Jump to content

MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MADnJIM
Είδος: Μισό ηρωικής φαντασίας, μισό σύγχρονο κάτι, σύνολο δεν ξέρω πως να το πω..
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: Περίπου 3370
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Ελπίζω να σας αρέσει.. :)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ..
 
 
          Ο Αλέξης είναι ένας συνηθισμένος αφανής υπάλληλος του οικονομικού τμήματος μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρίας. Ελάχιστοι τον ξέρουν, κι ακόμα λιγότεροι του έχουν δώσει λίγη σημασία παραπάνω απ' όση ήταν υποχρεωμένοι από τη δουλειά τους. Αλλά κι αυτός είναι εκ φύσεως κλειστός χαρακτήρας, δεν μιλάει πολύ, δεν εξωτερικεύει ότι νιώθει και σκέφτεται, δεν παίρνει μέρος στις συζητήσεις στο κυλικείο όταν κάνουν διάλειμμα για κολατσιό, παρά μόνο κάθεται σε μια άκρη κρατώντας με τα δυο του χέρια σφιχτά την κούπα του με τον ζεστό καφέ, και προσπαθώντας αν είναι δυνατόν να γίνει ένα με την ταπετσαρία του τοίχου. Αγοραφοβικός ήταν πάντα, από το σχολείο ακόμη ήταν ένα μελετηρό παιδί που δεν είχε φίλους, και όλες του οι απουσίες ήταν από το μάθημα της γυμναστικής που προκειμένου να αποφύγει τον εφιάλτη του να αποδείξει ότι κι αυτός μπορούσε όπως τα άλλα παιδιά, πήγαινε και κρυβόταν στη βιβλιοθήκη και χανόταν στα αγαπημένα του βιβλία με τους ιππότες και τους δυνατούς ήρωες με τα μεγάλα σπαθιά που δεν φοβόντουσαν τίποτα, μέχρι να τον λυτρώσει ξανά το κουδούνι.
          Εκείνη τη μέρα επικρατούσε αναβρασμός στο γραφείο. Η εταιρία ήταν υπό έλεγχο από ορκωτούς λογιστές του ΣΔΟΕ, και το τμήμα του Αλέξη ήταν ένα πραγματικό χάος. Το άγχος του είχε ανέβει σε επικίνδυνα ύψη, κι ας ήταν σίγουρος ότι τα δικά του βιβλία ήταν απόλυτα σωστά και άμεμπτα. Μέχρι να πάει πέντε το απόγευμα και να μαζέψει τους φακέλους του στον χαρτοφύλακά του για να φύγει ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει παγωμένος στην πλάτη του, από έναν αόρατο φόβο, έναν αδιόρατο πανικό που τον είχε πλημμυρίσει. Ηρέμησε μόνο όταν μπήκε στην εργένικη ημιυπόγεια γκαρσονιέρα του και έκλεισε πίσω του την πόρτα, τότε ακούμπησε πάνω της και αφέθηκε να καθίσει αργά στο πάτωμα, μέσα στο μισοσκόταδο, με τον χαρτοφύλακα σφιχτά στην αγκαλιά του λες κι ήταν ότι πιο πολύτιμο είχε.
          Το υπόλοιπο της μέρας του πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Βγήκε κάποια στιγμή και πήγε μέχρι το σουπερμάρκετ της γειτονιάς του για να πάρει κάποια πράγματα για το βραδινό του, και όλη την υπόλοιπη ώρα του την πέρασε με τις πυτζάμες του στον καναπέ του, όπου ξεκίνησε για άλλη μια φορά να διαβάζει από την αρχή το αγαπημένο του βιβλίο, ένα με κάποιον νεαρό ιππότη που σώζει την πριγκίπισσα του βασιλείου κι όλοι τον ανακηρύσουν τελικά ήρωα. Δεν κάθισε πολύ αργά, έκλεισε την τηλεόραση, έσβησε το φως, και ξάπλωσε στο κρεβάτι του για να ξεκουραστεί λίγες ώρες πριν αντιμετωπίσει ξανά τον κόσμο έξω από το σπίτι του. Δεν ονειρευόταν συχνά, ή κι αν το έκανε δεν θυμόταν ποτέ κάτι από αυτά που έβλεπε στα όνειρά του. Αυτό όμως θα άλλαζε αυτό το βράδυ, και μαζί του θα άλλαζε και η ζωή του Αλέξη, αλλά δεν το ήξερε ακόμα.
 
