Jump to content

Η κατάρα της γριας


MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MADnJIM
Είδος: Λίγος τρόμος..
Βία; Τα πολύ βασικά..
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: Περίπου 2450
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Ελπίζω να σας αρέσει.. :)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ..

 

“Ορίστε, έτοιμη και η φωτιά, ξεκόλλησες τώρα;..” είπε ο Μάνος σχεδόν ειρωνικά.

          Ο Δημήτρης τον κοίταξε και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Κάθισε κοντά στη φλόγα και προσπάθησε να αγνοήσει τις σκιές στα τοιχώματα της σπηλιάς. Έξω η βροχή είχε γίνει σωστή καταιγίδα, ο αέρας λυσσομανούσε, και οι αστραπές έλουζαν με το ξαφνικό τους φως τα δέντρα του δάσους φτιάχνοντας μια εικόνα που σε τίποτα δεν θύμιζε αυτή που είχε στο μυαλό του από την αναγνώριση που είχαν κάνει λίγες μέρες νωρίτερα στην περιοχή γύρω από τα σύνορα.

“Τι έπαθες; Είσαι με τα μούτρα μέχρι κάτω λέμε..” τον ρώτησε ο Μάνος.
“Τίποτα, μια χαρά είμαι..” του απάντησε σιγανά ο Δημήτρης, κι εστίασε το βλέμμα του στη φωτιά.
“Τι τίποτα ρε, αφού σε βλέπω, είσαι χαλασμένος..” επέμεινε ο φίλος του.
“Τίποτα ρε σου λέω, παράτα με..”

          Σηκώθηκε και πήγε μέχρι την είσοδο της σπηλιάς. Στο μυαλό του ερχόταν ξανά και ξανά η ίδια σκηνή, ήθελε να τη διώξει, να τη σβήσει, αλλά ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε εύκολα. Η γρια, εκείνη η σκυφτή γρια με τα μαύρα ρούχα και το μαντήλι στο κεφάλι, η τσιγγάνα, που έπεσε τυχαία πάνω τους ακριβώς τη στιγμή που θα γινόταν το νταραβέρι. Για πότε βγήκαν τα πιστόλια ούτε που κατάλαβε. Σε χρόνο μηδέν βρέθηκαν να σημαδεύουν ξαφνιασμένοι οι μεν τους δε με τα τσουβάλια με το χόρτο ανάμεσά τους. Εκείνοι φώναζαν και απειλούσαν, ο Μάνος τους έβριζε, και οι κάννες πήγαιναν από πρόσωπο σε πρόσωπο απειλώντας να τινάξουν φωτιά και θάνατο. Κι όλα αυτά γιατί ξαφνιάστηκαν από τη γρια!

“Ρε συ Μήτσο, ξεκόλλα ρε φίλε, έλα κάτσε να δούμε τι θα κάνουμε..” άκουσε τον Μάνο να του λέει πίσω του.

          Γύρισε και πήγε αργά πάλι κοντά στη φωτιά. Κάθισε κατάχαμα και άρχισε να τη σκαλίζει νευρικά με ένα κλαδάκι.

“Δεν χρειαζόταν να τη σκοτώσεις..” είπε σιγανά.
“Ε; Τι λες; Ακόμα τη γρια σκέφτεσαι ρε;..”
“Ναι ρε, ακόμα τη γρια σκέφτομαι. Τι σου 'ρθε και της έριξες, μου λες;..”
“Μας χάλασε τη δουλειά η σκατόγρια ρε, να μην φύτρωνε εκεί άγρια μεσάνυχτα, τι σκατά ήθελε εκεί πέρα δηλαδή;..”
“Σπίτι της πήγαινε, ή όπου έμενε τελοσπάντων..”
“Σιγά μην είχε και σπίτι. Δεν την είδες; Γύφτισσα ήταν..”
“Τι να σου πω τώρα..”

          Του γύρισε την πλάτη και ξάπλωσε στο χώμα τυλίγοντας το μπουφάν του γύρω του. Δοκίμασε να κλείσει τα μάτια του και η εικόνα της γριας ήρθε πάλι ολοζώντανη μπροστά του, όπως ακριβώς ήταν όταν έσκυψε πάνω της και την κράτησε ενώ ξεψυχούσε.

