Jump to content

Μαρμαρυγή


elgalla

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη Ευριπίδου
Είδος: urban fantasy
Βία/Σεξ; Όχι/όχι
Αριθμός Λέξεων: 2869
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Γράφτηκε για τον 37ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας Φάντασυ με Θέμα: Άβαταρ/Ενσάρκωση, αλλά μιας που δεν πρόλαβα την προθεσμία το ανεβάζω έτσι. Μαρμαρυγή = λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία. 

 

 

 

 

Η δουλειά είχε πέσει τελευταία˙ αναμενόμενο, βέβαια. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά για πέταμα κι οι περισσότεροι προτιμούσαν να συνεχίσουν να ανέχονται το φάντασμα του γκρινιάρη παππού ή του ζηλιάρη συζύγου από το να πληρώσουν κάποιον για να το ξεφορτωθεί. Ίσως να έπειθαν τους εαυτούς τους ότι η μετά θάνατον ζωή δεν ήταν και τόσο άσχημη ή ίσως να συνειδητοποιούσαν, διαισθητικά, αυτό που σε μένα και άλλους συναδέλφους είχε πάρει χρόνια για να καταλάβουμε: οι ζωντανοί ήταν μακράν πιο επικίνδυνοι και πιο τρομακτικοί από τους νεκρούς. Όπως και να’χει, ήταν ένα επώδυνα ηλιόλουστο πρωινό του Ιουλίου κι η Αθήνα ήταν ένα πυρακτωμένο καμίνι που ξερνούσε κύματα ζέστης και δυσωδίας καθώς, για πολλοστή φορά φέτος το καλοκαίρι, οι σκουπιδιάρηδες απεργούσαν. Δεν περίμενα κανέναν κι είχα κατέβει τους δύο ορόφους από το διαμέρισμά μου μέχρι το γραφείο μου φορώντας μια βερμούδα, ένα φανελάκι και τις παντόφλες μου. Έτσι, όταν άκουσα το χτύπημα στην πόρτα μου, θεώρησα πως ήταν ο Γιώργος από απέναντι που μου είχε φέρει τον καφέ μου, όπως κάθε πρωί.

«Περάστε» είπα, χωρίς καν να σηκώσω το βλέμμα μου από το Άρλεκιν που διάβαζα.

Η πόρτα άνοιξε κι ο χώρος πλημμύρισε ευωδιαστά νυχτολούλουδα – ή, τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε δεδομένης της αναπάντεχης εισροής γυναικείου αρώματος στο δωμάτιο. Έτοιμος να κάνω ένα καυστικό σχόλιο στο Γιώργο για την ατυχή επιλογή άφτερ σέηβ, έκλεισα τον Καουμπόυ της Καρδιάς της και κοίταξα προς την πόρτα.

«Ο κύριος Συμεών;» ρώτησε η γυναίκα που στεκόταν στο κατώφλι μου και θα ορκιζόμουν πως ένα πυρηνικό μανιτάρι σχηματίστηκε εκεί όπου κάποτε βρισκόταν το κεφάλι μου.

Η φωνή της ήταν υγρό δέρμα και βελούδινες σκιές τις πρώτες ώρες της αυγής. Τα μαλλιά της ήταν τα δάκρυα των πεύκων, το πιο καθαρό ρετσίνι, και τα μάτια της είχαν το χρώμα των παραθυρόφυλλων στα νησιά του Αιγαίου. Πίσω απ’ τα χείλη της κρύβονταν τα μυστικά του σύμπαντος. Ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, με λεπτοκαμωμένα άκρα και μακριά δάχτυλα. Φορούσε ένα τζην τόσο στενό που το κορμί της έμοιαζε να ασφυκτιά φυλακισμένο εντός του, μια απλή, λευκή μπλούζα και μπλε, ψηλοτάκουνες γόβες. Θα έδινα τη μισή μου ψυχή για να την έχω μια νύχτα στο κρεβάτι μου. Διάολε, θα έδινα ολόκληρη την ψυχή μου, την καρδιά μου και τα δύο μου νεφρά αν χρειαζόταν. Ξεροκατάπια.

«Περάστεκαθίστεμπορώνασαςπροσφέρωκάτι;»

Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα μου κολλημένες, θαρρείς κι είχα γλύψει λίγο απ’ το μέλι που κρυβόταν στο σκοτάδι ανάμεσα στα στήθη της. Εκείνη χαμογέλασε ελαφρά και, με τη νωχελικότητα μιας γυναίκας που ξέρει ότι παρακολουθείς την κάθε της κίνηση, κάθισε στην καρέκλα απέναντί μου. Άνοιξα το πρώτο συρτάρι που βρήκα μπροστά μου και πέταξα μέσα το Άρλεκιν χωρίς να δω καν πού είχα μείνει. Οι ρομαντικές περιπέτειες της Σίρλεϋ και του Νταγκ μπορούσαν να περιμένουν.

«Ευχαριστώ, είμαι εντάξει» είπε. «Δεν θα σας απασχολήσω για πολύ. Είμαι σίγουρη ότι έχετε…» έκανε μια παύση και περιεργάστηκε την ακαταστασία γύρω της, τις στοίβες από καταλόγους σουβλατζίδικων και πιτσαριών προτού συνεχίσει, κυρτώνοντας τα χείλη τη ακόμη περισσότερο «…πολλή δουλειά.»

Ξερόβηξα αμήχανα.

«Το όνομά σας;» ρώτησα.

«Καλλιστώ Παπαδήμα», απάντησε γρήγορα.

Δεν ήταν το πραγματικό της όνομα, αλλά, από την άλλη, ούτε το δικό μου ήταν Αλέξιος Συμεών.

«Σας ακούω.»

«Απ΄ό,τι καταλαβαίνω ειδικεύεστε σε…ιδιαίτερες υποθέσεις, σωστά;»

«Σωστά» επιβεβαίωσα, ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο.

«Ψάχνω την αδερφή μου. Ή μάλλον, δεν την ψάχνω, μιας και τυχαίνει να ξέρω ακριβώς πού βρίσκεται. Αλλά χρειάζομαι κάποιον για να τη βοηθήσει να δραπετεύσει από κει. Βλέπετε, δεν μου επιτρέπεται η είσοδος στη συγκεκριμένη…επιχείρηση.»

Έσμιξα τα φρύδια μου παραξενεμένος.

«Ακούγεται σαν κάτι που θα έπρεπε να αναλάβει η αστυνομία» σχολίασα.

Το χαμόγελό της πλάτυνε κι άλλο και διέκρινα αμυδρά τη γυαλάδα των δοντιών της.

«Θα ήταν, αν η αδερφή μου ήταν άνθρωπος.»

Με ανανεωμένο ενδιαφέρον, έπιασα έναν παλιό λογαριασμό της ΔΕΗ κι ένα μολύβι τόσο χρησιμοποιημένο που ήταν κοντύτερο απ’ το μικρό μου δάχτυλο κι άρχισα να σημειώνω.

«Το όνομα της αδερφής σας;» ρώτησα.

«Αφροδίτη» είπε κι η φωνή της γέμισε λυγμούς που δεν είχαν ξεσπάσει.

Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα, αλλά δεν είπε τίποτα περισσότερο. Σημείωσα το όνομα.

«Και τι ακριβώς είναι η αδερφή σας;» ρώτησα. «Οφείλω να σας ενημερώσω πως, παρότι έχω κάποια εμπειρία και με άλλα πλάσματα, η ειδικότητά μου είναι τα φαντάσματα.»

Ένευσε καταφατικά και συνειδητοποίησα, ξαφνικά, ότι δεν μπορούσα να προσδιορίσω την ηλικία της. Έμοιαζε νέα, μα τα μπλε παραθυρόφυλλα που είχε για μάτια άνοιγαν σε κόσμους μακρινούς κι απάτητους, σε ιεροτελεστίες της φωτιάς και της βροχής και σε αρχαία μυστήρια.

«Το γνωρίζω, γι’ αυτό και ήρθα σε σας.»

Ήταν η πρώτη φορά που με πλήρωναν για να βρω ένα φάντασμα κι όχι για να το ξεφορτωθώ. Αν μη τι άλλο, θα είχε ενδιαφέρον και, κρίνοντας από το απατηλά απλό και πανάκριβο περιτύλιγμα της νέας μου πελάτισσας, τα λεφτά θα ήταν καλά.

«Τι μπορείτε να μου πείτε για την επιχείρηση στην οποία κρατείται η αδερφή σας;»

Ανασήκωσε τους ώμους της κι ο ήλιος έκανε τις φακίδες στο δέρμα της να λάμψουν, ρόδινη άμμος σκορπισμένη στο νεφελώδες λευκό του κορμιού της. Αναρωτήθηκα αν είχε φακίδες παντού.

