alucardos Posted February 20, 2015 Share Posted February 20, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νικόλαος ΚαλλίδηςΕίδος: (ηρωική φαντασία)Βία; (Ναι)Σεξ; (Όχι)Αριθμός Λέξεων : (1517)Αυτοτελής; (Οχι)Σχόλια: (Σκέφτομαι να το συνεχίσω. Θα ήθελα να ακούσω σχόλια) Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Το παχύ συννεφιασμένο πέπλο που κάλυπτε τον ουρανό ήταν σχεδόν μαύρο και έβρεχε ασταμάτητα. Δύο ιππείς διάβαιναν, τον ρημαγμένο από την βροχή χωματόδρομο που διέσχιζε το δάσος. Γύρω τους ήταν όλα γκρίζα. Που και πού μια αστραπή φώτιζε το περιβάλλον και τα καφετί άλογα τους. Φορούσαν φαρδιούς γκρίζους μάλλινους μανδύες που κάλυπταν όλο το σώμα και το κεφάλι τους με τεράστιες κουκούλες, ένας πίσω από τον άλλο, καμπουριασμένοι από την ταλαιπωρία. Οι μόνοι θόρυβοι που τους συντρόφευαν, το αδιάκοπο μουρμουρητό της βροχής, οι βροντές, και το περιστασιακό πλατσούρισμα από τις οπλές των αλόγων στις λασπωμένες λιμνούλες. Ο μπροστινός ιππέας σήκωσε το κεφάλι. Οι σταγόνες της βροχής και το κρύο μαστίγωσαν το πρόσωπό του. Οσμίστηκε την καταιγίδα αφήνοντας τα πράσινα μάτια του να περιπλανηθούν τριγύρω. Ο αέρας έκανε τις σκοτεινές γυμνές μορφές από τις ακακίες να λικνίζονται πέρα δώθε. Μαζί τους χόρευαν και τα χορτάρια σε έναν ποιο γρήγορο σκοπό. Κατέβασε ξανά το κεφάλι και συνέχισε. Ήξερε πως σύντομα θα έφταναν στον προορισμό τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν έφτασαν στο διώροφο πανδοχείο που ευτυχώς ήταν ακριβώς δίπλα από τον δρόμο. “Η θυμωμένη κυρά” έγραφε επάνω στην ανάγλυφη ξύλινη πινακίδα. Οι κρύοι πέτρινοι τοίχοι ήταν ιδρωμένοι από τη βροχή, αλλά το φως μέσα από τα παράθυρα υποσχόταν ζεστότερο περιβάλλον. Μπαίνοντας τους χτύπησε η ζέστη, αλλά και η μυρωδιά από την κάπνα των κεριών, του αλκοόλ και του μαγειρεμένου κρέατος. Υπήρχαν τραπέζια και κόσμος έπινε, έτρωγε και έπαιζε τυχερά παιχνίδια. Ένας ρακένδυτος παππούς είχε κοιμηθεί στην καρέκλα δίπλα από το τζάκι, που οι φλόγες του, έκαναν την σκιά του να παιχνιδίζει στον τοίχο. Υπήρχαν φυσικά και τα γνωστά βλέμματα από τους καχύποπτους ντόπιους. Ο πανδοχέας τους ένευσε να πλησιάσουν τον πάγκο με τα πιάτα και τα ποτήρια. Ένας καραφλός χοντρούλης θείος με ένα τεράστιο μουστάκι και ένα ακόμα ποιο τεράστιο χαμόγελο. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια. “Ωωωωωωω εκλεκτοί πελάτες, Καλώς ήρθατε! Θεωρήστε το μέρος σαν το σπίτι σας! Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;” “Θα θέλαμε να περάσουμε το βράδυ.” Είπε ο κουκουλοφόρος άντρας από τα δεξιά με μια βαθειά ήρεμη φωνή που άνηκε σε έναν ώριμο άντρα, ίσως όχι μεγαλύτερο από σαράντα χρονών. Η κουκούλα κάλυπτε όλο τους το πρόσωπο από το στόμα και πάνω. Ο πανδοχέας κατένευσε τόσο υπερβολικά που έμοιαζε σαν να υποκλινόταν. “Βεβαίως άρχοντες μου, υπάρχουν δωμάτια επάνω και μάλιστα χωρίς ποντίκια, και με καθαρά σεντόνια. Αν επίσης το