Jump to content

Ο ναός του Φιδιού


MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MADnJIM
Είδος: Hρωική φαντασία
Βία; Έχει λίγη μάχη..
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: Περίπου 3350
Αυτοτελής; Μπορεί να διαβαστεί και ανεξάρτητη..
Σχόλια: Ο Ν'Γκάρα είναι η δική μου εκδοχή ενός βάρβαρου ήρωα τύπου Κόναν. Αυτό είναι άλλο ένα action κομμάτι, μία σκηνή δράσης δηλαδή, όπου  σε μια φανταστική εποχή ένας βάρβαρος που ψάχνει έναν θησαυρό σε κάποιον φανταστικό τόπο μπλέκει σε κάτι που είναι κι αυτό επίσης τόσο φανταστικό όσο πρέπει για να μην χρειάζεται να γίνεται πραγματικά πιστευτό προκειμένου να περάσει την ώρα του κάποιος που το διαβάζει. Για διάφορους λόγους επί το πλείστον πλοκής δεν θα το χρησιμοποιήσω τελικά στο μυθιστόρημά μου. Ελπίζω να σας αρέσει.. :)

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ..
     

 

          Ο Ν'Γκάρα, ο μελαμψός βάρβαρος μιγάς με το γεροδεμένο κορμί από τις εύφορες πεδιάδες δυτικά των Μεγάλων Ερημιών, σταμάτησε το πιστό του άλογο στην άκρη του ξέφωτου και πήδησε από τη σέλα στο χώμα.

          Μες στη μέση του Αρχαίου Δάσους του Άρκομ, χτισμένος πάνω και μέσα στον μαύρο μονόλιθο που ξεφύτρωνε σαν παραφωνία από τη γη ανάμεσα στο απέραντο πράσινο των αιωνόβιων δέντρων, έστεκε ο παράξενος ναός που έψαχνε τόσες εβδομάδες τώρα. Είχε ακούσει γι' αυτόν από τρεις κουρελήδες περιπλανώμενους ιερείς κήρυκες του Βάλιρ στην ταβέρνα του Χρυσού Αγριόχοιρου πίσω στην Ραν Μο, στη Χρυσή Πόλη, που όπως υποστήριζαν αναζητούσαν για χρόνια τους μυθικούς θησαυρούς του Φιδιού. Έλεγαν για ένα παμπάλαιο ναό, χτισμένο από τους προάνθρωπους, τους ερπετόμορφους και ερπετολάτρες πρώτους κατοίκους της Γης πολύ πριν γεννηθεί ο Πρώτος Άνθρωπος, απόγονοι του οποίου κατάφεραν να νικήσουν και να ξεπαστρέψουν μια και καλή την αρχαία ράτσα.

          Και να που τώρα, μετά από τόση περιπλάνηση τον είχε επιτέλους βρει μέσα στο Αρχαίο Δάσος. Οι διπλοί πύργοι του εξείχαν από τον πανύψηλο μονόλιθο και αψηφούσαν τη φύση καθώς έστεκαν σαν να αιωρούνταν έξω από τα σαθρά τείχη του κυρίως κτίσματος. Περικοκλάδες και κισσοί τύλιγαν τις πέτρες σαν φλέβες πάνω στο νεκρό κορμί ενός γίγαντα, και η μόνη είσοδος, η κεντρική πύλη στη βάση του, έμοιαζε με ορθάνοιχτο από τρόμο στόμα με τις σκουριασμένες σιδεριές να κρέμονται αχρησιμοποίητες, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Το μεγαλύτερο μέρος του ναού εκτείνονταν μέσα στο μονόλιθο. Σκαλιστές στοές φιδογύριζαν σαν λαβύρινθος μέχρι τη μεγάλη αίθουσα στο κέντρο, εκεί που όπως έλεγαν οι φήμες βρίσκονταν τα λείψανα του τελευταίου Ιερέα-ερπετού για να φυλάνε τον μυθικό θησαυρό.

          Ο μιγάς ένιωσε κάθε τρίχα του κορμιού του να τσιτώνεται αντικρύζοντας το αποτρόπαιο κτίσμα. Το άλογό του ξεφύσηξε και έξυσε το χώμα με το μπροστινό του πόδι φανερά ανήσυχο, νιώθοντας προφανώς κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να νιώσει. Ο Ν'Γκάρα κοίταξε τριγύρω στο δάσος συνοφρυωμένος. Είχε καταλάβει τι δεν του κόλλαγε καλά, η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε δεν ήταν φυσιολογική. Δεν τιτίβιζαν πουλιά, δεν γρύλιζαν μικρά ζώα, δεν θρόιζαν τα φύλλα στον άνεμο. Σαν να σκέπαζε το ξέφωτο ένα αόρατο πέπλο που δεν άφηνε κανέναν ήχο να περάσει. Ασυναίσθητα το χέρι του ακούμπησε την πολυκαιρισμένη λαβή του σπαθιού του, και το κρύο μέταλλο σαν να του τσίμπησε την παλάμη ξυπνώντας τον απότομα σε μια πραγματικότητα που δεν έμοιαζε μ' αυτή που είχε συνηθίσει να βλέπει ως τότε. Και είχε δει πάρα πολλά στα ταξίδια του σε όλη τη χώρα των Λόφων, αρκετά από τα οποία δεν θα τα πίστευε κανείς αν τα διηγούνταν ποτέ σε κάποια ταβέρνα μεθυσμένος, όπως τον ξανθό γίγαντα που είχε σκοτώσει κάποτε στην Γέφυρα του Άρνοθ.

