MadnJim Posted September 18, 2014 Share Posted September 18, 2014 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MADnJIMΕίδος: Δεν ξέρω, να την πω μυστηρίου κι ας πάει το παλιάμπελο..Βία; Λίγη στο τέλος..Σεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: Περίπου 2130Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Μία από τις πρώτες ιστορίες που είχα ανεβάσει στη Βιβλιοθήκη ήταν η "Η απόφαση". Αυτή εδώ είναι κατά μία έννοια (πολύ) ελεύθερη διασκευή της αφού χρησιμοποιώ την ίδια βασική ιδέα. Καναδυό φίλοι που την διάβασαν μου είπαν πως στο τέλος ήταν σαν να τους ρίχνω καρπαζιά, κι αν είναι όντως έτσι τότε (χεχεχε!!) έχω πετύχει αυτό που ήθελα να κάνω!.. Ελπίζω να περάσετε ευχάριστα την ώρα σας.. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΑ.. Τους είδε για πρώτη φορά εκείνο το καλοκαίρι μερικές εβδομάδες μετά που είχε τακτοποιηθεί στο νέο του σπίτι, στη μονοκατοικία της οδού Πλατάνων, στο τέλος του κεντρικού δρόμου που οδηγούσε στο μικρό ποτάμι έξω από την πόλη. Τρεις αέρινες μορφές, δυο άντρες και μια γυναίκα, με παράξενα εφαρμοστά ρούχα, που τον παρατηρούσαν σχεδόν ακίνητοι! Τότε νόμισε πως βλέπει παραισθήσεις από το ποτό, γιατί γυρνούσε από τη γιορτή ενός γείτονα και είχε πιει αρκετό από το βαρύ κόκκινο κρασί που ο ίδιος έφτιαχνε μόνος του σε μικρά ξύλινα βαρέλια στο υπόγειό του. Ο δρόμος έκανε μια μικρή στροφή πριν καταλήξει στην αυλόπορτα του σπιτιού του. Ακριβώς πάνω στην κορυφή της ο δήμος είχε τοποθετήσει ένα κοντό γκρίζο κάγκελο χωρίς περίτεχνα σχέδια, επειδή σ' αυτό το σημείο η οδός συναντούσε το ποτάμι που κυλούσε ήσυχα λίγα μέτρα πιο χαμηλά. Του άρεσε να στέκει εκεί μπροστά στο κιγκλίδωμα και να χαζεύει τα καθαρά νερά να παιχνιδίζουν πάνω από τις πέτρες της κοίτης. Σχεδόν κάθε απόγευμα γυρνώντας από τη δουλειά σταματούσε για λίγα λεπτά και κάπνιζε ένα τσιγάρο απολαμβάνοντας τη δροσιά και τη σκιά των πλατάνων. Εκεί τους είδε εκείνο το βράδυ. Στάθηκε ελαφρά ζαλισμένος επειδή ένιωθε το στομάχι του να ανακατεύεται, και ακούμπησε στο κάγκελο να συνέρθει λίγο πριν μπει στην αυλή του. Έστεκαν λίγο πιο πέρα από το κάγκελο, στον αέρα πάνω από το ποτάμι, και απλά τον κοίταζαν! Τους κοίταξε κι αυτός για μερικά λεπτά, ειδικά τη γυναίκα που έδειχνε νέα και όμορφη, μέχρι που ξαφνικά χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι σαν να έσβησαν. Πήγε σπίτι του και έπεσε για ύπνο όπως ήταν, με τα ρούχα που φόραγε, και με την μορφή της όμορφης γυναίκας στο μυαλό του. Όταν ξύπνησε το πρωί είχε έναν δυνατό πονοκέφαλο, και το αριστερό του χέρι είχε πιαστεί ψηλά στον ώμο γιατί το πατούσε με το κορμί του έτσι που έπεσε ξερός στο κρεβάτι. Δεν θυμόταν τίποτα από το προηγούμενο βράδυ. Είχε όμως μια παράξενη αίσθηση ότι κάτι είχε συμβεί, κάτι που έπρεπε να θυμάται, αλλά δεν μπορούσε να την κάνει πιο συγκεκριμένη στο λίγο που προσπάθησε πίνοντας τον καφέ του. Έφυγε για τη δουλειά του και σύντομα μέσα στη μέρα έπαψε εντελώς να το σκέφτεται. Μόνο η άγνωστη