Jump to content

Ο λαγός του βασιλιά


Cassandra Gotha
Φάντασμα
Message added by Φάντασμα,

Νικήτρια ιστορία στο Πλοτς! #5

Recommended Posts

Η συμμετοχή μου στο Πλοτς! #5 http://community.sff.gr/topic/16165-%CF%80%CE%BB%CE%BF%CF%84%CF%82-5/

Αριθμός λέξεων: 3.800κάτι

Βία: Μια πολύ σύντομη σκηνή, τίποτα ιδιαίτερο.

Σεξ: Όχι

Αυτοτελής ιστορία.

Αρχείο: Ο λαγός του βασιλιά.doc

 

 

Η Ερλίση τράβηξε τα χέρια της από το άγαλμα της θεάς και άνοιξε τα μάτια. Η λίμνη ξαναβρήκε τη ζωή της, τα ζώα βγήκαν από τις κρυψώνες τους, τα πουλιά άρχισαν πάλι να πετάνε από δέντρο σε δέντρο. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε αργά. Είχε μείνει πολλή ώρα εκεί, και η επικοινωνία της με την Ινγκάρα την εξάντλησε. Αλλά ήταν απαραίτητη αυτή η σύνδεση. Ένα άγαλμα στη λίμνη, άλλο ένα στο μοναστήρι και από μια μάγισσα στην κάθε πλευρά. Τόσο απλό και άλλο τόσο χρήσιμο. Ευχήθηκε να υπήρχαν παντού αγάλματα της θεάς - και έμπιστοι μάγοι. Πόσο χρειαζόταν τώρα ένα σ' εκείνο το ψαροχώρι. Δεν ήξερε, δεν είχε τρόπο να ξέρει αν όλα πήγαιναν όπως τα είχε κανονίσει.

Αναστέναξε. Αν ήταν να ανησυχεί για δύο προβλήματα, ας έδινε προτεραιότητα στο πιο άμεσο. Ανέβηκε στο άλογό της με τα πόδια της να τρέμουν και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Τη νύχτα είχε να κάνει ένα αμυντικό ξόρκι στη ρεματιά, κι έτσι δεν θα κοιμόταν. Έπρεπε να ξεκουραστεί τώρα, όσο μπορούσε. Ο κλέφτης ερχόταν, κι εκείνη θα χρειαζόταν όλες τις δυνάμεις της, αν ήθελε να τις κρατήσει.

 

*

 

Το μωρό έκλαιγε. Αυτό κάνουν τα μωρά, σκέφτηκε ο Πόβις, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να ανεβάσει το ηθικό του. Το μωρό έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή σχεδόν. Πού και πού έπεφτε σε έναν απότομο ύπνο, αλλά σύντομα ξυπνούσε και ξέσπαγε σε γοερά κλάμματα. Το γάλα που είχε στο φλασκί του το είχε δώσει όλο, ευτυχώς πριν ξινίσει, και το επόμενο γεύμα του θα ήταν στη Σάρια. Αν είχαν ήδη βρει τροφό, αλλά αυτό δεν ήταν δικό του καθήκον. Σίγουρα θα είχαν βρει, εξάλλου, τους περίμεναν.

«Εκτός κι αν κατεβάσεις γάλα εσύ», είπε στη φοράδα του.

Το ζώο δεν του έδωσε σημασία.

«Καημένη μου, είσαι κι εσύ χάλια.»

Δύο μερόνυχτα με ελάχιστες στάσεις. Ναι, το ζώο ήταν πολύ κουρασμένο. Ο νεαρός ακόλουθος ήταν κι αυτός κουρασμένος. Και λίγο ντροπιασμένος. Είχε δεμένο στη σέλα το ζωντανό μπογαλάκι, κολλητά στο σώμα του, για να το ζεσταίνει. Δεν τον είχαν προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Μέχρι πρότινος κουβαλούσε τα όπλα του κυρίου του. Αυτό, όμως... αυτό δεν ήταν και πολύ αντρίκιο.

 

Κούνησε το κεφάλι απότομα. Όχι, τίποτα δεν ήταν ντροπιαστικό. Ζούσε για να υπηρετεί. Και ήταν μεγάλη τιμή αυτή η ευθύνη που του εμπιστεύτηκε ο κύριός του.

 

*

 

Ο Βάολ κόντευε να σωριαστεί. Πέντε μέρες δρόμος που για κάποιον με άλογο θα ήταν δύο, το πολύ. Και είχε δρόμο ακόμα ως τη Σάρια. Αλλά πριν φτάσει στην πόλη, θα έκανε μια στάση στη λίμνη Ναράλια, με το άγαλμα της θεάς Νάρα. Λεγόταν γι' αυτό το μέρος ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες, λόγω του αγάλματος ή λόγω του αέρα, δεν ήξερε. Πάντως, ήλπιζε ότι θα του έκανε καλό. Είχε καιρό να πιεί. Έτσι το σκεφτόταν, “πίνω”, αν και ήταν κάπως άστοχη λέξη. Η μαγική ενέργεια δεν ήταν υγρό, αλλά πάλι, τι ήξερε κι αυτός; Ένας απλός άνθρωπος ήταν. Φτωχός, μάλιστα.

«Ανάθεμα τη φτώχεια», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του. «Ένα άλογο. Θα έδινα και...» αλλά κράτησε αυτό που πήγε να πει. Όχι, την ικανότητά του δεν θα την αντάλλαζε για τίποτα στον κόσμο. Τι ήταν λίγος καιρός αργία για έναν μάγο; Τους ρουφούσε τη μαγική δύναμη, (πόσο γλυκιά ήταν), έπαιρνε αυτός ζωτική ενέργεια που τον έκανε γερό και δυνατό για διάστημα ανάλογο της ποιότητας και της ποσότητας που “έπινε”, και ο μάγος δεν είχε παρά να ξεκουραστεί για να ξαναγεμίσει. Σιγά, και τι έγινε; Γιατί έκαναν έτσι; Γιατί έπρεπε να κρύβεται, να φεύγει από παντού;

Μια κοπελίτσα με την οποία είχε πλαγιάσει κάποτε και της είχε πάρει την ενέργεια όταν εκείνη αποκοιμήθηκε, του είχε πει με δάκρυα στα μάτια ότι την άφησε άοπλη, και μάλιστα για πολύ καιρό. «Μα, τι χρειάζεσαι τα ξόρκια; Τι εχθρούς έχεις εσύ;», την είχε ρωτήσει εκείνος, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Πώς κάνετε έτσι όλοι;» Η κοπέλα τον πέταξε τότε απ' το κρεβάτι, χτυπώντας τον στο κεφάλι με το νυχτερινό δοχείο. Τελικά, δεν ήταν καθόλου άοπλη.

 

«Μάγοι», μονολόγησε στην ανάμνηση αυτού του περιστατικού. «Σαν τους αριστοκράτες κι αυτοί. Όλο τον εαυτό τους σκέφτονται.»

Τον τελευταίο χρόνο όμως, είχε κι άλλο πρόβλημα εκτός από την υπερβολική αντίδραση των μάγων που δεν σκέφτονταν τις ανάγκες ενός απλού ανθρώπου. Κι αυτό το πρόβλημα ήταν η συχνότητα με την οποία έπρεπε να βρίσκει την επόμενη δόση. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν η ιδέα του, αλλά δεν ήταν. Όταν δεν έπινε για έναν μήνα, αρρώσταινε.

