MadnJim Posted September 13, 2014 Share Posted September 13, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MADnJIMΕίδος: Tρόμος;Βία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: Περίπου 2850Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Με έχει εκνευρίσει αυτό το θέμα! Θέλω πολύ να γράψω μία αξιοπρεπή ιστορία τρόμου με κάποιο σπίτι, αλλά ότι κι αν σκεφτώ είναι τόσο πολύ κλισέ που τελικά νιώθω σαν να κλέβω! Αυτή είναι πιστεύω η καλύτερή μου, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κι ελπίζω να σας αρέσει. Πείτε μου αν θέλετε στα σχόλια τις απόψεις σας, θα μου είναι πολύ χρήσιμες σε ανάλογη μελλοντική προσπάθειά μου.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΛΚΜΗΝΗΣ.. Υπάρχουν κάποια σπίτια που με το που μπαίνεις μέσα νιώθεις άσχημα. Θες να φύγεις, να βγεις έξω, χωρίς να ξέρεις το γιατί, απλώς είναι μια αίσθηση που δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Πολλοί λένε πως έχει να κάνει με την ενέργεια, είναι αρνητική είτε γιατί το σπίτι είναι χτισμένο κάπου που παλιότερα κάτι πολύ κακό έλαβε χώρα εκεί, είτε γιατί οι ένοικοι του σπιτιού είναι δύστροποι χαρακτήρες και η αύρα τους είναι απωθητική. Εγώ πιστεύω πια πως είναι τα ίδια τα σπίτια. Πιστεύω πως είναι ζωντανά κατά κάποιον παράξενο τρόπο, πως έχουν μια δική τους υπόσταση που ζει μέσα σε κάποια διάσταση όχι μακρυά από τη δική μας. Και δε μιλάω για τα σημερινά διαμερίσματα που σαν κιβώτια στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο μέσα σε εντελώς απρόσωπες πολυκατοικίες. Μιλάω για τα σπίτια, αυτές τις κλασικές μονοκατοικίες, με την αυλή μπροστά και τον κήπο πίσω, διώροφες συνήθως, με το παλιό τζάκι στο σαλόνι να στραβοκοιτάει τις σωληνώσεις του καλοριφέρ που σαν φλέβες τρέχουν όλους τους τοίχους. Ένα τέτοιο σπίτι ήταν και αυτό της θείας μου της Αλκμήνης, της μεγαλύτερης αδερφής της μάνας μου. Το είχε κληρονομήσει από τον παππού της, τον προπαππού μου δηλαδή, που το είχε χτίσει λίγο πριν τον πάρουν με τον τακτικό στρατό για την Μικρά Ασία. Ολόκληρο από πέτρα, εκείνη τη λευκή που τα σημάδια από τα καλέμια των μαστόρων έφτιαχναν μια εικόνα άγριας και ανομοιόμορφης ομορφιάς. Τα παντζούρια ήταν βαριά και ξύλινα, ενώ η στέγη με τα πολλά επίπεδα ήταν ακόμα ντυμένη με την μαυρόπλακα που χρησιμοποιούσαν τότε αντί για κεραμίδια. Στην αυλή μπροστά υπήρχαν λουλούδια που εγώ δεν τα θυμάμαι ποτέ ανθισμένα, παρά μόνο κλαδιά που μπλέκονταν μεταξύ τους καθώς ξάπλωναν στο έδαφος, με μερικά φύλλα εδώ κι εκεί να κρέμονται σαν άψυχα. Δίπλα στο κεντρικό μονοπάτι που οδηγούσε από την κύρια είσοδο του σπιτιού στον δρόμο έξω από τον φράχτη υπήρχε ένας ψηλός, χοντρός, γεμάτος ρόζους, γέρικος πλάτανος, με μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό του να χάσκει σκοτεινή. Σε ένα από τα