Nienor Posted February 6, 2015 Share Posted February 6, 2015 Όνομα Συγγραφέα: ΚιάραΕίδος: επιστημονική φαντασία - κοντινό μέλλονΒία; ΜπαΣεξ; ΜπαΑριθμός Λέξεων: 5.247Αυτοτελής; ναιΣχόλια: Το διήγημα το διορθώσαμε στο 24ο εργαστήριο της ΑΛΕΦ, το ξαναματαδιορθώσαμε με την Βάσω Tiessa για να το παρουσιάσουμε.Αρχείο: Κοινός χρόνος_τελικό.doc Κοινός χρόνος Ώρα θανάτου 20:22. Η καρδιά του γιου σου χτυπά τώρα δυνατή στο στήθος ενός δεκαεφτάχρονου κοριτσιού. Τα νεφρά καθαρίζουν το αίμα ενός νεαρού δασκάλου και μιας μεσήλικης μάνας τριών ανήλικων παιδιών. Το συκώτι πήγε σε έναν οδοντίατρο, που βεβαίως δεν ήταν ποτέ αλκοολικός. Τα μάτια, το δέρμα, μέρη από το σκελετό, σε ανθρώπους με μεγάλη ανάγκη. Ώρα θανάτου 20:22. Πολλά χρόνια πριν από τη λήξη του χρόνου στο ρολόι ζωής του, χρόνια που μοιράστηκαν σε πολλά άλλα ρολόγια που κανείς μας δεν ξέρει πότε θα σταματήσουν. Οι προγραμματιστές που ασχολούνται με το λογισμικό δεν είναι μάγοι, και ο χρόνος είναι γραμμικός αλλά και πολύ σχετικός. Ο χρόνος είναι ζωή. *** Τα μάτια μου είναι γαλανά. Υποθέτω πως αυτό συμβαίνει όταν είμαι ξύπνια γιατί όταν τα βλέφαρα μου κλείνουν για να κοιμηθώ τότε κανείς δεν μπορεί να δει το χρώμα των ματιών μου και να το θαυμάσει. Κάποτε θα κλείσουν μια και καλή και κανείς δε θα θυμάται τι χρώμα είχαν. Τώρα όμως, ακόμα, τα μάτια μου είναι γαλανά οπότε είμαι ξύπνια γιατί η ευχαρίστηση που της προσφέρουν μυρίζει κανέλλα· ίσως και λίγο σαν γαλατόπιτα, χωρίς σιρόπι· δε σε λιγώνει, να γι’ αυτό. Κάθε που είναι εκείνη εδώ, όταν ανοίγουν τα μάτια μου, το δωμάτιο γεμίζει πόνο. Γιατί, κορίτσι μου; Η φωνή μου ήταν λεπτή –ψιλή ίσως; – και όμορφη, πήγαινα σε ένα ωδείο θυμάμαι, μπορεί να ήτανε κι ένας αιώνας πριν, μπορεί μόλις λίγα λεπτά, έχουν περάσει πολλά συναισθήματα από τότε μα τούτα αλλάζουνε γρήγορα, σ’ ένα πετάρισμα των βλεφάρων που λένε, έτσι; Τώρα αυτή έχει φύγει γιατί η κανέλλα ξεθώριασε λίγο. Πολύς συνωστισμός σήμερα εδώ μέσα, μπαίνετε βγαίνετε, είσαστε κι αγχωμένοι, λίγο μόνο αλλά τη νιώθω τη στιφάδα εκεί πίσω από τις τρίχες στο σβέρκο σας που ιδρώνουνε βρώμα. Ποτέ δε μου άρεσε η μυρουδιά του άγχους κι όταν είσαστε πολλοί οι μυρωδιές ανακατεύονται οικτρά, είναι πάρα πολύ δύσκολο να σας ηρεμήσω όλους. Άσε που άμα τα καταφέρω θα με ξανακοιμήσετε. Βρε πριτς! Όχι, δε θα σας μυρίζω τίποτα, θα κάνω την πάπια. *** Στάθηκε δίπλα μου για λίγα δευτερόλεπτα καθώς περιμέναμε να ανάψει το φανάρι, να σταματήσει την κυκλοφορία και να περάσουμε απέναντι. Κοιταχτήκαμε για μια μόνο στιγμή στα μάτια, κι εκείνος μου χαμογέλασε. Όχι συγκαταβατικά, όχι αποτρεπτικά. Μου χαμογέλασε με έναν ζεστό τρόπο, τρυφερό, σχεδόν στοργικό. Είχε τα μάτια σου, γαλανά σαν τον ουρανό με βλέμμα διαπεραστικό. Δεν ανταπέδωσα παρά μόνο με ένα ανεπαίσθητο καταφατικό νεύμα. Μα αν μου είχε ζητήσει να βγούμε ραντεβού θα είχα δεχτεί· και τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Δεν ήμουνα μαθημένη στη ζεστασιά και ίσως το χαμόγελό του να με τρόμαξε λίγο, σαν να με ξύπνησε απότομα. Πάντως η καρδιά μου χοροπήδησε μέσα στο στήθος μου και προχώρησα στη διάβαση πιστεύοντας πως το φανάρι είχε ανάψει πράσινο για τους πεζούς. Τώρα πια δεν είμαι τόσο σίγουρη. Τώρα πια δεν ξέρω αν πρώτα άναψε το φανάρι και έπειτα έκανα το πρώτο βήμα επάνω στη διάβαση ή αν πρώτα το έκανα και ίσως αρκετή ώρα μετά να άναψε το φανάρι. Πάντως, πράσινο ή κόκκινο, το λεωφορείο δεν πρόλαβε να σταματήσει, εγώ δεν πρόλαβα να το δω. Μια ώθηση στην πλάτη μου με πέταξε ένα μέτρο μακριά, ένας οξύς πόνος στον αγκώνα και πρόλαβα να δω τον άντρα, που μια μόνο στιγμή πριν μου είχε χαμογελάσει, να παρασύρεται από το λεωφορείο. Το πρόσωπό του χτύπησε στη λαμαρίνα, ο ώμος του στην άσφαλτο· το σώμα του σε μια λάθος γωνία. Θυμάμαι τις φωνές των περαστικών, θυμάμαι και τις σειρήνες των ασθενοφόρων. Στα επείγοντα, καθώς οι τραυματιοφορείς είπαν πως έπεσε μπροστά στο λεωφορείο για να σώσει τη ζωή μου, θεώρησαν πως ήμασταν μαζί. Τον μετέφεραν με το φορείο κατευθείαν στο χειρουργείο. Με ρώτησαν το όνομά του για να του κάνουν εισαγωγή. Εγώ απλά τους κοιτούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελαν από μένα. Με