“Μας καταράστηκε ξέρεις..” μουρμούρισε.

          Ο Μάνος γέλασε δυνατά.

“Σώπα ρε! Μπρρρρ, τρέμω από το φόβο μου τώρα!..” είπε κοροϊδευτικά και συνέχισε να γελάει.
“Μη γελάς ρε..” γύρισε και τον κοίταξε εντελώς σοβαρός ο Δημήτρης.
“Τι να μη γελάσω ρε συ; Ακούς τι λες; Μας καταράστηκε! Σοβαρή υπόθεση. Γι' αυτό τώρα είναι στα θυμαράκια..”

          Δεν είναι στα θυμαράκια, στο λάκκο που την πετάξαμε είναι, σκέφτηκε ο Δημήτρης, αλλά απέφυγε να το πει δυνατά. Απλώς γύρισε πάλι την πλάτη του στον φίλο του και κάρφωσε το βλέμμα του στις αστραπές που πέφτανε ασταμάτητα έξω.

“Τι κατάρα μας έριξε δηλαδή; Να ξεποδαριαστούμε εδώ πάνω εξαιτίας της;..” άκουσε τον φίλο του να τον ρωτάει.

          Αναστέναξε σιωπηλά. Στο μυαλό του έπαιξε πάλι η σκηνή για χιλιοστή φορά. Ο Μάνος της έριξε νευριασμένος όταν οι άλλοι χάλασαν τη δουλειά και φύγανε. Αυτός έσκυψε πάνω της και την ανασήκωσε από το χώμα. Στο στήθος της η μάλλινη μαύρη ζακέτα της  είχε λεκιάσει γύρω από τη μικρή τρύπα που άφησε η σφαίρα, και χώματα είχαν κολλήσει στο αίμα που την πότιζε. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες, κυριολεκτικά σκαμμένο από τα χρόνια και τις δυσκολίες. Τα μάτια της ήταν θολά και σχεδόν λευκά, το πιο πιθανό ήταν να μην έβλεπε κιόλας, και τσάμπα να την σκότωσαν. Όταν άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει βγήκε πρώτα λίγο αίμα και μετά η φωνή της, βραχνή, γέρικη, αλλά πεντακάθαρη. Κάρφωσε το θολό βλέμμα της στα μάτια του και του είπε τέσσερις μόλις λέξεις, “στο βουνό να μείνετε”, και μετά πέθανε. Έμεινε να τον καρφώνει με τα πεθαμένα της μάτια και με το στόμα μισάνοιχτο, σαν να ήθελε να πει κι άλλα. Την ακούμπησε κάτω και σηκώθηκε ταραγμένος. Δεν ήταν πρωτάρης, είχε ξαναδεί νεκρούς, είχε σκοτώσει κι ο ίδιος μια φορά έναν τύπο σε ένα νταραβέρι που είχε χαλάσει κάποτε πάλι στα σύνορα, και λίγη ώρα αργότερα γελούσαν με τον Μάνο με τη φάτσα του όταν έφαγε τη σφαίρα. Αλλά αυτή η γρια δεν έφταιγε σε κάτι. Την κουβάλησαν μέσα στη νύχτα στην πλαγιά πάνω από το χωριό και την έριξαν σ' έναν λάκκο στο βουνό για να έχουν άνετα χρόνο να φύγουν από την περιοχή μέχρι να τη βρουν, και τότε ο καιρός άλλαξε ξαφνικά και άρχισε η βροχή.

“Είπε να μείνουμε εδώ πάνω..” του απάντησε σιγανά.
“Που εδώ πάνω; Εδώ στη σπηλιά;..”

          Το κοροϊδευτικό ύφος του Μάνου είχε επιστρέψει. Σηκώθηκε μάλιστα όρθιος και πήρε μια θεατρινίστικη στάση.