«Είναι μια ιδιωτική λέσχη με το όνομα Ζοφερός Οίκος, όπου φημολογείται ότι συχνάζουν διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα της χώρας. Πέρα από την αδερφή μου κρατούνται κι άλλοι, αλλά δεν γνωρίζω ούτε τον αριθμό τους ούτε τη φύση τους. Οι πληροφοριοδότες μου λένε πως η ασφάλεια είναι περισσότερο μεταφυσική παρά φυσική. Δεν φαντάζομαι αυτό να είναι πρόβλημα για σας;» ρώτησε μ’ έναν τόνο που καθιστούσε σαφές ότι, ακόμη κι αν ήταν πρόβλημα, δεν ήθελε να το ξέρει.

Συνδέθηκα με το κινητό μου στο δίκτυο του γείτονα και πληκτρολόγησα το όνομα στην οθόνη μου. Ίριδος 10, Φιλοθέη. Ετοιμαζόμουν να σχολιάσω ότι το πρόβλημα δεν θα ήταν οι μεταφυσικές προστασίες αλλά το πώς θα περνούσα την εξώπορτα, δεδομένου ότι, απ’ ό,τι έβλεπα στην αινιγματική ιστοσελίδα της επιχείρησης, η είσοδος επιτρεπόταν αυστηρά και μόνο μετά πρόσκλησης, όταν η Καλλιστώ έσπρωξε κάτι προς το μέρος μου. Ήταν ένας φάκελος από ακριβό χαρτί στο χρώμα της ασφάλτου, σφραγισμένος με βουλοκέρι. Παρατήρησα το σύμβολο πάνω στο κερί: ένα παράξενο σχήμα που έμοιαζε με εννεάκτινο άστρο, μέσα σ΄έναν κύκλο. Σηκώνοντας το φάκελο, γλίστρησε από κάτω μια επιταγή. Ο αριθμός ήταν τετραψήφιος.

«Αυτό θα σας βοηθήσει να μπείτε. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από εσάς» είπε, καθώς σηκωνόταν. Κοντοστάθηκε για λίγο στην πόρτα πριν βγει. «Δεν ήταν εύκολο να αποκτήσω αυτή την πρόσκληση, κύριε Συμεών. Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν δεν χρειαζόταν να σας εξασφαλίσω δεύτερη.»

Ένευσα καταφατικά, κοιτώντας μία τα τέσσερα ψηφία στο παραλληλόγραμμο χαρτί που είχα στα χέρια μου και μία το σαγηνευτικό λίκνισμα των γοφών της καθώς απομακρυνόταν. Πήρα τον Καουμπόυ της Καρδιάς της από το συρτάρι, κλείδωσα το γραφείο κι ανέβηκα πάνω, στο σπίτι, για να περάσω τρυφερές στιγμές με τη ντουζιέρα μου και το ευπρόσδεκτα παγωμένο νερό της.

 

***

 

Αποφάσισα να πάω στο Ζοφερό Οίκο το ίδιο βράδυ. Όχι γιατί βιαζόμουν να ξεμπερδεύω με την υπόθεση αλλά επειδή κάπου μέσα μου ήλπιζα ότι, αν της παρέδιδα την αδερφή της γρήγορα και ασφαλή, ίσως έμπαινε σε πειρασμό να με ανταμείψει και με άλλους τρόπους, πέραν του χρηματικού. Έφτασα στην οδό Ίριδος κατά τις εννιά και μου πήρε γύρω στα πέντε λεπτά να βρω το μέρος. Ήταν ένα διώροφο, νεοκλασικό κτήριο, βαμμένο σε αποχρώσεις του κρεμ και του λευκού. Βαριές, μπλε κουρτίνες κάλυπταν όλα τα παράθυρα κι η καλογυαλισμένη, ξύλινη πόρτα δεν θα κουνιόταν από τη θέση της παρά μόνο με πολιορκητικό κριό. Δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό οικοδόμημα, ούτε τραβούσε την προσοχή – κάτι το οποίο, προφανώς, ήταν επιθυμητό. Βρήκα μια σκοτεινή γωνία απέναντι και παρατήρησα για λίγο την κίνηση. Αραιά και πού, κάποιος εμφανιζόταν, χτυπούσε την πόρτα, έδειχνε κάτι κι έμπαινε μέσα. Όλοι τους ήταν ντυμένοι απλά και, ξαφνικά, αισθάνθηκα εκτός τόπου και χρόνου μέσα στο κοστούμι μου. Περίπου ένα σαραντάλεπτο μετά την άφιξή μου, ίσιωσα το σακάκι μου και ξετρύπωσα από τις σκιές. Με την πρόσκληση ανά χείρας, χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε ένας μπρατσωμένος τύπος, ντυμένος στα μαύρα, με ξυρισμένο κεφάλι και μικρά μάτια. Του έδειξα το φάκελο και τον πήρε, χωρίς να πει λέξη. Παραμέρισε, κάνοντάς μου νόημα να περάσω.

Το εσωτερικό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το εξωτερικό. Παχύ, λευκό χαλί κάλυπτε το δάπεδο κι έπνιγε τα βήματά μου, ενώ οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μια γκρίζα ταπετσαρία διακοσμημένη με ασημένιες περικοκλάδες. Τα κρύσταλλα έλαμπαν στους πολυελαίους σαν σταγόνες βροχής που είχαν παγώσει στο χρόνο και τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από σκούρο ξύλο, επιβλητικά μα λιτά. Οι προστασίες του χώρου ήταν πανίσχυρες και μου προκαλούσαν πονοκέφαλο. Μπροστά μου στεκόταν ένας μικροκαμωμένος άντρας με μαύρα μαλλιά και περιποιημένο μούσι. Φορούσε ένα στενό κοστούμι στο εντυπωσιακό μπλε χρώμα των φτερών του παγονιού και κρατούσε ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι. Μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Καλώς ήρθατε στο Ζοφερό Οίκο. Ονομάζομαι Χάρης Ζόφος και είμαι ο ιδιοκτήτης αυτής της επιχείρησης. Μιας και είστε καινούριος εδώ, να σας ενημερώσω ότι απαγορεύονται οι επαφές μεταξύ μελών, όπως και οι διαπληκτισμοί. Εγγυόμαστε απόλυτη ανωνυμία και εχεμύθεια, κάτι το οποίο σίγουρα γνωρίζετε, δεδομένου του εκλεκτού μας πελατολογίου. Η πρώτη επίσκεψη είναι δωρεάν, αλλά οι επόμενες κυμαίνονται από χίλια μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ, ανάλογα την περίπτωση. Είμαστε οι μόνοι στο χώρο που μπορούμε να καυχηθούμε για την απόλυτη επιτυχία των μεθόδων μας.»

Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε, αλλά δεν μου άρεσε η φωνή του. Ήταν χαμηλή κι ελαφρά γλοιώδης και σιχαμερή. Μου χαμογέλασε φιλικά, αφήνοντας να αποκαλυφθεί μια σειρά από αφύσικα λευκά και κοφτερά δόντια. Ανατρίχιασα.

«Για πείτε μου, λοιπόν, ποια είναι η δική σας προτίμηση; Ευφυία; Δύναμη; Ομορφιά; Νιότη; Μαγεία; Ό,τι κι αν ψάχνετε, έχετε έρθει στο κατάλληλο μέρος. Ο Ζοφερός Οίκος είναι στη διάθεσή σας για να πραγματοποιήσει κάθε σας επιθυμία.»

Σκέφτηκα την Καλλιστώ κι αναρωτήθηκα αν ήταν κι αυτή ανάμεσα στις επιθυμίες που θα μπορούσε να μου πραγματοποιήσει ο Ζοφερός Οίκος.

«Θέλω την Αφροδίτη» είπα, προσπαθώντας να κρύψω τη νευρικότητά μου.

Έκπληξη πέρασε στιγμιαία από τα ακαθόριστου χρώματος μάτια του συνομιλητή μου, αλλά ο ίδιος ήταν πολύ καλύτερος ηθοποιός απ’ ότι εγώ. Υποκλίθηκε ξανά.

«Όπως επιθυμείτε. Ακολουθήστε με, παρακαλώ.»

Κατευθύνθηκε προς τις σκάλες που οδηγούσαν πάνω. Ο πονοκέφαλός μου εντεινόταν καθώς ανεβαίναμε, πράγμα που σήμαινε ότι οι προστασίες εκεί ήταν πιο ισχυρές. Άρχισαν να φτάνουν στ’ αφτιά μου κάθε λογής ήχοι που δεν περίμενα ν’ ακούσω. Βογκητά πόνου και ηδονής, ουρλιαχτά και αναφιλητά, αναμεμειγμένα με το σπαραχτικό παραλήρημα κάποιας άμοιρης ψυχής. Τι στο καλό ήταν αυτό το μέρος;

Ο διάδρομος έμοιαζε μακρύτερος απ’ όσο θα φανταζόμουν κρίνοντας από την εξωτερική όψη του σπιτιού. Πόρτες δεξιά κι αριστερά, στη συντριπτική πλειοψηφία τους κλειστές, ήταν το μόνο κόσμημα αυτού του ορόφου. Περνώντας από μια ανοιχτή πόρτα, διέκρινα τη μορφή ενός γιγαντόσωμου άντρα με πυκνά, αχτένιστα μαλλιά, κουλουριασμένου σε μια γωνία. Νερό έσταζε από πάνω του και στα ρουθούνια μου έφτασε μια μυρωδιά αλμύρας.