ρώτησαν αν είμαι στενός συγγενής και ίσως έγνεψα, με ρώτησαν αν είναι ο σύζυγός μου και έγνεψα ξανά· καταφατικά. Δεν απαντούσα, ήθελα απλώς να τους δώσουν να καταλάβουν πως οι λέξεις που μου έλεγαν μόλις είχαν αρχίσει να βγάζουν νόημα. Μα η νοσοκόμα που συμπλήρωνε τη φόρμα αισθάνθηκε πως πήρε την απάντησή της και μας καταχώρησε σαν συζύγους. Ύστερα από λίγο μου έδωσαν τα πράγματά του: τα ρούχα του, το ρολόι ζωής, την ηλεκτρονική του ταυτότητα. Κοίταξα το ρολόι του και έγραφε σαράντα τρία, οχτώ, τέσσερα, δεκαεφτά και είκοσι έξι. Ξέσπασα σε γέλια τόσο δυνατά που τράνταξαν το κορμί μου κι έκαναν τον αγκώνα μου να πονέσει τόσο πολύ που ταυτόχρονα δάκρυα μούσκεψαν το πρόσωπό μου. Μου έκαναν κι εμένα εισαγωγή και μάλλον ηρεμιστική ένεση. Θεώρησαν πως βρισκόμουν σε σοκ· από το ατύχημα και τον πόνο. *** Α! Να ’σαι πάλι. Είσαι όμορφη εσύ, πόσο θα θελα να με αγγίξεις! Όχι ότι νιώθω τίποτα, αλλά να, εσύ νιώθεις και επειδή νομίζεις ότι νιώθω κι εγώ – όχι, όχι ψέματα, ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι δε νιώθω απολύτως τίποτα, αλλά δε μπορείς να τα κουμπώσεις, ρε παιδί μου, στο μυαλό σου, να καταλάβεις πως αυτά που δε νιώθω εγώ τα μυρίζω σε ’σένα. Γιατί εσύ νιώθεις. Ω! Ναι! Νιώθεις πολύ. Νιώθεις δυνατά. Νιώθεις με τα μάτια σου, νιώθεις με τη μύτη και τα χέρια και τα αυτιά σου. Και είσαι λυπημένη, τόσο πολύ λυπημένη. Αλλά ξέρεις τι σκέφτομαι και θέλεις να με αγγίζεις. Όχι για σένα, για μένα το θες γιατί άμα με αγγίζεις μυρίζεις κόκκινο, σα γαρύφαλλο ένα πράγμα, ντροπαλό και κόκκινο. Και μυρίζεις τόσο όμορφα! Τόσο πολύ, τόσο εξαιρετικά, τόσο καθηλωτικά όμορφα! Χα χα χα, καθηλωτικά. Βέβαια. Να τώρα, σοβαρέψατε πάλι. Πάει το γαρύφαλλο, τούτο εδώ μοιάζει με κύμινο, είναι στυφό. Προσοχή, ενδιαφέρον και ολίγη στυγνή αδιαφορία. Ε, λοιπόν, ασχολούνται με το τι σκέφτηκα τώρα. Το ξέρω. Αυτό γίνεται κάθε φορά, άμα μπαίνει μέσα αυτή κι αρχίζουνε να μυρίζουνε όλα χρωματιστά, αμέσως μετά πιάνει το κύμινο, ίσως και λίγη αγριαψιαθιά. Και φόβος, στεγνός. Όχι, όχι μην το πας εκεί, ξέρουνε πάρα πολύ καλά ότι σκέφτηκες τον φόβο και να τος κατευθείαν επάνω τους. Άλλο θέμα. Στην αρχή, αν υποθέσουμε πως υπήρχε μία, θυμόμουν τα χρώματα, τις γεύσεις, τις υφές. Δηλαδή, όταν λέμε τα θυμόμουνα, ε, τα θυμόμουνα πιστεύω σωστά. Δηλαδή… δηλαδή κοίτα, νομίζω πως το μπαμπάκι άμα το χάιδευες ήτανε αφράτο κι απαλό. Τώρα θυμάμαι τις λέξεις, αφράτο κι απαλό, αλλά να, τα ακροδάχτυλά μου –όπου κι αν βρίσκονται– δεν τις νιώθουνε. Θυμάμαι πως ανατρίχιαζε το δέρμα της πλάτης του άντρα μου όταν τον ακουμπούσα… όχι, όχι δε θυμάμαι, μύριζε χουζούρικο πόθο, μόνο τούτο θυμάμαι. Με μεθούσε τούτη η μυρωδιά, όχι σαν τη μυρωδιά του κρασιού, με ζάλιζε, αλλά όχι σαν βενζίνη ή σα φρέσκο χρώμα. Ήτανε όλα μαζί και τίποτα από αυτά. Μπορείς να περιγράψεις πράγματα με τις μυρωδιές, μα όχι με τις λέξεις. Να, τούτο είναι για σας, έτσι μυρίζει ο πόθος, καταλάβατε; Όχι, σαν κι εκείνο εκεί που φτιάξατε τις προάλλες που έμοιαζε σαν κάτι να σάπισε στο ψυγείο και να μην το πετάξατε. Εκείνο ήτανε γλυκερό και σάπιο, ενώ τούτο δω. Το νιώθετε το ξέρω. Μα, γιατί; Γιατί πρέπει να κοιμηθώ τώρα; Αφού- *** Όταν ξύπνησα, ο γενικός χειρουργός, που είχε αναλάβει τον γιο σου και “σύζυγό μου”, ο ορθοπεδικός και ο νευροχειρουργός που είχαν καλέσει ήρθαν να με ενημερώσουν για την κατάστασή του. Είχε ένα εκτεταμένο επισκληρίδιο αιμάτωμα στην περιοχή του οπίσθιου κρανιακού βόθρου, για το οποίο η καλύτερη αντιμετώπιση θα ήταν να περιμένουμε να απορροφηθεί, και στην έσχατη περίπτωση που ο οργανισμός του δε θα το αντιμετώπιζε και θα κινδύνευε ήδη η ζωή του θα έπρεπε να χειρουργηθεί, μια επέμβαση από την οποία επίσης ίσως και να μην επιβίωνε. Είχε ακόμη μερικά σπασμένα πλευρά, ένα σπασμένο χέρι κάτω από τον ώμο που έφτιαξαν με προσθετικό, μια ρωγμή στη λεκάνη κι έναν στραμπουλιγμένο αστράγαλο. Οι ζωτικές ενδείξεις του ήταν σταθερές. Τους άκουγα να μου εξηγούν, χωρίς να χρησιμοποιούν ιατρική ορολογία, σαν να ήμουν όντως ασθενής, σύζυγος ασθενούς και άσχετη. Τους άφησα να τα πιστεύουν όπως ήθελαν. Είχα μόνο έναν νάρθηκα στο χέρι μου και μερικές μελανιές. Ο αγκώνας μου