γυναίκα με τα κολλητά ρούχα ερχόταν που και που στο νου του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Στα εικοσιεφτά του ήταν πολλές οι γυναίκες που σκεφτόταν έτσι κι αλλιώς. Τους ξαναείδε μέρα αυτή τη φορά, ένα περίπου μήνα αργότερα. Είχε σταθεί και είχε ανάψει όπως συνήθιζε ένα τσιγάρο πριν μπει στο σπίτι του. Τον απασχολούσε πολύ ένα λάθος που είχε κάνει στη δουλειά και ανησυχούσε μήπως και αυτό έφερνε την απόλυσή του. Κάπνιζε σκυφτός και χαμένος στις σκέψεις του χαζεύοντας το ποτάμι, όταν ξαφνικά οι μορφές άρχισαν να ξεχωρίζουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Στην αρχή ίσα που διακρίνονταν κυματιστές, όπως κυματίζει ο αέρας πάνω από την άσφαλτο τις καυτές μέρες του καλοκαιριού. Σιγά σιγά σταθεροποιήθηκαν, και παρότι μπορούσε να δει από μέσα τους τα πλατάνια στην απέναντι όχθη, έβλεπε καθαρά τα πρόσωπά τους και λεπτομέρειες από τα κορμιά τους. Ήταν όλοι πάνω κάτω στην ηλικία του, και φορούσαν κι οι τρεις ένα είδος ολόσωμης εφαρμοστής φόρμας σαν στολή. Οι δυο άντρες ήταν ξανθοί και κοντοκουρεμένοι, ενώ η γυναίκα είχε μακρυά κατακόκκινα μαλλιά που έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει σαν να πλαισιωνόταν από φλόγες. Φαινόταν να τον κοιτούν και κάτι να λένε μεταξύ τους, αλλά δεν άκουγε τίποτα εκτός από το νερό να κυλάει ήρεμα λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια τους. Κάποια στιγμή η γυναίκα τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, τον έδειξε με το χέρι της, και κάτι του είπε. Τον πλυμμήρισε ξαφνικά φόβος! Συνειδητοποίησε πως τον βλέπουν κι αυτοί, κι αυτό για κάποιο λόγο τον τάραξε και τον τρόμαξε, τόσο που πισωπάτησε αμέσως κι έπεσε σκοντάφτοντας στο σκαλοπατάκι του πεζοδρομίου. Σηκώθηκε αμέσως και έτρεξε προς το σπίτι του, γυρνώντας μόνο μια φορά πριν μπει στην αυλή του, για να δει τη γυναίκα ακόμα να τον δείχνει και να του μιλάει χωρίς ήχο. Τις επόμενες μέρες φρόντισε να γυρνάει σπίτι του από τον πίσω δρόμο, και απέφευγε συστηματικά να κοιτάει από τα παράθυρά του προς το ποτάμι. Η αιθέρια γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά δεν έφευγε από τη σκέψη του σχεδόν καθόλου! Πέρασαν πάνω από δυο μήνες μέχρι να ξεπεράσει το φόβο του και να πάει ξανά κοντά στο κάγκελο της μικρής στροφής. Πήγε ένα πρωινό Κυριακής λίγο μετά που τέλειωσε η εκκλησία και στάθηκε εκεί περιμένοντας μέχρι το μεσημέρι, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά στο στήθος του, αλλά αποφασισμένος να καταλάβει τι συνέβαινε. Μάταια όμως, το παράξενο τρίο δεν εμφανίστηκε. Ούτε την επόμενη μέρα που ξαναστάθηκε το απόγευμα γυρίζοντας από τη δουλειά. Έτσι σιγά σιγά ξαναγύρισε στη συνήθειά του, αν και όχι τόσο συχνά όσο το καλοκαίρι μιας και οι βροχές του χειμώνα δεν τον άφηναν να καπνίσει το τσιγάρο του. Ήρθε ο Γενάρης με το τσουχτερό του κρύο όπως κάθε χρόνο στις παγωνιές των Αλκυονίδων. Αποφάσισε να αγνοήσει το ψιλόβροχο που έπεφτε ασταμάτητα, και κουλουριασμένος στο βαρύ παλτό του στάθηκε για άλλη μια