elgalla Posted March 8, 2015 Share Posted March 8, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: ΤρόμοςΒία; Ας πούμε πως ναι.Σεξ; Ας πούμε πως ναι.Αριθμός Λέξεων: 1.702Αυτοτελής; Ναι.Σχόλια: Αυτό το έγραψα για το 11ο flash fiction live, με θέμα "αμνησία", όπου και πήρε την πρώτη θέση. Έλαβα υπόψη στα σχόλια που μου έκαναν τα παιδιά τότε, καθάρισα λίγο το κείμενο, πρόσθεσα και κάποιες λέξεις παραπάνω και ιδού η νέα, βελτιωμένη έκδοση (βελτιωμένη ελπίζω, δηλαδή). Enjoy! Σκοτάδι. Δεν έχεις όνομα ούτε πρόσωπο, δεν έχεις στόμα ούτε φωνή για να μιλήσεις. Δεν έχει μνήμη, δεν έχεις ταυτότητα. Δεν έχεις τίποτα, δεν είσαι κανείς. Όχι, όχι κανείς γιατί και ο κανείς, ακόμη, έχει υπόσταση. Εσύ δεν είσαι – τελεία. Δεν είσαι άνθρωπος ή ζώο, δεν είσαι αρσενικό ή θηλυκό. Απλά υπάρχεις, αλλά κι η πίστη σου αυτή, η πίστη σου στην ίδια σου την ύπαρξη, έχει αρχίσει να ξεφτίζει κι όσο ξεφτίζει εκείνη, τόσο κι εσύ θα σβήνεις απ’ τον κόσμο αυτό. Φως. Φωνές γύρω σου, αμέτρητες φωνές. Και μάτια, μάτια αδηφάγα και πεινασμένα που σε κοιτάνε, αποστηθίζουν τη μορφή σου, θαρρείς κι αν σε μάθουν απ’ έξω θα σε καταλάβουν. Το πλήθος σε παρατηρεί έτσι όπως σ’ έχουν εκθέσει, σα σφαχτάρι στην κρεαταγορά, με τη σάρκα ανοιγμένη, τις φλέβες τεντωμένες, τα εσωτερικά σου όργανα εκτεθειμένα κι ευάλωτα μπροστά τους. Σε περιτριγυρίζουν πλαστικά άκρα, σε αγκαλιάζουν δίχως ψυχή, δίχως πνοή ή βούληση και, σε λίγο, θα έχεις γίνει κι εσύ ένα μαζί τους, θα χαθείς μέσα τους, θα πνιγείς στο αποστειρωμένο άγγιγμά τους και τίποτα, τίποτα δεν θα μπορεί να σε γλιτώσει. Σκοτάδι. Τι είσαι; Ψάχνεις μέσα σου κι ακούς από μακριά μια φωνή να απαντάει στην απορία σου. Δεν είναι δική σου η απορία ούτε η φωνή, είναι κάποιου άλλου, οικείου και μακρινού ταυτόχρονα, κάποιου που ήσουν ή θα είσαι ή θα μπορούσες κάποτε να γίνεις. Τι είσαι; Είσαι τέχνη. Η φωνή δεν ακούγεται καθαρά, παράσιτα τη διακόπτουν, θόρυβος λευκός όπως τα χέρια γύρω σου, δεκάδες χέρια μαζεμένα ένα-ένα απ’ τα σκουπίδια, χέρια που Εκείνη ζητιάνεψε από μαγαζιά που δεν τα είχαν πλέον ανάγκη. Η τέχνη δεν είναι έμπνευση, δεν είναι κοινωνικό σχόλιο, δεν είναι πολιτικοποιημένη, σου λέει. Η τέχνη ήταν και θα είναι ο μοναχικός αγώνας του ανθρώπου ενάντια στο θάνατο, αυτό που αφήνουμε πίσω μας όταν όλα τα υπόλοιπα έχουν χαθεί και τα κόκαλά μας έχουν γίνει σκόνη και κανείς δεν θυμάται πώς έμοιαζαν τα πρόσωπά μας, πώς γελούσαμε ή πόσο καλά πηδιόμασταν. Είναι ο δικός μας τρόπος να κάνουμε κωλοδάχτυλο στο Χάρο. Φως. Νιώθεις άλλα χέρια τώρα, ζεστά και παλλόμενα, γεμάτα αίμα και ζωή. Το πλήθος γύρω σου έχει ελαττωθεί, όμως τα φώτα σε τυφλώνουν, δεν τα αντέχεις, ας τα κλείσει κάποιος επιτέλους. Αμυδρά, διακρίνεις μια γυναίκα να τραβάει μακριά σου ένα μικρό παιδί κι αμέσως η θερμότητα εξαφανίζεται και