δεν πονούσε γιατί ήμουν παραγεμισμένη με παυσίπονα. Με άφησαν να σηκωθώ και να ντυθώ. Πήρα εξιτήριο και με οδήγησαν στο πρώτο υπόγειο, στο δωμάτιο της εντατικής όπου κειτόταν ξαπλωμένος. Μου είπαν πως μπορεί να ξυπνούσε σύντομα. Κάθισα δίπλα του, φόρεσα το ρολόι του στο ίδιο χέρι με το δικό μου. Ο χρόνος που μας απέμενε είχε εφτά λεπτά διαφορά. Βλέπεις εδώ: ακόμα τόσο έχει σαράντα τρία χρόνια, οχτώ μήνες, τέσσερις μέρες, δεκαεφτά ώρες και είκοσι έξι λεπτά γράφει το δικό του, δέκα εννέα το δικό μου. Το λογισμικό των ρολογιών ζωής μας πίστευε πως εγώ θα ζούσα εφτά λεπτά λιγότερο από εκείνον. Τα σταμάτησα και τα δύο εκείνη την ώρα. Εξάλλου, εκείνη που ήμουν εγώ προτού να γνωρίσω το γιο σου είχε πεθάνει ώρες πριν. Άσχετα που δεν το είχα καταλάβει ακόμη. Τους έδωσα τον αριθμό της ασφάλειάς μου για να καλύψω τις αξονικές, τα νοσηλευτικά και λοιπά έξοδα και των δυο μας. Εξάλλου δεν την είχα χρησιμοποιήσει ποτέ. Την ασφάλεια λέω. Η έρευνα ήταν μυστική, αλλά όταν οι κυβερνήσεις θέλουν να έχουν αποτελέσματα, ξέρουν πώς να κρατήσουν ευχαριστημένους τους εργαζομένους τους. Ειδικά αυτούς που μπορούν να τους αποφέρουν τα αποτελέσματα. Η ασφάλειά μου μπορούσε να καλύψει τα ιατρικά έξοδα μιας ολόκληρης τριτοκοσμικής πόλης. Κι ακόμα κι αν δεν έφτανε, ο λογαριασμός μου στην τράπεζα είχε μέσα ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο που θα χρειαζόμουν το χρόνο πολλών ανθρώπινων ζωών για να το ξοδέψω. Εξάλλου κοντεύω τα σαράντα, δεν έχω σχέση, δεν έχω παιδιά. Δεν είχα χρόνο. Το ρολόι μου μπορούσε να πιστεύει ό,τι ήθελε, γιατί οι κακοπληρωμένοι νεαροί προγραμματιστές που έφτιαξαν το λογισμικό δεν μπορούσαν να ξέρουν πως εγώ όλο αυτό τον άπλετο χρόνο που υποτίθεται πως θα ζούσα ακόμα θα τον ξόδευα παριστάνοντας πως είμαι μονάχα ένας εγκέφαλος που σκέφτεται. Ήμουν παγωμένη μέσα μου. Ήμουν παγωμένη μέχρι που μου χαμογέλασε ο γιος σου. Κι εκείνη τη μικρή στιγμή, τον ελάχιστο ανθρώπινο χρόνο που αυτός ο άντρας μου έδωσε απλόχερα, ίσως και να τον πλήρωνε με τη ζωή του. Γιατί; *** Είτε ονειρεύομαι είτε ξύπνησα. Θαυμασμός. Τον ξέρω αυτόν τον θαυμασμό: Τα μάτια μου είναι γαλανά. Τα μάτια μου είναι γαλανά. Τι σημαίνει αυτό; Είναι ανοιχτά. Είμαι ξύπνια. Δε θυμάμαι τη διαφορά, υπάρχει άραγε; Ναι, υπάρχει. Στα όνειρα τα πόδια μου περπατάνε, τα χέρια μου πιάνουνε, τα μάτια μου βλέπουνε. Στον ξύπνιο μου είναι όλα εκεί, μπορώ να τα μυρίσω, αλλά δεν κάνουνε τίποτα. Μόνο μυρίζουνε. Αυτή εδώ κοντά μου είναι θηλυκιά. Είναι αυτή που τη συμπαθώ. Η μυρουδιά της είναι απαλή, ανεπαίσθητη, οικεία: Φροντίδα. Λίγο πικάντικη, λίγο γαργαλιστική: Περιέργεια. Κάπου εκεί από πίσω διακρίνω ίσως και κάτι στυφό, επιτακτικό και παγωμένο, μα το κάνει πέρα. Το αρωματικό της αποτύπωμα μου είναι τόσο οικείο πια που είναι σαν την ξέρω χρόνια. Μήπως όντως σε ξέρω χρόνια; Είσαι καλό κορίτσι· ακόμα. Αλλά πού θα σας πάει, θα τη χαλάσετε και τούτη. Κάποτε είχα μια ζωή. Όχι ότι τώρα δεν έχω δηλαδή, υποθέτω πως ζωντανή είμαι ακόμα. Θα πόνταρα πως τουλάχιστον στον θάνατο θα δούλευαν όλες οι αισθήσεις μου. Αν και μπορεί να νομίζω πως είναι ένα όνειρο που δε θα τελειώσει ποτέ. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό, ότι όταν θα πεθάνω μπορεί να μην το ξέρω. Είχα ένα όνομα, σύζυγο, δύο παιδιά. Θυμάμαι πώς μύριζε ο γιος μου όταν τον πήρα για πρώτη φορά στην αγκαλιά μου: Καβουρντισμένο αμύγδαλο και σοκολάτα. Με είχε λιγώσει η μυρωδιά του. Με είχε λιγώσει η ευτυχία. Δεν ήξερα πως δε θα μου αφήσετε τίποτα, αν το ήξερα θα είχα κρατήσει κάθε στιγμή, έστω τις μυρωδιές που μπορώ ακόμα να θυμηθώ. Θα έπαιρνα ενισχυτικά μνήμης ή θα τα έγραφα και θα τα απομνημόνευα για να μπορώ να τα ανακαλέσω. Θα έκανα κάτι τέλος πάντων για να μπορώ να περάσω την ώρα μου μόνο με το μυαλό μου. Καλά, τώρα εδώ που τα λέμε, και να τα ήξερα πάλι τα ίδια θα έκανα. Τι δηλαδή, θα άφηνα το κοριτσάκι μου να πεθάνει; Θυμάμαι τη μυρωδιά που ’χαν τα δάκρυα του άντρα μου όταν μας το προτείνατε. Μπορεί να θυμάμαι και λίγο τη γεύση, την αλμύρα τους. Σκοτωνόσασταν τότε ακόμα για το αν υπάρχουνε αυτές οι φερομόνες ή όχι, ή για το αν δουλεύουνε στον άνθρωπο όπως στα μαμούνια. Ούτε