Πριν τρία χρόνια που όλα αυτά ξεκίνησαν, ήταν μια έκπληξη, ένας τρόπος να τονώνεται. Είχε κοντέψει να πεθάνει από δυσεντερία, τότε. Έτρεμε σαν το ψάρι στο δίχτυ, χωρίς να έχει πλήρη επίγνωση πού βρίσκεται και τι γίνεται γύρω του. Ξαφνικά, ένιωσε μια ζεστασιά να κυλάει στο χέρι του και να ανεβαίνει μέχρι το στήθος. Άνοιξε τα μάτια και είδε ότι έσφιγγε με εντυπωσιακή δύναμη το χέρι του έκπληκτου θεραπευτή που τον φρόντιζε. Ο γερο-μάγος προσπάθησε να ελευθερωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Βάολ ένιωθε όλο και καλύτερα και, μόλις όλη η ενέργεια του μάγου πέρασε στο σώμα του, τα χέρια τους ελευθερώθηκαν από τον αυτόματο δεσμό. Ο Βάολ θεραπεύτηκε αστραπιαία, σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας από το πρόχειρο νοσοκομείο του οικισμού, αφήνοντας τον μάγο νεκρό, όπως πίστεψε με τρόμο. Το ίδιο βράδυ, κρυμμένος στις σκιές, τον είδε με μεγάλη ανακούφιση που γύριζε στην καλύβα του. Αυτό ήταν. Δεν δίστασε να το επαναλάβει.

Αλλά όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αυτή η ευχάριστη αναζωογόνηση γινόταν αναγκαιότητα. Το σώμα του υπέφερε χωρίς την ενέργεια κάποιου μάγου, και σαν να μην έφτανε αυτό, δεν του αρκούσε πια το κάθε παιδαρέλι που έκανε τα πρώτα του βήματα στη μαγεία. Χρειαζόταν έμπειρους στόχους, με μεγάλες αποθήκες δύναμης. Και, φυσικά, αυτούς ήταν πολύ πιο δύσκολο να τους ξεγελάσει, να τους πιάσει στον ύπνο, κυριολεκτικά ή όχι.

 

Το τελευταίο καλής ποιότητας γεύμα του -καμιά φορά το σκεφτόταν κι έτσι- ήταν πριν έξι μήνες, όταν γύρεψε κατάλυμα στο μοναστήρι της Νάρα. Πολύς καιρός. Εκείνη η ιέρεια ήταν πολύ δυνατή, μακάρι να έβρισκε τόσο καλή πηγή κι εκεί που πήγαινε τώρα. Κλέφτη, έτσι τον είχε αποκαλέσει. Τι ήξερε κι εκείνη; Μια βολεμένη ήταν.

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Έξι μήνες. Πάρα πολύς καιρός. Εκείνη η έγκυος πριν λίγες εβδομάδες στο ψαροχώρι δεν τον ικανοποίησε. Ήταν λίγη. Ένιωσε και κάπως άσχημα που το έκανε αυτό σε μια έγκυο, αλλά αυτά είχε η ζωή. Κι αυτός έπρεπε να ζήσει.

«Έτσι είναι, η ζωή δίνει, η ζωή παίρνει. Οι μάγοι δεν νοιάζονται για τους απλούς ανθρώπους, κι εγώ, σαν απλός άνθρωπος, πρέπει να νοιαστώ για τον εαυτό μου. Δίκαιο.»

 

Τελικά, έφτασε στη λίμνη Ναράλια ενώ έπεφτε το βράδυ και η υγρασία του δάσους τρυπούσε κόκαλα. Πλησίασε στο νερό και γονάτισε για να πιει. Έπρεπε να κοιμηθεί λίγο, αν ήθελε να προλάβει να δει, έστω, τα τείχη της Σάρια. Αφού ξεδίψασε, κοίταξε το άγαλμα της θεάς, χλωμό στο τελευταίο φως της μέρας. Πήγε να σηκωθεί αλλά τα γόνατά του τον πρόδωσαν. Σύρθηκε ως εκεί, με το αίμα να φεύγει από το κεφάλι του και τον κόσμο να σκοτεινιάζει. Ανάσαινε βαριά, καταλάβαινε ότι λιποθυμάει, το είχε ξαναπάθει, αλλά δεν σταμάτησε να σέρνεται προς τη μαρμάρινη θεά. Κάτι τον τραβούσε όσο πλησίαζε. Και, όταν την έφτασε, επιβεβαιώθηκε. Άπλωσε το δεξί του χέρι προς αυτήν, με το αριστερό να τον στηρίζει ακόμα στο έδαφος. Άγγιξε τα πόδια της. Η επαφή με το κρύο υλικό του έφερε ένα στιγμιαίο ρίγος. Αφέθηκε στην αίσθηση. Ναι, αυτό θα τον κράταγε μέχρι την πόλη, ίσως και καμιά-δυο μέρες ακόμα. Η ζεστασιά που ακολούθησε απλώθηκε στο σώμα του και τον κοίμησε γλυκά, τον νανούρισε σαν μωρό στην κούνια.

 

*

 

«Σώπα δεντρί, σώπα παιδί, σώπα καλή μου τύχη,

γλυκό ψωμί, γωνιά ζεστή, θα σώσω να σου τύχει.»

 

Δεν ήξερε άλλα νανουρίσματα, μόνο ένα, κι αυτό μισό. Μπορεί και να μπέρδευε τα λόγια, αλλά το θέμα ήταν να κοιμηθεί το μωρό. Άργησε να πιάσει. Κόντεψε να κοιμηθεί ο ίδιος πάνω στη σέλα, μουρμουρίζοντας τον ίδιο ρυθμό ξανά και ξανά, πριν κλείσει τα μάτια το τέρας. Ντροπή να το λέει έτσι, και το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να το σκεφτεί αλλιώς πια. Ζήλευε τη μάνα του, που το ξεφορτώθηκε.

Όχι, δεν κάνει να μιλάμε έτσι για έναν διάδοχο.

Αλλά δεν μίλαγε, σκεφτόταν. Μπορούσε να σκέφτεται ό,τι ήθελε όσο δεν τον άκουγε κανείς. Κι αυτό το πράγμα ήταν ένα τέρας όλο στόμα. Πάνω που είχε αρχίσει να το λυπάται επειδή του φαινόταν όλο και πιο αδύναμο, το μωρό ξεκίνησε έναν αγώνα μέχρι τελικής πτώσης, βγάζοντας όσον αέρα είχε μέσα στα πνευμόνια του σε διαπεραστικές τσιρίδες. Θα τον κυνηγούσε με το ασταμάτητο κλάμα του για καιρό, θα στοίχειωνε τα όνειρά του – αν κατάφερνε να ξανακοιμηθεί ποτέ του.

Τελικά το μικρό τέρας έκλεισε τα μάτια του και ο Πόβις αναστέναξε (πολύ, πολύ προσεκτικά) με ανακούφιση. Παραδόθηκε στον γλυκό ήχο του κόσμου. Τα πουλιά, τα βήματα της φοράδας, τα μακριά μπουμπουνίσματα -ερχόταν καταιγίδα- την ίδια του την αναπνοή. Μπορούσε να ακούσει την αναπνοή του και πάλι!

 

*

 

Ο Βάολ ξύπνησε απότομα. Το ελαφρύ, γλυκό γαργάλημα που τον είχε νανουρίσει μετατράπηκε ξαφνικά σε οξύ πόνο, σαν κάψιμο. Προσπάθησε να πάρει το χέρι του από το άγαλμα, αλλά είχε κολλήσει. Αυτό δεν γινόταν ποτέ. Ήταν ο ίδιος που αποφάσιζε να κόψει τον δεσμό, και όχι ο εκάστοτε μάγος. Κι αυτό... αυτό δεν ήταν καν μάγος. Ήταν ένα άγαλμα. Έβγαλε μια φωνή και έδωσε ώθηση με το άλλο του χέρι, ανασηκώνοντας το σώμα του από το έδαφος. Τίποτα. Το δεξί του χέρι έμεινε κολλημένο στην λαξευτή θεά, εμποδίζοντάς τον να σηκωθεί και πονώντας όλο και περισσότερο, σαν να του μπήγανε καυτές βελόνες.

Ο Βάολ έβρισε. Τη θεά. Ήξερε ότι δεν έπρεπε, ιδίως αφού ήταν κατά κάποιον τρόπο συνδεδεμένος μαζί της, αλλά δεν είχε μάθει να βρίζει αόριστα. Αυτό ήταν. Τώρα θα έριχνε φωτιά να τον κάψει. Όλα κι όλα, ήταν θρήσκος, ήξερε πότε έκανε λάθος σ' αυτά τα πράγματα.

