Jump to content

Ο ερημίτης


Cassandra Gotha

Recommended Posts

Όνομα συγγραφέα: Άννα Μακρή

Τίτλος: Ο ερημίτης

Είδος: fantasy (sword and sorcery, μάιστα! :aggressive: )

Αριθμός λέξεων: 2.755

Βία: Ναι

Σεξ: Όχι

Αυτοτελής: Ναι. Αυτοτελές επεισόδιο σειράς.

Σχόλια: Για τον 37ο διαγωνισμό σύντομης ιστορίας, είδος fantasy, θέμα Avatar/Ενσάρκωση.

Αρχείο:  Ο ερημίτης.doc

 

 

 

“Στη Λίτνια, ε;”

Η Κασσάνδρα έγνεψε. “Ναι, στη Λίτνια.”

“Έχεις δρόμο μπροστά σου. Μείνε εδώ απόψε, μαζί μας”, είπε ο γέρος.

Έκανε ένα μικρό νεύμα, αλλά δεν απάντησε ουσιαστικά. Βολεύτηκε οκλαδόν δίπλα του, κι εκείνος συνέχισε να της μιλάει. Η φωνή του ήταν ήρεμη, ατάραχη, αλλά η δική της έτρεμε σε κάθε κουβέντα. Γύρω τους οι άλλοι κάθονταν απαθείς, παιδιά, μεγάλοι, χαζεύοντας τ' αστέρια όπως κάνουν οι άνθρωποι. Περίπου.

Ανατρίχιασε, και όχι αποκλειστικά από την παρέα.

Ήταν μια βδομάδα που είχε φύγει από τη Βουνγκιέ, με όλους τους μάγους της Λαριέστα να την ψάχνουν, όπως υπέθετε. Κουβαλούσε μια κατάρα καλυμμένη από μια ανεπιθύμητη ευχή, και το Μαύρο Πετράδι, εκεί, κρεμασμένο στο στήθος της, πάνω απ' την ευχή. Όχι και λίγες αποσκευές. Έπρεπε να πορευτεί στη σκιά της οροσειράς που τη χώριζε από το δάσος των δράκων, κάτι που την έκανε ακόμα πιο νευρική. Και, μέσα σε όλα αυτά, οι μέρες μίκραιναν, όλο και περισσότερο. Η Κασσάνδρα ήταν κουρασμένη και κρύωνε.

“Φωτιά δεν ανάβετε εδώ;” είπε, αγκαλιάζοντας το σώμα της.

Ο γέρος την κοίταξε αρνητικά.

 

Είχε προχωρήσει πολύ εκείνη τη μέρα, μέχρι που δεν ξεχώριζε πια παρά σκιές, όταν έφτασε στο ξέφωτο στην άκρη της λίμνης. Κάτι σ' εκείνο το μέρος την ενόχλησε από την πρώτη στιγμή που ξεπέζεψε. Το δέρμα της, εκεί που ήταν η γραφή, άρχισε να την πονάει, προειδοποιώντας για μαγεία. Ακόμη και το άλογό της χλιμίντριζε νευρικά. Πάνω που πήγε να καβαλήσει ξανά και να φύγουν όπως-όπως, το αίμα της πάγωσε και δεν μπορούσε πια να κάνει ούτε βήμα. Αχνές φιγούρες εμφανίστηκαν, άνθρωποι και αχυρένιες καλύβες, σαν ομίχλη που στερεοποιήθηκε. Μια ξεφτισμένη ομάδα, γεμάτη κουρέλια και σκόνη, και μπροστά ένας γέροντας, να της μιλάει με ικετευτική φωνή: “Μη μας φοβάσαι, ταξιδιώτη, μείνε.”

Όταν ξαναβρήκε τα πόδια της και μόνο η Λάρα-Φε ξέρει γιατί δεν έκανε μεταβολή αλλά πλησίασε, ο γέρος είδε ότι ήταν γυναίκα και εξέφρασε την έκπληξή του γι' αυτό.

Σίγουρα. Αυτή ήταν το αξιοπερίεργο πλάσμα στο ξέφωτο.

 

Σκέφτηκε ότι, αν ήθελε να τη βρει το ξημέρωμα, όφειλε να προσέξει ιδιαίτερα τις επόμενες κινήσεις και κουβέντες της. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να πάει με τα νερά τους, προσποιούμενη διακριτικά ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα, ή να ρωτήσει ευθέως για το τι συνέβη.

Ο γέρος την έβγαλε από το δίλλημα. Ευθέως.

“Ξέρεις, ταξιδιώτισσα, είμαστε νεκροί.”

Εκείνη δεν κούνησε ούτε φρύδι. Τον κοίταζε μόνο, αναπνέοντας ρηχά, έτοιμη να πεταχτεί όρθια στην πρώτη απότομη κίνηση.

“Το έχεις καταλάβει, έτσι;”, συνέχισε ο νεκρός. “Το κατάλαβες από την αρχή, όταν μας πρωτοείδες.” Έκανε μια παύση, προς αναμονή απάντησης.

“Ναι”, είπε η κλέφτρα μαλακά.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, και ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. “Αλίμονο,” είπε, “δεν κρύβεται η αλήθεια.”

“Και τώρα;” ρώτησε εκείνη, σχεδόν ψιθυρίζοντας.

“Τώρα θα σου πω την ιστορία μας, και γιατί σε χρειαζόμαστε. Να μείνεις. Να βοηθήσεις.”

“Όμως...”

“Ναι;”

“Δεν είμαι μάγισσα, ούτε ιέρεια. Δεν ξέρω...”

Ο γέρος την έκοψε με ένα νεύμα που την έκανε να τραβηχτεί λίγο πίσω. Πολύ λίγο, αλλά της φάνηκε ότι εκείνος το πρόσεξε.

“Υπομονή,”, της είπε μαλακά, “και θα μάθεις πώς μπορείς να βοηθήσεις. Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξουμε.” Της έδωσε μια στιγμή για να το σκεφτεί. “Φοβάσαι;”

Σαν για να δώσουν έμφαση στην ερώτηση, οι άλλοι, όλοι μαζί, γύρισαν τα κεφάλια τους προς το μέρος της και την κοίταξαν με προσμονή.

Η κλέφτρα ξεροκατάπιε. Τελικά βρήκε τη φωνή της. “Ναι,”, είπε, “λίγο.”

“Μη φοβάσαι. Άκου.”

 

Μια αλεπού γαύβγισε στο δάσος. Η Κασσάνδρα άκουγε. Άκουγε τα πάντα. Μικρά σουρσίματα στους θάμνους, το ελαφρύ πλατάγισμα της λίμνης, την ησυχία που απλωνόταν στο ξέφωτο.

 

“Ήμασταν ήσυχοι άνθρωποι. Κυνηγούσαμε μικρά ζώα, ψαρεύαμε, μαζεύαμε καρπούς, ρίζες και μανιτάρια. Έτσι ζούσαμε. Δεν είχαμε πάρε-δώσε με τους ανθρώπους της πόλης, ούτε και με κανέναν άλλο. Αλλάζαμε τόπους, έτσι κι αλλιώς, δεν μέναμε για πολύ σε ένα σημείο. Κανείς μας δεν θυμάται πια πόσα χρόνια εχουν περάσει από τότε.”

Σταμάτησε για μια στιγμή, όσο για μια ανάσα.

“Κάποτε ήρθε κάποιος. Παράξενος μας φάνηκε. Είπε ότι έμενε σε μια σπηλιά απέναντι,”, έδειξε τη λίμνη, “και ότι δεν ήθελε φασαρίες. Είπε ότι ήρθε μόνο για να ξέρουμε ότι δεν θα μας πειράξει, και να μην τον φοβόμαστε. Μετά έφυγε και δεν τον ξανάδαμε. Προσπαθήσαμε να τον ξεχάσουμε, αλλά όλο και μιλάγαμε γι' αυτόν. Είπαμε ότι θα 'ταν ερπετάνθρωπος, ξέρεις, από αυτούς που μένουν πίσω απ' το βουνό.”

Η Κασσάνδρα ένευσε. Ναι, ήξερε. “Πώς σας φάνηκε ότι ήταν Νάγκας;”, είπε σιγά.

“Δεν είχαμε δει ποτέ κανέναν τους, αλλά είχε κάτι τρομακτικό. Η κοψιά του, η φάτσα του. Ήταν άγριος. Φαινόταν ότι αν ήθελε, μπορούσε να μας σκοτώσει όλους σε μια στιγμή. Και, εδώ που τα λέμε, ποιος άλλος θα έμενε εδώ; Εκτός από 'μας, θέλω να πω.”

Η Κασσάνδρα είχε δει πολλούς ανθρώπους της πόλης που ταίριαζαν στην περιγραφή, αλλά δεν το είπε.

“Εκείνος, πράγματι,”, συνέχισε ο γέρος, “δεν ξαναφάνηκε για καιρό. Κάποτε τον είδαμε να ψαρεύει μ' ένα καλάμι στο κέντρο της λίμης, αλλά ούτε γύρισε να μας κοιτάξει. Είχε φτιάξει μια σχεδία και τον βλέπαμε πού και πού να ψαρεύει, αλλά ποτέ δεν πέρασε προς τη μεριά μας. Αγριάνθρωπος, απλησίαστος.