          Έβαλε το ατσάλινο σπαθί του πίσω στη θήκη του και κοίταξε χαμογελώντας τα κουφάρια των ληστών να κείτονται στη λάσπη που έφτιαχνε το ίδιο τους το αίμα. Η μικρή πλατεία έξω από το καπηλειό ήταν γεμάτη κόσμο, ένα πλήθος από αμόρφωτους χωρικούς, αγρότες και τσοπάνηδες, που όσο είχαν τρομάξει όταν είδαν τη συμμορία των μαυροντυμένων κακοποιών να μπαίνει με τα άλογα και τους δαυλούς στο μικρό χωριό τους αλαλάζοντας και γκρεμίζοντας τους φτωχικούς πάγκους στην ξύλινη αγορά, τόσο είχαν εντυπωσιαστεί όταν άνοιξε η πόρτα της ταβέρνας και βγήκε ο Αλέξανδρος με την ασημένια του πανοπλία να αστράφτει στο φως του δειλινού.
          Η μάχη δεν κράτησε πολύ, αλλά χαράχτηκε στα μυαλά των κατοίκων του χωριού με πύρινα ανεξίτηλα γράμματα. Οι κακοποιοί, μισή ντουζίνα κακούργοι που καταζητούνταν από τους ανθρώπους του βασιλιά για μήνες επειδή έσφαζαν, έκλεβαν, και βίαζαν τις γυναίκες σε όλη την επικράτεια, έκαναν κύκλο γύρω του κι άρχισαν να τον χλευάζουν και να τον βρίζουν γελώντας. Αυτός τους άκουγε ατάραχος, αλλά αν ρώταγες κάποιον από τους αυτόπτες μάρτυρες μετά θα σου έλεγε πως τα μάτια του πετούσαν φλόγες, το πρόσωπό του αν και όμορφο ήταν τόσο σκληρό που θαρρείς και ήταν από πέτρα, και τα χείλη του ήταν τόσο σφιγμένα που νόμιζες πως δεν είχε στόμα.
          Δεν τράβηξε αμέσως το σπαθί του, τους πρώτους δύο τους σκότωσε με τα χέρια του. Σήκωσε κάποιος ένα σκουριασμένο τσεκούρι που κρατούσε κι έκανε να τον χτυπήσει, αλλά ο Αλέξανδρος έκανε στην άκρη με μια χάρη και μια ταχύτητα που θα την ζήλευε και χορευτής του παλατιού, και τον άρπαξε από τον καρπό, τον τράβηξε με δύναμη, και τον πέταξε κάτω από το άλογό του μέσα σε μια στιγμή. Βρέθηκε αμέσως πάνω του και του τσάκισε τον σβέρκο σαν να ήταν ξερόκλαδο απ' αυτά που ρίχνουνε για προσάναμμα στα τζάκια. Ο δεύτερος του όρμησε ουρλιάζοντας από πίσω, αλλά ο ιππότης έκανε ένα βήμα στο πλάι και γύρισε ακριβώς στη στιγμή που χρειαζότανε για να πιάσει τον ληστή που είχε χάσει την ισορροπία του, και με την ίδια του τη φόρα τον σήκωσε στον αέρα και τον κοπάνησε μετά με δύναμη στις πέτρες της πλατείας σπάζοντάς του μεμιάς το κεφάλι σαν καρυδότσουφλο. Τότε μόνο τράβηξε το σπαθί του, και ο ήχος του καθώς τριβόταν στο σκληρό καπνισμένο δέρμα της θήκης του ακούστηκε σαν τραγούδι θανάτου. Για τα επόμενα λεπτά οι θόρυβοι των μετάλλων που χτυπούσαν μεταξύ τους με δύναμη γεμίζοντας το δειλινό με σπίθες συναγωνίζονταν τις απεγνωσμένες κραυγές πόνου και επιθανάτιας αγωνίας των κακοποιών που ο ένας μετά τον άλλον βρίσκονταν στο έδαφος να πνίγονται στο ίδιο τους το αίμα κομματιασμένοι από τη λάμα του Αλέξανδρου.
          Όταν όλα τελείωσαν έβαλε το σπαθί του πίσω στη θήκη του και κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα χαμογελώντας το πλήθος που είχε μαζευτεί και παρακολουθούσε σιωπηλό. Η ησυχία ήταν τόση που ακούγονταν οι ανάσες τους, κοφτές και γρήγορες λες και μάχονταν οι ίδιοι. Μόνο ο Αλέξανδρος ήταν εντελώς ήρεμος, κι αν δεν ήταν λεκιασμένος ολόκληρος από το αίμα των αντιπάλων του θα πίστευε κανείς ότι δεν είχε καμία σχέση με το μακελειό που μόλις είχε γίνει στη μικρή πλατεία. Γύρισε και μπήκε πάλι στο καπηλειό, ενώ την ίδια στιγμή άρχισε ένα σούσουρο απ' έξω καθώς ο κόσμος μουρμούριζε για όσα είχαν δει, και σύντομα ακούστηκαν οι πρώτες ζητωκραυγές. Μέχρι να πλύνει το πρόσωπό του από τα αίματα σε μια γαβάθα με καθαρό νερό, απ' έξω φώναζαν ρυθμικά το όνομά του, ένα όνομα που πολύ γρήγορα θα ταξίδευε σε όλη την επικράτεια και σίγουρα θα έφτανε και στα αυτιά του ίδιου του βασιλιά.
 