επιθυμείτε, το πανδοχείο παρέχει και ζεστές πέτρες από το τζάκι σε περίπτωση που κρυώνετε. Τις βάζουμε κάτω από το στρώμα. Μη φοβάστε είναι πλακουτσές και δεν ενοχλούν. “Ευχαριστούμε, δεν θα τις χρειαστούμε.” “Μήπως πεινάει η αφεντιά σας; Έχουμε ψητό γουρουνάκι, και φρέσκο έτσι; Σήμερα το σφάξαμε. Έχουμε φασιανό, πέρδικα, κοτόπουλο και μάλιστα...” “Όχι ευχαριστούμε, αλλά θα πίναμε ευχαρίστως ένα υδρόμελι.” τον διέκοψε ο κουκουλοφόρος. “Μάλιστα” είπε ο πανδοχέας κατεβάζοντας το ένα φρύδι φανερά απογοητευμένος. Δεν έχασε όμως το χαμόγελο του. Οι πελάτες είναι πελάτες όπως και να χει.“Όπως επιθυμείτε άρχοντες μου” είπε, κατεβάζοντας δύο ξύλινες κούπες από το ράφι του σερβίροντας τους κουκουλοφόρους οι οποίοι προτίμησαν να πιούν στα όρθια το ποτό τους, εκεί στον πάγκο. “Πόσες ώρες είναι από εδώ μέχρι το Λούρδ;” Ρώτησε ο κουκουλοφόρος από τα αριστερά που ήταν αμίλητος μέχρι τώρα. “Το χωριό; Γύρω στις πέντε ώρες βαριά βαριά, αν δεν έχει κατεβάσει νερό το ποτάμι, αλλιώς πρέπει να πάτε από την γέφυρα από αριστερά, επομένως θα σας βγει εφτά ώρες. Τι γυρεύετε στο Λούρδ; Είστε πραματευτές;” “Έχουμε δουλειές.” είπε ο άνδρας πίνοντας μια γουλιά. “Μονάχα προσέχετε άρχοντες μου γιατί τα πράγματα δεν πάνε τελευταία καλά στο Λούρδ. Εξαφανίζεται κόσμος. Παιδιά βέβαια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κάποιοι λένε πως είναι τριχωτοί. Κυνοκέφαλοι ντε! Κλέβουν τα παιδιά επειδή έχουν ποιο τρυφερό κρέας αλλά ποτέ δεν ξέρεις.” “Μην πιστεύεις ότι σου λένε” Ένα χέρι ακούμπησε ύπουλα τον ώμο του κουκουλοφόρου. “Ωωωπ; Τι έχουμε εδώ πέρα; Ταξιδιώτες;” Η μύτη του κουκουλοφόρου μύρισε αλκοόλ. “Τι σας φέρνει στα μέρη μας ταξιδιώτες; Δουλίτσες; Δουλίτσες;” “κατέβασε το χέρι σου” Ο εισβολέας κατέβασε το χέρι του πλησιάζοντας κολλητά. “Σας είδα από το παράθυρο την ώρα που ξεσελώνατε τα άλογα. Όμορφα άλογα το δίχως άλλο. Είδα και τα μπαγκάζια σας, παχουλά παχουλά. Ίσως είστε πραματευτές, ίσως και ευγενείς που διαβαίνετε στα κρυφά... Άλλα εμένα το ίδιο μου κάνει.” “'Αντρέι” διέκοψε ο πανδοχέας “δεν είναι σωστό να το κάνεις αυτό εδώ μέσα που...” “Εσύ αν θέλεις το καλό σου βούλωσε το” Είπε ο Αντρέι... Οι ματιές τους συναντήθηκαν αλλά ο πανδοχέας υποχώρησε κατεβάζοντας το βλέμμα και συνέχισε να καθαρίζει πατάτες.” “Λοιπόν άαααρχοντες” είπε ο Αντρέι τονίζοντας ειρώνικα την τελεύταία λέξη “δεν ξέρω πόσο καιρό σας συντρόφευε η τύχη αλλά μόλις σας εγκατέλειψε. Ο δρόμος που διαβαίνετε δεν είναι δωρεάν. Πρέπει να πληρώσετε φόρο... Και ο φόρος λέει πως μου οφείλετε...