Ζήσαμε για καιρό στο φόβο, και πάνω που λογαριάζαμε να τα μαζέψουμε και να φύγουμε, να 'σου μια μέρα ο ερημίτης. Παραπατούσε, και κράταγε το στομάχι του. Είπαμε, αυτό ήταν, η στιγμή που φοβόμασταν είχε έρθει, ο ερπετάνθρωπος πείνασε κι ερχόταν να μας φάει. Οι γυναίκες στρίγγλιζαν, τα παιδιά έκλαιγαν, εμείς οι άντρες αρπάξαμε τα ρόπαλα.”

“Οι Νάγκας δεν είναι κανίβαλοι.” Κράτησε την αναπνοή της. Πότε θα μάθαινε να κρατάει το στόμα της;

“Κι εσύ πού το ξέρεις;” Η φωνή του γέρου είχε χάσει την πρωτύτερη ηρεμία της.

“Έτσι λένε τα βιβλία.”

“Βιβλία”, είπε εκείνος, κι ήταν σαν να μην είχε ξαναπεί τη λέξη.

Η Κασσάνδρα πήρε ανάσα και ορκίστηκε να μην ξαναμιλήσει.

“Ο ερημίτης μάλλον δεν ήταν, σ' αυτό έχεις δίκιο. Δεν ήταν κανίβαλος, θέλω να πω, γιατί από αυτούς...”, έδειξε πάλι προς το βουνό, “ήταν. Το είδαμε όταν έπεσε 'δω, μπροστά μας, είδαμε το φυλαχτό του. Ένας δράκος. Ακούς; Δράκος! Ποιος άλλος θα είχε τέτοιο πράμα πάνω του;”

 

Η κλέφτρα με κόπο συγκράτησε το χέρι της που είχε την παρόρμηση να κατευθυνθεί προς το λαιμό της. Ναι, ένας δράκος σκαλισμένος σε πέτρινο δίσκο ήταν το φυλαχτό τους. Για μια στιγμή ξέχασε ότι είχε αφήσει πίσω το δικό της.

“Και τι κάνατε;” ρώτησε, και η φωνή της πάλι έτρεμε.

“Τον διώξαμε, τι να κάναμε; Ήταν τόσο αδύνατος που δεν είχε μάγουλα, σαν να τά 'χε φάει από μέσα, και η ανάσα του βρώμαγε από μακριά. Ποιος ξέρει τι αρρώστεια είχε, χώρια που αν πέθαινε εδώ, μαζί μας, και το μάθαιναν οι δικοί του, μαύρο φίδι που θα μας έτρωγε. Τον κουβαλήσαμε στη σχεδία του και την σπρώξαμε ως εκεί που βαθαίνουν τα νερά. Ο καθένας για λογαριασμό του, έτσι δεν είναι; Αυτός ήταν που δεν ήθελε φασαρίες στο κάτω-κάτω, μετά τι γύρευε από 'μας;”

 

Κάτι δεν της κόλλαγε. Ένας Νάγκας θα πέθαινε, μόνος του, αλλά δεν θα ζητούσε βοήθεια από ξένους.

“Τι έγινε μετά; Πέθανε;”

“Δεν ξέρουμε. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ακούσαμε μέσα στη νύχτα μια βοή, τρομερή.” Ο νεκρός γούρλωσε τα μάτια του, και για λίγο έμοιασε με τρομαγμένο παππού. “Ήταν αέρας, τάραξε τη λίμνη, σήκωσε κύμα. Κι έφερε λόγια, τρομερά λόγια. Ότι ήμασταν καταραμένοι γι' αυτό που κάναμε. Ότι θα χανόμασταν αλλά θα ήμασταν εδώ, και μόνη σωτηρία μας θα ήταν κάποιος ζωντανός που θα μας έδειχνε στη μέρα.” Έκανε μια παύση και ο φόβος στα μάτια του αντικαταστάθηκε με πένθος. “Μέχρι το πρωί,”, είπε, “δεν μπορούσαμε πια να φύγουμε από 'δω. Ποτέ πια.”

Η Κασσάνδρα αποφάσισε ότι το θέμα είχε λήξει γι' αυτήν. “Χρειάζεστε έναν μάγο, λοιπόν”, είπε.

“Όχι, εσύ μπορείς να μας σώσεις. Όλοι μπορούν, αλλά κανείς δεν το έκανε. Όλοι φεύγουν τρέχοντας μόλις μας βλέπουν. Μπορείς να μας βοηθήσεις, έμεινες μέχρι τώρα, με άκουσες. Αρκεί να μη φοβάσαι, κι εσύ δεν μας φοβάσαι πια, έτσι δεν είναι;”

“Και πάλι δεν καταλαβαίνω τι μπορώ να κάνω.”

“Αν πήγαινες στην άλλη άκρη της λίμνης, αν έβρισκες τη σπηλιά του...”

“Και;”

“Το φυλαχτό του. Αν πέθανε εκεί, θα βρίσκεται πάνω του. Φέρ' το μας, έχει δύναμη. Μ' αυτό θα μας έριξε την κατάρα, πώς αλλιώς; Είναι γνωστό τι κάνουν οι μαγεμένες πέτρες, και η βοή που ακούσαμε τότε, αυτός ήταν! Αν του πάρεις το φυλαχτό και μας το φέρεις, μπορείς να πάρεις πίσω την κατάρα, να μας σώσεις.”

 

Η Κασσάνδρα είχε αντιρρήσεις. Αν χρειαζόταν μόνο ένα στολίδι για να αλληλοκαταριούνται, οι άνθρωποι θα είχαν αφανιστεί από καιρό, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο για το στολίδι. Αλλά αυτή ήταν ακόμα μία σκέψη που κράτησε για τον εαυτό της. Αντίθετα, θεώρησε την έκκληση για βοήθεια καλή ευκαιρία για να φύγει από 'κει χωρίς διαπραγματεύσεις.

“Εντάξει, θα σας βοηθήσω”, είπε.

Το πρόσωπο του γέρου ζωήρεψε. Όπως όλων των άλλων, πίσω του. Και ήταν μακάβριο το θέαμα.

“Ω, οι Δώδεκα να σε προσέχουν, ταξιδιώτισσα, δεν ξέρεις πόσο καιρό περιμέναμε να ακούσουμε αυτά τα λόγια!”

 

Ανέβηκε στο άλογο και ξεκίνησε, με τις ευχές των νεκρών να την ακολουθούν.

“Ο καθένας για λογαριασμό του”, μουρμούρισε όταν απομακρύνθηκε.

 

*

 

Βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην όραση του αλόγου, κρατούσε τα γκέμια χαλαρά. Η νύχτα είχε προχωρήσει, κι ο αφέγγαρος ουρανός επέτρεπε να φανούν μόνο συγκεχυμένα σχήματα. Κουτούλαγε πάνω στη σέλα και κάθε τόσο τιναζόταν. Ήταν δυο ώρες μέχρι την απέναντι όχθη, και μ' αυτούς τους ρυθμούς θα έπαιρνε κάτι παραπάνω. Όταν, τελικά, έφτασε και κατάφερε να το δει, πίεσε τον εαυτό της να ξυπνήσει καλά. Μπροστά της, δάσος. Αριστερά οι λόφοι που σκίαζαν τη λίμνη από τα βορειοδυτικά. Κανονικά θα συνέχιζε ευθεία, χωρίς στάση, αλλά η νύστα της ήταν επικίνδυνη. Ξεπέζεψε και πλησίασε το νερό, ήθελε να δει αν διακρινόταν κάτι από απέναντι. Μαυρίλα σκέτη, και το νερό πιο μαύρο, την τραβούσε ύπουλα, όπως κάνουν τα σκοτεινά νερά σε κουρασμένους ταξιδιώτες. Έκανε λίγο πίσω, χασμουρήθηκε και κουκούβισε στην άμμο κατεβάζοντας το παντελόνι.

Από αυτή τη γωνία όμως, είδε κάτι που τη σταμάτησε. Ένα αχνό φως, που πριν έπεφτε σε κάποιο εμπόδιο, τρεμόπαιζε κάπου μες στο σκοτάδι. Πεσμένη στα γόνατα μάζεψε τα ρούχα της και σύρθηκε αργά προς το μέρος του. Όσο πλησίαζε διέκρινε το άνοιγμα μιας σπηλιάς, πίσω από ένα παχύ φύλλωμα. Τελικά η σπηλιά του ερημίτη βρισκόταν εκεί, ακριβώς απέναντί τους. Αναρωτήθηκε ποιος να την κατοικούσε τώρα. Έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη της και σταμάτησε για να αφουγκραστεί. Άκουσε μόνο τους ήχους της νύχτας και συνέχισε να σέρνεται σιωπηλά στην άμμο, ώσπου έφτασε στο άνοιγμα. Εκεί κρύφτηκε, ξεκλέβοντας γρήγορες ματιές μέσα. Εκτός από έναν πυρσό που έκαιγε στο τοίχωμα, δεν είδε τίποτα άλλο. Ούτε σκιές να κουνιούνται, ούτε κάποιο αντικείμενο που θα μαρτυρούσε ανθρώπινη παρουσία. Σηκώθηκε αργά, παραμέρησε τον κισσό που έκλεινε τη μισή είσοδο και τόλμησε ένα βήμα.

