Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Ήταν μια φορά ένα κλισέ


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

[Παλιό διήγημα, μπαγιάτικα γιορτινό, έχει ξαναμπεί στο φόρουμ αλλά δεν το έβρισκα για να το κάνω bump.]

 

Το χιονισμένο τοπίο φάνταζε σαν ζωγραφιστό, μακρινό και αποκομμένο έξω από τα παγωμένα παράθυρα της τραπεζαρίας. Σε ίσο γιορτινό κλίμα, ζεστή και ειδυλλιακή φάνταζε και η οικογενειακή μάζωξη γύρω από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Η μητέρα ήρθε από την κουζίνα και άστραψαν τα βλέμματα πάνω στο ταψί με την αχνιστή γαλοπούλα που κρατούσε. Επιβραβεύτηκε η δική τους αναμονή και ο δικός της κόπος. Η υπερήφανη νοικοκυρά  άφησε το ταψί στο κέντρο του τραπεζιού και αντάλλαξε χαμόγελα με τον σύζυγο της, τα παιδιά και τα πεθερικά της. Ήταν εκείνη, η σύντομη, η μοναδική στιγμή στον χρόνο που όλα ήταν τέλεια. Άψογα. Και μετά, η σύζυγος και μητέρα, άνοιξε το στόμα της και πάγωσε. Είχε ξεχάσει την ατάκα της.

 

Ο Σκηνοθέτης σταμάτησε το γύρισμα. Πήρε άλλο ένα χάπι για το έλκος και σηκώθηκε να δώσει οδηγίες. Θα ξεκινούσαν ξανά από την αρχή. Έπρεπε μόνο να φέρουν το εναλλακτικό ταψί με την επόμενη γαλοπούλα, αν την είχαν έτοιμη δηλαδή. Το πουλί ήταν ωμό, βαμμένο με σπρέι χρυσίζον καφέ, να δείχνει όσο γίνεται ξεροψημένο και λαχταριστό. Ψεκασμένο με χημικά, άχνιζε για αρκετά λεπτά σαν να το είχαν βγάλει μόλις από τον φούρνο. Το κακό με τα εν λόγω χημικά ήταν πως ταυτόχρονα κατέτρωγαν και κατέστρεφαν το πουλερικό. Και μάλλον δεν είχαν προβλέψει να έχουν αρκετά για το γύρισμα. Αν δεν έβγαζε την δουλειά μέχρι το βράδυ, η εταιρεία παραγωγής θα τον έτρωγε ζωντανό. Και είχε ανάγκη να αντεπεξέλθει για να τους αποδείξει πως το κατείχε ακόμα το παιχνίδι. Ήταν μεγάλη ανάγκη να κλείσει και άλλες δουλειές. Η γκόμενα ήθελε Παρίσι στις γιορτές. Της το είχε υποσχεθεί κι ας ήξερε πως θα του το έβγαζε από την μύτη. Ήταν προτιμότερο από το εναλλακτικό, να περάσει δηλαδή τις γιορτές με τους δικούς του. Θα κατέληγαν με την μητέρα του να μεθάει ανεξέλεγκτη και με άλλον έναν ομηρικό καβγά με τον πατέρα του. Όλα σχετικά με το επαγγελματικό του μέλλον και τις «λανθασμένες» επιλογές του.

 

Και η Ηθοποιός, που έπαιζε την νοικοκυρά, σύζυγο και μητέρα, ξεχνούσε συνέχεια τα λόγια της, την μοναδική, μία ατάκα σε όλο το διαφημιστικό. Πρώην σταρ του κινηματογράφου που είχε ξεπέσει επαγγελματικά, μετά από χρόνια στην αφάνεια είχε αυτή την μία σημαντική ευκαιρία να ανακάμψει. Θα την ξαναέβλεπαν και θα την θυμούνταν. Ίσως να την πρόσεχε και κάποιος παραγωγός ή σκηνοθέτης. Για να ξαναβρεθεί ξανά κάτω από τα φώτα. Πέντε γάμοι με τρανταχτούς συζύγους είχαν καταλήξει άδοξα, με την ίδια να ξεπέφτει σε φρικτή μοναξιά. Δεν την μπορούσε άλλο την μοναξιά. Και τώρα που πλησίαζαν οι γιορτές ήταν η χειρότερη περίοδος από όλες. Τρομοκρατημένη και απελπισμένη να πετύχει, έβαζε δίχως να το θέλει τρικλοποδιές στον εαυτό της.