που θυμάμαι κι ακριβώς. Είχα τα χρόνια του Χριστού, τριάντα τρία, θα με σηκώνατε στα τριάντα έξι. Τρία χρόνια. Τρία χρόνια και μπορεί να έχει περάσει μόνο το ένα, ή λίγες στιγμές ή καμιά δεκαριά χρόνια. Δεν έχει νόημα τούτη η ύπαρξη, δεν έχει τίποτα, κανέναν τρόπο να μετρήσω το χρόνο. Μυρίζω αλλιώς, και λοιπόν; Τα παιδιά μου μύριζαν αλλιώς κάθε στιγμή που περνούσε, το σώμα τους μεγάλωνε, το μυαλό τους δυνάμωνε. Του γιου μου η μυρωδιά ήτανε πάντα δυνατή και τρυφερή ταυτόχρονα. Της κορούλας μου ήταν πάντα ανακατεμένη με της αρρώστιας, όσο κι αν άλλαζε υπήρχε πάντα, εκεί πίσω, σταθερή και κρυμμένη αυτή η γλυκερή σαπίλα της αρρώστιας. Δύο χρονών ήταν το πουλάκι μου όταν άρχισε να στριφογυρίζει στον ύπνο του σαν τρελό. Πιανότανε ο ώμος της και είχε σχεδόν χάσει την αίσθηση της όσφρησης. Μυρίζαμε μαζί προηγουμένως, μαθαίναμε τις λέξεις μυρίζοντας τα πράγματα και, μόλις άρχισε να χάνει την αίσθηση της όσφρησης, αμέσως το είχα καταλάβει. Αλλά οι γιατροί δεν το είχαν ξανασυναντήσει, τουλάχιστον όχι σε τόσο μικρό παιδί. Νόσος του Πάρκινσον. Δεν έτρεμε όμως, όχι ακόμα. Όταν έγινε πέντε χρονών το βρήκε επιτέλους ένας καλός γιατρός, καθηγητής του πανεπιστημίου, ό,τι κι αν αξίζει αυτό. Μέχρι τότε μας λέγανε ότι πιάνεται το παιδί γιατί το αφήνουμε στα ρεύματα, ότι δεν κοιμάται καλά γιατί δεν κουράζεται αρκετά όλη την ημέρα και έχει συσσωρευμένη ενέργεια. Τρία χρόνια είχαμε γυρίσει όλους τους γιατρούς, όλες τις ειδικότητες, μόνο για να μας ρίχνουνε ευθύνες. Μα εμείς ξέραμε πως το παιδί όλη μέρα έπαιζε, εντάξει οι κινήσεις της ίσως ήταν λίγο πιο αργές από του γιού μου, αλλά είναι κορίτσι, πιστεύαμε απλώς πως είναι πιο ήσυχη, πιο συγκροτημένη. Αυτό δεν το είχαμε καν αναγνωρίσει σαν ένα από τα συμπτώματα. Και το πιάσιμο στον ώμο της θα μπορούσε να είναι επειδή έκανε απότομες κινήσεις στον ύπνο της, μα ήταν στο ίδιο σημείο, πάντα στον δεξή ώμο. Έλεγα στους γιατρούς ότι το ξέρω πως είναι άρρωστη γιατί στη μυρωδιά της υπάρχει κάτι λάθος και εκείνοι γελούσανε μαζί μου και με χτυπούσανε στον ώμο συγκαταβατικά. Μετά τον πρώτο χρόνο σταμάτησα τελείως να το λέω και περιοριζόμουνα στα συμπτώματα. Μόνο στον κύριο καθηγητή ο άντρας μου θεώρησε σωστό να το πούμε. Κι όταν εκείνος δε γέλασε, και μόνο με ρώτησε αν ήξερα πώς μυρίζουν η ντοπαμίνη ή ίσως η σεροτονίνη, ήξερα πως επιτέλους θα μαθαίναμε τι είχε το παιδί μας. Δυο μέρες μετά μου έδωσε να μυρίσω και με έβαλε να σκεφτώ πάρα πολύ καλά αν μύριζα τις ουσίες αυτές στην κόρη μου. Δε μπορούσε έτσι απλά να στείλει στο εργαστήριο να εξετάσουν ένα πεντάχρονο παιδί για τη νόσο του Πάρκινσον. Ήθελε να σιγουρευτεί, έστω και έτσι. Και παρέκαμψε ένα σύνολο από κανόνες για να κάνει τη διάγνωση. Μετά αρχίσανε οι πραγματικές στεναχώριες. Τα φάρμακα, ο εκφυλισμός στις νευρικές απολήξεις της, το τρέμουλο. Ξεκίνησε από το δεξί της χεράκι και, μέσα σε δυο χρόνια μόλις, είχε καταλάβει όλο το κορμί της. Βλέπεις, η κόρη μου γεννήθηκε με τη νόσο, κληρονόμησε τους συνδέσμους που υπάρχουν στον δικό μου εγκέφαλο, αυτούς με τους οποίους μπορώ να εκκρίνω όλα τούτα που σας βάζω να μυρίζετε, τη σύνδεση των νευρώνων της όσφρησής μου με τους ιδρωτοποιούς αδένες και την εκπνοή μου. Τα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου μου. Μόνο που εκείνη δεν μπορούσε να το χειριστεί και να μαθαίνει ταυτόχρονα, οπότε η μέλαινα ουσία της σταμάτησε να τροφοδοτεί με ντοπαμίνη το ραβδωτό σώμα του εγκεφάλου. Το κοριτσάκι μου ήτανε σαν ναρκωμανής από τα φάρμακα που έπαιρνε για να καθυστερήσει ο εκφυλισμός. Είχε όλα τα συμπτώματα που έχει κι ένα πρεζάκι που παίρνει κρυσταλλική μέθη: απώλεια μνήμης, καθυστέρηση αντίδρασης στα ερεθίσματα, αποχαύνωση. Και να πεις ότι κάνανε και τίποτα… Ο κύριος καθηγητής μας είχε πει πως αν το ξέραμε την ημέρα που γεννήθηκε ίσως να μπορούσαμε να σταματήσουμε τον εκφυλισμό. Μα πέντε χρόνια μετά, με το ρολόι ζωής της να μετράει μόλις άλλα οχτώ, το μόνο που μας έμενε ήτανε η κρυογενετική. Το είχαμε συζητήσει από τότε και δυο χρόνια μετά ακόμα ψάχναμε τα λεφτά και τον τρόπο να το κάνουμε. Ο νόμος επιτρέπει να καταψύξεις το κορμί σου όταν πεθάνεις, μα όταν το παιδί μας θα