“Εδώ..” είπε κάνοντας τη φωνή του πιο βαθιά, “..πάνω στα βουνά, εδώ θα μείνουμε για πάντα να φυλάμε τη σπηλιά ετούτη..”
“Σκάσε ρε..” γύρισε και του είπε απότομα ο Δημήτρης.

          Ο Μάνος έβαλε τα γέλια, έσκυψε, πήρε μια μικρή πέτρα από κάτω, και του την έριξε. Τον πέτυχε στον ώμο, αλλά ο Δημήτρης δεν το είδε για αστείο και πετάχτηκε όρθιος και έτοιμος για καυγά.

“Όπα ρε φίλε, πλάκα έκανα..” είπε ο Μάνος και σήκωσε τα χέρια του σαν για να τον σταματήσει.
“Κόφ'το..” του είπε ο φίλος του και τον έσπρωξε.
“Εντάξει ρε, εντάξει, έχεις φρικάρει με τη γρια, οκέυ, το καταλαβαίνω. Ξεκόλλα τώρα όμως, σε λίγο που θα σταματήσει η βροχή πρέπει να κατεβούμε όλη την πλαγιά μέχρι το αυτοκίνητο, και όταν ξημερώσει θα είμαστε στα Γιάννενα, στο ξενοδοχείο, να πίνουμε αραχτοί το καφεδάκι μας..”

          Ο Δημήτρης τον κοίταξε έντονα στα μάτια μέχρι που τον έκανε να κατεβάσει το βλέμμα του.

“Δεν χρειαζόταν να την σκοτώσεις..” του είπε αργά, και του γύρισε πάλι την πλάτη.

          Τότε είδε για πρώτη φορά κίνηση στο εσωτερικό της σπηλιάς. Μια αδιόρατη σχεδόν κίνηση, αλλά σίγουρα υπαρκτή κι όχι κάποιο παιχνίδισμα των σκιών από τις φλόγες πάνω στα τοιχώματα. Έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα προσπαθώντας να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Κράτησε χωρίς να το καταλάβει μέχρι και την ανάσα του. Το χέρι του Μάνου στον ώμο του τον έκανε να πεταχτεί σαν ελατήριο.

“Χαχαχαχα, τι έπαθες ρε;..” γέλασε αυτός, αλλά σταμάτησε μόλις είδε το πρόσωπό του. “Τι είναι ρε φίλε, τι έπαθες, σόρυ αν σε τρόμαξα..” ξεκίνησε να λέει, αλλά τον έκοψε ο Δημήτρης.
“Υπάρχει κάτι μέσα εκεί..” είπε σιγανά και έδειξε προς το σκοτεινό εσωτερικό.

          Ο Μάνος κοίταξε για λίγο και μετά σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

“Καμιά αλεπού θα είναι, ξεκόλλα..” είπε και γύρισε στη φωτιά.

          Ο Δημήτρης έμεινε για λίγο να κοιτάει το σκοτάδι, και συνειδητοποίησε ότι είχε ανατριχιάσει ολόκληρος. Έσφιξε καλύτερα το μπουφάν του πάνω του, αν και ήξερε πως δεν ήταν επειδή κρύωνε. Στο μυαλό του για κάποιον λόγο είχαν καρφωθεί τα λόγια της γριας, τα άκουγε συνέχεια, ασταμάτητα, λες και ήταν κάπου εκεί και προσπαθούσε να τον τρελάνει επειδή τη σκοτώσανε.

          Γύρισε κι αυτός στη φωτιά και κάθισε δίπλα στον φίλο του. Για λίγη ώρα δεν είπαν λέξη, παρά μόνο ο Μάνος σκάλιζε νευρικά τα ξύλα κάνοντας μικρές σπίθες να πιάνονται στον καυτό αέρα πάνω από τις φλόγες και να ανεβαίνουν μέχρι το ταβάνι της σπηλιάς πριν χαθούν και γίνουν ένα με το σκοτάδι, ενώ ο Δημήτρης είχε μαζέψει τα γόνατα στο στήθος του και τα είχε αγκαλιάσει με τα χέρια του, και είχε διπλωθεί ακουμπώντας το σαγόνι του πάνω τους. Κοίταζε τον χορό που έκαναν οι φλόγες, αλλά ξέκλεβε που και που ματιές στο σκοτάδι στο βάθος της σπηλιάς. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να εστιάσουν αφού η φωτιά τον έκανε να βλέπει αναλαμπές, αλλά και πάλι πρόλαβε να αντιληφθεί μια νέα κίνηση. Άρπαξε ένα αναμμένο κλαδί και πετάχτηκε όρθιος ξαφνιάζοντας τον Μάνο.