«Έρχονται για να τους δώσω μαγεία, για να τους δώσω γητειές και θελήματα. Έρχονται για να τους δώσω τη Μαρμαρυγή μα έρχονται χωρίς σπονδές, χωρίς θυσίες. Έρχονται και παίρνουν, μόνο παίρνουν και ποτέ δεν δίνουν τίποτα, ακόμη κι αυτοί, αυτοί που είναι εδώ κι όχι αλλού, ακόμη κι αυτοί που θα έπρεπε να πιστεύουν δεν πιστεύουν και πέρα, μακριά, στο Τιρ Να Νογκ, η αιώνια νιότη σβήνει και χάνεται, ξεψυχάει μέρα με τη μέρα καθώς οι Τουάθα αιμορραγούν την αλλοτινή τους δύναμη, καθώς οι άνθρωποι ξεχνάνε κι οι θεοί σφάζονται για ψίχουλα, για να καπηλευτούν ο ένας τη Μαρμαρυγή του άλλου, μα κι αυτοί ξεχνάνε, ξεχνάνε πως άνθρωποι μας έφτιαξαν κι άνθρωποι μας σκοτώνουν, έναν προς έναν. Πρώτος ο Αένγκους Ογκ και τελευταίος ο Μαναννάν Μακ Λιρ, τόσο μακριά από το πράσινο και τα βράχια της πατρίδας μου, τόσο μακριά από την ατέρμονη θάλασσα, την πιο παλιά, την πιο γνώριμη ερωμένη…τόσο μακριά απ’το Τιρ Να Νογκ…»

Ο ιδιοκτήτης του Ζοφερού Οίκου στάθηκε μπροστά σε μια πόρτα και την άνοιξε. Έδειχνε απολύτως ατάραχος, σαν να μην είχε ακούσει λέξη από το θαλασσοδαρμένο μουρμουρητό του άντρα.

«Περάστε» μου είπε. «Έχετε μια ώρα στη διάθεσή σας.»

Έκλεισε πίσω μου. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και μικρό. Πάνω στο κρεβάτι, με τα χέρια και τα πόδια της διάπλατα ανοιγμένα, ήταν μια γυναίκα. Φανταζόμουν, έχοντας δει την αδερφή της, πως θα ήταν όμορφη. Τίποτα, όμως, δεν με είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που αντίκρισα. Ήταν ολόκληρη καμωμένη από γυαλί και μάλαμα, αναστεναγμούς και ιδρώτα. Ήθελα να της πω τόσα πράγματα, ήθελα να της πω για την αρχή του κόσμου και τα αστέρια που δημιουργήθηκαν από την εκσπερμάτωση της υπέρτατης Νόησης, ήθελα να της πω για τους καταραμένους ποιητές και τα σκοτεινά δάση του χρόνου, εκεί όπου έμπαινες νέος κι έβγαινες νεότερος, ήθελα να της πω το πραγματικό μου όνομα και να της ψιθυρίσω την αλήθεια μου. Αλλά το μόνο που βγήκε από τα χείλη μου ήταν τρεις μικρές, ανούσιες λέξεις.

«Δεν είσαι φάντασμα.»

Προφανώς και δεν ήταν. Ήξερα πολύ καλά τι ήταν, όπως και ήξερα για ποιο λόγο με είχε προσλάβει η Καλλιστώ.  Εκεί όπου οι άνθρωποι φυλάκιζαν τους θεούς, μόνο κάποιος ισχυρότερος και αρχαιότερος κι από τους δύο θα μπορούσε να περπατήσει άφοβα.

«Κι όμως» ψιθύρισε. «Αυτό ακριβώς είμαι. Μια ηχώ καιρών που έχουν περάσει. Ένας απόηχος αυτού που ήμουν και ποτέ πια δεν θα είμαι.»

Η φωνή της ήταν σπασμένη. Αναρωτήθηκα πόσον καιρό ήταν εδώ και πόσοι είχαν παραβιάσει το κορμί της για να κερδίσουν λίγη ομορφιά, λίγη νιότη, λίγο έρωτα. Πόσοι είχαν έρθει διστακτικά, χωρίς να πιστεύουν, αλλά είχαν φύγει με τη Μαρμαρυγή μέσα τους, το μικρό φως της που ήδη έσβηνε και θα συνέχιζε να σβήνει μέχρι να εξαφανιστεί τελείως. Κι αναρωτήθηκα τι άλλα πλάσματα όπως αυτή, όπως ο θεός των κυμάτων στο διπλανό δωμάτιο, υπήρχαν σ’αυτό το μέρος, σ’ αυτόν το Ζοφερό Οίκο όπου οι άνθρωποι εκδικούνταν τους θεούς, παίρνοντας το αίμα τους πίσω για εκατοντάδες χρόνια παράλογων απαιτήσεων, αίματος και χαμού. Αφροδίτη. Πόσο λίγα σήμαινε πια αυτό το όνομα. Και τι έλεγε για μένα το γεγονός ότι κρυβόμουν πίσω από το παραπέτασμα μιας ανθρωπιάς που δεν συμπαθούσα καν; Πόσο εύκολο θα ήταν να αφήσω το σκοτάδι να ξεχυθεί από μέσα μου, να γεμίσω αυτόν τον οίκο της μιζέριας με σκιές και άβυσσο και να πνίξω τα πάντα…θεούς, ανθρώπους…τα πάντα. Αλλά δεν το έκανα.

Αντ’αυτού, πλησίασα το κρεβάτι κι έσπασα τις αλυσίδες που κρατούσαν δέσμιο τον Έρωτα. Μέσα στο κεφάλι μου, αισθάνθηκα πυροτεχνήματα να εκρήγνυνται επώδυνα καθώς οι άμυνες του μέρους διαλύονταν κάτω από το βάρος της θέλησής μου. Τη σήκωσα στα χέρια μου και την κοίταξα στοργικά, γιατί ήταν κι αυτή ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά μου, όπως όλοι οι θεοί, παλιοί και νέοι. Κατανόηση έλαμψε στο βλέμμα της όταν αντίκρισε τα μάτια μου.

«Αστέρια…» είπε με δέος. «Είναι γεμάτα αστέρια.»

Δεν την αδικούσα για το θαυμασμό ούτε για το φόβο. Πήγαινε καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος από μας είχε βαδίσει στη γη των ανθρώπων. Οι θεοί τους μας είχαν κυνηγήσει και τώρα οι άνθρωποι κυνηγούσαν τους θεούς και κάποια μέρα άλλα πλάσματα θα κυνηγούσαν τους ανθρώπους. Έτσι θα γινόταν μέχρι που ο κόσμος ολάκερος θα άδειαζε και τα αδέρφια μου κι εγώ θα δειπνούσαμε με τα απομεινάρια. Ήμασταν αυτοί που είχαν έρθει πριν. Πριν τους ανθρώπους, πριν τους θεούς, πριν τη δημιουργία. Κρίσν’α’ντορέυ ήταν το όνομά μου, Κρίσνα με φώναζαν οι πιστοί μου σ’αυτόν τον κόσμο. Αλλά για τ’ αδέρφια μου ήμουν πάντα ο Χορωδός του Ερέβους. Μπήκα στο σκοτάδι με τον Έρωτα στην αγκαλιά μου και βάδισα σ’αυτό και του τραγούδησα, όπως έκανα πάντα. Και το σκοτάδι αποκρίθηκε με χάδια και μελωδίες που κρατούσε μόνο για μένα, φυλαγμένες στα βαθύτερα βάθη.

Τι θα έκανε άραγε ο Ζόφος όταν θα συνειδητοποιούσε την απουσία της; Το δίχως άλλο, θα έψαχνε να βρει κάποια άλλη ενσάρκωση του Έρωτα για να καλύψει τη θέση. Εμφανίστηκα στο κέντρο του γραφείου μου με το κοστούμι μου διαλυμένο και καλυμμένος με σκιές. Η Αφροδίτη έτρεμε και μουρμούριζε ακατάληπτα πράγματα. Η Καλλιστώ ήταν εκεί, όπως περίμενα ότι θα ήταν. Ο Έρωτας στην αγκαλιά μου μισάνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε τον Έρωτα μπροστά μου. Την άφησα να σταθεί στα πόδια της.

«Αστάρτη;» ρώτησε αβέβαια.

Κι ο Έρωτας χαμογέλασε στον Έρωτα. Η Καλλιστώ-Αστάρτη κάλυψε με δυο βήματα την απόσταση που τις ένωνε και φίλησε την Αφροδίτη στο στόμα με τέτοια πείνα που, για μια στιγμή, πίστεψα πως θα την έτρωγε ολόκληρη και δεν θα άφηνε τίποτα. Όταν συνειδητοποίησα πως αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει ήταν αργά κι η Αφροδίτη ήδη άφηνε την τελευταία της, ξέπνοη Μαρμαρυγή στα χείλη της Αστάρτης. Τραγούδησα μια νότα στην άβυσσο κι η άβυσσος μου απάντησε. Μου είπε για την Ινάννα και την Άσταροθ, για την Ιστάρ, για την Μπαστέτ και την Κλήνα, για τη Βένους και τη Ράτι και για δεκάδες άλλες που είχε καταβροχθίσει η Αστάρτη σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσει την παλιά της δόξα.