έφτανε το θάνατο θα ήταν πολύ αργά. Οι νευροδιαβιβαστές της θα ήταν εντελώς κατεστραμμένοι, δε θα υπήρχε καμία ελπίδα όταν θα την αποψύχανε να μπορούσαν να την κάνουν καλά, ακόμα κι αν είχε βρεθεί το σωστό φάρμακο μέχρι τότε γιατί απλά η αρρώστια θα είχε ήδη καταστρέψει ό,τι θα μπορούσε να καταστραφεί. Το αποφασίσαμε από την πρώτη στιγμή σχεδόν και αρχίσαμε τη δικαστική πάλη, να αποδείξουμε στο δικαστήριο ότι δε θέλουμε να σκοτώσουμε το παιδί μας, αλλά να του δώσουμε μια ελπίδα για να ζήσει. Δύο δάνεια πήραμε για να καταφέρουμε να ξεπληρώσουμε τους δικηγόρους, κι όταν η απόφαση είχε υπογραφτεί και μας επέτρεπε να καταψύξουμε το παιδί μας, τότε πια δεν είχαμε δεκάρα τσακιστή. Είχαμε υποθηκεύσει το σπίτι μας, είχαμε πουλήσει σχεδόν τα πάντα. Με τι θα πληρώναμε την κρυογενετική; *** Όταν με κάλεσαν στο ΦΕΡ, ερευνητικό κέντρο αποκλειστικά εξοπλισμένο για την έρευνα των φερομονών, είχα θεωρήσει πως τέτοιες ευκαιρίες έχεις μια μονάχα φορά σε ολόκληρη τη ζωή σου. Ήμουν τόσο χαρούμενη που η έρευνα μου είχε αναγνωριστεί, που το όνομά μου θα βρισκόταν δίπλα στα πιο τρανταχτά ονόματά του χώρου, που θα έπαιρνα μέρος σε μια τόσο σημαντική έρευνα ώστε δεν το σκέφτηκα στιγμή. Υπέγραψα το συμβόλαιο αορίστου και τις πολλές συμβάσεις εχεμύθειας ανάμεσα σε δυο ανάσες. Πίστευα πως ξαφνικά είχα γίνει κάποια, λες και προηγουμένως ήμουν ένα τίποτα, πίστευα πως ο χρόνος μου –ο υπέρογκα καλοπληρωμένος από δω και στο εξής χρόνος μου– θα γέμιζε με τα μυστήρια και τα θαύματα της σύγχρονης επιστήμης. Όταν βρέθηκα ανάμεσα στους κοιμισμένους ανθρώπους –τους απόλυτα υγιείς κοιμισμένους ανθρώπους που έδιναν μέρος από τη ζωή τους στην έρευνα– αντί να καταλάβω πως κάτι σε αυτή την κατάσταση είναι πολύ στραβό, αισθάνθηκα ανακούφιση αφού δεν ήμουν η μόνη που θα έδινα το χρόνο μου γι’ αυτό. Υπήρχαν τόσοι άνθρωποι που πίστευαν σε αυτή την έρευνα τόσο ώστε να κάνουν πραγματικά παύση στη ζωή τους για τρία χρόνια, να αδρανοποιήσουν όλες τις αισθήσεις τους εκτός από την όσφρηση, να μην ζουν, για να προχωρήσει αυτή η έρευνα που θα έσωζε ανθρώπινες ζωές και θα άλλαζε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία. Πώς; Δεν ρώτησα ποτέ. Όλα τα κείμενα, το προφίλ, η εικόνα του ερευνητικού κέντρου, τα χρήματα –τα πάρα πολλά χρήματα– η θέση, το κύρος, το όνομα, όλα ήταν φτιαγμένα έτσι που να με κάνουν να μην αισθάνομαι καμία ανάγκη να ξέρω τα “γιατί”. Πρώτη φορά τα σκέφτηκα τα “γιατί” όταν ανακάλυψα πως τα αποσμητικά χώρου σε όλους τους ορόφους του κέντρου, σε κάθε δωμάτιο, ακόμα και στις τουαλέτες και τα αποδυτήρια, ψέκαζαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ένα σκεύασμα με σεροτονίνη και θεοβρωμίνη που προκαλεί ενθουσιασμό. Είχα σκεφτεί πως ήμασταν τα ποντίκια στο ίδιο μας το πείραμα. Σε τι χρειαζόμασταν τον τεχνητό ενθουσιασμό; Άραγε δεν ήμασταν αρκετά ενθουσιώδεις από μόνοι μας; Το ξεπέρασα γρήγορα όμως, κυρίως επειδή δεν είχα χρόνο να σκεφτώ, αλλά τώρα πια ξέρω πως παρόλο που καμιά από τις δύο ουσίες δεν είναι βιολογικά εθιστική, ήμασταν όλοι εθισμένοι στα αποτελέσματα. Όμως, αργότερα, όταν ανέβηκα βαθμίδα και απέκτησα πρόσβαση στο ιστορικό των υποκειμένων, διέκρινα για πρώτη φορά το μοτίβο· το μεγαλύτερο μέρος των εθελοντών είχε παιδιά, συζύγους ή γονείς με ανίατες ασθένειες, πανάκριβα φάρμακα και θεραπείες παρηγοριάς που κόστιζαν εκατομμύρια. *** Ετούτο εδώ είναι άγριο. Πεινάει. Έχει γούνα και πεινάει. Και είναι μεγάλο, σίγουρα μεγάλο. Με βλέπει και με ορέγεται. Τι περιμένετε; Να τρομάξω; Χα χα χα, ξέρω πόσα λεφτά θα σας κοστίσω άμα με ταΐσετε σε τούτο δω. Δεν κουρκούτιανα τελείως, θυμάμαι κάτι λίγα ακόμα. Μυρίζω το μέταλλο, μυρίζω και τα κάγκελα. Βλάκες! Φτηνές αηδίες! Ταΐστε το ζωντανό, αφού του έχετε φέρει κρέας, μοσχάρι, μην το ταλαιπωρείτε. Εντάξει, καλή η προσπάθεια αλλά μην το βασανίζετε, είναι κρίμα. Και ξέρετε επίσης ότι κι αυτό με μυρίζει, έτσι; Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τρώγομαι γιατί εγώ ξέρω ότι δε θα με φάει και δεν του μυρίζω σαν φαγητό πια. Τούτο δω το ζωντανό είναι πιο έξυπνο από σας, ρε, δεν αμφισβητεί τις ίδιες του τις αισθήσεις. Να μπορούσατε τουλάχιστον να μου