          Όταν ξύπνησε το πρωί ο Αλέξης και έκλεισε το ξυπνητήρι του στ' αυτιά του αντηχούσαν ακόμα οι φωνές του πλήθους που τον αποθέωναν, που κραύγαζαν το όνομά του ρυθμικά δείχνοντας σε όλους ότι ήταν ο ήρωας που έσωσε το χωριό τους. Έκανε το ντουζ του, ντύθηκε, ήπιε στα όρθια λίγο καφέ, και βγήκε χαρούμενος από τη γκαρσονιέρα του, με μια χαρά που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του και του άρεσε πολύ. Στο γραφείο βέβαια δεν άργησε να γυρίσει πάλι το άγχος του, και όσο περνούσε η ώρα και ξέχναγε το όνειρό του τόσο γινόταν πάλι ο φοβισμένος ανθρωπάκος που ήταν πάντα.
          Για κακή του τύχη εκείνη τη μέρα η διεύθυνση του ανάθεσε μια πολύ δύσκολη και χρονοβόρα δουλειά. Έπρεπε να περάσει στον υπολογιστή του κι από κει μετά στον κεντρικό σέρβερ της εταιρίας όλα τα έσοδα και τα έξοδα των τελευταίων τριων χρόνων αναλυτικά. Μέχρι το μεσημέρι είχε κρυφτεί πίσω από τις στοίβες των φακέλων που είχαν σωρευτεί στο γραφείο του, και στο μυαλό του είχε μόνο αριθμούς και ημερομηνίες. Όταν έγινε η διακοπή ρεύματος κόντευε να τελειώσει, αλλά καθώς είχε απορροφηθεί από τη δουλειά είχε παραλείψει να κάνει κάποιο save, κι όταν έσβησε ξαφνικά η οθόνη του ενώ πληκτρολογούσε έμεινε για λίγες στιγμές να την κοιτάζει ακίνητος λες και είχε σβήσει κι αυτός. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει τα πάντα, όλα όσα είχε ήδη φτιάξει από το πρωί, πανικοβλήθηκε. Ιδρώτας τον έλουσε αμέσως, ένιωσε την ανάσα του να κόβεται κι ένα τεράστιο βάρος να κάθεται στους ώμους του και να τον πιέζει αφόρητα. Ευχήθηκε χωρίς να το καταλάβει να ήταν ο Αλέξανδρος του ονείρου, να έδινε μια με το σπαθί του και να τα σταματούσε όλα, αλλά μόλις ήρθε το ρεύμα λίγα λεπτά αργότερα είχε μια άδεια οθόνη απέναντί του με τον κέρσορα να αναβοσβήνει σαν να τον κορόιδευε, και πολύ λίγο χρόνο πια πριν η διεύθυνση του ζητήσει τα αποτελέσματα. Έπεσε με τα μούτρα ξανά στη δουλειά, όλος του ο κόσμος συρικνώθηκε πάλι στο γραφείο του με τους αμέτρητους φακέλους και την οθόνη του υπολογιστή του. Δεν σταμάτησε για φαγητό, και για καλή του τύχη η διεύθυνση δεν του ζήτησε το απόγευμα τα αποτελέσματα, έτσι μπόρεσε να καθίσει παραπίσω όταν όλοι οι άλλοι έφυγαν και να τελειώσει τελικά το βράδυ.
          Γύρισε σπίτι του κατάκοπος. Έλπιζε ότι την άλλη μέρα ο κόπος του ίσως να αναγνωρίζονταν από τη διεύθυνση, αλλά μέσα του ήξερε πως δεν υπήρχε ποτέ  η περίπτωση να γίνει αυτό. Δεν διάβασε το βιβλίο του, ούτε άνοιξε την τηλεόραση, παρά τσίμπησε κάτι και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του ευχόμενος με όλη του την ψυχή να συνεχιζόταν το όνειρο της προηγούμενης βραδιάς, αυτό που ήταν δυνατός και σπουδαίος κι όλοι τον επευφημούσαν σαν ήρωα. Μ' αυτή τη σκέψη ξάπλωσε, και μ' αυτή την ευχή αποκοιμήθηκε τελικά όταν κατάφερε να ηρεμήσει το κουρασμένο του μυαλό.
 