 

Άφησα τον εαυτό μου να ανοίξει διάπλατα, να ξεδιπλώσει το έρεβός του και μ’ αυτό να την αγκαλιάσει σ’ όλη της την αλαζονεία και την τρέλα. Άφησα τον εαυτό μου να ξεχάσει τον πόθο του ανθρώπινου προσωπείου που φορούσα σαν ένα ακόμη κοστούμι και να δεχτεί μέσα του ένα από τα ετοιμοθάνατα παιδιά του. Την έκλεισα στη γαλήνη και τη σκιά απ’ όπου είχε έρθει, μέχρι να φτάσει η στιγμή να την ξαναγεννήσω και να την αφήσω και πάλι ελεύθερη σ’ έναν κόσμο που θα ήταν αρκετά σοφός για να λατρεύει τον Έρωτα τόσο που να έχει χώρο για περισσότερες από μία ενσαρκώσεις του. Ήταν η μόνη καλή πράξη που σκόπευα να κάνω για τους επόμενους τρεις αιώνες, τουλάχιστον. Στο κάτω-κάτω, κάπως έπρεπε κι εγώ να πληρώνω το ρεύμα κι η φιλανθρωπία ποτέ δεν έκανε κανέναν πλούσιο. 

 
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Καλού-κακού τα κρύβω όλα σε spoiler tags.

 

 

Το διάβασα δύο φορές, προσπαθώντας να το καταλάβω. Το πρόβλημά μου με αυτά τα κείμενα είναι ότι δεν... ε, δεν παίζω στα δάχτυλα την ελληνική, ούτε την παγκόσμια μυθολογία, και σίγουρα χάνω πολλά έτσι. Δεν θυμόμουν ποια ήταν η Καλλιστώ, το έψαξα. Δεν θυμόμουν την Αστάρτη, το έψαξα. Αλλά και πάλι, δεν με πλησίασε αυτό το διήγημα, δεν βρήκα μια στιγμή που να νοιαστώ για τους θεούς και για την τύχη τους. Ίσως είναι επειδή -δεν το λέω ειρωνικά- είμαι άνθρωπος. Ξέρεις; Στέκονται τόσο ψηλά και μακριά (και απίστευτα) για να τους νοιαστώ, αν δεν δένονται μ' εμάς άμεσα. Κι εδώ δεν είδα καμία επίπτωση στα ανθρώπινα.

Μου ήρθε απότομα η αληθινή φύση του πρωταγωνιστή. Αταίριαστα με την ως τότε ελαφράδα και ανθρωπιά του. Η ίδια του η τρυφερότητα, το έλεος που έδειξε, τον κάνει πάλι ανθρώπινο, πράγμα θετικό, αλλά δεν με έπεισε για τους λόγους που κυκλοφορεί έτσι στον κόσμο και κάνει αυτό το επάγγελμα. Δεν κατάλαβα αν εκδιώχθηκε από τη θεϊκή κατοικία του ή κάτι τέτοιο και τώρα αναγκαζόταν να κρύβεται στη γη, δεν γίνεται αρκετά σαφές. Ούτε μπορώ να πω ότι κατανοώ απόλυτα την πράξη της Καλλιστούς, και το τι είναι ακριβώς η μαρμαρυγή.

Επίσης, το αστείο στο τέλος δεν ταιριάζει. Πάνω που πήγε να με πείσει ότι είναι αυτός που έιναι, να με ανεβάσει κάπου, με γειώνει ξανά με την προσπάθειά του να είναι άνθρωπος.

 

Ναι, το ξέρω, είναι απογοήτευση για τον συγγραφέα όταν ένα κείμενό του δεν γίνεται κατανοητό από κάποιον, αλλά δεν μπορούσα να σου πω ψέματα. Προσπάθησα, (να το καταλάβω, όχι να πω ψέματα :) ), αλλά δεν τα κατάφερα. Ούτε κατάφερα να πιάσω τη σύνδεση με το θέμα, που έχω την εντύπωση ότι σε δυσκόλεψε να το ταιριάξεις, μπορεί να κάνω και λάθος όμως.

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ δυνατό διήγημα.

 

Η γλώσσα σου στο μεγαλύτερο μέρος της όμορφη, λυρική, εντυπωσιακή σε σημεία, με ωραίες εικόνες, συχνά μπαρόκ βέβαια, αλλά πιστεύω πως αυτό είναι περισσότερο θέμα στυλ παρά απειρίας. Κάποιες φράσεις είναι από μόνες τους μια ιστορία!

 

 

 

Αν κάτι θα προτιμούσα λίγο διαφορετικά, είναι κάποιες περιγραφές στο πρώτο κομμάτι της συνάντησης, εκεί όπου περιγράφεται η πελάτισσα, να μην ήταν τόσο παράξενες(φωνή από υγρό δέρμα, παραθυρόφυλλα και άλλες). Είναι όμορφες και κάθε μία ξεχωριστά πετυχημένη, αλλά στο σύνολο μου φάνηκαν λίγο επιδεικτικές. Δηλαδή δε λέω να τις κόψεις, απλώς να τις μειώσεις, γιατί έτσι ενδεχομένως μπουκώνουν το κείμενο.

 

Στην τελική αυτός που τα περιγράφει όλα αυτά είναι άνδρας, που όμως διαβάζει άρλεκιν και που τελικά δεν είναι μόνο αυτό (όπως μαθαίνουμε στο τέλος).

 

Βέβαια, υπάρχει κι η περίπτωση οι περιγραφές να είναι επίτηδες εξεζητημένες, ως προοικονομία για το τέλος. Σ’ αυτή την περίπτωση κάνε τες ακόμη πιο σαχλές γιατί δε φαίνεται ως περιγραφή του ήρωα-αφηγητή που παρασύρεται από σειρήνα, αλλά της συγγραφέα (που ίσως επειδή έχω διαβάσει κι άλλα της κείμενα να είμαι επηρεασμένος :p).

 

 

 

Όσον αφορά την ιστορία, όλα κυλάνε πολύ όμορφα. Urban fantasy στην Ελλάδα με όλους τους θεούς που έχουν υπάρξει φυλακισμένους ή μη.

Δεν ξέρω πώς ακριβώς δικαιολογείται ότι στον ίδιο κόσμο υπάρχει και Αφροδίτη και Βένους (των Ρωμαίων), αλλά δεν είναι πρόβλημα αυτό. Απλώς αν ξέρεις πώς δικαιολογείται και σκοπεύεις να την ξαναδείς, βάλε το με κάποιον τρόπο.

 

Γενικά καλή σύλληψη, ωραίες ιδέες. Μου αρέσουν οι επιλογές που κάνεις! Αυτό. Ίσως να μου ταιριάζουν πολύ, με τον τρόπο που σκέφτομαι ή φαντάζομαι κάποια πράγματα, αλλά με παρασύρουν.

 

Η ιστορία εξελίσσεται καλά, κλιμακώνεται όμορφα. Δεν κατάλαβα καλά το τέλος. Δηλαδή το τέλος-τέλος, την τελευταία παράγραφο.

 

 

Την έκλεισα στη γαλήνη και τη σκιά απ’ όπου είχε έρθει, μέχρι να φτάσει η στιγμή να την ξαναγεννήσω και να την αφήσω και πάλι ελεύθερη σ’ έναν κόσμο που θα ήταν αρκετά σοφός για να λατρεύει τον Έρωτα τόσο που να έχει χώρο για περισσότερες από μία ενσαρκώσεις του. Ήταν η μόνη καλή πράξη που σκόπευα να κάνω για τους επόμενους τρεις αιώνες, τουλάχιστον.

 Δεν κατάλαβα πού ακριβώς την άφησε ελεύθερη και πώς. Ακόμα και γιατί, δηλαδή ποια ήταν η καλή του πράξη; Δεν είναι τόσο μπλεγμένο όσο η Ερέσκιγκαλ, αλλά με βάση τα δεδομένα που έχεις δώσει δεν μου είναι εύκολο να το καταλάβω (ελπίζω να μη χρειαζόταν να ψάξω στοιχεία για τον Κρίσνα για να το καταλάβω, καθώς αυτά που γράφεις πριν δε μου είναι αρκετά).

 

Αν αποφασίσεις να την επεκτείνεις θα πρότεινα να δικαιολογούσες και την πρόσκληση, πώς ακριβώς βρέθηκε στα χέρια της Αστάρτης. Το είχα συγκρατήσει ως στοιχείο, περιμένοντας κάποιου είδους ανατροπή (ότι τον είχε βάλει επίτηδες στο στόμα του λύκου ξέρω ‘γω), αλλά (νομίζω) δε δικαιολογήθηκε τελικά.