 

Ο Ηθοποιός που έπαιζε τον σύζυγο, και που το μόνο που είχε να κάνει ήταν να χαμογελάει και να κρατάει το μαχαίρι που θα έκοβε την γαλοπούλα, ήθελε να καρφώσει τώρα εκείνο το μαχαίρι στο κεφάλι της Ηθοποιού. Τα λεφτά από το γύρισμα θα του εξασφάλιζαν την επόμενη δόση κοκαΐνης που την είχε ήδη τρομερή ανάγκη. Είχε αρχίσει να τρέμει το χέρι του και το αναθεματισμένο γύρισμα δεν έλεγε να τελειώσει.

 

Οι πραγματικοί γονείς των παιδιών που συμπλήρωναν την οικογένεια στη διαφήμιση, τα είχαν πληροφορήσει πως παραιτούνταν από μάνατζερ τους και πως δεν θα τους αγόραζαν δώρα φέτος. Μόλις είχαν χάσει μια δικαστική διαμάχη για το ποιος έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τα λεφτά που έβγαζαν οι μικροί από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους. Τους είχαν κακομάθει αρκετά, είπαν, και αν ήθελαν την τελευταία σούπερ κονσόλα της Playstation, ας φρόντιζαν να την εξασφαλίσουν από τις επαγγελματικές απολαβές τους. Τα παιδιά περίμεναν πως θα ήταν ευκολότερο από αυτό που βίωναν τώρα και είχαν αρχίσει να βαριούνται και να εκνευρίζονται.

 

Όσο για τον παππού και την γιαγιά στο τραπέζι, ήταν καταπληκτικές φάτσες απίστευτης φωτογένειας. Οι αντιδράσεις και τα χαμόγελα τους, από μόνα τους φώτιζαν το όλο πλάνο. Τους είχε ανακαλύψει ο Σκηνοθέτης σε κάποιο γηροκομείο. Ήταν ίσως οι μόνοι που ευγνωμονούσαν την παρουσία τους στο πλατό και κάθε άλλο παρά βιάζονταν να τελειώσουν. Τα λεφτά ήταν πενιχρά, βρίσκονταν όμως μακριά από το μέρος που τους έδεναν και τους έδερναν, και εδώ, κάτω από τα φώτα στο στούντιο ήταν τουλάχιστο ζεστά. Γιατί μετά, θα επέστρεφαν πάλι εκεί, να ξεχαστούν άπονα από τους δικούς τους και την ανθρωπότητα.

 

Ο Πρόεδρος της Διαφημιστικής Εταιρείας που είχε αναλάβει την Χριστουγεννιάτικη καμπάνια της Soto Bank ήταν παρόν στο μικρό, άβολο στούντιο. Παρακολουθούσε τον σκηνοθέτη να παίρνει τα χάπια για το έλκος και δεν ένιωθε κανέναν απολύτως οίκτο για εκείνον. Ήθελε να τον αρπάξει από τον λαιμό για να τον πνίξει. Αν δεν τελείωναν σήμερα, θα έχαναν όλοι το Σαββατοκύριακο τους για να προλάβουν τις τηλεοπτικές προβολές των γιορτών. Οι πελάτες, τρεις ιάπωνες με κοστούμια, καθόντουσαν ανέκφραστοι στις καρέκλες τους. Κοίταζαν ψυχρά το ντεκόρ της μικρής, σαν ζωγραφιάς τραπεζαρίας. Σίγουρα δεν ήταν ευχαριστημένοι. Έπρεπε να τους κατευνάσει αλλιώς η θέση του ήταν πολύ δύσκολη. Ήθελε αυτές οι γιορτές να έρθουν και να κυλήσουν χωρίς αντιπερισπασμούς. Ήταν λάτρης του προγραμματισμού και όλα είχαν αποφασιστεί και μπει στη θέση τους. Συνεννοημένα, προς αποφυγή άβολων καταστάσεων, η σύζυγος θα ταξίδευε με τον γκόμενο στην Ελβετία, ο ίδιος με την γκόμενα στην Ουγγαρία, και τα παιδιά στο χιονοδρομικό κέντρο στη Βιέννη με τους φίλους τους. Δεν θα του τα χαλούσε μια απλή, χαζή διαφήμιση που απευθυνόταν σε αφελείς, χαζούς καταναλωτές. Ποιανού ιδέα ήταν να προσλάβουν αυτή την ξεπεσμένη ηθοποιό;

 

Ο Κειμενογράφος. Ήταν και αυτός εκεί, και ένιωθε την καρέκλα του να τρίζει με το κάθε λεπτό που χανόταν στις καθυστερήσεις. Λιγότερο εμπνευσμένος από ποτέ, είχε βρει μεν την ατάκα της καμπάνιας για το εορτοδάνειο, αλλά δεν είχε καμία εικόνα για να το παντρέψει πετυχημένα. Μέχρι που θυμήθηκε αυτόν τον πολύ διάσημο, Χριστουγεννιάτικο πίνακα, το «Γιορτινό Τραπέζι.»