          Χάιδεψε τη μουσούδα του αλόγου του και το χτύπησε απαλά στα καπούλια για να το κάνει να απομακρυνθεί σε ασφαλή απόσταση. Μετά κατηφόρισε χωρίς δεύτερη σκέψη τη μικρή πλαγιά και πλησίασε τον ναό. Από κοντά φαινόταν ακόμα μεγαλύτερος, σχεδόν σαν το κάστρο του βασιλιά Κοχουάθ της Χρυσής Πόλης, που τα παρατηρητήριά του έβλεπαν μέχρι το μακρινό Βουνό της Φωτιάς πέρα στο Βορρά. Αναρωτήθηκε γιατί οι πύργοι δε φαίνονταν από μακρυά πάνω από τα δέντρα, και συνειδητοποίησε ότι ο τόπος που πάταγε πρέπει να ήταν δεμένος με ισχυρή μαγεία, ισχυρότερη από τις μαγείες των σαμάνων της φυλής του στα Δυτικά, ισχυρότερη κι από τη μαγεία των ακόλουθων του Βάλιρ, του θεού που έλεγχε τον ήλιο στον ουρανό κάθε μέρα. Αργά και προσεκτικά πέρασε την κεντρική πύλη και μπήκε στο προαύλιο του αρχαίου ναού.

          Ερείπια και πεσμένες τεράστιες πέτρες που κάποτε υπήρξαν κομμάτια του τοίχους χορτάριαζαν μισοχωμένες στο έδαφος διάσπαρτες σ' όλη την αυλή. Κοίταξε ψηλά και είδε έκπληκτος πως αν και ήταν μεσημέρι, από μέσα ο ουρανός φαινόταν σκοτεινός και γεμάτος αστέρια που δεν είχε ξαναδεί σαν να ήταν για καλά μέσα στη νύχτα. Ένα αρρωστιάρικο μισόφως αρκούσε ίσα ίσα για να βλέπει που πατάει το κάθε του βήμα καθώς πήγαινε με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή προς την είσοδο.

          Πρώτα τον χτύπησε η βαριά γλυκερή μυρωδιά που αναδύονταν από τα σωθικά του ναού. Με μια γκριμάτσα αποστροφής δρασκέλισε το κατώφλι και πέρασε στον προθάλαμο. Κίονες με αλλόκοτα σκαλίσματα στην κορυφή τους κρατούσαν τον σκιερό θόλο της στέγης στη θέση του. Σκαλίσματα που φαινόταν λες και τα είχαν φτιάξει γλύπτες που δεν ήταν καλά στα μυαλά τους και απέδιδαν στις δύστυχες πέτρες μορφές που θα προκαλούσαν τη λογική σε όποιον τις αντίκριζε όσοι αιώνες κι αν περνούσαν. Ένας ήχος σαν σύρσιμο τον έκανε να παγώσει στο βήμα του. Μισοτράβηξε το σπαθί του έτοιμος για οτιδήποτε θα μπορούσε να πεταχτεί ξαφνικά από τις τρεις στοές που ξεκινούσαν θεοσκότεινες από το τέρμα του προθαλάμου. Περίμενε αρκετά λεπτά ακίνητος, ανασαίνοντας αθόρυβα, προσπαθώντας να ακούσει ξανά τον ήχο, αλλά τελικά άφησε το σπαθί του να πέσει πίσω στη θήκη του και ξεφύσηξε εκνευρισμένος. Ότι κι αν ήταν ή είχε φύγει, ή έμενε ακίνητο κάπου κρυμμένο και τον περίμενε να χαλαρώσει την προσοχή του, κάτι που ο βάρβαρος δεν θα έκανε ποτέ.

          Πήρε ένα δαυλό από τον τοίχο, έσκισε ένα κομμάτι από το γιλέκο του, το τύλιξε γύρω του, και το άναψε τινάζοντας με τέχνη τις τσακμακόπετρές του. Το αδύναμο φως ήταν αρκετό για να κάνει τις σκιές να διαλυθούν χορεύοντας. Στάθηκε μπροστά στις στοές και τις φώτισε μία μία προσπαθώντας να αποφασίσει ποια θα ακολουθήσει. Στην αριστερή είδε τη φλόγα να τρεμοπαίζει, σημάδι ότι εκεί ο αέρας κινούνταν, κι αφού δεν υπήρχαν ανοίγματα άλλα εκτός από την κύρια είσοδο τότε αυτό μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να σημαίνει. Κάτι υπήρχε εκεί μέσα, κάτι που καθώς σάλευε αθόρυβα στο σκοτάδι ανάδευε τον αέρα με τον όγκο του. Κάτι προφανώς μεγάλο για να το κάνει αυτό. Βρυχήθηκε σιγανά και μπήκε στη στοά τραβώντας το σπαθί του με το ελεύθερο χέρι του. Λίγα βήματα πιο μέσα έστριβε ξανά και ξανά, μέχρι που όχι πολύ ώρα μετά κατάλαβε πως όπου κι αν ήταν αυτό που πήγαινε προς το μέρος του, δεν θα το έβλεπε παρά μόνο όταν το άγγιζε σχεδόν με το δαυλό του. Λύγισε το δυνατό γεμάτο μυς κορμί του σαν τίγρη έτοιμη να επιτεθεί και συνέχισε να προχωράει αργά όλο και βαθύτερα στο εσωτερικό του μονόλιθου. Είδε εντελώς ξαφνικά μπροστά του τα πελώρια ίσα με ανθρώπινα κεφάλια κατακόκκινα μάτια να αντιφεγγίζουν τη δειλή φλόγα του δαυλού του για μια στιγμή, πριν εξαφανιστούν μέσα στο σκοτάδι ακολουθούμενα από τον δυνατό ήχο συρσίματος πάνω στην πέτρα και ενός σφυρίγματος σαν από στόμα εκατό φιδιών μαζί.