 

Ακόμα, ίσως να ήθελε να δικαιολογηθεί καλύτερα γιατί ένας θεός θα ενδιαφερόταν να ζήσει ως άνθρωπος. Εδώ μάλλον η απάντηση είναι ότι πλέον ο άνθρωπος είναι πάνω πάνω στην τροφική πυραμίδα, οπότε οι θεοί δεν είναι τόσο ισχυροί μπροστά σε αυτούς. Αν είναι αυτό δε δικαιολογείται απόλυτα από το κείμενο. Εκτός αν ο λόγος που δούλευε ως κυνηγός φαντασμάτων ήταν για να τα βρίσκει και να τα τρώει (έτσι να τρέφεται π.χ. ο Κρίσνα), το οποίο δικαιολογεί όλα τα προηγούμενα. Αλλά δε νομίζω ότι λέγεται κάπου ρητά στο κείμενο και θα έπρεπε.

 

 

 

Συνεπώς, επειδή αναφέρθηκα εκτενώς σε λεπτομέρειες, το μόνο «θολό» σημείο στο διήγημα είναι το τέλος του (τα υπόλοιπα δεν με εμπόδισαν να το απολαύσω, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα αν το ξανάπιανες). Η τελική εικόνα είναι κάτι παραπάνω από καλή.

Κι αυτό, επαναλαμβάνω, μάλλον έχει να κάνει με τις επιλογές που κάνεις (και προφανώς με τους λόγους για τους οποίους τις κάνεις)!

 

Θα έλεγα μάλιστα ότι το διήγημά σου αυτό είναι αν όχι το καλύτερό σου κείμενο (από εκείνα που έχω διαβάσει), τουλάχιστον το αγαπημένο μου! Και πιστεύω πως διαβάζεις τα σχόλια που σου γίνονται και βελτιώνεσαι κάθε φορά! Μπράβο!

 

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πάντα με βάση τη δική μου αντίληψη - γούστο, και εντελώς φιλικά.. :)

 

Τι κατάλαβα:

Ένας ντετέκτιβ που ασχολείται με ιδιαίτερες και υπερφυσικές υποθέσεις αναλαμβάνει από μία πανέμορφη κυρία να βοηθήσει την αδερφή της να δραπετεύσει από ένα κτίριο όπου κρατείται. Πηγαίνοντας εκεί βλέπει πως πρόκειται για μία επιχείρηση τύπου πορνείο πολυτελείας, με τη διαφορά ότι εκεί οι πελάτες έπαιρναν πολύ περισσότερα από απλή ευχαρίστηση. Κι αυτό γιατί εκεί βρίσκονταν φυλακισμένοι παλιοί θεοί, που οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης τους εκμεταλεύονταν και πουλούσαν τις δυνάμεις τους σε όποιον το ζητούσε και είχε να καταθέσει το ανάλογο χρηματικό τίμημα. Ο ντετέκτιβ όμως είναι ο ίδιος ο Κρίσνα, μια οντότητα που ξεπερνάει κατά πολύ τους θεούς και τους ανθρώπους, οπότε και του ήταν πανεύκολο να μπει, να πάρει την Αφροδίτη, την υποτιθέμενη δηλαδή αδερφή της πελάτισσάς του, και να βγει. Μόνο που η πελάτισσά του δεν ήθελε να σώσει την Αφροδίτη, αλλά να της "ρουφήξει" την λάμψη της, τις δυνάμεις της, τη θεϊκή της υπόσταση, προκειμένου να κάνει πιο ισχυρή τη δική της, γιατί ήταν η Αστάρτη, η αντίστοιχη θεά της ομορφιάς και του έρωτα σε άλλη μυθολογία. Κάτι που πιθανότατα έκανε ή σκόπευε να κάνει και με όσες άλλες αντίστοιχες θεότητες άλλων μυθολογιών κατάφερνε να βρει. Ο ντετέκτιβ - Κρίσνα δεν το δέχεται και την τιμωρεί φυλακίζοντάς την στο Έρεβος μέχρι κατά την κρίση του να εμφανιστεί κάποιος λόγος να υπάρχει σαν ιδιότητα ( αγάπη; ομορφιά; ) στον κόσμο.

 

Τι μου άρεσε:

Πολύ ωραία γραφή, απλή, κατανοητή, με όμορφη ροή. Το πρώτο κομμάτι είχε και μπόλικο χιούμορ, που προσωπικά με τράβηξε αμέσως. Ο ντετέκτιβ στην αρχή μου θύμισε πολύ έντονα τον Ντερκ Τζέντλυ του τεράστιου Ντάγκλας Άνταμς, κι αυτό για μένα ήταν ακόμη ένα συν. Μου άρεσαν οι περιγραφές, οι εικόνες εμφανίζονταν αβίαστα στο μυαλό μου όσο διάβαζα, και ήταν πολύ καλές.

 

Τι δεν μου άρεσε:

Είμαι μάλλον τυχερός που ήξερα ποιοι είναι ο Κρίσνα και η Αστάρτη, γιατί αλλιώς πολύ δύσκολα θα έβγαζα άκρη στο τέλος. Ένας πολύ έγκριτος και καταξιωμένος Έλληνας συγγραφέας και κριτικός μου είχε πει κάποτε μία συμβουλή, αφού είχε διαβάσει μία ιστορία μου όπου χρησιμοποιούσα μεταξύ άλλων και αγγλικούς διαλόγους. Μου είχε πει πως δεν πρέπει επειδή εγώ ξέρω αγγλικά να θεωρώ πως και ο αναγνώστης μου ξέρει. Αυτός που δεν ξέρει εκ των πραγμάτων δεν θα καταλάβει τι γράφω, θα νιώσει ίσως και μειονεκτικά, και τότε θα απορρίψει και την ιστορία, αλλά και μένα σαν συγγραφέα. Θα πρέπει λοιπόν με κάποιο τρόπο να του εξηγώ τι είναι αυτά που του λέω. Στη δική μας περίπτωση τώρα, όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε έστω λίγα βασικά πράγματα της δικής μας μυθολογίας, τον Δία για παράδειγμα, την Αφροδίτη, κλπ. Αντίστοιχα ονόματα όμως από άλλες μυθολογίες γνωρίζουμε μόνο όσοι έχουμε ασχοληθεί κάποια στιγμή μαζί τους. Το να θεωρήσω εγώ που γράφω υποχρέωση του αναγνώστη να τα ξέρει είναι τεράστιο λάθος. Όπως και να πιστέψω πως θα πάει να ψάξει να τα βρει ορμώμενος από την ιστορία μου. Κανείς απλός αναγνώστης δεν το κάνει αυτό, period. Πόσο μάλλον ο αναγνώστης μιας short story που θέλει μόνο να περάσει λίγη ώρα ευχάριστα. Μία υποσημείωση λοιπόν με κάποιες εξηγήσεις είναι απαραίτητη, και υποχρέωση του συγγραφέα αν θέλει να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό.

 

Γενικά:

Μου άρεσε και πολύ μάλιστα! Ωραία ιδέα, ωραία γραφή, ωραίες περιγραφές, χιούμορ στο πρώτο τουλάχιστον κομμάτι. Μία σχεδόν ολοκληρωμένη ιστορία, που αν δεν θεωρούσε υποχρέωση όλων των αναγνωστών να είναι ενήμεροι και σε άλλες μυθολογίες εκτός της δικής μας, θα ήταν η κορυφαία και με διαφορά του διαγωνισμού για μένα. Και φυσικά πιο εντός θέματος δεν νομίζω να γίνεται.. :)

 

 

Καλή επιτυχία.. :)

Edited by MadnJim
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πραγματι , δυνατη ιστορια με λυρικη γραφη , ζωντανες περιγραφες , αστειο και σκοτεινο υφος . Ειναι και εμφανες οτι εχεις δουλεψει πολυ , και ειναι αξιοθαυμαστο το ποσο γρηγορα βελτιωνεσαι. Κατα τα αλλα οι ιστοριες μου θυμιζουν πλεον η μια την αλλη. Σε 3 τουλαχιστον υπαρχει κοινο μοτιβο. Προσπαθησε λιγο να απαγκιστρωθεις απο το θεμα ντεντεκτιβ η κατι αλλο εκτελει αποστολη για πελατη  και τελικα η ο πελατης δεν ειναι οτι φαινεται η ο ντεντεκτιβ. Και ολα οκ. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλή γραφή. 

 

Στα αρνητικά το πρόβλημα με τους θεούς και τις μυθολογίες. Ούτε κι εγώ τα έπιασα όλα και αυτό ήταν όντως πρόβλημα. Σίγουρα το όριο λέξεων σου απαγόρευε τις όποιες (κομψές) εξηγήσεις, φοβάμαι όμως ότι είναι αναγκαίες σε μια μεγαλύτερη εκδοχή, γιατί εκεί που πέφτουν μαζεμένα τα ονόματα, χάνεται η μπάλα και μάλιστα χωρίς προφανή λόγο.