Χμμμμ, ότι έχετε στα πουγγιά σας” “Καλέ μου άνθρωπε δεν θέλουμε να διαπληκτιστούμε μαζί σου. Ίσως θα ήταν καλύτερα να το ξανασκεφτείς αυτό που πας να κάνεις;” είπε ο κουκουλοφόρος με την ατάραχη και ήρεμη φωνή του. Εντωμεταξύ ο διπλανός κουκουλοφόρος που τον συντρόφευε, ξαναέπεσε στη σιωπή του, πίνοντας το χρυσαφί νέκταρ του σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Μια αιχμή άγγιξε τον μανδύα του και την ένοιωσε στην πλάτη του. Εγχειρίδιο η ξιφίδιο, μάντεψε. Άφησε την ξύλινη κούπα κάτω. Ο Αντρέι πλησίασε στην κουκούλα και ψιθύρισε νευρικά “Άκουσε γέρο, μην παίζεις μαζί μου γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε ξεκοιλιάσω εδώ μπροστά σε όλους. Θέλω τα λεφτά σου. Βάλε το γαμημένο σου χέρι εκεί που έχεις στο πουγκί και βάλτο εδώ μπροστά στον πάγκο σιγά σιγά, και τελειώνουμε εδώ. Δεν θα πάρω καν από τον φίλο σου που κάθεται από δίπλα. Μην είσαι βλάκας.” Και τότε ο κουκουλοφόρος ατάραχος, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι, ακούμπησε και τα δυο του χέρια στον πάγκο, πήρε μια βαθειά ανάσα και είπε μοναχά μια φράση: “'Αβεν Σάχπου” “Τί;” Το σκηνικό διάρκεσε όσο και ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Ο κουκουλοφόρος έκανε μια επιτόπια στροφή προς τα πίσω. Άρπαξε και έστριψε το χέρι του Αντρέι που κρατούσε το εγχειρίδιο, και με το άλλο τον άγγιξε με τη παλάμη στο πρόσωπο. Έμοιαζε με πατρικό χάδι. Ο Αντρέι έμεινε ακίνητος. Αμίλητος. Αναδεύτηκε, σφάδασε πολέμησε μα το σώμα του έμεινε ακίνητο. Τα γόνατά του λύγισαν και αργά αργά έπεσε στα γόνατα του. Όταν ο κουκουλοφόρος πήρε την παλάμη του από το μέτωπο, φάνηκε το πρόσωπο ενός άντρα με τετράγωνο πρόσωπο, ατημέλητα κόκκινα μαλλιά και μούσι με το στόμα να χάσκει ανοιχτό. Τα μάτια του κοιτούσαν δεξιά και αριστερά γουρλωμένα σαν του λαγού. Και τότε από κει κάτω είδε τα μάτια του κουκουλοφόρου. Εκεί κάτω από την κουκούλα το λευκό των ματιών έλαμπε σαν το φως του ήλιου, μα οι κόρες των ματιών γυάλιζαν κατάμαυρες σαν δύο σκοτεινοί λάκκοι, έτοιμες να τον καταπιούν ολόκληρο, και τότε κατάλαβε... “Ω Θεέ μου είσαι...Είσαι” “Τώρα δεν έχει σημασία... Σου έδωσα μια ευκαιρία και την έχασες. Ο Θεός πάντα δίνει ευκαιρίες.” Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Αντρέι. Τα γέλια και οι φωνές στο μαγαζί σταμάτησαν. Τώρα όλοι κοιτούσαν το γεγονός εκτός του παππού που συνέχιζε να κοιμάται ήσυχος δίπλα από το τζάκι. Ο πανδοχέας παραπάτησε πίσω από τον πάγκο αλλά ο δεύτερος κουκουλοφόρος που συνέχιζε να πίνει το υδρόμελι του του έκανε με το χέρι να ηρεμήσει. “Τα δάκρυά σου δεν μπορούν να με συγκινήσουν αμαρτωλέ. Πόσους έχεις ληστέψει πριν προσπαθήσεις να ληστέψεις εμένα; Πέντε; Δέκα; Εκατό; Το ξέρεις πως είναι λάθος αυτό που κάνεις έτσι δεν είναι;” “Το ξέρω,το ξέρω,το ξέρω,το ξέρω” μουρμούριζε ο Αντρέι με τα μάτια κλειστά. Δάκρυα κυλούσαν. “Δεν θα έπρεπε να κλαις αμαρτωλέ, γιατί ο Θεός ήταν αυτός που με έστειλε στον δρόμο σου. Να χαίρεσαι” του είπε και του χαμογέλασε. Μετά του πήρε το εγχειρίδιο από το χέρι και το έστρεψε προς τα πάνω του. Ο γονατισμένος Αντρέι κάρφωσε τα μάτια επάνω στη λεπίδα. Κοιτούσε μια το εγχειρίδιο και μια τα μάτια του κουκουλοφόρου. “Μην φοβάσαι αμαρτωλέ. Δεν σκοπεύω να σου πάρω την ζωή σου. Σήμερα θα ξαναγεννηθείς” είπε, καθώς