κλαδιά του ήταν κρεμασμένο με μια χοντρή τριχιά ένα παμπάλαιο καμένο από τον ήλιο και τη βροχή αμέτρητων χρόνων λάστιχο από τρακτέρ, που ο πατέρας της θείας μου είχε κρεμάσει κάποτε όταν οι κόρες του ήταν ακόμη παιδιά για να κάνουν κούνια. Τώρα απλά έστεκε εκεί, τόσο βαρύ που ο άνεμος σπάνια κατάφερνε να το κουνήσει λιγάκι, θλιβερό απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Όταν ήμουν μικρός με έπαιρνε η μάνα μου μαζί της όποτε πήγαινε στην αδερφή της για επίσκεψη. Εγώ έκανα πάντα επανάσταση, γιατί το σπίτι με τρόμαζε, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να το αποφύγω όσο κι αν προσπάθησα. Η ίδια η θεία μου έδειχνε στα παιδικά μου μάτια τρομακτική! Ήταν γεροντοκόρη, ζούσε μόνη της εκεί ανέκαθεν, και η μοναξιά της φαινόταν πάνω της. Στο μαύρο φόρεμα με τις άσπρες βούλες που πάντα φορούσε, στο μαύρο μαντήλι που σκέπαζε το κεφάλι της και έδενε πίσω πάνω στον κότσο που έφτιαχνε τα μαλλιά της, στο σκαμμένο από το χρόνο πρόσωπό της που ακόμα κι όταν χαμογελούσε έδειχνε σαν να ήταν θυμωμένο. Με αγαπούσε πολύ η θεία μου, κάθε φορά μόλις με έβλεπε με αγκάλιαζε και με φίλαγε στα μάγουλα, από ένα κρύο φιλί στο καθένα που έκανε ώρες να φύγει η αίσθηση, ενώ δεν παρέλειπε ποτέ να μου ανακατεύει μετά τα μαλλιά με το ροζιασμένο της χέρι με τα στραβά λόγω των αρθριτικών δάχτυλά της, λέγοντάς μου πάντα το ίδιο, πόσο μεγάλωσα και τι άντρας έγινα. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, απλώς είχε τον δικό της τρόπο, κι εγώ σαν παιδί δεν τον καταλάβαινα παρόλο που η μάνα μου προσπαθούσε υπομονετικά να μου εξηγήσει ότι κάθε άνθρωπος έχει το ύφος του και τις συνήθειές του. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να το κατανοήσω αυτό το τελευταίο. Όσο εγώ δεν ήθελα να πατάω το πόδι μου εκεί, τόσο η μοίρα με τη γνωστή της ειρωνεία φρόντισε να με κάνει μέρος του. Μόλις είχα απολυθεί από το στρατό και έψαχνα να βρω τι θα κάνω με τη ζωή μου όταν η θεία μου πέθανε. Στη διαθήκη της είχε αφήσει το σπίτι κληρονομιά σε μένα, και η μάνα μου δάκρυσε συγκινημένη όταν άκουσε τον συμβολαιογράφο να διαβάζει το όνομά μου. Είδες, μου είπε, σ' αγαπούσε η θεία σου! Εγώ όμως είχα ανατριχιάσει ολόκληρος, γιατί και μόνο η ανάμνησή του από τα παιδικά μου χρόνια έφτανε για να με κάνει να μη θέλω να πλησιάσω ούτε στη γειτονιά! Η πρακτική πλευρά μου όμως τελικά υπερίσχυσε. Δεν έπαυε να είναι μια μονοκατοικία ολοδική μου, έτοιμη επιπλωμένη, και με ένα αρκετά μεγάλο οικόπεδο αν εκτός από τη μπροστινή αυλή αναλογιστεί κανείς και τον κήπο στο πίσω μέρος που η θεία μου συνήθιζε να φυτεύει τα ζαρζαβατικά της. Πήγα τελικά να το δω περίπου ένα μήνα μετά την κηδεία. Στο μυαλό μου είχα φυσικά την περίπτωση της πώλησης και όχι της ιδιοκατοίκησης. Όταν όμως μπήκα μέσα εκείνο το μεσημέρι κάτι με έκανε