Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Η κακιά στιγμή..


MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MADnJIM
Είδος: Σύγχρονος τρόμος - κοινωνικό δράμα
Βία; Έχει λίγη..
Σεξ; Όχι..
Αριθμός Λέξεων: Περίπου 2750
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Μία από τις προσπάθειές μου να γράψω κάτι κοινωνικό, κάτι σε δράμα, αλλά κατά μία έννοια είναι πολύ τρομακτικό..

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

Η ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ..
 

..-1-..

 

          Ο Λουκάς κοίταξε το ρολόι του καθώς ακουμπούσε στο κάγκελο του Δημαρχείου και βλαστήμησε σιγανά, είχε πάει κιόλας έντεκα κι ο Αντρέας δεν είχε φανεί ακόμα. Το βλέμμα του πήγε στα δάχτυλά του που τρέμανε λες κι ήταν μεσοχείμωνο και έσφιξε ασυναίσθητα τη γροθιά του για να τα σταματήσει. Δεν κρύωνε, ήταν άλλωστε καλοκαίρι και η βραδιά ήταν ζεστή και βαριά όπως κάθε άλλη μέσα Ιουλίου. Ήταν η έλλειψη που τον έκανε να τρέμει σαν το ψάρι, και η στέρηση που τον περίμενε αν ο Αντρέας δεν εμφανιζόταν καθόλου τελικά.

          Δεν γνώριζε κανέναν άλλον στη μεγαλούπολη απ' όπου θα μπορούσε να εφοδιαστεί με μερικά γραμμάρια της απαραίτητης πια σκόνης. Δεν ήταν άνθρωπος της νύχτας, του υποκόσμου, αντίθετα μέχρι πριν λίγους μήνες που σε εκείνο το πάρτι γνώρισε τον Αντρέα ήταν ένας ακόμα φοιτητής που είχε έρθει από την επαρχία. Ένας καλός φοιτητής, με όνειρα και στόχους, που ο γέρο πατέρας του χαιρόταν να τσακίζεται καθημερινά στα χωράφια για να τον δει μια μέρα να είναι κάποιος. Του έστελνε κάθε μήνα λεφτά, δεν είχε μάθει ακόμα τίποτα για τον γυιο του, για την κατρακύλα του στα λούκια της παραμύθας και των βελονών. Ο Λουκάς ήταν σίγουρος πως αν το μάθαινε η καρδιά του δεν θα άντεχε. Όταν πριν δυο χρόνια είχε πεθάνει η μάνα του από κείνο τον όγκο που την έλιωσε μέσα σε έξι μήνες στο παραπέντε τον είχαν προλάβει οι γείτονες και τον πήγαν στο κέντρο υγείας. Διπλό έμφραγμα είχαν πει τότε, αλλά ο πατέρας του ήταν γερό σκαρί και άντεξε, κι όσο κι αν επέμεναν οι γιατροί να σταματήσει τη σκληρή δουλειά, αυτός χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του και τους έλεγε πως έχει κι άλλα να κάνει ακόμα. Κι ο Λουκάς ήξερε πως εννοούσε αυτόν, τα έξοδα για τις σπουδές του. Για τις σπουδές του, όχι για την πρέζα. Καταραμένε Αντρέα, σκεφτόταν συχνά όταν άρχιζαν τα σημάδια της έλλειψης, αλλά απλά μετέφερε την ευθύνη αλλού και το ήξερε καλά κι αυτό.

          Θα μπορούσε να πει όχι εκείνο το βράδυ, αλλά δεν είπε. Δέχτηκε να δέσει το μπράτσο του, και γέλαγε μαζί τους όταν τον ξάφνιασε το τσίμπημα της σύριγγας. Ήταν και η Τάνια εκεί, περίμενε τη σειρά της ζεσταίνοντας στο κουταλάκι το δικό της ταξίδι. Ίσως γι' αυτό δεν είπε όχι, επειδή του άρεσε η Τάνια. Κι η Τάνια έπινε. Κι ο Αντρέας είχε τις άκρες και τα κονέ, και πάντα έβρισκε για όλους. Τις πρώτες φορές δεν είχε πρόβλημα, αλλά μετά την τρίτη, ή ίσως την τέταρτη φορά, δυσκολευόταν πια να θυμηθεί ακριβώς, άρχισε να νιώθει άρρωστος όποτε δεν έπινε. Και η κατρακύλα είχε ξεκινήσει χωρίς να το καταλάβει καν.

