elgalla Posted February 5, 2015 Share Posted February 5, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: Sword & SorceryΒία; ΜπαΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 4.000Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Για τις Αλλόκοτες Περιπτύξεις #2 με Elli Sketo, Διγέλαδο και Ιρμάντα, με διοργανωτή το Μορφέα. Οι κατηγορίες ήταν πρόσωπο, ζώο, πράγμα και χρησιμοποίησα τις επιλογές Ζογκλέρ με ανθρώπινα κρανία, Ρομπότ και Φαινομενικά άδειο σεντούκι. Enjoy! 1. «Φυσικά και θα υπήρχε δράκος» σχολίασε ο Βάλντεμαρ καθώς το κεφάλι του υπερτροφικού ερπετού έπεφτε στα πόδια του, τραντάζοντας το έδαφος και σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. «Σιγά το δράκο. Δεν είχε βγει καλά-καλά απ’ το αβγό» είπε ο Ελίας. «Το κεφάλι του είναι έξι πόδια και δεκαοχτώ δάχτυλα μακρύ». Η φωνή του Βάλντεμαρ είχε μια επικίνδυνα μεταλλική χροιά κι ο Ελίας σκέφτηκε πως θα έπρεπε σύντομα να τον λαδώσει, μα τα λεφτά τους τέλειωναν και δεν θα έβρισκαν ησυχία αν δεν ξεμπέρδευαν με τους φονιάδες που είχε στείλει ξοπίσω τους ο Σβάρογκ μετά την τελευταία, ομολογουμένως ατυχή συνεργασία τους. «Αυτό λέω κι εγώ. Ούτε καν έφηβος». Ξετρύπωσε απ’ την κρυψώνα όπου είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της μάχης καπνίζοντας τα στερνά αποθέματα ιερού γρασιδιού που είχε προμηθευτεί στην τελευταία πόλη απ’ την οποία είχαν περάσει, κοντά τρεις βδομάδες πριν. «Θα μπορούσες να είχες βοηθήσει» είπε ο Βάλντεμαρ και στο στόμα οποιουδήποτε άλλου θα είχε ακουστεί σαν κατηγορία, αλλά στα χείλη του πανύψηλου, μεταλλικού άντρα όλα ακούγονταν εξίσου άχρωμα και δίχως συναίσθημα. «Σε εμψύχωνα» ανασήκωσε τους ώμους του ο Ελίας και προχώρησε προς το κουφάρι του δράκου. Ήταν πολύ μεγάλος, πολύ τρομακτικός και, επίσης, πολύ νεκρός, κάτι το οποίο δεν βοηθούσε ιδιαίτερα μιας κι είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να τον πείσει να τους αποκαλύψει πού ακριβώς μέσα στην αχανή φωλιά του ήταν κρυμμένο το σεντούκι που αναζητούσαν. «Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την κατοχή ψυχής από πλευράς μου, πράγμα το οποίο δεν ισχύει» επέμεινε ο Βάλντεμαρ. «Γαμώ το!» Ο Ελίας πέρασε το χέρι του μέσα από τα κοντά, ακατάστατα μαλλιά του σε μια προσπάθεια να τα στρώσει αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τα ανακατέψει ακόμη περισσότερο. Κοίταξε γύρω του, μισοκλείνοντας τα μάτια για να δει στο μισοσκόταδο της υγρής, υπόγειας σπηλιάς. Υπήρχαν ολόκληρα βουνά από κόκαλα κι ατσάλι, αλλά κανένα σεντούκι. «Βάλντε, είπε τίποτα ο δράκος πριν τα κακαρώσει;» «Γρχραργκχχχχχχρρρ» έσπευσε να απαντήσει ο Βάλντεμαρ. «Και σου έχω ζητήσει επανειλημμένα να χρησιμοποιείς ολόκληρο το όνομά μου όποτε μου απευθύνεσαι. Τα υποκοριστικά δεν εξυπηρετούν κανένα λογικό σκοπό και δεν μπορώ να κατανοήσω τη χρήση τους». Ο Ελίας αναστέναξε. Αν δεν έβρισκαν το σεντούκι, την είχαν βαμμένη. Ο Βάλντεμαρ δεν ανησυχούσε γιατί δεν καταλάβαινε έννοιες όπως ο θάνατος και το χειρότερο βασανιστήριο στον οποίο θα μπορούσε να τον υποβάλει ο Σβάρογκ ήταν να τον αποσυναρμολογήσει. Θα ήταν ανώδυνο και δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτα για τον ίδιο. Άλλωστε του είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Είχε βρει το Βάλντεμαρ διαλυμένο και πεταμένο σε μια χωματερή χρόνια πριν, όταν γυρνούσε ακόμη με την κομπανία του Ανεπανάληπτου Ντράγκος. Οι κάτοικοι του ειρηνικού Γιάρμπρουγκ είχαν παρακαλέσει το θίασο να κατασκηνώσει έξω από την πόλη κι εκείνοι, ως σωστοί επαγγελματίες, το είχαν κάνει. Αυτό σήμαινε, πρακτικά, ότι είχε μαζευτεί όχλος, είχε πιάσει τσουγκράνες, είχε ανάψει πυρσούς και τους είχε διώξει κακήν κακώς. Βέβαια, αυτή ήταν μακράν μία από τις καλύτερες εμπειρίες του Ελίας με εξαγριωμένους όχλους και συχνά την αναπολούσε σχεδόν με νοσταλγία κάθε φορά που η ζωή του κινδύνευε να γίνει βαρετή. Είχαν αναγκαστεί να στήσουν τις τέντες τους δίπλα στους λάκκους όπου κατέληγαν τα σκουπίδια της πόλης και, όταν είχε πάει να ανακουφίσει την κύστη του, ο Ελίας είχε δει κάτι να γυαλίζει. Πιστεύοντας πως θα ήταν κάποιο παραπεταμένο κηροπήγιο και θα μπορούσε να το πουλήσει και να βγάλει κάνα ψιλό παραπάνω, είχε βουτήξει μέσα στα σκουπίδια. Κι είχε ουρλιάξει σαν κοριτσάκι όταν είχε πιάσει το μεταλλικό χέρι του Βάλντεμαρ. «Το σεντούκι. Είπε τίποτα για το σεντούκι;» ρώτησε. «Όχι. Γιατί να πει; Καθόταν πάνω του» απάντησε ο Βάλντεμαρ θηκαρώνοντας το όπλο του κι ο Ελίας θα τον είχε φιλήσει, αν η ιδέα του να επιδοθεί σε τρυφερές περιπτύξεις με έναν