          Μπήκε στην μεγάλη αίθουσα του παλατιού με το κορμί του στητό και το κεφάλι του ψηλά. Η πανοπλία του άστραφτε πάλι, δεν είχε τον παραμικρό λεκέ πάνω της που να θυμίζει το μακελειό στη μικρή πλατεία του χωριού, αλλά αυτό δεν σταματούσε τους αυλικούς από το να ψιθυρίζουν εντυπωσιασμένοι καθώς περνούσε από μπροστά τους ότι αυτός είναι ο ήρωας που έσωσε το χωριό και απάλλαξε την επικράτεια από τους σεσημασμένους κακοποιούς. Οι δεσποσύνες τον έγδυναν με τα μάτια τους, μερικές μάλιστα δεν αρκέστηκαν στα φλογερά τους χαμόγελα αλλά του έστειλαν και φιλιά με το χέρι τους, απαλές κινήσεις που μόνο απαρατήρητες δεν του πέρασαν.
          Ο βασιλιάς καθόταν στον χρυσό του θρόνο, με τη βασιλική του στολή και το στέμμα του να τυφλώνει καθώς τα πετράδια που το στόλιζαν αστραποβολούσαν το φως των κεριών στους πολυέλαιους του ταβανιού. Όταν έφτασε μπροστά του ο Αλέξανδρος στάθηκε, και με το βλέμμα του σταθερό στον βασιλιά γονάτισε στο ένα του γόνατο και έφερε το δεξί του χέρι πάνω από την καρδιά του. Ο βασιλιάς σηκώθηκε και πήγε κοντά του, και με τη βροντερή του φωνή τον ανακήρυξε και επίσημα ιππότη, και έστειλε τελάληδες να το πούνε σε κάθε γωνιά της επικράτειάς του. Η ίδια η πριγκίπισσα του έφερε τον μανδύα του αξιώματός του, έναν ολόλευκο μεταξωτό μανδύα που του τον έδεσε ψηλά στους ώμους, και δύο τεχνίτες πήραν το θώρακά του για να τον φέρουν λίγη ώρα μετά με τον θυρεό του βασιλιά σκαλισμένο πάνω του να δείχνει σε όλους ότι δεν είναι ένας τυχαίος μαχητής, αλλά πραγματικός ήρωας. Το όνομά του ακούστηκε θριαμβευτικά πολλές φορές στην πόλη εκείνη τη μέρα, και το βράδυ έγινε ειδικό συμπόσιο στη βασιλική αίθουσα στο παλάτι προς τιμήν του.
          Εκεί στο συμπόσιο, ανάμεσα στους άλλους ιππότες ο βασιλιάς του ζήτησε να αναλάβει την πρώτη του αποστολή στο όνομα της επικράτειας. Ένας Δράκος είχε εμφανιστεί στην ανατολική επαρχία, που κατάκαιγε τα χωράφια και ξεκλήριζε τα κοπάδια. Φώλιαζε στα ψηλά βουνά με τα μόνιμα χιόνια που ήταν και το σύνορο με το διπλανό βασίλειο, αλλά εκεί δεν πήγαινε ποτέ, παρά ρήμαζε την από δω πλευρά κάνοντας το Υψηλό Συμβούλιο να υποθέσει πως ίσως και να ήταν ενέργεια του γείτονα βασιλιά που εποφθαλμιούσε την πριγκίπισσα και την είχε ζητήσει σε γάμο, αλλά η ίδια είχε αρνηθεί επειδή τον θεωρούσε βάρβαρο και τον φοβόταν. Έτσι ήταν πολύ πιθανό να είχε βάλει τους μάγους του να ξυπνήσουν ένα από τα αρχαία κτήνη και να το στείλουν να πάρει εκδίκηση για την προσβολή που του έγινε. 
          Ο Αλέξανδρος τα άκουγε όλα αυτά πολύ προσεκτικά, κι όταν αναφέρθηκε το όνομα της πριγκίπισσας έστρεψε το βλέμμα του και το διασταύρωσε με το δικό της. Μια στιγμή, που αρκούσε όμως για να χτυπήσει πιο δυνατά η καρδιά του, και να σηκωθεί αμέσως όρθιος για να δηλώσει υψώνοντας το κύπελλό του πως το σπαθί του είναι στην υπηρεσία του βασιλιά, κι ότι είναι πολύ περήφανος που θα είναι αυτός ο ιππότης που θα κυνηγούσε το θηρίο. Το χαμόγελο της πριγκίπισσας τότε τον έπεισε ότι έπραξε το σωστό, και σύντομα ήταν για ακόμη μια φορά το επίκεντρο όλων των ζητωκραυγών που συντάραξαν τη μεγάλη αίθουσα.
 