          Αργούσε απόψε ο Αντρέας. Έχει πλάκα να τον άρπαξαν οι μπάτσοι, σκέφτηκε κάποια στιγμή και άρχισε πάλι να τρέμει, ολόκληρος αυτή τη φορά. Δεν θα το άντεχε να μείνει έτσι. Του είχε δώσει κι όλα του τα χρήματα, ήταν καλή παρτίδα του είχε πει, κι άξιζε να καβαντζωθούν όσο μπορούσαν. Τον εμπιστευόταν, δεν ανησυχούσε μην του ρίξει πακέτο, τόσα νταραβέρια είχαν κάνει μαζί, τόσες φορές βοήθησαν ο ένας τον άλλον να καρφώσει τη βελόνα όταν τα χέρια τους έτρεμαν τόσο που δεν μπορούσαν να πετύχουν τη φλέβα. Αλλά αργούσε αυτή τη φορά, και ο φόβος είχε αρχίσει να σέρνεται μέσα του παγωμένος σαν φίδι.

          Ευχήθηκε να ήταν κι η Τάνια μαζί του, αυτή θα τον έκανε να ξεχαστεί για λίγο, αλλά οι γονείς της την πήραν μια μέρα πριν λίγο καιρό και την έκλεισαν με το ζόρι σε μια κλινική για να ξεκολλήσει. Δεν είχαν πρόβλημα οι γονείς της από λεφτά, ο πατέρας της ήταν χρηματιστής, μεγάλο πορτοφόλι, που η κόρη του φρόντιζε να το ξαλαφρώνει συχνά πυκνά για τις δόσεις της. Μέχρι που αποφάσισαν πως δεν πάει άλλο και χωρίς να δώσουν την παραμικρή σημασία στις αρνήσεις της την έκλεισαν στην κλινική. Άσχημη μέρα, οι φωνές της ξεσήκωσαν όλο το τετράγωνο. Φώναζε και χτυπιόταν, έπεφτε από τα χέρια τους και σερνόταν στο δρόμο, παρακαλούσε να την αφήσουν, μετά τους έβριζε, και μετά τους παρακαλούσε ξανά. Ο κόσμος μαζεύτηκε και χάζευε το θέαμα, κι όταν το αυτοκίνητο έστριψε στη γωνία γύρισαν κι αυτοί στις δουλειές τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μόνο δυο τρεις γριές της γειτονιάς έμειναν λίγο παραπίσω και κουτσομπόλεψαν για λίγη ώρα, έπειτα όλα γύρισαν στους ρυθμούς τους. Δεν ξαναείδε την Τάνια από εκείνη τη μέρα, και το χειρότερο ήταν πως δεν είναι καν σίγουρος ότι του λείπει. Νομίζει, αλλά δεν είναι σίγουρος.

 

..-2-..

 

          Είχε πάει έντεκα, κι ο κυρ Κώστας είχε μόλις κλείσει το μίνι μάρκετ και ετοιμαζόταν να γυρίσει σπίτι του. Ήταν εντελώς πτώμα από την κούραση, είχε από τις έξι το πρωί όρθιος, και ήταν η μέρα που του ερχόταν τα νερά, τρεις παλέτες ξεφόρτωσε και κουβάλησε στην αποθήκη στο υπόγειο μόνος του μέχρι που δεν ένιωθε πια την πλάτη του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο ταχυδρόμος του έφερε και τον λογαριασμό του ΤΕΒΕ. Πάλι αύξηση αυτό το δίμηνο, κι η δουλειά πήγαινε κατά διαόλου. Λίγο η κρίση που ο κόσμος δεν είχε φράγκο για να ψωνίσει, λίγο το σουπερμάρκετ που είχε ανοίξει τρία στενά πιο κάτω, κάθε μέρα και το ταμείο του ήταν και πιο άδειο όταν έκλεινε τα βράδια. Τον έπνιγαν οι υποχρεώσεις, οι προμηθευτές ήθελαν τα λεφτά τους, η ΔΕΗ ήταν απλήρωτη, το δάνειο στην τράπεζα για το σπίτι της κόρης του είχε διπλώσει τις απλήρωτες δόσεις, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Και να 'θελε δεν μπορούσε άλλωστε, στο σπίτι τον περίμενε η γυναίκα του που δεν δούλευε για να προσέχει τον γυιο τους, που αν και τριάντα δύο χρονών είχε μυαλό πεντάχρονου παιδιού. Ευτυχώς που η κόρη τους δεν είχε τέτοια προβλήματα, είχε παντρευτεί πριν τρία χρόνια και τώρα ζούσε με τη δική της οικογένεια στην άλλη άκρη της πόλης.