πλησίασε τη λεπίδα στο πρόσωπό του, αργά, βασανιστικά, τελετουργικά. Ο Άντρει κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια του κουκουλοφόρου καθώς η λεπίδα όργωσε το μάγουλο διαγράφοντας δύο καμπύλες και δύο γωνίες. Μια αιμάτινη υπογραφή. Το αίμα που ανάβλυζε, μούσκεψε το μούσι και έσταξε στη βρώμικη τουνίκα του για να αναμειχθεί με τις ξεραμένες λάσπες. “Τώρα θα κυκλοφορείς με το στίγμα στο πρόσωπο σου. Τώρα ο κόσμος θα γνωρίζει όπως και εσύ. Ξανακύλα στην αμαρτία και όλα θα τελειώσουν για σένα. Ο δρόμος της αρετής είναι πλέον μονόδρομος.” του είπε ο κουκουλοφόρος και αγγίζοντας ελαφρά το κούτελο, είπε “Άβεν τρόπ” Ο πρώην αμαρτωλός ληστής και ξαναγεννημένος Άντρει, από γονατιστός, κατέρρευσε στο πάτωμα, πιάνοντας το πρόσωπό του και σφαδάζοντας με πνιχτά μουγκρητά. Το σώμα του ήταν πάλι δικό του. Σηκώθηκε άτσαλα και έφυγε παραπατώντας γρήγορα αφήνοντας την πόρτα του πανδοχείου ανοιχτή που έκλεισε με τον αέρα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ησυχίας, το πανδοχείο βρήκε τον παλιό του ρυθμό. Ο κόσμος άρχισε πάλι να μιλάει... Μόνο που αυτή τη φορά τα βλέμματα των ντόπιων είχαν εξαφανιστεί. Οι κουκουλοφόροι συνέχισαν να πίνουν το υδρόμελι αόρατοι. Κανένας δεν ξανά ασχολήθηκε μαζί τους. Κανένας δεν τολμούσε. Ήταν λογικό. Όπως έλεγε και η παροιμία : Ο χωρικός τα βάζει με τον γάιδαρο Ο στρατιώτης με τον λύκο ο ήρωας με τον λυκάνθρωπο και ο βλάκας με έναν ιεροφύλακα κεφάλαιο 1.pdf Edited February 20, 2015 by alucardos 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vanessa Van Hault Posted February 20, 2015 Share Posted February 20, 2015 Περιμένω την συνέχεια! :3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 20, 2015 Share Posted February 20, 2015 (edited) Αυτό το κομμάτι έχει μέλλον, αν δουλευτεί καλά. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είναι αυτοί οι τύποι, δεν ξέρουμε γιατί πάνε εκεί που πάνε, δεν ξέρουμε ούτε καν τα ονόματά τους (αναλόγως πώς θα πάει η ιστορία, αυτό το τελευταίο μπορεί να είναι μεγάλο σφάλμα ή καλό κόλπο). Μέσα στα spoiler tags σου έχω κάτι σημειώσεις. Οι "ιδρωμένοι τοίχοι" δεν είναι καθόλου εύστοχη εικόνα. Μου δίνει την αίσθηση ότι το κτίσμα είχε πάρει φωτιά από μέσα και οι τοίχοι ίδρωναν, δηλαδή το αντίθετο από αυτό που θες (κρύο και υγρασία). «Θα θέλαμε να περάσουμε το βράδυ» είναι λάθος διατύπωση. «Θα θέλαμε να περάσουμε εδώ το βράδυ» ή, ακόμα καλύτερα, «θα θέλαμε να διανυκτερεύσουμε εδώ», ειναι το σωστό. Η κουκούλα κάλυπτε όλο τους το πρόσωπο από το στόμα και πάνω. Και πώς έβλεπαν; Καταλαβαίνω ότι μπορεί πάνω στη σέλα να μην τους ένοιαζε να κοιτάζουν μακριά, μόνο το έδαφος από κάτω τους, αλλά από τη στιγμή που ξεπέζεψαν, πώς έβλεπαν μπροστά τους; Ο πανδοχέας γιατί φέρεται έτσι; Έχει κάποιο λόγο; Αν όχι, είναι υπερβολικός, ψεύτικος. Αυτό με το γουρουνάκι που το έσφαξαν "σήμερα", όπως λέει ο πανδοχέας, μου