“Νάτο πάλι, εκεί, το είδα..” είπε με ταραχή, κι έδειξε προς το εσωτερικό.
“Τι μωρέ πάλι..” ξεκίνησε να παραπονιέται ο φίλος του, αλλά σταμάτησε στη μέση την κουβέντα του όταν γύρισε και κοίταξε.

          Δυο μάτια αντιφέγγιζαν τη φλόγα από το κλαδί που κράταγε ο Δημήτρης για να ρίχνει λίγο φως προς τα εκεί. Δύο σχεδόν λευκά μάτια, που τους κοιτούσαν σταθερά, ακίνητα, καμιά δεκαριά μέτρα πιο μέσα στη σπηλιά.

“Τι-τι είναι αυτό ρε;..” μουρμούρισε ο Μάνος και στάθηκε δίπλα στον φίλο του.
“Δεν ξέρω..” απάντησε ο Δημήτρης. “Ότι κι αν είναι πάντως δεν είναι αλεπού..”
“Ε; Γιατί;..”
“Τι γιατί ρε; Κοίτα πόσο ψηλά είναι, αν ήταν αλεπού θα ήταν χαμηλά, κοντά στο χώμα..”

          Πέταξε το κλαδί προς τα κει, αλλά έσβησε πριν φτάσει και δεν κατάφεραν να δούνε τι ήταν αυτό που τους κοίταζε. Ότι κι αν ήταν όμως εξαφανίστηκε, σαν να φοβήθηκε από την κίνηση του Δημήτρη.

“Έφυγε..” είπε σιγανά, περισσότερο μονολογώντας, παρά απευθυνόμενος στον Μάνο.

          Στο μυαλό του είχε καρφωθεί πάλι η σκηνή με τη γρια, και τώρα έβλεπε τα μάτια της, τα θολά και γερασμένα σχεδόν λευκά μάτια της να τον κοιτάνε καθώς πέθαινε, και του μοιάζανε πολύ μ' αυτά που τους παρακολουθούσαν εδώ μέσα. Ανατρίχιασε πάλι ολόκληρος, κι αυτή τη φορά δεν απέφυγε να παραδεχτεί στον εαυτό του ότι φοβόταν.

          Ο Μάνος γύρισε και κάθισε πάλι κοντά στη φωτιά.

“Οκέυ, αν το ξαναδείς ξέρεις τι να κάνεις, πέτα του ένα κλαδί και θα φύγει. Άραξε τώρα γιατί με αγριεύεις έτσι που κάνεις..” είπε προσπαθώντας να δείχνει άνετος.

          Ο Δημήτρης τον κοίταξε, και μετά γύρισε πάλι το βλέμμα του στο βάθος της σπηλιάς.

“Μάνο, μήπως να φεύγαμε ρε φίλε, κάτι δεν μου αρέσει καθόλου εδώ μέσα..” είπε διστακτικά.
“Που να πάμε ρε, τρελός είσαι; Κοίτα έξω τι ρίχνει..” του απάντησε ο φίλος του αμέσως.
“Προτιμώ τη βροχή..” επέμεινε ο Δημήτρης.
“Κι εγώ προτιμώ να μείνω στεγνός, παρά να την αρπάξω εκεί έξω επειδή εσύ χέστηκες πάνω σου. Κάτσε κάτω και ξεκόλλα..” τον αποπήρε ο φίλος του.

         Κάθισε δίπλα του, αλλά δεν τράβηξε στιγμή το βλέμμα του από το εσωτερικό της σπηλιάς. Ο Μάνος τον είδε, και τον σκούντηξε με δύναμη.