 

Η ιδέα αρκετά χρησιμοποιημένη.

 

Στα θετικά το χιούμορ στο πρώτο μέρος, η αλλαγή στη φύση του αφηγητή στο δεύτερο, το ύφος και η έκφραση γενικά. 

 

(Μετά από αποσιωπητικά θέλει κενό πριν την επόμενη λέξη. Επίσης, μην κολλάς λέξεις όταν υπάρχει απόστροφος ανάμεσά τους.)

 

Γενικά, μου άφησε πολύ καλή εντύπωση.

 

«Αστέρια…» είπε με δέος. «Είναι γεμάτα αστέρια.»

 

 

Αυτό, προφανώς, είναι μια αναφορά. Θύμισέ μου πού την έχω διαβάσει / δει.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

 

 

 

«Αστέρια…» είπε με δέος. «Είναι γεμάτα αστέρια.»

 

 

Αυτό, προφανώς, είναι μια αναφορά. Θύμισέ μου πού την έχω διαβάσει / δει.

 

'' Θεέ μου, είναι γεμάτο αστέρια" (Φράνκ Μπόουμαν στο "2001 η Οδύσσεια του διαστήματος" του Άρθουρ Κλάρκ)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μπράβο, αυτό. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν "2001" ή "Contact". Ευχαριστώ. :-)

Link to comment
Share on other sites

Με την πρώτη ματιά: Φαίνεται, γενικά, από τις ιστορίες σου ότι σου αρέσει να χρησιμοποιείς στοιχεία από διάφορες μυθολογίες. Από τη μια αυτό σου δίνει ένα τεράστιο οπλοστάσιο από ιδέες και ήρωες, από την άλλη, αν δεν δοθούν οι σωστές εξηγήσεις, μπορεί να μη γίνεις όσο κατανοητή θα ήθελες. Πάντως, μου αρέσει ο τρόπος που τα χρησιμοποιείς και τα ταιριάζεις στις ιστορίες σου. Έτσι κι εδώ, το κάνεις αρκετά καλά.

 

 

 

Τι μου άρεσε:

1. Το ότι μπερδεύεις θεούς από πολλές μυθολογίες στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, χωρίς να το κάνεις να μοιάζει παράταιρο.

 

3. Πολύ καλή η γραφή. Δεν έχει κολλήματα, λόξυγκες και παραφωνίες.

 

4. Τόσο η ανατροπή του τέλους, με την Καλλιστώ-Αστάρτη, όσο και η αντίδραση του Κρίσνα.

 

Τι δεν δούλεψε τόσο καλά:

1. Γενικά, υπήρχε μια ευκολία σε όσα συνέβησαν. Ίσως, βέβαια, αυτό να εξηγείται από τις δυνάμεις του Κρίσνα, αλλά θα μπορούσε κάτι να στραβώσει.

 

2. Τύχαινε να ήξερα κάποιες λεπτομέρειες για τους θεούς που χρησιμοποίησες, αλλά όχι τα πάντα. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει κάποιες απορίες σε κάποιον που δεν γνωρίζει τόσο πολλά.

 

3. Δεν είναι και πολύ ξεκάθαρο το τι γύρευε ο Κρίσνα ανάμεσα στους ανθρώπους. Εκτός κι αν ήταν το ότι απλά ήθελε να βοηθήσει.

 

 

Αποτίμηση: Από τις ιστορίες που μου άρεσαν πιο πολύ. Θα μπορούσε να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο με λίγες λέξεις παραπάνω.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Κι αυτή η ιστορία μού άρεσε. Το γράψιμο είναι καλό και στα μεγάλα της συν βάζω το πόσο ξεκάθαρα είναι μέσα στο θέμα. Δεν υπάρχει στιγμή αμφιβολία αν καταλάβαμε ποια ήταν η ενσάρκωση και τι ρόλο έπαιζε - καμία δυσκολία πουθενά.

Δεν έχω αποφασίσει αν μου άρεσε 100% η εναλλαγή από τον καθημερινό άνθρωπο της Αθήνας με τα κεσάτια στη δουλειά στον μεγάλο Κρίσνα και μετά πάλι πίσω, αλλά σίγουρα δε με χάλασε κιόλας. Το μόνο που με προβλημάτισε λίγο είναι

 

 

γιατί παιδευόταν με τις προσκλήσεις και τα κουστούμια και την ανησυχία με τον δυσοίωνο κύριο Ζόφο τη στιγμή που είχε τόσες δυνάμεις και υλοποιήθηκε πίσω στο γραφείο του. Θα με κάλυπτε αν υπήρχε κάποια μικρή αναφορά σε άλλα μυθολογικά στοιχεία ότι για να μπει κάτι σ' έναν κλειστό χώρο πρέπει να το καλέσεις/να του ανοίξεις την πόρτα ή ακόμα και αν η παρουσία των άλλων φυλακισμένων θεών επανέφερε τη μνήμη του ή τις δυνάμεις ή κάτι ανάλογο.

 

 

Όπως και να έχει, ήταν ένα πολύ ικανοποιητικό διήγημα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Διχασμένος. Καλή γραφή μεν, ώρες-ώρες υπερβολική δε. Η φύση του πρωταγωνιστή και η λύση της υπόθεσης έρχονται πολύ απότομα. Πολύ εύκολα βρίσκει την Αφροδίτη και μεταφέρεται στο γραφείο του. Το πρώτο μέρος, από την άλλη, με τον εξυπνάκια ντετέκτιβ και τη μυστική λέσχη είναι αρκετά συνηθισμένο, αν και όμορφα δοσμένο. Ωραία, από την άλλη, η μίξη της σύγχρονης Αθήνας με αρχαίες μυθολογίες.

 

Το διήγημα δείχνει ότι ξέρεις πώς να πεις μια ιστορία, απλώς η συγκεκριμένη είχε τα προβληματάκια της.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σίγουρα καλογραμμένο, με κάποια σημεία καλύτερα από τα άλλα και κάποιες φορές όπου προσπαθείς υπερβολικά να πρωτοτυπήσεις (μάτια σαν μπλε παραθυρόφυλλα!). Κλισέ το σκηνικό και η υπόθεση με τον ντετέκτιβ που δέχεται μια σούπερ ντούπερ όμορφη και μυστηριώδη πελάτισσα. Επίσης αφιερώνεις κάπως πολλές λέξεις στην αρχή, μέχρι να αναλάβει αυτός την αποστολή, ενώ στο τέλος τα εξηγείς όλα στα γρήγορα. Δεν κατάλαβα αν στο τέλος τη σκοτώνει, την φυλακίζει ή την τιμωρεί με κάποιον άλλο τρόπο και τι προσπαθούσε να κάνει η μια στην άλλη και γιατί. Αλλά γι' αυτό δε φταις εσύ, φταίει που δε μου αρέσουν καθόλου η ιστορίες με (υπαρκτούς, τουλάχιστον) θεούς και θρησκείες. Ίσως πηγαίνει πολύ γρήγορα και λέει πολλά πράγματα μέσα σε ένα μικρό κείμενο και μας έπεσε βαρύ.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εντάξει, πιστεύω ότι αν προσέθετες κάπου 1000 λέξεις παραπάνω για να αναλύσεις το τέλος, θα ήταν ένα πλήρες urban fantasy σε ελληνικό φόντο.

 

Η γραφή το κάνει σε πολλά σημεία να μοιάζει με ποίημα και αυτό είναι που με κράτησε ως το τέλος, γιατί όπως είπε η Κασσάνδρα παραπάνω, δεν μπορεί ένας κοινός θνητός να εντοπίσει κάποια κοινά στοιχεία ταύτισης με τους θεούς. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με το είδος και όχι με τη συγκεκριμένη ιστορία (γι' αυτό και προτιμώ να διαβάζω μικρές ιστορίες σαν αυτή στο συγκεκριμένο είδος, παρά μυθιστορήματα).

 

Βεβαια δεν είμαι σίγουρος για το κατά πόσο θα λειτουργούσε θετικά ένας τόσο πυκνός λυρισμός σε μεγαλύτερες ιστορίες (ίσως κούραζε). Σε διήγημα τέτοιου μεγέθους πάντως λειτουργεί καλά.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χολλά!

 

Περίεργο κείμενο.  Η πρώτη παράγραφος μου άφησε μια αρκετά καλή εντύπωση. Είναι ακριβώς στο στυλ του urban fantasy όπως εγώ το έχω  συνηθίσει και το αγαπάω: Ένας εξυπνάκιας ντετέκτιβ αφηγείται. Μετά όμως η αφήγηση έχασε  αυτό το ύφος και κατέληξε πιο λογοτεχνική, πιο ατμοσφαιρική και βεβαίως κάπως πιο κουραστική για μένα.