φαίνεται λάθος (δεν το άφησαν να σιτέψει, δεν θα μπορούσαν να το φάνε έτσι). Επίσης, δεν είμαι σίγουρη ότι σε ένα ταπεινό πανδοχείο θα έβρισκε κανείς φασιανούς και πέρδικες. Είδα δυο φορές (άρα, δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος), ότι γράφεις αντί για "επιθυμείτε" (το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού του ρήματος επιθυμώ), "επιθυμητέ" (το επίθετο, σε δεύτερο πρόσωπο ενικού, κλητική πτώση). είπε, κατεβάζοντας δύο ξύλινες κούπες από το ράφι του σερβίροντας τους κουκουλοφόρους οι οποίοι προτίμησαν να πιούν στα όρθια το ποτό τους, εκεί στον πάγκο. Καλύτερα να το σπάσεις αυτό σε δύο προτάσεις: είπε, κατεβάζοντας δύο ξύλινες κούπες από το ράφι, που τις έδωσε στους κουκουλοφόρους. Εκείνοι προτίμησαν να πιουν στα όρθια το ποτό τους, εκεί, στον πάγκο. Εκεί που μπαίνει ο Αντρέι, υπάρχουν δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι, φυσικά, ο ίδιος. Πολύ απότομα μπαίνει στη σκηνή, δεν είδαμε κάποιον να κρυφοκοιτάζει πριν, δεν ακούσαμε την πόρτα του πανδοχείου να ανοίγει, τίποτα. Το άλλο είναι ότι τόση ώρα έχουμε τρεις χαρακτήρες που μιλάνε και αλληλεπιδρούν, και δεν έχουμε μάθει κανενός το όνομα. Ο Αντρέι τι το ιδιαίτερο έχει και κατευθείαν ακούμε το όνομά του; (μάλιστα, το γράφεις συνέχεια στις επόμενες γραμμές, ούτε μια φορά δεν τον συναντάμε ως "ο άντρας" ή κάτι άλλο περιγραφικό). Και, τελικά, είναι ένας κοινός κλέφτης! Από τη μαγική φράση και μετά, όσο διαρκεί η δράση, δεν είναι καθαρό το τι έγινε και ποιος το κάνει. του έκανε με το χέρι να ηρεμήσει. "Του έκανε νόημα να ηρεμήσει", ή του "ένευσε να ηρεμήσει". Το ξέρω,το ξέρω,το ξέρω,το ξέρω Διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, αφού έχεις κόμματα. Αλλιώς, βάλε παύλες (αν και δεν το συνιστώ να το γράψεις έτσι. Μπορείς να γράψεις ότι είπε "Το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω" (τρεις φορές, μετά γίνεται αστείο) με μια ανάσα. ) Α, τώρα που το θυμήθηκα: άλλο το "ότι", άλλο το "ό,τι". Το δεύτερο δεν το χρησιμοποιείς πουθενά (βρήκα περιπτώσεις που το είχες λάθος "ότι" ). Ψάξ' το αυτό. Αυτό το "αμαρτωλέ", κάθε φορά που του μιλάει, γίνεται ενοχλητικό. Ο πρώην ληστής και ξαναγεννημένος Άντρει, κατέρρευσε στο πάτωμα, Δεν ήταν ήδη πεσμένος κάτω; Edited February 20, 2015 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted February 20, 2015 Author Share Posted February 20, 2015 (edited) Αυτό το κομμάτι έχει μέλλον, αν δουλευτεί καλά. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είναι αυτοί οι τύποι, δεν ξέρουμε γιατί πάνε εκεί που πάνε, δεν ξέρουμε ούτε καν τα ονόματά τους (αναλόγως πώς θα πάει η ιστορία, αυτό το τελευταίο μπορεί να είναι μεγάλο σφάλμα ή καλό κόλπο). Μέσα στα spoiler tags σου έχω κάτι σημειώσεις. Οι "ιδρωμένοι τοίχοι" δεν είναι καθόλου εύστοχη εικόνα. Μου δίνει την αίσθηση ότι το κτίσμα είχε πάρει φωτιά από μέσα και οι τοίχοι ίδρωναν, δηλαδή