απαντάτε με κάποιο τρόπο. Άραγε αυτό το μηχανάκι τυπώνει λέξεις; Είναι δυνατόν να σας εμφανίζει τις σκέψεις μου με λέξεις; Σκέφτομαι άραγε λέξεις όλη την ώρα; Συμβαίνουν κι άλλα πράγματα ταυτόχρονα, εκεί, πίσω από τις λέξεις. Δεν ξέρω καν αν ξέρετε τι ακριβώς σκέφτομαι. Μπορεί να ξέρετε μόνο τι αισθάνομαι. Μωρέ, δεν πάει στο διάολο, εγώ θα κάνω ότι ξέρετε. *** Θυμάσαι τότε που φέραμε μια πεινασμένη τίγρη μέσα στο δωμάτιό σου; Είχες καταφέρει να πείσεις ένα από τα ανώτερα θηλαστικά πως δεν είσαι θήραμα μόνο με τις εκκρίσεις σου. Τότε ήταν που για πρώτη φορά λύσαμε τον γρίφο και φτιάξαμε μια πραγματική φερομόνη. Καταφέραμε να αναπαράγουμε την συγκεκριμένη φερομόνη με την οποία έπεισες το ζώο πως δεν είσαι τροφή. Και τότε ήταν που άρχισαν οι επιτυχίες, κι εγώ, ως υπεύθυνη για σένα, βρέθηκα στην κορυφή της πυραμίδας. Μέσα σε λίγους μήνες φτιάξαμε σκευάσματα που μπορούσαν να επηρεάσουν μεγάλες μερίδες πληθυσμού και μάλιστα φτάσαμε στο σημείο που περιμέναμε τις άδειες από τους κρατικούς φορείς για να ψεκάσουμε μια ολόκληρη πόλη. Αυτό ίσως θα έπαιρνε πολύ χρόνο, μα έτσι κι αλλιώς όλοι εμείς εκεί μέσα δεν τον καταλαβαίναμε να περνά. Είχα να βγω από το ερευνητικό κέντρο περίπου ένα ολόκληρο εξάμηνο. Τη μέρα που πήραμε την πρώτη προέγκριση, τότε ήταν που βγήκα, τότε ήταν που ο γιος σου μου έσωσε τη ζωή. Εκεί, στο αποκορύφωμα της καριέρας μου. Προτού να ξυπνήσει, καθόμουν στο πλάι του στην εντατική κι αισθανόμουν ευγνωμοσύνη και προσπαθούσα μ’ αυτήν να καταπολεμήσω το αίσθημα του λάθους που είχε δημιουργήσει μέσα μου η έρευνα. Ήξερα τώρα πως δεν επρόκειτο να δώσουν στους πολίτες να υπογράψουν συναίνεση για να τους ψεκάσουμε, πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση τα αποτελέσματά μας να χρησιμοποιηθούν ποτέ φανερά, πως οι κυβερνήσεις θα τα χρησιμοποιούσαν όπως εκείνες ήθελαν και πως όλο αυτό ήταν άλλο ένα μεγάλο παιχνίδι εξουσίας και εμείς απλά είχαμε δώσει το προβάδισμα στη δική μας χώρα. Τα ήξερα πια όλα αυτά, δεν τα υποψιαζόμουνα μόνο όπως τόσο καιρό πριν, τα ήξερα γιατί μας είχε έρθει η προέγκριση να αρχίσουμε να ετοιμάζουμε εξοπλισμό. Γι’ αυτό και είχα επιλέξει εκείνη την ημέρα να βγω έξω και να σταματήσω για λίγο να δουλεύω. Για να σταματήσω το χρόνο. Για να σκεφτώ. Μα ο γιος σου το έκανε πάρα πολύ δύσκολο γιατί οι σκόρπιες σκέψεις στο μυαλό μου, κάθε φορά που πήγαιναν να βγάλουν κάποια άκρη και να σχηματίσουν κάτι στέρεο ξεφούσκωναν σαν μπαλόνι και στη θέση τους έμενε εκείνο το ένα και μοναδικό χαμόγελο που μου χάρισε προτού να ριχτεί στο λεωφορείο για μένα. Υπήρχε ένα μεγάλο “γιατί;” μέσα στο κεφάλι μου που όσο εκείνος δεν ξύπναγε διογκωνότανε όλο και περισσότερο. Εσύ ήσουνα το σπουδαιότερο απόκτημα του ΦΕΡ. Όλοι οι υπόλοιποι εθελοντές, που κοιμόντουσαν στους επάνω ορόφους, κανείς δεν είχε τη δική σου δύναμη. Σε σένα η μετάλλαξη έχει πολύ μεγάλη ακρίβεια και ίσως ευθύνεται γι’ αυτό και ο τρόπος που χειρίστηκες τις ικανότητες σου εξασκώντας τες. Πάντως, ήσουνα ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε μέσα στο ερευνητικό κέντρο, ενδεχομένως πιο πολύτιμη από τις ζωές μας. Το να σε πάρω από εκεί μέσα ήταν απλά αδύνατο όπως είχαν τότε τα πράγματα. Πριν από αρκετό καιρό, την προηγούμενη φορά που είχα βγει έξω στον κόσμο, ήτανε τη μέρα που είχα διαβάσει τον φάκελό σου: παιδί με νόσο του Πάρκινσον, κρυογενετική κέντρο Πάρκινσον. Η πληρωμή σου πήγαινε κατευθείαν από τη ΦΕΡ στο κέντρο. Όταν ήμουνα μόλις έντεκα χρονών, το 2077 τον Απρίλη –θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου λέει να μην πιστεύω αυτά που βλέπω στις ειδήσεις– είπαν πως βρέθηκε η θεραπεία για το Πάρκινσον και πως ήταν έτοιμη να χορηγηθεί σε ασθενείς. Είδα στον φάκελό σου πως τη χρονιά εκείνη, τον Απρίλη, σε ανανεώσανε επ’ αορίστου. Ο σύζυγός σου δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, εσύ η ίδια είχες βάλει εκείνη τη ρήτρα στα αρχικά συμβόλαια, αν το φάρμακο βρεθεί και δεν επαρκούν οι πόροι σας να επεκτείνεις τη θέση σου στην έρευνα. Το κέντρο της κρυογενετικής απέψυξε όλους τους ασθενείς με Πάρκινσον και σε όσους επιβίωσαν ξεκίνησαν θεραπεία. Το κορίτσι σου στην αρχή πήγαινε