Η σπηλιά ήταν μικρή, από το σημείο που στεκόταν την έβλεπε ολόκληρη. Και ακατοίκητη, δεν υπήρχε δείγμα ζωής εκεί μέσα. Μόνο θάνατος. Στην άλλη άκρη, μισοφωτισμένος, κειτόταν ο ερημίτης. Ή, μάλλον, ο σκελετός του, ένα χρώμα με το έδαφος. Η Κασσάνδρα πήγε και γονάτισε δίπλα του, ήταν ανάσκελα, με ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια, και το πρόσωπο γυρισμένο προς το μέρος της. Είχε ξαναδεί ανθρώπινο σκελετό, πολλές περισσότερες φορές από ό,τι θα ήθελε, αλλά ακόμα την τάραζε αυτή η εικόνα. Πάντα προσπαθούσε, άθελά της, να φανταστεί το πρόσωπο που υπήρχε κάποτε εκεί, και με απογοήτευση διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε. Αλλά αυτή τη φορά κάτι άλλο της τράβηξε την προσοχή. Με φρίκη ανακάλυψε ότι τον διαπερνούσαν σε πολλά σημεία χοντρά σκουριασμένα καρφιά, μπηγμένα βαθιά στην πέτρα. Άφησε μια φωνή αγανάκτησης και έβρισε μέσα απ' τα δόντια της. Από όλη την ιστορία του γέρου, ήταν κάτι αλήθεια; Τον είχαν καρφώσει εκεί, να πεθάνει αργά, βασανιστικά. Είχε πάει αυτός στους ανθρώπους της λίμνης, ή είχαν έρθει εκείνοι σ' αυτόν; Σηκώθηκε όρθια και έβρισε πάλι. Ένιωσε ότι ήθελε να κάνει κάτι, αλλά δεν υπήρχε τίποτα πια. Όχι γι' αυτόν, τουλάχιστον.

 

Δεν μπορούσε να καταλάβει ένα πράγμα, όμως: γιατί την έστειλαν εκεί. Αν οι ίδιοι τον είχαν σκοτώσει, γιατί την έστειλαν να το δει; Γονάτισε πάλι δίπλα του και τον κοίταξε. Πρέπει να ήταν εξόριστος, οι Νάγκας δεν σκότωναν δικούς τους. Τους τιμωρούσαν με κάτι χειρότερο από θάνατο, γιατί μακριά από τις σπηλιές των δράκων δεν είχαν λόγο να ζουν. Ένιωσε οίκτο γι' αυτόν τον άγνωστο, που είχε πεθάνει τόσο καιρό πριν αυτή βρεθεί εκεί, πριν καν γεννηθεί ίσως. Εξόριστος, και συνέχιζε να ζει στη σκιά των δικών του, αρνούμενος να απομακρυνθεί από ό,τι ήταν η ζωή όπως την ήξερε, η ίδια του η ύπαρξη. Στο λαιμό του είχε ακόμα το φυλαχτό, το δέρμα είχε λιώσει και το σκάλισμα στον πέτρινο δίσκο είχε φαγωθεί λίγο, αλλά το σχήμα του ήταν αναγνωρίσιμο.

 

Γιατί την έστειλαν εκεί;

 

Γύρισε και κοίταξε τον πυρσό. Πώς έκαιγε ακόμα, έπειτα από τόσα χρόνια; Με ποια δύναμη; Τι περίμενε για να σβήσει; Και τότε κατάλαβε.

 

Η βοή, ο αέρας, η φωνή που τους καταράστηκε. Δεν ήταν ανθρώπινη. Ήξερε ποιανού ήταν. Την είχε ακούσει πολλές φορές στα δώδεκα χρόνια που έζησε με τους Νάγκας. Την είχε τρομάξει, αρχικά. Ο τελευταίος δράκος, ο Μεγάλος Κόκκινος, όπως τον έλεγαν οι μάγοι στη Λαριέστα. Ο Κχεκ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα. Πέτρα. Αυτό σήμαινε στη γλώσσα των δράκων, της είχε πει ο Πατέρας της φυλής, ο Ανίκητος. Και η πέτρα με τη φωτιά, όταν σμίγουν, γίνονται θεϊκό όπλο, της είχε πει, γίνονται καταστροφή και ξαναγέννηση. Κι αυτή άκουγε, κάπνιζε το ονειρόχορτο κι έβλεπε τα οράματα που είχαν ανάγκη αυτοί οι άνθρωποι για να ενδυναμώνουν τη λατρεία τους.

Γι' αυτό ήξερε.

Ήταν ο Κχεκ που έριξε την κατάρα του πάνω στους νομάδες εκείνο το βράδυ. Ήταν αυτός, το πνεύμα του, που κρατούσε τη φλόγα στη σπηλιά αναμένη. Κάποτε την είχε ορκίσει, ότι αν τη βοηθούσε, θα τον βοηθούσε κι εκείνη όποτε χρειαζόταν. Γιατί δεν θα την άφηνε να προδώσει τους ανθρώπους του δάσους, της είχε πει, κι ας της επέτρεπε να το σκάσει από εκεί. Είχε γίνει μία δική τους, κι ακόμη και μακριά, θα έμενε πάντα δική τους. Η Κασσάνδρα είχε δεχτεί, κι ας μην συμφωνούσε, και δεν καταλάβαινε τι βοήθεια θα χρειαζόταν το πνεύμα ενός δράκου από έναν άνθρωπο.

Αλλά τώρα ήξερε.

 

Πήρε τον πυρσό από την εσοχή του και βγήκε με μεγάλα βήματα από τη σπηλιά, αφήνοντας τον πεθαμένο να κρατήσει την τελευταία του επιθυμία: το φυλαχτό του, το μέρος του στον κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, μια πέτρα ήταν.

 

*

 

Έφτασε λίγο πριν ξημερώσει. Τους είδε. Είχαν αρχίσει κιόλας να ξεθωριάζουν, έπρεπε να βιαστεί. Κατέβηκε από το άλογο και είδε τον τρόμο στα μάτια τους. Είχαν καταλάβει. Ο γέρος έτρεξε προς το μέρος της και της φώναξε: “Όχι, όχι έτσι!” επιχειρώντας να της πάρει τον πυρσό. Εκείνη τον τράβηξε πίσω, πάνω απ' το κεφάλι της, “δεν είστε σε θέση να διαλέξετε τον τρόπο, φονιάδες”, είπε, και έσπρωξε τον γέρο. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι, πράγματι, τον απώθησε.

 

Άρχισε να τρέχει προς τις καλύβες, χέρια τεντώνονταν να τη φτάσουν, πιο σάρκινα από ό,τι περίμενε, φωνές απελπισμένες κι άλλες απειλητικές, μα εκείνη ήταν πιο γρήγορη, εξάλλου ήταν χάραμα, και στο χάραμα τα πνεύματα δεν είναι και στην καλύτερη φόρμα τους. Παρόλα αυτά, κάποιος την άρπαξε απ' το μανδύα, εκείνη με το ελεύθερο χέρι της έβγαλε το μαχαίρι και τον χτύπησε ταχύτατα, έσκισε το ρούχο κι ελευθερώθηκε, αλλά ο πυρσός της έπεσε τελικά. Πριν προλάβει να κουνηθεί κανείς άλλος, η κλέφτρα, ευκίνητη, τον άρπαξε απ' τη γη και τον πέταξε με ακρίβεια πάνω σε μια αχυρένια στέγη που εξαφανιζόταν στο χλωμό φως της αυγής. Οι φλόγες αναπήδησαν και εξαπλώθηκαν σε δευτερόλεπτα, δίνοντας σχήμα και υπόσταση στο τίποτα, κι άλλες φωνές, και μέσα στο χαμό ούτε που κατάλαβε πώς ξαναβρέθηκε με τον πυρσό στο χέρι, να καίει την επόμενη καλύβα, και μετά την επόμενη, η φωτιά φούντωνε πριν καλά-καλά ακουμπήσει, ήταν η οργή του Κχεκ που υλοποιούταν. Χωρίς ανάσα, χωρίς να ακούει πια και σχεδόν χωρίς να βλέπει, τέλειωσε με τις καλύβες άρχισε να καίει ανθρώπους, τους χτύπαγε με τον πυρσό, απέκρουε τις μανιασμένες τους προσπάθειες να της τον πάρουν, γέρους και νέους, παιδιά και μανάδες, και η εκδίκηση του τελευταίου δράκου τούς άρπαζε όλους και τους κατάτρωγε. Η Κασσάνδρα ούρλιαζε, μούγκριζε, και της φάνηκε ότι φυσούσε αέρας. “Κάψε! Κάψε! Αυτό δεν ήθελες; Ε; Κάψε!”

Κοίταξε τους πυρπολημένους νεκρούς που τσιτσίριζαν πολύ πραγματικά για φαντάσματα, και γέλασε χαιρέκακα. “Κι εσείς; Αυτό δεν θέλατε; Γι' αυτό δεν με στείλατε εκεί; Χαθείτε τώρα!”