να νιώσω άνετα, λες και γύριζα στο σπίτι μου μετά από μακροχρόνιο ταξίδι. Όλα μου φαίνονταν γνώριμα και οικεία, οι παλιές καρέκλες με την ψηλή πλάτη και το ντυμένο με βελούδο κάθισμά τους, το μεγάλο σκούρο ξύλινο τραπέζι με το βάζο στο κέντρο που τα λουλούδια έγερναν στεγνά και μαραμένα, οι παλιομοδίτικες πολυθρόνες στο σαλόνι κι ο μεγάλος καναπές με τα ξύλινα μπράτσα, η παραδοσιακή κουζίνα με τον πετρόχτιστο φούρνο για την γάστρα δίπλα δίπλα με την ηλεκτρική κουζίνα, το μπάνιο με την μεταλλική μπανιέρα με τα ποδαράκια και τις στρόφιγγες του νερού να εξέχουν από τον τοίχο ακτινωτές και μεγάλες. Στον πάνω όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια. Το μεγάλο που χρησιμοποιούσε η θεία μου είχε ένα σχετικά μοντέρνο κρεβάτι, το είχε αγοράσει πριν λίγα χρόνια γιατί τα αρθριτικά της δεν την άφηναν να κοιμάται πια στο παλιό σιδερένιο με τη βαθιά λακκούβα στο κέντρο. Τώρα εκείνο ήταν στο υπόγειο, ακουμπισμένο όρθιο στον τοίχο να χρησιμεύει στις αράχνες σαν βάση για τους ιστούς τους. Τα άλλα δύο όμως υπνοδωμάτια, οι ξενώνες όπως τους έλεγε η θεία μου παρόλο που ήταν στην πραγματικότητα τα παιδικά δωμάτια όπου και αυτή όπως και η μάνα μου είχαν μεγαλώσει, ήταν αφημένα στο χρόνο, με τα κρεβάτια και τα κομοδίνα να φαντάζουν σαν πανάκριβες αντίκες. Μπορεί η θεία μου να μην πείραξε την επίπλωση του σπιτιού, ήταν όμως σχεδόν μανιακή με την καθαριότητα, τόσο που αν και είχε περάσει ένας μήνας που δεν είχε πατήσει άνθρωπος εκεί μέσα, δεν υπήρχε σκόνη ούτε για δείγμα πουθενά! Υπήρχε και στον πάνω όροφο τουαλέτα και μπάνιο, επίσης παλιομοδίτικο και απόλυτα ταιριαστό με το όλο ύφος του σπιτιού. Αποφάσισα να το κατοικήσω περισσότερο για να φύγω από το διαμέρισμα που ζούσα με τη μάνα μου. Μου άρεσε η ιδέα να μείνω μόνος μου, ανεξάρτητος. Και το σπίτι της θείας μου που τόσο με τρόμαζε όταν ήμουν μικρός φάνταζε ιδανικό τώρα που ενήλικος νέος πια το έβλεπα με άλλο μάτι. Εκείνη η αίσθηση της απώθησης δεν υπήρχε πια, αντίθετα η σκέψη να καλώ τους φίλους μου και να περνάμε τα χειμωνιάτικα βράδια μπροστά στο τζάκι έδειχνε πολύ δελεαστική. Πόσο μάλλον αφού το να πεις σε ένα κορίτσι ότι έχεις δικό σου ολόκληρο διώροφο σπίτι και ζεις μόνος σου εκεί είναι επιπλέον πόντοι υπέρ σου! Μετακόμισα αμέσως μετά το πέρας των τυπικών και της γραφειοκρατίας. Άφησα το δωμάτιο της θείας μου ως είχε. Επέλεξα ένα από τα άλλα δωμάτια για να το κάνω κρεβατοκάμαρά μου, και εκείνος ο χώρος ήταν και ο μόνος που άλλαξα σε όλο το σπίτι. Μετακίνησα τα έπιπλα στο υπόγειο και μου έπεσε η μέση με τη μεγάλη δίφυλλη ντουλάπα, έβαψα τους τοίχους σε ένα ωραίο φωτεινό λαχανί χρώμα, βίδωσα ράφια που τα γέμισα με τα cd μου και τα βιβλία μου, έστησα ένα υπέρδιπλο κρεβάτι, και απέναντί μου ακριβώς έβαλα μια μεγάλη επίπεδη τηλεόραση που καταχρεώθηκα για να την αγοράσω αλλά άξιζε πραγματικά τον κόπο. Ήταν ο δικός μου χώρος, το δωμάτιό μου, και μπορώ να πω πως το αγάπησα κατευθείαν. Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί με ξύπνησαν αργά τη νύχτα κάτι περίεργοι ήχοι. Άναψα το φως και έστησα αυτί, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Έμοιαζαν σαν βαριά ανάσα ανθρώπου με σοβαρό πρόβλημα στα πνευμόνια του, αλλά ήταν τόσο σιγανοί που τελικά πίστεψα ότι μάλλον ο άνεμος ακούγεται να στροβιλίζεται γύρω από το σπίτι και ξανάπεσα για ύπνο. Το επόμενο πρωί όταν βγήκα από το δωμάτιό μου αγουροξυπνημένος και κατέβηκα στην κουζίνα για να φτιάξω καφέ είδα την πόρτα του υπογείου ανοιχτή και την έκλεισα χωρίς να δώσω σημασία. Όταν το ξανασκέφτηκα καθώς έπινα τον καφέ μου απλωμένος σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι είχα την έντονη εντύπωση πως την είχα κλείσει όταν το προηγούμενο απόγευμα είχα κατεβάσει κάνα δυο κουτιά με παλιατζούρες. Παράτησα τη σκέψη θεωρώντας ότι πιθανότατα την ξέχασα ανοιχτή, και συνέχισα τη μέρα μου. Είχα σκοπό να φωνάξω εργάτες για να φτιάξω την αυλή, ίσως να ξεκαθαρίσω όλα αυτά τα ξερά χαμόκλαδα και να τους βάλω να φυτέψουν κάτι πιο όμορφο. Βγήκα και περπάτησα για λίγο ανάμεσα στα παλιά παρτέρια, μέχρι που κατέληξα στον πλάτανο. Χωρίς καν να το αντιληφθώ παρά μόνο σαν πέρασε πολλή ώρα κάθισα στην παλιά ρόδα και άρχισα να κουνιέμαι αργά. Όταν κατάλαβα τι κάνω πετάχτηκα όρθιος και πισωπάτησα σαστισμένος γιατί είχα την εντύπωση πως ακόμα περπατούσα στην αυλή, δεν είχα καμία εικόνα από το να κάθομαι εκεί. Γέλασα φυσικά με την ανοησία μου, και υπέθεσα πως είχα απορροφηθεί πολύ από τις σκέψεις μου και το σώμα μου κινούνταν με αυτόματο πιλότο. Τότε το βλέμμα μου έπεσε στα δύο παράθυρα της σοφίτας που εξείχαν από τη στέγη, και μου φάνηκε πως είδα μια φευγαλέα κίνηση. Έμεινα ακίνητος, με το γέλιο να μου έχει κοπεί εντελώς απότομα, και κάρφωσα κυριολεκτικά τα μάτια μου στα παλιά τζάμια προσπαθώντας να καταλάβω τι ήταν αυτό που είχα δει. Μάταια όμως, όλα ήταν εντελώς ακίνητα, και σε λίγο η ησυχία έγινε τόσο δυνατή που άρχισε να με κάνει να νιώθω άβολα. Θεώρησα πως ήταν κάποιο παιχνίδισμα των ακτίνων του ήλιου πάνω στο γυαλί του παραθύρου και επέστρεψα στο σπίτι για μεσημεριανό φαγητό. Μόνο όταν μπήκα μέσα συνειδητοποίησα ότι το μεσημέρι είχε περάσει από ώρα και όπου να'ναι κόντευε να πέσει το δείλι. Απόρησα, γιατί τελικά πρέπει να έμεινα εκεί στο δέντρο πολύ περισσότερη ώρα απ' όσο νόμιζα, και μια μικρή αίσθηση ανησυχίας πέρασε από το μυαλό μου. Δεν συνήθιζα να “χάνομαι” έτσι, αντίθετα είμαι ένας πολύ πρακτικός τύπος που σπάνια κινούμαι χωρίς να έχω κάποιο είδος προγράμματος στο νου. Ετοίμασα τελικά κάτι για βραδινό, και αφού έφαγα ανέβηκα στο δωμάτιό μου για να ησυχάσω. Γδύθηκα, πήρα