πολύ καλά, μα έπειτα από λίγους μήνες ο εκφυλισμός ξανάρχισε πιο επιθετικός από ποτέ και πολύ σύντομα κατέληξε. Μέσα σ’ έναν μόνο χρόνο δεν είχε μείνει ζωντανός κανένας από τους ασθενείς που είχαν αρχικά επιβιώσει από την απόψυξη. Το κέντρο είχε πτωχεύσει και είχε κλείσει τρεις πτέρυγες με ανίατες ασθένειες και πολλοί τότε έγραφαν πως όλο αυτό ήταν ένα φιάσκο για να αποψύξει ανθρώπους που κόστιζαν περισσότερα λεφτά να τους κρατάει ζωντανούς. Ο γιος σου ήταν ψύχραιμος και σταθερός καθώς μου τα έλεγε όλα αυτά. Μονάχα η φωνή του έτρεμε ανεπαίσθητα. Αν κάποιος άλλος τον άκουγε, με λιγότερη προσοχή από ό,τι εγώ, δε θα το καταλάβαινε καν. Θα πίστευε πως ήταν από τα τραύματα, από τα παυσίπονα, από το αιμάτωμα στον εγκέφαλό του. Όταν η κόρη σου πέθανε, ο άντρας σου πήρε το γιο σου από το χέρι και ερχότανε να διακόψει το πρόγραμμα και να σε ξυπνήσει. Μπορούσε να το κάνει αυτό, μπορούσε να σπάσει την αορίστου σύμβασή σου, αφού πλέον δεν υπήρχαν έξοδα που να χρειαζόταν να καλύψει το ΦΕΡ. Μια σφαίρα τον βρήκε στην καρδιά μπροστά στον δεκάχρονο τότε γιο σου. Ο ένοχος δε βρέθηκε ποτέ και το παιδί σου κατέληξε σε ανάδοχες οικογένειες χωρίς κανένα δικαίωμα να σε βγάλει από την έρευνα, ακόμα και μετά την ενηλικίωσή του. Ήσουν πολύτιμη, και αυτή ήταν μόνο η αρχή. *** Και τι ’ναι τώρα αυτό; Πού είμαι; Κοιμάμαι; Όχι; Πού είμαι; Δεν είναι κανείς εδώ; Πού είμαι, Θεέ μου; Εντάξει, θα το παίξω κι αυτό το παιχνίδι. Χοντρό χειμωνιάτικο ύφασμα, χαλί, τζάκι σβηστό εδώ και καιρό. Ωραία. Κρύο, υδρατμοί. Υπάρχει αναμμένο… Θα μάντευα καλοριφέρ. Υπάρχει ζέστη μέσα στο κρύο. Λίγα μικρά ζεστά ρινίσματα. Το σώμα μου είναι δροσερό, δεν κρυώνει μάλλον, δεν υπάρχει δυσφορία. Αλλά δεν έχω ιδέα πού είσαστε, δεν έχω ιδέα πού είμαι. Μάλλον σε σπίτι, θα έλεγα στο βουνό. Μικρά σαρκοβόρα και μεγάλα δέντρα. Στο βουνό. Σίγουρα. Σε παρυφές δάσους. Είμαι ακόμα συνδεδεμένη; Τι συμβαίνει, Θεέ μου; Υπάρχει φως; Υπάρχει ήχος; Τι μου συμβαίνει; Κι εσύ… κι εσύ είσαι εδώ! Ναι, υπάρχει φως. Δηλαδή; Βλ«έπω;» Είναι δυνατόν; Περάσανε τρία χρόνια; Κι αν είναι έτσι, τι δουλειά έχουμε εδώ πέρα; Γιατί δε με ξυπνάτε στο εργαστ«ήριο;» Πού είσαστε; Π«ού εί»σαστε; Τι ήτανε αυτό; Είναι δυνατόν να ήταν η φωνή μου; Σεντόνι. Καθαρό, φρεσκοπλυμμένο. Μυρίζει σαπούνι. Μα τα δάχτυλα μου… ναι, αυτά είναι τα δάχτυλά μου και μόλις κουνήθηκαν επάνω στο σεντόνι. Κι αυτό εκεί είναι ένα παράθυρο, και είναι μέρα. Δεν έχει ακόμα περίγραμμα, αλλά αυτό στα μάτια μου είναι φως. Μυρίζω το κρύο και τη λίγη ζέστη μέσα του. Νομίζω τη νιώθω κιόλας. Κι αυτό, εκεί χαμηλά στη σπονδυλική μου στήλη, είναι όπως και στα μάτια μου, είναι ενοχλητικό. Αψύ, ξινό, σα λεμόνι. Πόνος. Ναι. Αυτό είναι, πονάω. Έτσι μυρίζει ο πόνος. Ε, βέβαια, πιάστηκε η μέση μου τρία χρόνια ξάπλα, «χα» χα χα. Ξυπνάω, χα «χα χα». Αυτός ήταν ο ήχος της φωνής μου; «Κάνε λίγο κουράγιο, κάνε υπομονή, σε παρακαλώ!» Εσύ; Επιτέλους κάποιος, επιτέλους. Είσαι εσύ, που όλον αυτόν τον καιρό μυρίζεις ωραία. Εσύ που σε ξέρω, η καλή! Μου κρατάς «το χέρι;» Το νιώθω; Μυρίζεις το γαρύφαλ«λο» αλλά πού ξέρω ότι με αγγίζεις στο χέρι συγκεκριμένα; Είμαι «ξύπνι»α; «Λίγη υπομονή, λίγη ακόμα, κοιμάσαι τόσα πολλά χρόνια, δεν μπορείς να ξυπνήσεις τόσο γρήγορα». Ωραία φωνή, γυναικεία, τρυφερή, χαμηλή. Σαν κανέλα και τούτη. Να βλέπανε και τα μάτια μου σωστά. Ένα φως είσαι κι εσύ μέσα σε άλλα φώτα, ένα σχήμα, άλλο χρώμα λίγο διαφορετικό από το πίσω σχήμα. Πόσο χρονών να σαι, κορίτσι μου; «Πόσο χρονώ»ν, να σαι; «Εικοσιοκτώ χρόνια, αλλά μην κουράζεσαι, κάνε λίγο υπομονή να ξυπνήσεις σωστά και θα σου τα πω όλα». *** Η στιγμή που περίμενα ήρθε αναπάντεχα, μια εβδομάδα πριν. Η πρώτη βόμβα έσκασε κάπου στους επάνω ορόφους, και η δεύτερη επίσης. Δεν κάνανε σοβαρές ζημιές, αλλά πριν προλάβουμε να φοβηθούμε, όταν ακόμη δεν είχε καταλαγιάσει ο ήχος στα αυτιά μας, ήρθε η ανακοίνωση: όλο το κτήριο ήτανε παγιδευμένο. Είχαμε μια ώρα στη διάθεσή μας για να το εκκενώσουμε. Πραγματικά, αν το είχα σκεφτεί θα μπορούσα να την έχω κανονίσει εγώ η ίδια όλη αυτήν τη βολική τρέλα. Όμως δεν ήξερα, φυσικά και παρόλο που περίμενα κοντά έναν ολόκληρο χρόνο να μου δοθεί μια