          Όταν χτύπησε το επόμενο πρωί το ξυπνητήρι ο Αλέξης σηκώθηκε από το κρεβάτι του πραγματικά δυστυχισμένος. Δεν ήθελε να ξυπνήσει, δεν ήθελε να βγει από το σπίτι του, να αντιμετωπίσει για άλλη μια μέρα όλους αυτούς εκεί έξω. Ήθελε να μείνει για πάντα στο όνειρό του, σ' αυτό το υπέροχο όνειρο που για κάποιον παράξενο λόγο συνεχιζόταν και ήταν τόσο έντονο που το θυμόταν ολοζώντανο, λες και το είχε ζήσει στ' αλήθεια. Ήθελε όσο τίποτα να ντυθεί την αστραφτερή πανοπλία, να πάρει το σπαθί του και να κυνηγήσει τον Δράκο, για να γυρίσει μετά νικητής και ήρωας στα μάτια όλων, και προπάντων σ' αυτά της πριγκίπισσας που ήταν πιο γαλάζια κι από τον ουρανό. Δεν ήταν όμως ο Αλέξανδρος ο ατρόμητος ιππότης, ήταν ο Αλέξης, ένας συνηθισμένος άσημος και ασήμαντος μικρολογιστής μιας μεγάλης εταιρίας, που αν δεν βιαζόταν να πάει στην ώρα του δεν θα είχε καν δουλειά μετά.
          Πέρασε όλη τη μέρα στο γραφείο δουλεύοντας μηχανικά, κοιτώντας κάθε λίγο το ρολόι του λες και θα το έκανε έτσι να γυρίσει γρηγορότερα και να έρθει η ώρα να τελειώσει και να πάει σπίτι του. Η διεύθυνση ζήτησε λίγο μετά το μεσημέρι τα αποτελέσματα από την εργασία του την προηγούμενη μέρα, και όταν τα εξέτασαν του έδωσαν τα εύσημα μιας καθ' όλα άρτιας και προσεγμένης δουλειάς, αλλά αυτός δεν έδωσε καμία σημασία. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν είχε πια καμία σημασία, το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι του, στην μικρή του γκαρσονιέρα, να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και να ξαναβρεθεί στο βασίλειο όπου ήταν ο Αλέξανδρος, ο ιππότης και ήρωας.
          Συνέβη όμως κάτι που για λίγο κόντεψε να τον βγάλει από την ονειροπόλησή του. Ο προϊστάμενος του τμήματος τον αναβάθμισε σε υπεύθυνο ελέγχων, και σαν πρώτη του εργασία του ανάθεσε να πάει στα κεντρικά της τοπικής εφορίας για να βρει τους φακέλους με τα αποτελέσματα των πρόσφατων ελέγχων του κλιμακίου του ΣΔΟΕ που τους είχε ξετινάξει τόσες μέρες τώρα. Η γραμματέας του προϊσταμένου του έφερε έναν ολοκαίνουριο χαρτοφύλακα με τα απαραίτητα έγγραφα μέσα, και του τον έδωσε χαμογελώντας του, με τα καταγάλανα μάτια της να τρυπάνε τα δικά του και να φτάνουν μέχρι μέσα στην ψυχή του. Αμέσως δέχτηκε, και ο προϊστάμενος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και τον συνόδεψε μέχρι το ασανσέρ λέγοντάς του πόσο καλός υπάλληλος είναι και πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει κάποια μέρα. Όταν κατέβαινε με το ασανσέρ μόνος του πια στον όροφό του ένιωσε για λίγο όπως στο όνειρό του, σημαντικός και σπουδαίος, ένιωσε για λίγες στιγμές ο ήρωας που η πριγκίπισσα του είχε χαμογελάσει. Όταν βγήκε όμως και πήγε πάλι στο μικρό του γραφείο, το γεμάτο με φακέλους στενό έπιπλο να τον περιμένουν για να τον καταπιούν όπως κάθε μέρα, το συναίσθημα αυτό έσβησε γρήγορα, και η δυστυχία του ξαναγύρισε δυνατότερη.
          Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι του και να πέσει για ύπνο. Ποτέ του δεν είχε ευχηθεί για κάτι τόσο δυνατά όσο ευχόταν τώρα να συνεχιστεί το όνειρό του, να ξαναγίνει πάλι ο Αλέξανδρος και να ξεκινήσει στην αναζήτηση του Δράκου. Κι όταν τελικά πήγε σπίτι του ξάπλωσε αμέσως στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του. Ούτε που κατάλαβε πότε αποκοιμήθηκε, το κουρασμένο του μυαλό απλώς γλίστρησε λίγο και πέρασε από την πραγματικότητα στον ονειρότοπο.
 