μια πετσέτα από τη ντουλάπα μου, και βγήκα στο διάδρομο για να πάω στο μπάνιο. Ένα ντουζάκι θα ήταν ότι έπρεπε μετά από ολόκληρη τη μέρα στην αυλή. Ένας από τους πίνακες μου τράβηξε την προσοχή και κοντοστάθηκα για να τον κοιτάξω καλύτερα. Δε θυμόμουν να τον είχα ξαναδεί, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό ίσχυε και για τους περισσότερους από τους υπόλοιπους που στόλιζαν τους τοίχους του σπιτιού. Έδειχνε μια έρημο, αμμόλοφοι ως εκεί που έφτανε το μάτι, ένας μεγάλος κατακίτρινος ήλιος να καίει στο κέντρο του ουρανού, και ένας φουκαράς ταξιδιώτης να σέρνεται αποκαμωμένος, ψημένος από τη ζέστη, με κατακόκκινα μάτια και μια έκφραση σα να παρακαλάει για βοήθεια έτσι που στηριζόταν στο ένα του χέρι και ανασήκωνε το κορμί του από την άμμο, ενώ είχε το άλλο απλωμένο λες και ζητούσε κάποιον να τον τραβήξει να σηκωθεί όρθιος. Είχα απορροφηθεί να κοιτάζω τις λεπτομέρειες του πίνακα, τις φίνες πινελιές του ταλαντούχου ζωγράφου που τον είχε φτιάξει, όταν ξαφνικά άκουσα μια αχνή φωνή να λέει βοήθεια! Ξαφνιάστηκα τόσο που μου έπεσε η πετσέτα από το χέρι. Έμεινα ακίνητος και έστησα αυτί αμέσως, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Η ησυχία απλώθηκε πάλι στο σπίτι, και άκουγα μέχρι και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Όμως θα ορκιζόμουν ότι άκουσα καθαρά μια αντρική ξεψυχισμένη φωνή να ζητάει βοήθεια. Πίστεψα πως μάλλον είχα επηρεαστεί από τον πίνακα, και γελώντας νευρικά έσκυψα για να σηκώσω την πετσέτα μου από το πάτωμα. Είχε ήδη νυχτώσει έξω, και στο διάδρομο ο φωτισμός ήταν σχετικά λίγος. Είδα όμως τους κόκκους της άμμου να πέφτουν ενώ σήκωνα την πετσέτα, και σήκωσα αμέσως το βλέμμα μου στον πίνακα. Ο φουκαράς εκεί φαινόταν να έχει ανασηκώσει λίγο περισσότερο το κεφάλι του, τέντωνε λίγο πιο πολύ το χέρι του, και η έκφρασή του έδειχνε πιο παρακλητική από πριν. Αδύνατο, σκέφτηκα, έχω επηρεαστεί και βλέπω διάφορα. Με το δέρμα μου να έχει ανατριχιάσει γύρισα την πλάτη και μπήκα στο μπάνιο προσπαθώντας να μην σκέφτομαι άλλο τον περίεργο πίνακα. Γέμισα την παλιά μπανιέρα με ζεστό νερό και βυθίστηκα ελπίζοντας σε μια καθολική χαλάρωση. Είχα κλείσει τα μάτια μου και απολάμβανα το χάδι του νερού στο κορμί μου, όταν ξαφνικά η στρόφιγγα του κρύου γύρισε τρίζοντας και παγωμένο νερό έπεσε πάνω μου. Πετάχτηκα πραγματικά τρομαγμένος και βγήκα γρήγορα από τη μπανιέρα. Κοίταζα με γουρλωμένα τα μάτια το νερό να τρέχει και προσπαθούσα να βρω μια εξήγηση που θα με ηρεμούσε. Ήταν παλιά υδραυλικά, αλλά αυτό δεν δικαιολογούσε τη στρόφιγγα να γυρίσει μόνη της! Κολλημένος με την πλάτη στα πλακάκια του μπάνιου ένιωσα περισσότερο παρά άκουσα ένα σιγανό ήχο σαν γέλιο. Τότε η στρόφιγγα έκλεισε πάλι τρίζοντας μπροστά στα μάτια μου, και η τάπα της μπανιέρας ανασηκώθηκε και επέπλευσε μέχρι την επιφάνεια αφήνοντας το νερό να αδειάσει στην τρύπα της αποχέτευσης. Βγήκα από το μπάνιο αλαφιασμένος και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό μου, στον δικό μου χώρο που αισθανόμουν ασφάλεια. Έκλεισα την πόρτα και κόλλησα με την πλάτη πάνω της λαχανιάζοντας λες και έτρεχα. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου προσπαθώντας να ηρεμήσω, και έψαχνα να βρω μια λογική εξήγηση για όσα είχαν συμβεί στο μπάνιο. Όταν τα άνοιξα πάγωσα! Η παλιά ξύλινη δίφυλλη ντουλάπα που την είχα κατεβάσει με μεγάλο κόπο στο υπόγειο έστεκε πάλι στη θέση της καλύπτοντας την τηλεόρασή μου! Και το χειρότερο, το ένα φύλλο της ήταν μισάνοιχτο, και έχασκε σκοτεινό. Η βαριά ανάσα άρχισε να ακούγεται ξανά μέσα στο σπίτι. Κοίταζα τη ντουλάπα με το στόμα μου να κρέμεται ανοιχτό σαν ηλίθιος. Εκείνη η παιδική μου αίσθηση του φόβου είχε επιστρέψει, και ήθελα να φύγω από κει μέσα όσο τίποτα στον κόσμο. Φόρεσα τα ρούχα μου βιαστικά και βγήκα στον διάδρομο για να κατέβω κάτω, και η φωνή που ζητούσε βοήθεια ξανακούστηκε πιο καθαρά αυτή τη φορά. Δεν τόλμησα να κοιτάξω στον πίνακα, δεν τόλμησα να κοιτάξω πουθενά γύρω μου, παρά κουτρουβάλησα με πανικό τις σκάλες και έτρεξα για την εξώπορτα. Το τζάκι τότε άναψε ξαφνικά, και η φλόγα του γέμισε το σπίτι σκιές που κινούνταν αλλόκοτα στους τοίχους. Νομίζω πως μου ξέφυγε ένα ουρλιαχτό εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Τα παντζούρια στα παράθυρα έκλεισαν με πάταγο όλα μαζί. Είμαι σίγουρος πως άκουσα ομιλίες από την κουζίνα, γυναικείες φωνές να συζητούν πάνω από τη γάστρα. Παιδικά πόδια ακούστηκαν να τρέχουν από την τραπεζαρία προς το σαλόνι. Κοίταζα σαν τρελός γύρω μου μέσα στο σκοτάδι, ένιωθα τον τρόμο να με κυριεύει ολοκληρωτικά, μια ανείπωτη αίσθηση απελπισίας. ΤΡΕΧΑ, άκουσα ξαφνικά μια φωνή που μου θύμισε τη μακαρίτισσα θεία μου. Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο, ήταν σαν χαστούκι που με ξύπνησε. Στράφηκα προς την εξώπορτα και όρμησα με όλη μου την ταχύτητα προς το μέρος της, τόσο που από την ταραχή μου δεν πρόλαβα να σταματήσω έγκαιρα, έπεσα πάνω της και μετά πίσω ανακούρκουδα στο πάτωμα. Άκουσα μια καρέκλα να σέρνεται στην τραπεζαρία σαν κάποιος που καθόταν να σηκώθηκε. Οι φωνές στην κουζίνα σταμάτησαν αμέσως μόλις ακούστηκε ο γδούπος από το χτύπημά μου στην πόρτα. Βήματα, πιο βαριά αυτή τη φορά έρχονταν προς το μέρος μου. Πετάχτηκα όρθιος, άρπαξα το χερούλι της εξώπορτας και το γύρισα μανιασμένα, άνοιξα και βγήκα έξω στη νύχτα αλλόφρονας. Έτρεξα στο χαλικόστρωτο μονοπάτι, πέρασα δίπλα στον γέρικο πλάτανο σαν σίφουνας, και είμαι εκατό τα εκατό σίγουρος πως έγειρε προς το μέρος μου καθώς περνούσα από κάτω του. Η παλιά ρόδα άρχισε να κουνιέται με το παλιό σχοινί να τρίζει σιγανά σαν κάποιος να την