 

Ο αμερικανός Ζωγράφος που τον είχε δημιουργήσει, είχε μεγαλώσει με την ημιπαράφρονα μητέρα του καθώς ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει όταν εκείνος ήταν πέντε. Μετά από τέσσερις αποτυχημένους γάμους, τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον βρήκαν βυθισμένο στην κατάθλιψη και με τα τρία παιδιά του να τον τρέχουν στα δικαστήρια για περιουσιακές διεκδικήσεις. Έδωσε ένα οριστικό τέλος μια μέρα Χριστουγέννων, κόβοντας τις φλέβες του στο μπάνιο.

 

Το βιογραφικό του Ζωγράφου δεν εμπόδισε το «Γιορτινό Τραπέζι» να αγαπηθεί από γενεές καταναλωτών. Ήταν μια οικεία εικόνα που πουλήθηκε άνετα από τον Κειμενογράφο προς τον Διευθυντή της Διαφημιστικής αλλά και τους Άπω Ανατολίτες πελάτες. Μια τόσο απλή εικόνα θα έπρεπε να είναι απλή και στο γύρισμα. Το τρικ όμως ήταν στην επικοινωνιακή δύναμη που περιείχε εκείνος ο πίνακας. Μια δύναμη που αγνόησαν μέχρι που συνάντησαν κατά πρόσωπο το απρόβλεπτο ανθρώπινο στοιχείο. Ο πίνακας είχε βγει από ένα κεφάλι. Η διαφήμιση είχε από πίσω της μια Λερναία Ύδρα. Και η ιδέα να προσλάβουν την συγκεκριμένη Ηθοποιό, ήταν δική του. Μια μπαγιάτικη, ρομαντική ιδέα που κουβαλούσε από καιρό. Λάθος του. Αν κάτι πήγαινε στραβά ο Κειμενογράφος ίσως να έχανε και την δουλειά του. Ήδη, μετά τον χωρισμό από την δικιά του, είχε να περιμένει μαύρες γιορτές. Το «άνεργος» σαν συμπλήρωμα θα τον τσάκιζε στα σίγουρα.

 

Τίποτα όμως από όλα τα παραπάνω δεν ήταν ξαφνικά και πρωτόγνωρα. Ήταν άλλη μια συνηθισμένη μέρα στον σύγχρονο κόσμο του θεάματος και του κυνηγιού της επικράτησης. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, με πληγωμένους εγωισμούς και επίπονες κουτουλιές, η δουλειά θα τέλειωνε και όλοι θα έπαιρναν κατά έναν βαθμό αυτό που αποζητούσαν. Σε λίγες μέρες κανείς δεν θα θυμόταν την εμπειρία. Με την εμφάνιση του διαφημιστικού στις τηλεοπτικές οθόνες όλοι τους θα αλληλοσυγχαίρονταν.

 

Και θα ήταν ένα από τα καλύτερα διαφημιστικά εκείνης της χρονιάς. Θα συγκινούσε αρκετό κόσμο, θα δεχόταν θετικές κριτικές και θα μάζευε μερικά ντόπια και διεθνή βραβεία. Για να μην πούμε και για τα εορτοδάνεια που θα έπαιρναν την ανιούσα μετά την προβολή του. Η Εικόνα εκείνης της στιγμής, με τα βλέμματα όλο χαρά και αγάπη γύρω από την αχνιστή γαλοπούλα, ήταν τόσο δυνατή που άγγιζε όλους όσους την έβλεπαν μέσα από την καρδιά των γιορτών. Εικοσιπέντε δευτερόλεπτα μαγείας. Και αυτός ήταν και ο λόγος που το σποτάκι θα προβαλλόταν ξανά του χρόνου και ξανά τον μεθεπόμενο.