νιώθεις ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά, ακόμη περισσότερο κρύο απ’ ότι πριν. Σκέφτεσαι πως το μαλώνει, βλέπεις το πρόσωπό του να κοκκινίζει κι άχρωμο υγρό να κυλάει απ’ τα μάτια του. Αναγνωρίζεις τι συμβαίνει. Κλαίει. Εσύ έχεις ξεχάσει πώς να κλαις και αμφιβάλλεις για το κατά πόσο γνώριζες ποτέ τα διαδικαστικά της υπόθεσης. Σκοτάδι. Ένα πρόσωπο επιπλέει μπροστά σου, ένα πρόσωπο που ταιριάζει με τη φωνή στ’ αφτιά σου ή, τουλάχιστον, έτσι σου φαίνεται. Είναι το δικό της, το πρόσωπο Εκείνης μα, όταν παλεύεις να βάλεις τις σκέψεις σου σε τάξη και να καταλάβεις ποια είναι Εκείνη και για ποιο λόγο τη σκέφτεσαι με κεφαλαίο έψιλον, η εικόνα της ξεγλιστράει. Κρύο, κάνει τόσο κρύο κι οι πλαστικές αγκαλιές δεν το διώχνουν μακριά, μονάχα το εντείνουν. Κι η ησυχία…ησυχία; Φως. Ησυχία. Τα φώτα έχουν χαμηλώσει, δεν σε πονάνε πια. Γίνεται να πονάς χωρίς κορμί; Γίνεται να σκέφτεσαι χωρίς μυαλό; Γίνεται να αγαπάς χωρίς καρδιά; Σκοτάδι. Φως. Μπροστά σου στέκεται Εκείνη. Τα μάτια της σε τραβάνε, άθελά σου, κι εικόνες σε βομβαρδίζουν αλύπητα, περιστρέφονται γύρω σου, εισβάλλουν μέσα σου, εικόνες δικές σου, δικές της, των δυο σας μαζί. Ό,τι είσαι ανατινάζεται, σκάει εντυπωσιακά σε εκατοντάδες πυροτεχνήματα και δίνει τη θέση του σε ό,τι ήσουν. Σκοτάδι. Πρώτη γνωριμία. Τη βλέπεις να παλεύει με γύψο και κοτετσόσυρμα, τα δάχτυλά της είναι πληγιασμένα και στάζουν αίμα στη λευκή επιφάνεια. Βρίζει μέσα απ’ τα δόντια της και πας κοντά της. Προσφέρεσαι να τη βοηθήσεις. Σου εξηγεί τι προσπαθεί να φτιάξει κι ενθουσιάζεσαι. Μέσα σε πέντε λεπτά, θες να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί της. Μέσα σε πέντε λεπτά, θες να γονατίσεις μπροστά στο ατέλειωτο γλυπτό της και να της ορκιστείς αιώνια αγάπη. Σου μιλάει για την τέχνη της κι εσύ για τη δική σου. Τσακώνεστε. Σου προτείνει να συνεχίσετε την κουβέντα σας αλλού μιας και το εργαστήριο κλείνει σε μια ώρα. Το επόμενο πρωί, ξυπνάς δίπλα της κι ο κόσμος ήδη μοιάζει καλύτερος. Φως. Τα δάχτυλά της, τυλιγμένα με άπειρους επιδέσμους, ως συνήθως, χαϊδεύουν το εξωτερικό σου περίβλημα, το πλαστικό δέντρο που αποτελεί το τελευταίο της όραμα. Κάτι μέσα σου σκιρτά στο άγγιγμά της. Τα χέρια της διατρέχουν τα φρικιαστικά, άκαμπτα κλαδιά σου, κλαδιά καμωμένα από χέρια και πόδια και κεφάλια, και σταματούν στους καρπούς σου. Για πρώτη φορά, συνειδητοποιείς πως καρποφορείς. Από τα κλώνια σου κρέμονται καρδιές, ανθρώπινες, κόκκινες και ζουμερές. Κάπου ανάμεσά τους, αναγνωρίζεις τη δική σου. Το ίδιο κι Εκείνη, γιατί την ακουμπάει, τρυφερά στην αρχή, μετά πιο βίαια, σαν να θέλει να τη διαλύσει όπως διέλυσε κι εσένα. Σκοτάδι. Σου δείχνει ένα προσχέδιο. Θα είναι μακάβριο και σκοτεινό, όπως όλα τα γλυπτά της. Ένα δέντρο, φτιαγμένο από κατακερματισμένες, πλαστικές