 

Όταν κατάλαβε ότι είχε βγει ο ήλιος πίσω από την πλάτη της, από την απέναντι όχθη της λίμνης και πέρα από αυτήν, ηρέμησε ξαφνικά, η καρδιά της γέμισε αγαλλίαση. Πόσο ωραίο ήταν το θέαμα. Πόσο θεϊκά ωραίο.

 

 

 

 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ως.. rookie στους σχολιασμούς συμμετοχών σε διαγωνισμούς θα προτιμήσω να ακολουθήσω την σειρά με την οποία ανέβηκαν οι συμμετοχές, και την προτεινόμενη φόρμα σχολιασμού. Εννοείται πως ότι γράφω είναι απολύτως φιλικά.. :)

 

Τι κατάλαβα:

Μία "κλέφτρα", τυχοδιώκτρια, προσπαθεί να ξεφύγει από κάποιους που την κυνηγάνε και καταφεύγει στο δάσος δίπλα στη λίμνη. Εκεί όμως υπάρχει ένα καταραμένο χωριό, φαντάσματα νεκρών ανθρώπων που κάθε βράδυ εμφανίζονται για να χαθούν την αυγή. Της ζητάνε να τους βοηθήσει φέρνοντάς τους το φυλαχτό κάποιου εξόριστου μυθικής φυλής, που επειδή δεν τον βοήθησαν όταν τους ζήτησε να τον βοηθήσουν τους καταράστηκε για πάντα. Δέχεται με το σκεπτικό να την κοπανήσει μόλις βγει λίγο πιο πέρα, αλλά τελικά εντελώς τυχαία βρίσκει τη σπηλιά του Ερημίτη και αποφασίζει να μπει για να διαπιστώσει πως τα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάρα δεν ήταν ακριβώς όπως της τα διηγήθηκαν τα φαντάσματα. Κάποια παλιότερη δική της υπόσχεση την αναγκάζει να γυρίσει και να τιμωρήσει μια και για πάντα το καταραμένο χωριό.

 

Τι μου άρεσε:

Το γενικότερο κλίμα της ιστορίας! Η καλή ροή του κειμένου που δεν χρειαζόταν να διαβάσω δυο και τρεις φορές την ίδια παράγραφο για να βγάλω νόημα. Η αμεσότητα της γραφής που με απλά λόγια λέει αυτό που θέλει να πει. Και φυσικά η ιδέα.

 

Τι δεν μου άρεσε:

Καταρχήν το ότι φαινόταν πως είναι χαρακτήρας που έχεις χρησιμοποιήσει ξανά, και σε κάποια άλλη ιστορία συνέβησαν πράγματα που επηρεάζουν κι αυτήν εδώ, με πιο τρανταχτό τη σχέση της με τους Νάγκας και τον Δράκο θεό τους( ; ) . Μου ήρθε κάπως απότομο το γιατί ήταν υποχρεωμένη να γυρίσει και να πάρει εκδίκηση. Επίσης μου ήταν πολύ δύσκολο να φτιάξω τις εικόνες του περιβάλλοντος χώρου, λιγότερο για το χωριό, αλλά περισσότερο για όλο το υπόλοιπο. Ήταν λίγο αδύναμες οι περιγραφές, ήθελα κάτι παραπάνω. Με έβγαλε για λίγο έξω εκείνο το "κουτούλαγε στη σέλα", γιατί με έκανε να γελάσω χάνοντας προς στιγμήν το momentum. "Έγερνε νυσταγμένη στη σέλα" νομίζω πως θα έδενε περισσότερο και θα κράταγε το ύφος της ιστορίας. Με μπέρδεψες για λίγο με τον χαρακτηρισμό "ερπετάνθρωποι". Φαντάζομαι εννοούσες ότι ήταν κανονικοί άνθρωποι που λάτρευαν ερπετά (δράκους), αλλά τότε θα ταίριαζε ένα "ερπετολάτρες" ας πούμε, επειδή με τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησες με βάζεις σαν αναγνώστη να φανταστώ ένα μείγμα ανθρώπου και ερπετού, που αμέσως μετά μου το χαλάς αφού λες πως εμφανισιακά δεν διέφεραν. Τέλος, δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα από το κείμενο το γιατί οι χωρικοί κάρφωσαν τον ερημίτη στη σπηλιά του.Τον φοβήθηκαν; Προφανώς. Γιατί; Εξαιτίας του φυλαχτού του; Τότε γιατί δεν το πήραν όταν τον κάρφωσαν; Ήταν μαγεμένο και δεν μπορούσαν να το αγγίξουν; Μήπως πράγματι τον θεώρησαν άρρωστο; Πάλι γιατί να ρισκάρουν να κολλήσουν κι αυτοί πηγαίνοντας στη σπηλιά του;

 

Γενικά:

Μου άρεσε αρκετά η ιστορία σου! Είχε κάμποσα στοιχεία από αυτά που θα ήθελα από μία φάντασυ ιστορία. Μου αρέσει πολύ η επιλογή της γυναίκας πολεμίστριας - αμαζόνας - τυχοδιώκτρας. Ήθελα λίγο ακόμη για να νιώσω "χορτάτος", αλλά αυτό μάλλον έχει να κάνει με μένα που μου αρέσουν τέτοιες ιστορίες και θέλω πάντα κι άλλο. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν είδα κάπου τη σύνδεση με το θέμα του διαγωνισμού, εκτός κι αν το συνδέεις με το δικό σου άβαταρ που είναι και η ηρωίδα της ιστορίας.

 

 

Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό!.. :)

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, η ιστορία σου διαβάζεται με ενδιαφέρον. Είναι sword & sorcery, με σχετικά σκοτεινή ατμόσφαιρα.

 

Μου άρεσε:

 

1) Η γλώσσα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ικανοποιητική. Δημιουργούσες εικόνες και ορισμένες μου έμειναν (εκεί με τη σπηλιά και τις δάδες π.χ.) Ωραία η σκοτεινή ατμόσφαιρα!

Επίσης κάποιες ωραίες φράσεις. Ενδεικτικά, μου έμεινε η λάτρεψα την παρακάτω:

Μαυρίλα σκέτη, και το νερό πιο μαύρο, την τραβούσε ύπουλα, όπως κάνουν τα σκοτεινά νερά σε κουρασμένους ταξιδιώτες

 

2) Μου άρεσε που φαινόταν ότι ήξερες τι γράφεις. Μπορεί σε κάποια σημεία να ήθελα να ξέρω κι εγώ περισσότερα, αλλά φαινόταν ότι είχες σκεφτεί πράγματα για τον κόσμο σου (λογικό βέβαια, εφόσον είναι κομμάτι μεγαλύτερης ιστορίας), αναφορές σε πετράδια, γεωγραφία, φυλές και ονόματα. Έχτιζε ατμόσφαιρα.

 

3) Καλή η προοικονομία σχετικά με την ψεύτικη ιστορία του νεκρού (π.χ. πώς αντιδρά όταν του μιλά η κλέφτρα για τους Νάγκας).

 

 

 

Τι θα ήθελα αλλιώς (δεδομένου ότι σε ‘παιρνε να προσθέσεις κάμποσες λεξούλες ακόμη):

 

1) Καταρχάς, επειδή είναι (αυτοτελές) κομμάτι σειράς, παίζει αυτό να δημιουργεί κάποια προβλήματα. Π.χ. μας λες ότι ήταν κλέφτρα, αλλά δεν μας το δείχνεις πουθενά (κάτι υπονοείται ενδεχομένως στην αρχή αλλά δε μου είναι ξεκάθαρο). Αυτά με τους δράκους παίζει να τα εξηγείς σε προηγούμενο διήγημα κι εδώ να βαρέθηκες να τα επαναλάβεις, αλλά εγώ δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι συνέβη(βλ. και 2)

 

Επιπλέον αν μου ζητήσεις να σου περιγράψω τον χαρακτήρα της Κασσάνδρας, δεν μπορώ (γι’ αυτό ανέφερα και την κλέφτρα, αν μας έδειχνες περισσότερο αυτό το κομμάτι ίσως να έβγαζα περισσότερα συμπεράσματα και για εκείνη, να συνέπασχα με τον ήρωα, βρε παιδάκι μου :p ), μου φάνηκε αρκετά γενικός. Δηλαδή αρχικά τη βλέπουμε να φοβάται, μετά να αποφασίζει να βοηθά (μέχρι εκείνο το σημείο νόμιζα ότι είναι ιδιοτελής, λόγω και επαγγέλματος) και στη συνέχεια καίει ένα χωριό. Προφανώς δε ζητάω από ένα τόσο μικρό διήγημα τους άψογους-αναγνωρίσιμους-διακριτότατους χαρακτήρες, αλλά κάτι που να μπορώ συνδυάζοντας τα δεδομένα, να φτιάξω μια εικόνα του προσώπου. Ενδεχομένως να έχεις δείξει σε άλλα κείμενα τον χαρακτήρα της, που ταίριαζε και με το συγκεκριμένο διήγημα (π.χ. να είναι γενικά ανατρεπτική) και να μην σκέφτηκες πώς μπορεί να φανεί σε κάποιον αμύητο.

 

Εικάζω μάλιστα ότι είναι από τους αγαπημένους σου χαρακτήρες η Κασσάνδρα(από τους πρώτους μήπως, λόγω και nickname;), οπότε δε θεωρώ ότι δεν είχες στο μυαλό σου κάποιον χαρακτήρα. Απλώς τον είχες τόσο καλά, που δεν σκέφτηκες να το δείξεις κιόλας (σε εμένα, σε άλλους μπορεί να φάνηκε).