ευκαιρία να σε πάρω να φύγουμε, ούτε και τότε ήξερα τι ακριβώς να κάνω εκτός από το ότι θα σε έφερνα εδώ. Αυτοσχεδίασα απλώς, όσο καλύτερα μπορούσα. Εξάλλου, εγώ ήμουν η υπεύθυνη γιατρός σου, εγώ θα σε μετέφερα. Το θέμα ήταν το πού. Το ελικόπτερο περίμενε στην ταράτσα και για λόγους ασφαλείας μόνο το πλήρωμα ήξερε τους προορισμούς. Σκέφτηκα να πάρω κάποιο όπλο και να τους απειλήσω, σκέφτηκα να βρω κανέναν τρόπο να σε κατεβάσω από την ταράτσα χωρίς να σε βάλω στο ελικόπτερο και να φύγουμε από τον δρόμο. Ευτυχώς, έμεινα σε εκείνα που ξέρω: μάζεψα όλο τον εξοπλισμό που χρειαζόμουν και λούστηκα ολόκληρη με το σκεύασμα που προκαλεί εμπιστοσύνη σε αυτόν που θα το μυρίσει. Το πλήρωμα με εμπιστεύτηκε τυφλά. Είναι και αυτό δικό σου, το εκκρίνεις κάθε φορά που είμαι δίπλα σου. Αφού μας έφεραν στους πρόποδες, όπου είχα παρκαρισμένο το αμάξι μου, τους ψέκασα με αυτή τη φερομόνη που την ονομάσαμε «λησμονιά» και θα την ρίχναμε μετά τη δοκιμή. Στην αρχή δημιουργεί μια ελαφριά υπνηλία κι όταν αυτή θα περνούσε τότε θα ξεχνούσαν τα γεγονότα των δύο τελευταίων ωρών – ενώ εμείς θα ήμασταν ήδη μακριά. Ο γιος σου, πριν να πεθάνει, μου είπε ακόμα πως σου είχε αγοράσει αυτό εδώ το σπίτι, μακριά από τα πάντα, στην ησυχία, στη φύση. Όσο καιρό προσπαθούσε να βρει κάποιον τρόπο να σε πάρει από εκεί μέσα, κι ενώ ήξερε πως κοιμόσουν, θεωρούσε πως όταν θα ξυπνούσες θα σου άρεσε η ησυχία και τα αρώματα της φύσης. Όσο καιρό σκεφτόμουνα τη μέρα που θα κατάφερνα να σε πάρω και να φύγουμε, είχα πια πιστέψει πως θα μου άρεσαν κι εμένα. *** «Είχε δίκιο». «Ναι, είχε. Στα περισσότερα πράγματα που πρόλαβε να μου πει τις λίγες μέρες που άντεξε. Έλεγε ακόμα πως τα ρολόγια μας δεν ξέρουνε τίποτα. Κοίτα τα στην ποδιά σου και τα τρία μαζί. Το δικό του έχει ακόμα σαράντα τρία χρόνια κι εκείνος έχει φύγει, το δικό μου έχει τα ίδια μα εγώ μόλις έναν χρόνο είναι που άρχισα να ζω, ενώ το δικό σου έχει αρνητικό αριθμό, λες και μετράς ανάποδα στον χρόνο». «Τον αγάπησες;» «Ναι… Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι που ρώτησες, αλλά το ήξερα από τότε. Όταν ξύπνησε και με βρήκε δίπλα του ζωντανή μού χαμογέλασε για άλλη μια φορά κι επιτέλους του χαμογέλασα κι εγώ. Τον ρώτησα “γιατί;” και μου απάντησε “έψαχνα να σε βρω είκοσι χρόνια και θα σε έχανα μέσα σε μια στιγμή”. Ήμουν ήδη ερωτευμένη μαζί του, από την πρώτη στιγμή, κι αυτό που μου είπε, και βέβαια το παρεξήγησα, με έκανε να νιώσω πως υπάρχει νόημα στη ζωή μου. Γιατί εγώ νόμιζα πως έψαχνε είκοσι χρόνια να βρει εμένα, τη γυναίκα εμένα, τη σύντροφο εμένα. Εκείνος όμως έψαχνε είκοσι χρόνια να βρει την υπεύθυνη γιατρό, τον μόνο ίσως άνθρωπο που μπορούσε να σου δώσει πίσω όσο πραγματικό χρόνο ζωής σού είχε απομείνει. Όχι ότι είχε σημασία, μου είχε σώσει τη ζωή. Όχι όταν έπεσε στο λεωφορείο, αλλά όταν μου χαμογέλασε την πρώτη φορά. Κι έδωσε τη δική του για αυτό, για σένα και για μένα». «Ο χρόνος, η ζωή… Ένα κουβάρι είναι που να το ξεδιπλώσει κανένας δεν το μπορεί». «Πονάει όμως, πονάει πολύ». «Και ο πόνος ζωή είναι, μας έδωσε χρόνο για να πονέσουμε». 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted February 6, 2015 Share Posted February 6, 2015 Πολύ ωραίο! Παρά το ότι τα μυστικά κέντρα ερευνών είναι κάτι το σύνηθες πλέον, το αντικείμενο και οι εφαρμογές ήταν πρωτότυπες και μου άρεσε όπως το έδωσες και πως σταδιακά συνδέονταν οι διαφορετικές γραμμές αφήγησης. Συγχαρητήρια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 6, 2015 Author Share Posted February 6, 2015 Σε ευχαριστώ για την ανάγνωση και χαίρομαι που πέρασες καλά Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest /george/ Posted June 14, 2015 Share Posted June 14, 2015 Πολύ ωραία γραφή! Θα πρέπει να ομολογήσω ότι καθώς προχωρούσα την ανάγνωση μου άρεσε ολοένα και περισσότερο αυτό που διάβαζα και φυσικά στο τέλος ήθελα κι άλλο! Να είσαι σίγουρη ότι θα ψάξω και άλλα κείμενά σου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 14, 2015 Author Share Posted June 14, 2015 Χαίρομαι που πέρασες όμορφα και σε ευχαριστώ πολύ που έκανες τον κόπο να μου το πεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.