κούκλες. Βαμμένο λευκό. Στα κλαριά του κρέμονται δεκάδες φαναράκια, όμοια με ανθρώπινες καρδιές. Το έχει βαφτίσει Έρωτα. Ανατριχιάζεις στο άκουσμα του ονόματος, κάτι στο σκίτσο σ’ ενοχλεί, αλλά δεν ξέρεις τι και δεν μπορείς να της το πεις γιατί παίρνει την τέχνη της πολύ στα σοβαρά, ειδικά τώρα τελευταία. Ο μοναχικός αγώνας ενάντια στο θάνατο και, μετά τη διάγνωση αυτού που της τρώει τα σωθικά, η ανάγκη της να πολεμήσει τον άχαρο κύριο με το δρεπάνι έχει μεγαλώσει. Μα δεν τον πολεμάει με φάρμακα και θεραπείες, τον πολεμάει με σκίτσα και γλυπτά, τα οποία κατασκευάζει με πυρετώδεις ρυθμούς, το ένα μετά το άλλο, προσπαθώντας να στριμώξει όσα περισσότερα μπορεί στο χρόνο που της αναλογεί. Φως. Καθώς οι μνήμες επιστρέφουν, το κρύο κι η ακαμψία υποχωρούν κι αρχίζεις να αισθάνεσαι μια παράξενη θέρμη. Τη βλέπεις να γλύφει αίμα από τα φασκιωμένα χέρια της κι αρχίζει να ξεκουμπώνει το φόρεμά της. Κοιτάζει γύρω της κλεφτά, να βεβαιωθεί πως η γκαλερί είναι άδεια και πως οι κάμερες ασφαλείας είναι στραμμένες πάνω της. Γιατί πρέπει να βλέπει τα πάντα σαν τέχνη; αναρωτιέσαι. Το φόρεμά της πέφτει γύρω από τους αστραγάλους της και το πλαστικό που σε περιβάλλει ζεσταίνεται κι άλλο κι άλλο κι άλλο – σχεδόν ρευστοποιείται. Σκοτάδι. Δεν αντέχεις άλλο. Δεν αντέχεις τη σιωπή της και τις ώρες που περνά στο εργαστήριο, δεν αντέχεις την εμμονή της με το καινούριο γλυπτό ούτε την απουσία της. Μα, πάνω απ’ όλα, δεν αντέχεις τους τσακωμούς σας. Αυτό που κάποτε σε γοήτευε έχει πια καταντήσει ανυπόφορο. Αρχίζετε να μιλάτε για τέχνη και καταλήγετε να μιλάτε για το θάνατο ή για το πόσο ανώτερη είναι η δική της τέχνη απ’ τη δική σου. Τι είσαι εσύ, άλλωστε; Ένας γραφιάς που ποτέ δεν πρόκειται να εκδώσει. Εκείνη είναι αναγνωρισμένη, είναι καταξιωμένη. Εκείνη κάνει Τέχνη, με κεφαλαίο το ταυ, όπως κεφαλαίο είναι και το έψιλον στο Εκείνη που την προσδιορίζει. Γυρνάει αργά και φεύγει χάραμα και στο ενδιάμεσο γαμιέστε λυσσασμένα και με μίσος. Την απεχθάνεσαι και την ποθείς ταυτόχρονα, μα πιο πολύ σιχαίνεσαι τον εαυτό σου που επιμένει να υπομένει, θαρρείς και θα πάρεις κάποιου είδους εύσημα για την αυτοθυματοποίησή σου. Απόψε θα την αφήσεις. Φως. Σε πληριάζει, γυμνή, και τρίβεται πάνω σου. Μέσα στο πλαστικό, η συνείδησή σου ασφυκτιά, νιώθεις κάψιμο στα κλαδιά σου, στις ρίζες σου, κάψιμο παντού και, ξαφνικά, κάτι γίνεται. Αισθάνεσαι να αποκτάς και πάλι υπόσταση, να ξεκολλάς απ’ τον κορμό και να απλώνεις τα κακοφτιαγμένα χέρια σου πάνω της. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα κι ουρλιάζει σαν να βλέπει μπροστά της τις πύλες της Κόλασης. Αθώα απορία σε κατακλύζει. Γι’ αυτό δεν σε θυσίασε στο δέντρο; Γι’ αυτό δεν έκλεψε την καρδιά σου και την κρέμασε στα κλώνια του; Είσαι δικός της τώρα, πάντα δικός της, εσύ και το δέντρο, το δέντρο κι εσύ, οι μεγαλύτερες αγάπες της. Σκοτάδι. Της ανακοινώνεις την απόφασή σου κάτω απ’ το μισοτελειωμένο δέντρο. Δεν ήθελες να πας εκεί, η όψη του δέντρου σε τρομάζει, μα είναι το μόνο μέρος όπου μπορείς πια να τη βρεις. Κλαίει, παρακαλάει κι έπειτα μίσος γεμίζει το βλέμμα της και πιάνει ένα από τα εργαλεία της γλυπτικής – ούτε που ξέρεις πώς το λένε. Ειρωνικό δεν είναι; Να μην ξέρεις καν το όνομα του οργάνου του θανάτου σου; Μέταλλο μπήγεται στο στήθος σου. Φως. Μπήγεσαι μέσα της, ένα φάντασμα ντυμένο με πλαστικό, μασκαράς μια ζωή. Κάποτε φόραγες φανταστικά προσωπεία κι έκρυβες την αλήθεια σου έντεχνα πίσω από ανθρώπους φτιαχτούς, έγραφες τις ιστορίες τους κι όσο τις έγραφες ήσουν εκείνοι. Τώρα τι είσαι; Φάντασμα όντως; Η ηχώ της δικής της παράνοιας; Ή μήπως είσαι για πρώτη φορά εσύ, στ’ αλήθεια εσύ, χωρίς μάσκες και φτιασίδια λογοτεχνικά; Το βλέμμα της είναι γεμάτο τρέλα. Σκοτάδι. Δεν θα μ’ αφήσεις ποτέ, σου ψιθυρίζει. Φως. Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, σκέφτεσαι. Σκοτάδι. Αίμα στάζει απ’το ανοιγμένο στέρνο σου και βάφει κόκκινες τις ρίζες του δέντρου. Παίρνει την καρδιά σου στα χέρια της, ακόμη ζεστή, και τη χώνει μέσα σ’ ένα απ’ τα φανάρια. Νιώθεις τον εαυτό σου να κυλάει μέσα στο δέντρο, τη συνείδησή σου να τεντώνεται για να καλύψει όλο το τεράστιο γλυπτό. Φως. Σκοτάδι. Φως. Ανοιγοκλείνεις τα πλαστικά σου μάτια και συνειδητοποιείς πως Εκείνη δεν κουνιέται. Ένα ποτάμι από αίμα αναβλύζει ανάμεσα απ’ τα ανοιγμένα πόδια της. Πεθαίνει. Το ξέρεις, το νιώθεις. Ο έρωτας γιατρεύει τα πάντα, θυμάσαι να σου λέει χαμογελώντας. Τότε είχες θυμώσει μαζί της, πιστεύοντας ότι περίμενε από σένα, με κάποιον τρόπο μαγικό, να διώξεις μακριά την αρρώστια της. Όμως δεν εννοούσε αυτό, τελικά, όσο κι αν της άρεσε να εκβιάζει και να χειραγωγεί. Εννοούσε τον Έρωτα, το γλυπτό της. Την τέχνη της. Τη σηκώνεις στην αγκαλιά σου και την τραβάς μαζί σου. Πίσω, στο δέντρο. Στις ρίζες και τα κλαδιά και τις καρδιές, έτοιμες να κοπούν σαν ώριμα φρούτα. Το πλαστικό περίβλημα που ντύθηκες λιώνει καθώς ενώνεσαι και πάλι με τον υπόλοιπο κορμό. Μυρωδιά καμένου δέρματος σε τυλίγει. Σκοτάδι. Δεν είσαι μόνος. Ποια είμαι; σε ρωτάει. Τι είμαι; Δεν είσαι, της απαντάς. Είμαστε. Είμαι μέσα στο δέντρο; στριγκλίζει υστερικά. Είμαστε το δέντρο. Ουρλιάζει και κλαίει, μ’ ένα κλάμα γοερό μα δίχως δάκρυα. Περνάνε ώρες μέχρι να καταλαγιάσουν οι λυγμοί της, τόσες ώρες που χάνεις σχεδόν την αίσθηση του χρόνου. Εκείνη ηρεμεί, τελικά, και ξέρεις πως σε λίγο θα έχει ξεχάσει τα πάντα, όπως κι εσύ. Εσύ; Υπάρχει πλέον οποιοδήποτε νόημα σ’ αυτήν τη λέξη; Φως. 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted April 10, 2015 Share Posted April 10, 2015 Απλά, υπέροχο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.