          Είχε ξεκινήσει με το πρώτο φως της αυγής. Ο βασιλιάς του έδωσε το καλύτερό του άλογο, ένα σταχτί ψηλό νεαρό αρσενικό που οι μυς του ξεχώριζαν δυνατοί κάτω από το καλοβουρτσισμένο τρίχωμά του. Ταξίδευε όλη τη μέρα αντίθετα με τον ήλιο, και όταν έφτασε στους πρόποδες των βουνών ήταν περασμένο μεσημέρι. Απ' όπου πέρναγε οι κάτοικοι τον επευφημούσαν, η φήμη του ταξίδευε πολύ πιο γρήγορα και όλοι γνώριζαν για τον ατρόμητο ιππότη που θα σκότωνε επιτέλους τον Δράκο που τους τυραννούσε, όπως είχε σκοτώσει και τους κακοποιούς που τους λήστευαν.
          Από ώρα το άλογο βάδιζε αργά πάνω σε καμένα και μαυρισμένα χώματα. Παντού τριγύρω επικρατούσε ησυχία, δεν υπήρχε ούτε καν ένα πουλί στον ουρανό, κάτι που να δίνει ζωή σ' αυτόν τον τόπο. Ο Αλέξανδρος ήξερε πως ήταν πια πολύ κοντά στον σκοπό του, και σάρωνε ακούραστα μέσα από τις χαραμάδες της περικεφαλαίας του τριγύρω για  να μην πιαστεί απροετοίμαστος.
          Άκουσε το δυνατό κρώξιμο του Δράκου και κατάλαβε πως το κτήνος τον είχε δει. Ξεπέζεψε από το άλογο και το χτύπησε ελαφρά στα καπούλια για να φύγει πιο πέρα, αν έμενε κοντά του θα κινδύνευε χωρίς λόγο. Τράβηξε το σπαθί του και το έφερε μερικές φορές γύρω με το χέρι του απολαμβάνοντας το τέλειο ζύγισμά του. Ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ένα απαλό αεράκι ανέμισε τον λευκό μανδύα του, που τώρα είχε σκοτεινιάσει λίγο από την κάπνα που σηκωνόταν από το έδαφος και κόλλαγε πάνω του. Ο ήλιος ήταν πίσω του και έριχνε το φως του πάνω στα βουνά δίνοντάς του μια ολοκάθαρη εικόνα.
          Είδε τον Δράκο να υψώνεται πάνω από μια χιονισμένη κορφή, και πήρε αμέσως θέση μάχης με τα πόδια του λίγο ανοιχτά να πατάνε γερά στη γη, και το κορμί του γερμένο λίγο μπροστά με το σπαθί του υψωμένο έτοιμος να αποκρούσει κάθε επίθεση του θηρίου. Τον παρακολούθησε ακίνητος καθώς έκανε μεγάλους κύκλους ψηλά στον ουρανό, με τα φτερά του απλωμένα να σχίζει τον αέρα, και την μακρυά του ουρά να  κυματίζει πίσω του. Τα δυνατά του κρωξίματα ακούγονταν στριγκά, ενώ μια δυο φορές βγήκαν φλόγες από τα ρουθούνια του που τινάχτηκαν πολλά μέτρα μπροστά του πριν περάσει με ταχύτητα από μέσα τους. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως ο Δράκος επιδείκνυε τις δυνάμεις του σε ένα παιχνίδι υπεροχής, και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κουνηθεί ούτε χιλιοστό από τη θέση του, παρά τον ακολουθούσε άγρυπνα με το βλέμμα του. Για μια στιγμή μόνο τον έχασε, όταν το κτήνος έφερε τον ήλιο πίσω του, και αυτή η στιγμή ήταν μοιραία. Τον είδε ξανά όταν ήταν πια αργά να κατεβαίνει σαν κεραυνός, και πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε ένα καυτό κύμα φωτιάς τον τύλιξε για ένα δευτερόλεπτο, πριν ο Δράκος πέσει πάνω του και τον λιώσει στο έδαφος μαζί με την ασημένια πανοπλία του κάτω από το τεράστιο βάρος του.
 
