MadnJim Posted February 1, 2015 Share Posted February 1, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: MADnJIM Είδος: Troll story Βία; Απολαυστική θέλω να ελπίζω Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Περίπου 2860 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: "Πού είμαι;" Τι ωραίο θέμα που ήταν! Δεν κατάφερα να πάρω μέρος στον διαγωνισμό, αλλά ιστορία δεν μπορούσα να μην σκαρώσω. Sci-fi, μόνο μου εμένα μου αρέσει να κάνω και λίγη πλάκα! Ελπίζω να περάσετε ευχάριστα την ώρα σας και να γελάσετε... ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΣΗΜΑΔΙ Δεν είχε στρίψει καλά καλά το ταξί στη γωνία του τετραγώνου κι ο Δημήτρης είχε βάλει ένα αγαπημένο cd των Black Sabbath στο στέρεο και πήγαινε στην κουζίνα για να ετοιμάσει κάτι για σνακ. Η γυναίκα του και οι δύο κόρες του πήγαιναν επίσκεψη σε μία θεία που γιόρταζε στην άλλη άκρη της πόλης, και είχε αυτό το απόγευμα για λίγο όλο το σπίτι στη διάθεσή του. Φυσικά αυτό μεταφραζόταν σε καλή μουσική να παίζει δυνατά στο σαλόνι, μια πιατέλα με οτι μπορούσε να βρει στο ψυγείο, και απερίσπαστη αφοσίωση στο αγαπημένο του χόμπι, το gaming. Κι αυτό το τελευταίο τον έκανε πολύ χαρούμενο γιατί είχε την ευκαιρία να παίξει ήσυχος χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. Άνοιξε το ψυγείο και έσκυψε λίγο για να τσεκάρει το γεμάτο εσωτερικό του. Αφού το σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα ξύνοντας το κεφάλι του πήρε τα ζαμπονοτύρια, το τάπερ με το φρεσκοκομμένο μαρούλι για τη σαλάτα το βράδυ, τη μαγιονέζα και μία ντομάτα, και τα ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας. Με γρήγορες και έμπειρες κινήσεις άπλωσε σιγοτραγουδώντας το τραγούδι που ακουγόταν από το σαλόνι μερικές φέτες ψωμί για τοστ, και σε λίγα λεπτά είχε ετοιμάσει ένα έξτρα περιποιημένο κλαμπ σάντουιτς. Το τραγούδι έφτανε σε κορύφωση και ο Δημήτρης ακολούθησε τραγουδώντας δυνατά και εντελώς παράφωνα, ενώ ανεβοκατέβασε μερικές φορές το κεφάλι του κάνοντας με τα χέρια του ότι έπαιζε κιθάρα. Ζαλίστηκε όμως λίγο και σταμάτησε, κι αναπόλησε ακουμπώντας στον πάγκο εκείνα τα νεανικά χρόνια που το headbanging ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει για ώρες. Πήρε την πιατέλα με το κλαμπ και έκανε το γύρο του πάγκου. Άρχισε το επόμενο τραγούδι, και η μουσική πήρε πάλι να τον παρασέρνει. Είναι ωραίο το αίσθημα της ελευθερίας όταν έχεις ξαφνικά όλο το σπίτι στη διάθεσή σου ολομόναχος. Διέσχισε την κουζίνα με δύο γρήγορα βήματα δίπλα από το τραπέζι, στάθηκε απότομα, έκανε ένα πίσω, μετά άλλα δύο μπροστά σε ένα ιδιότυπο χορευτικό, και έκανε να βγει από την κουζίνα με μια πιρουέτα. Στο κλείσιμο της στροφής μια δυνατή λάμψη τον τύφλωσε κι ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι τον έκανε να ρίξει την πιατέλα στο πάτωμα. Έγινε τρία κομμάτια, και το έξτρα περιποιημένο κλαμπ απλώθηκε σε ένα αρκετά