έσπρωχνε. Πέρασα το φράχτη και βγήκα στον δημόσιο δρόμο όταν άκουσα πίσω μου την εξώπορτα του σπιτιού να κλείνει με δύναμη. Στάθηκα λαχανιασμένος και γύρισα να κοιτάξω. Τα παράθυρα της σοφίτας μου φάνηκαν σαν δύο μεγάλα αλλόκοτα μάτια που χαμογελούσαν χαιρέκακα, όλα εκείνη τη στιγμή μου έμοιαζαν παράξενα και τρομακτικά. Ορκίζομαι όμως ότι άκουσα το γέλιο, ένα στρυφνό γέλιο ικανοποίησης, και είμαι σίγουρος πως ήταν το σπίτι που γελούσε. Ποτέ του δεν με ήθελε, και είχε καταφέρει να με διώξει τελικά. Την άλλη μέρα πρωί πρωί πήγα σε έναν μεσίτη και του ζήτησα να βρει αγοραστή. Του έδωσα πλήρη εξουσιοδότηση να ασχοληθεί με όλα τα γραφειοκρατικά. Δεν ρώτησα ποτέ ποιος το πήρε, δεν ήθελα να έχω καμία σχέση μ' αυτό το σπίτι ξανά. Με τα χρήματα αγόρασα ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο, και εκεί εγκαταστάθηκα προσπαθώντας να αφήσω πίσω μου εκείνο το βράδυ στο παλιό σπίτι της θείας μου. Δεν μπόρεσα ποτέ όμως να βγάλω από το μυαλό μου εκείνη τη φωνή που μου είπε να τρέξω, εκείνη την παράξενα γνώριμη φωνή. Ίσως να ήταν το πνεύμα της θείας μου που ήθελε να με βοηθήσει, αν και μπορεί να ήταν το ίδιο το σπίτι που ολοκλήρωνε έτσι την προσπάθειά του να με διώξει. Ούτε τον πίνακα κατάφερα να ξεχάσω. Δεν ρώτησα και δεν έμαθα ποτέ τίποτα γι' αυτόν. Κάτι μου λέει πως αν το έκανα θα ανακάλυπτα πιθανότατα πως δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. Τώρα πια που πέρασαν τόσα χρόνια πιστεύω πως ήταν σαν μια προειδοποίηση για μένα, τι με περίμενε αν δεν έφευγα τελικά εκείνο το βράδυ..- By MADnJIM Edited September 13, 2014 by MadnJim Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 14, 2014 Author Share Posted September 14, 2014 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted September 18, 2014 Share Posted September 18, 2014 Πολύ καλή προσπάθεια. Όντως το συγκεκριμένο θέμα είναι από τα πιο κλισέ (ειδικά η σκηνή με τον πίνακα είναι πολύ clive barker) αλλά τα καταφέρνεις αρκετά καλά. Πιστεύω πως θα ενεργούσε θετικά στην ιστορία αν είχες κάποιο back story για τη θεία το οποίο ο ήρωας θα ανακάλυπτε (κάποιο παρελθόν μαγείας ίσως) και θα την ανάγκαζε να στοιχειώνει το σπίτι της. Αυτά από εμένα. Ελπίζω να βοήθησα! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 18, 2014 Author Share Posted September 18, 2014 Σ' ευχαριστώ φίλε μου για το σχόλιο, μου είναι απαραίτητη κάθε άποψη. Ήθελα να εστιάσω στο σπίτι, ότι αυτό είναι ζωντανό κατά κάποιον τρόπο, έτσι αν έβαζα κάποιο παρελθόν στη θεία θα άλλαζε εντελώς η βάση της ιστορίας, πιθανότατα θετικά, αλλά σημασία έχει ότι θα άλλαζε. Ο δε πίνακας είναι αυτούσιος από μία ανάλαφρη σειρά με μάγισσες, το Witches of East End. Μου άρεσε πάρα πολύ και ήθελα να τον χρησιμοποιήσω κάπου.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.