 

Τι θα σκεφτόταν όμως κανείς αν πληροφορούνταν πως εκείνη η Εικόνα δεν βιωνόταν έτσι, αληθινά, σε καμία πτυχή της σύγχρονης ζωής σε αυτόν τον πλανήτη; Πολύ πιθανό να μην είχε βιωθεί και ποτέ. Δεν την βίωναν όχι μόνο αυτοί που την έβλεπαν, αλλά κανείς και από αυτούς που την δημιούργησαν, ούτε καν αυτοί που την αποτελούσαν. Η Εικόνα δεν είχε υπάρξει ποτέ και πουθενά. Ήταν απλά αυτό…μια Εικόνα που αιωρούνταν στον αέρα, από τηλεοπτικό δέκτη σε τηλεοπτικό δέκτη, και εκεί ψηλά, στο διάστημα ακόμα, με προορισμό κάποιο μακρινό σύμπαν στο οποίο θα έφτανε μετά από εκατομμύρια χρόνια. Μια ψευδαίσθηση του ανθρώπινου πολιτισμού.

 

Η Εικόνα αυτή ήταν ένα αερικό πλάσμα, ένα φάντασμα. Από εκείνα που στοιχειώνει τους ανθρώπους και τα κυνηγούν όλη τους τη ζωή μόνο και μόνο για να απογοητευτούν πικρά. Αυτή η Εικόνα είναι επίσης αθάνατη, απέθαντη. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να την σκοτώσει κανείς, για να απαλλαγεί από το μαρτύριο. Δεν γλιτώνουν ούτε αυτοί που ισχυρίζονται πως βλέπουν το ψέμα της. Τους στοιχειώνει και αυτούς, χειρότερα αυτούς. Σε κάθε πικραμένο, σαρκαστικό δευτερόλεπτο της στεγνής ζωής τους.

 

Ένα Παιδάκι κλειδώθηκε στο δωμάτιο του, μέρα Χριστουγέννων, για να μην ακούει τους γονείς του να μαλώνουν. Και μάλωναν με αφορμή του αν θα είχαν και λουκάνικα στο γιορτινό τραπέζι. Άνοιξε την τηλεόραση του και ανέβασε τον ήχο για να πνίξει τις αγριοφωνάρες. Έπεσε πάνω στην Εικόνα. Η χαμογελαστή μητέρα, ο πατέρας που έκοβε την γαλοπούλα και γέμιζε με φέτες τα πιάτα τους, τα παιδιά γεμάτα αδημονία και με ανύπαρκτη έγνοια στα ροδαλά τους πρόσωπα, όλοι κάτω από το ζεστό βλέμμα του παππού και της γιαγιάς. Πως αγκαλιάζονταν όλοι με τα μάτια! Και το Παιδάκι άφησε ένα δάκρυ να του σκίσει το μάγουλο όπως αναρωτήθηκε γιατί να μην είναι και η δική του οικογένεια έτσι! Το αναρωτήθηκαν πολλοί άνθρωποι. Άνθρωποι που μισούσαν τους δικούς τους, άνθρωποι που δεν είχαν κανέναν και θα ήθελαν να έχουν, άνθρωποι που θα έθεταν τέλος στην ζωή τους γιατί δεν ζούσαν την Εικόνα.

 

Από πού ήρθε λοιπόν; Ποια είναι η προέλευση της; Ποιο παράλληλο σύμπαν προσβάσιμο σε τρελούς και καταραμένους τη γέννησε; Μήπως το ιδεατό εκείνο μέρος στο οποίο κρύβεται ο Παράδεισος; Ίσως. Ίσως.

Link to comment
Share on other sites

-ΖΗΤΩΩΩΩΩ! Η μασκότ μας επιστρέφει! ΧΑ-ΤΖΗ-ΓΙΩΡΓΗΗΗΗΣ!

-Διαγιγνώσκω στον ψυχισμό του συγγραφέα όρεξη για γαλοπούλα στο φούρνο.

-Πάλι έτοιμος να ψυχοπλακωθείς μου φαίνεσαι...

-Εντάξει, αλλά δεν είναι ανάγκη να είναι όλα ανεξαιρέτως στραβά με την προσωπική ζωή των συντελεστών αυτής της διαφήμισης. Δε βρέθηκε ούτε ένας εκεί μέσα να μην είναι καμένος και απελπισμένος; Και τους γέρους γιατί τους έδεναν και τους έδερναν στο γηροκομείο; Όχι κι έτσι...

-Ένα τέτοιο παιδάκι, που νόμιζε ότι όλος ο κόσμος εκτός από το ίδιο έχει λεφτά και ζει όπως στα περιοδικά και στις διαφημίσεις, ήταν και η μαμά μου (1950-2013).

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..