          Ο Αλέξης πετάχτηκε κάθιδρος και ανακάθισε στο κρεβάτι του τρομαγμένος. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να ηρεμήσει και να απαγκιστρωθεί από την αίσθηση του θανάτου που τον είχε γεμίσει το όνειρό του, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να αποτινάξει εντελώς από το μυαλό του την απελπισία, την απογοήτευση, τη γνώση ότι απέτυχε και δεν θα ξαναδεί την πριγκίπισσα ποτέ του. Σηκώθηκε και έφτιαξε έναν καφέ, ήταν ακόμη πολύ νωρίς αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπέσει για ύπνο μετά από αυτήν την εξέλιξη που είχε το όνειρό του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι συνέβη αυτό. Δεν ήθελε να πιστέψει πως ο ατρόμητος ιππότης είχε νικηθεί, είχε πεθάνει οριστικά και αμετάκλητα. Έπαιξε στο νου του ξανά και ξανά τη σκηνή με τον Δράκο να κατεβαίνει και το φως του ήλιου πίσω του να τον καλύπτει μέχρι την τελευταία στιγμή, αλλά δεν ήθελε να δεχτεί πως όλα είχαν τελειώσει ακριβώς εκεί. Έκλαψε κιόλας για λίγο, μέχρι που χτύπησε το ξυπνητήρι του και τον ανάγκασε να βγει από τον ονειρότοπό του και να επιστρέψει στην ψυχρή πραγματικότητα.
          Ήταν απόλυτα δυστυχισμένος καθώς έβγαινε από την γκαρσονιέρα του. Δεν τράβηξε για την εταιρία του, αλλά για την τοπική εφορία όπου του είχε αναθέσει την προηγούμενη μέρα ο προϊστάμενός του να πάει. Περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι, λυπημένος, χαμένος στις σκέψεις του, με τα γαλανά μάτια της πριγκίπισσας να τον στοιχειώνουν και να του θολώνουν το βλέμμα με δάκρυα που πάλευε να κρατήσει κρυφά. Όλος του ο κόσμος ήταν λες και είχε γκρεμιστεί απότομα, κι όταν σκόνταψε καναδυό φορές πάνω σε ανύποπτους περαστικούς κερδίζοντας μερικές άκοσμες εκφράσεις αγανάκτησης για την αφηρημάδα του αυτός απλά συνέχισε να περπατάει σαν να μην υπήρχαν. Όπως συνέχισε να περπατάει και στη διασταύρωση της λεωφόρου ενώ το φανάρι των πεζών ήταν κόκκινο.
          Άκουσε το στρίγκλισμα από τα φρένα και κοντοστάθηκε, στο μυαλό του ήταν ο Δράκος που έκρωζε καθώς ορμούσε. Γύρισε το βλέμμα του και κοίταξε το λεωφορείο που ερχόταν καταπάνω του, αλλά έμεινε ακίνητος στη θέση του σαν τον Αλέξανδρο στο όνειρό του, ατρόμητος μέχρι την τελευταία στιγμή. Και σαν τον ιππότη έτσι κι αυτός έλιωσε κάτω από το τεράστιο βάρος του δικού του Δράκου, μόνο που αυτός κοιτούσε το θηρίο κατάματα χαμογελώντας..-
                                                                               By MADnJIM 
Edited by MadnJim
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

  • 5 weeks later...

Πρέπει μια μέρα να συνηθίσω τις ανατροπές σου, τις έχεις τελικά στο αίμα σου.

Το κείμενο είναι καλογραμμένο και πάει στρωτά, το κάθε τμήμα, ο κόσμος σήμερα και ο ονειρότοπος, είναι γραμμένα όπως πρέπει το καθένα, με τις πεζές καθημερινές λεπτομέρειες το πρώτο, με ένα στυλ παραμυθιού το δεύτερο.

Παρότι μου αρέσει που κάνεις ανατροπές και το πας εκεί που δεν το περιμένω, με λύπησε ο θάνατος του Αλέξη, ήταν συμπαθής και η συντριβή από τις συνθήκες δεν μου άρεσε.

