. Ο πυροσβέστης με ακούμπησε σε ένα φορείο και γρήγορα γύρω μου μαζεύτηκε κόσμος και ξεκίνησε να με εξετάζει. Με ρωτούσαν διάφορα αλλά δεν μπορούσα να τους καταλάβω. Για την ακρίβεια δεν τους έδινα καμία απολύτως σημασία, το μόνο που συνέχιζα να κοιτάζω ήταν το σπίτι μου, το νερό που πεταγόταν από τις μάνικες, τον κόσμο πανικόβλητο να τρέχει γύρω και τους γονείς μου άφαντους. Μια ζωντανή κόλαση καλυμμένη με φωνές και με τους διαπεραστικούς ήχους από τις σειρήνες τον οχημάτων της πυροσβεστικής. «Οι γονείς μου;» βρήκα το θάρρος να ψελλίσω μετά από μερικά δευτερόλεπτα που φάνταζαν αιώνας. Η νοσοκόμα όμως δεν χρειάστηκε να απαντήσει. Η αμηχανία, η ντροπή και η συμπόνια στο βλέμμα της μου έδωσε την απάντηση που φοβόμουν. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω τίποτα πια για να επαληθεύσω τις προαισθήσεις μου για τις απώλειες και να ανοίξει μέσα μου μια πληγή τόσο βαθιά που ξεπερνούσε σε πόνο οποιαδήποτε άλλη πληγή καταπονούσε το σώμα μου εκείνη τη στιγμή. Η φασαρία άρχισε να μειώνεται μέχρι που σταμάτησε να φτάνει στα αφτιά μου τελείως και βυθιζόμενος σε μια οδύνη αισθάνθηκα πιο ανάλαφρος. Γλίστρησα πίσω στο φορείο αλλά αυτό που ένιωσα δεν ήταν στην πραγματικότητα το μαλακό στρώμα του αλλά ένα κενό, μια τρύπα. Έμοιαζε με πηγάδι, ένα κενό χωρίς πάτο, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος. Έψαξα για κάτι προκειμένου να κρατηθώ αλλά δεν μπορούσα, τα χέρια μου ήταν βαριά δεν μπορούσα να τα σηκώσω. Και το μούδιασμα, αυτό το μούδιασμα που δεν είχε φύγει από την αρχή το δυσκόλευε ακόμα περισσότερο. Συνέχιζα να πέφτω….. ….να πέφτω…. ….να πέφτω….. Μέσα σε μια πυρετώδη αναστάτωση ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και άνοιξα τα μάτια μου. Οι ανάσες μου ήταν βαθιές, κοφτές και άρρυθμα γρήγορες μέχρι που αντίκρισα εκείνες τις πρώτες ακτίνες φωτός που δισταχτικά ξετρύπωσαν κάτω από το μισόκλειστο πατζούρι της αυλής. Τα ιριδίζον χρώματα της χαραυγής απομάκρυναν τις βίαιες αναμνήσεις που με είχαν στοιχειώσει το προηγούμενο βράδυ και βυθιζόμενος για λίγο στην γαλήνη της ηρεμίας τους τράβηξα το σεντόνι από τα πόδια μου και ξάπλωσα ξανά πίσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted September 17, 2014 Share Posted September 17, 2014 Είναι λίγο για να πω κάτι περισσότερο από ότι γράφεις αρκετά στρωτά και απέδωσες πολύ καλά την πυρετική αίσθηση του ονείρου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.