εντυπωσιακά μεγάλο μέρος του χαλιού. Έπεσε στα γόνατα και σίγουρα θα κατέληγε κι αυτός δίπλα στη ντομάτα και τα τριγωνικά ψωμάκια, αν δεν τον συγκρατούσαν γρήγορα οι δύο άγνωστοι με τις παράξενες μαύρες στολές και τα κράνη. Άρχισε να συνέρχεται όταν τον τράβαγαν έξω από το διαμέρισμα και τον πήγαιναν στο ασανσέρ. “Δεν έπρεπε να τον κοπανήσεις τόσο δυνατά Μπορντ, μας έβγαλε την πίστη...” άκουσε τον έναν από τους δύο άντρες να παραπονιέται στον άλλον. “Και τι ήθελες να κάνω Μπερντ, να του πω γεια σας κύριε Δημήτρη, ήρθαμε από τον πλανήτη Ρόντγκεν και σας απαγάγουμε γιατί αυτές είναι οι διαταγές μας;...” μούγκρισε ο άλλος και έσπρωξε τον Δημήτρη να μπει στο ασανσέρ. Τους κοίταξε με γουρλωμένα τα μάτια και τον πανικό να συναγωνίζεται σιγά σιγά το σάστισμά του. “Π-ποιοι είστε, τι θέλετε;...” ψέλλισε και στριμώχτηκε όσο μπορούσε στη γωνία του στενού θαλάμου. “Σιωπή!...” του πέταξε αυτός που ο άλλος τον είχε αποκαλέσει Μπορντ και σήκωσε το γκλομπ που κρατούσε σαν για να τον χτυπήσει. “Θα σου τα πει όλα ο διοικητής όταν φτάσουμε...” Ο Δημήτρης ζάρωσε και έφερε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του προσπαθώντας να προφυλαχτεί από το χτύπημα. Το ασανσέρ όμως έφτασε στο ισόγειο και άνοιξαν οι πόρτες, και οι δύο άντρες τον άρπαξαν πάλι και τον έσπρωξαν στον χώρο της εισόδου της πολυκατοικίας προς την εξώπορτα. Εκεί έφαγε άλλο ένα μεγάλο σοκ! Ο δρόμος απ' έξω ήταν ένας αρκετά πολυσύχναστος δρόμος, και η βαβούρα του ήταν ένα αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους. Τώρα περιέργως ήταν εντελώς άδειος! Όχι μόνο δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, αλλά ούτε καν άλλοι άνθρωποι τριγύρω. Τίποτα, ούτε ψυχή, ερημιά. Δεν πρόσεξε τίποτα απ' όλα αυτά όμως. Στάθηκε ακίνητος και με γουρλωμένα τα μάτια κι ελαφρώς μισάνοιχτο το στόμα από την έκπληξη κοίταζε ένα μικρό αστρόπλοιο να αιωρείται λίγα εκατοστά από την άσφαλτο ούτε δέκα μέτρα πιο πέρα απ' αυτόν! Θύμιζε στο σχήμα τα διαστημικά λεωφορεία της ΝΑΣΑ όπως το Κολούμπια, είχε φτερά, ουρά, μυτερό μπροστινό μέρος, πιλοτήριο με παρμπρίζ, αλλά ήταν ολοφάνερα κάτι φτιαγμένο για μάχες. Έδειχνε πολύ γρήγορο και απειλητικό, και ήταν, αφού είχε τη δυνατότητα να υπερπηδά από τη μια άκρη του γαλαξία στην άλλη χρησιμοποιώντας τα πεδία στις μαύρες τρύπες που μπορούσε να ανοίγει κατά βούληση. Ο Μπερντ έσπρωξε τον Δημήτρη κι αυτός παραπάτησε μερικά βήματα γέρνοντας μπροστά πριν σταματήσει κι ανακτήσει πάλι την ισορροπία του. Το βλέμμα του δεν ξεκόλλησε στιγμή από το απίστευτο θέαμα που έβλεπε. Το μυαλό του είχε παγώσει πραγματικά, δεν σκεφτόταν, μόνο έβλεπε βυθισμένος σε ένα δυνατό σοκ. “Προχώρα...” του φώναξε ο άντρας πίσω του. Τον ανέβασαν στο σκάφος και τον έδεσαν σε μία θέση πίσω από το πιλοτήριο. Οι δικές τους θέσεις ήταν ακριβώς μπροστά του, κι όταν κάθισαν έβλεπε τους ώμους και το κεφάλι τους πάνω από την πλάτη του