          Κατέβασε τα ρολά όπως έκανε κάθε βράδυ χωρίς καν να το σκεφτεί, τόσα χρόνια η ίδια κίνηση του είχε γίνει αυτόματη σαν την ανάσα. Η λάμπα του δήμου στη γωνία τρεμόπαιξε μερικές φορές και μετά έσβησε. Το έκανε συχνά, αλλά κανείς δεν την άλλαζε. Κρίση. Όλοι ξέρανε ότι ο δήμος ήταν καταχρεωμένος, οι υπάλληλοι είχαν να πληρωθούν μήνες ολόκληρους. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας του και κίνησε με τα πόδια μέσα στο σκοτάδι για το σπίτι του. Έλπιζε απόψε η κυρά του να του είχε κάτι δροσερό, γιατί είχε σκάσει όλη τη μέρα. Γεμιστά φανταζόταν, χωρίς κιμά, τα αγαπημένα του, με λίγη φέτα, μια σαλάτα ντομάτα, και λίγο κρασί για να χαλαρώσει.

          Στο νου του ξανάρθε ο λογαριασμός του ΤΕΒΕ και συνοφρυώθηκε. Δεν μπορούσε να τον πληρώσει και το ήξερε καλά. Τα έξοδα για τη φροντίδα του αυτιστικού γυιου του ήταν πάρα πολλά, δεν τα έβγαζε πια πέρα μόνος του, αλλά και τι άλλο να έκανε. Δεν υπήρχε καμιά άλλη επιλογή. Έλπιζε να δεχόταν η υπηρεσία να του κάνει κάποια ρύθμιση, αν και δεν είχε ιδέα πως θα βόλευε τελικά τις δόσεις. Θα κέρδιζε όμως λίγο χρόνο, και έχει ο θεός. Κατηφόρισε το δρόμο για το σπίτι του χαμένος στις σκέψεις του, κι ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στη γωνία του Δημαρχείου.

 

..-3-..

 

          Το πιστόλι ήταν κρύο στα χέρια του Αντρέα. Το κοιτούσε και το περιεργαζόταν ενθουσιασμένος αρκετή ώρα στο μισοσκόταδο πίσω από το πάρκο. Ο τύπος με το κουστούμι ακουμπούσε στην BMW του και τον παρακολουθούσε χαμογελώντας ενώ κάπνιζε το τσιγάρο του περιμένοντας να δεχτεί τελικά να του δώσει τα χρήματα που ήθελε για να του το πουλήσει μαζί με την πρέζα. Ήταν μαύρο και γυαλιστερό, καλολαδωμένο, κι ο γεμιστήρας του γεμάτος. “Δώρο οι σφαίρες” του είχε πει, “προσφορά του καταστήματος, δεν μπορείς να κάνεις νταραβέρια με 'κατόγραμμα και να μην κουβαλάς κουμπούρι πάνω σου”. Πάντα του άρεσαν τα όπλα του Αντρέα, κάτι σκιρτούσε μέσα του όταν τα έβλεπε στις ταινίες και στα ηλεκτρονικά, κι όταν το είδε ζωντανά μπροστά του το θέλησε αμέσως. Ένιωσε δυνατός μ' αυτό στο χέρι του, ανίκητος, λες και υπήρχε ποτέ περίπτωση να του χρειαστεί πραγματικά. Δεν ήταν τέτοιος τύπος, ακόμα κι αν έμπλεκε το τελευταίο που θα σκεφτόταν θα ήταν να πυροβολήσει. Αλλά του άρεσε που το ένιωθε βαρύ στο χέρι του, και η παραμύθα δεν άφηνε πολλά περιθώρια για καθαρή σκέψη.