 

2) Αυτή η παράγραφος:

Ήταν ο Κχεκ που έριξε την κατάρα του πάνω στους νομάδες εκείνο το βράδυ. Ήταν αυτός, το πνεύμα του, που κρατούσε τη φλόγα στη σπηλιά αναμένη. Κάποτε  την είχε ορκίσει, ότι αν τη βοηθούσε, θα τον βοηθούσε κι εκείνη όποτε χρειαζόταν. Γιατί δεν θα την άφηνε να προδώσει τους ανθρώπους του δάσους, της είχε πει, κι ας της επέτρεπε να το σκάσει από εκεί. Είχε γίνει μία δική τους, κι ακόμη και μακριά, θα έμενε πάντα δική τους. Η Κασσάνδρα είχε δεχτεί, κι ας μην συμφωνούσε, και δεν καταλάβαινε τι βοήθεια θα χρειαζόταν το πνεύμα ενός δράκου από έναν άνθρωπο.

Αλλά τώρα ήξερε.

 

Αυτό το κομμάτι είναι η βασική εξήγηση της ιστορίας. Κι εγώ όσες φορές κι αν τη διάβασα, δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβη. Παίζει βέβαια να είμαι χαζός… Νομίζω ότι θα έπρεπε να υπήρχαν περισσότερα υποκείμενα/αντικείμενα (ακόμα κι αν δεν ακούγεται τόσο λογοτεχνικό) γιατί δεν κατάλαβα τη σχέση της υπόσχεσης με τους νεκρούς ανθρώπους. Επίσης τι είχε γίνει παλιά; Υπάρχει σε κάποιο άλλο διήγημα; Ζούσε με τους Νάγκας, οι οποίοι τι σχέση είχαν με τους δράκους, ήταν ενσαρκώσεις τους; Άνθρωποι που τους λάτρευαν; Και τι σόι όρκο έδωσε ακριβώς;

 

Θα ήθελα ίσως λίγο καλύτερα να δίνονταν οι εξηγήσεις κι ίσως ακόμη καλύτερα μέσα σ’ όλο το κείμενο (π.χ. εκεί που πρωτοαναφέρουν τους Νάγκας και ότι δεν είναι κανίβαλοι, θα ήταν μια καλή ευκαιρία να αναφερθεί συνοπτικά στο ότι έμενε εκεί μαζί τους 12 χρόνια, γιατί στο τέλος πέφτουν πολλά μαζί).

Συνεπώς εξαιτίας αυτού, δεν κατάλαβα και τόσο καλά και το τέλος, δηλαδή κατάλαβα ότι είχε ορκιστεί βοήθεια, αλλά τίποτα άλλο. Π.χ. οι άνθρωποι τιμωρήθηκαν επειδή βασάνισαν τον άνθρωπο-δράκο(;)

 

 

 

Τα αρνητικά τα ανέλυσα περισσότερο, γιατί γενικά θεωρώ ότι χρειάζεται να εξηγηθούν πιο αναλυτικά σε κάποιο σχόλιο, για να τα καταλάβει ο συγγραφέας.

 

Παρ’ όλα αυτά, το τελικό πρόσημο είναι θετικό. Και νομίζω πως θα διάβαζα κι άλλη ιστορία της Κασσάνδρας, αν διορθώνονταν τα προβλήματα. Η ατμόσφαιρα, αν μη τι άλλο, μου άρεσε πολύ! :good:

 

Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό!

Link to comment
Share on other sites

 

 

Για να ξεκινήσω από τα θετικά, μου άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα. Είχε μυστήριο, ήταν σκοτεινή και πολύ σωστά στημένη. Η γλώσσα έρεε ωραία και, πέρα από 2-3 σημεία, προβλήματα στίξης ή ορθογραφίας δεν υπήρχαν κι αυτά που υπάρχουν είναι τελείως αμελητέα. Από εκεί και πέρα, η Κασσάνδρα σαν χαρακτήρας μου φάνηκε λίγο...generic. Κομμάτι αυτού σίγουρα είναι και το γεγονός ότι έχεις γράψει κι άλλες ιστορίες με αυτήν, αλλά καλό θα είναι να έχεις στο μυαλό σου ότι οι sword & sorcery ιστορίες έχουν την αυτοτέλεια ως βασικό χαρακτηριστικό τους, οπότε ο χαρακτήρας πρέπει να αποδίδεται στην πληρότητά του τόσο από άποψη εξωτερικής εμφάνισης όσο και από άποψη ψυχολογίας και συμπεριφοράς σε κάθε μία ιστορία. Η σύνδεση με προηγούμενες περιπέτειες που φαίνεται να υπάρχει δεν με χάλασε, αλλά, επειδή ακριβώς αισθάνθηκα ότι έπρεπε να ξέρω πράγματα για την Κασσάνδρα τα οποία δεν ήξερα, με άφησε λίγο μπερδεμένη και με απορίες. Η ιστορία καθεαυτή μου φάνηκε αρκετά προβλέψιμη - επειδή όμως η εκτέλεση είναι λειτουργική, δεν μπορώ να πω ότι με ξενέρωσε αυτό. Το ομολογώ, όμως, δεν είδα πουθενά την παραμικρή σύνδεση με το θέμα του διαγωνισμού - ποια ήταν η ενσάρκωση; η φωτιά; η Κασσάνδρα που λειτούργησε ως όργανο του Κχεκ; η κατάρα; Ο ερημίτης δεν φαίνεται να ήταν μιας και τονίζεται πολλές φορές το ότι ήταν Νάγκας. Πολύ ασαφές και πολύ αδύναμο όποια κι αν είναι η απάντηση, κατά τη γνώμη μου. Ανεξάρτητα από το θέμα του διαγωνισμού, είναι καλή ιστορία και, με λίγη δουλίτσα, ούτε καν πολλή, μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερη. 

Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι ότι ενώ το τι είναι οι Νάγκας είναι εξαιρετικά σαφές σε κάποιον που ξέρει για τα Naga, επειδή η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό κόσμο, κανείς δεν υποθέτει αυτόματα ότι κάπου στη wikipedia θα υπάρχουν απαντήσεις και ότι θα πρέπει απαραίτητα να τις διαβάσει. Λίγη γενικότερη τροφή για σκέψη αυτό, περισσότερο, παρά οτιδήποτε άλλο. 

 

 

 

Καλή επιτυχία! 

Edited by elgalla
Link to comment
Share on other sites

Λοιπον δεν πολυκαταλαβα τι συναιβει και αυτο ειναι που βασικα με ενοχλει στην ιστορια. Κατα τα αλλα μου αρεσε.

Γιατι σκοτωσαν τον ερημιτη; Για να τον ληστεψουν; Τον φοβοταν; Τι ακριβως συναιβει; Θα μπορουσε να το ξεκαθαρισει η Κασσανδρα οταν επεστρεφε στο χωριο προσπαθωντας να τους κατηγορησει. Πχ ηρθε να σας ζητησει βοηθεια αλλα εσεις θλιβερα ανθρωπακια επιβεβεωνοντας τον φοβο και την αημαντοτητα σας μολις καταλαβατε οτι ειναι αδυναμος τον σκοτωσατε. Ενω δεν σας ειχε πειραξει.Με αυτο τον τροπο θα εξιλεωνονταν και η ιδια απο τον θυμο που την κυριεψε που τον βλεπω αλλα ειναι θολος δεν μπορω να κατανοησω τι την ωθησε. Επισης τι θελανε τελικα τα φταντασματα; Να τα εξαφανισει;

 

 

Κατα τα αλλα ενδιαφερουσα ιστορια , φανταζυ , κλεφτες , θεοι , καλη πλοκη αλλα ηθελε πιο πολυ υποστηριξη. Το κενο που σου επισημανθηκε πριν απο ολους οσους εγραψαν πιο πριν απο εμενα για το παρελθον της Κασανδρα μπορουσες να το δηλωσεις με τον ιδιο τροπο που σου ειπα πριν.

Απο που τον ηξερε και τιι χαρη του χρωστουσε.

 

 

Περα απο τις μικρες τρυπες στην πλοκη , ολα οκ.

Edited by xrusaki
Link to comment
Share on other sites

Πολλά από τα ερωτήματα που θέτει ο MadnJim είναι και δικά μου.

Στα θετικά η καλή ατμόσφαιρα, ειδικά στην αρχική σκηνή που γνωρίζει τους νεκρούς. Εκεί με είχες.

Στα αρνητικά οι μαζεμένες, απότομες και πολύ αργά δοσμένες εξηγήσεις της επίμαχης παραγράφου που αναφέρει και ο Morfeas. Είναι σαφές ότι, από πλευράς κινήτρων, όλο το διήγημα βασίζεται εκεί. Ίσως αν είχες δώσει αρκετά από αυτά τα στοιχεία στην αρχή του διηγήματος (όχι, δεν είναι εύκολο) να δούλευε καλύτερα. Έτσι όπως είναι τώρα δείχνει σαν ένα επί τόπου επινοημένο κίνητρο για να δικαιολογήσει τη συνέχεια και το τέλος.