καθίσματός τους, κι ανάμεσά τους ένα μέρος από ότι υπήρχε έξω μπροστά από το σκάφος. Οι δύο άντρες πήραν τον έλεγχό του και το ανύψωσαν αργά μέχρι που βγήκαν πάνω από τα κτήρια, και μετά το γύρισαν προς τον ουρανό και μ' ένα σχεδόν ανεπαίσθητο τίναγμα εκσφενδονίστηκαν. Δευτερόλεπτα αργότερα έβγαιναν από την ατμόσφαιρα, και σε λιγότερο από λεπτό προσπερνούσαν το φεγγάρι. Ο Δημήτρης κοίταζε έξω χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Βρισκόταν στο διάστημα, αλλά αδυνατούσε να το συλλάβει ακόμα. Είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα, και ήταν τόσο, μα τόσο απίστευτα κι απροσδόκητα όλα αυτά που το ξάφνιασμα και το ισχυρό σοκ έθεσαν τον εγκέφαλό του σε κατάσταση άμυνας. Κατέβασε διακόπτες δηλαδή και συνέχιζε μόνο με προσωπικό ασφαλείας. Δοκίμασε να μιλήσει ξανά κάποια στιγμή, αλλά κατάφερε να πει μόνο ένα απορημένο “Τ-τι;...” πριν τα παρατήσει με το στόμα του στεγνό σαν σόλα. Είδε τη μαύρη κουκίδα στο βάθος να μεγαλώνει όσο την πλησίαζαν με ταχύτητα κοντά σ' αυτή του φωτός, πήγαιναν κατευθείαν πάνω της ενώ λίγο προς τα αριστερά τους αιωρούνταν ο Κρόνος μέσα στα δαχτυλίδια του. Χώθηκαν χωρίς δισταγμό στο σκοτάδι της Τρύπας και διαλύθηκαν, μετατράπηκαν σε ενέργεια και μεταφέρθηκαν ακαριαία σχεδόν στον προορισμό τους. Μόλις βγήκαν πάλι στο διάστημα σταμάτησαν για λίγο όσο χρειαζόταν για να μαζέψουν την Τρύπα, κι εκσφενδονίστηκαν πάλι προς την κατεύθυνση ενός πλανήτη γαλαζοπράσινου όπως και η Γη. Μόνο που ολοφάνερα δεν ήταν η Γη, γιατί μπορεί να είχε στεριά κι ωκεανούς, αλλά ήταν όλα σε διαφορετικές θέσεις από αυτές που ο Δημήτρης ήξερε από την υδρόγειο. Και είχε και δύο φεγγάρια να αιωρούνται γύρω του. Μπήκαν στην ατμόσφαιρα σαν σφαίρα, και πήγαν κατευθείαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, μία μεγάλη πόλη που στο κέντρο της δέσποζε ένα πανύψηλο κτήριο σαν κάστρο. Η τεχνολογία ήταν σε άλλα επίπεδα, ενώ κόβανε απότομα ταχύτητα για να παρκάρουν στην αυλή του κάστρου πρόλαβε να δει τραίνα να ταξιδεύουν σε ράγες πάνω από τις ταράτσες, οχήματα να πετάνε σε εναέριες λεωφόρους, κι ανθρώπους και των δύο φύλων με παράξενα ρούχα να κινούνται στους δρόμους όπως ακριβώς και στη Γη. Τον έβγαλαν από το σκάφος και μια ομάδα έξι αντρών με παρόμοιες στολές αλλά χωρίς κράνη ήρθαν να τους παραλάβουν. Οι δυο άρπαγές του τον έπιασαν γερά από τα χέρια ένας σε κάθε του πλευρό, και ακολούθησαν την μικρή ομάδα υποδοχής στο εσωτερικό του κάστρου. Όταν μπήκαν βρέθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα, στο βάθος της άρχισαν να ανεβαίνουν μια σκάλα, και τελικά αρκετά πατώματα πιο πάνω πέρασαν σε έναν μακρύ διάδρομο με πόρτες και στις δύο πλευρές του. Τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο κι εκεί τους περίμενε ο διοικητής όρθιος στο παράθυρο πίσω από το βαρύ γραφείο του. Κοίταζε έξω με τα χέρια του πίσω από τη μέση του, σε μία καθόλα