MadnJim Posted March 7, 2015 Share Posted March 7, 2015 Όνομα Συγγραφέα: MADnJIM Είδος: Sword and Sorcery?... χεχεχε, ναι, δηλαδή, περίπου... Βία; Ναιαιαι, αλλά θέλω να πιστεύω πως είναι απολαυστική... Σεξ; Μπαα, του 'κατσε αλλά δεν είχε χρόνο... Αριθμός Λέξεων: Περίπου 3780 Αυτοτελής; Ε ναι, πόσες φορές θα γλιτώνω το ξύλο; Σχόλια: Έχει fantasy setting, έχει μάγο και ξόρκια, έχει άρχοντα και φρουρούς, έχει τον "ντουλάπα" με το σπαθί, ελπίζω να μην σας πειράξει πολύ που εμένα μου αρέσει να έχει και λίγη πλάκα! Εύχομαι να διασκεδάσετε, και ακόμα περισσότερο εύχομαι να γελάσετε... ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Ο ΓΕΡΟΜΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ... Άφησε το σκαρπέλο πάνω στον πάγκο και σφυρίζοντας ακόμα τον χαρούμενο ρυθμό που επαναλάμβανε όλο το απόγευμα πήγε στο παράθυρο. Έξω είχε πέσει η νύχτα από ώρα, και το φεγγάρι ολόγιομο είχε σκαρφαλώσει κιόλας ψηλά στον έναστρο ουρανό. “Ωραία βραδιά...” σκέφτηκε χαϊδεύοντας την μακρυά του λευκή σαν χιόνι γενειάδα, “...ότι πρέπει για τον Γούντεν!” Κάπου μακρυά ακούστηκε το ουρλιαχτό ενός λύκου. Το σπίτι του γερομάγου ήταν λίγο έξω από την μικρή πόλη, ακριβώς στην αρχή του μεγάλου δάσους με τις οξιές και τις σφενταμιές, τα έλατα και τα πεύκα, τους λύκους και τις αρκούδες, τα τρολ και τις νεράιδες. Ελάχιστοι τολμούσαν να μπουν μέσα στις σκιές του, και ακόμα λιγότεροι κατάφερναν να ξαναβγούν όπως ήταν όταν μπήκαν. Συνήθως έβγαιναν νεκροί, μόνο που το δάσος τους κρατούσε ακόμα όρθιους να περπατάνε σαν μεθυσμένοι ώσπου να φτάσουν στα χωράφια έξω από την πόλη, κι εκεί να σωριαστούν τελικά σαν άδεια τσουβάλια γεμάτα κόκαλα και σκουλήκια. Ο γερομάγος δεν φοβόταν το δάσος. Όταν ήταν πιο νέος, πριν καμιά χιλιάδα χρόνια δηλαδή, νεαρός μάγος τότε, είχε μπει μέσα και το είχε περπατήσει απ' άκρη σ' άκρη. Έζησε για πολλούς αιώνες σε μια κουφάλα ενός πλάτανου στην καταπράσινη όχθη ενός ποταμού. Από μέσα η κουφάλα ήταν μαγικά φτιαγμένη σαν ολόκληρη έπαυλη που θα την ζήλευαν ακόμα και βασιλιάδες, αλλά απ' έξω για τα μάτια του αμύητου ήταν απλώς μια σκοτεινή τρύπα σ' ένα δέντρο. Σαν πέρασαν τα χρόνια όμως η υγρασία από το ποτάμι άρχισε να τον ενοχλεί όλο και περισσότερο, και τελικά του έγινε τόσο ανυπόφορη που αναγκάστηκε να αφήσει την άνετη κατοικία του και την ησυχία που του πρόσφερε μακρυά από τα περίεργα βλέμματα. Όταν η γενειάδα σου φτάνει να την τυλίξεις γύρω από τους ώμους σου σαν ολόλευκη εσάρπα τότε ξέρεις ότι έχεις γεράσει πια αρκετά. Έστησε νέο σπιτικό ανάμεσα στο δάσος και στην κοντινή πόλη, κι εκεί οργάνωσε από την αρχή το εργαστήριό του. Και πάλι απ' έξω έδειχνε σαν μια ετοιμόρροπη παράγκα, αλλά μέσα ήταν σωστό παλάτι. Τι στο καλό, είχε δυνάμεις ικανές να δώσουν μέχρι και ζωή , και δεν θα φρόντιζε να έχει λίγες ανέσεις παραπάνω για τον εαυτό του; Χαμογέλασε στο άκουσμα του λύκου. Τον γνώριζε από μικρό κουτάβι, όπως γνώριζε ένα ένα όλα τα πλάσματα του δάσους, φανερά και κρυφά. Δεν υπήρχε πια τίποτα που να είχε γεννηθεί πριν από αυτόν, το τελευταίο πλάσμα που ήταν μεγαλύτερό του, ένας γέρος καλικάντζαρος ίσαμε δυο πιθαμές, το σκότωσε ο ίδιος για να πάρει το σκουφί του επειδή ήταν υφασμένο από τρίχες καστανής αράχνης. Οι καστανές αράχνες ήταν κάτι κακάσχημα μεγάλα οχτάποδα τέρατα που ζούσαν απίστευτα πολλά χρόνια πριν, και οι τρίχες τους είχαν μαγικές ιδιότητες. Γι' αυτό και τελικά το είδος τους εξαλείφθηκε, επειδή ήταν πολλοί που τις κυνήγησαν για να χρησιμοποιήσουν αυτές ακριβώς τις δυνάμεις τους, και όταν ο γερομάγος μας χρειάστηκε λίγες από τις τρίχες τους η μόνη επιλογή που είχε ήταν το σκουφί του γεροκαλικάντζαρου. Εύκολη υπόθεση γι' αυτόν, ένα ξόρκι απ' αυτά που τα ξέρουν μέχρι και τα μικρά νεραϊδάκια στη νεραϊδοχώρα, και ο γεροκαλικάντζαρος άφησε χρόνους. Γύρισε στον πάγκο του και ξαναπήρε το σκαρπέλο στο χέρι. Στάθηκε για λίγο και θαύμασε άλλη μια φορά το νέο του δημιούργημα. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, με στητή κορμοστασιά και φουσκωμένους μυς, με μακρυά μαλλιά και βλοσυρό βλέμμα. Το μόνο πρόβλημα ακόμα ήταν πως ήταν απλώς ένα καλοφτιαγμένο ξύλινο άγαλμα. Από ένα και μοναδικό κομμάτι ξύλου, έναν κορμό από νεαρή γερή οξιά. Το κοίταξε καλά ψάχνοντας με τα έμπειρα μάτια του να βρει ατέλειες, και χαμογέλασε όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν τέλειο από κάθε άποψη. Πάνω στην ώρα, ο Γούντεν όπως τον είχε ονομάσει απόψε θα ζούσε, και θα ήταν αυτός που θα τον βοηθούσε να περάσει στο επόμενο στάδιο της ύπαρξής του σαν μάγος. Στην αθανασία. Χαμογέλασε πάλι στη σκέψη. Όχι μόνο θα ήταν αθάνατος, όχι μόνο θα ήταν ο ισχυρότερος μάγος που περπάτησε σ' αυτόν τον κόσμο, αλλά θα κατάφερνε να γίνει και πάλι νέος και δυνατός, όπως θα έπρεπε να είναι