          Ο Ν'Γκάρα κατάλαβε πως είχε ακολουθήσει τη σωστή στοά. Έτρεξε ξοπίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να του σβήσει ο δαυλός που ήταν το μόνο φως εκεί μέσα, στρίβοντας απανωτά μέχρι που τελικά βρέθηκε στη μεγάλη αίθουσα που έλεγε ο θρύλος. Εκεί στάθηκε απότομα και φέγγισε όσο γινόταν τον τεράστιο χώρο. Κολόνες χάνονταν ψηλά στο σκοτάδι, παραταγμένες η μία δίπλα στην άλλη φτιάχνοντας έναν κύκλο που περιστοίχιζε ολόκληρη την αίθουσα. Η οροφή ήταν τόσο ψηλά που δεν φαινόταν, φαινόταν όμως καθαρά το πάτωμα, που ήταν ψηφιδωτό με περίπλοκα σχέδια παράξενα και μιαρά όπως τα γλυπτά που είχε δει νωρίτερα στους κίονες της εισόδου. Ένας μεγάλος ρόμβος σχηματίζονταν από αυτά τα σχέδια, και στο κέντρο του υπήρχε ένας κύκλος με διάμετρο σχεδόν σαν ένα δωμάτιο από εκείνα που νοίκιαζε με τη βραδιά ο ταβερνιάρης πίσω στη Ραν Μο στους κουρασμένους ταξιδιώτες που έμπαιναν στο καπηλειό του για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ήταν ακριβώς στο κέντρο της αίθουσας.

          Ο μιγάς περίμενε πως αν έβρισκε την μεγάλη αίθουσα θα έβρισκε και τον μυθικό θησαυρό να τον περιμένει στοιβαγμένος κι έτοιμος για να τον πάρει, εκεί όμως δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Μούγκρισε σιγανά μερικές βλαστήμιες μέσα από τα δόντια του και προχώρησε μερικά βήματα πάνω στο πανάρχαιο ψηφιδωτό μέχρι που στάθηκε στο κέντρο του κύκλου. Προσπάθησε να φωτίσει ξανά το χώρο γύρω του όταν οι πλάκες κάτω από τα πόδια του τραβήχτηκαν απότομα και έπεσε ξαφνιασμένος στο κενό.

          Το πηγάδι στο οποίο έπεσε δεν ήταν κάθετο, αντίθετα καμπύλωνε προς το πλάι, έτσι βρέθηκε σύντομα να κουτρουβαλάει κοπανώντας στα τοιχώματα μέχρι που έγινε οριζόντιο κι εκεί σταμάτησε με το πρόσωπο κολλημένο στο χώμα. Πετάχτηκε όρθιος αγνοώντας τον πόνο σ' ολόκληρο το κορμί του και άρπαξε τον πεσμένο δαυλό για να φωτίσει και να βρει το σπαθί του που του είχε φύγει από το χέρι καθώς έπεφτε. Άκουσε τη φωνή να του μιλάει μέσα στο κεφάλι του και κοκάλωσε. Κοίταξε ταραγμένος γύρω του και είδε το σπαθί του πεσμένο λίγο πιο πέρα. Βούτηξε και το άρπαξε πετώντας ταυτόχρονα τον δαυλό του προς το κέντρο του χώρου που βρέθηκε, έκανε μια τούμπα, και πετάχτηκε όρθιος έτοιμος να αμυνθεί απέναντι σε οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που τον περίμενε εκεί κάτω.
“Ποιόςςςςςς είσσσσσσαι και τι θεςςςςςςςς...” άκουσε ξανά τη φωνή στο μυαλό του να τον ρωτάει σφυρίζοντας σαν φίδι.

          Έκανε ένα γύρο γρυλίζοντας σαν λιοντάρι που είχε περικυκλωθεί από τα κυνηγόσκυλα της Χρυσής Πόλης προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της φωνής.
“Εμφανίσου αμέσως, γιατί μα τον Βάλιρ τίποτα δεν θα σταματήσει τη λεπίδα μου από το να σου βγάλει τα σωθικά..” μούγκρισε απειλητικά με την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει τις φλέβες του.