Γενικά, θέλει πολλή προσοχή όταν γράφει κανείς με πρωταγωνιστή που εμφανίζεται σε πολλές ιστορίες. Ο κίνδυνος να φάει ο αναγνώστης άγνωστες πληροφορίες που πιο πολύ θα τον μπερδεύουν παρά θα τον βοηθούν είναι μεγάλος και φοβάμαι ότι δεν τον απέφυγες εδώ.

Link to comment
Share on other sites

Τούτο δω είναι λίγο βιαστικό και απρόσεκτο (για σένα). 

Βασικά, έχω την εξής ερώτηση: Από τη στιγμή που παίρνει τον πυρσό είναι άβαταρ, σωστά? Δεν είναι η ίδια, την έχει καταλάβει ο κόκκινος δράκος? Γιατί αν όχι δεν παίζει άβαταρ στο παιχνίδι, κι αν ναι τότε έχεις χάσει τη βασική αλλαγή της ηρωίδας (αφού αναρωτιέμαι αν είναι ή όχι) και το 70% της πλοκής για μένα. Α! Και το τέλος (την τελευταία ατάκα), που αν είναι ο δράκος όντως, είναι εξαιρετικό. Υποθέτω πως όντως ξέχασες να μας γνωρίσεις την κλέφτρα (ακόμα και σε μας που την ψιλοξέρουμε δηλαδή), επειδή θα ερχόταν αυτό το τέλος. Εγώ θα πάταγα επάνω σε αυτό.

Επίσης, εγώ που ήξερα και από πριν τι είναι τα νάγκα δε με πειράξανε καθόλου που τα χρησιμοποίησες διαφορετικά. Νομίζω μου αρέσει αυτό, και η σχέση της κλέφτρας μαζί τους και η υπόνοια ότι παρόλο που είναι δική τους το έχει σκάσει από αυτούς. Για την ακρίβεια, μάλλον αυτή την ιστορία ήθελα περισσότερο να μάθω, παρά αν θα τη βγάλουν οι νεκροί. Οπότε μάλλον κάπως πρέπει να ενισχύσεις και αυτά που νιώθω για τους νεκρούς, πρέπει μάλλον λίγο να με νοιάζει για το τι θα τους συμβεί.

Μου άρεσε πολύ το τουίστ με το φυλαχτό (και τα σχόλια γύρω από αυτό) και τον πυρσό και νομίζω πως θα μου αρέσει γενικά η ιστορία όταν θα έχει κατακάτσει λίγο μέσα σου και την φτιάξεις. Κράτα τη γλώσσα του σώματος τη δική της απέναντι στους νεκρούς (είναι πάρα πολύ καλή) και βρες έναν τρόπο να ξέρουμε και γιατί αισθάνεται έτσι απέναντί τους.

Γενικά, τη διάβασα πολύ ευχάριστα, αλλά νομίζω πως έχεις όλα τα υλικά για να την κάνεις μια καλή ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Δίνει την εντύπωση πως βιάστηκες λιγάκι. Δεν έχω διαβάσει άλλες ιστορίες με την Κασσάνδρα, οπότε κάπου το έχασα με τις αναφορές σε προηγούμενες περιπέτειες. Ομολογώ ότι δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι κατάλαβα ποιο ήταν το άβαταρ, παρόλες τις μαζεμένες εξηγήσεις που πέφτουν προς το τέλος. Στα συν, η καλή γλώσσα και το ωραίο ξεκίνημα.

 

Γενικά, μια ιστορία που μου έδωσε την εντύπωση πως είχε πολλά περισσότερα να πει απ' όσα έφτασαν τελικά μέχρι εμένα.

Link to comment
Share on other sites

Με την πρώτη ματιά: Αν και δεν έχω διαβάσει πολλές από τις περιπέτειες της Κασσάνδρας (αλήθεια, πόσες υπάρχουν;), ξέρω περίπου τι να περιμένω από αυτές. Μια ενδιαφέρουσα μίξη περιπέτειας και μαγείας, μυστηρίων και αποκαλύψεων. Κι όλα αυτά τα συστατικά βρίσκονται και πάλι εδώ.

 

Τι μου άρεσε:

 

 

1. Η σκοτεινή και ζοφερή ατμόσφαιρα του δάσους και της βραδινής συνάντησης κι ο τρόπος με τον οποίο τα φαντάσματα στερεοποιήθηκαν από το τίποτα. Η μοναχική έρευνα της Κασσάνδρας, οι ανακαλύψεις κι ο τρόπος που έφτασε στην αποκάλυψη. Οι μικρές λεπτομέρειες του κόσμου που έχεις φτιάξει.

 

2. Καλογραμμένο, διαβάζεται ακούραστα και κρατάει το ενδιαφέρον χωρίς να σε πετάει απ’ την ιστορία.

 

Αυτή η φράση μού φάνηκε λίγο παράξενη, αν και καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις:

 

 

 

Ο γέρος την κοίταξε αρνητικά.

 

 

 

Πώς κοιτάς κάποιον αρνητικά;

 

3. Ωραία η ανατροπή του τέλους κι ο τρόπος με τον οποίο η Κασσάνδρα κράτησε την υπόσχεσή της.

 

 

 

Τι δεν δούλεψε τόσο καλά:

 

 

1. Το πρώτο κομμάτι του διηγήματος λειτουργεί περισσότερο σαν μια σύνδεση με την προηγούμενη περιπέτεια της Κασσάνδρας (;), την οποία μπορεί να ξέρουμε, μπορεί και όχι. Επίσης, αναφέρετε σε πράγματα τα οποία είναι ασύνδετα με την παρούσα ιστορία και μπορούν να μπερδέψουν τον αναγνώστη. Ίσως θα ήταν καλύτερο να ξεκινήσει η ιστορία με την Κασσάνδρα μέσα στο δάσος, όπου θα μπορούσες να μας δώσεις κάποιες πληροφορίες που θα μας προετοιμάσουν γι’ αυτήν τη συνάντηση.

 

2. Δεν είμαι πολύ σίγουρος αν κατάλαβα τι συνέβη τελικά μεταξύ των χωρικών και του ερημίτη.

 

3. Σ’ όλο το διήγημα φαίνεται ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα πίσω από την ιστορία. Πράγματα που εσύ τα γνωρίζεις, αλλά εμείς όχι. Είναι λογικό, μιας και είσαι εξοικειωμένη με τον κόσμο σου, αλλά σαν αναγνώστη μ’ έκανε να νιώθω πως έπρεπε να υπάρχει και κάτι ακόμη εκεί κι αυτό άφηνε μια αίσθηση έλλειψης. Σίγουρα είναι κάτι πολύ δύσκολο να το αποφύγεις όταν χρησιμοποιείς ήρωες από έναν μεγάλο κόσμο σε σύντομα διηγήματα.

 

 

 

Αποτίμηση: Σίγουρα μού άφησε θετική εντύπωση. Κάτι που θα ήθελα διαφορετικό είναι το να μπορεί να στέκεται περισσότερο από μόνο του και να μην εξαρτάται τόσο απ’ όσα έχουν συμβεί σε παλιότερες περιπέτειες.

 

Καλή επιτυχία!

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Holla και εδώ πέρα,

Νομίζω πως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του κειμένου αυτού  είναι η πολύ καλή γραφή. Είναι όσο "ζεστή" χρειάζεται για να κρατάει το ενδιαφέρον. Σίγουρα, σε κάποια σημεία θα μπορούσε να είναι πιο λιτή, αλλά σε κανένα σημείο δεν με έκανε να πω "ωχ, αμάν!".

 

Η ιστορία είναι καλή, μου θύμισε μεν άλλες ιστορίες, αλλά ειναι καλή.Το μεγαλύτερο  πάντως πρόβλημα είναι η μη-αυτονομία του. Μου θύμισε κεφάλαιο κάποιου βιβλίου.Πολλά πράγματα μένουν  αναπάντητα να πλανούνται στον αέρα(γιατί την
ψάχνουνε, τι έγινε στο παρελθόν, τι είναι το μαύρο πετράδι)  που θα προτιμούσα είτε να  είχαν απαντηθεί μέσα στο κείμενο(που, μάλλον λόγω έκτασης το βρίσκω αδύνατο) ή να μην αναφερθούν. Κάτι άλλο που δεν αναλύθηκε ιδιαίτερα είναι το κίνητρο των χωρικών. Σαν κίνητρο  φαίνεται να' ναι ο φόβος για τον ερημίτη, αλλά, ως αστυνομικάκιας
:), δεν με έπεισε όσο θα ήθελα. Κυρίως, από την στιγμή που -τουλάχιστον κατά τα λεγόμενα τους- δεν τους  πείραζε.