δηλαδή για να απολαύσει τους αμέτρητους αιώνες που τον περίμεναν να τους ζήσει. Το φως από το φεγγάρι έφτανε σιγά σιγά στα πόδια του αγάλματος. Όταν θα το σκέπαζε και θα το έλουζε ολόκληρο τότε θα έκανε το ξόρκι που θα του έδινε ζωή. Και μετά θα το έστελνε στην πόλη. Είχε δει την Καρδιά του Ήλιου στα οράματά του. Την είχε στο σπίτι του ο Άρχοντας της πόλης, ένα ακόμη μπιχλιμπίδι ανάμεσα στα άλλα που στόλιζαν τη μεγάλη αίθουσα όπου δεχόταν τους πολίτες του. Κανείς δεν ήξερε την πραγματική του δύναμη εκτός από τον γερομάγο, απλά θαύμαζαν το πανέμορφο λαμπερό πετράδι για την ομορφιά του. Πόσο κρίμα! Το χρειαζόταν, και ο Γούντεν θα το έπαιρνε γι' αυτόν, κι όταν θα του το έφερνε θα μπορούσε επιτέλους να κάνει το μεγαλύτερο ξόρκι που έκανε ποτέ μάγος. Το ξύλινο άγαλμα φωτίστηκε ολόκληρο, και η καρδιά του γερομάγου χτυπούσε σαν τρελή από την χαρά του. Περιορίζοντας όσο μπορούσε την ανυπομονησία του, δεν χώραγε κάποιο λάθος τώρα, στάθηκε μπροστά στον δίμετρο ξύλινο άντρα και μουρμούρισε τα μαγικά λόγια. «Ξύλο είσαι αλλά σάρκα θα γίνεις, το δέντρο που ήσουν να το ξεχάσεις εγώ θα σ' ορίζω και σε μένα θα δίνεις και ότι θελήσω εσύ θα το φτάσεις. Πάρε ζωή από που δε με νοιάζει μόνο ξύπνα και άκου τι σε προστάζω από τώρα το αίμα σου πλέον θα βράζει γιατί νέα ζωή στο σώμα σου βάζω...» Μια κυκλική κίνηση από τα χέρια του και το ξύλινο άγαλμα έπαψε μεμιάς να είναι ξύλινο! Ο Γούντεν ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του, μετά τις χούφτες του, και τελικά έκανε το πρώτο του βήμα. «Πέτυχε, πέτυχε!...» φώναξε ο γερομάγος κι έκανε να χορέψει από τη χαρά του αλλά το γέρικο κορμί του δεν ακολούθησε με την ίδιο ενθουσιασμό και κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα. Κρατήθηκε από τον πάγκο του και ασθμαίνοντας αποκαμωμένος κοίταξε τον τεράστιο άντρα μπροστά του που ακόμα προσπαθούσε να καταλάβει τι του γινόταν. «Ηρέμησε γυιε μου, θα σου πάρει λίγη ώρα να συντονιστείς, αλλά τελικά θα τα καταφέρεις κι όλα θα πάνε όπως πρέπει...» του είπε τραβώντας του την προσοχή. Ο Γούντεν γύρισε και τον κοίταξε πρώτα με απορία, κι έπειτα έσμιξε τα φρύδια του και τον άρπαξε απότομα από το λαιμό. «Ποιος είμαι, δηλαδή, ποιος είσαι εσύ ήθελα να πω, δηλαδή τι στο...» είπε μ' έναν βρυχηθμό που κατέληξε σε απορία ενώ σήκωνε τον γερομάγο στον αέρα σαν να ήταν πούπουλο. Κόντεψε να τον πνίξει, αλλά ο γερομάγος δεν ήταν τυχαίος, ούτε κανένας άπειρος παραγιός. Με την ανάσα του κομμένη και τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους κούνησε τα χέρια του και πήρε τον έλεγχο αναγκάζοντας τον Γούντεν να τον απιθώσει στο πάτωμα απαλά και προσεκτικά. «Είσαι εντελώς βλάκας;...» του φώναξε όταν κατάφερε να σταματήσει τον βήχα του και ηρέμησε την ανάσα του. «Θα με έπνιγες ρε ηλίθιε!...» Ο σωματώδης άντρας έσκυψε το κεφάλι. «Συγνώμη...» μουρμούρισε μόνο, και στο πρόσωπό του φαινόταν τώρα καθαρά ότι λυπόταν για την κίνησή του. Ο γερομάγος καλού κακού πήγε λίγα βήματα πιο κοντά στην πόρτα του εργαστηρίου, και ξανακοίταξε τον Γούντεν από την κορφή ως τα νύχια. Ήταν τέλειος, γυμνός και αρκετά τρομακτικός έτσι που έστεκε στητός, αλλά τέλειος. «Γούντεν...» του είπε, «...ξέρεις ποιος είμαι;» Ο άντρας τον κοίταξε με απορία. «Όχι, αλλά μην το πάρεις προσωπικά, ούτε εγώ ξέρω ποιος είμαι...» του απάντησε σιγανά με την μπάσα φωνή του. Ο γερομάγος αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. Ίσως να έπρεπε να χρησιμοποιήσει βελανιδιά τελικά, η οξιά μπορεί να είναι σκληρότερη αλλά από μυαλό του βγήκε κούτσουρο. Το εργαστήριο άρχισε να σκοτεινιάζει καθώς το φεγγάρι έκλεινε το κύκλο του. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε, έπρεπε να βιαστεί, δεν περίσσευε καθόλου χρόνος. «Κοίτα, αυτό που θέλ...» ξεκίνησε να του λέει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Που;...» τον έκοψε ο Γούντεν κοιτώντας τριγύρω με απορία. «Όχι, δεν εννοούσα να κοιτάξεις κάπου...» είπε ο γερομάγος, αλλά σταμάτησε κι έκλεισε τα μάτια του με μια γκριμάτσα απελπισίας. «Γούντεν, ναι εσύ είσαι ο Γούντεν, έτσι σε ονόμασα επειδή σε έφτιαξα από ξύλο, εγώ είμαι ο αφέντης σου. Κατάλαβες; Ο αφέντης σου, που σημαίνει πως ότι θα σου λέω εσύ θα υπακούς, εντάξει;...» Ο Γούντεν τον κοίταζε ανέκφραστος. Ο γερομάγος αναστέναξε πάλι. «Σε έφτιαξα γιατί θέλω κάτι από σένα. Θα πας στην πόλη, θα μπεις στο σπίτι του άρχοντα χωρίς να σε καταλάβει κανείς, πρόσεχε τι σου λέω, είναι πολύ σημαντικό να μην σε καταλάβει κανείς, και από την μεγάλη αίθουσα θα πάρεις το πιο λαμπερό πετράδι και θα μου το φέρεις. Αν σε αντιληφθούν σκότωσέ τους, ή τρέχα να γλυτώσεις, δεν με νοιάζει καθόλου, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να μου φέρεις το πετράδι πριν βγει ο ήλιος. Κατάλαβες;...» Ο Γούντεν παρέμεινε ανέκφραστος για λίγο, και μετά χαμογέλασε για πρώτη φορά. «Τι είναι πόλη;...» ρώτησε με αθωότητα που δεν ταίριαζε στην όψη του. Ο γερομάγος κούνησε πάλι το κεφάλι του κι έσκυψε το βλέμμα του με απόγνωση. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει βελανιδιά. Σαν άλλη μια σκιά μέσα στις σκιές ο Γούντεν γλίστρησε στο πλάι του μεγάλου σπιτιού στο κέντρο της πόλης. Κόντευε να ξημερώσει και βιαζόταν. Πήρε λίγη ώρα στον γερομάγο να εφαρμόσει μερικά βασικά ξόρκια εξυπνάδας, και τώρα τουλάχιστον ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ένας αδέσποτος σκύλος άρχισε να γαβγίζει μόλις έπιασε τη μυρωδιά του, αλλά σώπασε γρήγορα όταν πήδησε τον τοίχο της αυλής και μπήκε στον κήπο του άρχοντα. Εκεί λούφαξε για λίγα λεπτά σ' έναν μεγάλο φουντωτό θάμνο και παρατήρησε τους φρουρούς να πηγαινοέρχονται στις καθιερωμένες ρουτίνες της περιπολίας τους. Θα έμπαινε στο μονόπατο αλλά ψηλό και φαρδύ αρχοντικό σπίτι από την είσοδο του υπογείου, από κει που κατέβαζαν τα ξύλα και τα κάρβουνα στο κελάρι. Η καταπακτή βρισκόταν κολλημένη στον τοίχο του σπιτιού, μόλις λίγα μέτρα από το σημείο που είχε κρυφτεί. Διάλεξε μια στιγμή που οι φρουροί δεν έβλεπαν και πετάχτηκε αθόρυβα σαν γάτα. Δηλαδή όχι ακριβώς αθόρυβα, γιατί στο πρώτο βήμα που έκανε πάτησε την ουρά μιας παχιάς καλοθρεμμένης αληθινής γάτας που την είχε αράξει δίπλα στον θάμνο. Τον είχε δει, αλλά ήταν συνηθισμένη στους ανθρώπους και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ένιωσε την ουρά της να συνθλίβεται κάτω από το βάρος του Γούντεν. Νιαούρισε με όλη τη δύναμη που είχαν τα γατίσια πνευμόνια της, και πάτησε μια δυο γερές νυχιές στο πόδι του κάνοντάς τον κι αυτόν με τη σειρά του να σκούξει χωρίς να το θέλει. Οι φρουροί ξαφνιάστηκαν και έσπευσαν να δουν τι ήταν όλη αυτή η φασαρία. Ο Γούντεν έριξε γρήγορα στη γάτα μια καρπαζιά που την έβαλε αμέσως για ύπνο, και βούτηξε πάλι στη σκιά κάτω από τον θάμνο. Ο πρώτος φρουρός πέρασε χωρίς να κοιτάξει, ο δεύτερος στάθηκε λίγο πιο κει και προσπαθούσε να δει μέσα στο σκοτάδι με ένα αδύναμο φανάρι σηκωμένο ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Ο τρίτος φρουρός ήρθε γεμάτος περιέργεια μέχρι τον θάμνο και τον σκούντηξε με το δόρυ του. Ο Γούντεν κινήθηκε σαν αστραπή. Τον άρπαξε από το πόδι και τον τράβηξε με δύναμη, τον έριξε κάτω, του πάτησε μια δυνατή γροθιά στο κεφάλι που τον έστειλε κι αυτόν για ύπνο όπως τη γάτα, και τον τράβηξε μέσα στις φυλλωσιές του θάμνου, όλα σε ελάχιστες στιγμές. Μόλις οι άλλοι δύο του γύρισαν ανυποψίαστοι την πλάτη πετάχτηκε έξω από την κρυψώνα του και τους άρπαξε από πίσω έναν έναν. Αφού τους τακτοποίησε δίπλα στον συνάδελφό τους κάτω από τον θάμνο, τότε κοίταξε ανήσυχος τον ουρανό. Ήδη στον ορίζοντα είχε αρχίσει να χαράζει, δεν είχε πια καθόλου χρόνο για χάσιμο. Έτρεξε σκυφτά στην καταπακτή, την άνοιξε διαλύοντας την παλιά σκουριασμένη κλειδαριά που δεν άντεξε το δυνατό απότομο τράβηγμα, και μπήκε στο κελάρι του σπιτιού. Σκουντούφλισε για λίγο στα τυφλά μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του στο πιο πηχτό σκοτάδι εκεί κάτω, και τελικά βρήκε τη σκάλα που θα τον ανέβαζε στο ισόγειο. Άνοιξε την πόρτα με προσοχή και κοίταξε έξω στον διάδρομο του σπιτιού. Οι πόρτες αριστερά και δεξιά ήταν όλες κλειστές, και τα ροχαλητά των ενοίκων ακούγονταν ρυθμικά μέσα στην ησυχία. Βγήκε πατώντας στις μύτες των ποδιών του, και κατευθύνθηκε αμέσως στην μεγάλη αίθουσα. Ο γερομάγος είχε φροντίσει να του δώσει ακριβώς κάθε λεπτομέρεια του εσωτερικού ώστε να αποφύγει κάποιο λάθος που μπορεί να χαλούσε την αποστολή του. Στα μισά του διαδρόμου όμως άνοιξε ξαφνικά μία από τις πόρτες ακριβώς τη στιγμή που ο Γούντεν βρισκόταν απ' έξω, και τον κοπάνησε με δύναμη στην μύτη. Βόγκηξε πνιχτά κι έκανε δυο βήματα πίσω σαστισμένος, για να δει την σύζυγο του άρχοντα που σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα να τον κοιτάζει αγουροξυπνημένη με μια έκφραση απορίας που θα έκανε ακόμα και πεθαμένο να χαμογελάσει συγκαταβατικά. Την άρπαξε πριν προλάβει να φωνάξει, της έκλεισε με την παλάμη του το στόμα, και πέρασε το άλλο χέρι του κάτω από τη μασχάλη της και γύρω από το κορμί της για να την τραβήξει παράμερα. Χωρίς να το θέλει όμως της έπιασε το στήθος, και κοκάλωσε αμέσως. Κάποιο ένστικτο που δεν είχε ιδέα ότι κατείχε τον έσπρωξε να το ζουλήξει απαλά, να το ψηλαφίσει, και τελικά να εστιάσει στο μικρό εξογκωματάκι που σκλήρυνε και του γαργάλησε την χούφτα. Ο αναστεναγμός της αρχόντισσας ήταν πνιχτός αλλά και βαθύς. Ο Άρχοντας ήταν μεγάλος σε ηλικία, και το χάδι του Γούντεν, έστω και κατά λάθος, της είχε ξυπνήσει μέσα της κάτι που είχε φροντίσει να το ξεχάσει πολλά χρόνια πριν για να αντέξει την αναγκαστική αποχή. Τον κοίταξε και του έπαιξε τα βλέφαρα με νόημα. Ο Γούντεν την κοίταξε με απορία. Του έκλεισε το μάτι. Συνέχισε να την κοιτάει με απορία. Άφησε τη γλώσσα της να τον αγγίξει στην παλάμη του που της έκλεινε το στόμα. Η απορία στο πρόσωπο του Γούντεν έγινε γκριμάτσα αηδίας, και τράβηξε το χέρι του χωρίς να το θέλει. Η αρχόντισσα του χαμογέλασε, έκλεισε τα μάτια της, και σούφρωσε τα χείλη της ζητώντας φιλί. Ο Γούντεν την κοίταξε με νέα απορία, και την κοπάνησε τελικά δυνατά στην κορφή του κεφαλιού της χαρίζοντάς της μια ξεγυρισμένη διάσειση ενώ την άφηνε ξερή. Την ακούμπησε με προσοχή στο πάτωμα και έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου. Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο πήγε στην μεγάλη αίθουσα και είδε αμέσως το μεγάλο λαμπερό πετράδι σε ειδική θέση ψηλά πάνω στην κορυφή της πλάτης της πλούσιας σκαλιστής ξύλινης πολυθρόνας που κάθεται ο Άρχοντας όποτε έχει επισκέψεις, ώστε το φως του να τον τυλίγει και να του δίνει λίγη από την λάμψη του. Πάτησε πάνω στο μεγάλο αρχοντικό κάθισμα και άπλωσε το χέρι του στο πετράδι, όταν ένας σιγανός στεναγμός τον σταμάτησε. Έμεινε ακίνητος στη θέση του με το χέρι ακόμα απλωμένο, και κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κανείς. Αφού σιγουρεύτηκε γύρισε πάλι το βάρος του πάνω στην πολυθρόνα και τεντώθηκε ξανά να πιάσει το λαμπερό πετράδι. Ένας νέος αναστεναγμός τον έκανε πάλι να σταματήσει. Αυτή τη φορά έκανε πίσω, και έλεγξε πιο προσεκτικά τον χώρο με το βλέμμα του. Τίποτα, ήταν ολομόναχος, και εκτός από τα ροχαλητά που έφταναν ως εδώ πνιχτά, δεν ακουγόταν απολύτως τίποτε άλλο. Πάτησε πάλι στην πολυθρόνα για να φτάσει το κόσμημα, κι αυτή τη φορά ο βαθύς αναστεναγμός τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει με τον πισινό στο μαρμάρινο πάτωμα. Ήταν η μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα που στέναζε κάτω από το βάρος του, και την άκουγε γιατί ήταν κι αυτή όπως κι αυτός φτιαγμένη από οξιά του δάσους. Σηκώθηκε κι έκανε το γύρο της σκεφτικός. Δεν ήθελε να την ξαναπατήσει, οι αναστεναγμοί της του τρυπούσαν την καρδιά και την λυπόταν που ήταν αναγκασμένη να ανέχεται τον φαρδύ πισινό του άρχοντα. Δεν χρειαζόταν τώρα και το δικό του πόδι πάνω της. Έσυρε κοντά ένα τραπέζι, ανέβηκε πάνω του, και αφού τεντώθηκε τόσο που τελικά κατέληξε να ισορροπεί σαν ζογκλέρ στη μύτη του ενός ποδιού, κατάφερε και άρπαξε το πετράδι. Η Καρδιά του Ήλιου ήταν πια στα χέρια του, αλλά όχι για πολύ καθώς έχασε πάλι την ισορροπία του και αφού αιωρήθηκε για δυο στιγμές μετέωρος κουνώντας τα χέρια του σαν τρελός για να μην πέσει, τελικά κατέληξε με τα μούτρα πάνω στην πολυθρόνα κι από κει στο πάτωμα. Αυτή τη φορά άκουσε ένα ανεπαίσθητο γελάκι από το αρχοντικό κάθισμα, αλλά δεν πρόλαβε να θυμώσει γιατί το πετράδι του είχε ξεφύγει και κύλησε μέχρι που κρύφτηκε πίσω από μια από τις μακριές βελούδινες κουρτίνες που κρεμόταν ανάμεσα στα αγάλματα και τους πίνακες από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα φροντίζοντας να μην μένει πουθενά γυμνός ο τοίχος. Ο Γούντεν σηκώθηκε βογκώντας με την μύτη του να πάλλεται εντελώς σπασμένη αυτή τη φορά στέλνοντάς του μηνύματα πόνου, και κοίταξε γύρω του ανυπόμονα. Το πετράδι είχε εξαφανιστεί! Φυσικά φαινόταν η λάμψη του, αλλά τα κύματα πόνου από τη μύτη του τού έφερναν δάκρυα, και το βλέμμα του ήταν όσο θολό χρειαζόταν για να τα βλέπει όλα έτσι κι αλλιώς λαμπερά. Τότε ήταν που ξαφνικά άνοιξε η δίφυλλη πόρτα με δυνατό πάταγο, και μισή ντουζίνα στρατιώτες αγουροξυπνημένοι αλλά και αρματωμένοι σαν αστακοί όρμησαν και απλώθηκαν στην μεγάλη αίθουσα. Ο θόρυβος από την πτώση του Γούντεν τους είχε ειδοποιήσει ότι κάτι συνέβαινε, και τώρα τον έπιαναν στα πράσα. Αυτός γύρισε κρατώντας την πονεμένη του μύτη και τους κοίταξε. «Πλάκα μου κάνεις...» μούγκρισε, και χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησε στον κοντινότερο. Τον πέταξε μακρυά σαν να ήταν κούκλα, και άρπαξε το σπαθί που έπεσε από το χέρι του. Έκανε μια τούμπα και βρέθηκε μπροστά στον επόμενο που τίναζε το δόρυ του να τον χτυπήσει. Η ατσαλένια του αιχμή τον τρύπησε βαθιά στον αριστερό ώμο και τον έκανε να μορφάσει, αλλά την ίδια στιγμή το δικό του σπαθί διαπερνούσε την δερμάτινη αρματωσιά και έσκιζε την κοιλιά του φρουρού μέχρι που βγήκε από την πλάτη του. Οι υπόλοιποι τέσσερις ξεπέρασαν το πρώτο ξάφνιασμα και όρμησαν όλοι μαζί, αλλά ο Γούντεν τράβηξε το σπαθί από το κορμί του νεκρού πια στρατιώτη και απέκρουσε τα χτυπήματά τους. Όχι όλα όμως, καθώς ένας πρόλαβε και τον κάρφωσε ψηλά στον μηρό. Τον άρπαξε από τον σβέρκο και τον πέταξε πάνω στους άλλους μουγκρίζοντας σαν θηρίο. Σαν πληγωμένο λιοντάρι στριφογύρισε και η ατσάλινη λάμα του έκοβε ότι βρισκόταν στην πορεία της. Ένα χέρι αποχωρίστηκε το σώμα