Πράγματι, κάτι έπεσε στο κεφάλι του, αλλά όχι φωτιά. Αστροπελέκι, σκέφτηκε, ενώ ο κόσμος έλαμψε για μια στιγμή και το σώμα του τεντώθηκε σαν χορδή τόξου κι έπεσε σαν άψυχο δίπλα στο άγαλμα. Πόναγε το στήθος του, μυρμήγκιαζαν τα χέρια του, έχασε τελείως τα πόδια του. Αυτά πρόλαβε να μετρήσει, ώσπου τον βρήκε το δεύτερο χτύπημα.

Άκουσε μια λέξη μέσα στο μυαλό του, πριν σβήσει τελείως. Κλέφτη...

 

*

Ο Άνγκροτ ήταν παλιός στα κόλπα. Δεν μπορούσαν να τον ξεγελάσουν ένα παιδαρέλι ιππότης με τον ακόμα πιο παιδαρέλι ακόλουθό του. Φτηνά, παλιά τεχνάσματα. Χωρίζονται στο σταυροδρόμι, ο ιππότης παίρνει τον δρόμο προς το μοναστήρι και ο υπηρέτης του τον δρόμο για την πόλη. Και οι δύο κουβαλάνε από έναν μπόγο. Ο ένας από τους δύο μπόγους είναι ρούχα, ο άλλος είναι ο στόχος. Ποιος από τους δύο; Το αίνιγμα παραήταν απλό, σε σημείο να αμφιβάλει φορές-φορές για την ορθότητα της απόφασής του να ακολουθήσει τον υπηρέτη.

Μα, ποιον πίστευαν ότι κορόιδευαν; Έναν κυνηγό κεφαλών τρεις δεκαετίες και βάλε στο παιχνίδι; Ήταν δεκαπέντε χρονών όταν σκότωσε τον πρώτο του. Έναν ληστή, ένα απλό σκουπίδι, που όμως αποδείχτηκε απρόθυμος να πεθάνει. Ένας άνθρωπος ήταν μεγάλο θήραμα, έπρεπε να τον χτυπήσει σε ζωτικά σημεία. Τον παίδεψε, αλλά τα κατάφερε. Έμαθε από αυτό, το πρώτο κυνήγι του. Από τότε είχε σκοτώσει πολλούς, και όλους τους θυμόταν όπως η μαμή τα παιδιά που πιάνει. Είχε στη μνήμη του κάθε πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλο, κάθε πρόσωπο, κάθε πάλη, με όλες τις λεπτομέρειες. Ήταν η τέχνη του. Ήταν η ζωή του. Υπήρχαν και αποτυχίες, φυσικά. Ο Άνγκροτ τις θυμόταν κι αυτές, μία προς μία. Ήταν μαθήματα.

Το καινούργιο του θήραμα ήταν μικρό, ένα λαγουδάκι που δεν μπορούσε να τρέξει. Το ότι φυλλασσόταν από ένα παιδί που έπαιζε με σπαθιά, δεν αποτελούσε πρόβλημα. Τους είχε αφήσει να απομακρυνθούν, για να μην τον δουν να έρχεται όσο περνούσαν ακόμα την αγροτική περιοχή, και είχε καθυστερήσει μετά, ώσπου να σιγουρευτεί ότι βρίσκεται στα χνάρια τους. Τώρα όμως έπρεπε να βιαστεί, ήξερε πού πήγαιναν.

 

Θα τους έφτανε σύντομα.

 

*

 

Το σώμα του πονούσε, χέρια, πόδια, πλάτη, σαν να τα είχε στίψει κάποιος γίγαντας, τα αφτιά του βούιζαν, τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ήταν αδύνατο. Κοίταξε το άγαλμα της Νάρα με τρόμο, και οπισθοχώρησε όσο πιο μακριά γινόταν. Η πλάτη του βρήκε αντίσταση σ' έναν κορμό δέντρου. Κάθισε εκεί και πήρε βαθιές ανάσες. Ζαλιζόταν.

Ήταν θυμωμένος, όχι με τη θεά, αλλά με τους ανθρώπους. Ήξερε ότι η θεά δεν θα τον χτυπούσε, ήταν καλός άνθρωπος, δεν είχε βλάψει ποτέ του κανέναν. Στοιχειωμένο άγαλμα, σκέφτηκε, με κακή μαγεία. Ποιος ξέρει τι έχουν κάνει. Ένας τόπος προσευχής έχει γίνει παγίδα θανάτου. Όταν θα έφτανε στην πόλη, θα ζήταγε αποζημίωση από τον πρώτο ιερέα που θα συναντούσε. Θα τους τα έλεγε ένα χεράκι, που άφησαν ένα άγαλμα της θεάς να μολυνθεί από την κακία μιας μάγισσας. Ήταν σίγουρος ότι την είχε ακούσει. Μάλιστα, θα ζητούσε αποζημίωση από τον ναό, θα πρέπει να υπήρχε ένας ναός, ολόκληρη πόλη. Το σωστό, σωστό. Αλλά, πώς θα τους έλεγε γι' αυτήν, χωρίς να τον καταλάβουν;

Ο Βάολ δεν πρόλαβε να σκεφτεί τις λεπτομέρειες, όμως, γιατί λιποθύμησε ξανά.

 

 

*

 

Ο Πόβις κοντοστάθηκε. Ήταν πολύ κοντά στην πόλη πια, αλλά η ρεματιά μπροστά τους πάντα τον φόβιζε. Και ποιος δεν ήξερε ότι το τρεχούμενο νερό ήταν επικίνδυνο τη νύχτα; Όλα τα ύπουλα πλάσματα αντλούσαν δύναμη σε τέτοια μέρη, και έκαναν... διάφορα πράγματα στους ταξιδιώτες, που δεν ήθελε να αναλογίζεται.

Μεγάλος άντρας, να φοβάμαι τα ξωτικά, σκέφτηκε, ντροπή.

Αναστέναξε. Δεν ήθελε με τίποτα να περάσει καβάλα το νερό, ήταν γρουσουζιά, ντροπή-ξεντροπή. Κοίταξε το μωρό, κοιμόταν. Επιθεώρησε τα λουριά που είχε τυλίξει πάνω από την κουβέρτα του και που το κράταγαν δεμένο στη σέλα, και ξεπέζεψε. Μπήκαν στο νερό, το άλογο πατώντας προσεκτικά, αυτός από δίπλα να ισορροπεί πάνω σε πέτρες κρατώντας τα γκέμια, και δεν συνέβη τίποτα απολύτως. Χαλάρωσε κάπως, και συνέχισε με ένα ελαφρύ χαμόγελο. Δεν είχε λόγο να φοβάται, ήταν απλά νερό, δεν κρυβόταν κανένα ύπουλο πλάσ-

 

Πάγωσε στη θέση του. Μπροστά τους, στα τρία μέτρα, κάτι σάλευε, σκυφτό μέσα στο νερό. Ο Πόβις δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από εκεί που στεκόταν, ούτε να κάνει καμιά λογική σκέψη. Κράτησε την αναπνοή του. Δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο το νερό που έτρεχε ανάμεσα στις πέτρες. Σιγά-σιγά, άφησε τα γκέμια και έσυρε το χέρι του ως στη λαβή του σπαθιού. Θα πλησίαζε αθόρυβα, πριν το πλάσμα τους καταλάβει. Ενώ ετοιμαζόταν για το πρώτο βήμα, άκουσε με τρόμο το μωρό να ξυπνάει. Πριν προλάβει να αντιδράσει, το μικρό τέρας άρχισε να τσιρίζει τόσο δυνατά που θα το άκουσαν μέχρι την πόλη.