Προσωπικά, θα ήθελα να συνέχιζε όπως στην πρώτη παράγραφο. Τουλάχιστον  αυτό το στυλ κάνει ένα μικρό comeback στο τέλος :) 

 

Μου άρεσε το γιατί η Καλλιστώ  ήθελε την Αφροδίτη.  Αυτό που δεν μου άρεσε στην ιστορία είναι η αποκάλυψη του ότι ο πρωταγωνιστής είναι ο Κρίσνα.Ο λόγος είναι πως έρχεται ξαφνικά.  Εγώ δεν βρήκα κάποιο hint στο οποίο να δείχνει ότι ο πρωταγωνιστής  ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που έδειχνε(το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το  σημείο που ανταλλάσουν  ονόματα). Από την άλλη, δίνει μία εύκολη διέξοδο στην όλη ιστορία. Θα προτιμούσα η Αστάρτη να του την είχε φέρει και αυτό να ήταν όλο. Noir Style. Κοτζάμ  Femme Fatale μας σύστησες :p.

 

Τέλος,   ειδικά σε κάποια σημεία όπου γίνεται ένας μικρός καταιγισμός ονομάτων ένιωσα να χάνομαι καθότι και οι δικές μου γνώσεις στην μυθολογία σταματάνε στο δικό μας Δωδεκάθεο!

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Καταρχήν, πολλά ευχαριστώ σε όλους για τα πολύτιμα και εκτενή σχόλιά σας. Αν και, όπως έχω ξαναγράψει, δεν μου αρέσει να εξηγώ τις ιστορίες μου, παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να απαντήσω στις απορίες που εκφράστηκαν γιατί κάποιες από αυτές είχαν διατυπωθεί και σε σχέση με την ιστορία που είχα υποβάλει στο διαγωνισμό τρόμου πριν κάποιους μήνες και θέλω να κάνω κάποια σχόλια επ' αυτών. 

 

 

 

Αρχικά, λοιπόν, να σταθώ στο θέμα των παρομοιώσεων που σε κάποιους φάνηκαν τραβηγμένες. Πέρα από το σκοπό που προφανώς εξυπηρετούν: το να δείξουν, δηλαδή, ότι ο πρωταγωνιστής δεν σκέφτεται σαν απλός, κοινός άνθρωπος, τις χρησιμοποίησα επίτηδες, ακριβώς ούτως ώστε να είναι διαμετρικά αντίθετες προς την ιστορία του διαγωνισμού τρόμου που ανέφερα πιο πάνω (Ξέρω το Όνομά Σου). Εκεί, λοιπόν, είχε σχολιαστεί ότι οι παρομοιώσεις που περιέγραφαν την κοπέλα ήταν πολύ κοινότυπες -αγνοώντας το γεγονός ότι προφανώς και έπρεπε να είναι κοινότυπες γιατί κι εκεί εξυπηρετούσαν ένα σκοπό: το να παραπέμπουν στην ιστορία της Χιονάτης. Είπα, λοιπόν, κι εγώ να κάνω ένα πείραμα εδώ και, ομολογουμένως, αποδείχτηκε αυτό που εξαρχής πίστευα, ότι δηλαδή δεν μπορείς να τους έχεις πάντα ικανοποιημένους όλους. Όπως και να'χει, ελπίζω η επόμενη ιστορία να σας αρέσει περισσότερο. 

 

Δεύτερον, όσον αφορά το θέμα των κλισέ και των χρησιμοποιημένων θεμάτων, δεν θα μείνω πολύ σε αυτό γιατί, πραγματικά, έχω φτάσει πλέον σ' ένα σημείο όπου κι εγώ ως αναγνώστρια, ό,τι κι αν διαβάζω σχεδόν, σκέφτομαι πως κάπου το έχω ξαναδεί. Αν υπήρξε, πάντως, μια άμεση επιρροή γι' αυτήν εδώ την ιστορία, ήταν το Calliope, από το Sandman του Neil Gaiman. Τα μάτια γεμάτα αστέρια ήταν επίσης αναφορά στο Sandman, λυπάμαι που απογοητεύω τους φαν της επιστημονικής φαντασίας. Το 2001 ούτε το έχω διαβάσει, ούτε το έχω δει. 

 

Τρίτον, πάμε λίγο στο πιο ουσιαστικό κομμάτι που με απασχόλησε στα σχόλια. Αναρωτιέμαι, αν είχα τοποθετήσει την ιστορία σε ένα φανταστικό κόσμο και ούτε καν σαν ακούσματα δεν ήταν γνωστά τα ονόματα των θεών, θα ασχολιόταν κανείς με το ποιοι είναι, τι ιδιότητες έχουν και αν πρέπει να ψάξουν στη wikipedia γι' αυτούς; Όχι. Στα μάτια μου, από την ιστορία προκύπτει με πολύ μεγάλη σαφήνεια - αναφέρεται πάνω από μία φορές - ότι η Αφροδίτη και η Αστάρτη είναι κι οι δύο ενσαρκώσεις του Έρωτα. Από αυτό σε συνδυασμό με το τι ακριβώς κάνει η Αστάρτη, προκύπτει το συμπέρασμα ότι γυρνάει τον κόσμο και "τρώει" άλλες ενσαρκώσεις του Έρωτα για να γίνει πιο δυνατή. Κι αυτά είναι τα μόνα πράγματα που χρειάζεται να ξέρει ο αναγνώστης της ιστορίας κι αυτά είναι τα μόνα πράγματα που αναφέρω. Όσον αφορά τον Κρίσνα, όπως πολύ σωστά ανέφερε ο Σπύρος, δεν είναι θεός, είναι κάτι ισχυρότερο από θεός και αναφέρεται στον εαυτό τους ως Χορωδός του Ερέβους. Το γιατί έχει επιλέξει να ζει σαν άνθρωπος και να κρύβει τις δυνάμεις του αναφέρεται επίσης στο κείμενο: οι θεοί κυνήγησαν τον ίδιο και τα αδέρφια του, τώρα οι άνθρωποι κυνηγούν τους θεούς και κάποια στιγμή κάτι θα βρεθεί που θα κυνηγήσει τους ανθρώπους. Επίσης, αναφέρει πως οι θεοί ήταν παιδιά του ίδιου και των αδερφών του, επομένως κυνηγήθηκε από τα ίδια του τα παιδιά. Αλλά και πάλι, σε καμία περίπτωση δεν απαιτείται από τον αναγνώστη να διαβάσει όλο το Mahabharata για να καταλάβει τι συμβαίνει με τον Κρίσνα. Τα ουσιώδη στοιχεία που τον αφορούν είναι τα εξής: α) είναι ισχυρότερος και παλιότερος από τους θεούς, β) έχει κάποια δύναμη πάνω στο σκοτάδι και γ) κρύβεται γιατί στο παρελθόν έχει κυνηγηθεί. Όλα αυτά αναφέρονται στην ιστορία. Εν προκειμένω, λοιπόν, "ενσαρκώσεις" με βάση το θέμα του διαγωνισμού, αποτελούν τόσο η Αστάρτη και η Αφροδίτη όσο και ο Χορωδός.  Α! Ο μόνος ρόλος που έχει το όνομα Καλλιστώ είναι ότι σημαίνει "όμορφη" και η μυθολογική Καλλιστώ δεν έχει απολύτως καμία σχέση. Αν την είχα βγάλει Μαρία δεν θα το σκεφτόταν κανείς δεύτερη φορά. Μάλλον έπρεπε να την έχω βγάλει Μαρία, τώρα που το σκέφτομαι. 

 

Τέταρτον, ας προχωρήσουμε με κάποια θεματάκια πλοκής που αναφέρθηκαν. Πώς πήρε η Αστάρτη την πρόσκληση για το Ζοφερό Οίκο; Δεν μας απασχολεί, δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στην ιστορία. Γιατί δεν χρησιμοποίησε ο Κρίσνα τις δυνάμεις του από την αρχή; Αυτό είναι πολύ καλή ερώτηση και έχει μια εξίσου καλή απάντηση: μέχρι που είδε την ιστορία να επαναλαμβάνεται μπροστά στα μάτια του, υποκρινόταν ακόμη πως ήταν θνητός, μην ξεχνάμε πως...έχει κυνηγηθεί στο παρελθόν και κρύβεται. Επίσης, δεν γνωρίζει μπαίνοντας στο Ζοφερό Οίκο ούτε τι είναι ο συγκεκριμένος χώρος, ούτε τι εμπορεύεται. Βλέπει και αποφασίζει τότε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του. Θα μπορούσε βέβαια να δοθεί περισσότερο βάρος στη μεταστροφή του, που πράγματι φαίνεται κάπως απότομη, αλλά από τη στιγμή που μου ήρθε η ιδέα για την ιστορία, με άγχωνε πολύ το όριο λέξεων. Το τέλος, το οποίο πράγματι είναι αρκετά δυσνόητα διατυπωμένο, μας λέει ότι ο Κρίσνα άνοιξε το σκοτάδι του και έκλεισε μέσα του την Αστάρτη μέχρι να έρθει η στιγμή να ξαναγεννηθεί σε έναν κόσμο που θα μπορούσε να δεχτεί περισσότερες από μία ενσαρκώσεις του Έρωτα. Τη σκότωσε, δηλαδή, και κράτησε την ψυχή της μέχρι να έρθει η στιγμή να την ξαναδημιουργήσει (αφού είναι παιδί του). [Edit εδώ: ψυχή δεν είναι η κατάλληλη λέξη, κράτησε την έννοιά της, τη μαρμαρυγή της, ουσιαστικά].Γενικά, πιστεύω πως η ιστορία χρειάζεται παραπάνω χώρο να αναπνεύσει, από την αρχή διαισθανόμουν ότι 3.000 δεν θα έφταναν αλλά δεν είχα ούτε άλλη ιδέα ούτε χρόνο να τη δουλέψω περισσότερο. 