που μέχρι τότε ανήκε και έφερε μερικές στροφές στον αέρα κρατώντας ακόμα σφιχτά το δόρυ στην χούφτα του, ένα κεφάλι ακολούθησε το παράδειγμά του, ένα πόδι έγινε αισθητά πιο κοντό, μια κουρτίνα έπεσε αργά στο πάτωμα, άλλος ένας βαθύς στεναγμός βγήκε από την πολυθρόνα καθώς το σπαθί του Γούντεν σταμάτησε την τρελή πορεία του πάνω της. Κοίταξε το σπαθί του με απορία και θαυμασμό, ενώ ο μοναδικός φρουρός που απέμεινε όρθιος και ανέπαφος πισωπάτησε πανικόβλητος και δοκίμασε να γυρίσει και να τρέξει έξω από την μεγάλη αίθουσα. Ο Γούντεν άρπαξε ένα δόρυ από το πάτωμα, που εντελώς τυχαία ήταν αυτό που ακόμα έσφιγγε το κομμένο χέρι, και του το πέταξε στην πλάτη. Η δύναμη της ρίψης ήταν τόσο μεγάλη που τον κάρφωσε μέχρι που έφτασε στην κλειστή χούφτα του κομμένου χεριού. Έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα σε ένα σχετικά αστείο θέαμα καθώς φαινόταν πια σαν να είχε τρία χέρια, αλλά το ένα να φυτρώνει ανάποδα από την πλάτη του. Ο Γούντεν στάθηκε μόνο μερικές στιγμές για να βρει την ανάσα του. Απ' έξω ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά, σίγουρα από στιγμή σε στιγμή θα όρμαγαν στην αίθουσα πολλοί περισσότεροι στρατιώτες, τραβηγμένοι από τους ήχους της μάχης και τα ουρλιαχτά των πληγωμένων όπως οι σκνίπες στα φανάρια. Κοίταξε σαν μανιασμένο ζώο γύρω του και εντόπισε το λαμπερό πετράδι να το κρύβει η κουρτίνα. Το άρπαξε και έτρεξε αμέσως για την πίσω πόρτα, εκείνη που χρησιμοποιούσε ο Άρχοντας για να μπει όταν είχε επισκέψεις. Έπεσε πάνω της με τον ώμο του και την έσπασε, μουγκρίζοντας άλλη μια φορά από τον πόνο γιατί επέλεξε τον αριστερό του ώμο που είχε φάει το δόρυ λίγο νωρίτερα. Πίσω της ήταν δύο φρουροί έτοιμοι με τα σπαθιά τους στα χέρια, αλλά ο Γούντεν δεν τους έδωσε καμία σημασία, παρά πέρασε κυριολεκτικά από πάνω τους σαν μαινόμενος ταύρος. Είδε μια πόρτα ανοιχτή που οδηγούσε στην αυλή, κι εκεί κατευθύνθηκε αμέσως. Με όλη τη φρουρά να τον κυνηγάει διέσχισε τον κήπο, σκαρφάλωσε τον αυλότοιχο, και πήδησε στον πλακόστρωτο δρόμο για να χαθεί λίγες στιγμές αργότερα στα στενοσόκακα της πόλης. Ο γερομάγος περίμενε καθισμένος στο κατώφλι της παράγκας του. Το πρώτο φως της αυγής είχε φανεί από ώρα, και από το δάσος έφταναν κιόλας οι ήχοι της νέας μέρας. Αυτό που τον ανησυχούσε όμως ήταν οι μακρινοί ήχοι της αναστάτωσης στην πόλη. Όλα έδειχναν πως ο Γούντεν είχε γίνει αντιληπτός. Καθόταν εκεί και περίμενε, έβριζε την απερισκεψία του να μην χρησιμοποιήσει βελανιδιά για να τον φτιάξει, και προσπαθούσε να αποφασίσει αν ήταν προτιμότερο να επέμβει με κάποιο ξόρκι κάνοντας όμως έτσι γνωστή την παρουσία του, ή να εμπιστευτεί τις δυνατότητες του πρώην ξύλινου άντρα. Όταν τον είδε να έρχεται τρέχοντας και στο χέρι του κράδαινε το λαμπερό πετράδι, γέμισε χαρά και ανακούφιση. Το πρόσωπό του έλαμψε κάτω από τη μακρυά γενειάδα, και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή από την ανυπομονησία. Επιτέλους τώρα θα μπορούσε να κάνει το μεγαλύτερο μαγικό που έγινε ποτέ. Θα μπορούσε να γίνει θεός, θα είχε την αθανασία που για αιώνες ονειρευόταν καθώς έβλεπε το ανθρώπινο κορμί του να γερνάει παρόλα τα ξόρκια του που απλώς καθυστερούσαν το αναπόφευκτο. Σηκώθηκε όρθιος με κόπο, και στηρίχτηκε στο ραβδί του για να κάνει δυο τρία βήματα. Ο Γούντεν έφτασε και στάθηκε λαχανιασμένος και καταματωμένος μπροστά του. Άπλωσε το χέρι του και ο γερομάγος είδε το λαμπερό πετράδι στη χούφτα του. «Τα κατάφερες!...» του είπε γεμάτος χαρά και έκανε να το πάρει. Δεν πρόλαβε να το αγγίξει. Η μεγάλη του χαρά, όλη η αγωνία του ως εκείνη τη στιγμή, το στρες της προσμονής, ήταν όλα πολύ δυνατά χτυπήματα για την απίστευτα γέρικη καρδιά του. Παρέδωσε πνεύμα σταματώντας τους χτύπους της μετά από μερικά τελευταία αδύναμα σκιρτήματα, που έφτασαν μόνο για να προλάβει ο γερομάγος να πιάσει το στήθος του πριν πέσει κάτω στο γρασίδι ανήμπορος να κάνει το παραμικρό ξόρκι για να σωθεί. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, που η ολόλευκη μακρυά γενειάδα του την κάλυψε ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Ο Γούντεν δεν πρόλαβε ούτε καν να απορήσει. Ο θάνατος του γερομάγου τερμάτισε και το ξόρκι που τον έκανε άνθρωπο, έτσι το σώμα του πήρε αμέσως την κανονική του μορφή, αυτή του κορμού της οξιάς που κάποιος σκάλισε με περίσσια τέχνη στη φιγούρα ενός μεγαλόσωμου άντρα. Το πετράδι έπεσε από το χέρι του και κύλησε μέχρι το ρυάκι που περνούσε λίγο παραδίπλα. Θα έπεφτε στο νερό αν δεν τύχαινε εκεί να ψαρεύει αμέριμνος κι αδιάφορος για τα όσα τόσο συγκλονιστικά συνέβαιναν ένας νεαρός νάνος. Τον σκούντηξε στην πλάτη, και τον έκανε να παραπατήσει και να πέσει αυτός στο ρυάκι, όπου πλατσούρισε για λίγο μέχρι να καταφέρει να βγει πάλι στην όχθη στάζοντας και τρέμοντας ολόκληρος. Είδε με μεγάλη έκπληξη πως αυτό που τον έσπρωξε ήταν κάτι πολύτιμο, και κοιτώντας επιφυλακτικά τριγύρω μήπως τον πάρει κάνα μάτι τσίμπησε το πετράδι κι εξαφανίστηκε στο λαγούμι του λίγο πιο πέρα. Ήταν και η τελευταία φορά που είδε κάποιος την Καρδιά του Ήλιου στην επιφάνεια της Γης...