Τέλος,  αν έχω  καταλάβει καλά, ο  Κχεχ  χρειαζόταν την Κασσάνδρα για να σκοτώσει τους χωρικούς.  Γιατί; Λογικά εάν είχε την δύναμη να τους κάνει "ζομπι", θα μπορούσε κάλλιστα να τους  είχε κάνει και μπάρμπεκιου ιδίως από την στιγμή που  οι χωρικοί πήγαν στην σπηλιά.  Μπορεί ενδεχομένως να ήθελε να τους βασανίσει πρώτα, αλλά, υποθέτοντας ότι η Κασσάνδρα είναι η Chosen Onetm, δεν θα μπορούσε να  ζήτησει την χάρη της για κάτι πιο σημαντικό;

Εν ολίγοις, το κείμενο μου άρεσε, αλλά με γέμισε με περισσότερα ερωτηματικά απ'όσα μπορώ να χειριστώ :). Και είμαι σίγουρος πως για κάποια από αυτά μπορεί να φταίω κι εγώ :)

Υ.Γ: Μου άρεσε πολύ η ακόλουθη φράση ". Αν χρειαζόταν μόνο ένα στολίδι για να αλληλοκαταριούνται, οι άνθρωποι θα είχαν αφανιστεί από καιρό, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο για το στολίδι"

Υ.Γ: +1 για τον τίτλο που μου έφερε στο μυαλό αυτό

 

Καλή συνέχεια!

Edited by jjohn
Link to comment
Share on other sites

 

Είδος: fantasy (sword and sorcery, μάιστα! :aggressive: )

 

 

 

Ε, ναι, ήταν. Και πολύ μάιστα! :)

Κι αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που μου άρεσε. Είχα καιρό να διαβάσω έτσι κάτι τόσο τυπικό (αρχετυπικό;) φάντασυ.

Μ' αρέσουν και τα κακά κορίτσια, π.χ. κλέφτρες και ακόμα χειρότερα σε τέτοια περιβάλλοντα. Και θυμάμαι ότι έχω συστηθεί με την Κασάνδρα και σε κάποια προηγούμενη ιστορία.

Η ατμόσφαιρα και το περιβάλλον ήταν όντως του γούστου μου. Πολύ καλή η αρχική σκηνή με τους νεκρούς και τον τρόπο που υλοποιούνται. Μου άρεσε ιδιαίτερα.

Μέχρι εκεί, όλα καλά.

Μετά, δυστυχώς θα ομολογήσω ότι κάτι έχασα. Σαν να θυμόμουνα ότι είχα ξαναδιαβάει για Νάγκας, αλλά δεν μπορούσα να πάρω και όρκο. Όπως και οι άλλοι, δεν κατάλαβα και πολύ καλά τι έκανε ο ερημίτης, και τι ακριβώς του συνέβη.

 

 

Φαντάστηκα ότι οι κάτοικοι της περιοχής τον κάρφωσαν. Αυτός δεν μπορούσε να τους κάνει κάτι έτσι καρφωμένος αλλά τους καταράστηκε και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να πάει κάποιος και να γίνει το άβατάρ του -κάτι σαν δράκος δηλαδή- και να τους κάψει. Αυτό συνέβη όταν μπήκε η Κασάνδρα στη σπηλιά. Την κατέλαβε κι εκείνη έγινε η ενσάρκωση της εκδίκησής του.

Αν είναι έτσι, ΟΚ, απλώς έχω και κάποιες απορίες για τον πώς την πάτησαν οι νεκροί, αλλά εντάξει, μια ιστορία πρέπει να έχει τα απροσδόκητα και τις ανατροπές της για ν' αξίζει τον κόπο να τη διηγηθείς.

Αν είναι αυτό, πέφτει λίγο αργά μέσα στην ιστορία.

Έκανα πάλι και τη σκέψη μήπως οι νεκροί είναι η ενσάρκωση, παίρνουν κάθε νύχτα σώμα και υπάρχουν και μετά διαλύονται με το φως του ήλιου.

 

 

 

 

Αναγκαστικά θα περιμένω τη λήξη του διαγωνισμού για να λύσω κάποιες απορίες.

 

Και μάλλον στο μεταξύ θα ψάξω να γνωριστώ λίγο καλύτερα με την Κασάνδρα.

Edited by Tiessa
Link to comment
Share on other sites

Μια -ας πούμε- απάντηση στον Μορφέα (επεξήγηση πρότασης) :
 

 

Γιατί δεν θα την άφηνε να προδώσει τους ανθρώπους του δάσους, της είχε πει, κι ας της επέτρεπε να το σκάσει από εκεί

 

Α, τώρα κατάλαβα τι εννοείς, μετά από τόσες μέρες που πρωτοδιάβασα το σχόλιό σου. Όχι, δεν πρόκειται για τα φαντάσματα (απροσεξία δική μου), αλλά για τους Νάγκας. Αυτοί είναι οι άνθρωποι του δάσους που δεν πρέπει να προδώσει κι ας το έσκασε από εκεί.

 

Αλλά άσε, δεν κάνει να σου εξηγήσω τα γεγονότα του παρόντος διηγήματος τώρα. Μετά την ψηφοφορία.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Με δυο λόγια, δεν το πολυκατάλαβα, αλλά είχε ωραία ατμόσφαιρα, με μετέφερε πετυχημένα σε έναν κόσμο sword and sorcery. Το ότι δεν το κατάλαβα, κυρίως το τέλος, ίσως να οφείλεται στο ότι είναι κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο, όπως λες κι εσύ, μία από τις πολλές περιπέτειες της Κασσάνδρας (άσχετο, αλλά έχω μια φίλη που το όνομα που σιχαίνεται περισσότερο είναι το Κασσάνδρα και το αγαπημένο της όνομα είναι το Άννα: πάθε σχιζοφρένεια! :p ). Ίσως και να το διάβασα βιαστικά, τι να πω, αλλά βλέπω ότι και οι άλλοι δεν το κατάλαβαν. Εν πάση περιπτώσει, ένα από τα πιο καλογραμμένα του διαγωνισμού.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 (άσχετο, αλλά έχω μια φίλη που το όνομα που σιχαίνεται περισσότερο είναι το Κασσάνδρα και το αγαπημένο της όνομα είναι το Άννα: πάθε σχιζοφρένεια! :p ).

:dazzled:

 

Λοιπόν...

 

Μια και κανείς δεν κατάλαβε τι έγινε, πρέπει να πω δυο λόγια. Εντάξει, δεν μπορώ να τα εξηγήσω όλα, αλλά τουλάχιστον τα βασικά.

 

 

 

Το από πού έφυγε και πού πήγαινε, δεν έχει να κάνει με την πλοκή του παρόντος διηγήματος. Απλά, έπρεπε να τα αναφέρω.

 

Στο δρόμο της συναντάει αυτούς στο ξέφωτο. Παρά τον φόβο της, μένει και τους ακούει, κι αυτό την κάνει πολύ γενναία κατά τη γνώμη μου. Αποφασίζει ότι δεν θέλει να τους βοηθήσει όμως, και φεύγει με τη διάθεση να προσπεράσει τη σπηλιά που της είπανε. (Αυτοί ήθελαν απλά να την κάνουν να θυμώσει, γιατί αν πήγαινε στη σπηλιά και καταλάβαινε τι είχε γίνει θα θύμωνε. Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος θα θύμωνε, όχι μόνο με τη βιαιότητα αυτού που θα αντίκριζε, αλλά και επειδή του είπαν ψέματα. Ήταν ο μόνος τρόπος να την κάνουν να ξαναγυρίσει. Αφού δεν μπορούσαν να την απειλήσουν με κάτι, τι θα έκαναν; Πώς θα τους βοηθούσε, επιτέλους, κάποιος; Το φυλαχτό ήταν μια δικαιολογία για να τη στείλουν στη σπηλιά).

Η κασσάνδρα βλέπει αυτό που βλέπει στη σπηλιά. Δεν τον ήξερε τον νεκρό, δεν είχε καμία σχέση μαζί του. Απλά τσαντίστηκε. Ανθρώπινο. Άρπαξε τον πυρσό (που δεν είναι ένας απλός πυρσός, αυτό νομίζω γίνεται αρκετά σαφές) και φεύγει φουριόζα ( "με μεγάλα βήματα" λέω εκεί ) απ' τη σπηλιά. Τσαντισμένη, το είπα; :p  Το είπα. (Όχι, γιατί μου την είπατε generic :shrug: ).

 

Ο πυρσός καίει αυτούς τους απίθανους τύπους, τέλος πάντων, και η Κασσάνδρα εκδικείται στη θέση του Κχεκ (του δράκου), που δεν μπορεί να εκδικηθεί, γιατί οι δυνάμεις του περιορίζονται στον κόσμο των πνευμάτων (τους κράτησε απλά στη συντήρηση  :p  τόσα χρόνια). Εκεί βρίσκεται και το "άβαταρ" της υπόθεσης. Η Κασσάνδρα είναι η ενσάρκωση της οργής του Κχεκ, αυτό είναι όλο. Ούτε έχει καταληφθεί, ούτε τίποτα, επιλέγει να το κάνει. (Λεπτομέρεια: οι δράκοι είναι θεοί για τους Νάγκας, με τους οποίους Νάγκας η Κασσάνδρα έζησε για δώδεκα χρόνια και σε κάποια φάση έγινε και δική τους, της έδωσαν κι αυτής φυλαχτό. Τον Κχεκ τον βλέπει κι αυτή σαν θεό, τον θεό της, πιο κοντινό από τους απόμακρους θεούς της χώρας της).