τενεκέ δεν τον ανατρίχιαζε τόσο. Κανείς στην κομπανία δεν ήξερε τι ήταν το πράγμα που τους είχε πάει κι ο Ανεπανάληπτος Ντράγκος είχε πιέσει τον Ελίας να πετάξει τα μεταλλικά κομμάτια. Ευτυχώς για το Βάλντεμαρ, ο ιδιοκτήτης του θιάσου ήταν εξαιρετικά προληπτικός κι ο Ελίας είχε καταφέρει να τον πείσει πως κάτι τέτοιο θα τους έφερνε κακοτυχία. Στην επόμενη πόλη, είχε βρει έναν αλχημιστή, ο οποίος είχε εξετάσει το περιεχόμενο του σάκου που είχε αδειάσει πάνω στον πάγκο του κι είχε καταλήξει στο πόρισμα ότι ο μεταλλικός άνθρωπος ήταν ένα αυτόματο. Σύμφωνα με τον αλχημιστή, οι Τεχνομάντες τα ονόμαζαν ρομπότ, από τη Στυγιανή λέξη ρομπότα, που σήμαινε σκληρή εργασία. Τα χρησιμοποιούσαν ως εργάτες ή φρουρούς γιατί οι γητειές κι οι μαγγανείες δεν έπιαναν πάνω τους, αλλά οι περισσότεροι μάγοι πίστευαν πως επρόκειτο για θρύλο. Μετά από αρκετές μέρες μελέτης, ο αλχημιστής είχε καταφέρει να συναρμολογήσει το Βάλντεμαρ κι είχε θέσει και πάλι σε λειτουργία την υδραυλική καρδιά του. Φυσικά, είχε απαιτήσει το βάρος του σε χρυσάφι, αλλά είχαν καταλήξει σ’ έναν αμοιβαίο συμβιβασμό: ο Ελίας είχε συμβιβαστεί με το να μην ξαναπατήσει ποτέ στη συγκεκριμένη πόλη κι ο αλχημιστής είχε συμβιβαστεί με το γεγονός ότι πελάτης και ρομπότ είχαν εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα. Με περισσή ευκολία, ο Βάλντεμαρ ανασήκωσε τον ακέφαλο δράκο και τράβηξε από κάτω του ένα μικρό, σιδερένιο σεντούκι. Και κοντοστάθηκε. Περιεργάστηκε το σεντούκι, το ζύγισε με το ένα χέρι, μετά με το άλλο, το κούνησε προσεκτικά και μετά το κούνησε με δύναμη. Ο Ελίας είχε σκύψει δίπλα του, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς έκανε. Όταν συνειδητοποίησε ότι από το εσωτερικό του σεντουκιού δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα, η καρδιά του βούλιαξε. «Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα, το συμπέρασμα είναι προφανές» είπε ο Βάλντεμαρ. «Το σεντούκι είναι άδειο. Επίσης, δεν μπορώ να καταλάβω πώς ανοίγει». «Αδύνατο! Οι πηγές μου…» «Θα μου επιτρέψεις να σου επισημάνω το λογικό σφάλμα του συλλογισμού σου» τον διέκοψε ο Βάλντεμαρ. «Κάτι μπορεί να είναι είτε δυνατό είτε αδύνατο, διότι είτε μπορεί να γίνει είτε όχι. Λαμβάνοντας υπόψη τις ενδείξεις, το άδειο σεντούκι ανήκει στη σφαίρα του δυνατού. Αυτό που εννοείς είναι πως είναι απίθανο, δηλαδή πως θα μπορούσε να συμβεί αλλά δεν θα ήταν πολύ πιθανό». Ο Ελίας μπήκε στον πειρασμό να πετάξει το σακίδιό του στο κεφάλι του εξοργιστικού συντρόφου του, όμως απέρριψε γρήγορα την ιδέα. Πρώτον, ο Βάλντεμαρ δεν θα ένιωθε τίποτα και, δεύτερον, τα κρανία που κουβαλούσε και τα οποία ήταν απαραίτητα για τη δουλειά του θα καταστρέφονταν. «Όσον αφορά τις πηγές σου» συνέχισε απτόητο το ρομπότ, αγνοώντας το απελπισμένο ύφος του Ελίας, «οφείλεις να παραδεχτείς πως δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες». «Δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες;» εξερράγη ο Ελίας. «Η Βάβω Νάστια είναι μια από τις καλύτερες μάγισσες της γενιάς της!» «Ζει σε ένα σπίτι με πόδια χήνας». «Εντάξει, ναι, τα έχει λίγο χαμένα λόγω ηλικίας, αλλά αυτό δεν την κάνει αναξιόπιστη!» διαμαρτυρήθηκε, πιέζοντας το δείκτη του στο στήθος του Βάλντεμαρ. «Πιστεύει ότι είσαι αληθινός προφήτης». Ο Ελίας συνειδητοποίησε, ξαφνικά, ότι είχε ξεμείνει από επιχειρήματα. Πολύς κόσμος είχε πιστέψει κατά καιρούς ότι οι προφητείες του ήταν αληθινές – αυτή ήταν, άλλωστε, και η αιτία της πρόσφατης παρεξήγησης με το Σβάρογκ, αλλά ποτέ κάποιος πραγματικός μάγος. Ο Ανεπανάληπτος Ντράγκος είχε ανακαλύψει τον Ελίας στα σοκάκια του Νάσγκροθ, όπου ζούσε κάνοντας ταχυδακτυλουργικά κόλπα και ξαλαφρώνοντας κόσμο από τα πουγκιά του. Ο Ντράγκος έψαχνε κάποιον να διαβάζει τις κάρτες και τα κρύσταλλα γιατί η χαρτορίχτρα του είχε κλεφτεί μ’ ένα φούρναρη δυο πόλεις πριν. Γρήγορα είχε φανεί πως το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος του θιάσου προερχόταν από γυναίκες κάθε ηλικίας που ήθελαν να μάθουν το μέλλον τους. Ο Ελίας, βέβαια, δεν είχε ιδέα από χαρτιά και κόκαλα και γυάλινες σφαίρες. Είχε, όμως, χαρισματική παρουσία, ήξερε να πετάει στον αέρα μέχρι κι εφτά μπάλες ταυτόχρονα κι ήταν εγγαστρίμυθος. Ο Ντράγκος είχε επιβιώσει τόσα χρόνια στο επάγγελμα για έναν και μόνο λόγο: αναγνώριζε τις ευκαιρίες όταν παρουσιάζονταν και τις άρπαζε. Είχε εμφανιστεί, λοιπόν, στο χαμόσπιτο όπου έμενε ο Ελίας μαζί με άλλους πορτοφολάδες και απατεώνες και του είχε κάνει μια πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αυτό είναι το κεφάλι