          Δαυλοί άρχισαν να ανάβουν μόνοι τους ο ένας μετά τον άλλον κατά μήκος του μακρόστενου υπόγειου χώρου που είχε πέσει, και φώτισαν αμέτρητα φίδια κάθε μεγέθους που σέρνονταν για να βρουν ασφάλεια στις σκιές. Τα τοιχώματα ήταν ο ίδιος ο μονόλιθος, και το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με χώμα φερμένο αιώνες πριν όταν οι κτίστες είχαν σκαλίσει αυτή εδώ την παράξενη αίθουσα. Στην άλλη άκρη της ήταν ένα μικρό πλατό με τέσσερα πέντε σκαλοπάτια να το ενώνουν με το πάτωμα, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ένας μαύρος πέτρινος θρόνος. Εκεί καθόταν μια μορφή τυλιγμένη ολόκληρη σ' έναν επίσης μαύρο μανδύα με κουκούλα που τη σκέπαζε εντελώς. Γύρω από το θρόνο ήταν κουλουριασμένο ένα πραγματικά τεράστιο φίδι, εκείνο που τα μάτια του είχε προλάβει να δει νωρίτερα καθώς περιπλανιόταν ακόμα στη σκοτεινή στοά. Καθόταν σαν ήρεμο σκυλάκι δίπλα στον αφέντη του και τον κοίταζε με την διπλή γλώσσα του να μπαινοβγαίνει στο στόμα του ασταμάτητα, ενώ ένα χέρι με μακρυά αδύνατα και ροζιασμένα δάχτυλα που κατέληγαν σε γυριστά νύχια φαγωμένα στις άκρες, έβγαινε από το μανδύα και το χάιδευε απαλά στο πελώριο κεφάλι του.
“Ποιόςςςς είσσσσαι;..” ξαναρώτησε η μορφή κατευθείαν μέσα στο μυαλό του μιγά.
“Είμαι ο Ν'Γκάρα, και ήρθα για να δω αν οι θρύλοι λένε την αλήθεια..” απάντησε αγέρωχα αυτός κρατώντας πάντα το σπαθί του έτοιμο μπροστά του. “Εσύ ποιός είσαι και τι κάνεις εδώ κάτω;..” αντιρώτησε γεμάτος περιέργεια για την παράξενη φιγούρα.

          Η μορφή σηκώθηκε, κι αμέσως όλα τα φίδια που δεν είχαν ήδη κρυφτεί συρθηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν κι εξαφανίστηκαν σε αθέατες τρύπες ανάμεσα στις σκιές.
“Ν'Γκάρααα..” είπε ξανά ενώ το μεγάλο φίδι σήκωνε το τεράστιο κεφάλι του ψηλά. “Τι ζζζζζητάςςςςς Ν'Γκάραααα..”

          Ο βάρβαρος δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Μετρούσε την κατάσταση από ένστικτο, και χωρίς καν να το συνειδητοποιεί έφτιαχνε ήδη σχέδιο επίθεσης μέσα στο μυαλό του.
“Έχω ακούσει για έναν θησαυρό..” είπε αποφασίζοντας να τα παίξει όλα για όλα, “.. και ήρθα να δω με τα μάτια μου αν είναι αλήθεια.”
“Θησσσσσσαυρόόό.. Χαχαχαχαχαχαχα!...” γέλασε τότε η φιγούρα γέρνοντας πίσω το κεφάλι της.

          Η κουκούλα έπεσε και ο Ν'Γκάρα πάγωσε βλέποντας το ερπετόμορφο πλάσμα από κάτω. Το κεφάλι που φάνηκε του θύμισε τους κροκόδειλους στους Βάλτους του Μερθ, μόνο που η μουσούδα του δεν ήταν τόσο μακρυά όπως εκείνων. Είχε όμως μια σειρά από μυτερά δόντια να εξέχουν από τα φολιδωτά χείλη, ενώ το δέρμα του ήταν πρασινωπό και σκληρό όπως των φιδιών που τον περιτριγύριζαν. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και η κόρη τους ήταν μαύρη και μακρόστενη.
Πήρε αμέσως αμυντική στάση έτοιμος να χτυπήσει με το βαρύ κοφτερό σπαθί του στην παραμικρή απειλητική κίνηση.
“Άνθρωπεεεε, δεν θα βρειςςςςςς τίποτα άλλο εκτόςςςςςς από θάνατοοοο εδώώώώ...” είπε τότε δυνατά ο ερπετάνθρωπος και πέταξε εντελώς τον μανδύα από πάνω του.

          Ολόκληρο το σώμα του ήταν καλυμμένο με φολίδες. Η πλάτη του είχε μικρά τριγωνικά εξογκώματα σε διπλή σειρά, ενώ η κοιλιά του ήταν σκεπασμένη από μακρουλές κεράτινες πλάκες που έπεφταν η μια πάνω στην άλλη. Η ουρά του έδειχνε να είναι ιδιαίτερα δυνατή, ενώ κατέληγε σε μια κεράτινη μύτη σαν υπερφυσικό βέλος που απειλούσε να τον καρφώσει αν έβρισκε την ευκαιρία και το άνοιγμα για να το κάνει. Τα πόδια του έστεκαν μισολυγισμένα, και κατέληγαν σε φαρδιές πατούσες με τρία δάχτυλα η κάθε μια, με μεγάλα γαμψά νύχια τόσο δυνατά που χάραζαν την πέτρα του πλατό που στεκόταν. Το μεγάλο φίδι ανασηκώθηκε πίσω του και στάθηκε από πάνω του πλαισιώνοντάς τον και μεγιστοποιώντας την απειλή.
“Βάλιρ..” μουρμούρισε μόνο ο μιγάς και συσπειρώθηκε έτοιμος να ορμήσει.

