arjunk Posted January 14, 2015 Share Posted January 14, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Άρης ΠΕίδος: ΤρόμοςΒία; ΕλάχιστηΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 799Αυτοτελής; ΝαιΑρχείο: Αγνωσία.doc Αγνωσία.docx Ένα μικρό άνοιγμα στις κουρτίνες του υπνοδωματίου αφήνει να διεισδύσει στην κρεβατοκάμαρα το φως του πρωινού. Με ενοχλεί αφάνταστα. Γυρνάω απ’ την άλλη. «Μμ... μπορείς να κλείσεις το παράθυρο...;» Συνειδητοποιώ πως η Καίτη δεν είναι δίπλα μου. Πώς και έτσι νωρίς; Προσπαθώ να χουζουρέψω, μάταια. Σηκώνομαι με μία απότομη κίνηση και κλείνω την κουρτίνα καλύτερα. Τώρα είμαι ξύπνιος και εκνευρισμένος. Ξεφυσάω και πάω στο μπάνιο για την πρωινή μου ρουτίνα. Καθώς πλένω το πρόσωπό μου, διακρίνω ένα περίεργο συναίσθημα μέσα μου. Κλείνω τη βρύση, αφουγκράζομαι. Ησυχία. Περίεργο. Σάββατο πρωί, θα ‘πρεπε οι διάολοι να έχουν ξυπνήσει για τα πρωινά τους κινούμενα. Θα περίμενα, τουλάχιστον, κάποια κίνηση απ’ την κουζίνα... αλλά επικρατεί νεκρική σιγή. Σκουπίζομαι και πηγαίνω προς το σαλόνι. Η τηλεόραση ανοιχτή, αλλά κανείς μπροστά της. Πάω και στην κουζίνα, άδεια. Η κατάσταση δε μου κάθεται καλά. Όλα δείχνουν πως η Καίτη και τα παιδιά έπρεπε να φύγουν ξαφνικά, να τρέξουν. Αλλά, εάν επρόκειτο για κάποιον κίνδυνο, δε θα με αφήναν να κοιμάμαι. «Καίτη;» φωνάζω. «Μάριε; Κωστάκη;» Καμία απάντηση. Καμία κίνηση. Τίποτα. Γυρίζω στο σαλόνι. Κλείνω την τηλεόραση και κάθομαι στην πολυθρόνα να σκεφτώ. Η τηλεόραση ξανανοίγει. Πετάγομαι στον ήχο της. Πώς έγινε αυτό; Την ξανακλείνω και ξανακάθομαι. Μετά από λίγο, αυτή ξανανοίγει. Γυρνάω και την κοιτάω. Αρχίζω και πανικοβάλλομαι. Σηκώνομαι γρήγορα, πάω στην κρεβατοκάμαρα, βάζω τις παντόφλες μου και πάω προς την έξοδο. Ξαφνικά, κάτι με αρπάζει. Γυρνάω γύρω μου, αλλά δε βλέπω τίποτα. Μια αόρατη δύναμη με έχει πιάσει απ’ τα χέρια και με ταρακουνάει. Ουρλιάζω απ’ τον τρόμο μου. Αρχίζω να χτυπιέμαι με μανία και καταφέρνω να της ξεφύγω. Τη στιγμή που τη νιώθω να τραβιέται από πάνω μου, τρέχω γρήγορα έξω απ’ το σπίτι. Ερημιά. Σα να ζω σε μία πόλη φάντασμα. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά ξέφρενα. Πάω στον γείτονα και του χτυπάω την πόρτα. Ενώ περιμένω, κοιτάω γύρω μου τρομαγμένος, περιμένοντας τη δύναμη να επιστρέψει για να με γραπώσει. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, η πόρτα ανοίγει. Πριν, όμως, προλάβω να ηρεμίσω, συνειδητοποιώ πως δε βρίσκεται κανείς από πίσω της. Φωνάζω, απεγνωσμένα: «Εμπρός; Κανείς;!» Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Νιώθω σαν το παιχνίδι ενός διεστραμμένου κουκλοπαίκτη, που διασκεδάζει στο να με βλέπει να χάνω τα λογικά μου. Τρέχω πάλι προς το σπίτι. Το μόνο που θέλω είναι να δω έναν άλλον άνθρωπο. Δε μπορεί να εξαφανίστηκαν όλοι στη Γη εκτός από μένα, σωστά; Θα πάρω το αυτοκίνητο και θα οδηγήσω μέχρι να δω κάποιον. Πάω προς τα κλειδιά, αλλά η δύναμη επιστρέφει, αυτή τη φορά ακόμα πιο δυνατή. Προσπαθώ να της ξεφύγω, αλλά δε μ’ αφήνει τόσο εύκολα. «Τί θες;» φωνάζω, «Που είναι τα παιδιά μου; Άσε με ήσυχο!...» Σε αυτό το σημείο φτάνω στα όριά μου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν, νιώθω ανήμπορος και μπερδεμένος. Τα παρατάω. Καθώς σταματάω να παλεύω, η δύναμη φαίνεται να μαλακώνει γύρω μου. Κάθομαι στο πάτωμα και αρχίζω να κλαίω. Ξανανιώθω τη δύναμη πάνω μου, αλλά αυτή τη φορά δεν είναι επιθετική. Με πιάνει απ’ το χέρι και με σηκώνει. Με καθοδηγεί έξω, προς το αυτοκίνητό μου. Με λυπήθηκε, ίσως, και αποφάσισε να μου παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα...; Αλλά, αντί αυτού, η δύναμη με οδηγεί στο πίσω κάθισμα. Δε βρίσκω λόγο να αντισταθώ. Κάθομαι μέσα, σκουπίζω τα δάκρυά μου και περιμένω. Μετά από λίγο, το αμάξι ξεκινά από μόνο του. Μια περίεργη γαλήνη με διαπερνά. Αποφασίζω πως το καλύτερο που μπορώ να κάνω, πλέον, είναι να αφήσω τα πράγματα να πάρουν τη ροή τους... ----- «Σας παρακαλώ,» φώναζε η Καίτη, «κάντε κάτι!» Δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της. «Σήμερα το πρωί όταν ξύπνησε ήταν έτσι! Αρνείται να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στα παιδιά του! Φέρεται σα να είμαστε φαντάσματα!» «Ηρεμία, ηρεμία...» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο γιατρός. Γύρισε προς τον ασθενή. Εκείνος καθόταν μαζεμένος σε μία καρέκλα και, πράγματι, φερόταν σα να βρίσκεται μόνος του στο δωμάτιο. Μια φορά πήγε να φύγει απ’ την πόρτα, αλλά στο άγγιγμα του γιατρού, του επέτρεψε σιωπηλά να τον καθοδηγήσει πίσω στο κάθισμά του, χωρίς αντίσταση. «Ειλικρινά, Καίτη μου, δεν έχω ξανακούσει ποτέ τίποτα παρόμοιο.» Σηκώθηκε και έφερε το πρόσωπό του μπροστά απ’ τον ασθενή. «Εμπρός!» φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Καμία αντίδραση. «Φαίνεται πως απλά αδυνατεί να αντιληφθεί άλλον άνθρωπο,» έκανε με εμφανή θαυμασμό. «Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι μία πάθηση, η προσωπαγνωσία, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει ανθρώπινα πρόσωπα... αλλά τίποτα τέτοιο.» «Πείτε μου πως μπορείτε να το φτιάξετε!» «Δε μπορώ να υποσχεθώ τίποτα σε αυτό το στάδιο. Θα του κάνουμε μια μαγνητική και θα δούμε πώς θα πράξουμε από ‘κει.» Το μυαλό του γιατρού έτρεχε στα άτομα που θα έπαιρνε τηλέφωνο σε λίγο. Θα μπω στα ιστορικά της ιατρικής γι’ αυτό, σκεφτόταν. Η Καίτη πλάνταζε. Αγκάλιαζε τα παιδιά της σφιχτά. Εκείνα έδειχναν απλά χαμένα. «Μην απελπίζεσαι, Καίτη μου. Σε διαβεβαιώνω πως θα κάνουμε το παν δυνατόν για να τον συνεφέρουμε.» Edited January 14, 2015 by arjunk 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Disco_Volante Posted January 14, 2015 Share Posted January 14, 2015 Ωραία ιστορία που κύλησε γρήγορα χωρίς να το καταλάβω. Το πρώτο μέρος μου θύμισε έντονα την ταινία “The Quiet Earth” μπορώ να πω αλλά αυτό δε με χάλασε. Σου προτείνω κάποια στιγμή να την επεκτείνεις έτσι ώστε να μάθουμε τι απέγινε ο πρωταγωνιστής. Καλή συνέχεια! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.