ενός φονιά, του είχε πει. Αυτό είναι το κεφάλι μιας μάγισσας κι αυτό είναι το κεφάλι ενός δήμιου. Τα τρία ανθρώπινα κρανία ήταν βαμμένα σε χρώμα μαύρο, λευκό και βαθυκόκκινο αντίστοιχα. Εσύ θα κάνεις τα ταχυδακτυλουργικά σου, η πελάτισσα θα σου λέει να σταματήσεις και το κρανίο το οποίο κρατάς εκείνη τη στιγμή θα της λέει την προφητεία. Είσαι εγγαστρίμυθος, έτσι δεν είναι; Ο Ελίας δεν πίστευε ότι θα έπιανε, αλλά τα λεφτά ήταν καλά, θα είχε φαγητό κι ένα στρώμα να κοιμάται και δεν θα τον κυνηγούσε η φρουρά της πόλης κάθε τρεις και λίγο. Μετά από κάποιους μήνες στη δουλειά, είχε μάθει πια να μην υποτιμά την ανθρώπινη ευπιστία. «Τέλος πάντων, αξιόπιστη ή όχι, είναι η μόνη που θα ξέρει πώς να ανοίξουμε το σεντούκι» είπε στο Βάλντεμαρ, αποφεύγοντας να σχολιάσει τα περί αληθινού προφήτη. «Το άδειο σεντούκι». «Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται» σχολίασε ο Ελίας με ύφος περισπούδαστο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Το ρομπότ πήρε το σεντούκι παραμάσχαλα και τον ακολούθησε, με τις μεταλλικές του κλειδώσεις να στριγκλίζουν. 2. Όλα πήγαιναν στραβά. Ο Ελίας έσπρωξε με το πόδι του το σιδηρόφρακτο πτώμα για να γυρίσει ανάσκελα και του έβγαλε την περικεφαλαία. Ένας ακόμη από τους άντρες του Σβάρογκ. Υπό άλλες συνθήκες, θα χαιρόταν που οι διώκτες τους πέφταν σαν τις μύγες – αν, δηλαδή, γνώριζε ποιος τους σκότωνε και το εν λόγω πρόσωπο βρισκόταν εντός του οπτικού του πεδίου και κουνιόταν πολύ αργά. Από τη μέρα που είχαν φύγει απ’ τη σπηλιά του δράκου, έβρισκαν στο δρόμο τους κουφάρια μισθοφόρων. Ακόμη και μια βδομάδα μετά και βαθιά μέσα στην περιοχή των μαγισσών˙ πράγμα που σήμαινε πως ο μυστηριώδης δολοφόνος ήταν και άφοβος πέρα από ικανός. Αυτό τον έκανε διπλά επικίνδυνο και, παρόλο που φαινομενικά τους βοηθούσε, ο Ελίας πίστευε πως σύντομα θα βρίσκονταν αντιμέτωποι. «Βλέπω τα πόδια» άκουσε το Βάλντεμαρ να λέει κι ανασηκώθηκε. Οι κορμοί των δέντρων βρίσκονταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που, ακόμη και σε δυο πόδια απόσταση, δυσκολευόσουν να διακρίνεις παραπέρα. Επιπλέον, οι φυλλωσιές ενώνονταν και μπλέκονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα συμπαγή θόλο από σκούρο πράσινο που εμπόδιζε το φως του ήλιου να περάσει. Ήταν ο ένας από τους δύο λόγους για τον οποίο το αποκαλούσαν Μαύρο Δάσος της Καρσοβίας. Ο άλλος ήταν οι μάγισσες. Παρά την περιορισμένη ορατότητα, όμως, ο Ελίας κατάφερε να εντοπίσει κι αυτός κάπου στο βάθος κάτι που έμοιαζε αόριστα με παχιές, κίτρινες κολώνες. Το ηθικό του αναπτερώθηκε στη σκέψη της μυθικής κρεμμυδόσουπας που σύντομα θα έτρωγε. Η Βάβω Νάστια δεν είχε πια δόντια και, ούτως ή άλλως, η κρεμμυδόσουπα ήταν το μόνο φαγητό που ήξερε να φτιάχνει, όμως στον κόσμο ολάκερο δεν υπήρχε κανείς που να την έκανε καλύτερα από κείνη. Κάλυψαν γοργά την απόσταση μέχρι το καλύβι της μάγισσας κι η μυρωδιά του μοσχοκάρυδου έφτασε στα ρουθούνια του Ελίας απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. «Έι!» φώναξε προς τα πάνω, κάνοντας τα χέρια του χωνί γύρω απ’ το στόμα του. «Βάβω Νάστια! Ο Ελίας είμαι! Έφερα το σεντούκι!» «Το άδειο σεντούκι» τον διόρθωσε χαμηλόφωνα ο Βάλντεμαρ, μα ο Ελίας δεν έδωσε σημασία. Το μικρό, πλίνθινο σπιτάκι με την αχυρένια στέγη ταλαντεύτηκε επικίνδυνα καθώς τα χηνοπόδαρα χαμήλωναν για να το φέρουν στο ίδιο ύψος με το έδαφος. Η ξύλινη πόρτα άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο κι απ’ το εσωτερικό της καλύβας βγήκε μια φιγούρα τόσο μικροκαμωμένη που, με την πρώτη ματιά, θα την έκανες για παιδί. Η Βάβω Νάστια δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα πόδια σε ύψος και τα λευκά μαλλιά της ήταν όμορφα και λαμπερά, τυλιγμένα σε δυο πλεξούδες γύρω απ’ το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν ανοιχτογάλανα και γερά παρά την ηλικία της και κινιόταν με τη γρηγοράδα και την ευκινησία νεαρού ελαφιού. Μονάχα το πρόσωπό της, ένας λεπτομερής αν και κάπως αφηρημένος χάρτης από ρυτίδες, φανέρωνε την ηλικία της. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο, μαύρο φουστάνι και μια κιτρινισμένη ποδιά, όλο λεκέδες. Μόλις τους είδε, το φαφούτικο στόμα της απλώθηκε σ’ ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. «Περάφτε, περάφτε» είπε και τους έκανε νόημα να μπουν. Ο Βάλντεμαρ μπήκε πρώτος, κουβαλώντας το σεντούκι κι ο Ελίας ακολούθησε. Το εσωτερικό της καλύβας έμοιαζε μεγαλύτερο από το εξωτερικό κι ήταν γεμάτο με κάθε λογής παράξενα πράγματα. Παιδικές κούκλες κι αρμαθιές κρεμμύδια κρέμονταν απ’ το ταβάνι, ενώ στο πάτωμα ήταν στοιβαγμένα μαγκάλια και βοτάνια, τσουβάλια και βάζα με βατραχοπόδαρα και δηλητήριο φιδιού, με μάτια αετού και φτερά από φοίνικα, με κέρατο μονόκερου και ουρές σαλαμάνδρας. Πάνω από τη φωτιά κρεμόταν ένας τέντζερης, από τον οποίο προερχόταν η θεσπέσια ευωδιά που είχε γαργαλήσει τη μύτη του Ελίας νωρίτερα. Κάθισαν στους στενούς, ξύλινους πάγκους γύρω απ’ το χαμηλό τραπέζι κι ηΒάβω Νάστια άφησε ένα πιάτο κρεμμυδόσουπα μπροστά στον Ελίας κι ένα μικρό, τσίγκινο κατσαρόλι γεμάτο νερό μπροστά στο Βάλντεμαρ. «Υπάρχει…ένα…πρόβλημα» είπε ο Ελίας όσο φυσούσε τη σούπα του για να κρυώσει. «Πφρόβλημφα»; απόρησε η μάγισσα, δίνοντάς του ένα κομμάτι μαλακό ψωμί κι ένα μικρό κεφάλι τυρί ως συνοδευτικό. «Το σεντούκι είναι άδειο» εξήγησε ο Βάλντεμαρ και ήπιε όλο το νερό μονοκοπανιά, σε μια μεγάλη γουλιά. Κάτι σα σφύριγμα ακούστηκε και καπνός βγήκε απ’ τα αφτιά και τα ρουθούνια του. Η Βάβω Νάστια γέλασε καλοπροαίρετα. Σε αντίθεση με ό,τι λεγόταν για τις μάγισσες, ο Ελίας είχε ανακαλύψει πως, στην πλειοψηφία τους, ήταν συμπαθητικές γριούλες που απλά προτιμούσαν να ζουν μακριά από τις πόλεις και τα βασίλεια που κυβερνούσαν κυρίως άντρες και πως αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο –κυρίως άντρες- λέγαν ότι τους άρεσε να χορεύουν γυμνές στο φεγγαρόφωτο. Ο Ελίας δεν ήθελε ποτέ και για κανένα λόγο να δει τη Βάβω Νάστια γυμνή και, αν κάποια άτυχη στιγμή αυτό συνέβαινε, σίγουρα θα ήθελε να γίνει μια νύχτα άναστρη και συννεφιασμένη και σίγουρα –σίγουρα- χωρίς φεγγάρι. «Αυφτό δεν είναι πφρόβλημφα» είπε εκείνη. «Το σφεντούκφι δεν είναι άδειο. Απφλά αυφτό πφου έχφει είναι τόσο μικφρό πφου δεν θα το κφαταλαβαίνατε. «Και τι έχει ακριβώς;» ρώτησε ο Βάλντεμαρ. «Μια κφαρφίτσα». Ο Ελίας είχε καταφύγει στη Βάβω Νάστια κάποιους μήνες πριν, όταν είχε μάθει πως ο Σβάρογκ ήθελε το κεφάλι του. Ήλπιζε πως θα του έδινε κάποιο φίλτρο που θα άλλαζε την εμφάνισή του, όμως είχε βρει κάτι πολύ καλύτερο. Η μάγισσα γνώριζε πού ήταν κρυμμένη η ψυχή του Σβάρογκ του Σχεδόν Αθάνατου κι ήταν πρόθυμη να μοιραστεί αυτή τη γνώση μαζί του με αντάλλαγμα μια προφητεία. Ο Βάλντεμαρ του είχε υπενθυμίσει πως μια προφητεία ήταν ο λόγος για τον οποίον είχαν μπλέξει με το Σβάρογκ εξαρχής, όμως ο Ελίας ήξερε πως η ζωή δεν άξιζε τίποτα χωρίς λίγο ρίσκο. «Κι αυτή η καρφίτσα είναι η ψυχή του Σβάρογκ;» είπε ο Ελίας σμίγοντας τα φρύδια του. «Έχφεις ακφούσει πφου όταν κφάπφοιος είναι πφολύ κφαλός άνθφρωπος τον λέμε ψυχφάρα;» Ο Ελίας έγνεψε. «Ο Σβφάρογκφ πφοτέ δεν ήταν κφαλός άνρθφρωπος» χαμογέλασε θριαμβευτικά η Βάβω. «Πώς ανοίγει το σεντούκι;» ρώτησε το ρομπότ. «Με μαγεία. Αλλά πφρώτα θφέλω την πφροφητεία». Ο Βάλντεμαρ του έριξε ένα βλέμμα που έμοιαζε προειδοποιητικό παρά το γεγονός ότι τα μεταλλικά χαρακτηριστικά του προσώπου του παρέμειναν ανέκφραστα. Τα μηχανικά μάτια φάνταζαν να τον κατηγορούν μέσα στο λιγοστό φως της καλύβας, μα ο Ελίας επέλεξε να τα αγνοήσει. Άλλωστε, το φταίξιμο για το μπέρδεμα με το Σβάρογκ δεν ήταν δικό του. Ο Σβάρογκ είχε στείλει τα τρολ του να τον σύρουν μέχρι το μαγαζί του και τον είχε απειλήσει ότι θα του έκοβε τη γλώσσα, τα χέρια, τα πόδια και, άλλα, πιο πολύτιμα σημεία του σώματός του αν δεν προφήτευε γι’ αυτόν. Ήθελε να μάθει αν μια εμπορική συμφωνία που σκόπευε να κάνει θα ήταν συμφέρουσα κι ο Ελίας του είχε πει ακριβώς εκείνο που ήθελε να ακούσει. Αλλά πού να ΄ξερε πως τα καράβια που έφερναν παράνομα το ιερό γρασίδι πέρα από το Μεγάλο Νερό θα έπεφταν σε θύελλα και το εμπόρευμα θα κατέληγε στον πάτο της θάλασσας; Σηκώθηκε αργά και με ευλάβεια έβγαλε τα τρία χρωματισμένα κρανία απ’ το σακίδιό του. Ο σεβασμός που τους έδειχνε δεν ήταν ψεύτικος˙ τα κεφάλια του φονιά, της μάγισσας και του δήμιου τον είχαν υπηρετήσει πιστά για καιρό και τον είχαν βοηθήσει σε περισσότερες από μία δύσκολες καταστάσεις. Τα έδειξε στη Βάβω Νάστια. «Θα πετάω τα κρανία στον αέρα έτσι ώστε στο αριστερό μου χέρι να βρίσκεται πάντα μόνο ένα. Όποια στιγμή μου ζητήσετε να σταματήσω, το κρανίο που θα κρατάω θα μας δώσει την προφητεία σας. Μπορείτε να κάνετε μόνο μία ερώτηση. Συμφωνείτε με αυτούς τους κανόνες;» Η γριά μάγισσα ένευσε καταφατικά. Ο ενθουσιασμός στο πρόσωπό της ήταν αδύνατο να ήταν της φαντασίας του. Ο Ελίας πήρε τα κρανία στα χέρια του, μισόκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε να βυθιστεί στη γνώριμη πια υπνηλία που τον κυρίευε κάθε φορά που προφήτευε κάτι. «Σταμάτα» άκουσε τη φωνή, σαν από κάπου πολύ μακριά. Κοίταξε κάτω κι είδε πως κρατούσε το λευκό κρανίο. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν απλή σύμπτωση που η Βάβω Νάστια είχε διαλέξει το κεφάλι της μάγισσας, όμως ήξερε πως, μερικές φορές, η άγνοια ήταν ευτύχημα. Έφερε το κρανίο στο ύψος των ματιών του και το παρατήρησε για λίγο προσεκτικά, σφίγγοντας τα χείλη του. «Ρρρρώτησσσσσέ μεεε» ακούστηκε ένας συρριχτό ψίθυρος που σε τίποτα δεν θύμιζε την πραγματική φωνή του Ελίας. «Θφα απφοκφτήσω πφοτέ κφαινούρια δόντφια;» είπε η Βάβω Νάστια. Ομολογουμένως, αυτή ήταν μια ερώτηση που ο Ελίας δεν περίμενε να ακούσει. Κυρίως επειδή γνώριζε την απάντηση. «Νννναι» απάντησε το κρανίο. «Βεσσσσστενμπεεεργκ. Τεχνίτηςςςςςςςςςς. Ψσσσάξσσσσσσσε τον Σσσσσύλαςςςςςςς». Η μάγισσα έγνεψε ικανοποιημένη. Ο Ελίας σκούπισε τον παγωμένο ιδρώτα από το μέτωπό του –μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως είχε ιδρώσει- κι έσπρωξε το σιδερένιο σεντούκι προς το μέρος της. Ο Βάλντεμαρ κοιτούσε μία τον έναν και μία την άλλη, προσπαθώντας μάλλον να κατανοήσει πώς ήταν δυνατό να την έχουν βγάλει καθαρή. Ευτυχώς και για τους δυο τους, ο Ανεπανάληπτος Ντράγκος ήταν τρομερός γλυκατζής κι από νωρίς είχε αναγκαστεί να καταφύγει στη λύση της μασέλας. 3. Το ιπτάμενο στιλέτο σταμάτησε μισό δάχτυλο μακριά απ’ το δεξί μάτι του Ελίας. Η λάμα λύγισε μέσα στο μεταλλικό χέρι του Βάλντεμαρ σα χαρτί και το ρομπότ του έριξε ένα γρήγορο βλέμμα για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν πληγωμένος, προτού τα μηχανικά του μάτια αναζητήσουν τον ιδιοκτήτη του μαχαιριού. Μια μαυροντυμένη φιγούρα ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Τα φτιαγμένα από μαλακό δέρμα και λεπτό ύφασμα ρούχα δεν κάλυπταν την ξεκάθαρα γυναικεία ανατομία του δολοφόνου. Έμοιαζε σχετικά νεαρή, με κοντά, μαύρα μαλλιά και σκιστά, πράσινα μάτια. Φήμες για τη Μαύρη Μοράνα είχαν φτάσει στ’ αφτιά του σωρό όσο ταξίδευε με την κομπανία κι ο Ελίας δεν ήξερε ποια να πρωτοπιστέψει. Στα Στυγιανά, Μοράνα σήμαινε θάνατος και παρόλο που οι περισσότεροι έλεγαν πως το όνομα και το προσωνύμιο σχετίζονταν με το επάγγελμά της, υπήρχαν κάποιοι που ψιθύριζαν ιστορίες για τη Μαύρη Πανούκλα που την ακολουθούσε απ’ όπου περνούσε. Εκείνη τη στιγμή, έχοντάς την μπροστά του, ο Ελίας θα πίστευε οτιδήποτε. Ο Ανεπανάληπτος Ντράγκος, όμως, δεν τον είχε διαλέξει ούτε για το ταλέντο του στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα ούτε γιατί ήταν εγγαστρίμυθος. Τον είχε διαλέξει γιατί έκοβε το μυαλό του κι είχε το σπάνιο χάρισμα να καταλαβαίνει τι ήθελαν οι άνθρωποι γύρω του. «Περίμενε» φώναξε κι η Μαύρη Μοράνα κοντοστάθηκε, μα παρέμεινε αμίλητη. «Εσύ είσαι που σκότωνες τους άντρες του Σβάρογκ σ’ όλη τη διαδρομή, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. Η δολοφόνος ανασήκωσε τους ώμους της και, μ’ ένα τίναγμα του καρπού της, εκτόξευσε ένα ακόμη στιλέτο προς το μέρος του. Ο Βάλντεμαρ το έπιασε κι αυτό, αλλά ο Ελίας δεν ήταν βέβαιος για το κατά πόσο θα γλίτωνε από το επόμενο. Το ρομπότ είχε μόλις ξεμείνει από ελεύθερα χέρια. «Ξέρουν τα δάση αυτά καλύτερα από μένα κι είχαν περισσότερες πιθανότητες να σας βρουν πρώτοι. Γιατί να διακινδυνεύσω να χάσω την αμοιβή;» Η φωνή της ήταν ψυχρή κι επίπεδη. «Ωραία. Χαίρομαι που είσαι πρακτική και, πάνω απ’ όλα, επαγγελματίας» είπε ο Ελίας. Η Μοράνα σήκωσε ένα φρύδι. Τράβηξε από τη ζώνη της ένα μακρύ, λεπτό κι ελαφρώς κυρτό σπαθί. «Δεν θες να μας σκοτώσεις, αλήθεια σου λέω» συνέχισε βιαστικά. «Αν με αφήσεις, θα σου εξηγήσω γιατί». «Μίλα» ξεφύσηξε απηυδησμένη. Ο Ελίας έβαλε το χέρι του στην τσέπη και, αργά, τράβηξε έξω μια μικρή καρφίτσα και της την έδειξε. «Τούτη η καρφίτσα είναι η ψυχή του Σβάρογκ. Δεν το ’χω σε τίποτα να τη σπάσω εδώ και τώρα αν πας να μας επιτεθείς. Αλλά, έτσι, κι εσύ θα χάσεις τα λεφτά σου κι εγώ τη ζωή μου. Ο Βάλντεμαρ δεν θα πάθει τίποτα τρομερό, αλλά θα χάσει εμένα και μετά δεν θα έχει κανένα να λαδώνει τις αρθρώσεις του. Οπότε, δεν συμφέρει κανέναν. Πήγαινέ μας στο Σβάρογκ σώους και αβλαβείς και σου ορκίζομαι ότι θα κερδίσουμε όλοι. Τι προτιμάς; Το σίγουρο κέρδος ή το ρίσκο;» Η Μαύρη Μοράνα τον παρατήρησε για λίγο προσεκτικά, παίζοντας με το σπαθί της. Και μετά του απάντησε. 