Όλα έγιναν εν ριπή οφθαλμού. Το μωρό ούρλιαζε, το πλάσμα του νερού τους κοίταξε για μια στιγμή σαστισμένο, ενώ εκείνος είχε ήδη ξεγυμνώσει το σπαθί του. Όταν η ξωτικιά όρμηξε προς το μέρος τους μανιασμένη, έπεσε πάνω στη λάμα, ή η λάμα τεντώθηκε προς αυτήν, ο Πόβις δεν κατάλαβε, πάντως ένιωσε αντίσταση στο χέρι του και είδε την ξωτικιά να σκύβει κρατώντας το στομάχι της, ενώ έβγαζε μια έκπληκτη κραυγή. Τράβηξε το σπαθί, εκείνη οπισθοχώρησε, και τότε έγινε κάτι πολύ κακό. Ω, πάρα πολύ κακό. Το άλογο, τρομαγμένο από τη μαγεία του πλάσματος ή από την αναμπουμπούλα, χλιμίντρισε δυνατά και, πριν προλάβει ο Πόβις να το πιάσει, έφυγε τρέχοντας. Εκείνος κοντοστάθηκε, μόνο για μια ανάσα, ανήμπορος να δεχτεί το γεγονός. Αμέσως συνήλθε όμως, και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που είχε φύγει το άλογο με τον νόθο γιο του βασιλιά δεμένο πάνω του. Αυτή η μία ανάσα που είχε μείνει άπραγος ήταν αρκετή για να τους χάσει από τα μάτια του.

 

Δεν ξανακοίταξε πίσω, την πληγωμένη ξωτικιά. Ήλπιζε ότι την είχε τραυματίσει θανάσιμα. Αλλά πάλι, πεθαίνουν τα ύπουλα πλάσματα;

 

*

 

Τους πλησίαζε, πέρναγε όλο και πιο φρέσκα χνάρια. Ήχος νερού τον ειδοποίησε ότι κόντευαν να φτάσουν στην πόλη, αν ήταν σωστός ο πρόχειρος χάρτης που του είχε χαράξει στο χώμα η Ινγκάρα, όταν συναντήθηκαν στο μοναστήρι για τις λεπτομέρειες. Αν έφταναν στην πόλη πριν από αυτόν, όλα θα πήγαιναν στράφι. Ήταν πολλά λεφτά για να τα χάσει. Η πελάτισσά του θα του έδινε εκατό χρυσά νομίσματα αν σκότωνε το μπάσταρδο. Υπερβολικά πολλά λεφτά. Η ιέρεια τον είχε μισθώσει στο παρελθόν, και τον σύστησε τώρα στη βασίλισσα. Ήξερε ότι ήταν καλός. Ήξερε ότι δεν θα άφηνε ποτέ, κανένα εμπόδιο να σταθεί ανάμεσα σ' αυτόν και την επιτυχία της αποστολής του.

 

Οι σκέψεις του Άνγκροτ πετούσαν από 'δω κι από 'κει. Προσπαθούσε μάταια να μη νυστάξει πάνω στη σέλα. Ήταν χρόνια μαθημένος στην έλλειψη ύπνου, αλλά τελευταία το μυαλό και το σώμα του τον πρόδιδαν. Γερνούσε, κακά τα ψέματα. Μετά από αυτή τη δουλειά μπορεί να έκανε τίποτα άλλο, κάτι πιο ήσυχο. Ένα πανδοχείο, ίσως.

Ναι, σίγουρα.

Έφτασε στη ρεματιά. Όλο ευθεία ήταν η Σάρια, αλλά αν ακολουθούσε το νερό προς τα κάτω, θα έφτανε στη λίμνη Ναράλια. Ο δρόμος του ήταν ευθεία, λοιπόν. Αλλά, μήπως όχι; Σκούρες κηλίδες σημάδευαν το χώμα, προς την κατεύθυνση της λίμνης. Ξεπέζεψε για να δει καλύτερα. Ήταν, πράγματι, πατημασιές. Αλόγου και ανθρώπου. Φαίνεται ότι ο ταξιδιώτης προσπάθησε να περάσει το άλογο απέναντι οδηγώντας το πεζός -άλλος ένας ηλίθιος που πίστευε στις νεράιδες και φύλλαγε την ψυχή του, την αγνότητά του και ποιος ξέρει τι άλλο, σαν θησαυρό. Το άλογο όμως για κάποιο λόγο φοβήθηκε και τό 'βαλε στα πόδια. Ο ηλίθιος και το άλογό του ήταν, προφανώς, αυτοί που ακολουθούσε.

 

«Τέλεια», μουρμούρισε, κι έφτυσε κάτω.

 

Ακολούθησε τα χνάρια. Σε κάποιο σημείο μπερδεύονταν με κάποια άλλα, μικρότερα. Κομψότερα. Υπήρχε και κάποιος άλλος εκεί, ταυτόχρονα με τον ακόλουθο του ιππότη. Κάποιος που δεν φόραγε μπότες, αλλά μαλακά, στενά παπούτσια. Και ήταν κατά πολύ ελαφρύτερος, οι πατημασιές του ήταν πιο ρηχές από του νεαρού άντρα.

Μια γυναίκα. Η σκέψη του επιβεβαιώθηκε αμέσως, όταν είδε μια γυναικεία φιγούρα πεσμένη στις πέτρες. Προς στιγμή σκέφτηκε να την αφήσει και να συνεχίσει το κυνήγι του, αλλά κάτι του έλεγε ότι έπρεπε να της ρίξει μια κοντινή ματιά.

Ήταν ξαπλωμένη στο πλάι. Έσφιγγε με τα χέρια το στομάχι της και άσθμαινε. Γονάτισε δίπλα της και τη γύρισε ανάσκελα. Το τελευταίο φως του φεγγαριού που έδυε αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά της. Δεν την είχε ξαναδεί στη ζωή του. Αλλά δεν χρειαζόταν. Όλες οι πληροφορίες ήταν εκεί: ο μανδύας από μαλλί άριστης ποιότητας, η ασημένια κλωστή στις ραφές, το φόρεμα που γλυστρούσε στα χέρια του σαν αέρας, η επίχρυση ζώνη. Όλες οι πληροφορίες του έλεγαν ότι η αποστολή του κινδύνευε σοβαρά.

Η γυναίκα άφησε ένα βογγητό και λιποθύμησε όταν εκείνος άγγιξε την πληγή της. Το αίμα ήταν πολύ, η απόφαση άμεση. Τη σήκωσε και την κουβάλησε μέχρι το άλογό του. Ίδια πορεία, αλλαγή αποστολής. Μια ζωντανή βασίλισσα άξιζε πολύ περισσότερο από ένα νεκρό μπάσταρο. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν την έσωζε δεν θα υπήρχε κανείς να τον πληρώσει για το τελευταίο.

 

*

 

Το κλάμα του μωρού τον καθοδηγούσε. Να μια φορά που ήταν ευγνώμων για τις τσιρίδες του. Η φοράδα είχε πάει στη λίμνη, πράγμα καθόλου παράξενο, αφού το μέρος ήταν ευλογημένο. Ήταν απίστευτα τυχερός που τη βρήκε. Δεν θα την άφηνε ξανά μέχρι την πόλη, ό,τι και να συναντούσαν. Ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει το μωρό, που έκλαιγε ακόμα, ο Πόβις είδε κάτι σαν ανθρώπινη φιγούρα στη ρίζα ενός δέντρου. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά μέσα στο πυκνό σκοτάδι, αλλά η πρωτύτερη εμπειρία του τού έλεγε να φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτή η νύχτα θα τον τρέλαινε. Πότε θα ερχόταν το ξημέρωμα, να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του;

Έκανε μεταβολή, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Αλλά δεν απομακρύνθηκε πολύ, σταμάτησε και το ξανασκέφτηκε. Κι αν ήταν θέλημα της θεάς αυτό που έγινε; Μια δοκιμασία; Αν αυτό που κοιτόταν κάτω απ' το δέντρο δεν ήταν ένα ύπουλο πλάσμα της νύχτας, αλλά ένας συνάνθρωπος που χρειαζόταν βοήθεια;

 

*

 

Ο Άνγκροτ έπρεπε να συγκρατεί τη βασίλισσα στη σέλα, γιατί δεν είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Πήγαιναν αναγκαστικά αργά, δεν ήταν σίγουρος αν θα προλάβαινε να την πάει ζωντανή στο παλάτι. Κοίταξε ανατολικά, μια υποψία φωτός έδινε σχήμα στα βουνά, αλλά από τείχη ακόμη τίποτα. Αν η βασίλισσα πέθαινε πριν εμφανιστούν, θα την πέταγε απ' τη σέλα και θα κάλπαζε με όλη του τη δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν ήταν από τις περιπτώσεις που θα ανταμοιβόταν αν έφερνε ένα πτώμα.