- By MADnJIM 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted March 8, 2015 Share Posted March 8, 2015 Α ωραία. Σχόλια όμως από αύριο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted May 11, 2015 Share Posted May 11, 2015 Από τίτλο σκίζει πάντως! Σκέφτηκες να ονομάσεις τον Γούντεν ο Ξυλένιος; Ο Ξύλινος; Ο Οξιάς; Δεν ξέρω αν μου φάνηκε πετυχημένη η περιγραφή των ανθρώπων που βγαίνουν πεθαμένοι μόνο για να σωριαστούν γεμάτοι κόκαλα και σκουλήκια. Κάπως ήταν. «Ποιος είμαι, δηλαδή, ποιος είσαι εσύ ήθελα να πω, δηλαδή τι στο...» Αυτό παραείναι έξυπνη φράση για κάποιον μάλλον γκάου. Χρησιμοποιείς αρκετά κλισέ, ο μάγος με τη λευκή γενειάδα, το νεραϊδοδάσος κ.λπ. Να δούμε. Ρε Γούντεν! Ηλίθιος! Δεν φέρονται έτσι στις κυρίες! Οκ. Αυτός προτιμάει να ρομαντζάρει με την ξύλινη πολυθρόνα. Πλάκα μου κάνεις...Μα τι φράση είναι αυτή για έναν μέχρι πρότινος ολότελα ξύλινο και μέχρι πρότινος ολότελα κρετίνο τύπο. Αποχωρίστηκε το σώμα που μέχρι τότε ανήκε...αυτή επίσης νομίζω δεν ήταν πετυχημένη φράση. ωραίο τέλος. Θα ήθελα περισσότερη περιγραφή, δηλαδή κάνα δυο φράσεις ακόμη, πώς από τη συγκίνηση έπαθε ο μάγος καρδιακό. Να σου πω εγώ ήθελα να πάρει ο Γούντεν το πετράδι, να γίνει τελείως κανονικός άνθρωπος με τη μαγική δύναμη του πετραδιού, να κλέψει την νεαρή γυναίκα του άρχοντα (να της θεραπεύσει τη διάσειση) και να φύγουν αγκαλιά προς το ηλιοβασίλεμα. Όμορφη ιστορία. Χαίρομαι γιατί γίνεσαι όλο και καλύτερος. Το διήγημα αυτό είχε χιουμοριστικά στοιχεία και θα μπορούσες πέρα από τις λεπτομέρειες που σηκώνουν στίλβωμα, να το κάνεις ακόμη πιο χιουμοριστικό. Μην πω και ξεκαρδιστικό (ξεκαρδιστικό, να μία λέξη που προδίδει κατά κάποιον τρόπο την κατάληξη του γερομάγου.) Πλάκα –πλάκα το διήγημα θα μπορούσε να έχει τίτλο Ο Γερομάγος και η καρδιά του. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted May 11, 2015 Author Share Posted May 11, 2015 Νόμιζα πως την είχες ξεχάσει Ειρήνη! Χαίρομαι που διασκέδασες, να 'σαι καλά, σ' ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και τις επισημάνσεις... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted May 18, 2015 Share Posted May 18, 2015 Είναι ευχάριστο, ανάλαφρο και διαβάζεται απνευστί σαν το νερό Δηλαδή, άμα τους έδινες και λίγο μεγαλύτερη σημασία να τα διορθώσεις (εμφανισιακώς, αλλά και τις σκέψεις και τις ατάκες - λίγο, όχι εντυπωσιακά) θα ήμουνα πολύ ενθουσιασμένη μαζί του. Οκ, και τωρα είμαι, είναι τρισχαριτωμένο. Θα έλεγα κι εγώ να τον κάνεις Οξιά τον Γούντεν, με χαλάνε λίγο αυτά τα ξενικά που μάλιστα σημαίνουνε και κάτι και σε χιουμοριστικό κείμενο κιόλας, γιατί; Το τέλος μου άρεσε, κι ακόμα περισσότερο γιατί κοντεύοντας να φτάσω σε αυτό ειχα την εντύπωση πως θα πήγαιναν όλα καλά και θα ήτανε μια γραμμική χιουμοριστική περιπέτεια. Ένα θεματάκι είναι το γιατί ο μάγος δεν πάει μόνος του να το πάρει. Νομίζω πως η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να τα κάνει αυτά μόνος του γιατί είναι γέρος κι ανύπμπορος, αλλά από την άλλη είναι τόσο δυνατός που μπορεί να φτιάξει ζωή και να εξουσιάσει το πλάσμα του και να το κάνει κι έξυπνο. Οκ, κάτι θέλει εκεί -και πάλι λίγο- για να με πείσεις γιατί να μπει σε όλη αυτή τη διαδικασία αντί να πάει και να το πάρει με τις δυνάμεις μόνο τις δικές του. Μπορείς απλά να πεις ότι επειδή έχουνε προσπαθήσει πολλοί το μέρος είναι ασφαλισμένο εναντίον της μαγείας ξερωγώ, ή ότι επειδή ο ίδιος έχει προσπαθήσει πολλές φορές στο παρελθόν έχουνε σηκώσει μαγικό φράγμα για να μην μπορεί να μπει αυτός συγκεκριμένα. Ακόμα, θα μπορούσες κρατώντας τη χιουμοριστική πλευρά οπωσδήποτε, να δουλέψεις λίγο με την πλοκή σου παράλληλα με τον χαρακτήρα του Γούντεν που μόλις τώρα διαμορφώνεται. Το κάνεις, αλλά άτσαλα. Μπορεί επειδή όταν το έγραψες να ήτανε φρέσκο, μπορεί και να μην έκατσες να διορθώσεις. Δεν ξέρω. Πάντως αυτό θα έλεγα να το προσπαθήσεις όταν θα σου κρυώσει λίγο για να μπορείς να είσαι μαζί του λίγο αυστηρός. Εμένα μου αρέσουνε πολύ τα κλισέ που χρησιμοποιείς, μην πειράξεις τίποτα. Και μου αρέσουνε επειδή ακριβώς χτίζουνε τον κόσμο με πέντε ατάκες και δε χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα παρά μόνο να διηγηθείς την περιπετειούλα. Μπράβο κι ευχαριστώ Πέρασα όμορφα. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted May 18, 2015 Author Share Posted May 18, 2015 (edited) Κι εγώ σ' ευχαριστώ Κιάρα που διάβασες και σχολίασες την ιστορία μου. Να 'σαι καλά. Χαίρομαι πολύ, όπως χαίρομαι πάντα όταν βλέπω ότι κάποιος πέρασε καλά διαβάζοντας κάτι που έγραψα. Η επισήμανσή σου όσον αφορά το γιατί δεν πάει μόνος του ο γερομάγος είναι πολύ σημαντική. Ομολογώ πως δεν το σκέφτηκα καν. Χμ... Με προβληματίζει που και οι δύο μου λέτε ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω κάποια Ελληνικής προέλευσης λέξη για το όνομα του Γούντεν. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Ειλικρινά το λέω, δεν "κλωτσάω" στην παρατήρηση, μην παρεξηγηθώ, πάντα επεξεργάζομαι τα σχόλια που λαμβάνω. Όταν το έγραφα είχα σταματήσει για λίγη ώρα μόνο και μόνο για να βρω κάτι που να ταιριάζει με το γενικότερο ύφος, και κατέληξα σ' αυτό ακριβώς γιατί σημαίνει "ξύλινος", αλλά αν έβαζα κάποια Ελληνική λέξη θα μου φαινόταν κάπως παράφωνο. Αν πχ έδινα και στον γερομάγο όνομα, με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να βρω κάποιο Ελληνικό ανθρώπινο όνομα. Ας το δούμε λίγο, ένας γερομάγος που λέγεται μπάρμπα Μήτσος, ή κυρ Τάκης, ή γερο Γιάννης, κλπ. Τουλάχιστον ασυνήθιστο στην καλύτερη περίπτωση. Στ' αλήθεια με προβληματίζει αυτό, γιατί φιλοδοξώ να γράψω κι άλλες ιστορίες σ' αυτό το στυλ και θα με βοηθούσε πολύ να ξεκαθαρίσω κάπως το θέμα των ονομάτων. Edited May 19, 2015 by MadnJim Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 23, 2015 Share Posted May 23, 2015 Μαγοι, πολεμιστές, βασιλιάδες, κάστρα... Ακριβως ο,τι λατρεύω. Η ιστορία μου άρεσε πολύ. Είχε ωραίες περιγραφές που μου θύμισαν παλιά ελληνικά παραμυθια όπως τα αφηγούνταν οι γιαγιάδες με αυτή τη λαϊκή γλώσσα που σε καθηλώνει. Μου άρεσαν οι χιουμοριστικες πινελιές και θεωρώ πως ταίριαξαν απόλυτα στο κείμενο. Το τέλος ξεφεύγει απο τη γραμμικότητα και γίνεται ανατρεπτικό αλλά λίγο βιαστικό. Θα ήθελα να δω πιο πολλά σχετικα με τη συγκίνηση του μάγου και το έμφραγμα του. Έζησε χιλιαδες χρόνια σε επικίνδυνα μέρη, σε ζορικες καταστάσεις και προδίδεται έτσι απλα απο την καρδιά του; Ίσως σήκωνε παραπανω ανάλυση το σημείο. Κατα τα αλλά διαβάστηκε νεράκι και με διασκέδασε αρκετά. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted May 24, 2015 Author Share Posted May 24, 2015 Χαίρομαι πολύ που διασκέδασες φίλε μου, να 'σαι καλά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest /george/ Posted June 13, 2015 Share Posted June 13, 2015 Αν και δεν διαβάζω πολύ φάντασυ, όχι τόσο όσο παλιά, μπορώ να πω ότι η ιστορία σου μου άρεσε πολύ. Όπως σχολίασαν και άλλοι πριν από εμένα διβάζεται πολύ εύκολα και αυτό είναι πάντα πολύ καλό. Σίγουρα θα ψάξω και άλλα κείμενά σου! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nektarini Posted July 1, 2015 Share Posted July 1, 2015 Πολύ ωραία η γραφή σου αν και στο τέλος θα ήθελα να ήταν διαφορετικό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted July 1, 2015 Author Share Posted July 1, 2015 Χαίρομαι που περάσατε όμορφα τον χρόνο σας, σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted September 19, 2015 Share Posted September 19, 2015 (edited) H ιστορία σου μ'άρεσε πάρα πολύ ξεκινώντας από τον τίτλο που είδα τυχαία ψάχνοντας πιο παλιά τόπικς ιστοριών. Εξ αρχής είχε το "vibe" ενός όμορφου παραμυθιού, και με χιούμορ, κάτι που λατρεύω. Στη διάρκεια της ανάγνωσης έβλεπα σαν καθαρότατες "εικόνες" τους χαρακτήρες, το περιβάλλον, τα συμβάντα κλπ. και πιστεύω πως ανετότατα θα γινόταν ένα ωραιότατο παραμυθένιο κόμικ. Χρειάζεται λιγουάκι χτένισμα εδώ και κει αλλά ας μην επαναλάβω όσα είπαν και άλλοι σχολιαστές. Προσωπικά δεν με πείραξε το όνομα "Γούντεν" καθόλου, και εξηγώ αμέσως το γιατί. Όλοι γνωρίζουμε τον Πινόκιο φυσικά (Pinocchio). Όσοι όμως γνωρίζουν Ιταλικά ξέρουν πως το όνομα Πινόκιο βγαίνει από το pino+occhio δηλαδή στα Ελληνικά "Πευκομάτης". Όμως τον γνωρίζουμε εδώ απλά σαν Πινόκιο. Tι σημαίνει αυτό; Πως είτε έβαζες σαν όνομά του κάτι Ελληνικό, όπως μερικές πολύ ωραίες ιδέες που προτάθηκαν πιο πάνω, είτε το άφηνες Γούντεν, για μένα εξ ίσου καλά θα λειτουργούσε. Αν υπάρχει ένα σημείο που δεν μου άρεσε (εκτός του ότι αν και άσχετος ο Γούντεν, να χουφτώνει κυρίες ξέρει. Τέτοια ξόρκια του έκανε ο μάγος για να τον κάνει κάπως λιγότερο γκαγκάουβ; ) ήταν μόνο το τέλος-τέλος. Ήταν κάπως αντικλιμακτικό δηλαδή - ειδικά μετά το αποκορύφωμα με το θάνατο του μάγου - ένα άσχετο νανάκι να πάρει το πετράδι και απλώς να το εξαφανίσει. Νομίζω πως ακόμα και κάτι πιο στερεότυπο, όπως να αρχίσει να χρησιμοποιεί ο νεαρός νάνος το πετράδι θα ήταν πιο αποτελεσματικό τέλος με μεγαλύτερο αντίκτυπο. Ωστόσο ήταν ένα ωραίο, μαγικό παραμύθι, που απόλαυσα πάρα πολύ! Edit: Άσχετο αν και για να είμαι πιο ακριβής, Pinocchio κατ'άλλους βγαίνει από το "pinolo", στη διάλεκτο της Τοσκάνης που θα πει "κουκουναρόσπορος" αλλά πιο ταιριαστό και νομίζω πιο σωστό