          Έδωσε τα δυο χιλιάρικα πρόθυμα, κι ο κουστουμάτος μπήκε στη BMW κι έφυγε σπινιάροντας μέσα στη νύχτα. Ο Αντρέας ανηφόρισε με γρήγορο βήμα προς το Δημαρχείο, κι ανυπομονούσε να βρει τον Λουκά και να τραβηχτούν στο δυάρι του, να πιουν και να του το δείξει. Μπορεί και να τον άφηνε να το κρατήσει κι αυτός για λίγο, να νιώσει κι αυτός το βάρος του στο χέρι. Ήταν φίλος του εξάλλου, είχαν περάσει τόσα μαζί που μάλλον θα του το έδινε τελικά. Δεν είδε πίσω του τον περίεργο νεαρό με το ξεβαμμένο τζιν και το μπλουζάκι με τη στάμπα των Μετάλλικα που τον ακολουθούσε κρατώντας προσεκτικά απόσταση. Αλλά και να τον έβλεπε έτσι σαν ρέμπελο δεν θα του πέρναγε ποτέ από το μυαλό ότι είναι της Δίωξης.

          Είχε το πιστόλι περασμένο στη ζώνη του πίσω στην πλάτη του, κάτω από το μπλουζάκι του, όπως είχε δει στις ταινίες να κάνουν στα γκέτο της Αμερικής. Στο χέρι του κρατούσε μια σακούλα από το μίνι μάρκετ της γειτονιάς, και μέσα είχε το πακέτο με την πρέζα, ένα στρόγγυλο μπαλάκι εκατό γραμμαρίων που θα τους έφτανε για κάνα δίμηνο τουλάχιστον. Ίσως και να έσπρωχναν και λίγο αν θα ξέμεναν από φράγκα, με τόση καβάντζα κανένα πρόβλημα. Και καλή πρέζα, πεντακάθαρη, κάτασπρη, όχι κιτρινιάρα γεμάτη σόδες κι ασπιρίνες όπως οι άλλες που έπαιζαν συνήθως στη γειτονιά. Όλοι θα ήθελαν να δοκιμάσουν, αλλά μόνο αν ξέμεναν θα πούλαγαν, αλλιώς θα έλεγε και στον Λουκά να την κρατήσουν όλη για πάρτη τους.

          Πέρασε τη διασταύρωση και έστριψε για το Δημαρχείο χωρίς να αντιληφθεί ότι ο τύπος στη γωνία που μίλαγε με την γκόμενα ξεκίνησαν πίσω του κι αυτοί μαζί με τον άλλον με το ξεβαμμένο τζιν. Αν τους έβλεπε ίσως να του έκανε εντύπωση τι δουλειά είχανε το ζευγάρι με τον ρέμπελο, αλλά και πάλι δύσκολα θα τον άφηνε το χάσιμό του και η ανυπομονησία του να υποψιαστεί ότι είναι αστυνομικοί. Όταν είδε τον Λουκά σήκωσε το χέρι του και του έκανε νόημα, και τάχυνε το βήμα του για να πάει κοντά του.

 

..-4-..

 

          Ο κυρ Κώστας έφτασε μπροστά στο Δημαρχείο και πέρασε τον νεαρό που ακουμπούσε στο κάγκελο χωρίς καν να τον προσέξει. Ήταν εντελώς χαμένος στις σκέψεις του, και τα τόσα προβλήματά του δεν τον άφηναν να ασχοληθεί με όσα γινόταν γύρω του. Δεν είδε ούτε τον άλλον νεαρό που λίγα μέτρα πιο πέρα σήκωσε το χέρι του σαν να έκανε νόημα σε κάποιον. Αν τον έβλεπε ίσως να γύρναγε αυθόρμητα να δει σε ποιον το κουνάει, αλλά δεν τον είδε. Έκανε λίγο στο πλάι όταν διασταυρώθηκαν και συνέχισε αργά τον δρόμο του. Λίγα βήματα ακόμα και ξανάκανε στην άκρη για να περάσουν οι δυο τύποι και η κοπέλα. Δεν έδωσε καμία σημασία. Το μυαλό του έτρεχε αλλού, σκεφτόταν την γυναίκα του και τον γυιο τους. Τι τραβούσε κι αυτή. Την παραδεχόταν όμως, ποτέ της δεν το έβαλε κάτω, Είναι σκληρά πλάσματα οι γυναίκες, σκέφτηκε και χαμογέλασε με το κεφάλι σκυμμένο. Αυτός δεν θα κατάφερνε να αντέξει να είναι όλη μέρα με το παιδί. Ξαναχαμογέλασε. Το παιδί. Κοτζάμ μαντράχαλος ήτανε, δυο μέτρα άντρας, αλλά παιδί. Ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έφταιξε και γεννήθηκε έτσι. Οι γιατροί του το είπανε από την πρώτη στιγμή, κάτι δεν πήγαινε καλά, το μωρό δεν έκλαιγε, ούτε αντιδρούσε στα τεστ. Κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε το βήμα του μπροστά στο Δημαρχείο.