 

*

 

Ο Βάολ καταλάβαινε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, καν. Κάποιος τον είχε μαζέψει και τον είχε δέσει πίσω του, πάνω στη σέλα. Είχε σωθεί, θα τον πήγαινε στην πόλη, του είπε, σε θεραπευτή. Σε θεραπευτή! Δηλαδή, σε μια πηγή ενέργειας. Όλα καλά, τελικά. Τον πήγαιναν εκεί που ήθελε να πάει. Έγυρε πάνω στην πλάτη του σωτήρα του και έκλεισε τα μάτια. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ασφαλής.

 

*

 

Πώς τα έφερε αυτή η νύχτα, περίεργα, ανάποδα. Τώρα ο κυνηγός ήταν μπροστά και το θήραμα πίσω του, ορατό πια, πλησίαζε. Τώρα αυτός θα γινόταν θήραμα, αν ο νεαρός καταλάβαινε ποιος ήταν. Αλλά είχε σταθεί προσεκτικός, ο μικρός αποκλείεται να τον είχε δει όταν τον ακολουθούσε. Προσκυνητής, έτσι θα έλεγε. Ένα εύκολο ψέμα. Ήταν ένας προσκυνητής, που στο δρόμο για τη λίμνη βρήκε μια γυναίκα πληγωμένη και τη μάζεψε. Από τα ρούχα κατάλαβε μάλιστα ότι είναι αρχόντισσα -θα καμωνόταν τον άσχετο, ότι δεν ξεχώριζε άρχοντες από βασιλιάδες.

Ο νεαρός τον έφτασε, ήταν δίπλα του πια. Ο Άνγκροτ γύρισε, έτοιμος για έναν ευγενικό χαιρετισμό, αλλά αντίκρυσε ένα κάτασπρο πρόσωπο με γουρλωμένα μάτια. Ο μικρός δεν τον κοίταζε. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο λίγο πιο χαμηλά, στην αγκαλιά του. Στην αρχή σάστισε, αλλά το τραύλισμα του μικρού όταν πήγε να μιλήσει ξεκαθάρισε τα πράγματα.

«Τι... Πώς...» Ο νεαρός ξερόβηξε. Κοιτούσε μια τη βασίλισσα, μια τον Άνγκροτ.

«Βρήκα αυτή την αρχόντισσα λαβωμένη», είπε εκείνος, δοκιμαστικά. Περίμενε. Παρακολούθησε τον μικρό, που έψαχνε τα επόμενα λόγια.

Πρόσεξε όμως κάτι καινούργιο. Ή, μάλλον, κάποιον καινούργιο, που καθόταν κακήν κακώς πίσω από τον νεαρό. Ποιος ήταν πάλι αυτός; Μια γρήγορη ματιά, πάντως, του έδωσε το πλεονέκτημα: ο άντρας εκείνος δεν είχε σπαθί. Για την ακρίβεια, φαινόταν ότι δεν είχε δει ποτέ του σπαθί από κοντά, ήταν ένας τυχαίος κακομοίρης. Απλή λογική, λοιπόν. Δύο άντρες με σπαθί και μια λαβωμένη βασίλισσα. Και οι δυο ήξεραν ποιος τη λάβωσε. Πόσο μάλλον που ο ένας έτρεμε σαν το ψάρι στη θέα της.

Μίλησε ξανά, πριν προλάβει ο μικρός να δει στο βλέμμα του ότι είχε καταλάβει την αλήθεια.

«Και από ό,τι βλέπω, έπιασες τον ένοχο», είπε, δείχνοντας με το κεφάλι τον άντρα που καθόταν πίσω του. Εκείνος αναδεύτηκε λίγο, αλλά δεν κατάφερε να βγάλει λέξη, μόνο ένα αξιολύπητο μουγκρητό.

Ο νεαρός μπερδεύτηκε για μια στιγμή, αλλά γρήγορα μια ελπίδα έλαμψε στα μάτια του. Μια βρώμικη ελπίδα, από αυτές που λερώνονται με τύψεις. «Ναι», ψέλισσε. «Ναι,», επανέλαβε, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά, «άκουσα τις φωνές της, αλλά ώσπου να φτάσω το μόνο που είδα ήταν αυτόν να τρέχει. Φαίνεται, πέταξε το όπλο του πριν το βάλει στα πόδια. Πάλι καλά που βρήκες τη δύστυχη γυναίκα εσύ.»

«Ναι, πάλι καλά που δυο έντιμοι άντρες ταξίδευαν για τη Σάρια την ίδια νύχτα», είπε ο Άνγκροτ με μια διακριτική νότα ειρωνίας στη φωνή του. Κοίταξε το μωρό. «Να σου ζήσει», είπε.

Ο νεαρός χαλάρωσε φανερά. «Ευχαριστώ», είπε, μ' ένα δειλό χαμόγελο.

«Η μητέρα του, καλά είναι;», ρώτησε ο Άνγκροτ.

«Α; Ναι, ναι. Απλά δεν έχει γάλα και πάω να βρω παραμάνα.»

Ο Άνγκροτ κοίταξε τη βασίλισσα. «Αυτή εδώ η κακομοίρα, όμως, δεν είναι καλά. Πρέπει να συνεχίσω, μήπως και τη βγάλει καθαρή.»

«Ναι, βέβαια, ας συνεχίσουμε», συγκατένευσε ο νεαρός.

 

*

 

Λίγο μετά το χάραμα, πέντε ταξιδιώτες έφτασαν στην κεντρική πύλη της Σάρια. Οι δύο από αυτούς θα ανταμοίβονταν πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες τους στο βασίλειο, δύο από αυτούς ίσως να ζούσαν, και ο ένας θα κατέλειγε γδαρμένος, παλουκωμένος και κρεμασμένος.

 

Η ζωή δίνει, η ζωή παίρνει.

 

 

 

 

edit: μορφοποίηση

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

  1.  Ω, δυο μέρες μωρό πάνω στη σέλα. Ελπίζω να θυμόταν να το αλλάξει....
  2. Και λίγα του έκανε με το δοχείο.
  3. Νομίζω είναι κειτόταν και όχι κοιτόταν.
  4. Έγειρε μάλλον, όχι έγυρε.
  5. Αντίκρισε και όχι αντίκρυσε (είναι παλαιότερη γραφή απλώς, όχι ακριβώς λάθος)

Δηλαδή η Ερλίση έκανε το ξόρκι για να αποτρέψει τον μαγοπότη, έτσι; Αυτό τον κόλλησε στο άγαλμα; Η Ερλίση τον χτύπησε μετά;

 

Πέρα από τα παραπάνω, που είμαι σίγουρη πως θα έβρισκες και μόνη σου στο επόμενο ξεσκόνισμα, το διήγημα είναι πολύ -πολύ καλό. Το διάβασα νεράκι, γέλασα, μου άρεσε και το νανουρισματάκι που σκάρωσες (και στο λέει κάποια με μανία στις ρίμες αυτό) και γενικά θα ήθελα να υπήρχε πριν και μετά, να ήταν κομμάτι μίας μεγαλύτερης ιστορίας που θα μπορούσα να αράξω με το καφεδάκι μου και να απολαύσω.