          Ο ερπετάνθρωπος τινάχτηκε πρώτος εναντίον του με τα νύχια του προτεταμένα έτοιμα να τον σκίσουν σε λωρίδες αν τον πετύχαινε. Ο Ν'Γκάρα βούτηξε στο πλάι κι έκανε μια τούμπα για να σηκωθεί αμέσως σαν αίλουρος, πάνω στην ώρα για να αποκρούσει με το σπαθί του την ουρά που τινάζονταν πάνω του. Μ' ένα γρήγορο δεύτερο χτύπημα την έκοψε και το κομμάτι που έπεσε άρχισε να σφαδάζει πάνω στο χώμα βάφοντάς το με το αίμα του.
“Ματώνεις δαίμονα..” βρυχήθηκε ο βάρβαρος και επιτέθηκε πάλι στοχεύοντας κατευθείαν στο λαιμό του εχθρού του.

          Το μεγάλο φίδι επενέβη όμως, και σφυρίζοντας εκκωφαντικά τον χτύπησε από το πλάι και τον πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Ο μιγάς ζαλίστηκε από τη σύγκρουση, αλλά το ένστικτό του τον έσωσε καθώς δεν έμεινε στιγμή στη θέση που έπεσε, παρά κουτρουβάλησε μερικές φορές αποφεύγοντας έτσι το επόμενο χτύπημα του φιδιού. Σηκώθηκε μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις και απέκρουσε άλλη μια επίθεση του πληγωμένου ερπετάνθρωπου που του όρμησε ουρλιάζοντας μέσα στο μυαλό του. Με ένα ακόμη δυνατό κατέβασμα του σπαθιού τού έκοψε το δεξί χέρι λίγο πάνω από τον αγκώνα κάνοντας το κτήνος να σκούξει από τον πόνο για πρώτη φορά κανονικά από το στόμα του, ένας ήχος που έφτασε στ' αυτιά του Ν'Γκάρα και τον έκανε να χαμογελάσει σκληρά.

          Ο ερπετάνθρωπος τότε τον ξάφνιασε. Άρπαξε το κομμένο του χέρι από κάτω και γύρισε ταχύτατα πίσω στο πλατό. Εκεί άρχισε να ψέλνει σε μια άγνωστη για τον μιγά γλώσσα και σιγά σιγά μια φωτεινή κιτρινωπή αύρα άρχισε να τον τυλίγει και να τον σηκώνει. Ο βάρβαρος έμεινε να κοιτάζει άφωνος το θέαμα, αλλά με την άκρη του ματιού του είδε τελευταία στιγμή το μεγάλο φίδι να επιτίθεται από το πλάι και βούτηξε για άλλη μια φορά κουτρουβαλώντας για να αποφύγει τα τεράστια δόντια του ερπετού. Κάρφωσε με δύναμη το σπαθί του στο σώμα του και το έσυρε σκίζοντας το φίδι όσο περισσότερο μπορούσε πριν το τραβήξει για να ξαναεπιτεθεί. Ο ερπετάνθρωπος όμως είχε ετοιμάσει τη δύναμη που επικαλούνταν και του πέταξε μια λαμπερή μπάλα ενέργειας σαν από κίτρινη φλόγα που τον πέτυχε στην πλάτη και του έκαψε τη σάρκα αφήνοντας μια μαυρισμένη ουλή ίσα με τη γροθιά του. Μούγκρισε από τον πόνο που τον κατέκλυσε και γονάτισε για μια στιγμή, Το χέρι του έπιασε μια πέτρα κάτω στο έδαφος, τη σήκωσε, γύρισε, και την εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη στον μάγο πάνω στο πλατό. Τον πέτυχε στο πρόσωπο ακριβώς τη στιγμή που άλλη μια μπάλα κίτρινης φωτιάς έφευγε από το μοναδικό του χέρι. Ο Ν' Γκάρα κυλίστηκε στο πλάι για να την αποφύγει και ήρθε μπροστά στο φίδι που τίναζε το πελώριο κεφάλι του καταπάνω του με το στόμα του ορθάνοιχτο. Το κάρφωσε στη μύτη ανάμεσα στα ρουθούνια, και το τεράστιο ερπετό έκανε πίσω σφυρίζοντας ξαφνιασμένο. Ο μιγάς άρπαξε την ευκαιρία και όρμησε. Έκανε μερικές γρήγορες δρασκελιές, και ενώ το φίδι ετοιμαζόταν να ορμήσει ξανά πήδησε και βρέθηκε πάνω στη μουσούδα του. Του έμπηξε το σπαθί στο αριστερό του μάτι και ένα γλειώδες υγρό πετάχτηκε πάνω του ενώ το χρησιμοποιούσε σαν λαβή για να τινάξει το κορμί του ψηλά. Με μια περιστροφή στον αέρα προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι του θηρίου που προσπάθησε να τον αποτινάξει, και μ' ένα δυνατό βρυχηθμό στο τέλος της αδιάκοπης κίνησής του το κάρφωσε ακριβώς στο μέτωπο χώνοντας ολόκληρη τη μακρυά λάμα μέχρι τη λαβή μέσα στο κρανίο του.