 

Τώρα, για όσους δεν τους αρέσει το urban fantasy ή οι πραγματικές μυθολογίες, ελπίζω κάποια επόμενη ιστορία να τους αποζημιώσει. Ευχαριστώ πολύ και πάλι για τα πολύ χρήσιμα και εμπεριστατωμένα σχόλια όλων και μακάρι σύντομα να βρω χρόνο να τη σουλουπώσω. 

 

 

Edited by elgalla
Link to comment
Share on other sites

Όταν το διάβασα σχημάτισα την εντύπωση ότι δε χρειάζεται να ξέρουμε από μυθολογία (και θρησκειολογία. Ο Κρίσνα λατρεύεται ακόμα) για να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Τώρα, κάτι ψιλά τυγχάνει να ξέρω, οπότε μάλλον δεν είμαι αρμόδια να κρίνω.

Γενικά με φάνηκαν εντελώς σαφή όλα.

Επίσης, μ’ αρέσει πάρα πολύ το σχέδιο «ξεκινάμε ανάλαφρα – σοβαρεύουμε – επανερχόμαστε στο ανάλαφρο». Η πρώτη μετάβαση γίνεται άψογα, η δεύτερη κά-α-απως απότομα, αλλά γενικά λειτουργεί.

 

Η αρχή με το ανάλαφρο νουάρ κυλούσε πραγματικά ευχάριστα μέχρι που σκόνταψα πάνω σε αυτό:

 

«Αφροδίτη» είπε κι η φωνή της γέμισε λυγμούς που δεν είχαν ξεσπάσει.

 

Αυτό με τους λυγμούς ήταν ξεκάρφωτο. Νομίζω ότι θα ταίριαζε μια ελαφρότερη υποψία θλίψης, όχι να πέφτουν κοτζαμάν λυγμοί, καμπλάνγκ! Στη μέση τόσης κοκεταρίας.

Ή, ακόμα καλύτερα, να κάνει μια κίνηση που συνήθως φανερώνει θλίψη. Αφού δεν πρόκειται περί αληθινού αισθήματος αλλά προσποίησης. Πχ, μιας και κυλιόμαστε στο τέλμα με τα κλισέ (και καραγουστάρουμε) να πιάνει ένα δαντελένιο μαντηλάκι και να το φέρνει στα μάτια της.

 

Θα ήθελα να δω έστω και μια μικροσκοπικούλικια, τόση δα νύξη για την πραγματική φύση του ήρωα στο πρώτο μέρος. Το ότι ασχολείται με φαντάσματα δεν φτάνει. Δεν ξέρω αν ο πονοκέφαλός του μέσα στον Οίκο προστέθηκε για να εξυπηρετήσει αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Σ΄αυτήν την περίπτωση καλή φάση, αλλά χρειαζόταν και κάτι ακόμα.

 

Το τέλος μ’ άρεσε τρελά. Γενικά είναι πολύ καλό δείγμα γραφής.

 

 

 

ΥΓ. Δεν ξετρελάθηκα με το «Ζοφερός Οίκος» για όνομα της επιχείρησης.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Κι εγώ είμαι από αυτούς που δεν είχανε θέματα κατανόησης, ούτε κι εγώ είμαι πολύ καλός κριτής σε αυτό το θέμα γιατί κι εγώ ξέρω δυο τρία πράγματα μάλλον (αν σκεφτείς ότι όταν έπεσα επάνω στο "Αστάρτη" η αντίδρασή μου ήτανε "ουάου" μάλλον πάρα πολύ καλά δούλεψε, αλλά από την άλλη δεν ήξερα τον Κρίσνα και πάλι είχα καταλάβει όλα όσα χρειαζόμουνα για αυτόν).

Συμφωνώ (και επαυξάνω) με τα παιδιά που λένε για τη μετάβαση του ντεντέκτιβ σε Κρίσνα, θα ήθελα κι εγώ λίγη προοικονομία εκεί. Όχι να χαλάσεις τη σφαλιάρα που τρώμε όταν αλλάζει, αλλά βασικά, όταν θα φάμε τη σφαλιάρα, να υπάρχει μετά "α, ναι, κοίτα τι έλεγε εκεί" που να βγάζει νόημα μόνο μετά τη μεταμορφωση.

Μου άρεσε πολύ η ιστορία σου σα σύνολο, πέρασα όμορφα μαζί της και μετά το τέλος ήμουν μάλλον λίγο θλιμμένη (εγώ είμαι επίσης από αυτούς που -αφού έχω διαβάσει και τα δικά σου σχόλια- κατάλαβα την τελευταία παράγραφο, αυτή είναι που με άφησε λίγο θλιμμένη, όπως δηλαδή και έπρεπε).

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια, κορίτσια, για την προοικονομία δίκιο έχετε και καλή η παρατήρηση για το να εκφραστεί η θλίψη με πιο αρμόζοντα σε femme fatale τρόπο. Ο Ζοφερός Οίκος μας προέκυψε ως εξής:

 

Ένα περίεργο establishment που γίνει στους ανθρώπους αυτό που θέλουν -> Something Wicked This Way Comes και το καρναβάλι του Mr. Dark -> Α, να, κάπως έτσι τον θέλω τον ιδιοκτήτη του μέρους -> Mr. Dark = κύριος Σκοτεινός; Μπα, δεν μ'αρέσει. Γιατί όχι κύριος Ζόφος; -> Χα! Ζοφερός Οίκος, να κάνουμε και αναφορά στον Ντίκενς! 

 

And the rest is history :)

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Μία καλή σε γενικές γραμμές ιστορία.

 

Από τη στιγμή που κατανοούμε ωστόσο τι είναι ο τύπος, φαίνεται σαν να κόβεται στα δύο (η ιστορία). Εννοώ, ένα τόσο σπουδαίο ον σίγουρα δεν το περιμένεις να διαβάζει άρλεκιν (μα άντρας και να διαβάζει άρλεκιν;;; Τέλειο!) αλλά είναι σαν να αλλάζει κάπως ο τρόπος που σκέφτεται. Δηλαδή, ενώ είναι χαλαρός και μισοκακομοίρης και δεν ξέρει μήπως τον πετάξουν έξω και πώς να ξαπλώσει την Καλλιστώ, ξαφνικά τον πιάνει η ενδοσκοπική ενθύμιση από που ήρθαμε και είμαστε παλαιότεροι όλων κ.λπ. Δεν με νοιάζει δηλαδή το τι είναι σε σχέση με το τι δείχνει ότι είναι. Αλλά το πώς σκέφτεται και εκφράζεται σε σχέση με το πώς σκεφτόταν και εκφραζόταν στην αρχή της ιστορίας. Γιατί δηλαδή και Κρίσνα που αποκαλύπτεται η αφεντιά του να μην συνεχίσει αδιάκοπα να έχει αυτό το στυλάκι της αρχής που τόσο με είχε κερδίσει. Δηλαδή ο ήρωας είναι κουλ συνέχεια, μετά γκαζώνει στο περι διαγραμμάτου για να μας πει ποιος είναι και μετά πάλι κουλ. Δεν νομίζω όμως ότι είναι ανάγκη. Εκείνος ξέρει πολύ καλά ποιος είναι. Ας μας αποκαλυφθεί χωρίς να αλλάξει το στυλ που εκφράζεται.

Επίσης ο θεός της θάλασσας, που δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω -λέει πάααρα πολλά για να προφτάσει να τα ακούσει ο τύπος από μιας στιγμής περασάδα στο διάδρομο.

Ο "νταβάς" συγνώμην διευθυντής του Ζοφερού Οίκου παρουσιάζεται κάπως απότομα. Δηλαδή, περιγράφεις πώς είναι ο χώρος και δεν λες -μπροστά μου βρέθηκε, αλλά μπροστά μου στεκόταν. Δηλαδή μου έχεις δημιουργήσει την εικόνα του τύπου να περπατάει μέσα σε ένα χώρο και ξαφνικά, μπροστά του στεκόταν ένας άνθρωπος. Είναι νομίζω καλύτερο το μπροστά μου βρέθηκε, σαν έκφραση. Πιο ταιριαστό. Νομίζω.

Ελπίζω να σε βοήθησα! Και επειδή είπα πολλά, να ξαναπώ πως η ιστορία μου άρεσε, και σίγουρα μου φάνηκε πολύ διασκεδαστική! Μα, Άρλεκιν!

Edited by Ιρμάντα
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..