Μπράβο Άννα! Πάντα τέτοια!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία Άννα! Καναδυό πραγματάκια που ήθελα να πω τα είπε η Ειρήνη, επιπλέον μου φάνηκε πως φλυαρεί λίγο, αλλά γι' αυτό μάλλον φταίω εγώ που προτιμώ τις πιο κόμπακτ περιγραφές κι αφηγήσεις. Καλογραμμένο, ωραίος ο συνδυασμός των στοιχείων του παιχνιδιού. :thumbsup:

 

 

Δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε η βασίλισσα μέσα στο νερό.

 

 

"Ινγκάρα"; Πώς να μην το σχολιάσω τώρα εγώ αυτό το όνομα; :lol:

Και "Νάρα"; Ευτυχώς ήταν από μάρμαρο κι όχι από ανθρακονήμματα (carbonfibre)... :lol:

Edited by MadnJim
Link to comment
Share on other sites

Και "Νάρα"; Ευτυχώς ήταν από μάρμαρο κι όχι από ανθρακονήμματα (carbonfibre)... :lol:

:lol: :lol: :lol:  (Πραγματικά, πολύ καλό)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, μου άρεσε το πως κατέληξαν τα πράγματα! Ήταν μια καλή ανατροπή.

Μου άρεσαν επίσης και τα χιουμοριστικά στοιχεία που έβαλες. 

Edited by WILLIAM
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ η ιστορία, αν και πιστεύω ότι σε παίρνει -εκτός παιχνιδιού- να βάλεις ένα 1000άρικο λέξεις ακόμη. Συγκεκριμένα, θα είχε πιστεύω νόημα αν ξαναβλέπαμε την Ερλίση (ξεκινάει την ιστορία, φαίνεται σημαντική, αλλά μετά δεν την ξαναβλέπουμε) και, επίσης, αν μαθαίναμε πώς και γιατί βρέθηκε η βασίλισσα στο ποτάμι μες στη μαύρη νύχτα. Πολύ έξυπνος και παραπλανητικός ο τίτλος. Επίσης, η ιστορία είχε γενικά ενδιαφέροντα στοιχεία, με το πιο ενδιαφέρον να είναι μάλλον ο τύπος που κλέβει ενέργεια από μάγους και δεν μπορεί να καταλάβει ότι κάνει κάτι κακό (κι αυτό θα ήταν κάτι που θα μου άρεσε να έχω δει επίσης, για ποιο λόγο, δηλαδή, είναι κακό). Τέλος, μου άρεσε πολύ που, με μπόλικους χαρακτήρες αναλογικά με τις λέξεις που είχες, κατάφερες να τους κάνεις όλους διακριτούς και ιδιαίτερους. Καλή επιτυχία στο παιχνίδι και μπράβο για μια πολύ ωραία ιστορία :)

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη και ενδιαφέρουσα ιστορία. Άνετα θα μπορούσα (και θα ήθελα) να τη δω σε νουβέλα, με περισσότερες περιπέτειες και περισσότερες λεπτομέρειες για τον κάθε ήρωα. Κάποιοι φάνηκαν ελάχιστα, ενώ ήταν σημαντικοί, και θα τους άξιζε λίγος παραπάνω χώρος.

 

Η μόνη παρατήρηση έχει να κάνει μ' αυτό που είπα πιο πάνω. Ο περιορισμός των λέξεων κάπως ζορίζει την ιστορία να συντομεύει. Και το τέλος είναι λίγο απότομο, αν και δεν χρειάζονται να ειπωθούν πολλά παραπάνω. Πάντως, τα κατάφερες πολύ καλά, με πολλούς χαρακτήρες και με ελάχιστες, αναλογικά, λέξεις, να πεις την ιστορία που θέλεις, χωρίς να φαίνεται ότι της λείπει κάτι.

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Το βασικό πρόβλημα του διηγήματος, κατά τη γνώμη μου είναι ότι συμβαίνουν για το μέγεθός του πάρα πολλά άσχετα ως προς το περιεχόμενο μεταξύ τους γεγονότα (έχεις έναν μάγο(;)-πρεζάκι - πολύ μου άρεσε η ιδέα-, έναν κυνηγό επικυρηγμένων, έναν άλλον που κι αυτός μάλλον κυνηγός επικηρυγμένων μοιάζει, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ιππότης, μια ξωτικιά του νερού που ίσως ήταν η βασίλισσα;)

 

Ίσως να φταίει που το διάβασα για να ξεκουραστώ, αλλά φοβάμαι ότι έχασα κάποια σημεία (όπως αυτό με τη βασίλισσα που λέω παραπάνω).

Για μένα, ενώ κάθε κομμάτι ανεξάρτητο ήταν καλό, με ωραία σημεία (αν κι υπάρχουν λίγα ζητήματα ορθογραφίας), συνολικά μου φάνηκε πηγμένο με ετερόκλητες ιστορίες (π.χ. η ιστορία του μάγου δεν μου φαίνεται ουσιαστικά απαραίτητη για την ιστορία), με πολύ σύντομες εναλλαγές ανάμεσα σε σκηνές με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους (αν όλοι οι χαρακτήρες είχαν κοινό κίνητρο και φαινόταν κάτι τέτοιο περισσότερο, μάλλον δεν θα είχα θέμα).

Το θετικό είναι ότι τα παραπάνω εύκολα διορθώνονται. Εγώ θα πρότεινα περισσότερες από 1000 λέξεις, όσες χρειαστούν ώστε να γίνονται πιο ομαλά οι μεταβάσεις. Κι επίσης η δομή θα μπορούσε να αλλάξει λίγο, δηλαδή να μην είναι τόσο αποσπασματική. Αν και με περισσότερες λέξεις σε κάθε ενότητα, ίσως το τελευταίο να μην είναι απαραίτητο.

 

Όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι μπορεί να έχω χάσει κάποιον συνδετικό κρίκο...

 

Παρά τα αρνητικά, η τελική εικόνα είναι μάλλον θετική.

Καλή επιτυχία! :)

Link to comment
Share on other sites

Οι προαναφερθέντες με κάλυψαν πλήρως. Είναι ένα κομμάτι συμπυκνωμένο, που όμως διεκδικεί σθεναρά αυτό που δικαιωματικά του αναλογεί: περισσότερες λέξεις. Θα ήθελα να διαβάσω περισσότερα για τους ολοζώντανους χαρακτήρες σου, να τους δω να αλληλεπιδρούν λίγο παραπάνω, να τους ακολουθήσω και σε άλλες περιπέτειες.

 

Θεωρώ ότι έκανες πολύ καλή δουλειά με τις λέξεις που είχες στη διάθεσή σου (το τέλος σου πολύ ταιριαστό στο ύφος και το είδος της ιστορίας).

 

Συγχαρητήρια κι από εμένα!

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω δεν έχω να πω κάτι πολύ καινούργιο. Μου άρεσε η ατμόσφαιρα.

Μου άρεσε η ιδέα να αποσπά τη δύναμη ο κοινός θνητός από τους τους μάγους. Πολύ έξυπνο και το στοιχείο του εθισμού και ο τρόπος που λειτούργησε το δόλωμα-ξόρκι.

Μου άρεσαν ιδιαίτερα οι σκέψεις του νεαρού με το μωρό.

Κι εγώ μπερδεύτηκα λίγο πώς βρέθηκε η βασίλισσα στο νερό. Ξέρω ωστόσο ότι εσύ ξέρεις, αλλά ότι δεν είχες το χώρο να το αναπτύξεις, οπότε δεν με πειράζει και πολύ, ούτε και είναι δύσκολο να μπει με λίγες λεξούλες ακόμα στο κατάλληλο σημείο.