          Πήδηξε στο έδαφος ενώ πίσω του ακόμα το φίδι τινάζονταν δεξιά κι αριστερά σαν τρελό καθώς πέθαινε με τον εγκέφαλό του τρυπημένο. Ο ερπετάνθρωπος πάνω στο πλατό έσκουξε με δύναμη βλέποντας το ζώο του να ξεψυχάει. Πέταξε άλλες δυο μπάλες φωτιάς που τη μία ο μιγάς την απέφυγε κάνοντας στο πλάι, και την άλλη την απέκρουσε με το σπαθί του τινάζοντας φωτιές παντού τριγύρω στο έδαφος. Καθώς το μεγάλο φίδι έπαυε να σαλεύει έχοντας ξεψυχήσει, η αύρα γύρω από τον μάγο άρχισε να τρεμοπαίζει, και ο βάρβαρος κατάλαβε πως είχε αποδυναμωθεί και τώρα ήταν η ευκαιρία του. Όρμησε σαν ταύρος, σκυφτός με το κεφάλι μπροστά, κι ακόμα πιο μπροστά το σπαθί του, και ανέβηκε στο πλατό πέφτοντας πάνω στον ερπετάνθρωπο με όλη του τη δύναμή. Τον τίναξε αρκετά μέτρα πάνω στο έδαφος, αλλά δεν στάθηκε δευτερόλεπτο, παρά πήδησε ξοπίσω του και προσγειώθηκε πάνω του μουγκρίζοντας, τρυπώντας τον με το σπαθί του ακριβώς στο κέντρο του στήθους του, σκίζοντας τις κεράτινες πλάκες σαν να ήταν από χαρτί. Ο ερπετάνθρωπος του κατάφερε ένα τελευταίο αδύναμο χτύπημα με το χέρι του στα πλευρά κάνοντάς του τρεις βαθιές πληγές με τα νύχια του, αλλά ο Ν'Γκάρα είχε μεθύσει τόσο από την αδρεναλίνη και την μυρωδιά της νίκης του που δεν κατάλαβε τίποτα. Τράβηξε το σπαθί του, και με μια οριζόντια κίνηση του χεριού του αποκεφάλισε τον μάγο πετώντας πέρα το αποκρουστικό κεφάλι του.

          Ένας ήχος σαν πέτρα που τρίβεται πάνω σε πέτρα ακούστηκε πίσω του πάνω στο πλατό. Ο μιγάς γύρισε έτοιμος να αντιμετωπίσει κι άλλη απειλή, αλλά το μόνο που είδε ήταν τον πέτρινο θρόνο να πέφτει στο πλάι και τις πλάκες να αποτραβιούνται και να αποκαλύπτουν μια σκάλα που κατέβαινε φιδογυριστά στα έγκατα του ναού. Πήρε έναν δαυλό και την κατέβηκε αργά και προσεκτικά μη ξέροντας τι άλλο θα μπορούσε να τον περιμένει στο τέλος της.

          Ένας μικρός βωμός σαν βάθρο βρισκόταν εκεί, και πάνω του υπήρχε κλειστό ένα ογκώδες δερματόδετο βιβλίο με κατάμαυρα εξώφυλλα και φαγωμένες από το χρόνο άκρες. Ο N'Γκάρα πήγε κοντά και άπλωσε το χέρι του για να το ανοίξει, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να μετανιώσει και κρατήθηκε. Το κοίταξε σκεφτικός για λίγο μέχρι να αποφασίσει πως αφού δεν υπήρχε θησαυρός τότε εκείνοι οι ιερείς πρέπει να εννοούσαν αυτό ακριβώς το βιβλίο και τα μυστικά των προηγούμενων λαών που περπάτησαν στη Γη που έκρυβε στις σελίδες του. Αυτό, και η γνώση που είχε μέσα του, ήταν ο θησαυρός τους.

          Δεν ήθελε καμία σχέση με τη μαγεία του, με καμία μαγεία για την ακρίβεια. Η απόφασή του ήταν εύκολη και την πήρε αμέσως. Άπλωσε τον δαυλό και άναψε τις άκρες του βιβλίου, που άρπαξε αμέσως κι άρχισε να καίγεται γρήγορα, τσιτσιρίζοντας όπως η σάρκα όταν την ακουμπάει φλόγα. Το είδε να γίνεται σε ελάχιστο χρόνο εντελώς στάχτη, και μετά με την μύτη του σπαθιού του την έριξε στο χώμα και τη διέλυσε μέχρι που δεν έμεινε ούτε το παραμικρό ίχνος. Γκρέμισε και τον μικρό βωμό, και ικανοποιημένος γύρισε την πλάτη του κι άρχισε να ανεβαίνει ξανά τη σκάλα που τον οδήγησε μέχρι εκεί.