 

Όλα αυτά, (των προηγούμενων επεισοδίων) βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να τα μαντέψετε, αλλά δεν περίμενα και τόση σύγχυση για την παρούσα ιστορία. Όσο για το τι έκαναν (και γιατί, κυρίως) οι νομάδες στον Νάγκας: απλά ό,τι κάνουν οι άνθρωποι όταν βρουν κάποιον μόνο του, ή/και αδύναμο (ιδίως αν τον φοβούνται). Παίζουν μαζί του. Για 'μένα δεν ήθελε παραπάνω εξήγηση αυτό, είναι γνωστή η σκληρότητα των ανθρώπων. Αλλά ίσως να έπρεπε να κάνω μια αναφορά κάπου πιο πριν.

 

Τέλος, (κοντεύω να γράψω πιο πολλά από το διήγημα), είχα στο νου μου και κάτι που διάβασα, ότι παλιά, λέει, κάρφωναν τα πτώματα των εγκληματιών σε σταυροδρόμια, ώστε να μην ξαναγυρίσουν ως φαντάσματα. Ε, το γύρισα τούμπα εγώ αυτό... Τέλος πάντων, λυπήθηκα που δεν καταλάβατε, γιατί το δούλεψα, δεν το ξεπέταξα στα βιαστικά (ζορίστηκα όμως πολύ με το όριο λέξεων αυτή τη φορά).

 

 

 

Ευχαριστώ που διαβάσατε. :hi:

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Αυτά που σημείωσα πριν την εξήγηση, λοιπόν:
 

Είναι γνωστό ότι μπορείς να γράφεις, ξέρεις να χρησιμοποιείς τη γλώσσα με ζηλευτή απλότητα και σαφήνεια, να αρπάζεις τ@ν αναγνώστ@ και να τον χώνεις σε μια ιστορία.

Στη συγκεκριμένη ιστορία είχα κάνα-δυο θεματάκια.

 

Δεν είμαι σίγουρη τι σχέση έχουν όσα αναφέρονται στο

«Κουβαλούσε μια κατάρα καλυμμένη από μια ανεπιθύμητη ευχή, και το Μαύρο Πετράδι, εκεί, κρεμασμένο στο στήθος της, πάνω απ' την ευχή»

με τα γεγονότα της ιστορίας. Αργότερα προκύπτει ότι παίρνει τον πυρσό από τη σπηλιά για να κρατήσει μια υπόσχεση, και όχι για να ξεφορτωθεί μια κατάρα, οπότε, τι σκοπό έχει η αναφορά σε κατάρα; Και το Μαύρο Πετράδι δεν παίζει σε αυτήν την ιστορία, οπότε δεν υπάρχει λόγος να το αναφέρεις (μόνο αν το διήγημα μπει σε ανθολογία με τα υπόλοιπα!)

Επίσης, καλά κάνεις κι αναφέρεις τη γραφή αφού προειδοποιεί για τη μαγεία, απλά πες μας κάτι σε στιλ «η γραφή των νάγκα στο στήθος της» γιατί έτσι παραείναι φλου.

Ομολογώ ότι με τις πρώτες αναγνώσεις ούτε εγώ ήμουν πολύ σίγουρη για το τι ακριβώς παίχτηκε. Μετά από πολλά περάσματα κατέληξα στο εξής:

Οι νεκροί την λένε να τους φέρει το φυλακτό του ερημίτη μπας και ξεστοιχειώσουν, κρύβοντας επιμελώς τον δικό τους ρόλο στο θάνατό του. Εκείνη τους λέει «ναι ναι, γουατέβα» και την κάνει, αλλά καταλήγει να βρίσκει όντως τη σπηλιά, βλέπει φως και μπαίνει να ρίξει ένα βλέφαρο από περιέργεια. Εκεί καταλαβαίνει ότι τα φαντάσματα είναι φονιάδες και ψεύτες και αποφασίζει να τους τιμωρήσει, τόσο επειδή τσαντίστηκε με την πάρτη τους όσο και για να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει σε ένα πνεύμα που κατά σύμπτωση βρίσκεται εκεί με τη μορφή πυρσού.

Μια χαρά, αλλά θα προτιμούσα να το είχα καταλάβει με την πρώτη (και να είμαι και σίγουρη ότι όντως, αυτό συμβαίνει).

Ας πούμε, για ποιον λόγο η Κασσάντρα αναρωτιόταν γιατί την έστειλαν εκεί; Δεν ήθελαν απλά ένα κορόιδο να τους φέρει το φυλαχτό;

Και γιατί σκότωσαν τον ερημίτη; Υπάρχει κι άλλος βαθύτερος λόγος πέρα από απλή ανθρώπινη κακία και φόβο;

Γενικά η υποψία ότι κάπου υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μεταξύ νομάδων και νάγκας που δεν κατάφερα να διακρίνω κάπου με γέμισε αναγνωστικές ανασφάλειες. Υπάρχει; Χάνω κάτι;

 

Δεν πειράζει όμως, με παρηγόρησε η υπέροχη γραφή. Εκτός από την αρχή και το τέλος, κορυφαίο αυτό:
«Πήρε τον πυρσό από την εσοχή του και βγήκε με μεγάλα βήματα από τη σπηλιά, αφήνοντας τον πεθαμένο να κρατήσει την τελευταία του επιθυμία: το φυλαχτό του, το μέρος του στον κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, μια πέτρα ήταν.»

Λάτρεψα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Καλη χρονιά με νέες κριτικές και εμπνεύσεις!

 

Η ιστορία σου ήταν όμορφη. Θα την ήθελα μεγαλύτερη κυρίως γιατί μου άρεσε το κλίμα της και δεν ήθελα να την αποχωριστώ! Τώρα, στα επιμέρους:

 

 

 

  1. Την κοίταξε αρνητικά, νομίζω εννοείς, ένευσε αρνητικά.
  2. Μου αρέσει η ανατροπή που ο γέρος της αποκαλύπτει την κατάστασή τους. I didn’t see that coming που λένε και στην βαρβαρική.
  3. Η ιδέα καλή αλλά πραγματικά κάπου το έχασα. Αυτοί ήταν όντως νεκροί, εντάξει; Γιατί την έστειλαν; Τι περίμεναν από αυτή να γίνει; Να τους αποτελειώσει, με κάποιον τρόπο, που δεν έπρεπε όμως να είναι η φωτιά;
  4. Λίγο δουλίτσα στο θέμα της γλώσσας θέλεις. Σε γενικές γραμμές όμως είναι και καλογραμμένο και ατμοσφαιρικό. Και μολονότι δεν έχω διαβάσει κάτι άλλο μου δίνεις την εντύπωση ότι ο κόσμος αυτός έχει υπόβαθρο.
  5. Ναι, τη ζητάει μία σελιδούλα ακόμη. Περισσότερη ανάπτυξη στα περί Ερπετανθρώπων, το παρελθόν της με αυτούς, τη φλασιά που έφαγε στη σπηλιά του ερημίτη και τα συνέδεσε όλα κ.ο.κ. Γράφεις ότι είναι αυτοτελές επεισόδιο αλλά νομίζω θα μπορούσε να είναι κομμάτι κύκλου ιστοριών όπου αυτά όλα να εξηγούνται.
  6. Τον λυπήθηκα τον ερημίτη!
Link to comment
Share on other sites

Γεια σου, Ιρμάντα. Ευχαριστώ για τον χρόνο σου, ελπίζω να πέρασες καλά με το κειμενάκι αυτό.

 

Είναι πολλές μέρες που θέλω να σε ρωτήσω. Τελικά, λέω να ρωτήσω. :mf_surrender:

 

Τι προβλήματα βρήκες στο θέμα της γλώσσας;

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Γεια Κασσάνδρα aka Άννα!

 

Πρώτον πέρασα καλά με το κείμενο και νομίζω ότι γενικά η κριτική μου ήταν θετική.

Δεύτερον, γιατί να περιμένεις μέρες για να ρωτήσεις; Τώρα ξαναδιάβασα το κείμενο για να το ξαναφρεσκάρω (όχι ότι με χάλασε βέβαια).

Τρίτον, δεν ανέφερα πουθενά τη λέξη πρόβλημα. Είπα "λίγη δουλίτσα". Το κατέχεις το σπορ και ό,τι παρατήρησα ήταν στο επίπεδο της πρώτης παρατήρησης, για το ένευσε. Πιστεύω πως ήδη θα τα έχεις βρει και μόνη σου.

Σε πμ σου στέλνω πιο λεπτομερή σχόλια (εφόσον ζήτησες διευκρίνηση.) Μπορεί να τα έχουν παρατηρήσει και άλλα μέλη.

Σου ξαναλέω όμως ότι γενικά η ιστορία ήταν και καλογραμμένη και ατμοσφαιρική. Είδα ότι έχεις και άλλες, και θα τις διαβάσω πολύ σύντομα.

Τα υπόλοιπα, όπως είπα, σε π.μ.

Και φυσικά, συνέχισε την καλή δουλειά σου!

Link to comment
Share on other sites

Δεν είπα ότι δεν ήταν καλή η κριτική σου, (ούτε θα σου ζήταγα εξηγήσεις αν δεν ήταν), απλά προσπάθησα να καταλάβω μόνη μου για το θέμα της γλώσσας. Γι' αυτό άργησα να ρωτήσω. Και αν ζητάω εξηγήσεις είναι γιατί θέλω να δουλεύω πάνω στα όποια προβλήματα.

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..