γενικότερα είναι το Πευκομάτης. Edited September 19, 2015 by Oberon 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 19, 2015 Author Share Posted September 19, 2015 Χαίρομαι πάρα πολύ φίλε μου που σου άρεσε, σ' ευχαριστώ που το διάβασες και το σχολίασες, να 'σαι καλά. Εύχομαι να βρεις το ίδιο ευχάριστες κι άλλες ιστορίες μου. Μια μικρή διευκρίνηση άνευ σημασίας: Ο Γούντεν δεν έχει ιδέα από... χουφτώματα και λοιπά σχετικά, καταλάθος την ακούμπησε στο εν λόγω σημείο, γι' αυτό και η απορία του μετά στην αντίδραση της κυρίας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted September 19, 2015 Share Posted September 19, 2015 Εγώ, προσωπικά, βρήκα την ιστορία λίγο φλύαρη. Δηλαδή θα την προτιμούσα με λιγότερες λέξεις(π.χ βρίσκω το πρώτο μέρος αρκετά μεγάλο για τα όσα διαδραματίζονται σε αυτό). Σε αντιθέση με άλλους, πάντως, εγώ ξετρελάθηκα με το τέλος. Το θεωρώ πολύ έξυπνο μιας και ανέτρεψε όλη την δομή της ιστορίας και αυτό μου άρεσε πολύ Καλή συνέχεια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted September 19, 2015 Share Posted September 19, 2015 Χαίρομαι πάρα πολύ φίλε μου που σου άρεσε, σ' ευχαριστώ που το διάβασες και το σχολίασες, να 'σαι καλά. Εύχομαι να βρεις το ίδιο ευχάριστες κι άλλες ιστορίες μου. Μια μικρή διευκρίνηση άνευ σημασίας: Ο Γούντεν δεν έχει ιδέα από... χουφτώματα και λοιπά σχετικά, καταλάθος την ακούμπησε στο εν λόγω σημείο, γι' αυτό και η απορία του μετά στην αντίδραση της κυρίας. Θα ψάξω και άλλες ιστορίες σου. Αν είναι σαν αυτή, σίγουρα θα μου αρέσουν πολύ. Για το Γούντεν ωστόσο, λες ". Κάποιο ένστικτο που δεν είχε ιδέα ότι κατείχε τον έσπρωξε να το ζουλήξει απαλά, να το ψηλαφίσει, και τελικά να εστιάσει στο μικρό εξογκωματάκι που σκλήρυνε και του γαργάλησε την χούφτα." Αυτό δείχνει πως έχει κάποια σεξουαλικότητα. Και η πολυθρόνα προφανώς έχει, απλά στον Γούντεν μου φάνηκε πολύ "ανθρώπινη" για να είναι απλά ενστικτώδης, κρίνοντας κιόλας από το γεγονός πως αρχικά δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα. Βέβαια είναι εξωτερικά ένας άντρας πια, οπότε.... Δεν είναι ενοχλητικό, συγγραφικά, αυτό το σημείο, απλά μου φάνηκε κάπως περίεργο, αν και κατανοώ πως η πρόθεση είναι το χιούμορ. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted September 19, 2015 Author Share Posted September 19, 2015 #jjohn, σ' ευχαριστώ για τον αναγνωστικό σου χρόνο και για το σχόλιο φίλε μου, να 'σαι καλά. #Oberon, ναι, τώρα κατάλαβα τι εννοείς και γιατί το είδες έτσι εκείνο το σημείο. Έχεις δίκιο, είναι λίγο μπερδευτικό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted October 14, 2015 Share Posted October 14, 2015 Πρώτη ιστοριούλα που διαβάζω από εδώ μέσα και πραγματικά μου άρεσε. Αν και λίγο στην αρχή δεν με τράβηξε όσο θα ήθελα, από το "ξυπνημα" και μετά το λάτρεψα. Το φινάλε, να πω την αλήθεια, το ψιλο περίμενα ότι θα είναι κάπως έτσι αλλά όσο να ναι μου άρεσε όπως επίσης το χιούμορ σου. Σίγουρα θα κοιτάξω και άλλες δικιές σου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted October 14, 2015 Author Share Posted October 14, 2015 Πρώτη ιστοριούλα που διαβάζω από εδώ μέσα και πραγματικά μου άρεσε. Αν και λίγο στην αρχή δεν με τράβηξε όσο θα ήθελα, από το "ξυπνημα" και μετά το λάτρεψα. Το φινάλε, να πω την αλήθεια, το ψιλο περίμενα ότι θα είναι κάπως έτσι αλλά όσο να ναι μου άρεσε όπως επίσης το χιούμορ σου. Σίγουρα θα κοιτάξω και άλλες δικιές σου. Έκανες αρχή με μένα; Αααα, δεν φαντάζεσαι τι ταξίδια σε περιμένουν στη βιβλιοθήκη μας, αρκεί να έχεις όρεξη να γυρνάς στους διαδρόμους της και να ψαχουλεύεις στα ράφια της. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου, και το χιούμορ μου, ελπίζω να περάσεις το ίδιο καλά και με άλλες ιστορίες μου. Να 'σαι καλά φίλε μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted October 15, 2015 Share Posted October 15, 2015 Είσαι ανεξάντλητος έτσι; Πότε το έγραψες αυτό; Δε σε προλαβαίνω! Φυσικά το χιούμορ σε πρώτη θέση, ιστορία γρήγορη και εύθυμη, μια χαρά. Γέλασα σε πολλά σημεία, όπως και με την τακτική του ξύλινου ανθρώπου, μια γροθιά σε όλους να τελειώνουμε. Μην περιπλέκονται τα πράγματα! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted October 15, 2015 Author Share Posted October 15, 2015 Είσαι ανεξάντλητος έτσι; Πότε το έγραψες αυτό; Δε σε προλαβαίνω! Φυσικά το χιούμορ σε πρώτη θέση, ιστορία γρήγορη και εύθυμη, μια χαρά. Γέλασα σε πολλά σημεία, όπως και με την τακτική του ξύλινου ανθρώπου, μια γροθιά σε όλους να τελειώνουμε. Μην περιπλέκονται τα πράγματα! Σου είχε ξεφύγει; Τόσους μήνες;! Ααα, μου φαίνεται θα σου στέλνω pm με link όταν θα ανεβάζω funny ιστορίες μου στο εξής. Χαίρομαι πολύ που πέρασες όμορφα φίλε μου... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.