φορά στο κοντό κιγκλίδωμα πάνω από το ποτάμι. Έλπιζε κρυφά μέσα του πως θα την ξανάβλεπε. Άναψε όπως πάντα το τσιγάρο του προφυλάσοντας τη φλογίτσα του αναπτήρα του με την παλάμη του, κι όταν σήκωσε το βλέμμα του ήταν εκεί, απέναντί του! Όχι κι οι τρεις αυτή τη φορά, μόνο η γυναίκα. Τώρα δεν αιωρούνταν πάνω από το ποτάμι, παρά στεκόταν στο ίδιο πεζοδρόμιο μ' αυτόν, λίγα μέτρα πιο πέρα, με τις σταγόνες της βροχής να περνάνε μέσα από τη μορφή της σαν να μην υπήρχε. Κάτι ήταν διαφορετικό πάνω της, κάτι στο ύφος της που στην αρχή δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Όταν την είδε όμως να του μιλάει με τα κόκκινα χείλη της να κινούνται γρήγορα, είδε στα μάτια της.. φόβο; Αγωνία; Ίσως ανυπομονησία. Της έκανε νόημα δείχνοντας τ' αυτιά του πως δεν την ακούει, και ήταν η πρώτη φορά που επικοινωνούσαν. Τότε άρχισε να του δείχνει πότε προς το σπίτι του και πότε έκανε μια μεγάλη καμπύλη με το χέρι της σαν να του έδειχνε πως ότι κι αν του έλεγε αφορούσε όλο αυτό το σημείο του δρόμου από το ποτάμι μέχρι την αυλή του, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να του πει. Λίγα λεπτά κράτησε όλο αυτό, μετά άρχισε πάλι να ξεθωριάζει ώσπου χάθηκε εντελώς. Αυτός πετάχτηκε και άπλωσε το χέρι του σαν για να την πιάσει, να την αγγίξει, να την κρατήσει εκεί, και η γυναίκα ανταποκρίθηκε απλώνοντας το δικό της, αλλά τα δάχτυλά του πέρασαν μέσα από τα δάχτυλά της. Έμεινε εκεί για πολύ ώρα μετά, ακίνητος, με τη βροχή που είχε ξαναδυναμώσει να τον μουσκεύει μέχρι το μεδούλι. Σκεφτόταν για μέρες τα νεύματά της, κάτι προσπαθούσε να του πει κι αυτός δεν το καταλάβαινε. Κάτι που ότι κι αν ήταν είχε να κάνει με τον χώρο ανάμεσα στο σπίτι του και το ποτάμι. Ερεύνησε εξονυχιστικά κάθε σπιθαμή, αλλά δεν βρήκε κάτι που να του δίνει κάποιο στοιχείο. Σκέφτηκε να ρωτήσει τους γείτονές του μήπως και ξέρανε κάτι παραπάνω σαν παλιότεροι στην περιοχή, αλλά δεν είχε κάποια καλή δικαιολογία για τις ερωτήσεις του, και δεν ήθελε να τον θεωρήσουν παράξενο ή ίσως και ανισόρροπο. Κι ο καιρός πέρναγε, και ήρθε η Άνοιξη με τα λουλούδια και τα αρώματά της να ευωδιάζουν ολόκληρη τη συνοικία. Όλον αυτόν τον καιρό τη σκεφτόταν αδιάκοπα, η εικόνα της είχε χαραχτεί στο μυαλό του στα όρια της εμμονής, τα χείλη της, τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια, τον τρόπο που η εφαρμοστή φόρμα κολλούσε στο κορμί της. Κάποια βράδυα την έβλεπε στον ύπνο του, και τότε την ακουμπούσε, την έκανε δική του, μέχρι που πεταγόταν κάθιδρος για να σκύψει λίγα δευτερόλεπτα μετά με απόγνωση το κεφάλι του στα χέρια του συνειδητοποιώντας ότι ήταν μόνο άλλο ένα όνειρο. Είχε τραβήξει μια πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε προς το ποτάμι, και πέρναγε τα απογεύματά του εκεί χαζεύοντας τα νερά ανάμεσα από τα πλατάνια, με το μυαλό του να φέρνει τη μορφή της ξανά και ξανά ολοζώντανη να απλώνει το χέρι της προς το δικό του. Είχε παρατήσει κάθε άλλη του ασχολία, μόλις γυρνούσε από τη δουλειά καθόταν