          Όταν τελικά κατάφερε να βγει από τον ναό έξω στο ξέφωτο είχε νυχτώσει. Κοίταξε στον ουρανό και είδε τα αστέρια να σχηματίζουν τους γνωστούς του αστερισμούς, αυτούς που είχε μάθει από παιδί να εμπιστεύεται και να ακολουθεί στις περιπλανήσεις του. Πίσω του ο ναός γκρεμιζόταν αργά. Οι δύο πύργοι του διαλύθηκαν και έπεσαν στο έδαφος, ενώ το κυρίως κτίσμα δίπλωσε προς τα μέσα και χάθηκε στο εσωτερικό του μονόλιθου σαν να κατάπινε τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ν'Γκάρα απόρησε γιατί δεν ακουγόταν κανένας ήχος, κανένας βρόντος ή πάταγος, τίποτα απολύτως, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να χαμογελάσει πάλι σκληρά με το αλλόκοτο θέαμα. Όποια μαγεία κι αν τον κρατούσε όρθιο τόσους αιώνες είχε πια χαθεί, και μαζί της και τα τελευταία σημάδια των ερπετόμορφων προανθρώπων πάνω στη Γη.

          Ο Ν'Γκάρα σφύριξε δυνατά βάζοντας δυο δάχτυλα στο στόμα του και το πιστό του άλογο ήρθε αμέσως καλπάζοντας και στάθηκε μπροστά του χρεμετίζοντας χαρούμενο που έβλεπε πάλι το αφεντικό του. Το καβάλησε βογκώντας κρατώντας τις πληγές στα πλευρά του, και το άφησε να τον βγάλει από το Αρχαίο Δάσος για να τον οδηγήσει πίσω στον πολιτισμό.

          Είχε βρει τον μυθικό θησαυρό του Ναού του Φιδιού, και είχε κρίνει πως δεν τον χρειάζεται, του αρκούσε που ήταν ζωντανός ξέροντας πως τον περίμεναν τόσες και τόσες ακόμα περιπέτειες στο μέλλον.-

                                                           By MADnJIM    

Edited by MadnJim
Link to comment
Share on other sites

Γιέεϊ, σορντ εντ σόρσερι. Τυπικότατο δείγμα του είδους, δεν λείπει τίποτα απολύτως. Ο βάρβαρος με το σπαθί και ο μάγος με τις μπάλες φωτιάς, ο αλλόκοτος ναός στη μέση του πουθενά (τι κάνουν όλοι αυτοί οι μάγοι στη μέση του πουθενά, όταν δεν είναι εκεί οι βάρβαροι ήρωες; πώς περνάν τις μέρες τους; ) η αναζήτηση του θησαυρού, ακόμα και το σφύριγμα στο άλογο.

 

Σε αυτές τις περιπτώσεις το ερώτημα είναι, γιατί να γραφεί ακόμα ένα διήγημα αυτού του είδους, από τη στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες τέτοια; Και η προφανής απάντηση: επειδή μας αρέσει να τα διαβάζουμε.

 

Στα θετικά βάζω τη συμπεριφορά του βάρβαρου, την απόφασή του στο τέλος, τόσο ιν κάρακτερ! Αν και θα μπορούσε να γρυλίζει και να βρυχάται λιγότερο όσο περιφέρεται στους διαδρόμους ενός εντελώς αγνώστου και απειλητικού ναού, θα ήταν πιο λογικό να το κάνει εντελώς αθόρυβα και να κρατάει τους βρυχηθμούς για τις μάχες ξερωγώ.

Επίσης το ότι δεν ήταν ο κλασικός ψευτοκέλτης/ψευτοβίκινγκ βάρβαρος.

 

Στα τεχνικά, τώρα. Όπως καταλαβαίνεις, κάτι τόσο πολυφορεμένο πρέπει να είναι εντελώς άρτιο. Σε γενικές γραμμές η γραφή δεν έχει προβλήματα, αλλά νομίζω ότι θα ήθελε μερικά περάσματα ακόμα. για να λειάνει μερικά σημεία όπως πχ αυτά:

 

«Ο Ν'Γκάρα κατάλαβε πως είχε ακολουθήσει τη σωστή στοά. Έτρεξε ξοπίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να του σβήσει ο δαυλός που ήταν το μόνο φως εκεί μέσα, στρίβοντας απανωτά μέχρι που τελικά βρέθηκε στη μεγάλη αίθουσα που έλεγε ο θρύλος.»

 

«Ο βάρβαρος δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Μετρούσε την κατάσταση από ένστικτο, και χωρίς καν να το συνειδητοποιεί έφτιαχνε ήδη σχέδιο επίθεσης μέσα στο μυαλό του.»

 

Γενικά, ωραίο, παραδοσιακό, διαβάζεται ευχάριστα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σε αυτές τις περιπτώσεις το ερώτημα είναι, γιατί να γραφεί ακόμα ένα διήγημα αυτού του είδους, από τη στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες τέτοια; Και η προφανής απάντηση: επειδή μας αρέσει να τα διαβάζουμε.

 

Και δεν θα τα χορτάσουμε ποτέ, θα μου επιτρέψεις να συμπληρώσω!!:)

 

Σ' ευχαριστώ που διάβασες και σχολίασες την ιστορία μου, και χαίρομαι που τη βρήκες ικανοποιητική γιατί πράγματι είναι ένα εξαιρετικά χιλιογραμμένο θέμα, και με έναν Κόναν να έχει αφήσει τέτοια παρακαταθήκη που πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει από τη δική του εικόνα..:)

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Καλή χρονιά σου εύχομαι!