“Ξεκόλλα λέω, με φρικάρεις κι εμένα με τις φαντασίες σου..” του είπε νευρικά.
“Πάμε να φύγουμε ρε φίλε, έχω ένα περίεργο προαίσθημα..”
“Α, καλά, άμα άρχισες και τα προαισθήματα τώρα..” ξεφύσηξε ο Μάνος και σηκώθηκε.

          Ο Δημήτρης σηκώθηκε κι αυτός, κι έκανε να πάει προς την είσοδο για να βγει έξω στη βροχή.

“Ε, που πας;..” τον σταμάτησε ο Μάνος και γέλασε, αλλά το γέλιο του δεν είχε την ανεμελιά που είχε νωρίτερα. “Δεν φεύγουμε, απλώς θα πάμε να δούμε τι σκατά ήταν αυτό που σε τρόμαξε, μπας και ξεκολλήσεις όταν δεις ότι ήταν μια αλεπού, ή ένας λαγός, ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων, δεν ξέρω, στη φυσική ιστορία δεν ήμουν καλός στο σχολείο..”
“Μάνο δεν..” ξεκίνησε να λέει ο Δημήτρης, αλλά ο φίλος του είχε ανάψει κιόλας τον φακό στο κινητό του και έριχνε την αχνή δέσμη στο εσωτερικό της σπηλιάς.

          Ξεκίνησε προς τα μέσα, και ο Δημήτρης άναψε κι αυτός το δικό του κινητό και τον ακολούθησε αναστενάζοντας λίγα  βήματα πιο πίσω. Για καμιά εικοσαριά μέτρα η σπηλιά συνέχιζε ευθεία, κι αν κάπου έλπιζε ο Δημήτρης μέσα του να είχε κάποια ανηφοριά ή κάποιο υψωματάκι και γι' αυτό φαινόταν ψηλά τα μάτια, η ελπίδα αυτή χάθηκε, όπως χάθηκε από τα μάτια τους και η μικρή φωτιά τους μόλις έστριψαν στην πρώτη στροφή της σπηλιάς. Λίγο πιο μέσα στάθηκαν γιατί μπροστά τους ανοιγόταν μια διακλάδωση, η σπηλιά συνέχιζε χωρισμένη σε δύο κατευθύνσεις.

“Τώρα;..” είπε σιγανά ο Μάνος ρίχνοντας το λιγοστό φως πρώτα στην αριστερή και μετά στην δεξιά.
“Μάνο έλα να γυρίσουμε..” είπε γι' ακόμα μια φορά ο Δημήτρης.

          Ο Μάνος γύρισε και τον κοίταξε νευριασμένα, με την πλάτη του στην διακλάδωση.

“Μου την έχεις δώσει πολύ λέμε, είσαι μεγάλος χέστης τελικά..” ξεκίνησε να λέει, αλλά είδε τον Δημήτρη να γουρλώνει ξαφνικά τα μάτια του γεμάτος τρόμο και πάγωσε.

          Όλα έγιναν σε ελάχιστες στιγμές. Πίσω από τον Μάνο φάνηκαν τα λευκά μάτια, και πριν προλάβει ο Δημήτρης να του πει κάτι τον είδε να πέφτει μπροστά με τα μούτρα, σαν κάποιος να του άρπαξε απότομα τα πόδια, και μετά τον τράβηξε και τον έσυρε μαζί του μέσα στο σκοτάδι. Το κινητό του έπεσε δίπλα στο χώμα, και έριχνε το φως πάνω στο πέτρινο τοίχωμα της σπηλιάς. Ο Δημήτρης πρόλαβε να δει τον φίλο του να  ουρλιάζει και να σκάβει με τα νύχια του το έδαφος προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου, και σαν σε αργή κίνηση το μυαλό του έπιασε την εικόνα ενός νυχιού του αριστερού του χεριού που βρήκε κάποια κόντρα και ξεκόλλησε από το δάχτυλο. Έστρεψε το κινητό του ακολουθώντας τον, και τον είδε να χάνεται σε μία τρύπα στο πάτωμα της σπηλιάς στην δεξιά διακλάδωση. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο απόλυτος τρόμος, κι αυτό ήταν που τελικά ξύπνησε τον Δημήτρη και τον έκανε να τιναχτεί με όση δύναμη του έδιναν τα πόδια του προς την αντίθετη κατεύθυνση.