          Ξαφνικά άκουσε τις φωνές, και μετά τους πυροβολισμούς. Γύρισε να δει κι ένιωσε τότε κάτι καυτό να τον χτυπάει στο στήθος και τα πόδια του να σηκώνονται από το πεζοδρόμιο για να πέσει με την πλάτη κάτω και να χτυπήσει με δύναμη το κεφάλι του στις κρύες πλάκες. Του έκανε εντύπωση γιατί ήταν κρύες, μια τόσο ζεστή βραδιά. Μετά έκλεισε τα μάτια του και σταμάτησε να σκέφτεται.

 

..-5-..

 

          Ο Λουκάς είδε τον Αντρέα να του κάνει νόημα και σχεδόν κατουρήθηκε από τη χαρά που τον πλημμύρισε. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα το πάθαινε αυτό, τελευταία δυσκολευόταν να ελέγχει το κορμί του όπως θα 'πρεπε, και ήξερε και το γιατί. Υπήρχαν στιγμές που τον ενοχλούσε αυτή του η κατάντια, αλλά αμέσως μετά η λαχτάρα του έπαιρνε τα ηνία και έπειθε τον εαυτό του πως ότι έκανε ήταν προσωρινό. Το είχε κουβεντιάσει μάλιστα μια φορά και με τον Αντρέα, αλλά κατέληξαν κι οι δυο στο συμπέρασμα πως όποτε θέλουν ξεκόβουν, και την ίδια στιγμή σφίγγανε τα λάστιχα στα μπράτσα τους. “Εξάλλου και η Τάνια ξέκοψε, δεν ξέκοψε;” είχε πει τότε, κι ο Αντρέας συμφώνησε και πίεσε το έμβολο της σύριγγας σπρώχνοντας το γαλακτερό υγρό που το κορμί του ανυπομονούσε να τρέξει στις καμένες φλέβες του.

          Είδε τον μεσήλικα που περπάταγε σκυφτός με τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας του, αλλά δεν του έδωσε καμία σημασία. Ήξερε πως η σακούλα από το μίνι μάρκετ της πιο πάνω γωνίας είχε μέσα αυτό που λαχταρούσε, και το μυαλό του ταξίδευε κιόλας στα ατέλειωτα παραμύθια που τον περίμεναν. Είδε και τους δύο τύπους με την γκόμενα πίσω από τον φίλο του, αλλά δεν του πέρασε στιγμή από το μυαλό ότι θα μπορούσαν να ήταν μπάτσοι. Ο μεσήλικας είχε μόλις φτάσει ακριβώς μπροστά στο Δημαρχείο όταν ο Αντρέας ήρθε κοντά του χαμογελώντας ολόκληρος.

          Κοίταξαν γύρω τους κι οι δυο σαν να έλεγχαν μην τους βλέπει κανείς, αλλά δεν πρόσεξαν ότι η παρέα που ακολουθούσε τον Αντρέα είχε σταματήσει λίγα μέτρα πιο κάτω. Ήταν εντελώς απορροφημένοι, το μόνο που υπήρχε εκείνη τη στιγμή στον κόσμο τους ήταν η σακούλα και το περιεχόμενό της. Ο Αντρέας την άνοιξε κι ο Λουκάς έσκυψε και κοίταξε μέσα ενθουσιασμένος. Μόλις είδε το μπαλάκι γέλασε, και χτύπησε θριαμβευτικά τα χέρια με τον φίλο του. Εκείνη τη στιγμή οι αστυνομικοί έκαναν την κίνησή τους.