 

Λοιπόν...αρχίζουμε με τα σχολιάκια μας!

Να διευκρινίσω πως έχω αδυναμία στους sword and sorcery χαρακτήρες και στις sword and sorcery ιστορίες γενικά. Η ιστορία σου «παίρνει» συν πόντους για αυτό το λόγο.

Από κει και ύστερα....πολύ θυμίζει Κόναν βρε παιδί μου. Και το θέμα, ναός του φιδιού και όλα. Κάποια ιστορία του Χάουαρντ με βάρβαρους που πέφτουν επάνω σε έναν ναό των Μεγάλων Παλαιών, αυτή θυμήθηκα.

  • Πρόσεχε τις μακροπερίοδες προτάσεις. Κάποτε λειτουργούν, αλλά είναι δύσκολες στο χειρισμό τους και θέλουν μαστοριά.
  • Δεν ξέρω αν είναι σωστό να λες πολυκαιρισμένη λαβή σπαθιού, γιατί παραπέμπει σε κάτι που τρώγεται ή τέλος πάντων σε κάτι που ενδέχεται να μην λειτουργεί σωστά λόγω παλαιότητας. Ενώ προφανώς θες να πεις πολυχρησιμοποιημένη λαβή σπαθιού.
  • Είναι ο τοίχος, του σπιτιού μας, αλλά το τείχος, του κάστρου. Σε κάποιο σημείο τα μπερδεύεις.
  • Η λέξη πλατό νομίζω δεν είναι διόλου επιτυχημένη. Να έβαζες βάθρο, ίσως;

Και η τελευταία μου ένσταση: γιατί δεν σκέφτηκε να πάρει το βιβλίο και να το πουλήσει; Αφού είναι βέβαιος ότι κάποιοι το θεωρούν θησαυρό αυτό το βιβλίο. Όλο και κάποιος wannabe μάγος/ αρχιερέας/ αρχικακός θα ενδιαφερόταν. Εκτός και αν ήθελε να προστατεύσει τον κόσμο από τις γνώσεις που το βιβλίο ενδεχομένως περιείχε.  Σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξηγήσεις το σκεπτικό του λίγο καλύτερα.

Αυτά!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ειρήνη και πάλι σ' ευχαριστώ για τον χρόνο σου να διαβάσεις και να σχολιάσεις.:)

Στην άλλη ιστορία του Ν'Γκάρα σου έχω απαντήσει για το "μυθιστόρημα", μην τα γράφω πάλι κι εδώ.

Στην τελευταία σου απορία με το βιβλίο συμφωνώ, αλλά δεν ήθελα να το τραβήξω κι άλλο. Προτίμησα με αυτή τη φράση να εξηγήσω στα γρήγορα την απόφασή του, και να το κλείσω εκεί: "Δεν ήθελε καμία σχέση με τη μαγεία του, με καμία μαγεία για την ακρίβεια. Η απόφασή του ήταν εύκολη και την πήρε αμέσως."

 

Καλή χρονιά!:)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 9 months later...

Λοιπόν, παίζει να είναι και η πιο "προσγειωμένη" ιστορία που έχω διαβάσει δικιά σου, πόσο μάλλον με τον Ν'Γκάρα (εννοώντας φυσικά ότι δεν έχει υπερβολές) και αρκέτα "Κονανική", πράγμα που βλέπω από το σχόλιο σου ότι έχεις επιρροές από κει.

 

Γενικά όμως η ιστορία είναι αρκετά καλή, αν και το φινάλε με το βιβλίο και το νάο μου θύμισαν λίγο την ιστορία με τον Όρο, όμως μου άρεσε.

 

'Οπως και να χει, περιμένω την επόμενη περιπέτεια του Ν'Γκάρα (άλλη δεν υπάρχει στο φόρουμ, σωστά; ). :)

Edited by Blacksword
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, παίζει να είναι και η πιο "προσγειωμένη" ιστορία που έχω διαβάσει δικιά σου, πόσο μάλλον με τον Ν'Γκάρα (εννοώντας φυσικά ότι δεν έχει υπερβολές) και αρκέτα "Κονανική", πράγμα που βλέπω από το σχόλιο σου ότι έχεις επιρροές από κει.

 

Γενικά όμως η ιστορία είναι αρκετά καλή, αν και το φινάλε με το βιβλίο και το νάο μου θύμισαν λίγο την ιστορία με τον Όρο, όμως μου άρεσε.

 

'Οπως και να χει, περιμένω την επόμενη περιπέτεια του Ν'Γκάρα (άλλη δεν υπάρχει στο φόρουμ, σωστά; ). :)

 

Είναι ένα παλιότερο κομμάτι που πίστευα πως δεν θα χρησιμοποιούσα κάπου, αλλά τελικά ήρθε ο καιρός που μπήκε σχεδόν αυτούσια μέσα σε άλλη ιστορία, αυτή με τον Όρο. γι' αυτό και σου τη θύμισε. :)

Όχι, στο φόρουμ δεν υπάρχει άλλη του Ν'Γκάρα, προς το παρόν. Stay tuned...

Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο, χαίρομαι που σου άρεσε. :)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..