          Λίγα βήματα ακόμη και θα έστριβε τη μικρή στροφή που του έκρυβε το φως από τη φωτιά και τις αστραπές απ' έξω. Τότε πίσω του ακούστηκε ένα στριγκό γέλιο, ένα γέρικο γυναικείο γέλιο που τον έκανε να τρέξει ακόμα περισσότερο. Έστριψε και είδε τη φωτιά, και δίπλα της να στέκεται ο Μάνος κι αυτός. Ο φίλος του άναβε το φακό του κινητού του και ξεκινούσε να εξερευνήσει το εσωτερικό της σπηλιάς, και αυτός άναψε τον δικό του και τον ακολούθησε. Έμεινε αποσβωλομένος να τους κοιτάει μέχρι που φτάσανε μπροστά του. Ο Μάνος πέρασε από μέσα του, αλλά όταν ήταν να περάσει κι ο εαυτός του ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι του που τον έκανε να σκύψει και να το πιάσει με τα χέρια του.

          Γύρισε και είδε όλη τη σκηνή με την αρπαγή του φίλου του, και παρακολούθησε παγωμένος και ανήμπορος να κάνει το παραμικρό τον εαυτό του να έρχεται καταπάνω του τρέχοντας όπως και πριν με το γέλιο να αντηχεί στη σπηλιά. Τον έφτασε και τότε έγιναν ένα, για να δει άλλη μια φορά προς τη φωτιά τον Μάνο κι αυτόν να ετοιμάζονται να ξεκινήσουν το ψάξιμο. Μόνο που τώρα ο Δημήτρης δεν ξαφνιάστηκε όταν άκουσε πάλι το γέλιο της γριας καθώς έβλεπε τον εαυτό του να τρέχει πανικόβλητος, ούτε σαν έγιναν πάλι ένα και ξαναείδε από την αρχή όλη τη σκηνή. Την τρίτη φορά ήξερε ότι ήταν η κατάρα της γριας που είχε πιάσει, αλλά χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές ακόμη όλη η σκηνή πριν καταφέρει να ουρλιάξει απελπισμένος έχοντας συνειδητοποιήσει πως τελικά θα μένανε πράγματι στο βουνό.

          Μόνο που το ουρλιαχτό του δεν το άκουσε ούτε ο Μάνος που άναβε για άλλη μια φορά τον φακό του κινητού του, ούτε ο εαυτός του που τον ακολούθησε όπως και όλες τις προηγούμενες φορές.

          Και το γέλιο της γριας, αυτός ο φριχτός απόηχος της κατάρας, συνέχισε να αντηχεί στα τοιχώματα της σπηλιάς χωρίς σταματημό..-

                                                             By MADnJIM

Edited by MadnJim
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Τελείωσα την ιστορία σου πριν λίγο και ακόμη δεν λέει να μου φύγει το χαμόγελο.  Το εύρημα σου στο τέλος είναι πολύ έξυπνο, αν και η λογική μου έχει αντιρρήσεις, αλλά εφόσον μιλάμε για μεταφυσικό who cares.  Μάλλον είναι η πρώτη σου ιστορία που διαβάζω και θα ρίξω καμιά  ματιά και σε άλλες.  Α, και θα έβρισκα πολύ ενδιαφέρον αν ξαναέγραφες την ίδια ακριβώς ιστορία αλλά αυτή την φορά με κεντρικό ήρωα τον Μάνο.  Σκέψου το!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία. Μου άρεσε το concept και κυρίως ο τρόπος που τελειώνει. Έχω μια απορία όμως. Αυτοί οι δύο δεν είχαν τουλάχιστον ένα όπλο; Δεν θα ήταν πιο λογικό να το χρησιμοποιήσουν αντί για φλεγόμενα κλαδάκια; Κατά τ'άλλα αρκετά πρωτότυπο και καλογραμμένο (μου αρέσουν πολύ οι περιγραφές σου).