στρατιωτική στάση, με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. “Κύριε διοικητά αναφέρουμε...” είπαν ο Μπορντ κι ο Μπερντ με μια φωνή και στάθηκαν ακίνητοι με τον Δημήτρη ανάμεσά τους. Ο διοικητής γύρισε και ο Δημήτρης άνοιξε χωρίς να το θέλει διάπλατα το στόμα του από το νέο σάστισμα. Ήταν πανομοιότυποι, σαν δίδυμοι, σαν να έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη αλλά με περίεργα ρούχα! Ήρθε κοντά τους και οι δύο στρατιώτες έκαναν αμέσως ένα βήμα πίσω αφήνοντας χώρο να κάνει τον γύρο του κοιτώντας τον εντυπωσιασμένος από κάθε γωνία. “Απίθανο...” μουρμούρισε τελικά αφού πρώτα έφερε το πρόσωπό του μπροστά σ' αυτό του Δημήτρη μέχρι που σχεδόν ακούμπησαν οι μύτες τους. “Τέτοια ομοιότητα... Αφήστε τον, δεν νομίζω πως είναι επικίνδυνος...” είπε στους στρατιώτες και γύρισε πίσω στο γραφείο του. Ο Δημήτρης έμεινε ακίνητος να τον κοιτάζει όρθιος απέναντί του. Ο διοικητής του χαμογέλασε και του έδειξε μία πολυθρόνα. “Κάθισε... εμ, Δημήτρης, σωστά; Κάθισε Δημήτρη, είσαι ασφαλής για την ώρα, νιώσε άνετα...” του είπε. Σαν ρομπότ ο Δημήτρης πλησίασε στο γραφείο και κοντοστάθηκε για μια στιγμή πριν αφήσει τον εαυτό του να πέσει στην πολυθρόνα. Άπλωσε διστακτικά το χέρι του και ακούμπισε τον διοικητή στο μάγουλο, και το τράβηξε πίσω σαν να κάηκε με την επαφή. Ο διοικητής γέλασε και έγειρε πίσω στο κάθισμά του. “Χαχαχα, σε καταλαβαίνω...” του είπε, “...όλα αυτά πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ για σένα. Πίστεψέ με όμως είναι για πολύ καλό λόγο...” “Π-οιος, που είμαι, ποιος είστε...” τραύλισε ο Δημήτρης σιγανά. “Θα σου πω, θα σου πω, θα σου τα πω όλα, κάνε υπομονή. Είμαι ο στρατηγός Βέργκο, διοικητής της στρατιάς και κυβερνήτης. Βρίσκεσαι στην Άρντελ, την πρωτεύουσα της χώρας μου, της Εμπερντάιν. Στον πλανήτη Ρόντγκεν. Θα πρόσεξες φαντάζομαι το πόσο μοιάζουμε, ε;...” Ο Δημήτρης τον άκουγε και νόμιζε ότι ονειρεύεται. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ξεροκατάπιε δυο τρεις φορές χωρίς να ξέρει τι να πει. “Ν-ναι...” μουρμούρισε μόνο, και σκούπισε ασυναίσθητα μερικές σταγόνες ιδρώτα στο ψηλό κι αεράτο μέτωπό του. Ο διοικητής σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Στάθηκε πάλι στην ίδια στάση που είχε όταν του έφεραν τον Δημήτρη, και κοίταξε συνοφρυωμένος έξω. “Η χώρα μου βρίσκεται σε πόλεμο...” είπε μετά από λίγο, και η φωνή του είχε γίνει σκληρή. “Φυσικά είμαστε δυνατότεροι, και νικάμε, αλλά οι κατάσκοποί μου έμαθαν ότι επίλεκτοι ασσασσίνοι έχουν αναλάβει τη δολοφονία μου...” Γύρισε και κοίταξε τον Δημήτρη. “Οι ειδικοί μου έψαξαν όλο το σύμπαν για να βρουν τον πανομοιότυπό μου, και σε βρήκαν κυριολεκτικά πάνω στην ώρα. Απόψε έχω μία πολύ σημαντική συνάντηση που θα επισφραγίσει τη νίκη μου και το τέλος του πολέμου υπέρ της χώρας μου. Πιστεύουμε πως η επίθεση εναντίον μου θα γίνει πριν από αυτή τη συνάντηση προκειμένου να σταματήσουν οι διαδικασίες. Νομίζουν πως μπορούν να με βγάλουν από τη μέση τόσο εύκολα...” μούγκρισε σχεδόν τα τελευταία λόγια και γύρισε πάλι να κοιτάξει έξω. “Εσύ...” συνέχισε, “...