το αντίθετο από αυτό που θες (κρύο και υγρασία). «Θα θέλαμε να περάσουμε το βράδυ» είναι λάθος διατύπωση. «Θα θέλαμε να περάσουμε εδώ το βράδυ» ή, ακόμα καλύτερα, «θα θέλαμε να διανυκτερεύσουμε εδώ», ειναι το σωστό. Η κουκούλα κάλυπτε όλο τους το πρόσωπο από το στόμα και πάνω. Και πώς έβλεπαν; Καταλαβαίνω ότι μπορεί πάνω στη σέλα να μην τους ένοιαζε να κοιτάζουν μακριά, μόνο το έδαφος από κάτω τους, αλλά από τη στιγμή που ξεπέζεψαν, πώς έβλεπαν μπροστά τους; Ο πανδοχέας γιατί φέρεται έτσι; Έχει κάποιο λόγο; Αν όχι, είναι υπερβολικός, ψεύτικος. Αυτό με το γουρουνάκι που το έσφαξαν "σήμερα", όπως λέει ο πανδοχέας, μου φαίνεται λάθος (δεν το άφησαν να σιτέψει, δεν θα μπορούσαν να το φάνε έτσι). Επίσης, δεν είμαι σίγουρη ότι σε ένα ταπεινό πανδοχείο θα έβρισκε κανείς φασιανούς και πέρδικες. Είδα δυο φορές (άρα, δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος), ότι γράφεις αντί για "επιθυμείτε" (το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού του ρήματος επιθυμώ), "επιθυμητέ" (το επίθετο, σε δεύτερο πρόσωπο ενικού, κλητική πτώση). είπε, κατεβάζοντας δύο ξύλινες κούπες από το ράφι του σερβίροντας τους κουκουλοφόρους οι οποίοι προτίμησαν να πιούν στα όρθια το ποτό τους, εκεί στον πάγκο. Καλύτερα να το σπάσεις αυτό σε δύο προτάσεις: είπε, κατεβάζοντας δύο ξύλινες κούπες από το ράφι, που τις έδωσε στους κουκουλοφόρους. Εκείνοι προτίμησαν να πιουν στα όρθια το ποτό τους, εκεί, στον πάγκο. Εκεί που μπαίνει ο Αντρέι, υπάρχουν δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι, φυσικά, ο ίδιος. Πολύ απότομα μπαίνει στη σκηνή, δεν είδαμε κάποιον να κρυφοκοιτάζει πριν, δεν ακούσαμε την πόρτα του πανδοχείου να ανοίγει, τίποτα. Το άλλο είναι ότι τόση ώρα έχουμε τρεις χαρακτήρες που μιλάνε και αλληλεπιδρούν, και δεν έχουμε μάθει κανενός το όνομα. Ο Αντρέι τι το ιδιαίτερο έχει και κατευθείαν ακούμε το όνομά του; (μάλιστα, το γράφεις συνέχεια στις επόμενες γραμμές, ούτε μια φορά δεν τον συναντάμε ως "ο άντρας" ή κάτι άλλο περιγραφικό). Και, τελικά, είναι ένας κοινός κλέφτης! Από τη μαγική φράση και μετά, όσο διαρκεί η δράση, δεν είναι καθαρό το τι έγινε και ποιος το κάνει. του έκανε με το χέρι να ηρεμήσει. "Του έκανε νόημα να ηρεμήσει", ή του "ένευσε να ηρεμήσει". Το ξέρω,το ξέρω,το ξέρω,το ξέρω Διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, αφού έχεις κόμματα. Αλλιώς, βάλε παύλες (αν και δεν το συνιστώ να το γράψεις έτσι. Μπορείς να γράψεις ότι είπε "Το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω" (τρεις φορές, μετά γίνεται αστείο) με μια ανάσα. ) Α, τώρα που το θυμήθηκα: άλλο το "ότι", άλλο το "ό,τι". Το δεύτερο δεν το χρησιμοποιείς πουθενά (βρήκα περιπτώσεις που το είχες λάθος "ότι" ). Ψάξ' το αυτό. Αυτό το "αμαρτωλέ", κάθε φορά που του μιλάει, γίνεται ενοχλητικό. Ο πρώην ληστής και ξαναγεννημένος Άντρει, κατέρρευσε στο πάτωμα, Δεν ήταν ήδη πεσμένος