εκεί και περίμενε μήπως και την ξαναδεί, έτοιμος να τρέξει αμέσως έξω και να πάει κοντά της. Ένα απόγευμα του τράβηξε την προσοχή μια ανεπαίσθητη κίνηση του αέρα εκεί που την είχε δει τελευταία φορά. Ένας απαλός κυματισμός, αυτή τη φορά ήταν ένας κάθετος κύκλος πεντ' έξι μέτρα διάμετρο όπου τα δέντρα πίσω του φαίνονταν να μην υπάρχουν. Κατέβηκε γρήγορα και βγήκε έξω με την καρδιά του να κοντεύει να σπάσει από την αγωνία. Δεν φοβόταν, απλά ήθελε τόσο να την ξαναδεί. Φανταζόταν το άγγιγμά της, τη μυρωδιά της, γιατί όχι και το φιλί της! Όταν πήγε κοντά στάθηκε και περιεργάστηκε το παράξενο φαινόμενο χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι ήταν. Ήξερε όμως πως είχε σχέση με την γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, κι αυτό του έφτανε. Ξαφνικά είδε! Αχνά αλλά αρκετά ευδιάκριτα είδε μέσα στον τρεμουλιαστό κύκλο το πεζοδρόμιο πίσω του να μην υπάρχει, αλλά στη θέση του ήταν δρόμος. Αλλάζοντας λίγο τη γωνία που στεκόταν έφερε το σπίτι του πίσω από το φαινόμενο και είδε στη θέση του μια μεγάλη αλάνα γεμάτη ερείπια ενός ψηλού αλλόκοτου κτιρίου, ενώ πιο πίσω διέκρινε κι άλλα κατεστραμμένα κτίρια μέσα σε μια κοκκινωπή ατμόσφαιρα λες και τεράστιες φωτιές καίγανε στο βάθος. Άνθρωποι κινούνταν ανάμεσα στα απομεινάρια μιας απ' ότι φαινόταν πόλης, όλοι ντυμένοι με τα ίδια παράξενα εφαρμοστά ρούχα που φόραγαν και οι μορφές που είχε δει. Ίδια με τη φόρμα της γυναίκας με τα κόκκινα μαλλιά που δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται. Πήγε από την άλλη φέρνοντας το ποτάμι πίσω από τον κύκλο και είδε ότι υπήρχε μόνο μια ξερή κοίτη, χωρίς τα πλατάνια, και μια μεταλλική παράξενη γέφυρα να ενώνει τις δυο όχθες. Πάνω στη γέφυρα μερικά μέτρα πιο κει έστεκε η γυναίκα. Κοίταζε προς το μέρος του ακίνητη, λες και τον περίμενε να την εντοπίσει. Μπροστά στα πόδια της ήταν ένα μικρό στρόγγυλο αντικείμενο που έβγαζε μια χρυσαφί λάμψη, και κατάλαβε πως αυτό ήταν που δημιουργούσε αυτόν τον περίεργο κύκλο που του επέτρεπε να δει στον κόσμο της. Όταν είδε πως την κοίταζε χαμογέλασε, μ' ένα χαμόγελο που του χαλάρωσε αμέσως κάθε του σκέψη. Του ένευσε να πάει προς το μέρος της. Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Η καρδιά του είχε τρελαθεί, θα νόμιζε κανείς πως πάλευε να πεταχτεί έξω από το στήθος του τόσο δυνατά που χτυπούσε. Άπλωσε το χέρι του στον κύκλο και ένιωσε τη ζέστη από την άλλη πλευρά. Το μάζεψε ξανά, έσκυψε για λίγες στιγμές το κεφάλι του, πήρε μια μεγάλη ανάσα, και κρατώντας την πέρασε ολόκληρος μέσα από τον κύκλο. Κοίταξε για λίγες στιγμές γύρω του τον παράξενο κόσμο που βρέθηκε, έναν κόσμο ίδιο με τον δικό του αλλά ταυτόχρονα εντελώς διαφορετικό. Η γυναίκα έσκυψε και πασπάτεψε το αντικείμενο που στο άγγιγμά της σταμάτησε αμέσως να βγάζει τη λάμψη. Ο κύκλος πίσω του χάθηκε. Τον πλησίασε πάντα χαμογελώντας, Την περίμενε ακίνητος, σαστισμένος, ανίκανος να κάνει την παραμικρή κίνηση, αλλά με τη χαρά να τον γεμίζει. Άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε διστακτικά στο πρόσωπο, πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από τα χείλη του και της τα φίλησε πεταχτά. Ένα αεροσκάφος πέρασε πάνω τους σφυρίζοντας δυνατά τις τουρμπίνες του, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Η γυναίκα όμως σήκωσε για μια στιγμή το πρόσωπό της και το βλέμμα της σκοτείνιασε στη θέα του. Έπιασε με τα δυο της χέρια τα δικά του και τον τράβηξε κοντά της. Την ίδια στιγμή το σκάφος προσγειωνόταν στην απέναντι όχθη και μόλις άνοιξε η πόρτα του πετάχτηκαν έξω τρεις στρατιώτες με μαύρες στολές, κράνη, και όπλα στα χέρια. Τους κοίταξε για μια στιγμή που κάτι του φώναζαν, αλλά η γυναίκα τον αγκάλιασε και έφερε τα κατακόκκινα χείλη της κοντά στα δικά του κάνοντάς τον να αγνοήσει οτιδήποτε άλλο γινόταν γύρω του. Άκουσε να του φωνάζουν να φύγει από την αγκαλιά της, να του φωνάζουν να προσέξει, αλλά μισόκλεισε τα μάτια του κι ετοιμάστηκε για το φιλί της. Το φιλί που τόσους μήνες ονειρευόταν. Είδε πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του το τεράστιο στόμα της να ανοίγει, και μια διπλή σειρά από κοφτερά δόντια πρόλαβε να του παγώσει το αίμα μια στιγμή πριν του δαγκώσει ολόκληρο το πρόσωπο. Εκείνη την ίδια στιγμή πρόλαβε να ακούσει τα όπλα των στρατιωτών να κροταλίζουν και τις αρβύλες τους να χτυπούν πάνω στη γέφυρα καθώς έτρεχαν προς το μέρος τους. Και πρόλαβε να πεθάνει από μια αδέσποτη σφαίρα πριν νιώσει το πλάσμα να του ξεκολλάει το πρόσωπο από το κεφάλι του και τα μυαλά του χυθούν στο ζεστό μέταλλο της γέφυρας. Δεν πρόλαβε να την δει να πέφτει κι αυτή νεκρή από τις ριπές των στρατιωτών, που ήρθαν κοντά βρίζοντας και αναρωτιούνταν πως κατάφερε μια Μεταλλαγμένη να έχει στην κατοχή της έναν Υπερδιαστασιακό Ανιχνευτή, που υποτίθεται ότι είχαν καταστραφεί όλοι μετά τη μεγάλη νίκη της Ένωσης Ανθρώπων και τη λήξη του Πολέμου το 2367 μ.Χ...- By MADnJIM Edited September 18, 2014 by MadnJim 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 19, 2014 Author Share Posted September 19, 2014 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted September 19, 2014 Share Posted September 19, 2014 Η έκπληξη ήταν καλή ενώ πήγαινε για κάτι παραφυσικό μας έφερες στην επιστημονική φαντασία. Μου άρεσε. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
arjunk Posted September 25, 2014 Share Posted September 25, 2014 Φίλε μου άρεσε πολύ, λατρεύω ένα καλό twist (όσο πιο brutal τόσο το καλύτερα κατ' εμέ). Θα πρότεινα να βγάλεις από τα σχόλια τον προϊδεασμό για να είναι πιο ανυποψίαστο! Το διάβασα εύκολα, νομίζω το 'χεις στη ροή του λόγου. Λίγο απότομο στο τέλος αλλά πώς να μην είναι;! Keep up the good work!! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 27, 2014 Author Share Posted September 27, 2014 Ευχαριστώ πάρα πολύ, χαίρομαι που σας άρεσε!!.. Κι εγώ μετάνιωσα για τον πρόλογό μου, αλλά δυστυχώς τώρα είναι αργά για να τον αλλάξω, το edit έφυγε.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.