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι πολύ που σας άρεσε. Να πω την αμαρτία μου, είχα κάποιες ανησυχίες για το αν και κατά πόσο κατάφερα να κάνω κατανοητό το τέλος, αλλά με τα σχόλιά σας ησύχασα. Ευχαριστώ πολύ..:)

 

Νίκο, καθόλου κακή η ιδέα σου. Θα το μαρινάρω λίγο στο μυαλό μου, κι αν δω ότι κάτι μπορώ να φτιάξω θα το βάλω για ψήσιμο. Αν θες να διαβάσεις κι άλλες ιστορίες μου, να σου πω ότι δεν γράφω αποκλειστικά τρόμου, αλλά σε πολλά είδη, με λίγη παραπάνω αγάπη στις funny ιστορίες για λόγους προσωπικής απόλαυσης κατά τη συγγραφή. Αλλά αν θες τρόμου θα σου πρότεινα για αρχή μια αγαπημένη μου ιστορία, την "Το νησί του θανάτου"..

 

Πέτρο, εννοείται πως είχαν όπλα, το μπέρδεμα στην αρχή που οδήγησε και στο θάνατο της γριας τσιγγάνας το δείχνει καθαρά. Αλλά στη σπηλιά δεν αισθάνονται απειλή, απλά περιμένουν να σταματήσει η βροχή για να φύγουν, και ο Δημήτρης έχει αγριευτεί λίγο που ο Μάνος σκότωσε τη γρια. Δεν χρειάζεται να βγάλουν όπλα μέσα εκεί, κι όταν βλέπουν την κίνηση και τα μάτια την πρώτη φορά πετούν ένα αναμμένο κλαδί προς τα κει για να φωτιστεί ο χώρος, άσχετα που αυτό έσβησε πριν φτάσει, κι όχι για να "πολεμήσουν" αυτό που ήταν εκεί. Θεώρησαν πως ήταν κάποιο ζώο, κάτι που ακόμα κι όταν ξεκινούν να πάνε να δούνε ο Δημήτρης ελπίζει να έχει ανηφόρα ή κάποιο εξόγκωμα το έδαφος γιατί δεν του καθόταν καλά το ύψος που βρισκόταν τα μάτια που είδε, δεν του ταίριαζε για αλεπού όπως του είπε ο Μάνος. Ότι του λέει μετά αν ξαναδεί κάτι να τους ξαναπετάξει κλαδί το κάνει πειραχτικά. 

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία σου. Θα στα πω ειλικρινά.

 

1) Έχεις κάποια θεματάκια με τις εκφράσεις, όπως π.χ. «Έξω η βροχή είχε γίνει σωστή καταιγίδα.» Με λίγη επιμέλεια θα μπορούσες να τα εμπλουτίσεις αρκετά και με λίγες λέξεις προκειμένου ο αναγνώστης να μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται εκεί. Κάποιος είπε: «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.»

2) Οι διάλογοι είναι κάπως φτωχοί, όπως και οι ακολουθίες του στην περιγραφή του κάθε διαλόγου του χαρακτήρα ανάμεσα στον Μάνο και τον Δημήτρη.

Φιλικές συμβουλές: α) Μην βάζεις την Αγγλική παρένθεση. Η Ελληνική παρένθεση («») είναι αυτή που σου έγραψα πάνω στην φράση. Για να την ενεργοποιήσεις κράτα τα Ctlr+Alt και πάτα τα πλήκτρα «[» και «].» β) Πάντα μετά την δεξιά παρένθεση να βάζεις το κόμμα για να διαχωριστούν σωστά οι διαλόγοι από τις περιγραφές τους.

3) Στη θέση σου το είδος θα το παρέπεμπα σε ψυχολογικό θρίλερ με λίγα στοιχεία τρόμου, γιατί η ιστορία που έγραψες εκεί το παραπέμπει. Αυτό είναι ένα συχνό λάθος που το κάνουν πολλά άτομα, μπερδεύοντας το ψυχολογικό θρίλερ με τον τρόμο.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..