4. «Θα μας σκοτώσει, το ξέρεις» ψιθύρισε ο Βάλντεμαρ στο αφτί του την ώρα που η Μοράνα μετρούσε τα νομίσματά της. «Είμαστε εντάξει» είπε, τελικά, στο Σβάρογκ. «Καλή τύχη, αγόρια» τους πέταξε αδιάφορα, κλείνοντας πίσω της την πόρτα καθώς έβγαινε. «Όλα είναι υπό έλεγχο» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Ελίας, αλλά το ρομπότ δεν φάνηκε να καθησυχάζεται ιδιαίτερα. Ή, ίσως, να ήταν ο δικός του φόβος αυτό που έβλεπε να καθρεφτίζεται στο μεταλλικό πρόσωπο του συντρόφου του. Ποιον πάω να κοροϊδέψω; σκέφτηκε. Εδώ θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας. Ή τα γρανάζια μας. Τέλος πάντων. Ο Σβάρογκ καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του και κάπνιζε ένα πούρο τόσο μακρύ και παχύ που ο Ελίας απορούσε αν ήταν πράγματι πούρο ή αν είχε κλέψει το μπουρί από τη σόμπα κανενός καημένου. Ένα κάλυμμα έκρυβε το αριστερό του μάτι και το κάτω μέρος του ίδιου αφτιού ήταν κομμένο. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κρανίο του και το παχύ μουστάκι του κινήθηκε σαν κάμπια όταν τα χείλη του άνοιξαν για να αποκαλύψουν χρυσά δόντια. «Μου χρωστάς λεφτά, κύριε προφήτη» είπε κι η φωνή του ήταν ο πιο ευχάριστος ήχος μέσα στο καταγώγιο που εκτελούσε χρέη αποθήκης, καπηλειού, πορνείου και άντρου επιχειρήσεων ταυτόχρονα. Ο Ελίας ξεροκατάπιε. Αυτό είναι, είπε στον εαυτό του. Η στιγμή της αλήθειας. Εδώ μαθαίνεις αν είσαι στ’ αλήθεια τόσο καλός όσο πίστευε ο Ντράγκος. Ίσιωσε τους ώμους του, κοίταξε το Σβάρογκ στα μάτια και του χάρισε ένα ευχάριστο χαμόγελο. Άπλωσε το χέρι του κι άφησε μια καρφίτσα πάνω στο γραφείο, ανάμεσά τους. Καπνός βγήκε απ’ τα ρουθούνια του Βάλντεμαρ δίπλα του – σημάδι ότι μάλλον δεν πίστευε στα μάτια του. Ο Σβάρογκ τον κοίταξε απορημένος. «Τι ψυχή μπορεί να έχει μια καρφίτσα, αναρωτιέμαι» σχολίασε ο Ελίας και, με μεγάλη του ευχαρίστηση, είδε το μεγαλόσωμο άντρα απέναντί του να πανιάζει. Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Αυτή, βέβαια, δεν είναι η πραγματική καρφίτσα» έσπευσε να διευκρινίσει. «Η πραγματική καρφίτσα βρίσκεται στα χέρια μιας κοινής μας γνωστής, η οποία δεν θα διστάσει να τη σπάσει στα δυο αν κάτι μας συμβεί. Στο ταξίδι μας ως εδώ ανέπτυξε μια, ας πούμε, ιδιαίτερη σχέση με το μηχανικό μου φίλο και, μάντεψε, μόλις την άφησες να φύγει». Φυσικά, η καρφίτσα βρισκόταν ασφαλής πίσω στο καλύβι της Βάβως, αλλά ο Σβάρογκ δεν θα δίσταζε να σφάξει την ίδια του τη μάνα, πόσο μάλλον μια ανυπεράσπιστη γριούλα. Τουλάχιστον, η Μαύρη Μοράνα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. «Τι θες;» ρώτησε παγερά ο Σβάρογκ, συγκρατώντας μετά βίας την οργή του. Ο Ελίας ανασήκωσε τους ώμους. «Να μας αφήσεις ήσυχους και να μην ασχοληθείς ποτέ ξανά μαζί μας. Και τα διπλά απ’ όσα έδωσες στη Μαύρη Μοράνα. Αποζημίωση για ψυχική οδύνη, καταλαβαίνεις». Ο Σβάρογκ γρύλισε κάτι ακατάληπτο και του πέταξε ένα πουγκί. Ήταν το πιο ευχάριστο κουδούνισμα που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του ο Ελίας. «Και τώρα εξαφανιστείτε από μπροστά μου, πριν το μεταν…» Δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει. Οι δυο σύντροφοι έγιναν καπνός προτού καλά-καλά προλάβει να τελειώσει τη φράση του. Σταμάτησαν να τρέχουν τρεις δρόμους παρακάτω. Ο Ελίας έγειρε σ’ έναν τοίχο, παλεύοντας να πάρει ανάσα. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε γελώντας. «Γυναίκες για μένα και λάδι για σένα!» Ο Βάλντεμαρ τον κοίταξε απαθής. «Όχι. Αυτό σημαίνει πως αν ο Σβάρογκ μάθει ποτέ ότι του είπες ψέματα, θα μας κυνηγάει κι αυτός κι η Μοράνα». Αλλά ο Ελίας δεν σκόπευε να αφήσει τίποτα να χαλάσει τη χαρά του. «Λεπτομέρειες» είπε πρόσχαρα και κίνησε για το κοντινότερο χάνι. «Κάνεις λάθος. Λεπτομέρειες είναι πράγματα ήσσονος σημασίας τα οποία…» ξεκίνησε να λέει ο Βάλντεμαρ. «Ακριβώς. Λεπτομέρειες» τον έκοψε ο Ελίας. «Σήμερα δεν πρόκειται να μας κυνηγήσει κανείς και μια μέρα που δεν σε κυνηγάει κανείς είναι μια καλή μέρα». Ο Βάλντεμαρ δεν ήταν βέβαιος ότι κατανοούσε το συλλογισμό, όμως δεν μπορούσε να διαφωνήσει με το νόημά του. Παραιτήθηκε, λοιπόν, από την προσπάθεια κι ακολούθησε τον Ελίας. Άλλωστε, είχε δίκιο˙ οι αρθρώσεις του πράγματι χρειάζονταν λάδωμα. Το σεντούκι, η μάγισσα και η καρφίτσα.doc 5 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted February 5, 2015 Share Posted February 5, 2015 Κατέβασα να διαβάσω με την ησυχία μου. Το λιοντάρι η μάγισσα και η ντουλάπα, μου χτύπησε καμπανάκι....αλλά μάλλον με περιμένουν άλλου είδους εκπλήξεις! Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted February 7, 2015 Share Posted February 7, 2015 Μου άρεσε πολύ! Αυτό που θέλει να κάνει, δηλαδή να διασκεδάσει, το κάνει και με το παραπάνω. Καταρχάς, μπράβο για το πώς συνδύασες τα στοιχεία που χρησιμοποίησες για το παιχνίδι, το πώς τα αξιοποίησες και τα έκανες δικά σου (όλα όμως!) Σχόλια: Καλογραμμένο, όπως μας έχεις συνηθίσει, αυτή τη φορά με εντονότερο το χιούμορ (καλό το σημείο με τη μασέλα). Μου άρεσαν πολλά στοιχεία και το πώς αξιοποιήθηκαν - πολύ ενδιαφέροντα τα "εμβόλιμα σημεία" του παρελθόντος (η εύρεση του αυτόματου κι η εξήγηση για τη λέξη ρομπότ, το παρελθόν του Ελίας στον "θίασο"), πολύ έξυπνη ιδέα (πολύ όμως!) ο προφήτης με τα 3 κρανία (θέλω κι άλλες του προφητείες, επειγόντως), ενδιαφέροντες οι διάλογοι, καθώς και η κοσμοπλασία. Κι όπως πάντα, κάτι που με χαροποιεί, δεν αρκείσαι στο να πεις μια ιστορία, αλλά κάνεις κι ένα σχόλιο (κάτι που για μένα είναι σχεδόν πάντα θετικό), έστω και πολύ μικρό αυτή τη φορά - αναφέρομαι στην εικόνα της γυμνής μάγισσας. Για ζητήματα βελτιώσεων δυσκολεύομαι να βρω κάτι μεμπτό. Ίσως να ήθελα πιο μειωμένη την προφορά της Βάβως (great choice το όνομα), καθώς σε σημεία έβγαινα από τη ροή και προσπαθούσα να τα προφέρω (π.χ. "«Πφρόβλημφα»;" το δεύτερο φ με δυσκολεύει πολύ στην προφορά, δεν το έχω συνηθίσει κιόλας στα ελληνικά να ακούγεται έτσι. Επιπλέον, το ερωτηματικό καλό είναι να μπαίνει μες στα εισαγωγικά, εφόσον χρωματίζει τη φράση που προφέρεται) Επίσης συμβαίνουν πολλά, για τόσο μικρό μέγεθος. Αυτό δεν με χάλασε καθόλου, απεναντίας το έκανες να δουλέψει μια χαρά, απλώς το αναφέρω ως κάτι που μπορεί κάποιος άλλος αναγνώστης να σχολίαζε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι την απόλαυσα κι ότι θέλω σύντομα κι άλλες ιστορίες στον κόσμο αυτό (πρίκουελ, σίκουελ), εφόσον έχεις κατά νου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted February 7, 2015 Author Share Posted February 7, 2015 Ευχαριστώ! Πέρασα κι εγώ πολύ καλά γράφοντάς τη. Funny fact, όντως η λέξη ρομπότ έχει αυτήν την προέλευση, αλλά από πραγματική γλώσσα, τα τσέχικα. Το ίδιο και το όνομα Μοράνα, από τα ρουμάνικα. Έχω ιδέες για ένα πρίκουελ με το πώς κατέληξαν ο Ελίας και ο Βάλντεμαρ να φύγουν από το θίασο και ένα σίκουελ όπου θα εμφανίζεται πάλι η Μαύρη Μοράνα και θα τους "ζητάει" να τη βοηθήσουν σε μια δική της δουλειά. Για την προφορά έχεις ένα δίκιο, μπορούν να κοπούν κάποια φ και να είναι πιο ευκολοδιάβαστο. Όσο για το μέγεθος, στην αρχή είχα 300 λέξεις παραπάνω, αλλά έκοψα λόγω παιχνιδιού. Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, βέβαια, απλά fluff παραπάνω. Νομίζω πως αν κάτι θα ήθελα να προσθέσω θα ήταν μια κάπως πιο έντονη σκηνή δράσης στο τρίτο μέρος, με τη Μαύρη Μοράνα και το ρομπότ για να αναπνεύσει και λίγο το κείμενο από πλοκή. Ίσως και κάποιες εξηγήσεις για το πώς βρέθηκε στο σεντούκι η ψυχή του Σβάρογκ. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 8, 2015 Share Posted February 8, 2015 Δεν έχω να σου πω τίποτα άλλο από το ότι μου άρεσε. Είναι ένα αληθινό sword and sorcery διήγημα! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted February 10, 2015 Share Posted February 10, 2015 Α, τι πλάκα που είχε! Μία μέρα που δεν σε κυνηγάει κανείς είναι μία καλή μέρα! Το μπουρί της σόμπας κανενός καημένου! Ακόμη γελάω! Αταλάντη το καταφχαριστήθηκα! Μπράβο σου! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 11, 2015 Share Posted February 11, 2015 Πολύ καλό ήταν. Είχε απ' όλα: και δράκους και δράση και μάγισσες και αξιοποίηση των δύσκολων στοιχείων που έδινε ο Morfeas με τρόπο ουσιαστικό κι όχι απλά προσχηματικό. Και, φυσικά, είχε χιούμορ. Πολύ και σε κατάλληλα σημεία και δόσεις ώστε να εμπλουτίζει την ιστορία χωρίς να μας κάνει να ξεχνάμε ότι κάπου υπάρχει και ο στόχος να ειπωθεί μια ολόκληρη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Το κείμενο είναι ολοκληρωμένο -οι τέσσερις χιλιάδες λέξεις ήταν ένα καλό όριο για να μπορεί να αναπνέει η ιστορία και να εξελίσσεται ομαλά. Να πω ότι μου άρεσε πολύ εκείνο ο ιερό γρασίδι, και ότι με έφτιαξε πραγματικά εκεί που διάβασα για τους Τεχνομάντες. Πω πω! Τέλεια ιδέα! Πολύ θα ήθελα να έβλεπα και μερικές άλλες "μηχανές" τους στο ίδιο setting. Μια μικρή παρατήση για τη δεύτερη παύλα εκεί που γράφεις κάτι ανάμεσα σε παύλες. Για να φαίνονται και οι δυο ίδιες και να έχεις καλύτερη εικόνα κειμενου, εγώ έχω βρει ότι κάνει τη δουλειά ο συνδυασμός πλήκτρων Control και πλην (ctrl+-) (Αλλά όχι το πλην από την πάνω γραμμή του πληκτρολογίου, το πλην από το διπλανό pad των αριθμών). Τώρα, αν δεν έχεις τέτοιο, σε περίπτωση που έχεις πληκτρολόγιο πιο μικρό, μπορείς να αφήνεις ένα κενό μετά τη λέξη, να βάζεις την παύλα κι εκεί που θα πας να γράψεις την επόμενη λέξη θα γίνεται αυτόματα μεγαλύτερη και όπως και η πρώτη και μετά μπορείς να επιστρέψεις πίσω να σβήσεις το κενό. (Ή