Καλή και απροσδόκητη η ανατροπή -περίμενα εντελώς άλλα πράγματα, αλλά γι' αυτό λέγεται και ανατροπή. :)

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια. :)

 

Λίγες απαντήσεις (SPOILERS! από εδώ και κάτω ):

 

 

Δηλαδή η Ερλίση έκανε το ξόρκι για να αποτρέψει τον μαγοπότη, έτσι; Αυτό τον κόλλησε στο άγαλμα; Η Ερλίση τον χτύπησε μετά;

 

Το άγαλμα είχε κρατήσει μαγική ενέργεια από την επικοινωνία της βασίλισσας Ερλίση με την ιέρεια Ινγκάρα. Ο Βάολ την ένιωσε αυτή την ενέργεια και πήγε να πιεί (και ήπιε). Αλλά η Ινγκάρα τον έκανε τσακωτό, από την άλλη άκρη της γραμμής ( :atongue2: ) και του έριξε τα αστροπελέκια (αποκαλώντας τον κλέφτη).

 

 

 

Δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε η βασίλισσα μέσα στο νερό.

 

Το λέει στην πρώτη σκηνή: πήγε να κάνει ένα αποτρεπτικό ξόρκι στη ρεματιά, τη νύχτα, για τον τύπο που ερχόταν να της κλέψει τη μαγική ενέργεια (τον Βάολ) και που την προειδοποίησε γι' αυτόν η ιέρεια, η φίλη της.

 

Μου άρεσε πολύ η ιστορία, αν και πιστεύω ότι σε παίρνει -εκτός παιχνιδιού- να βάλεις ένα 1000άρικο λέξεις ακόμη. Συγκεκριμένα, θα είχε πιστεύω νόημα αν ξαναβλέπαμε την Ερλίση (ξεκινάει την ιστορία, φαίνεται σημαντική, αλλά μετά δεν την ξαναβλέπουμε) και, επίσης, αν μαθαίναμε πώς και γιατί βρέθηκε η βασίλισσα στο ποτάμι μες στη μαύρη νύχτα.

Σίγουρα ένα χιλιαρικάκι ακόμα χρειάζεται! Η βασίλισσα είναι η Ερλίση, έτσι; Ελπίζω να το κατάλαβες (δεν το κατάλαβαν όλοι, από ό,τι είδα). Όπως είπα και στον MadnJim, πήγε να κάνει ένα ξόρκι στη ρεματιά, αμυντικό. Δεν μου έφτασαν οι λέξεις! :crybaby: Φυσικά ήθελε άλλη μια ενότητα η Ερλίση!

 

 

Το βασικό πρόβλημα του διηγήματος, κατά τη γνώμη μου είναι ότι συμβαίνουν για το μέγεθός του πάρα πολλά άσχετα ως προς το περιεχόμενο μεταξύ τους γεγονότα (έχεις έναν μάγο(;)-πρεζάκι - πολύ μου άρεσε η ιδέα-, έναν κυνηγό επικυρηγμένων, έναν άλλον που κι αυτός μάλλον κυνηγός επικηρυγμένων μοιάζει, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ιππότης, μια ξωτικιά του νερού που ίσως ήταν η βασίλισσα;)

 Όλες οι ιστορίες ενώνονται. Όλοι οι χαρακτήρες χρειάζονται (διάβασε και τα παραπάνω, αν θες).

 

 

1) Μου άρεσε η ιδέα να αποσπά τη δύναμη ο κοινός θνητός από τους τους μάγους.

2) Κι εγώ μπερδεύτηκα λίγο πώς βρέθηκε η βασίλισσα στο νερό. Ξέρω ωστόσο ότι εσύ ξέρεις, αλλά ότι δεν είχες το χώρο να το αναπτύξεις,

 

1) Αυτό είναι καλό που το τονίζεις! Ναι, είναι ένας κοινός θνητός, και όχι μάγος ο ίδιος. Ίσως να παίρνει ανάπτυξη αυτή η ιδέα.
2) Τελικά οι περισσότεροι μπερδευτήκατε με τη βασίλισσα. :help: Αλλά, σ' ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη! :)

 

Θα το ξαναγράψω κάποια στιγμή!

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Να σε συγχαρώ και εδώ για την νίκη σου και περιμένω να δω την πιο ολοκληρωμένη μορφή αν μας την ανεβάσεις.

Link to comment
Share on other sites

Συγχαρητήρια και από μένα, Άννα! Πάντα δημιουγική σου εύχομαι!

Link to comment
Share on other sites

Ομολογώ πως πραγματικά δεν κατάλαβα ότι η βασίλισσα ήταν η Ερλίση και, μάλλον, σχεδόν κανείς; Αυτό σίγουρα θα πρέπει να το κάνεις πιο προφανές όταν το διορθώσεις, αλλά σου έχω εμπιστοσύνη :D

Link to comment
Share on other sites

Εγώ το κατάλαβα αμέσως ότι η βασίλισσα ήταν η Ερλίση και απορώ που εσείς δεν το καταλάβατε. Ίσως μπερδεύει το ότι στο δικό της κομμάτι δεν τη λες "βασίλισσα", αλλά τη βάζεις να φέρεται μάλλον σαν μάγισσα. Αλλά βεβαίως η λέξη "κλέφτη" μού έφτασε, τουλάχιστον εμένα, για να συνδέσω τα δυο κομμάτια.

Στα συν οι ζωντανοί και πειστικοί χαρακτήρες, με κάποιες λεπτομέρειες που τους προσγειώνουν (πχ κλάμα μωρού), παρόλο που μερικοί έχουν μαγικές ικανότητες κλπ. Καλή ιδέα οι αντιθέσεις των χαρακτήρων, ο μάλλον φοβητσιάρης, ο έμπειρος, ο τυχαίος που ξεφυτρώνει στη μέση, η μάγισσα που τραυματίζεται σχεδόν κατά τύχη και τα συμφέροντα όλων τους που διαπλέκονται.

Στα συν η πολύ πρωτότυπη ιδέα του τυχαίου ανθρώπου που ανακαλύπτει ότι έχει την ικανότητα να ρουφάει μαγική δύναμη. Χωράνε και συμβολισμοί εδώ, μαγεία=εξουσία κλπ.

Στα συν το γράψιμο, που δεν έχει καθόλου σάλτσες και λέει απλά την ιστορία, με αναφορές γεγονότων.

 

Η ίδια η ιστορία και το πώς συνδέονται όλα αυτά μπορεί να γίνει και περισσότερο ξεκάθαρο.

 

Στα πλην τα γλωσσικά λαθάκια, πχ "ψέλισε" αντί του σωστού "ψέλλισε". Και, ίσως είμαι εγώ σε φάση που με ενοχλεί ιδιαίτερα το συγκεκριμένο λάθος, αλλά σε μερικά σημεία θα έπρεπε να μπει υπερσυντέλικος αντί αόριστος, με πιο καραμπινάτο το εξής:

 

Είχε μείνει πολλή ώρα εκεί και η επικοινωνία της με την Ινγκάρα την εξάντλησε.

 

Αφού οι πράξεις που εκφράζονται με τα ρήματα "είχε μείνει" και "εξάντλησε" έχουν συμβεί ταυτόχρονα, πρέπει να μπουν και στον ίδιο χρόνο, "την είχε εξαντλήσει". Δεν έγινε το ένα πριν από το άλλο για να μπει το δεύτερο σε αόριστο.

 

 

Γενικά ήταν πολύ καλογραμμένο και ζωντανό, το διάβασα ευχάριστα και συμφωνώ ότι θέλει κι άλλες λέξεις, κυρίως επειδή οι χαρακτήρες είναι πάρα πολλοί για τόσο μικρό κείμενο (αλλά δε φταις εσύ, έτσι ήταν το θέμα). Μια ψήφος κι από μένα για να το μεγαλώσεις.

Μπράβο και άξια η νίκη σου!


Και τον τίτλο και τα ονόματα, αν σημαίνουν κάτι, δεν τα κατάλαβα...

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Α! Το κατάλαβες! Μπράβο ρε Κέλλυ!

 

Για τον υπερσυντέλικο: έμεινε πολύ εκεί και στο τέλος αυτό την εξάντλησε (όπου δικαιολογείται η αλλαγή χρόνου). Χμ, ή όχι; Θα το σκεφτώ, ευχαριστώ.

 

 

Ο λαγός του βασιλιά είναι το μωρό. Το λέει ο κυνηγός, σε κάποια φάση, ότι το καινούργιο του θήραμα είναι μικρό, ένα "λαγουδάκι που δεν μπορεί να τρέξει".

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μερσί.

 

Για τον υπερσυντέλικο: εντάξει, δεν είναι και τόσο καλό παράδειγμα του συγκεκριμένου λάθους αυτό που έγραψες, είναι όντως φλου τα πράγματα, αλλά τη στιγμή που μιλάμε έχει ήδη εξαντληθεί η Ερλίση, έτσι δεν είναι; Η εξάντληση δε συμβαίνει ταυτόχρονα με το ότι "τράβηξε τα χέρια της από το άγαλμα και άνοιξε τα μάτια". Εκεί κολλάει ο παρελθοντικός χρόνος.

 

Για τον τίτλο: αυτό με το λαγουδάκι είναι πολύ λεπτομέρεια για να βγαίνει από κει ο τίτλος - για να είμαι ειλικρινής, δεν το θυμάμαι καθόλου. Στη θέση σου θα έψαχνα για άλλο σημείο από όπου να βγαίνει ο τίτλος.

Link to comment
Share on other sites

Για τον τίτλο:

Εγώ είχα καταλάβει ότι ο Λαγός του βασιλιά ήταν

εκείνος που θα έφτανε πρώτος στον βασιλιά, με βάση το τέλος. Σαν να πήρες την ιδέα του μύθου του Λαγού και της Χελώνας και να κράτησες το ένα σκέλος στον τίτλο.

 

 

Όσον αφορά την Ερλίσι είχα ψυλλιαστεί ότι είναι η βασίλισσα, αλλά όχι επειδή το είδα κάπου, αλλά επειδή τα πρόσωπα μου έβγαιναν περισσότερα απ' ό,τι περίμενα ("ξωτικιά" του νερού, βασίλισσα, Ερλίσι στην αρχή, εκείνη η κοπέλα που αναφέρει ο μάγος) οπότε τα αντιστοίχισα εκ των υστέρων.

 

Τέλος, αυτό που έγραψα στο προηγούμενο σχόλιό μου και μάλλον, δεδομένης της απάντησής σου, δεν έγινε κατανοητό, είναι το εξής:

 

 

Ο μάγος ήταν απαραίτητο στοιχείο στην ιστορία σου; (πάντα δεδομένου του χώρου που είχες το σχολιάζω, αν επρόκειτο για μυθιστόρημα δεν θα το σχολίαζα)

Αν έλειπε εκείνος δεν θα μπορούσαμε να έχουμε την ίδια κατάληξη; (Καταλαβαίνω ότι για το παιχνίδι ήταν σημαντικός, ως όρος του παιχνιδιού, αλλά για την ιστορία, παρόλο που είναι ωραία προσθήκη, ακόμη δεν έχω καταλάβει (παρ' όλες τις εξηγήσεις σου) τον ρόλο του.)

Επειδή μάλλον κάτι έχω χάσει, το πιθανότερο είναι η απάντηση να είναι της μορφής "ο μάγος έβγαλε την βασίλισσα από το νερό - αν δεν υπήρχε εκείνος η βασίλισσα θα έμενε για πάντα μες στη λίμνη και δεν θα την έβρισκε ο κυνηγός επικυρηγμένων" (αν και φαντάζομαι ότι αν υπάρχει απάντηση (και δεν μπήκε θέλω να πω αποκλειστικά λόγω παιχνιδιού), θα είναι πιο σημαντική η σχέση του στην ιστορία από το παραπάνω που λέω).

Κατά πάσα πιθανότητα κάτι έχασα εγώ, γι' αυτό και το επαναλαμβάνω, μπας και κάποιος έχει απάντηση.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη ιστοριούλα.

 

Στα θετικά

Καλογραμμένη και ευκολοδιάβαστη. δεν είχε πολλά περιττά, σε κανένα σημείο δεν αισθάνθηκα να βαριέμαι και οι σύντομες ενότητες στις οποίες ήταν χωρισμένη η ιστορία, δεν βρήκα να χαλάνε την συνοχή του κειμένου, αντιθέτως έδιναν πολυ ωραίες "πάσες" από τον έναν ήρωα στον άλλο. Οι χαρακτήρες ήταν συνηθισμένοι, ρεαλιστικοί, το ίδιο και οι αντιδράσεις τους και ο τρόπος που σκέφτονταν κι έπρατταν.

 

Στα αρνητικά

Κάποια ορθογραφικά λαθάκια. τίποτε το σημαντικό, αλλά σε μια προσεχτική ανάγνωση, ορισμένα χτύπαγαν άσχημα στο μάτι. Επίσης το φινάλε ήρθε πολύ απότομα. Ναι, θυμάμαι σε τι βαθμό το όριο λέξεων δένει τα χέρια τού συγγραφέα, ίσως όμως θα μπορούσες να είχες αφαιρέσει κάποια πράγματα, ο Βάολ π.χ δεν προσφέρει τίποτε ουσιαστικό και μοιάζει να μπήκε απλώς για να συμφωνεί η ιστορία με την δωθείσα πλοκή, και να έκανες το φινάλε λίγο πιο ομαλό.

 

Ομολογώ ότι δεν κατάλαβα ότι η Ερλίση ήταν η βασίλισσα και μόνο μια αμυδρή υποψία είχα για τον λαγό τού βασιλιά.

 

Γενικώς, ένα ωραίο fantasy που μπορεί να αποτελέσει το υλικό για κάτι μεγαλύτερο.

Edited by John82
Link to comment
Share on other sites

  • 10 months later...

Λοιπόν! Μόλις το διάβασα!

Οι εντυπώσεις μου, Άννα, είναι θετικές.  Όπως πάντα, έμεινα  πολύ ευχαριστημένος από την ποιότητα της γραφής σου. Ζεστή, όμορφη,   πολύ απλά το έχεις το συγκεκριμένο θέμα :). Σε συγγραφικό επίπεδο τομόνο παράπονο που έχω είναι οι συχνές εναλλαγές μεταξύ  χαρακτηρών. Δηλαδή,με το που έμπαινα στα νερά μου με τον χαρακτήρα Α, ερχόταν  ο Β, μετά ο Γ μετά πάλι ο Α κ.ο.κ Υποσχέθηκες ότι θα την ξαναγράψεις, οπότε θα χαρώ πολύ να την διαβάσω  με  κάνα 2-3 χιλιαρικάκια ακόμα.

   Τώρα η ιστορία  είναι μία κλασική ιστορία φάντασι με νόθα παιδιά. Μου άρεσε  όμως  το πως συνενώθηκαν  όλες οι ιστορίες.  Γενικά,  το πλοτς  από την φύση του είναι δύσκολο( ειδικά  το συγκεκριμένο  το τερμάτισε   αφού σε ανάγκασε να  χρησιμοποιήσεις πολλούς  χαρακτήρες σε μόλις 4.000 λέξεις.

Μακράν το πιο ευφάνταστο στοιχείο  της ιστορίας ο   ρουφήχτρας. Δεν το έχω δει, αλλά άκουσα ότι σε φετινή σειρά, το Jessica Jones, υπάρχει ένας τυπάς που ελέγχει μυαλά και δεν μπορεί να καταλάβει  τι ακριβώς είναι τόσο κακο σε αυτό. Όπως είπα, δεν το έχω δει και δεν ξέρω  αν είναι σωστό,αλλά  όταν διάβασα για τον Βαόλ το μυαλό μου πήγε αυτόματα   εκεί.

 

Αυτά τα ολίγα!

Πέρασα καλά με την ιστορία και στην τελική αυτό είναι που μετράει :) Να ανεβάζεις πιο συχνά ιστορίες!

 

Αύριο ή  αργότερα σήμερα θα διαβάσω και το αντίπαλο δέος!

Edited by jjohn
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..