θα πάρεις τη θέση μου, θα σε σκοτώσουν και θα μπορέσω ανενόχλητος να παρευρεθώ στη συνάντηση χωρίς να κινδυνεύω. Μέχρι να καταλάβουν το λάθος τους όλα θα έχουν τελειώσει...” Το μυαλό του Δημήτρη είχε κάνει μια στάση εκεί που του είπε πως θα τον σκοτώσουν. Ήξερε πως κάτι έπρεπε να πει, ή ακόμα καλύτερα να κάνει, αλλά αντίθετα έμεινε εκεί παγωμένος να κάθεται στην πολυθρόνα του. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ένας βαθμοφόρος μπήκε και στάθηκε προσοχή. “Είναι ώρα κύριε διοικητά...” είπε με επίσημο ύφος. “Ναι, είναι, ετοιμάστε τον...” απάντησε αυτός και γύρισε για να φύγει έξω από το γραφείο. Στην πόρτα στάθηκε και γύρισε στον Δημήτρη. “Χάρηκα που σε γνώρισα, και ελπίζω να μην μου κρατάς κακία. Καταλαβαίνεις, αν με σκοτώσουν ο πόλεμος θα χαθεί, κι αυτό δεν πρέπει να γίνει. Είσαι ήρωας, να το θυμάσαι αυτό...” Μ' αυτά τα λόγια βγήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άλλοι δύο στρατιώτες μπήκαν ακολουθούμενοι από τρεις καμαριέρες που χωρίς κουβέντα τον έγδυσαν και του φόρεσαν μία στολή σαν του διοικητή. Όταν τελείωσαν έφυγαν όλοι αφήνοντας τον Δημήτρη ολομόναχο στο γραφείο. Για λίγα λεπτά συνέχισε να κάθεται ακίνητος στη θέση του. Κάποια στιγμή πήγε μηχανικά μέχρι το παράθυρο. Έξω είχε νυχτώσει, και τα φώτα της πόλης πλημμύριζαν την κοιλάδα γύρω από το κάστρο. Ο αέρας μύριζε υγρασία, αλλά ήταν καθαρός, χωρίς καυσαέρια και αιθαλομίχλες όπως στη Γη. Κοίταξε στον ουρανό τα δύο φεγγάρια και άρχισε να συνειδητοποιεί ότι όλα αυτά πράγματι του συνέβαιναν. Το σάστισμα άρχισε να δίνει τη θέση του στο ένστικτο της επιβίωσης, και οι πρώτες δειλές σκέψεις για διαφυγή ξεκίνησαν να παίρνουν φόρμα στο μυαλό του. Κοίταξε την αυλή με τον πανέμορφο κήπο απ' έξω, και είδε πως βρισκόταν πολύ ψηλά για να το σκάσει από το παράθυρο. Πήγε στην πόρτα και δοκίμασε το πόμολο. Ήταν ξεκλείδωτα. Την άνοιξε λίγο και τσέκαρε τον διάδρομο. Δεν υπήρχε κανείς, ησυχία. Δεν άκουσε το παραμικρό, γύρισε καθαρά από ένστικτο και είδε τη μαυροντυμένη φιγούρα να του ορμάει με ένα μεγάλο μαχαίρι με πριονωτή λάμα. Ούρλιαξε ξαφνιασμένος και βούτηξε στο πλάι πάνω στην ώρα για να το αποφύγει και να τη γλυτώσει με ένα μικρό σκίσιμο στο μανίκι του. Ο δολοφόνος έβρισε και ξαναχτύπησε με το μαχαίρι, αλλά ο Δημήτρης πρόλαβε να αρπάξει από το γραφείο έναν μεγάλο σκληρόδετο φάκελο και τον έβαλε μπροστά του για ασπίδα. Το μαχαίρι τον τρύπησε και η μύτη του σταμάτησε ένα μόλις εκατοστό από το δεξί του μάτι. Ούρλιαξε ξανά και τίναξε μπροστά το κορμί του παρασέρνοντας τον δολοφόνο που δεν το περίμενε κι έχασε την ισορροπία του. Ο Δημήτρης πετάχτηκε αμέσως προς την πόρτα και βγήκε αλαφιασμένος στον διάδρομο. Τώρα πια όλο το προηγούμενο σοκ του είχε μετατραπεί σε πανικό. Διέσχισε τον διάδρομο τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσαν χίλιοι διάολοι, έφτασε στην πόρτα για τη σκάλα, και χωρίς να κόψει τη φόρα του άρπαξε το πόμολο και το γύρισε τραβώντας την για να ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη όμως, και το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει με δύναμη πάνω της, να γκελάρει προς τα πίσω, και να βρεθεί φαρδύς πλατύς ανάσκελα στο πάτωμα να βλέπει πεταλούδες και βεγγαλικά. Η θυμωμένη κραυγή του δολοφόνου που έβγαινε από το γραφείο και του όρμαγε ξανά τον έκανε να πεταχτεί όρθιος και να ορμήσει σε μία από τις πόρτες στο πλάι. Αυτή άνοιξε, και μπήκε σε ένα άλλο γραφείο σχεδόν ίδιο με αυτό του διοικητή. Κλείδωσε βιαστικά πίσω του και ακούμπησε την πλάτη του πάνω της λαχανιασμένος. Ο ασσασσίνος κοπάνησε μερικές φορές την πόρτα, και μετά την κάρφωσε με το μαχαίρι. Η λάμα του βγήκε από το ξύλο ξυστά στο αυτί του Δημήτρη. Αυτός την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, άφησε μια κραυγή, και πετάχτηκε μακρυά της, για να πέσει πάνω στο γραφείο και να σουρουβαλιαστεί μαζί με την πολυθρόνα που βρισκόταν εκεί στο παχύ χαλί στο πάτωμα. Ήταν εγκλωβισμένος, δεν υπήρχε καμία άλλη έξοδος εκτός από το παράθυρο. Ήταν πολύ ψηλά όμως. Κοίταξε γύρω του για κάτι που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να αμυνθεί, αλλά δεν υπήρχε τίποτα κατάλληλο. Ο δολοφόνος άρχισε να χτυπάει την πόρτα μανιασμένα. Την κάρφωνε με το μαχαίρι, την κλότσαγε, έπεφτε πάνω της ξανά και ξανά, μέχρι που αυτή υποχώρησε τελικά και σωριάστηκε με θόρυβο στο πάτωμα. Μπήκε και στάθηκε απέναντι από τον τρομοκρατημένο Δημήτρη. “Περίμενε...” προσπάθησε αυτός να τον σταματήσει σηκώνοντας τα χέρια του, “...δεν είμαι αυτός που νομίζεις, δεν είμαι ο διοικητής που θες να σκοτώσεις...” Ήταν μάταιο και το ήξερε. Ο δολοφόνος δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει κάτι τέτοιο, παρά γέλασε στριγκά πίσω από την κουκούλα του και άρχισε να τον πλησιάζει κραδαίνοντας το μεγάλο μαχαίρι του. Ο Δημήτρης πισωπάτησε μέχρι που ένιωσε στη μέση του το πλαίσιο του ανοιχτού παράθυρου. Τη στιγμή που ο ασσασσίνος όρμαγε να τον καρφώσει δρασκέλισε το περβάζι και πήδησε στο κενό. Έπεφτε με το κεφάλι, ο αέρας σφύριζε στ' αυτιά του καθώς τον έσχιζε με ταχύτητα. Η τελευταία του σκέψη πριν αγγίξει το έδαφος από κάτω με το μέτωπό του ήταν η γυναίκα του κι οι κόρες του. Ένα δάκρυ πρόλαβε κι έφυγε, και μετά ένας γδούπος, ένας δυνατός στιγμιαίος πόνος και σκοτάδι. Όταν άνοιξε τα μάτια του είδε πολύχρωμα φωτάκια να στροβιλίζονται μπροστά του. Σιγά σιγά άρχισε να ξεθολώνει και σχήματα ξεκίνησαν να παίρνουν μορφή. Το κεφάλι του τον πέθαινε, άπλωσε το χέρι του στο μέτωπό του εκεί που πονούσε και το ένιωσε να γλιστράει, κοίταξε στα δάχτυλά του και είδε ότι ήταν ματωμένος. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά ακόμα ζαλιζόταν πολύ. Γύρω του η κουζίνα του σπιτιού του άρχισε να ξεκαθαρίζει στα μάτια του. Ο πάγκος, το τραπέζι, οι καρέκλες, οι συσκευές, η σπασμένη πιατέλα και το διαλυμένο έξτρα περιποιημένο κλαμπ σάντουιτς, τα πάντα. Ανακάθισε και έκλεισε για λίγο τα μάτια του προσπαθώντας να κατανοήσει τι ακριβώς του είχε συμβεί. Θυμήθηκε την πτώση του από το παράθυρο και τον δολοφόνο και πετάχτηκε αλαφιασμένος, αλλά γλίστρησε πατώντας μία φέτα ζαμπόν και ξανακάθισε κάτω με δύναμη. Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, μέχρι που το γνώριμο και οικείο περιβάλλον του σπιτιού του κατάφερε και τον καθησύχασε. Όταν γύρισαν η γυναίκα του και οι κόρες του από τη θεία που γιόρταζε όλα ήταν στη θέση τους. Είχε μαζέψει την πιατέλα και το κλαμπ από το χαλί, είχε καθαρίσει, είχε φτιάξει ένα νέο κλαμπ, και καθόταν αμίλητος και σκεφτικός στο σαλόνι σε απόλυτη ησυχία. Το cd των Black Sabbath είχε τελειώσει από ώρα, αλλά δεν το πρόσεξε. Τίποτα δεν έδειχνε ότι κάτι είχε συμβεί. Τίποτα, εκτός από το καρούμπαλο στο μέτωπό του με το βαθύ σχίσιμο στο κέντρο και το χάνζαπλαστ που το κάλυπτε, και το ματωμένο σημάδι στο κάσωμα της πόρτας της κουζίνας στο σημείο που κουτούλησε όταν έκανε εκείνη την χαρούμενη πιρουέτα.- By MADnJIM Edited February 1, 2015 by MadnJim 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted February 1, 2015 Share Posted February 1, 2015 Και πάνω που έλεγα ότι έπεσε σαν ήρωας να τον πίσω στο σπίτι με καρούμπαλο και πάει το παιχνίδι, τουλάχιστον δεν στερήθηκε και το κλαμπ! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted July 5, 2015 Share Posted July 5, 2015 (edited) Ψάχνω που λέτε στις "Διάφορες ιστορίες" για κάτι να διαβάσω και πέφτω πάνω σε αυτήν, που πρωταγωνιστώ...εγώ! Ωραία ιστορία, που την ευχαριστήθηκα αφάνταστα, όσο και την πρώτη φορά που την διάβασα, αφού είναι βόλτα στο πάρκο σε σχέση με άλλες ιστορίες που έχει σκαρώσει ο Σπύρος με εμένα πρωταγωνιστή και περνάω των παθών μου! Μόνο βρε Σπύρο ένα παράπονο....γεννήτορες του metal οι ...Sabbath, αλλά θα προτιμούσα το cd που άκουγα ( έστω και για λίγο, πριν κάνω κόντρα με την κάσα της πόρτας, αν το μετωπό μου είναι σκληρότερο από αυτή) να ήταν των Symphony X! Α ναι, και το headbanging, είναι το καλύτερο φάρμακο για να σπας τα άλατα που μαζεύει με τα χρόνια ο σβέρκος σου, να ξέρεις! Edited July 5, 2015 by SymphonyX13 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted July 5, 2015 Author Share Posted July 5, 2015 Sabbath καθαρά για λόγους προσωπικής προτίμησης Δημήτρη. Όσο για το headbanging, μεγάλωσα με τους AC/DC, χρειάζεται να πω κάτι περισσότερο; William φίλε μου, ξέρω τον Δημήτρη αρκετά για να σου πω με βεβαιότητα πως περισσότερο θα τον πόναγε να έχανε τελικά το κλαμπ παρά η βουτιά από το παράθυρο! Να'στε καλά παιδιά, χαίρομαι που διασκεδάσατε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.