          Με τις ταυτότητες στα χέρια τούς την έπεσαν ξαφνικά κι απροειδοποίητα. “Αστυνομία” φώναξε ο ένας, “Μην κινηθεί κανείς” φώναξε ο άλλος, κι οι δυο δυνατά και ψαρωτικά για να εκμεταλευτούν το ξάφνιασμά τους. Ο Λουκάς πισωπάτησε με τον τρόμο να γεμίζει το θολό του βλέμμα, και ξαφνιάστηκε που η πρώτη του σκέψη ήταν ο πατέρας του, που σίγουρα δεν θα άντεχε αν μάθαινε ότι τον συλλάβανε για ναρκωτικά. Ο Αντρέας σκέφτηκε μόνο ότι θα του πάρουν την πρέζα, και γύρισε ενώ έβγαζε ταυτόχρονα το πιστόλι από τη ζώνη του. Με χέρι που έτρεμε πάτησε τη σκανδάλη κι ένιωσε το τίναγμα δυνατό μέχρι τον ώμο του. Οι αστυνομικοί έκαναν ενστικτωδώς στο πλάι και τράβηξαν τα δικά τους περίστροφα, ενώ ο Αντρέας ξαναπατούσε τη σκανδάλη.

          Ο χρόνος είχε σταματήσει, στα μάτια του Λουκά φαίνονταν να γίνονται όλα σε αργή κίνηση σα ριπλέι σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Είδε έκπληκτος τον φίλο του να βγάζει όπλο, και στην αρχή δεν κατάλαβε τι ήταν. Άκουσε τον πρώτο πυροβολισμό, άκουσε τον δεύτερο, άκουσε τους μπάτσους να φωνάζουν ότι κρατάει όπλο, και μετά πυροβόλησαν κι αυτοί. Ο Αντρέας έπεσε πάνω του και σχεδόν τον έριξε κι αυτόν μαζί του στο δρόμο, αλλά ο Λουκάς δεν τον κατάλαβε γιατί κοίταζε έντρομος τώρα κάτι άλλο. Κοίταζε τον μεσήλικα που τινάχτηκε σαν να τον κλώτσησε άλογο και ξάπλωσε κάτω απότομα, τόσο που το κεφάλι του χτύπησε με δύναμη στο πεζοδρόμιο και ο γδούπος αντήχησε μέσα στο μπερδεμένο του μυαλό πιο δυνατά από τις πιστολιές. Αμέσως μετά οι αστυνομικοί έπεσαν πάνω του και τον έριξαν κι αυτόν κάτω, δίπλα στον ακίνητο Αντρέα, που το αίμα του κυλούσε κιόλας αργά στο αυλάκι κάτω από το κράσπεδο προς τη σχάρα του υπονόμου.

 

..-6-..

 

          Ήταν μια κακιά στιγμή, είπαν στην γυναίκα του κυρ Κώστα οι αστυνομικοί όταν σχεδόν χαράματα την ειδοποίησαν από το τμήμα. Ήταν δυστυχώς στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Λυπούνται, είπαν, αλλά συμβαίνουν αυτά. Δεν της είπαν όμως τι να κάνει τώρα πια μόνη της, με τον αυτιστικό γυιο της και ένα κάρο υποχρεώσεις.

          Ήταν μια κακιά στιγμή είπαν και στον πατέρα του Λουκά την άλλη μέρα όταν τον πήραν τηλέφωνο από το τμήμα. Ο κακομοίρης δεν άντεξε όταν άκουσε ότι ο γυιος του ήταν ναρκομανής και συνεργός σε φόνο. Το ασύρματο ακουστικό έφυγε από το χέρι του και έπεσε στο πάτωμα, ενώ ο ίδιος έπιασε για μια στιγμή το στήθος του και μετά κατέρρευσε αργά για να πέσει κι αυτός ακριβώς δίπλα του.

          Ο Αντρέας δεν είχε κανέναν, και η κηδεία του έγινε με έξοδα της Πολιτείας. Η σακούλα κατέληξε στην αποθήκη στα κεντρικά της αστυνομίας, κι από κει κάποια στιγμή πήγε όπως ορίζει το πρωτόκολλο μαζί με το περιεχόμενό της στους δημοτικούς καυστήρες για καταστροφή. Το πιστόλι έμεινε σε μια σακουλίτσα στο ράφι των αποδεικτικών στοιχείων.

          Η Τάνια ξέκοψε τελικά, αλλά δεν επισκέφτηκε ποτέ τον Λουκά στη φυλακή..-

                                                        By MADnJIM

Edited by MadnJim
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..