πιο απλά, να κάνεις copy-paste τη μεγάλη). Αυτό φυσικά είναι μια λεπτομέρεια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted February 12, 2015 Author Share Posted February 12, 2015 Χαίρομαι αφάνταστα που σας άρεσε, παιδιά, κι ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια, πραγματικά ανυπομονώ να γράψω κι άλλες ιστορίες με τα αγόρια. Έχω διάφορα πράγματα υπόψην και πρέπει να στρωθώ να το κάνω, αλλά λίγο πολύ η ιδέα είναι η εξής: -μια ιστορία για τον Ελίας και το παρελθόν του στο θίασο -μια ιστορία για το Βάλντεμαρ και πώς κατέληξε στα σκουπίδια -μια ιστορία για το πώς οι δυο τους έφυγαν από το θίασο του Ντράγκος -μια ιστορία μετά απ' αυτήν, που η Μαύρη Μοράνα θα εμφανίζεται και πάλι -μια ιστορία επίσης μετά απ' αυτήν, που θα σώζουν ένα δράκο από μια πριγκίπισσα (όχι, δεν διαβάσατε λάθος). Τώρα δεν ξέρω με τι σειρά ακριβώς θα τις γράψω, αλλά το μυαλό μου είναι να σκάσει από ιδέες 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted February 12, 2015 Share Posted February 12, 2015 Χαίρομαι αφάνταστα που σας άρεσε, παιδιά, κι ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια, πραγματικά ανυπομονώ να γράψω κι άλλες ιστορίες με τα αγόρια. Έχω διάφορα πράγματα υπόψην και πρέπει να στρωθώ να το κάνω, αλλά λίγο πολύ η ιδέα είναι η εξής: -μια ιστορία για τον Ελίας και το παρελθόν του στο θίασο -μια ιστορία για το Βάλντεμαρ και πώς κατέληξε στα σκουπίδια -μια ιστορία για το πώς οι δυο τους έφυγαν από το θίασο του Ντράγκος -μια ιστορία μετά απ' αυτήν, που η Μαύρη Μοράνα θα εμφανίζεται και πάλι -μια ιστορία επίσης μετά απ' αυτήν, που θα σώζουν ένα δράκο από μια πριγκίπισσα (όχι, δεν διαβάσατε λάθος). Τώρα δεν ξέρω με τι σειρά ακριβώς θα τις γράψω, αλλά το μυαλό μου είναι να σκάσει από ιδέες Ελπίζω ειλικρινά να διωχθεί ποινικά η πριγκίπισσα μετά για σεξουαλική παρενόχληση εις βάρος του δόλιου ζώου..... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted February 12, 2015 Author Share Posted February 12, 2015 Ελπίζω ειλικρινά να διωχθεί ποινικά η πριγκίπισσα μετά για σεξουαλική παρενόχληση εις βάρος του δόλιου ζώου..... Αχαχαχαχαχ! Όχι ακριβώς αυτό που έχω στο μυαλό μου, αλλά ενδιαφέρουσα ιδέα κι αυτή! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 23, 2015 Share Posted May 23, 2015 (edited) Τουμπανο η ιστορια. Χορταστικη και πλούσια. Καταπληκτική ιδέα, άψογη εκτέλεση και ωραία γλώσσα. Μου άρεσε ο τροπος που σκιαγραφεις τους χαρακτήρες σου και μέσα απο τις ιστορικές τους ανάδρομες και μέσα απο τον τροπο ομιλίας και συμπεριφορας τους. Π.χ. ο μηχανικός τροπος που μιλά το ρομπότ ή ο φαφουτικος της γριάς μάγισσας. Είχε αγωνία, πλοκή, ανατροπή χωρίς να ξεφεύγει απο τη γραμμικότητα. Ίσως λίγο να με μπέρδεψαν τα πολλά ονόματα που έχει το κείμενο αλλά χωρίς να με χαλάσει ιδιαίτερα. Γενικα ταιριαξες όμορφα τις επιλογές που σου δόθηκαν σε μια δυνατή ιστορία. Μπράβο σου. Edited May 23, 2015 by gismofbi 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted May 24, 2015 Author Share Posted May 24, 2015 Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, χαίρομαι που σου άρεσε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ballerond Posted April 19, 2018 Share Posted April 19, 2018 Απολαυστικό sword and sorcery, με πολύ όμορφο χιούμορ και στις σωστές δόσεις. Πολύ ευδιάκριτοι και συμπαθείς χαρακτήρες, ο καθένας στο πόστο του με κορυφαίο φυσικά, για εμένα, το ρομπότ (ειδικά στο σημείο που τον ρώτησε ο Ελίας τι είπε ο δράκος πριν πεθάνει). Το παιχνίδι πάνω στο οποίο βασίστηκε δεν το ξέρω, αλλά όπως και να χει σαν πλοκή ή ιδεά δε με δυσκόλεψε καθόλου. Είχε αρκετά πράγματα (τα οποία έμειναν ανεκμετάλλευτα) αλλά και περισσότερα τα οποία εξηγήθηκαν και με κάλυψαν. Πολύ ωραία η εναλλαγή των κεφαλαίων - αφήνοντας τεχνηέντως ένα κομμάτι εκτός το οποίο το καταλαβαίνουμε μόνοι μας. Ίσως στο τέλος ο Σβάρογκ πείθεται αρκετά εύκολα, θα περίμενα εκεί λίγο περισσότερο διάλογο, αλλά ήταν αρκετά πειστικό το επιχείρημα του Ελίας. Μία απορία: Γιατί πίνει νερό ο Βάλντεμαρ; Δεν κινδυνεύει να σκουριάσει; Θεωρώ ότι λάδι έπρεπε να πιει (εκτός κι αν εγώ δεν κατάλαβα κάτι). Κατά τα άλλα πάντως, το χάρηκα πάρα πολύ! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted April 19, 2018 Author Share Posted April 19, 2018 Το αγαπώ πολύ αυτό το ιστοριάκι και πραγματικά χαίρομαι που αρέσει ακόμη. Σ' ευχαριστώ πολύ-πολύ για την ανάγνωση και τα σχόλια. Ο Βάλντεμαρ πίνει νεράκι γιατί είναι υδραυλικό αυτόματο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.