κάτω; Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που διάβασες το κείμενό μου μα και για όλες τις παρατηρήσεις, πολλές για τις οποίες έπεσε διόρθωση στο κείμενο, σε ευχαριστώ. (εκείνο το "επιθυμήτε" μου έβγαλε τα μάτια) Σε γενικές γραμμές, τα ονόματα τους δεν τα μαθαίνεις επίτηδες. Μαθαίνεις μόνο την ιδιότητά τους, και πάλι ένα μέρος. Φυσικά περισσότερα δίδονται στο δεύτερο κεφάλαιο. Edited February 20, 2015 by alucardos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted February 20, 2015 Author Share Posted February 20, 2015 Περιμένω την συνέχεια! :3 Αν το laptop μου δεν κλαταρει, θα την εχεις. Σε ευχαριστω για την αναγνωση. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vanessa Van Hault Posted February 22, 2015 Share Posted February 22, 2015 Περιμένω την συνέχεια! :3 Αν το laptop μου δεν κλαταρει, θα την εχεις. Σε ευχαριστω για την αναγνωση. Einai akrivws to styl poy moy aresei! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Carolus Rex Posted February 27, 2015 Share Posted February 27, 2015 Πάρα πολύ καλό! Εννοείται θέλω συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted March 11, 2015 Author Share Posted March 11, 2015 Πάρα πολύ καλό! Εννοείται θέλω συνέχεια! Χαίρομαι πάρα πολύ που σου αρέσει και ειδικά εσύ, που είσαι και λάτρης του WH και θέλω να αρέσει σε άτομα αυτής της νοοτροπίας. Με ειδοποίησαν ότι φτιάχθηκε το laptop. Το παίρνω αύριο και αρχίζω. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted March 19, 2015 Share Posted March 19, 2015 Μου άρεσε αρκετά. Είχε ρυθμό, ζωντάνια και εκφραστικές περιγραφές. Συνέχισέ το. Θα ήταν ενδιαφέρον να διαβάσουμε περισσότερα για τους Ιεροφύλακες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nektarini Posted July 1, 2015 Share Posted July 1, 2015 Κι εγώ θέλω να δω συνέχεια μόλις διάβασα το όνομα του πανδοχείου σου '' Η θυμωμένη κυρά'' γελούσα επι 5 λεπτά με άκουσε όλη η οικοδομή διότι σε ένα παλιό μου κείμενο είχα ονομάσει το πανδοχείο ''Η αλανιάρα κότα''. Πραγματικά οι περιγραφές σου είναι μαγευτικές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted August 16, 2015 Author Share Posted August 16, 2015 Κι εγώ θέλω να δω συνέχεια μόλις διάβασα το όνομα του πανδοχείου σου '' Η θυμωμένη κυρά'' γελούσα επι 5 λεπτά με άκουσε όλη η οικοδομή διότι σε ένα παλιό μου κείμενο είχα ονομάσει το πανδοχείο ''Η αλανιάρα κότα''. Πραγματικά οι περιγραφές σου είναι μαγευτικές. Η αλανιαρα κοτα...ΑΑΑΧΑΧΑΧΑXAXAAAA Σε ευχαριστω διπλα. Και για την γνωμη και για την αλανιαρα κοτα.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted August 17, 2015 Share Posted August 17, 2015 Ωραίο κείμενο, μου άρεσε το κλίμα και το αινιγματικό των δύο ανδρών που προφανώς είναι κλήρος ή εκλεκτοί κάποιας θεότητας, έχουν θεοκρατικό σύστημα; Γιατί είδα ότι τους φοβούνται και κανένας δεν αντιδρά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.