Μερικά πραγματολογικά λαθάκια δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά, ας πούμε ο μανδύας δεν θα μπορούσε να είναι από μετάξι, από κάτι πιο γερό και βαρύ θα ήταν και ο θώρακας ετοιμάστηκε στο άψε σβήσε ( θα μου πεις όνειρο είναι και όλα γίνονται ) και στον πραγματικό κόσμο άλλο οι ορκωτοί λογιστές άλλο το ΣΔΟΕ και αν σου κάνει έλεγχο το ΣΔΟΕ τα αποτελέσματα δεν είναι άμεσα και όντως τα παραλαμβάνεις από την τοπική εφορία ( αν θες να πεις για κεντρικά θα είναι του ΣΔΟΕ ). Πάντως τα λάθη δεν εμποδίζουν την απόλαυση της ιστορίας.

Συνέχισε να γράφεις και να μας δίνεις ωραίες ιστορίες.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Προσωπικά δεν είδα να υπάρχουν ανατροπές -αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η ιστορία δεν μου άρεσε.

Μάλιστα ίσως είναι από τις πιο καλοδουλεμένες που έχω διαβάσει από σένα. Στα δευτερεύοντα σχόλια κάτι ορθογραφικούλια, πότε λέμε ό,τι και πότε λέμε ότι. Π.χ. "Μου είπε ότι θα έρθει μαζί σας." "Μου είπε να φορέσω ό,τι θέλω." Στην πρώτη περίπτωση το ότι μπορεί να αντικατασταθεί από τη λέξη πως. Στην δεύτερη περίπτωση το ό,τι μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη "οτιδήποτε". Αν κάνεις αυτό το κολπάκι κάθε φορά που γράφεις τη λέξη ότι να είσαι σίγουρος ότι δεν θα ξαναμπερδευτείς ποτέ!

Ξαναλέω ότι μου άρεσε η ιστορία. Μπορείς ίσως να σφίξεις ακόμη λίγο το λόγο σου. Κάποιους πλατειασμούς συνέλαβα, αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Οπαδός της ηρωικής φαντασίας, ε; Το υποψιάζομαι επειδή τα κομμάτια του ονείρου ήταν πολύ πιο καλοδουμεμένα από αυτά της καθημερινότητας. Πράγμα που σημαίνει ότι τα απόλαυσες σαν συγγραφέας πιο πολύ.

Σου γράφω τα σχόλια γιατί γενικά πιστεύω πως μπορείς να κάνεις πολλά και ωραία πράγματα. Και όπως πάντα, ευχαριστούμε για την κατάθεσή σου!


Πρέπει μια μέρα να συνηθίσω τις ανατροπές σου, τις έχεις τελικά στο αίμα σου.

Το κείμενο είναι καλογραμμένο και πάει στρωτά, το κάθε τμήμα, ο κόσμος σήμερα και ο ονειρότοπος, είναι γραμμένα όπως πρέπει το καθένα, με τις πεζές καθημερινές λεπτομέρειες το πρώτο, με ένα στυλ παραμυθιού το δεύτερο.

Παρότι μου αρέσει που κάνεις ανατροπές και το πας εκεί που δεν το περιμένω, με λύπησε ο θάνατος του Αλέξη, ήταν συμπαθής και η συντριβή από τις συνθήκες δεν μου άρεσε.

Μερικά πραγματολογικά λαθάκια δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά, ας πούμε ο μανδύας δεν θα μπορούσε να είναι από μετάξι, από κάτι πιο γερό και βαρύ θα ήταν και ο θώρακας ετοιμάστηκε στο άψε σβήσε ( θα μου πεις όνειρο είναι και όλα γίνονται ) και στον πραγματικό κόσμο άλλο οι ορκωτοί λογιστές άλλο το ΣΔΟΕ και αν σου κάνει έλεγχο το ΣΔΟΕ τα αποτελέσματα δεν είναι άμεσα και όντως τα παραλαμβάνεις από την τοπική εφορία ( αν θες να πεις για κεντρικά θα είναι του ΣΔΟΕ ). Πάντως τα λάθη δεν εμποδίζουν την απόλαυση της ιστορίας.

Συνέχισε να γράφεις και να μας δίνεις ωραίες ιστορίες.

Πώπω για το ΣΔΟΕ το πέρασα τελείως στο ντούκου. Τέσπα όντως δεν χαλάει καθόλου τη ροή.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..